Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008

Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2008

ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΤΑΞΙΔΙ!

Απέναντι απ’ το σπίτι μου υπάρχει ένα σχολείο. Το καθημερινό μας πρόβλημα είναι τα παιδιά της ηλικίας σου που στις εκτός σχολείου ώρες έρχονται και παίζουν μπάσκετ ή κάνουν σκέιτ και μας ενοχλούν.
Είναι βλέπεις οι ώρες που εμείς μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς γυρνάμε σπίτι και δεν θέλουμε ν’ ακούμε ούτε τη φωνή μας.
Κι εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Μέσα στην απόλυτη σιωπή που νομίζουμε ότι μπορεί να μας ξεκουράσει, αρνούμαστε ν’ ακούσουμε ήχους και φωνές που σε ιδανικές συνθήκες θα έπρεπε αν μη τι άλλο να μας θυμίζουν τους εαυτούς μας στην εφηβεία.
Οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές, ο κόσμος δεν είναι τόσο ονειρικός όσο προσπάθησαν να μας κάνουν να φανταζόμαστε όταν είμασταν στην ηλικία που μπορούσαμε να κάνουμε όνειρα.
Κι αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα. Θέλουμε την ησυχία μας μέσα στο ωραίο μας σπιτάκι, με το ωραίο μας αυτοκινητάκι και κλείνουμε τη «φασαρία» απέξω. Αλλά μαζί με τη «φασαρία» και τις φωνές σας πάνω στο παιχνίδι, κλείνουμε τ’ αυτιά και στο δικαίωμα σας να ζείτε την νιότη σας με το δικαίωμα που έχουν όλοι οι νέοι να μιλήσουν δυνατά, να βρίσουν, να πούνε ψέματα, να κοροϊδέψουν, να έχουν αντίθετη γνώμη.
Συγκλονίστηκα το Σάββατο στο άκουσμα της είδησης που σε αφορούσε. Ήταν ακόμα πιο οδυνηρό να βλέπω την εικόνα σου. Η εικόνα είναι πάντα πιο δυνατή.
Ντρέπομαι για τη λέξη «κωλόπαιδα» που μου ερχόταν στο στόμα κάθε φορά που κάποιος κλώτσαγε μια μπάλα και μου διατάρασσε την ησυχία.
Το να λυπάμαι σήμερα που δεν είσαι πια εδώ, ξέρω ότι δεν είναι αρκετό. Μόνο η μάνα κι ο πατέρας που σε γέννησαν μπορούν να νιώσουν αυτό τον απόλυτο πόνο.
Ντρέπομαι που ζω σε μια τέτοια χώρα μια τέτοια στιγμή. Μ’ ενοχλεί που ο κόσμος είναι έτσι. Με πειράζει και μ’ εξοργίζει η αδικία και ξέρω καλά πια πως δεν υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας.
Θα ήθελα όμως παρόλα αυτά, να μπορούσες να συνεχίσεις τη ζωή σου κι ας κατέληγες στο τέλος κι εσύ συμβιβασμένος όπως όλοι μας.

Καλό ταξίδι.
Να μην μας σκέφτεσαι καθόλου.
Μόνο εμείς πρέπει να σε σκεφτόμαστε και να σε νοσταλγούμε.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008

Τα ξέφτια μιας ΕΙΔΗΣΗΣ

Πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στα γελοία δελτία ειδήσεων τονιζόταν ιδιαιτέρως ότι ο 15χρονος Αλέξης ήταν από ευκατάστατη οικογένεια και κατοικούσε στα Βόρεια Προάστεια;
Τι σημασία έχει;
Δεν αρκεί σαν είδηση και συνταρακτικό γεγονός η εν ψυχρώ εκτέλεση του;
Δεν θα συνέβαινε το ίδιο αν κατοικούσε στα Δυτικά Προάστεια και ήταν από φτωχή οικογένεια;
Από πότε η ανθρώπινη ζωή "κοστολογείται"ανάλογα το πού κατοικείς και ποια είναι η οικονομική σου επιφάνεια ;

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2008

ΔΡΟΜΟΙ ΖΩΗΣ: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ BAZAAR

Ελπίζω να μην έχει κανείς να κάνει κάτι καλύτερο το Σαββατοκύριακο, γιατί οι Δρόμοι Ζωής με το ετήσιο bazaar τους, είναι σίγουρα μια πρόταση με ποιότητα! Σ'έναν χώρο πολύ φιλόξενο και ζεστό, θα βρει κανείς τις απόλυτα γκουρμέ προτάσεις συσκευασμένες σε περίτεχνα βαζάκια και μπουκάλια, μαρμελάδες, κρασιά, λικέρ, γλυκά, τοπικές σπεσιαλιτέ αλλά και χειροποίητα χριστουγεννιάτικα στολίδια, κοσμήματα και άλλα πολλά.
Φέτος επίσης, θα φιλοξενηθεί στον ίδιο χώρο μίνι έκθεση ζωγραφικής με ενδιαφέροντα έργα τα έσοδα απ' τα οποία προσφέρονται στους Δρόμους Ζωής.

Το σημαντικό μ' αυτό το καθιερωμένο πια Χριστουγεννιάτικο bazaar είναι ότι δουλεύουν γι' αυτό ακούραστα ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που το πιστεύουν και που η μοναδική τους απολαβή απ' αυτό είναι τα χαμόγελα των παιδιών που ξέρουν ότι είναι οι απόλυτοι πρωταγωνιστές κι ότι γι' αυτά γίνονται όλα.

Γι' αυτά τα παιδιά και για ένα παρόν και μέλλον δίκαιο και ισότιμο μ' αυτό των υπόλοιπων παιδιών μοχθούν εδώ και χρόνια οι Δρόμοι Ζωής. Και το αποτέλεσμα συνεχώς δικαιώνει.




Φέτος το bazaar των Δρόμων Ζωής φιλοξενείται σ' ένα υπέροχο κτίριο στα Εξάρχεια και λειτουργεί Σάββατο 6/12 10.00-22.00 και Κυριακή 7/12 10.00 - 20.00

Παρασκευή, Νοεμβρίου 28, 2008

Σε νάρθηκα!


Κι εκεί που δεν είχα έμπνευση και δεν ήξερα τι ποστάκι ν' ανεβάσω, τη λύση έδωσε ένα διάστρεμμα.

Άντε να δω πώς θα τη βγάλω μια βδομάδα σε ακινησία...
Καλό σας ΣΚ γιατί εγώ...

Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!


Ο βαφτισιμιός μου είναι τρεισήμισι ετών. Φέτος ξεκίνησε πρώτη φορά τον παιδικό σταθμό. Τον περασμένο μήνα ήταν ενθουσιασμένος για τα καινούργια πράγματα που έμαθε. Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, είχε ένα μικρό ποιηματάκι να πει κι είχε μεγάλη χαρά γι αυτό.
Την Παρασκευή που μας πέρασε η μαμά του μου διηγήθηκε ότι ο μικρός μπήκε στο σπίτι με το σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία»!
«Υποψιάστηκα ότι κάτι τους έχουν πει για το Πολυτεχνείο», μου είπε, «αλλά θέλησα να το τσεκάρω». Το απόγευμα, εκεί που ο μικρός έπαιζε αμέριμνος, τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Δεν μου λες Δημητράκη; Σας είπαν τίποτα στο σχολείο για το Πολυτεχνείο;» Ο Δημητράκης παράτησε τα παιχνίδια του, έστρεψε το κεφάλι του προς τη μαμά του και της είπε: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!

Γέλασα πολύ με το παραπάνω στιγμιότυπο το οποίο και πληροφορήθηκα σήμερα το πρωί, ανήμερα του Πολυτεχνείου.
Ο λόγος που το γράφω είναι γιατί αν και μου φαίνεται εξαιρετικά αστείο να σκέφτομαι ένα τρίχρονο να αναφέρεται στο Πολυτεχνείο, αναγνωρίζω τη σπουδαιότητα του να το κάνει κανείς από τόσο μικρή ηλικία κοινωνό ενός ιστορικού γεγονότος που συνέβη πολλά χρόνια πριν εκείνο γεννηθεί.

Στη σημερινή εποχή της πλήρους αδιαφορίας και απάθειας, της τηλεόρασης που νυχθημερόν ασχολείται με τα κατορθώματα και τους τραμπουκισμούς των επωνύμων που τάχα προβάλλουν αντίσταση με οχήματα τα ακριβά τους SUV ως άλλα τανκς κατά της Αρχής, ανατρέφεται μια γενιά που αν δεν ενδιαφερθεί κανείς να την πληροφορήσει για ό, τι κάποτε συνέβη, θα νομίζει πως κάθε χρόνο στις 17 Νοεμβρίου τηρούμε το έθιμο του να σπάνε κάποιοι τζαμαρίες και να καίνε αυτοκίνητα πέριξ του ιστορικού κτιρίου του Πολυτεχνείου, καπηλευόμενοι την ιστορική αλήθεια και τη συλλογική μνήμη.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008

Εις το Όνομα του Ομπάμα!


Το πρώτο βιβλίο που διάβασα στη ζωή μου το θυμάμαι πολύ καλά. Μπορεί να μην θυμάμαι την πρώτη θεατρική παράσταση (κάποιες υπόνοιες έχω, αλλά καμία βεβαιότητα), ή να μην είμαι σίγουρη για την πρώτη ταινία (ίσως ο Κινγκ Κονγκ με τη Τζέσικα Λανγκ). «Φτου μου!» λέω καμιά φορά. Είναι δυνατόν να μην θυμάμαι την πρώτη μου φορά στο θέατρο; Κι όμως, είναι!
Τελοσπάντων, για να επανέλθω στην αρχική πρόταση, το πρώτο βιβλίο της ζωής μου ήταν «Η καλύβα του Μπάρμπα Θωμά». Μου το είχε φέρει μια φίλη της μαμάς στα γενέθλια των 7 μου χρόνων. Θυμάμαι τη μαμά να μονολογεί μεγαλοφώνως όταν έφυγαν οι καλεσμένοι, «μα καλά, μικρό παιδί τι θα καταλάβει απ’ αυτό το βιβλίο;».
Μπορεί να ήταν το πείσμα μου που γεννήθηκε από την απορία της μαμάς. Η πρώτη μου επαφή όμως με το πρώτο βιβλίο της ζωής μου υπήρξε άκρως ερωτική. Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα. Αγνοούσα πλήρως το θέμα των φυλετικών διακρίσεων, δεν καταλάβαινα για την εκμετάλλευση των μαύρων απ’ τους λευκούς, δεν ήξερα τι σημαίνει η λέξη σκλάβος. Ωστόσο, το βιβλίο το κουβαλούσα παντού μαζί μου και το ρουφούσα μετά μανίας. Θυμάμαι ότι μ’ έστελνε η γιαγιά το μεσημέρι στην είσοδο της πολυκατοικίας να περιμένω το σχολικό που θα έφερνε τον αδερφό μου απ’ το νηπιαγωγείο. Πήγαινα μαζί με το βιβλίο κι από μέσα μου ευχόμουν ν’ αργήσει λίγο το σχολικό λεωφορείο για να διαβάσω κι άλλο.
Κάποιες σελίδες του βιβλίου είχαν μέσα μικρά σκίτσα σχετικά με την ιστορία. Έτσι είδα την Τόπσι τη μικρή μαύρη υπηρέτρια. Στενοχωρήθηκα με την Ελίζα, το λευκό, ξανθό κορίτσι που πέθανε γιατί ήταν άρρωστο (στα 7 μου δεν ήταν βέβαια δυνατό να επικοινωνήσω πλήρως με το γεγονός του θανάτου, παρόλα αυτά η αρρώστεια κι ο θάνατος της Ελίζας με είχαν αναστατώσει). Στο βιβλίο η Ελίζα λίγο πριν πεθάνει δίνει εντολή να τις κόψουν τις μακριές ξανθές μπούκλες της και να τις μοιράσει στους μαύρους υπηρέτες του σπιτιού για να τη θυμούνται. Στο σκίτσο την έδειχνε ξαπλωμένη με τα μακριά της μαλλιά απλωμένα στο μαξιλάρι και τους μαύρους υπηρέτες δίπλα της να κλαίνε.

Οι μαύροι που πάντα παίρνουν τα αποφάγια των λευκών, τα απομεινάρια τους, τα παλιά τους ρούχα, τα χτυπήματα στο σώμα και τις πληγές στην ψυχή. Οι μαύροι που αιώνες ολόκληρους έζησαν ως σκλάβοι επειδή θεωρήθηκαν κατώτεροι λόγω χρώματος. Οι μαύροι που ακόμα σε κάποιες γωνιές του πλανήτη αντιμετωπίζονται χειρότερα κι από ζώα.

Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως κι από χτες, στο τιμόνι του κόσμου βρίσκεται ένας μαύρος, μακρινός απόγονος σκλάβων. Κι αυτός ο μαύρος είναι ο Μπάρακ Ομπάμα, 44ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ελπίδα μεταξύ άλλων και των απανταχού λευκών και μακρινών απογόνων δυναστών της φυλής του για έναν καλύτερο κόσμο

Για να δούμε Μπαρμπά Θωμά, μπορεί ν’ αλλάξει αυτός ο κόσμος;



Το βιβλίο μου δυστυχώς δεν διασώθηκε στο πέρασμα των χρόνων. Αν θυμάμαι καλά, το εξώφυλλο του ήταν διαφορετικό. Διάλεξα όμως αυτόπου βλέπετε στη φωτογραφία γιατί απεικονίζει καλύτερα αυτά που ήθελα να πω.

Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2008

Φθινοπωρινές εξοχές

Έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μέρη που έχεις συνδέσει με καλοκαίρι ντυμένα με τα φθινοπωρινά τους.

Ο καιρός ακόμα δεν έχει αποφασίσει τι θερμοκρασία του ταιριάζει καλύτερα, η 28η Οκτωβρίου αποτέλεσε αφορμή για τετραήμερη αποχή από εργασιακά καθήκοντα, μια μέρα άδεια απ’ τη σημαία κυριολεκτικά και η συνέχεια ακολουθεί φωτογραφικά:


Παραλία Επιδαύρου τον Οκτώβριο.


Μυκήνες ως all time classic

Ναύπλιο από ψηλά- υπέροχο όπως πάντα

Ο πλούσιος κήπος του νέου σπιτιού της φίλης μας

Δυόσμος για τα mojito μας!

Μέθανα σαν να' χει σταματήσει ο χρόνος κάπου στο' 50

Ταβερνάκι σε υπέροχο σημείο στο Βαθύ-Μεθάνων

Μέθανα: κοντά στο ηφαίστειο

Και η αποκάλυψη της εκδρομής μας:

Ναι, κάπου στον Νομό Τροιζηνίας υπάρχει και η Τακτικούπολη




Σάββατο, Οκτωβρίου 18, 2008

Ερωτήσεις...

Με προσκάλεσε η Ρενάτα που την προσκάλεσε η νεοφώτιστη στα μπλογκς Aura Voluptas.

Πρέπει να γράψω από μία ερώτηση που θα έκανα στους εξής :

Σ’ ένα φιλόσοφο : Φοβάστε τον θάνατο;

Έναν παλιό έρωτα : Μα ποιον μου θυμίζεις;....

Σ’ ένα μέντιουμ : Είναι πολλά τα λεφτά ε;

Σ’ ένα παιδί: Πώς σε λένε;

Στον καθρέφτη μου : Χαλάρωσε, εντάξει;

Παραδίδω τη σκυτάλη σε όποιον κάνει κέφι να παίξει!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 10, 2008

Φθινόπωρο στη Βιέννη!

Τη Βιέννη την είχα ξαναδεί πριν από 18 χρόνια τα Χριστούγεννα. Θυμάμαι ότι έκανε πολύ κρύο. Οι δρόμοι ήταν άδειοι λόγω γιορτών και ανήμερα τα Χριστούγεννα το απόγευμα, ξεπρόβαλλε στην πλατεία του Αγίου Στέφανου μια κοπέλα πάνω σ’ ένα λευκό άλογο.

Εντυπωσιάστηκα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ούτε βέβαια μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα δει έρημη μια ευρωπαϊκή πόλη τις μέρες των γιορτών. Και βέβαια, μέχρι τότε, δεν είχα ξαναδεί τόσα αυτοκρατορικά κτίρια μαζεμένα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο ξεναγός μας είχε ενημερώσει για την αντίδραση των Βιεννέζων στην ανέγερση ενός γυάλινου μοντέρνου κτιρίου- εμπορικού κέντρου στην κεντρική πλατεία του Αγίου Στεφάνου. Πίστευαν ότι χαλούσε την αισθητική της πόλης τους. Μου είχε φανεί περίεργο τότε, στην Αθήνα ανέκαθεν ελάχιστοι αντιδρούν στην ασχήμια που προσφέρει πλουσιοπάροχα το μπετόν αντικαθιστώντας παλαιότερα κτίρια με ιδιαίτερη αισθητική.
Σήμερα το γυάλινο κτίριο έχει πια εγκατασταθεί για τα καλά αλλά δεν έχει καταφέρει – ευτυχώς- να κλέψει την παράσταση απ’ το λαμπερό περίγυρο.
Στη Βιέννη του 1990, δεν υπήρχαν ζητιάνοι. Ακόμα... Μόλις είχε καταρρεύσει το ανατολικό μπλοκ και οι μόνοι που έβλεπες να είναι σε υποδεέστερη μοίρα ήταν κάτι Γιουγκοσλάβοι (καλά για τους νεαρούς αναγνώστες, κατανοώ ότι ο όρος Γιουγκοσλάβος δεν είναι δόκιμος πλέον). Κι αυτοί όμως δεν ζητιάνευαν με την κλασική έννοια. Πουλούσαν βιβλία στον δρόμο! Από τότε βέβαια αυτό έχει αλλάξει. Είδα ανθρώπους να ζητιανεύουν και άλλους να κοιμούνται στον δρόμο. Λίγοι- είναι η αλήθεια- αλλά υπαρκτοί.
Στη Βιέννη του 1990 είδα για πρώτη φορά τραμ εν κινήσει. Είδα και για πρώτη φορά νεαρούς μπαμπάδες να περιφέρουν τα μωρά τους στον μάρσιπο.
Αυτές οι εικόνες ήταν παντελώς άγνωστες στην Αθήνα του 1990.

Σήμερα 18 χρόνια μετά, είδα τη Βιέννη με φθινοπωρινή ενδυμασία και με άλλα μάτια βεβαίως. Ε, φυσικό είναι. Άλλο πράγμα να είσαι στο εξωτερικό οικογενειακώς και υπό τη σκέπη του γκρουπ κι άλλο να έχεις την ανεξαρτησία σου. Αυτή τη φορά βέβαια περιορίστηκα στο κέντρο της πόλης κι όχι στα περίχωρα όπως παλιότερα. Έτσι, δεν είδα ξανά τα θερινά ανάκτορα Schönbrunn, το Mayerling ή το Baden.

Περπάτησα όμως πολύ σε μια πόλη που είναι ιδανική για περπάτημα, κατέταξα τους Βιεννέζους στους πολιτισμένους λαούς της Ευρώπης: σταματούν να περάσει ο πεζός, κυκλοφορούν με ποδήλατα, είναι άψογοι στο σέρβις, είναι καλλιεργημένοι. Είδα μικρά παιδιά στην όπερα να παρακολουθούν με προσήλωση και πολύ το χάρηκα.

Τόσο στη Volksoper με τη διασκευή σε οπερέτα του «Ορφέα στον Άδη» όσο και την Staatsoper με το μπαλέτο «Onegin», οι αίθουσες ήταν κατάμεστες.
Α, και μάλιστα το εντυπωσιακό στη δεύτερη περίπτωση ήταν ότι ήταν ημέρα εκλογών…
Αξίζει επίσης να πω ότι στην Staatsoper λειτουργεί στην εντέλεια σύστημα για τους όρθιους θεατές που είναι πολλοί και που δεν νιώθουν ότι τους υποτιμά κανείς επειδή πληρώνουν πολύ φτηνό εισιτήριο.
Αυτή ήταν και η δική μας περίπτωση: πληρώσαμε 4 ευρώ για «θέση» ορθίου αφού όλα τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. Μπορούσαμε να μαρκάρουμε τη θέση μας ( οι θέσεις μοιάζουν με στασίδια εκκλησίας στο πίσω μέρος της αίθουσας αλλά σε υπερυψωμένο σημείο έτσι ώστε να βλέπουν όλοι) και να κάτσουμε στο μπαρ μέχρι ν’ αρχίσει η παράσταση.
Στην Αθήνα, στα θέατρα, όταν εξαντλούνται οι θέσεις, κάθεσαι στα σκαλοπάτια ή σε σκαμνί στην άκρη χωρίς να βλέπεις καλά κι έχοντας πληρώσει ακριβώς το ίδιο εισιτήριο με τους άλλους!
Περιττό να προσθέσω ότι τυχαία καταλάβαμε για τις εκλογές. Κανένα χαρτί πεταμένο στον δρόμο, καμιά τεράστια αφίσα. Κάτι μικρά αφισάκια μόνο σε κολώνες εδώ κι εκεί. Την Δευτέρα μάλιστα, στο ένα απ’ αυτά υπήρχε κολλημένο ένα χαρτί με τη λέξη «Ευχαριστώ» στα γερμανικά…

Αυτή τη φορά στη Βιέννη απόλαυσα πραγματικά μια καινούργια γωνιά μουσείων το Museums Quartier με μια ενδιαφέρουσα έκθεση μοντέρνας ζωγραφικής υπό τον τίτλο «Bad painting, good art» καθώς επίσης και τη συλλογή στο Leopold Museum με έργα Schiele, Kokoschka, Klimt κά καθώς και με την αναδρομική έκθεση για τον Christian Schad.

Έφαγα το υπέροχο βιεννέζικο σνίτσελ, τόσο μεγάλο που έβγαινε κυριολεκτικά απ’ το πιάτο και το υπέροχο Sacher torte στον τοπο παραγωγής του στο Sacher cafe, αλλά γνώρισα και το καφέ όπου σύχναζε ο Φρόυντ!

Η Βιέννη του 2008 εξακολουθεί να είναι αριστοκρατική, να έχει άρωμα παλιών μεγαλείων αλλά και τον αέρα μιας σύγχρονης πόλης. Προσφέρει την αίσθηση μιας ζωής άνετης και ήσυχης σε ανθρώπινους ρυθμούς.
Η πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας χορεύει πάντα βαλς ακούγοντας τον αιώνιο ρυθμό του ήχου που κάνει το νερό στον Δούναβη που τη διαπερνά σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Διατηρεί στο ακέραιο τα παλάτια της και συνεχίζει να λατρεύει τη Σίσυ, τη θλιμμένη της αυτοκράτειρα.


Στις φωτογραφίες βλέπετε 1)τον Άγιο Στέφανο, 2) μέρος του κήπου των χειμερινών Ανακτόρων Hofburg, 3) άποψη της "ελληνικής" γειτονιάς πλάι στην ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, 4) το καφέ που φημολογείτα ότι σύχναζε ο Ρήγας Φεραίος, 5) το εσωτερικό της Staatsoper, 6) αλογάκια, 7) το περίφημο Sacher torte και οι 2 τελευταίες φωτογραφίες είναι απ' τη Ζυρίχη όπου είχαμε μια 4ωρη αναμονή που εκμεταλλευτήκαμε για να περπατήσουμε λίγο το κέντρο της πόλης.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008

Ατάκες!

«Έγραψε» πάλι το «αστέρι» του γραφείου με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση που πολύ συζητιέται αυτές τις μέρες.

Έβλεπα τα πρωινάδικα το Σαββατοκύριακο κι έπαιρναν συνεντεύξεις απ’ τους περαστικούς στον δρόμο. Τι θα κάνετε με τις καταθέσεις σας; ρωτούσαν. Και ξέρετε τι πρόσεξα; Κανένας Έλληνας δεν έχει καταθέσεις. Καταθέσεις έχουν μόνο οι Αλβανοί…

Ε, τι να σχολιάσει κανείς απ’ αυτό το παραλήρημα;
Την εμπιστοσύνη στα πρωινάδικα; Αυτά ξέρουμε, αυτά εμπιστευόμαστε.
Την ειλικρίνεια των περαστικών στον δρόμο; Σιγά μην ομολογήσει κανείς on camera ότι έχει το κάτιτις του στην τράπεζα.
Τον a priori ρατσισμό του «αστεριού»; Μισούμε τους αλλοδαπούς και το δείχνουμε με κάθε τρόπο. Αυτοί φταίνε που σε μας δεν περισσεύουν πια λεφτά.

Φαντάζομαι ότι είναι περιττό να προσθέσω ότι αυτά τα ρεπορτάζ στον δρόμο πάνε σε συγκεκριμένες περιοχές και συνήθως ρωτάνε συνταξιούχους, μικρομεσαίους και φοιτητές ή νέους της γενιάς των 700…

Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2008

MADE IN ΤΣΙΝΑ!

Είχα καιρό να πάρω ταξί, η αλήθεια είναι ότι το χρησιμοποιώ σπάνια πια. Η εμπειρία που είχα απ’ τη σύντομη διαδρομή Ομόνοια- Καλλιθέα επιβεβαίωσε την άποψη μου για την «κίτρινη φυλή». Καλά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Επιβιβάζομαι λοιπόν στο ταξί. Ήδη κάθεται ένας νεαρός μπροστά και μια κυρία πίσω. Ο ταξιτζής «τρίβει» μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τα χέρια του για το ταίριασμα της κούρσας. Φαίνεται έκανε «κρα» (
sic!) για επιβάτες και δεν κατέβαλλε βέβαια καμιά προσπάθεια να το κρύψει.
Εκεί κάπου στην Αγίου Κωνσταντίνου, ο νεαρός με τη μητέρα του- όπως αποδεικνύεται για την κυρία στο πίσω κάθισμα- διαπληκτίζονται σχετικά με το πού θα κατέβουν. Ο ταξιτζής ως ειρηνοποιός δύναμη επεμβαίνει και επιβάλλει βεβαίως τη γνώμη του. Τους υποδεικνύει πού θα κατέβουν ακριβώς έτσι ώστε να εξυηρετηθεί ο ίδιος βέβαια. Συγχρόνως, γυρνάει πίσω και μου ρίχνει μια ματιά σαν να είμαστε συνένοχοι ή καλύτερα σαν να είμαστε εμείς οι δύο οι έξυπνοι του οχήματος και οι άλλοι δυο οι χαζοί. Τα μεγάλα μου γυαλιά ηλίου κρύβουν τη δυσαρέσκεια μου- ευτυχώς-. Δεν είναι ό, τι καλύτερο να τσακωθείς με τον ταξιτζή που με κόπο βρήκες και να βιάζεσαι κιόλας να επιστρέψεις στη δουλειά σου.
Η γυναίκα δίπλα μου, μ’ επεξεργάζεται καλά- καλά και με ρωτάει πού δουλεύω και πού μένω. Ωχ, τώρα θ’ αρχίσει και τα αν είμαι παντρεμένη κι αν έχω παιδιά, σκέφτομαι, αλλά ευτυχώς δεν λέει τίποτα άλλο. Κουνάει απλώς το κεφάλι. Σαν να με λυπάται που δουλεύω (μεταξύ μας δεν έχει κι άδικο, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους).

Στη συμβολή Πειραιώς και Χαμοστέρνας, μάνα και γιος κατεβαίνουν. Ο ταξιτζής που δεν έχει σταματήσει να μιλάει στο κινητό για κάποια κούρσα ή ντέρμπυ, πιάνει τώρα και το δεύτερο κινητό, ενώ ταυτόχρονα προλαβαίνει να γυρίσει προς τα πίσω και να μου πει απαξιωτικά: «χαζοί ήταν αυτοί οι δύο κι ο γιος κι η μάνα. Χα, χα, χα»...

Η κατάβαση της Θησέως μέχρι τις Τζιτζιφιές γίνεται αποκλειστικά απ’ τη δεξιά λωρίδα γιατί ψάχνει πάντα νέα κούρσα, με συχνά πατήματα φρένου και με διαδοχικές συνομιλίες στα δύο κινητά. Καταλαβαίνω την ύπαρξη γκομενίτσας, «δεν θα μου κλείνεις εμένα το κινητό όταν έχεις δουλειά, ακούς;» (΄Ώπα, ρε μεγάλε, φοβηθήκαμε). Με τη γυναίκα του μίλησε εντελώς διεκπεραιωτικά... «Σε ψάχνει το παιδί, πού είσαι;».

Στη συνέχεια της διαδρομής πληροφορηθήκαμε ταυτοχρόνως κι ο συνομιλητής του κι εγώ για τις σούπερ τιμές του νέου ηλεκτρονικομάγαζου στη Λ. Συγγρού, αυτού που στεγάζεται εκεί που μέχρι πρότινος ήταν γνωστό διασκεδαστήριο (σκυλάδικο).

«Πήρα 2 κινητά 30 ευρώ, μου λέει. Ξαφνικά θυμάται κάτι και παίρνει ένα τηλέφωνο (μάλλον τη γκόμενα). «Θες ένα χομ θήατερ;» «Τι, δεν ξέρεις τι είναι χομ θήατερ; Καλά, άστο»...

«Ώστε, τόσο καλές προσφορές έχει αυτό το καινούργιο μαγαζί; « ρωτάω εγώ κάποια στιγμή στην προσπάθεια μου να διασκεδάσω λίγο με όσα συμβαίνουν.

Εκστασιασμένος απ' την πάσα που του δίνω, αρχίζει να μου περιγράφει τα είδη που αγόρασε και τις χαμηλές τιμές.

«Και από μάρκες;» ξαναρωτάω εγώ.

«Τι σημασία έχει η μάρκα;» μου απαντάει «έτσι κι αλλιώς, από κάτω όλα γράφουν «μέιντ ιν τσίνα» (sic!!!), μου λέει και μ’ αφήνει άφωνη.

Την ίδια στιγμή, επιβιβάζει δυο αλλοδαπές ενώ μέσα απ΄ δόντια του μουρμουρίζει «βρωμοαλβανοί».

Ένας νέος κύκλος συνομιλιών με τα δύο κινητά αρχίζει. «Καλά, άμα φας ραβανί και τυρόπιτα απ’ τον φούνο που πήγα εγώ, δεν θα θες να ξαναφάς από πουθενά αλλού, ακούς ρε;»

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2008

Συνέβη στην Αθήνα...




















Αν και οι τελευταίες μέρες έχουν κυλήσει με πολύ άγχος και κούραση, αυτό που αποτύπωσα στα δύο φωτογραφικά ενσταντανέ σήμερα το απόγευμα, μ' έκανε και χαμογέλασα.
Ο νεαρός ξεπρόβαλλε ξαφνικά στο φανάρι του Hilton και πρόσφερε ολίγη τέρψη στα κουρασμένα μάτια των μονίμως ταλαιπωρημένων οδηγών της Αθήνας.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 17, 2008

Αλεπουδίσματα!



Το σκυλάκι γαβγίζει, η γάτα νιαουρίζει, ο γάϊδαρος γκαρίζει, το αρνάκι βελάζει (καλά, καλά το κόβω εδώ πέρα). Το ερώτημα είναι η αλεπού τι ήχο βγάζει;

Η αλεπού λοιπόν αλεπουδίζει! Και για του λόγου το αληθές, πηγαίνετε στο Radio Bubble και πατήσετε την επιλογή live radio ή πηγαίνετε κατευθείαν εδώ.


Τα «Αλεπουδίσματα» είναι τα ραδιοφωνικά φτερουγίσματα της Αλεπούς και στόχο έχουν να παντρεύουν κάθε φορά τη μουσική με το θέατρο. Άλλοτε η αφορμή θα είναι μια θεατρική παράσταση της επικαιρότητας ή του παρελθόντος, μια θεατρική προσωπικότητα απ’ το σήμερα ή το χθες κι άλλοτε ένα τραγούδι ή η μουσική επένδυση ενός θεατρικού έργου ή ακόμα και μιας ταινίας.

«Αλεπουδίσματα»: κάθε δεύτερη Τετάρτη από τις 19.00 ως τις 20.00 εναλλάξ με το "Μια σταγόνα στον αέρα" της
Ροδιάς .


Μπορεί να δυσκολευτείτε λίγο σήμερα να μπείτε στο site (ο δαίμων του διαδικτύου γαρ). Παρόλα αυτά να επιμείνετε. Το νέο πρόγραμμα του Radio Bubble είναι εδώ και αξίζει να "κλέψει" απ' τον χρόνο σας!
UPDATE
Εδώ κάντε κλικ αν θέλετε να ακούσετε την εκπομπή.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008

«Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι».

Έχω διάφορες εμμονές με μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης ή των γραμμάτων, κάποιες απ’ τις οποίες εν ζωή ακόμα και κάποιες άλλες κοιμισμένες για πάντα. Μάλλον οι περισσότερες εμμονές μου ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία. Ίσως γιατί αυτοί που έφυγαν για το μεγάλο ταξείδι έχουν αφήσει τον γοητευτικό μύθο πίσω τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Μ. Καραγάτσης ή αλλιώς Δημήτρης Ροδόπουλος.

Ο Καραγάτσης ήταν κατά γενική ομολογία η πιο πληθωρική και τελικά η πιο ατόφια πεζογραφική ιδιοφυΐα της λεγόμενης γενιάς του ’30 σύμφωνα με τα όσα είπε ο Γ.Π Σαββίδης στη νεκρολογία που έγραψε τον Σεπτέμβρη του 1960 στο «Βήμα». Ο Καραγάτσης ήταν αναγνωρισμένος για το μεγάλο ταλέντο του και την ικανότητα του να γράφει από τους κορυφαίους συγγραφείς της γενιάς του- προνόμιο που δεν απολαμβάνουν οι περισσότεροι λογοτέχνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έκδοση της «Νέας Εστίας» που κυκλφόρησε το 1961, το τεύχος 823 ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του και υπογεγραμμένο από τους Βενέζη, Καστανάκη, Μυριβήλη, Παναγιωτόπουλο, Πετσάλη-Διομήδη. Ο Μυριβήλης λέει: «ήταν ο πιο προικισμένος απ’ όλους μας, ο πιο εργατικός, ο πιο συνθετικός, ο πιο γνήσιος μυθιστοριογράφος. Κανείς άλλος μας δεν μπορούσε να στήσει τον μύθο και να κινήσει τους ήρωες του με τόση ευκολία κα με τόση αληθοφάνεια. Ήταν εκπληκτικές οι ικανότητες του στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην επινόηση πειστικών εκ πρώτης όψεως καταστάσεων».

Σήμερα, 100 χρόνια απ’ τη γέννηση του συγγραφέα και 48 απ’ τον θάνατο του, η κόρη του Μαρίνα βρίσκει το κουράγιο να πει την ιστορία της οικογένειας και να φέρει στο φως σκηνές απ’ την καθημερινότητα τους. Πόσο δύσκολο είναι για ένα παιδί να έχει πατέρα τον δύσκολο, δύστροπο Καραγάτση; Πώς είναι ένα σπίτι ολόκληρο να πρέπει να πειθαρχεί στους ρυθμούς του συγγραφέα που χρειάζεται ησυχία για να γράψει και ιδανικές συνθήκες για να κοιμηθεί; Πόσο υπομονετική υπήρξε η μητέρα της, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση στο πλευρό μιας τόσο ισχυρής προσωπικότητας; Ποια ήταν η ιστορία της Λασκαρώς, της φτωχής υπηρέτριας που στο πρόσωπο της ζωγραφίζονται όλες οι ιστορίες των κοριτσιών που για λόγους φτώχειας έφυγαν απ’ τα σπίτι τους στην επαρχία και ξενοδούλεψαν στην Αθήνα; Ποια ήταν η ιστορία της οικογένειας όπως τη διηγείται η γιαγιά Μίνα;

Μ’ όλα αυτά τα φαντάσματα αποφασίζει να αναμετρηθεί η κόρη του Καραγάτση, η Μαρίνα που πήρε το όνομα της απ’ την ηρωίδα της «Μεγάλης Χίμαιρας», η απόγονος ενός σπουδαίου συγγραφέα, η ίδια συγγραφέας άξια σήμερα και ανατόμος της οικογένειας της.

Στο βιβλίο της «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι», η Μαρίνα Καραγάτση δανείζεται τα λόγια των οικείων της προσώπων και μ’ αυτά τους ζωντανεύει ξανά σε τρεις παράλληλους μονολόγους μιας ανοιξιάτικης μέρας του 1950 κι ενός θεατρικού μονόπρακτου του 2006. Στο μονόπρακτο της, οι τρεις δικοί της άνθρωποι μαζί με τον παππού και τον θείο της συναντιούνται στο αυλιδάκι του ουρανού, περιγελούν τα εγκόσμια και ζουν την αιώνια ζωή απόλυτα συμφιλιωμένοι πια μεταξύ τους και με όσα τους πίκραναν όσο ήταν ζωντανοί.

Το βιβλίο είναι απολαυστικό και διαβάζεται ευχάριστα. Αποτελεί πλούτο γνώσης για την εποχή που περιγράφει, την καθημερινότητα του συγγραφέα, αλλά και την ιστορία της ναυτιλίας στην Άνδρο.

Με μια γλυκειά μελαγχολία, διάβασα την τελευταία σελίδα κι έκλεισα το φως χτες το βράδυ. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου, η ημερομηνία που 48 χρόνια πριν, ο Καραγάτσης πέρναγε στην αιωνιότητα κλείνοντας τον μαγικό κόσμο των γραπτών του με την περίφημη φράση «Ας γελάσω».

Φοβερή σύμπτωση να διαβάζω για κείνον στην επέτειο του θανάτου του. Τo ανακάλυψα σήμερα. Είναι να μην με στοιχειώνει μετά ο συγκεκριμένος συγγραφέας;

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2008

Της Κυριακής!

Είδα χτες την παλιά μου συμμαθήτρια και χάρηκα πολύ.
Με ανακάλυψε πρώτη εκείνη μέσα απ’ το διαδίκτυο. Στην αρχή δεν το πίστευα! Δεν είχα μέχρι τώρα βρει κανέναν απ’ τα παλιά και ψιλοζήλευα που ήξερα ότι σε άλλους συνέβαινε. Να που ήρθε και σε μένα!

Το πρώτο της μήνυμα το έλαβα όταν ήμουνα στην Αμερική. Όταν επέστρεψα εγώ, έφευγε εκείνη για διακοπές και τελικά συναντηθήκαμε χτες. Όταν πρωτομιλήσαμε στο τηλέφωνο η έκπληξη ήταν μεγάλη. Το τηλέφωνο της το ίδιο όπως το θυμόμουνα. Μένει εξάλλου στο πατρικό της. Η φωνή της ίδια. Μια μικρή παραλλαγή μόνο στο όνομα της που την υιοθέτησε όπως με πληροφόρησε στα 18.


Η παλιά μου συμμαθήτρια είναι πια μαμά 3 παιδιών! Αυτό από μόνο του ήταν φοβερό νέο! Ούτε 1, ούτε 2 αλλά 3 πιτσιρίκια (πολύ χαριτωμένα όπως διαπίστωσα από φωτογραφίες).
Είχαμε δώσει ραντεβού στο σταθμό του Θησείου. Εννοείται ότι αναγνώρισε η μία την άλλη αμέσως. Ε, δεν έχουν περάσει δα και τόσα χρόνια…


Ήπιαμε καφέ και το γυρίσαμε και σε ποτάκια. Προσπαθούσαμε να χωρέσουμε διαδρομή σχεδόν εικοσαετίας σε λίγες ώρες. Προσπαθούσαμε μάλλον ν’ ανακαλύψουμε σε τι είδους άνθρωπο εξελίχθηκε η κάθε μια μας.

Τι σπούδασες; Πόσες ξένες γλώσσες μιλάς; Πού έχεις ταξιδέψει, πόσο ερωτεύτηκες, πόσο πόνεσες…

Σκέφτομαι τώρα ότι ρωτούσαμε να μάθουμε τα “τρόπαια” της ενήλικης ζωής μας, της πρώτης μας νιότης, της πορείας μας προς την ηλικία της ωριμότητας. Αυτό που ξέραμε ως τα χθες, ήταν η μεγάλη περίοδος της εφηβείας, τα σχολικά χρόνια, τα κοινά ακούσματα, οι κοινές μνήμες.

Θέλω να κάνω ένα μεγάλο πάρτυ, μου είπε κάποια στιγμή. Να ακούγονται όμως τα τραγούδια που ακούγαμε τότε και να χορέψουμε όπως χορεύουμε τότε.

Και μετά αρχίσαμε τα θυμάσαι αυτό; Και θυμάσαι εκείνο και θυμάμαι ότι έγραφες από τότε ή θυμάμαι το αφρόλουτρο που χρησιμοποιούσες κι όταν το μυρίζω σε σκέφτομαι.

Γυρνάω τη μνήμη μου στην ανέμελη εφηβεία μου και τη νοσταλγώ. Θέλω να γυρίσω για μια μέρα στην τάξη που μοιραστήκαμε όλοι για 6 χρόνια. Να μας δω με τα ρούχα και τα μαλλιά της δεκαετίας του ’80. Να ξανακάνουμε τις ίδιες πλάκες, να μην ξέρουν οι καθηγητές πώς να μας συμπεριφερθούν. «Άριστοι μαθητές, αλλά πολύ άτακτοι».

Την περίμενα με ανυπομονησία την παλιά μου συμμαθήτρια χτες το απόγευμα. Στα λίγα λεπτά που στεκόμουν εκεί μέχρι να έρθει, ένιωθα σαν να περιμένω γκόμενο για ραντεβού. Της το είπα και γέλασε. Κι εγώ το ίδιο ένιωθα, μου είπε. Και μετά τα μπλε μάτια της γέμισαν δάκρυα. Συγκινήθηκαμε που συναντηθήκαμε ξανά μετά από χρόνια. Μεγαλώνουμε μήπως; Μπα! Σαν πιτσιρίκες νιώθαμε ξανά καθώς γυρνάγαμε τον χρόνο πίσω. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα.

Με κάλεσε σπίτι. Θα έρθετε εσείς για φαγητό γιατί εμείς με τα παιδιά είναι δύσκολο.

Προσγειώθηκα στο σήμερα. Θα βρεθούμε ως ζευγάρια.

Τη στιγμή όμως που θα σταθώ έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού της, ξέρω ότι στα λίγα λεπτά που θα κάνει μέχρι να την ανοίξει, εγώ θα νομίζω ότι θα δω τη μητέρα της κι ότι θα μου πει: Μέσα είναι και οι άλλες στο δωμάτιο, πήγαινε.
Και θα μπω στο παλιό, παιδικό της δωμάτιο που και τώρα παιδικό είναι αλλά για τα δικά της παιδιά. Θα βγω στη βεράντα που κάναμε συζητήσεις επί συζητήσεων ώρες ολόκληρες. Και θ’ απογειωθώ πάλι στο χθες περιμένοντας να κάνω μια από κείνες τις παλιές σκανταλιές, να μοιραστώ ένα από’ κεινα τα παλιά μυστικά που ο χρόνος τα σκέπασε καλά και τα προστατεύει γιατί ήταν τα μυστικά της αθωότητας μας.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008

Πέτα τη γραβάτα απ’ το τρένο (της ζωής σου)!


Τις προάλλες ο διευθυντής μου σε μια στιγμή που η δουλειά ήταν στο πικ της, μου εξομολογήθηκε ότι θα ήθελε να έχει μια δική του δουλειά, να βγάζει το1/3 των χρημάτων που βγάζει τώρα, αλλά να έχει την άνεση να πηγαίνει όποτε θέλει, να είναι ντυμένος όπως θέλει κι όχι γραβατωμένος χειμώνα καλοκαίρι και κυρίως να μην έχει το άγχος που έχει τώρα.
Το πιστεύω. Δεν το είπε για να εντυπωσιάσει. Απλώς, ανήκει κι αυτός στην κατηγορία των κουρασμένων σαράντα something που νιώθουν ότι οι πολυεθνικές τους έχουν ρουφήξει το αίμα, τον προσωπικό χρόνο, τη γυναίκα και τα παιδιά τους έστω και με ακριβά ανταλλάγματα βέβαια…και που φτάνουν σ’ ένα σημείο κορεσμού που πραγματικά δεν θέλουν να πληρώσουν άλλο το τίμημα του να μην μπορούν ούτε διακοπές να κάνουν με την ησυχία τους, έστω κι αν αυτό θα μεταφραστεί σε μικρότερο ποσό στον τραπεζικό τους λογαριασμό.
Εγώ να σας πω: τον πιστεύω και τον κατανοώ. Γνωρίζω άλλωστε στον στενό μου περίγυρο, ανθρώπους που πέταξαν με μεγάλη ευχαρίστηση τη στολή του γιάπι, αποχωρίστηκαν κάποια απ’ τα μηδενικά του μισθού τους κι άρχισαν να απολαμβάνουν την ποιότητα του να ορίζουν αυτοί τον χρόνο τους. Και κυρίως δεν το μετάνιωσαν!

Όλο αυτό πάντως μου θυμίζει το σύστημα Hollywood που αφού ξεζουμίσει την αφρόκρεμα των σταρ που πιστά υπηρετούν το σύστημα σαν καλοπληρωμένα μεγαλοστελέχη πολυεθνικής, βρίσκει τον τρόπο και τους αντικαθιστά άμεσα. Είναι αυτός ο νέος ή η νέα που θα έχει λίγο μικρότερο κασέ στην αρχή, θα ασκεί περισσότερη γοητεία στο κοινό, θα έχει λιγότερες απαιτήσεις και θα λάμψει στη θέση του προκατόχου του/ της που περιορίζεται πια σε ρόλους γκεστ ή σε off Broadway παραστάσεις ή (επειδή στην Αμερική τα πράγματα στις show business είναι πιο σκληρά) θα αποσυρθεί στο ράντσο του βυθισμένος στο αλκοόλ και στη λησμονιά (κάπως σαν τη Gloria Swanson στη «Λεωφόρο της Δύσης».

Το κρίσιμο σημείο πάντως τόσο στις πολυεθνικές όσο και στο Hollywood είναι αυτές οι ρημάδες οι ρυτίδες που κάνουν τη διαφορά. Α, και οι άσπρες τρίχες. Μόλις οι πρώτες ρυτίδες κάνουν την εμφάνιση τους, θα υπάρχει πάντα στη γωνία ένας νεότερος να παίξει τον ρόλο. Και τους διευθυντές των πολυεθνικών άλλωστε οι πρώτες ρυτίδες είναι που τους προβληματίζουν. Κοιτιούνται μια μέρα στον καθρέφτη κι αναρωτιούνται μήπως τις απέκτησαν λίγο πιο νωρίς απ’ το κανονικό ή πώς γκρίζαραν έτσι; Θα’ ναι εδώ και καιρό, αλλά φταίει που δεν έχουν χρόνο ούτε στον καθρέφτη να κοιταχτούν…

Το θέμα είναι να απαλλαγείς απ’ το σύστημα πριν προλάβει να απαλλαγεί αυτό από σένα!


Στη φωτογραφία η Gloria Swanson απ’ τη «Λεωφόρο της Δύσης».

Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

Τα μυθιστορήματα του Mitch Albom



Τον Mitch Albom τον γνώρισα μέσα σ’ ένα βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης. Χάζευα έναν πάγκο με τις νέες κυκλοφορίες μέσα στο Borders και το μάτι μου έπεσε πάνω στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του «For one more day». Έριξα μια ματιά στην περίληψη στο οπισθόφυλλο, μου φάνηκε ενδιαφέρον και χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασα. Στη διαδρομή με το τρένο Νέα Υόρκη- Ουάσινγκτον , ξεκίνησα - υποτίθεται - να το διαβάζω χαλαρά και μέσα σε 3,5 ώρες το είχα ρουφήξει. Στα τελευταία κεφάλαια βούρκωνα όλο και πιο πολύ, στις τελευταίες σελίδες δεν μπορούσα να ελέγξω τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα. Δεν είχαμε και χαρτομάντηλα και βγήκα απ’ το τρένο με πρησμένα μάτια. Το είχα ευχαριστηθεί όμως αυτό το κλάμα. Ήταν λυτρωτικό. Και ήταν η στιγμή που αγάπησα πολύ και τον Mitch Albom τον συγγραφέα αυτού του υπέροχου βιβλίου.

Στο «For one more day», ο ήρωας περνάει τη μεσήλικη κρίση του κουβαλώντας συγχρόνως ενοχές και για τον θάνατο της γηραιάς μητέρας του, για το ότι δεν ήταν εκεί ενώ θα μπορούσε.

Εύχεται να γύριζε τον χρόνο πίσω, να είχε την ευκαιρία να ξαναδεί τη μητέρα του και να της πει όσα δεν πρόλαβε όσον εκείνη ζούσε. Και ω του θαύματος, η ευκαιρία του δίνεται και μέσα απ’ αυτήν ο ήρωας επανασυναρμολογεί κομμάτια απ’ το παζλ της παιδικής του ηλικίας, βλέπει με άλλο μάτι τις οικογενειακές σχέσεις, ανακαλύπτει τη μητέρα και τον πατέρα του και συμφιλιώνεται με τον εαυτό του.

Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι ο λόγος που το βιβλίο είναι τόσο συγκινητικό και αξιόλογο βρίσκεται στο πόσο αφορά τον καθένα από μας. Όλοι κάποτε είχαμε μια απώλεια αγαπημένου προσώπου και θα θέλαμε να μας είχε δοθεί η ευκαιρία να είχαμε πει περισσότερα ή να είχαμε κάνει κάτι ακόμα. Επιπλέον, το βιβλίο μιλάει για τη δύναμη της μητρικής αγάπης με τρόπο που δεν αμφισβητείται και χωρίς ν’ αγγίζει το μελό ή να εκβιάζει τη συγκίνηση.

Μετά απ’ αυτήν την εμπειρία λοιπόν, έψαξα στο διαδίκτυο για τα βιογραφικά του συγγραφέα και ανακάλυψα 2 ακόμα μυθιστορήματα του που έπρεπε να αποκτήσω.

Το ένα βρέθηκε σ’ ένα Borders κάπου στην Πενσιλβανία και διαβάστηκε στη διαδρομή Νιαγάρας- Big Bass Lake.

Το «Tuesdays with Morrie» είναι αυτοβιογραφικό και μιλάει για τις συναντήσεις που είχε ο ίδιος ο συγγραφέας με τον παλιό καθηγητή του Morrie ενώ ο τελευταίος πάσχει από ALS και βαδίζει προς τον θάνατο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Morrie έχει αποφασίσει να αποδεχτεί το αναπόφευκτο του τέλους του- με αξιοπρέπεια, δίχως οργή, μίσος, άρνηση και οίκτο- αποτελεί μάθημα ζωής για τον συγγραφέα που στη διαδρομή της ζωής του κάπου έχασε τη μπάλα στο προσωπικό ζύγι των αξιών και των προτεραιοτήτων του και είναι ένα πραγματικό διαμάντι για όλους εμάς που τόσο συχνά ξεχνάμε πόσο σύντομο είναι το πέρασμα μας απ’ αυτόν τον κόσμο κι αναλωνόμαστε σε ματαιότητες.

«Να έρχεσαι να μου μιλάς όταν εγώ θα έχω φύγει», προτρέπει ο Morrie τον συγγραφέα.

«Μα δεν θα μπορούμε να συζητάμε », του αντιγυρίζει εκείνος.

«You talk, I'll listen».

Αφού ακολούθησε ένα ακόμα λυτρωτικό κλάμα από μέρους μου, επιδόθηκα στην ανεύρεση του τρίτου του μυθιστορήματος που στην πραγματικότητα είναι το πρώτο που έγραψε ο Mitch Albom.
Αυτό λοιπόν το τρίτο ήταν πια για μένα προσωπικό στοίχημα. Με κούρασε πολύ να το βρω, αλλά το κράτησα σαν τρόπαιο όταν επιτέλους το ανακάλυψα σ’ ένα ακόμα
Borders, στη Βοστώνη αυτή τη φορά ∙τίτλος του «The five people you meet in heaven» και διαβάστηκε στη διαδρομή Βοστώνη- Νέα Υόρκη – έτσι για να δώσω και τις λεπτομέρειες.

Ο Eddie ένας ηλικιωμένος εργάτης σ’ ένα μεγάλο λούνα παρκ πεθαίνει στην προσπάθεια του να σώσει ένα κοριτσάκι. Σ’ όλο το βιβλίο βλέπουμε τη διαδρομή του στον άλλο κόσμο, ας πούμε μέχρι την οριστική κατάληξη. Εκεί, στο ενδιάμεσο, ο Eddie θα συναντήσει 5 ανθρώπους που άλλους γνώριζε όσο ζούσε κι άλλους όχι και θα μάθει πως κανενός η ζωή δεν είναι ανεξάρτητη από τις άλλες και πως υπάρχει μια μυστική σχέση ανάμεσα στις ζωές των ανθρώπων. Ο καθένας μας επηρεάζει τον άλλον και ο άλλος τον επόμενο κοκ και όλες οι ανθρώπινες ιστορίες καταλήγουν τελικά σε μία μοναδική.

Ο Mitch Albom είναι σημαντικός γιατί είναι αυθεντικός. Δεν ψάχνει δύσκολα θέματα, αλλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται όπως η ζωή και ο θάνατος ή οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολα επειδή διστάζουμε τις περισσότερες φορές να τα προσεγγίσουμε με απλό τρόπο. Εγώ τουλάχιστον, χαίρομαι που τον ανακάλυψα κι ευχαρίστως θα συνεχίσω να τον διαβάζω γιατί η γραφή του είναι ενδιαφέρουσα και η ματιά του αποπνέει φρεσκάδα.

Κι επειδή σε μια αναζήτηση που έκανα στο διαδίκτυο έμαθα ότι το «Tuesdays with Morrie» έχει γυριστεί και ταινία με τον Jack Lemon, θα επιδιώξω οπωσδήποτε να τη δω!


Σάββατο, Αυγούστου 30, 2008

Καλό αποκαλόκαιρο με εορταστικές πινελιές!


Κάθε φορά που είχα τη γιορτή μου ή τα γενέθλια μου όταν ήμουν παιδί, τσαντιζόμουν -για αστείο λόγο σύμφωνα με τη σκέψη ενός ενήλικα, αλλά εξαιρετικά σοβαρό για το σύμπαν ενός μικρού παιδιού-.

Ο λόγος λοιπόν ήταν ότι και στις δυο περιπτώσεις δεν ήταν ανοιχτά τα σχολεία και συνεπώς δεν μπορούσα να κεράσω καραμελίτσες στα άλλα παιδάκια – κατά πώς συνηθιζόταν τότε.

Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν και το εν λόγω ζήτημα διόλου μ’ απασχολεί πλέον.

Έτσι γίνεται φαίνεται όταν μεγαλώνεις. Εστιάζεις περισσότερο στο πού θες να κεράσεις την καραμελίτσα κι όχι στην καραμελίτσα την ίδια.

Μια άλλη προέκταση του παιδικού μου θυμού ήταν ότι τόσο στη γιορτή όσο και στα γενέθλια, μύριζε άνοιγμα σχολείων. Και δεν ήταν για μένα ενοχλητικό για τον καθεαυτό λόγο του σχολείου τόσο, όσο για τη μελαγχολία που κουβαλάει το τέλος του Αυγούστου ή η περίοδος μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές.

Η μελαγχολία του Αυγούστου κυρίως, η μυρωδιά φθινοπώρου κι αυτό το πάντα ανέμελο καλοκαιράκι με τη σκέψη ενός χειμώνα γεμάτου υποχρεώσεων με κάνει κάθε φορά να θέλω να δραπετεύω απ’ τις «εορταστικές» ατμόσφαιρες.

Φέτος, θα σπάσω τον κανόνα και θα κάνω μια εξαίρεση. Έμαθα και μια καινούργια ευχή και είπα να μου τη χαρίσω μέρα που είναι και να τη μοιραστώ και με άλλους από δω μέσα.

«Καλό αποκαλόκαιρο», αντί του κλασικού «Καλό χειμώνα». Ακούγεται πιο αισιόδοξο, έτσι δεν είναι;

Α, και για να μην ξεχνιόμαστε; Γλυκάκι θα πάρετε;

Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2008

Τα παιδιά των μεταναστών δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού.










Ομολογώ ότι τον παρακάτω νόμο δεν τον ήξερα και έμεινα με ανοιχτό το στόμα όταν διάβασα πώς σ’ αυτήν τη χώρα που ζούμε μπορούμε να γινόμαστε τόσο φαιδροί συνέχεια. Γηράσκω αεί εκπλησσόμενη…

Τον χειμώνα που μας πέρασε είχα την ευκαιρία να κάνω εθελοντικά μαθήματα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο "Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών του Πειραιά". Εκεί για πρώτη φορά γνώρισα μετανάστες απ’ όλον τον κόσμο – άλλους παράνομους κι άλλους με χαρτιά. Γνώρισα ανθρώπους που μοχθούν δουλεύοντας σε θέσεις που οι Έλληνες σνομπάρουν. Εργάτες που ιδρώνουν σε δύσκολες εργασιακές συνθήκες, γυναίκες που κάνουν τις καθαρίστριες και που διαθέτουν μια Κυριακή να μάθουν τη γλώσσα της «πατρίδας» που τους
«φιλοξενεί».


Εμείς, οι «Έλληνες» συναναστρεφόμαστε τέτοιους ανθρώπους στην καθημερινότητα μας. Τους πληρώνουμε για να μας βάψουν ή να μας καθαρίσουν το σπίτι μας ή για να κάνουν τις νοσοκόμες στους γηραιούς κι ανήμπορους συγγενείς μας.
Πόσο πατρίδα λοιπόν μπορεί να αποκαλείται μια χώρα που τους χρησιμοποιεί αλλά στην ουσία τους αγνοεί; Για ποια φιλοξενία μιλάμε όταν η μεγάλη πλειονότητα αυτών δεν έχει στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη;
Κάποιοι απ’ αυτούς γέννησαν εδώ τα παιδιά τους. Τα παιδιά αυτά δεν ομιλούν τη γλώσσα των δικών τους. Δεν έχουν καμιά επαφή με τη χώρα καταγωγής τους. Δεν την έχουν ίσως ποτέ επισκεφθεί αφού όταν μιλάμε για παράνομους μετανάστες, μια επίσκεψη θα ισοδυναμούσε με αναχώρηση χωρίς επιστροφή ή τουλάχιστον με επιστροφή χρυσοπληρωμένη.
Τα παιδιά αυτά δεν γνωρίζουν ινδικά ή αλβανικά ή πακιστανικά αφού στις παιδικές ηλικίες κάθε διαφοροποίηση δεν είναι αποδεκτή. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους συνομήλικους τους. Μιλάνε ελληνικά γιατί αυτά ακούνε, διδάσκονται ελληνικά στο σχολείο γιατί σε ελληνικό σχολείο πηγαίνουν, κάνουν ό, τι και τα ελληνάκια: βλέπουν τις ίδιες σειρές στην τηλεόραση, τρώνε την ίδια μάρκα πατατάκια και θέλουν μπάρμπι στις σχολικές τους τσάντες.



Τα κοριτσάκια του Μπιτού (Ινδία) και της Αρόσας (Σρι-Λάνκα), η Κωνσταντίνα και η Δήμητρα και η Αγγελική του Λαλ (Ινδία ) και της Μπίας (Ινδονησία) είναι βαφτισμένα εδώ και ακούνε σε ελληνικά ονόματα. Το μόνο που τα διαφοροποιεί από τα ελληνάκια της ηλικίας τους είναι το λίγο πιο σκούρο χρώμα στο δέρμα τους. Ο ελληνικός νόμος άραγε, τι δικαιώματα τους δίνει;
Μόλις ενηλικιωθούν για πού κινδυνεύουν να απελαθούν; Για μια χώρα της οποίας τη γλώσσα, την όψη, τα ήθη και τα έθιμα δεν γνωρίζουν καθόλου;

Υπάρχουν και άλλα «ξένα παιδάκια». Αυτά που ζούνε στο Γκάζι. Αυτά για τα οποία οι "Δρόμοι Ζωής" εδώ και χρόνια ακούραστα και με εθελοντική εργασία πασχίζουν να τους δώσουν ίσα δικαιώματα ζωής και παιδείας. Να μην είναι κοινωνικά αποκλεισμένα. Ένα παιδί απ’ αυτά, πέρασε πέρυσι στο Πανεπιστήμιο. Το παιδί αυτό, πώς το αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος; Το αποδέχεται ή θα το θεωρεί εσαεί διαφορετικό;


Παραθέτω τον νόμο έτσι όπως τον βρήκα κι επειδή δεν έχω νομικές γνώσεις, αν κάποιος ξέρει κάτι παραπάνω, ας μας το πει:

Σύμφωνα με το Α1, παρ.1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και βάσει του ν. 3284/2004, την ελληνική ιθαγένεια αποκτά μόνο το τέκνο Έλληνα ή Ελληνίδας. Σπάνια κάποιος αποκτά αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια, χωρίς να συντρέχει η παραπάνω προϋπόθεση (όταν για παράδειγμα γεννιέται σε ελληνικό έδαφος και δεν αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια ή είναι αγνώστου ιθαγένειας).

Στην Ελλάδα ισχύει το δίκαιο του αίματος κι όχι το δίκαιο του εδάφους όπως συνήθως συμβαίνει στα περισσότερα ευρωπαϊκά τουλάχιστον κράτη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν χορηγούνται πιστοποιητικά γέννησης σε παιδιά μεταναστών, ούτε γίνονται εγγραφές σε δημοτολόγια (γεγονός που εξασφαλίζει την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας), με αποτέλεσμα παιδιά που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, να φτάνουν 18 χρονών και να κινδυνεύουν να απελαθούν ως οικονομικοί μετανάστες. Από την άλλη, οι χώρες καταγωγής δεν χορηγούν πιστοποιητικά γέννησης, μιας και είναι δύσκολη η απόδειξη συγγενικού δεσμού των παιδιών με τους γονείς. Συνεπώς τα παιδιά αυτά εκτίθενται σε ένα αδιανόητο νομικό κενό, δεν προστατεύονται ούτε καν στοιχειωδώς και το κυριότερο, δεν αναγνωρίζονται ως φορείς δικαιωμάτων, όπως αυτών που απολαμβάνουν όσοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Η ανάγκη προσαρμογής του νομοθετικού πλαισίου είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική, καθώς εκθέτει στην παράλογη αυστηρότητα του νόμου, παιδιά που δεν έχουν γνωρίσει άλλη πατρίδα πλην της Ελλάδας. Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ότι παιδιά μεταναστών, «κληρονομούν» την παρανομία των γονιών τους και δεν υπάρχουν νομικά πουθενά.

Τις ζωγραφιές μου τις χάρισαν η Κωνσταντίνα, η Δήμητρα και η Αγγελική.
UPDATE
H Krotkaya μου θύμισε κι αυτό που αξίζει να το δείτε.

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

Οι ευαίσθητοι μετανάστες του Φατίχ Ακίν.

Τον Φατίχ Ακίν τον έμαθα την Κυριακή που μας πέρασε, όταν είδα την «Άκρη του ουρανού».
Άκρως ποιητική ταινία, αποτελεί παράδειγμα του ότι η πραγματική τέχνη αναδεικνύεται απ’ τα απλά κι όχι απ’ τα περιττά φτιασίδια, δικαιώνοντας έτσι και το σοφό αρχαίο ρηθέν «Ουκ εν τω πολλώ το ευ».
Η θετική εντύπωση μου γι’ αυτόν ενισχύθηκε όταν είδα και το «Μαζί ποτέ» (έπαινοι στο dvdάδικο της γειτονιάς για τη συλλογή του) που αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του στην οποία εντάσσεται και «Η άκρη του ουρανού».
Ο Φατίχ Ακίν είναι μόνο 34 χρονών κι όμως ήδη το όνομα του έχει κάνει αίσθηση στο σοβαρό κινηματογραφικό στερέωμα. Τουρκικής καταγωγής ο ίδιος αλλά γεννημένος στο Αμβούργο μεταφέρει αυτή του την περιπλάνηση ανάμεσα στη χώρα καταγωγής και στη χώρα ανατροφής με πολύ συγκινητικό και επίκαιρο τρόπο.

Όσοι έχουν έρθει σε επαφή με μετανάστες, όσοι είναι ευαισθητοποιημένοι στα θέματα μεταναστών ή όσοι υπήρξαν παιδιά μεταναστών σίγουρα μπορούν να καταλάβουν την κινηματογραφική γλώσσα του Ακίν. Συχνά τα παιδιά των μεταναστών αρνούνται να μιλήσουν τη γλώσσα των γονιών τους και κάνουν ό, τι μπορούν για να αφομοιωθούν πλήρως από τη νέα πατρίδα, για να γίνουν αποδεκτοί, για να αποφύγουν την ετικέτα του «ξένου» και τα «χτυπήματα» των ρατσιστών.
Αυτός ο νόστος για την πατρίδα που κυλάει στο αίμα, η πραγματικότητα που μεταφράζεται σε μια νέα πατρίδα και μια νέα γλώσσα, οι βαθειά ριζωμένες παραδόσεις αλλά και η συνειδητή ή ασυνείδητη απόρριψη τους συναντιούνται στους ήρωες των δύο ταινιών του κι αντιμετωπίζονται σκηνοθετικά και σεναριακά με φυσιολογικό κι ευτυχώς απενοχοποιημένο τρόπο.


Στο πρώτο μέρος της τριλογίας του με θέμα «Έρωτας- Θάνατος- Διάβολος», στέκεται η ταινία «Μαζί ποτέ» (πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά «Gegen die Wand», στα αγγλικά «Head-On», στα τουρκικά «Duvara Karşı»).


Ο Τσάιτ ένας σαρανταπεντάρης αλκοολικός κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας και καταλήγει σ’ ένα κέντρο ψυχικής αποκατάσταστης. Εκεί γνωρίζει την Σιμπέλ μια εικοσάχρονη τουρκάλα που μάταια αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της και γίνεται αποδέκτης μιας παράξενης πρότασης. Η Σιμπέλ του προτείνει να παντρευτούν με λευκό γάμο σε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τα δεσμά της αυστηρής της οικογένειας. Ο Τσάιτ που έχει γερμανοποιηθεί τόσο ώστε να ξεχάσει σχεδόν την μητρική του γλώσσα, διστάζει αρχικά, αλλά στη συνέχεια δέχεται. Η Σιμπέλ μετά τον γάμο απολαμβάνει πλήρως την ελευθερία της διασκεδάζοντας κάθε βράδυ και εναλλάσσοντας ερωτικούς συντρόφους. Ο Τσάιτ αρχικά είναι αδιάφορος απέναντι της αλλά σύντομα εμπλέκεται με οδυνηρό τρόπο.


Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας του, «Η άκρη του ουρανού»( πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά «Auf Der Anderen Seite», στα αγγλικά «The edge of heaven», στα τουρκικά «Yasamin Kiyisinda») καταγράφει τις ζωές έξι ανθρώπων, τεσσάρων τούρκων και δυο γερμανών που δεν συναντιούνται πάντα μεταξύ τους, αλλά που γυρνάνε σ’ ένα γαϊτανάκι οργής, θρήνου, απώλειας, θανάτου και συγχώρεσης.
Με κυκλικές επαναλήψεις ανάμεσα στους δυο τόπους, τη Γερμανία και την Τουρκία, ο σκηνοθέτης πραγματεύεται το ευαίσθητο θέμα της συγχώρεσης και της αποδοχής ανάμεσα σε γονείς και παιδιά πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα το γνωστό «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».

Ο Αλί, Τούρκος μετανάστης στο Αμβούργο, γνωρίζει τη Γέτερ, πόρνη τουρκικής καταγωγής, την οποία παρακαλεί να μείνει μαζί του επί πληρωμή. Όταν η Γέτερ πεθαίνει, ο γιος του Αλί, Νεζάτ, καθηγητής λογοτεχνίας στο Αμβούργο, θ’ αναζητήσει την κόρη της Γέτερ Αϊτέν, μια πολιτική ακτιβίστρια την οποία καταζητεί η τουρκική αστυνομία. Ενώ ο Νεζάτ αποφασίζει να μείνει στην Κωνσταντινούπολη, η Αϊτέν θα καταφύγει στη Γερμανία για πολιτικό άσυλο.

«Μαζί ποτέ»
Χρυσή Άρκτος στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, 2004
Βραβείο FIPRESCI, 2004
5 βραβεία Lola in Gold του Deutscher Filmpreis
Καλύτερη ταινία
Καλύτερη σκηνοθεσία
Καλύτερος Α' Γυναικείος ρόλος
Καλύτερος Α' Αντρικός ρόλος
Καλύτερη φωτογραφία
Βραβείο Gilde-Filmpreis της Filmmesse Leipzig, 2004
Βραβείο Silver Mirror Award στο Φεστιβάλ Ταινιών του Όσλο
Δυο Ευρωπαικά Βραβεία Κινηματογράφου (Europäischer Filmpreis), 2004
Καλύτερη Ταινία 2004
Καλύτερη σκηνοθεσία
Βραβείο Goya (καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία 2005)

«Η άκρη του ουρανού»
Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Κανών 2007
Οικουμενικό Βραβείο Φεστιβάλ Κανών 2007
Βραβείο Lux Καλύτερης Ταινίας 2007 - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2008

Memories from USA and a touch of Canada

New York city



Whasington D.C

Alexandria in Virginia

Niagara falls- Toronto
Boston