Κουβέντιαζα μ’ ένα φίλο που αναρωτήθηκε αν το θέατρο έχει αρχίσει να παρακμάζει και αναφερόταν κυρίως στο γεγονός ότι σπανίζουν πια τα θεατρικά έργα πρωτότυπης γραφής. Η θεματολογία είναι κορεσμένη. Ένας επίδοξος θεατρικός συγγραφέας πρέπει να παιδευτεί πολύ για να βρει θέμα που θα έλκει το κοινό που θα έχει μια διαχρονικότητα και που θα μπορεί να παρασταθεί με τρόπο που να καθηλώσει. Παρόλο που δεν έχει καμία σχέση με το χώρο, ως προς το τυπικό τουλάχιστον μέρος, δηλαδή δεν έχει κάνει θεατρικές σπουδές, οφείλω να παραδεχτώ ότι η ερώτηση του έχει μεγάλη βάση αλήθειας. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στις διανοητικές του ικανότητες που του επιτρέπουν να έχει σωστή κρίση, αλλά και στο ότι επειδή ακριβώς δεν ανήκει στο θεατρικό χώρο μπορεί να έχει πιο καθαρό μάτι γύρω από τα θεατρικά δρώμενα. Συνήθως, οι άνθρωποι που σχετίζονται με το θέατρο, είτε με το τεχνικό είτε με το θεωρητικό του κομμάτι, δύσκολα θα έφταναν σε μια τέτοια παραδοχή ή ερώτηση. Εγώ για παράδειγμα, δυσκολεύομαι να δώσω μια σαφή απάντηση, ωστόσο οφείλω να παραδεχτώ ότι το ερώτημα έχει βάση και θέτω εδώ τον προβληματισμό μου γύρω απ’ το μέλλον του θεάτρου ως τέχνη, τουλάχιστον με την παραδοσιακή του φόρμα. Η πληθώρα θεατρικών παραστάσεων κάθε χρόνο – τουλάχιστον στην Αθήνα- δείχνουν μια έντονη κινητικότητα. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε και δίκιο ότι όλη αυτή η κίνηση δεν υποκινείται μόνο απ’ την αγάπη ενός ειδικού κοινού για το θέατρο (που άλλωστε αγγίζει κι ένα μικρό ποσοστό) αλλά κι απ’ το γεγονός ότι το επάγγελμα ηθοποιός είναι στη μόδα λόγω τηλεόρασης πια που καλλιεργεί και προβάλλει με ζήλο οτιδήποτε έχει μια λαμπερή ταυτότητα.
Μια μορφή τέχνης δεν μπορεί να σβήσει εντελώς, απλώς μπορεί να γνωρίσει περιόδους ακμής και παρακμής και να μεταβάλλεται ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών. Οι εποχές που ο παραδοσιακός τρόπος παρουσίασης ενός θεατρικού έργου μπορούσε να καθηλώσει και να μαγέψει τους θεατές έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ακόμα και στη διεθνή σκηνή, ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 70 ο Bob Wilson με σλόγκαν του το space to see and time to feel εισάγει το κοινό στο πολυθέαμα, δηλαδή σε μια παράσταση όπου χορός και μουσική συνυπάρχουν με το θεατρικό κείμενο και με την εναλλαγή φωτισμών μπορούν να του προσδώσουν κι άλλες διαστάσεις. O Wilson χρησιμοποιεί και διάφορα άλλα happenings στη σκηνή, ενώ δεν διστάζει να επιλέξει ακόμα και τη σιωπή, την παντελή απουσία δηλαδή του λόγου, οδηγώντας έτσι τη θεατρική πράξη σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. Κάνοντας μια περιήγηση στα sites που δείχνουν τη θεατρική κίνηση στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με έκπληξη διαπίστωσα ότι η πλειονότητα των έργων είναι τα παλιά γνωστά κλασικά κείμενα του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Λόρκα. Μια ολόκληρη γενιά θεατρικών συγγραφέων ακόμα ψάχνει την ταυτότητα και τη γλώσσα της μέσα απ’ την ταχύτητα της εποχής μας, τις νέες ανακαλύψεις, τα επιτεύγματα, το νέο τρόπο σκέψης και εκφοράς της γλώσσας, την παγκοσμιοποίηση σε όλα τα επίπεδα. Επιπλέον, η εξέλιξη του κινηματογράφου με τη χρήση των ειδικών εφέ, αλλά και ο νέος τρόπος ζωής με τα home cinema έχουν εθίσει το κοινό σε άλλους τρόπους διασκέδασης, έτσι ώστε να είναι πια σπάνιες οι στιγμές που μια θεατρική παράσταση μπορεί να ψυχαγωγήσει με την κυριολεκτική έννοια της λέξης.
Θα επανέλθω.
Τρίτη, Απριλίου 18, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου