Σάββατο, Απριλίου 29, 2006

Η αλεπού αρρώστησε

Η αλεπού αρρώστησε
Πόνος την έχει πιάσει
Και θέλει να την έχουνε
Μη βρέξει και μη στάση

Από προχθές το βράδυ η αλεπού είναι άρρωστη. Πόνος στο λαιμό, δέκατα, κανονικός πυρετός, ζαλάδα κτλ. Κι όταν είναι άρρωστη και κλείνεται στη φωλιά της, γίνεται το πιο κακό ζώο που υπάρχει. Στριμμένη, ανυπόφορη, απαιτητική και με μια έκφραση μόνιμης δυσαρέσκειας. Δεν το θέλει που είναι έτσι, αλλά δεν μπορεί και να το ελέγξει απόλυτα. Παρόλα αυτά προσπαθεί σκληρά να το διορθώσει.
Θα μου πείτε τώρα και τι σας νοιάζει εσάς η ψυχική κατάσταση μιας αλεπούς. Σωστά. Δίκιο έχετε. Υπάρχουν και σημαντικότερα πράγματα ν’ ασχοληθούμε. Ωστόσο, σας τα γράφει αυτά για να εκθέσει λίγο τον εαυτό της δημόσια μήπως και στο μέλλον γίνει καλύτερο ζωάκι.

Τετάρτη, Απριλίου 26, 2006

Ο "Μικρός Πρίγκιπας" του Saint -Exupery



Επειδή φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του «Μικρού Πρίγκιπα», σας παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα και το αφιερώνω σε όσους διατηρούν την ψυχή τους παιδική…

Τότε εμφανίστηκε η αλεπού. «Καλημέρα», είπε η αλεπού. «Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, κοίταξε τριγύρω μα δεν είδε τίποτα. «Είμαι εδώ», ξανακούστηκε η φωνή, «ακριβώς κάτω απ' τη μηλιά» «Ποια είσαι εσύ;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας και πρόσθεσε «Είσαι πολύ όμορφη.» «Είμαι μια αλεπού», είπε η αλεπού. «Έλα να παίξεις μαζί μου», της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. «Είμαι τόσο δυστυχισμένος» «Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου», είπε η αλεπού. «Δεν έχω εξημερωθεί». «Συγνώμη;» έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Και μετά από λίγη σκέψη πρόσθεσε: «Τι σημαίνει "εξημερώνω";» «Δεν είσαι από δω» είπε η Αλεπού. «Τι ψάχνεις;» «Ψάχνω ανθρώπους» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Τι θα πει εξημερώνω;» «Οι άνθρωποι έχουν όπλα και κυνηγούν. Αυτό είναι πολύ ενοχλητικό. Επίσης τρέφουν κοτόπουλα. Αυτά είναι τα μόνα ενδιαφέροντα τους. Ψάχνεις για κοτόπουλα;» ρώτησε η Αλεπού. «Όχι», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Ψάχνω για φίλους. Τι θα πει εξημερώνω»;«Είναι κάτι πολύ ξεχασμένο», είπε η αλεπού. «Σημαίνει "δημιουργώ δεσμούς"». «Δημιουργώ δεσμούς;» «Βέβαια», είπε η αλεπού. «Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δεν σ' έχω ανάγκη. Και δεν μ' έχεις ανάγκη ούτε κι εσύ. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Όμως, αν μ' εξημερώσεις, θα 'χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. θα 'σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα 'μαι για σένα μοναδική στον κόσμο.» «Αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Υπάρχει ένα λουλούδι, νομίζω ότι με έχει εξημερώσει...» «Μπορεί», είπε η αλεπού. Στη γη μπορείς να δεις τα πάντα. Ω, μα το λουλούδι μου δεν είναι στη γη», είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η Αλεπού μπερδεύτηκε αλλά ξαναγύρισε στην ιδέα της: «Ή ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι με κυνηγούν. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι πλήττω λιγάκι. Αλλά αν μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα 'ναι σαν φωτισμένη απ' τον ήλιο. Θ' αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων πού θα 'ναι διαφορετικός απ' όλους τους άλλους. Τ' άλλα βήματα με κάνουν να ξαναγυρνώ κάτω απ' τη γη. Τα δικά σου θα με καλούν σα μουσική να βγω απ' την υπόγεια φωλιά μου. Και μετά, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τους κάμπους με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα, μου είναι άχρηστο. Οι κάμποι του σταριού δεν μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι θλιβερό. Αλλά έχεις μαλλιά χρυσαφιά. Έτσι θα 'ναι θαυμάσια, αν μ' εξημερώσεις! Το στάρι, που είναι χρυσαφί, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο στα στάρια...» Η αλεπού σώπασε και κοίταξε για πολύ το μικρό πρίγκιπα: «Σε παρακαλώ, εξημέρωσέ με!», είπε. «Το θέλω πάρα πολύ», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Αλλά δεν έχω χρόνο. Ψάχνω για φίλους και θέλω να γνωρίσω πολλά πράγματα». . «Γνωρίζουμε μόνο τα πράγματα που εξημερώνουμε» είπε η Αλεπού. «Οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο να γνωρίσουν το οτιδήποτε. Αγοράζουν τα έτοιμα πράγματα από τα καταστήματα. Αλλά δεν υπάρχει κανένα κατάστημα στον κόσμο απ’ το οποίο να μπορούν να αγοράζουν φίλους κι έτσι οι άνθρωποι δεν έχουν πια κανένα φίλο Εάν θες ένα φίλο, εξημέρωσε με». «Τι πρέπει να κάνω για να σ’ εξημερώσω»; «Πρέπει να είσαι πολύ υπομονετικός», απάντησε η Αλεπού. «Πρώτα θα καθίσεις στο γρασίδι κάπως μακριά μου όπως τώρα. Θα σε βλέπω με την άκρη του ματιού μου και δεν θα λες τίποτα. Οι λέξεις είναι αιτία παρεξηγήσεων. Μέρα με τη μέρα θα έρχεσαι πιο κοντά μου. Θα ήταν καλύτερα να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα. Για παράδειγμα αν έρχεσαι στις τέσσερις το απόγευμα, τότε γύρω στις τρεις θα αρχίσω να νιώθω ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα θα νιώθω όλο και πιο ευτυχισμένη. Στις τέσσερις θα είμαι ανήσυχη και σχεδόν θα χοροπηδάω από ευτυχία. Θα σου δείχνω πόσο ευτυχισμένη είμαι. Αλλά αν δεν έρχεσαι συγκεκριμένη ώρα δεν θα ξέρω πότε πρέπει να φορέσει η καρδιά μου τα καλά της για να σε υποδεχθεί». Κι έτσι, ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα της αναχώρησης: «Α!» είπε η αλεπού... «θα κλάψω». «Εσύ φταις», είπε ο μικρός πρίγκιπας, «εγώ δεν ήθελα καθόλου το κακό σου, αλλά θέλησες να σ' εξημερώσω». «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Αλλά θα κλάψεις!», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Τότε δεν κερδίζεις τίποτα!» «Κερδίζω», είπε η αλεπού, «εξ αιτίας του χρώματος που έχει το στάρι.» Μετά πρόσθεσε. «Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο, θα ξανάρθεις να μ' αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.» Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να δει τα λουλούδια . «Δε μοιάζετε διόλου στο τριαντάφυλλο μου», είπε. «Γιατί μέχρι σήμερα δεν σημαίνετε τίποτα. Κανένας δεν σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είστε όπως ήταν κάποτε η Αλεπού μου Ήταν μόνο μια Αλεπού ανάμεσα σε εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αλλά τώρα την έκανα φίλη μου κι είναι μοναδική σ’ όλο τον κόσμο». Τα τριαντάφυλλα ντράπηκαν πάρα πολύ κι εκείνος συνέχισε. «Είστε όμορφα αλλά είστε κενά. Κανένας δεν θα μπορούσε να πεθάνει για σας. Είναι σίγουρο ότι ένας οποιοσδήποτε περαστικός θα πίστευε ότι το δικό μου τριαντάφυλλο είναι ακριβώς όμοιο με σας. Μα το τριαντάφυλλο μου μόνο του είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ όλα σας μαζί, γιατί εγώ το πότισα. Γιατί είναι αυτό που προστάτεψα με τη γυάλινη σφαίρα. Γιατί είναι αυτό που προφύλαξα με το παραβάν Γιατί είναι αυτό που καθάρισα απ’ τις κάμπιες (εκτός από δυο τρεις που αφήσαμε να γίνουν πεταλούδες). Γιατί είναι αυτό που άκουγα να γκρινιάζει, να καυχιέται ή μερικές φορές να σωπαίνει Γιατί είναι το δικό μου τριαντάφυλλο».
Και γύρισε πίσω να συναντήσει την αλεπού: «Αντίο» είπε. «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια.» «Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια», επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να είναι σίγουρος ότι θα το θυμάται. «Ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλό σου αυτός είναι που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.» «Ο χρόνος πού έχασα για το τριαντάφυλλό μου...», έκανε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται. «Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσύ δεν πρέπει να το ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος γι' αυτό που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...» «Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου», επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να είναι σίγουρος ότι θα το θυμάται.

Κυριακή, Απριλίου 23, 2006

Εντυπώσεις απ’ την Ανάσταση

23.30, στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα. Λίγο πριν την Ανάσταση. Στα δεξιά, η εκκλησία του Σωτήρος, μπροστά η πλατεία που σε άλλες ώρες είναι στέκι για καφέ ή για greek mousaka στους τουρίστες. Στ’ αριστερά, ένας άστεγος πάνω στο αυτοσχέδιο κρεβάτι του (μια κουβέρτα πάνω σε ένα χάρτινο κομμάτι από κούτα σουπερμάρκετ) συνομιλεί με μια γυναίκα που πουλάει κεριά. Τον κοιτάζω και ντρέπομαι γι’ αυτήν την αυθόρμητη αδιακρισία μου. Παρατηρώ ότι δεν ζητιανεύει και σκέφτομαι ότι μακάρι να το έκανε. Η σημερινή μέρα απ’ την περισσή γενναιοδωρία των περαστικών λόγω Ανάστασης, ίσως και να’ τανε η τυχερή του. Οι ψαλμωδίες απ’ την εκκλησία δυναμώνουν. Κάθε χρόνο τα ίδια. Σε λίγο θα δοθεί το Άγιο φως, κάποιοι θα τρέξουν να το πάρουν πρώτοι ποδοπατώντας τους άλλους, κάποιοι άλλοι θα μαζεύουν τα μαλλιά τους από φόβο μήπως αρπάξουν μέσα στα τόσα κεριά. Οι βιαστικοί κοιτάνε το ρολόι γιατί εντωμεταξύ τους τρέχουν τα σάλια για τη μαγειρίτσα που τους περιμένει. Ο παπάς ψάλλει σε κλίμα γενικής ευφορίας το «Χριστός Ανέστη» και προτρέπει τους πιστούς να σιγοντάρουν κι εκείνοι. Έπειτα, σαν ηθοποιός που προστάζει ο ρόλος του απ’ το γνωστό θεατρικό έργο, αναπαριστά μια σκηνή του εκκλησιαστικού τυπικού εν είδη λαϊκού δρώμενου: «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και απάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης! Τι έστι ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν τω πολέμω!». Μετά την τρίτη επανάληψη και την τελική απάντηση «Κύριος των δυνάμεων, αυτός έστιν ο βασιλεύς της δόξης!», ο ιερέας ανοίγει βίαια την πόρτα της εκκλησίας να μπει θριαμβευτικά. Οι πιστοί που δεν χρειάζεται πια να κρατούν τα προσχήματα φεύγουν γιατί πρέπει να ικανοποιήσουν και το αρχέγονο ένστικτο της πείνας.
1.30, στην άνοδο της Κυδαθηναίων, στο δρόμο προς το αυτοκίνητο. Στ’ αριστερά η εκκλησία του Σωτήρος, στα δεξιά ένα μαγαζί με ποτά και γλυκά του κουταλιού σε βαζάκι ετοιμάζεται να κατεβάσει ρολά. Δίπλα κάτι σαλεύει. Ο άστεγος κουκουλώνεται με την κουβέρτα του. Ο ήχος απ’ τα παπούτσια και τις ομιλίες των χορτασμένων Χριστιανών, του τάραξαν τον ύπνο...

Παρασκευή, Απριλίου 21, 2006

Επιτάφιος

Οι καμπάνες ηχούν πένθιμα απ’ το πρωί κι ο ήλιος λάμπει κόντρα σε κείνη την παράδοση που θέλει τον ουρανό να σκοτεινιάζει και να βρέχει για να θρηνεί το θάνατο του Ιησού.
Πριν από λίγο επέστρεψα σπίτι. Για πρώτη φορά πήγα στον Επιτάφιο μόνη μου. Στη Μητρόπολη. Σήμερα ένιωθα έντονη την ανάγκη να βγω απ’ το σπίτι έστω και χωρίς παρέα. Ίσως ορμώμενη από κάποιο θρησκευτικό συναίσθημα που ήταν κοιμισμένο χρόνια. Ίσως πάλι κι απ’ την επιθυμία μου να περπατήσω στην ανοιξιάτικη άδεια Αθήνα, σε μέρη γνώριμα κι αγαπημένα. Αν και μοναχικά, όμορφα ήταν. Αρκετός ο κόσμος. Η λειτουργία ακουγόταν απ’ τα μεγάφωνα. Η μπάντα έπαιξε πένθιμα μόλις ξεπρόβαλλε πρώτα ο σταυρός απ’ την εκκλησία κι έπειτα ο Επιτάφιος. Ένα κοριτσάκι πίσω μου έκλαιγε κάθε φορά που ακουγόντουσαν οι καμπάνες. Κάποια κινητά χτυπούσαν για να συντονιστούν όσοι είχαν μετά ραντεβού για φαγητό. Υπήρχαν και αρκετοί τουρίστες που παρακολουθούσαν με μεγαλύτερη ευλάβεια από μας. Τέσσερις Γιαπωνέζοι έτρωγαν σουβλάκια σε κάποιο παρακείμενο μαγαζί κοιτώντας το πλήθος που ακολουθούσε την περιφορά του νεκρού Ιησού. Δεν κατάφερα ν’ αποκωδικοποιήσω το βλέμμα τους. Άλλοι χάζευαν τις βιτρίνες των καταστημάτων κι άλλοι σχολίαζαν τους επίσημους που ακολουθούσαν τον Επιτάφιο. Στο Σύνταγμα, μπροστά στη Βουλή η πομπή σταμάτησε για λίγο. Έφυγα γιατί δεν είχα κανένα ενδιαφέρον στο ν’ ακούσω το οποιοδήποτε κήρυγμα του οποιουδήποτε εκπροσώπου μιας ιδρυματικής θρησκείας με παγιωμένες αντιλήψεις περί αρετής και κακίας. Ο Ιησούς με όποια σημασία και να του αποδίδει καθένας ξεχωριστά από μας, μίλησε βασικά για αγάπη και ταπεινότητα. Τελικά δεν ξέρω αν θα του άρεσαν όλες αυτές οι επισημότητες. Στη δική μου συνείδηση, το Πάσχα είναι συνδεδεμένο συμβολικά με την αναγέννηση της φύσης και την ελπίδα και προσμονή καλύτερων ημερών. Κι αυτή η έντονη μελαγχολία της Μεγάλης Εβδομάδας και ειδικότερα της σημερινής μέρας είναι σαν μια βαθιά περισυλλογή για ό, τι έφυγε και ό, τι πρόκειται να έρθει.

Τετάρτη, Απριλίου 19, 2006

Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη

Η ποίηση του Σεφέρη μπήκε στη ζωή μου όταν ήμουνα γύρω στα 16. Στο σχολείο είχαμε μόλις διδαχτεί την Ελένη και το ποίημα μου είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη συγκίνηση.

Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες
……………………………………………………….
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
Τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

Είχα γράψει, θυμάμαι, μια ανάλυση στο μάθημα των Νέων Ελληνικών για το εν λόγω ποίημα που είχε αρέσει πολύ και είχε διαβαστεί και στην τάξη. Μακάρι να είχε διασωθεί μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Θα ήθελα πολύ σήμερα να διάβαζα τι έγραφα τότε.
Λίγα χρόνια αργότερα, αγόρασα την Έρημη χώρα του Έλιοτ σε μετάφραση Σεφέρη. Το διάβαζα με ενδιαφέρον, αλλά κάτι μου έλειπε. Ίσως να ήταν κάπως νωρίς για να επικοινωνήσω με τα υψηλά διανοήματα συγγραφέα και μεταφραστή. Ωστόσο, καταλάβαινα ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει.
Εγώ μπήκα στη ζωή του Σεφέρη πριν από λίγους μήνες, όταν διάβασα την προσωπική αλληλογραφία του. Πρόκειται για μια σειρά γραμμάτων που αντάλλαξε με τη γυναίκα του Μαρώ σε δύο χρονικές περιόδους, τα ερωτικά από το 1936 ως το 1940, και τα συζυγικά από το 1944 ως το 1959. Ρίχτηκα στο διάβασμα τους με φοβερό πάθος. Ακόμα κι όταν τα τελείωσα, τα σκεπτόμουνα συχνά. Η επιστολογραφία σαν είδος είναι έτσι κι αλλιώς θελκτική αφού συντηρεί την αδιακρισία, επιτρέπει να εισβάλλεις απρόσκλητος στη ζωή του άλλου και συχνά διαλύει τους μύθους. Εμένα μου άρεσε γιατί επιτέλους μέσα από τα γράμματα αυτά ανακάλυψα τον άνθρωπο Σεφέρη, τις σκέψεις του τόσο για καθημερινά όσο και για σοβαρά ζητήματα -πολλά μάλιστα σχετιζόμενα με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, αφού τα επεξεργάζεται με την ιδιότητα του διπλωμάτη- , τα συναισθήματα του, το χιούμορ του. Το ύφος του και η πολύπλευρη προσωπικότητα του μ’ έκαναν να θέλω να διαβάσω κι ό,τι άλλο εκτός ποίησης έχει γράψει. Πρόσφατα, είχα την τύχη να αποκτήσω και τα δοκίμια του συγκεντρωμένα σε δυο τόμους από το 1936 ως το 1971 όπου ξεδιπλώνει τη σκέψη του για ζητήματα γλώσσας, ύφους, ρυθμού.
Δεν ξέρω γιατί μου αρέσει τόσο πολύ ο Σεφέρης. Ίσως επειδή τα ποίηματα του μου κινούν μια διαδικασία σκέψης σε συνδιασμό με συναισθηματική τέρψη. Κι αυτό μου προκαλεί την περιέργεια και την ανάγκη να τον διαβάζω όλο και περισσότερο προκειμένου να κατανοήσω το υπο-κείμενο (εδώ η λέξη με διττή σημασία: υποκείμενο, το πρόσωπο που παράγει την ποίηση, ο ποιητής δηλαδή αλλά και το κάτω από το κείμενο, τι κρύβεται σαν σκέψη και αφορμή κάτω απ’ τους στίχους που παραδίδονται. Ο Σεφέρης έζησε από πολύ νέος στην Ευρώπη, πρώτα στο Παρίσι και μετά το Λονδίνο και ήρθε σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά ρεύματα που άλλαξαν τα λογοτεχνικά δεδομένα μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Έτσι όταν το 1931 κυκλοφόρησε η Στροφή, ερχόταν στην ελληνική ποίηση μια αλλαγή και μια πραγματική στροφή. Ο Σεφέρης δεν κάνει εύκολη ποίηση και προπαντός η ποίηση του δεν είναι χαρούμενη. Είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική πηγάζοντας απ’ τη σκέψη του πάνω στα ανθρώπινα όχι βέβαια του μικρόκοσμου του αλλά ενός ευρύτερου περιβάλλοντος.
Παραθέτω εδώ λίγους στίχους από το Βασιλιά της Ασίνης. Βρέθηκα στη μυκηναϊκή Ασίνη ένα όψιμο βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα και ατένισα νοσταλγικά το βράχο δίπλα στη θάλασσα, εκεί που πέρασε ο ποιητής λίγες ξέγνοιαστες μέρες τον Αύγουστο του 1938 κάτω από τη σκέπη ενός ξεχασμένου απ’ το χρόνο και την ιστορία βασιλιά.


Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

Ο θάνατος του Θεάτρου;

Κουβέντιαζα μ’ ένα φίλο που αναρωτήθηκε αν το θέατρο έχει αρχίσει να παρακμάζει και αναφερόταν κυρίως στο γεγονός ότι σπανίζουν πια τα θεατρικά έργα πρωτότυπης γραφής. Η θεματολογία είναι κορεσμένη. Ένας επίδοξος θεατρικός συγγραφέας πρέπει να παιδευτεί πολύ για να βρει θέμα που θα έλκει το κοινό που θα έχει μια διαχρονικότητα και που θα μπορεί να παρασταθεί με τρόπο που να καθηλώσει. Παρόλο που δεν έχει καμία σχέση με το χώρο, ως προς το τυπικό τουλάχιστον μέρος, δηλαδή δεν έχει κάνει θεατρικές σπουδές, οφείλω να παραδεχτώ ότι η ερώτηση του έχει μεγάλη βάση αλήθειας. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στις διανοητικές του ικανότητες που του επιτρέπουν να έχει σωστή κρίση, αλλά και στο ότι επειδή ακριβώς δεν ανήκει στο θεατρικό χώρο μπορεί να έχει πιο καθαρό μάτι γύρω από τα θεατρικά δρώμενα. Συνήθως, οι άνθρωποι που σχετίζονται με το θέατρο, είτε με το τεχνικό είτε με το θεωρητικό του κομμάτι, δύσκολα θα έφταναν σε μια τέτοια παραδοχή ή ερώτηση. Εγώ για παράδειγμα, δυσκολεύομαι να δώσω μια σαφή απάντηση, ωστόσο οφείλω να παραδεχτώ ότι το ερώτημα έχει βάση και θέτω εδώ τον προβληματισμό μου γύρω απ’ το μέλλον του θεάτρου ως τέχνη, τουλάχιστον με την παραδοσιακή του φόρμα. Η πληθώρα θεατρικών παραστάσεων κάθε χρόνο – τουλάχιστον στην Αθήνα- δείχνουν μια έντονη κινητικότητα. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε και δίκιο ότι όλη αυτή η κίνηση δεν υποκινείται μόνο απ’ την αγάπη ενός ειδικού κοινού για το θέατρο (που άλλωστε αγγίζει κι ένα μικρό ποσοστό) αλλά κι απ’ το γεγονός ότι το επάγγελμα ηθοποιός είναι στη μόδα λόγω τηλεόρασης πια που καλλιεργεί και προβάλλει με ζήλο οτιδήποτε έχει μια λαμπερή ταυτότητα.
Μια μορφή τέχνης δεν μπορεί να σβήσει εντελώς, απλώς μπορεί να γνωρίσει περιόδους ακμής και παρακμής και να μεταβάλλεται ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών. Οι εποχές που ο παραδοσιακός τρόπος παρουσίασης ενός θεατρικού έργου μπορούσε να καθηλώσει και να μαγέψει τους θεατές έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ακόμα και στη διεθνή σκηνή, ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 70 ο Bob Wilson με σλόγκαν του το space to see and time to feel εισάγει το κοινό στο πολυθέαμα, δηλαδή σε μια παράσταση όπου χορός και μουσική συνυπάρχουν με το θεατρικό κείμενο και με την εναλλαγή φωτισμών μπορούν να του προσδώσουν κι άλλες διαστάσεις. O Wilson χρησιμοποιεί και διάφορα άλλα happenings στη σκηνή, ενώ δεν διστάζει να επιλέξει ακόμα και τη σιωπή, την παντελή απουσία δηλαδή του λόγου, οδηγώντας έτσι τη θεατρική πράξη σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. Κάνοντας μια περιήγηση στα sites που δείχνουν τη θεατρική κίνηση στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με έκπληξη διαπίστωσα ότι η πλειονότητα των έργων είναι τα παλιά γνωστά κλασικά κείμενα του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Λόρκα. Μια ολόκληρη γενιά θεατρικών συγγραφέων ακόμα ψάχνει την ταυτότητα και τη γλώσσα της μέσα απ’ την ταχύτητα της εποχής μας, τις νέες ανακαλύψεις, τα επιτεύγματα, το νέο τρόπο σκέψης και εκφοράς της γλώσσας, την παγκοσμιοποίηση σε όλα τα επίπεδα. Επιπλέον, η εξέλιξη του κινηματογράφου με τη χρήση των ειδικών εφέ, αλλά και ο νέος τρόπος ζωής με τα home cinema έχουν εθίσει το κοινό σε άλλους τρόπους διασκέδασης, έτσι ώστε να είναι πια σπάνιες οι στιγμές που μια θεατρική παράσταση μπορεί να ψυχαγωγήσει με την κυριολεκτική έννοια της λέξης.
Θα επανέλθω.

Κυριακή, Απριλίου 16, 2006

Στα μονοπάτια της τέχνης και της διανόησης

Διαβάζω εδώ και λίγο καιρό το βιβλίο του William Wiser «Το Παρίσι στα χρόνια του Μεσοπολέμου». Δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα. Πρόκειται για μια καταγραφή των χρόνων του μεσοπολέμου στην πόλη του φωτός, δοσμένη όμως με μια γλαφυρότητα που θυμίζει έντονα μυθιστορηματική γραφή. Κι έχει εξάλλου ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάγνωση μιας εποχής μέσα από ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί η ελίτ της τέχνης και του πνεύματος- (εδώ που τα λέμε και για να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο μας πάντα είναι θελκτικές και πάντα εξάπτουν την περιέργεια μας οι κάπως άγνωστες πτυχές της ζωής γνωστών προσωπικοτήτων)-. Το βιβλίο μ’ αρέσει και για έναν ακόμη λόγο. Ζωντανεύει στα μάτια μου, μια ολόκληρη εποχή ιδεών, ιδανικών, τάσεων, καλλιτεχνικών ανησυχιών. Εκείνη την εποχή, το Παρίσι ήταν τόπος συνάντησης εκπροσώπων τόσο της τέχνης όσο και της διανόησης. Κι έχει ενδιαφέρον μια καθημερινότητα σε μια πόλη τους δρόμους της οποίας περπατούσαν ο Τζέιμς Τζόις, ο Χέμινγουει, ο Χένρι Μίλερ, στα ατελιέ της Μονμάρτης, στις εκκεντρικότητες του Νταλί, στο εργαστήρι που ο Πικάσο δημιούργησε την αριστουργηματική Γκερνίκα, στα καφέ που ο Μπρετόν κι ο Ελιάρ έγραφαν τα μανιφέστα του σουρεαλισμού. Στην εποχή μας ή αλλιώς στην εποχή της κλειδαρότρυπας και του χωρίς προσχήματα κουτσομπολιού, ίσως είναι πιο εύπεπτες οι ιστορίες που αποκαλύπτουν τις αδυναμίες και τις ιδιαιτερότητες των πρωταγωνιστών της. Είναι σαν να γίνονται πιο προσβάσιμες και κατανοητές οι μεγάλες προσωπικότητες. Σαν να χαιρόμαστε που ανακαλύπτουμε ότι κι αυτοί ακόμα, οι χαρισματικοί άνθρωποι υπέκυπταν στις ίδιες ανθρώπινες αδυναμίες με μας. Άλλωστε, συχνά τα παρασκήνια είναι πολύ πιο διαφωτιστικά από την ίδια τη σκηνή που οι συνθήκες τη θέλουν πάντα λαμπερή κι εντυπωσιακή για το κοινό που παρακολουθεί την παράσταση. Σε προσωπικό επίπεδο, με γοητεύει αυτή η μεγάλη καλλιτεχνική παρέα στο Παρίσι και μου δημιουργεί την περιέργεια ν’ ανακαλύψω κι άλλα βιβλία που καταγράφουν το χρονικό άλλων πνευματικών και καλλιτεχνικών παρεών και κινημάτων. Μου έρχεται στο νου ένα ακόμη, «Λου Αντρέας Σαλομέ, η βιογραφία μιας μοιραίας γυναίκας», στο οποίο η συγγραφέας Λίντε Ζάλμπερ με αφορμή την πολύπλευρη προσωπικότητα της Λου Σαλομέ καταγράφει έναν άλλο κύκλο της διανόησης, στη γερμανόφωνη Ευρώπη του τέλους του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου, με πρωταγωνιστές το Νίτσε, τον Ρίλκε, το Φρόιντ, τη Λου Σαλομέ.

Πέμπτη, Απριλίου 13, 2006

Ο συγγραφέας γεννιέται ή γίνεται;

Έμαθα σήμερα ότι διεξάγεται προς τα τέλη του επόμενου μήνα σεμινάριο με
θέμα: "Η δομή της αφήγησης και η περίληψη ως εργαλείο του συγγραφέα" και
μπήκα στον παρακάτω προβληματισμό:
Κατά πόσον η τεχνική του γράφειν διδάσκεται και μαθαίνεται. Δεν έχω σκοπό να
ασκήσω αρνητική κριτική στο εν λόγω σεμινάριο ή σε διάφορα άλλα παρεμφερή
που κατά καιρούς διοργανώνονται. Ξέρω επίσης ότι στην Αμερική είναι πολύ
διαδεδομένα τέτοιου είδους σεμιναριακά μαθήματα. Διατηρώ τις επιφυλάξεις
μου. Με δεδομένο ότι πολύς κόσμος αρέσκεται τελευταία στο να γράφει, φοβάμαι
μήπως μαζί με τους πραγματικά ταλαντούχους προσέρχονται και αδαείς που το
κάνουν μόνο για το προσωπικό τους ψώνιο και για προβολή. Κι απ' την άλλη
μεριά, πραγματικά πιστεύω ότι μερικά πράγματα δεν διδάσκονται και ειδικά τα
της γραφής επειδή το ύφος είναι καθαρά προσωπική υπόθεση και τα γραπτά ακόμα
κι αν είναι μυθοπλασίες έχουν τις ρίζες τους σε προσωπικά βιώματα που
συνειδητά ή ασυνείδητα ανασύρονται. Τέλος, ανατρέχοντας σε περασμένες εποχές
και σε επιφανείς λογοτέχνες -ποιητές και πεζογράφους- δεν μπορώ να μην
αναρωτηθώ γιατί αυτοί που αποτελούν μια διαχρονική αναφορά δεν χρειάστηκε να
διδαχτούν, ενώ στις μέρες μας όλα μπορείς να τα κάνεις κατόπιν ειδικών
μαθημάτων;

Τετάρτη, Απριλίου 12, 2006

Για την Εύα

Βρίσκομαι σε μια απ’ τις μέρες εκείνες
όπου ποτέ δεν είχα μέλλον.
Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα ασάλευτο παρόν
περιφραγμένο από ένα τείχος αγωνίας

Fernando Pessoa
(Πίσω από τις Μάσκες)

Αφιερωμένο σε μια αγαπημένη φίλη που αυτό το διάστημα αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα και που μπροστά στον πόνο της νιώθω αμηχανία.

Κυριακή, Απριλίου 09, 2006

Fernando Pessoa: Οι μάσκες κι ο καθρέφτης

«Σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν τρεις Γιάννηδες: ο Γιάννης όπως είναι, ο Γιάννης όπως τον νομίζει ο εαυτός του κι ο Γιάννης όπως τον νομίζουν οι άλλοι». Τάδε έφη Wendell Holmes, ένας αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα.
Ο Λουίτζι Πιραντέλο που πολύ τον απασχόλησε το θέμα της πολλαπλότητας του ατόμου, προχωρόντας ακόμα περισσότερο, υποστηρίζει ότι ο πρώτος Γιάννης δεν υπάρχει καν. Υπάρχουν μόνο οι άλλοι δύο αλλά κι αυτοί δεν είναι δύο μόνο, είναι αμέτρητοι.
«Ο καθένας μας δεν είναι αυτό που νομίζει αλλά είναι ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες, ανάλογα με το πώς βλέπει τούτο ή εκείνο το πρόσωπο και πάντα αλλιώτικος απ’ ό, τι πλάθει ο ίδιος τον εαυτό του μέσα στο μυαλό του. Γι’ αυτό η ηθική καταστροφή είναι τεράστια όταν ένας ηθικός καθρέφτης του αποκαλύπτει ξαφνικά την εικόνα του εαυτού του όπως τη βλέπουν οι άλλου, δηλαδή τι είναι για τους άλλους. Έτσι ο καθένας μας έχει άπειρες μορφές για τους τρίτους. Ο καθένας μας πιστεύει πως ο εαυτός του είναι ένας. Μα γελιέται. Ο καθένας μας είναι τόσο πολλοί όσες και οι δυνατότητες που υπάρχουν μέσα μας. Κι εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε παρά μονάχα ένα μέρος του εαυτού μας και σίγουρα, το λιγότερο σημαντικό.»
«Νομίζω- λέει και πάλι ο Σικελός δραματουργός -πως η ζωή είναι μια θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας – χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πως , γιατί κι από που- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας δημιουργώντας μια πραγματικότητα (μια για τον καθένα και ποτέ τη ίδια για όλους) που κάθε τόσο αποδεικνύεται μάταιη και φανατστική… όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δε φαίνετια. Αν του βάλουμε μπροστά του έναν καθρέφτη, τότε ή μένει κατάπληκτος απ’ την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μη δει τον εαυτό του ή έξω φρενών φτύνει την εικόνα του ή οργισμένος δίνει μια γροθιά για να την καταστρέψει…»

Ο πορτογάλος ποιητής Φερνάρντο Πεσσόα (1888-1935) προχώρησε με το έργο του και τη ζωή του πολύ περισσότερο απ’ τις παραπάνω θεωρίες, αρνούμενος και ταυτόχρονα αναζητώντας τον εαυτό του, κατασκευάζοντας αντ’ αυτού δεκάδες πραγματικά πρόσωπα προκειμένου να ξεφύγει απ’ το δικό του.

Δεν είμαι τίποτα
Ποτέ δεν θα είμαι τίποτα
Δεν μπορώ να θέλω να είμαι τίποτα
Εκτός αυτού, φέρω μέσα μου όλα τα όνειρα
του κόσμου

Μετά το θάνατο του, βρέθηκε στ σπίτι του ένα μπαούλο με 25.000 χειρόγραφα που δεν είχαν ποτέ εκδοθεί κι απ’ τα οποία οι ειδικοί έφεραν στο φως 72 ετερώνυμους και ημί –ετρερώνυμους. Όλοι με το δικό τους ύφος, τη δική τους βιογραφία, υπογράφουν ποιήματα, άρθρα, αποσπασματικά κείμενα. Όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο Πεσσόα:.

Στο καθένα από αυτά τα πρόσωπα έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το σπουδαίο μυστήριο της ύπαρξης

Η περίπτωση του Πεσσόα – μοναδική στα λογοτεχνικά χρονικά- έδωσε λαβή σε κάθε λογής ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Η δυστυχισμένη του ύπαρξη κι η απελπισία που βάραινε τη μοναχική του ζωή, τον περιόρισαν να ζει αποσπασμένο απ’ τον εαυτό του και παρατηρητή. Έτσι η δημιουργία του φανταστικού κόσμου των ετερωνύμων ήνταν μια διέξοδος διανοητικής ψυχαγωγίας απ’ το προσωπικό του μηδέν, μια ειρωνική εκδίκηση ενάντια στον εαυτό του, μια προσπάθεια να ζήσει έστω και τεχνητά ως διαμεσολαβητής άλλων.

Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί
που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος
είμαι εγώ: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις
δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί

Στο πέρας τούτης της ημέρας
απομένει ό,τι απέμενε από χθες,
ό, τι θ’ απομείνει κι αύριο:
η ακόρεστη αγωνία, αγωνία απύθμενη του να είμαι
πάντα ο ίδιος και πάντα ένας άλλος

Σάββατο, Απριλίου 08, 2006

Ταξίδια πίσω στο χρόνο

Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να θέλει να γυρίσει πίσω, στην ηλικία της αθωότητας. Με πιάνει μια τρελή νοσταλγία για συγκεκριμένα πράγματα που συνέβαιναν πολύ παλιά, σε μια εποχή που φαντάζει πια πολύ μακρινή. Θέλω να παίξω ξανά με τον αδερφό μου play mobile και monopoly κι εκείνος να κάνει ζαβολιές για να κερδίσει, να φάμε σάντουιτς μ’ ένα ποτήρι γάλα (μιμούμενοι αμερικάνικες συνήθειες) και βλέποντας Ντιουκς. Θέλω να ξαναπάω στο φροντιστήριο Αγγλικών και να έχω αγωνία που δεν θυμάμαι απέξω όλα τα phrasal verbs. Να στέκομαι για λίγο στο σχόλασμα στη γωνία και να μιλάω με τη Μαίρη πριν πάω σπίτι. Να παίξω λάστιχο με τα κορίτσια, να πάω στο πάρτι της Ειρήνης και να τσακωθώ μαζί της επειδή το αγόρι που μου άρεσε χόρεψε τελικά με κείνη κι όχι με μένα. Θέλω να ντύσω τα βιβλία μου με αυτοκόλλητο (ποτέ δεν το κόλλαγα καλά ). Θέλω να κάτσω πάλι για λίγο στο ίδιο θρανίο με την Κατερίνα, να με κάνει να γελάω κι εκείνη να μένει ατάραχη κι εγώ να θυμώνω επειδή ο καθηγητής μου έκανε παρατήρηση. Α, και να γράφω πάνω στο θρανίο διάφορα, αφού θα το έχουμε χωρίσει στα δύο με μια μολυβένια γραμμή για να έχει η κάθε μια το δικό της μισό.
Θέλω να πω ψέματα ότι βγαίνω βόλτα με τα κορίτσια στη γειτονιά κι εμείς να πάρουμε το λεωφορείο και να πάμε για καφέ στο Παλαιό Φάληρο και στην επιστροφή να μοιραστούμε δια του 4 το ταξί για να προλάβουμε να γυρίσουμε στην ώρα μας. Θέλω να μου φέρουνε μια λαμπάδα το Πάσχα. Να δω τη γιαγιά μου στην κουζίνα να βάφει κόκκινα αβγά και να της λέω να βάψει και σ’ άλλα χρώματα και να μου δίνει πανάκι να τα γυαλίσουμε με λάδι. Ή να φτιάχνει χαλβά κι ό, τι περισσεύει να το βάζει σε μικρά φορμάκια και να το τρώω ενώ είναι ακόμα ζεστό. Να περιμένω το καλοκαίρι και να μετράω τα μπάνια και τα παγωτά. Να κοιμούνται όλοι τα μεσημέρια κι εγώ να περιμένω να γίνει απόγευμα να κατέβω κάτω να παίξω σπιτάκι με τα παιδιά . Να έχω πυρετό και να μου κάνουνε όλα τα χατίρια. Να λείπει η μαμά στη δουλειά της, να φοράω τη ρόμπα της μπροστά στον καθρέφτη και ν’ ανοίγω τη ντουλάπα της.
Ν’ ανοίξω για λίγο ξανά την πόρτα ή έστω να κρυφοκοιτάξω απ’ την κλειδαρότρυπα τα παιδικά μου χρόνια. Δεν γίνεται ε;

Παρασκευή, Απριλίου 07, 2006

Τέλος καρναβαλιού του Goldoni

Πάλι θέατρο είχε η χτεσινή βραδιά. Είναι τέτοια τώρα η εποχή, με μια
γλυκύτητα στην ατμόσφαιρα κι ένα απαλό αεράκι το βράδυ που για να καθίσεις
και να συγκεντρωθείς σε μια σκοτεινή αίθουσα, πρέπει να υπάρχει λόγος και το
θέαμα να είναι τέτοιο που να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Το Τέλος
καρναβαλιού πληροί αυτές τις προϋποθέσεις. Είναι ανάλαφρο το έργο, χαρούμενο
κι αισιόδοξο. Βασισμένο στα πρότυπα της Comedia del arte. Η ιστορία απλή:
ένας πλούσιος υφαντουργός καλεί στο σπίτι του μέλη της συντεχνίας του για να
γιορτάσουν την τελευταία μέρα του καρναβαλιού. Τα πρόσωπα είναι όλοι οι
γνώριμοι τύποι της Comedia del arte: ο πανταλόνε, ο καρατερίστας άντρας, ο
ζεν πρεμιέ, ο ζεν κομίκ, η ενζενί, η σουμπρέτα, ο μπούφος.
Η αναλογία αντρών και γυναικών είναι τέτοια που η κατάληξη του έργου να τους
βρει σε απόλυτα ζευγάρια. Πίσω απ' όλη τη γιορτή, εξελίσσεται μια ερωτική
ιστορία. Η κόρη του υφαντουργού είναι ερωτευμένη με τον νεαρό σχεδιαστή που
είναι στη δούλεψη του πατέρα της κι ο οποίος έχει λάβει πρόσκληση να πάει να
δουλέψει στη Μόσχα μαζί με μια μεσόκοπη γαλλίδα κεντήστρα. Πρέπει όλα να
σχεδιαστούν έτσι ώστε η κόρη να σμίξει με το νεαρό και να φύγει μαζί του στη
Μόσχα. Ο πατέρας της που αποδέχεται μεν τη σχέση των δύο παιδιών αλλά
διστάζει ν' αποχωριστεί τη μοναχοκόρη του και να μείνει μόνος στη Βενετία,
θα παντρευτεί τη γαλλίδα κι έτσι θα καμφθούν οι αρχικές του αντιρρήσεις για
το γάμο.
Ο Γκολντόνι έγραψε και παρουσίασε το Τέλος καρναβαλιού λίγο πριν
μεταναστεύσει για το Παρίσι. Αυτός είναι και ο βασικός πυρήνας του έργου
του. Η μετανάστευση κι η υπόσχεση για επιστροφή. Κλείνει έτσι το μάτι στο
βενετσιάνικο κοινό του, αφού και στο έργο οι βασικοί ήρωες πάνε σε άλλη
χώρα. Ο θίασος χορεύει στην ατμόσφαιρα του τρελού καρναβαλιού με την
υπόσχεση να επιστρέψει και πάλι με λαμπρότητα. Ο υφαντουργός φεύγει απ' την
πόλη, για να γυρίσει στο μέλλον μεγαλουργώντας ξανά.

Χαίρομαι

Χαίρομαι κάθε φορά που μπαίνω στο blog. Ανεξάρτητα αν έχω κάτι να γράψω ή όχι. Όταν βέβαια έχω, ακόμη καλύτερα. Χαίρομαι γιατί σας «βλέπω». Κοιτάζω να δω αν έχετε σχολιάσει κάτι απ’ αυτά που έγραψα, ψάχνω κι άλλα blogs, κυρίως αυτά που έχω συνηθίσει να διαβάζω. Είναι μια μορφή επικοινωνίας. Γίνατε η καθημερινή μου συνήθεια. Ίσως είναι αυτό που λέμε καινούργιο κοσκινάκι μου, ίσως και κάτι εντελώς διαφορετικό. Ελπίζω πάντως να μην ακούγεται σαν φωνή απελπισίας. Και δεν πρέπει να είναι. Τα blogs δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουν το ζωντανό και ουσιαστικό της ανθρώπινης επαφής. Απλώς, να τα υποδεχτούμε σαν μια εξέλιξη στους ήδη υπάρχοντες διαύλους.

Τετάρτη, Απριλίου 05, 2006

Γράφοντας ποίηση


Γι' αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που
είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους
και φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου.
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει, να γιατί πρέπει
να γράφουμε.
Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε, τον
κόσμο της φθοράς.
Η Ποίηση έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να
υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την
Ανάσταση.

Οδυσσέας Ελύτης

Τρίτη, Απριλίου 04, 2006

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ

Διάβασα ότι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τίμησε χθες τον Εμμανουήλ Κριαρά με τον Χρυσό Αριστοτέλη, την ανώτατη τιμητική διάκριση για την προσφορά του στα γράμματα. Αυτό που μ' εντυπωσίασε και με συγκίνησε είναι ότι ο Κριαράς, 100 χρονών ακριβώς σήμερα και σε πλήρη πνευματική διαύγεια, συνεχίζει ακούραστος το επιστημονικό και ερευνητικό του έργο.
Ο Κριαράς δεν έχει ν' αποδείξει πια τίποτα. Θα μπορούσε να έχει ήδη σταματήσει και να επαναπαυτεί στις δάφνες του. Το ίδιο του το έργο άλλωστε, αποτελεί υψηλού επιπέδου παρακαταθήκη κι όμως δηλώνει ότι το ιδανικό γι' αυτόν θα ήταν να πεθάνει στις επάλξεις(!), δουλεύοντας δηλαδή το λεξικό του που το σταμάτησε στον 14ο τόμο, εξαιτίας προσωπικών προβλημάτων, πριν από 10 περίπου χρόνια.
Ο Κριαράς έχει πλήρη επίγνωση του εφήμερου της ύπαρξης μας. Είναι η ίδια του η αγάπη για την έρευνα, την επιστήμη και τη γλώσσα που του δίνουν φτερά και συνεχίζει.
Η περίπτωση του μου φέρνει στο νου τα παρακάτω αποσπάσματα που σας παραθέτω:

Γράφω για ν' απαλύνω το χρόνο που περνάει - Μπόρχες.
Είναι καιρός να πούμε τα λίγα ακόμα φτωχά μας λόγια προτού η ψυχή μας κάνει
πανιά -Σεφέρης.

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2006

Τι ακριβώς είμαστε;

Σκέφτομαι ότι είμαστε κάτι σαν φιλολογικό σαλόνι -τηρουμένων των αναλογιών βεβαίως-. Λείπει και το σαλόνι και συχνά και το επίσημο ένδυμα που χαρακτηρίζουν την είσοδο σ’ ένα σαλόνι. Μήπως είμαστε τελικά ένα φιλολογικό μποντουάρ επειδή εκεί επιτρέπονται πολύ περισσότερα κι υπονοούνται ακόμα κι αυτά που δεν λέγονται; Αλλά πάλι, περισσεύει το επίθετο φιλολογικό. Είμαστε τότε ένα σχολιαστικό μποντουάρ. Κρυβόμαστε πίσω απ’ τα παραβάν μας για να διατηρήσουμε την πολύτιμη ανωνυμία μας. Βγαίνουμε και κρυφοκοιτάμε σε ανύποπτο χρόνο. Το βράδυ, είναι η στιγμή της απενοχοποίησης, το πρωί γίνονται τα καλύτερα…ίσως επειδή δεν τα περιμένεις. <

Σάββατο, Απριλίου 01, 2006

Περί φιλίας…

Θα κάνω μια εξαίρεση (ίσως ακολουθήσουν κι άλλες μελλοντικά) και δεν θα μιλήσω για θέατρο.

Τον τελευταίο καιρό και με αφορμή κάποια προσωπικά περιστατικά με απασχολεί έντονα το ζήτημα της φιλίας μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Κυρίως αναφέρομαι σε φιλίες που κάποτε υπήρξαν πολύ στενές κι ο χρόνος αποκάλυψε τελικά το εύθραυστο της ύπαρξης τους. Είναι αλήθεια ότι όσο μεγαλώνουμε, γινόμαστε πιο προσεκτικοί και πιο επιλεκτικοί στο ζήτημα των ανθρώπινων σχέσεων. Πάντα πίστευα ότι το να έχει κανείς φίλους είναι πολύ σημαντικό πράγμα, σημαντικότερο ίσως από μια συγγενική σχέση, αφού υπάρχει η δυνατότητα επιλογής κι όχι κάτι το προκαθορισμένο που σου επιβάλλεται επειδή απλώς υπάρχει. Και μιλάμε για καλούς φίλους όταν ο χρόνος έχει δοκιμάσει τη σχέση, όταν αισθάνεσαι άνετα μαζί τους, όταν ξέρεις ότι δεν χρειάζεται να προσποιείσαι κάτι που δεν είσαι, όταν οι σιωπές μπορούν να είναι ουσιαστικές. Πόσοι τέτοιοι υπάρχουν που η σχέση μαζί τους φτάνει να γίνει σχεδόν αδερφική;
Είχα πριν από χρόνια μια πολύ στενή φίλη με την οποία μοιραστήκαμε πολλά, ανησυχίες και προβληματισμούς της πρώτης νιότης και κατόπιν από δική της ευθύνη χαθήκαμε. Μάλιστα, όταν την είχα ρωτήσει επίμονα τότε, κατά πόσο η απουσία της οφειλόταν σε κάτι που ενδεχομένως άθελα μου να είχα κάνει, με διαβεβαίωσε πως δεν είχα κάνει τίποτα. Επανήλθε λίγα χρόνια αργότερα όταν ξεκινώντας μια δική της μικρή επιχείρηση, με είδε ως υποψήφια πελάτισσα. Ως εδώ ίσως και θεμιτό. Να βοηθήσεις κάποιον φίλο που ξεκινάει κάτι, αλλά να μην νιώθεις ότι αυτό που σημαίνεις πια για κεινον μετριέται μόνο σε χρήμα.
Το πιο σοκαριστικό απ’ όλα ήταν όταν πριν από λίγο καιρό μου τηλεφώνησε και με κάλεσε σπίτι της για καφέ και για να τα πούμε . Ούτε καφέ βέβαια ήπιαμε, αλλά ούτε και είχε να μου πει τίποτα παρά μόνο επέμενε να μου πουλήσει και πάλι κάποιο προϊόν. Δεν με ρώτησε ούτε τι κάνω, ούτε πως περνάω κι ακόμα κι όταν ζήτησα νερό και πήγαμε μαζί στην κουζίνα, βρήκε αφορμή να μου πλασάρει ένα προϊόν για το φιλτράρισμα του νερού. Οι παύσεις ήταν αμήχανες. Δεν είχε τίποτα άλλο να πει, πέρα από το πώς θα μπορέσει να πλησιάσει το στόχο της, δηλαδή εμένα.
Θύμωσα, αλλά πιο πολύ απογοητεύτηκα. Τα έβαλα και λίγο με τον εαυτό μου. Γιατί δέχτηκα να τη συναντήσω; Βέβαια δεν φανταζόμουνα ότι πάλι θα μίλαγε για δουλειές. Πίστευα ότι πράγματι επρόκειτο για μια χαριτωμένη συνάντηση για καφέ έπειτα από καιρό. Απ’ την άλλη, θύμωσα με μένα που δεν είχα εκείνη τη στιγμή τη δύναμη να της πω όλα όσα σκεφτόμουνα, ίσως θα ήταν πιο έντιμο απ’ το να μην μιλήσω καθόλου. Έφυγα και στο δρόμο της επιστροφής σκεφτόμουνα πόσο πικρό είναι το συναίσθημα που σου αφήνουν κάποιοι άνθρωποι που δεν κουβαλάνε μέσα τους τελικά κανένα ίχνος πολιτισμού. Αναρωτήθηκα πώς ήμασταν κάποτε φίλες. Βέβαια, έχει συμβεί κι άλλοτε να χαθούν φιλίες. Ήταν αυτές που άνθισαν μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες κι ο χρόνος τις μετέτρεψε σε απλές φιλικές σχέσεις αλλά δεν τις αμαύρωσε. Σκέφτομαι καμιά φορά με νοσταλγία εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά το σχολείο κι έναν κύκλο ανθρώπων που οι μετέπειτα απαιτήσεις της ζωής, τον έκλεισαν. Υπάρχουν ελάχιστα πρόσωπα που σήμερα πια θα μπορούσα να αισθανθώ ως στενούς φίλους. Υπάρχουν και κάποιοι που απαρτίζουν έναν ευρύτερο φιλικό περίγυρο. Αντίθετα, με πληγώνουν και με θυμώνουν βαθιά οι άνθρωποι που εκμεταλλευόμενοι μια οποιαδήποτε μορφή σχέσης, σε ακυρώνουν ως άτομο και εστιάζουν στην οποιαδήποτε δυνατότητα να τους φανείς χρήσιμος. Και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ πια γι’ αυτούς είναι η επιθυμία μου να περάσουν στην τιμωρία της λήθης.