Τετάρτη, Μαΐου 31, 2006

Έκθεση Α' Δημοτικού














Επειδή προβλέπω στο μέλλον σφαγή αν αποκαλυφθεί ότι η ζυγαριά κλίνει στη μεριά του ενός, αποφάσισα να δημοσιεύσω την έκθεση της Α’ δημοτικού του αδερφού του Αλέξανδρου, με θέμα: « Ένα δώρο που μου χάρισαν».

Εννοείται πως οι λόγοι εκτός του να επιφέρουν την ισορροπία, είναι εντελώς ιδιοτελείς αφού το δώρο στο οποίο αναφέρεται, του το έχω κάνει εγώ με το αλάθητο αλεπουδίσιο μου ένστικτο για να τον μαγέψω…

Τρίτη, Μαΐου 23, 2006

Παιδική αθωότητα...

Ο μικρός Αλέξανδρος ετών 5, γύρισε χτες σπίτι του απ’ τον παιδικό σταθμό κι ανακοίνωσε όλο περηφάνεια και μ’ ένα πονηρό γελάκι για συνοδεία: «Ο Θανάσης κι η Μαρία έκαναν σεξ»!. Η μητέρα του έμεινε άναυδη να τον κοιτάει προσπαθώντας να μην την πιάσουν τα γέλια.
«Και που ξέρεις εσύ βρε χαζό τι είναι σεξ»; του είπε με περισπούδαστο ύφος ο οχτάχρονος αδερφός του.
Ο μικρός Αλέξανδρος εξακολούθησε απτόητος: « Ξέρω και παραξέρω. Σεξ είναι όταν φιλάς τον άλλο στο στόμα»…

Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

Η διαδρομή του Ίωνα Δραγούμη προς την εκτέλεση

Όταν ο 27χρονος Ίωνας Δραγούμης πέρναγε την πόρτα του θεάτρου «Ζιζίνια» της Αλεξάνδρειας στις 19 Μαρτίου 1905, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ερχόταν αντιμέτωπος μ’ ένα παράξενο πεπρωμένο. Οι δυο γυναίκες που ερωτεύτηκε ήταν εκεί. Η μία, στη σκηνή υποδυόταν Ηλέκτρα απ’ την «Ορέστεια» σε μετάφραση στη Δημοτική που παραλίγο να αιματοκυλήσει την Αθήνα το 1903. Η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη. Η άλλη, καθισμένη στο φουαγιέ, χαμογελαστή μέσα στη ροζ μεταξωτή τουαλέτα της. Η Πηνελόπη Δέλτα.
Ο Δραγούμης, δεύτερο απ’ τα εννιά παιδιά του Στέφανου Δραγούμη, σύμφωνα με τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, προοριζόταν για πολιτικός κληρονόμος του πατέρα του. Μόνο που ο ίδιος, επιστρέφοντας απ’ τη Θεσσαλία του 1897, δεν ήξερε πια αν ήθελε να γίνει πολιτικός. Σπούδασε Νομικά για να ικανοποιήσει τον πατέρα του, αλλά δεν σκόπευε να δικηγορήσει. Η Μακεδονία το 1902 είχε στοιχειώσει το μυαλό του με άλλες φιλοδοξίες. Υπηρέτησε ως διπλωματικός υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών, διορίστηκε πρόξενος στο Μοναστήρι, στον Πύργο της Βουλγαρίας και στη Φιλιππούπολη.
Στην Αλεξάνδρεια, το Υπουργείο τον έστειλε για την αναθέρμανση της ελληνικής κυβέρνησης με την εκεί κοινότητα.
Οι αλεξανδρινές του μέρες κυλούν πληκτικά. «[…] Ο καθένας εδώ κοιτάζει να περάσει την ώρα του παίζοντας χαρτιά, μιλώντας και γελώντας. Τι άδεια ζωή! Άδεια από συγκίνηση, από ταραχή, από αίσθημα, από βάθος […]».
Συχνά του έρχεται η επιθυμία να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει πάλι στο Μοναστήρι.
«Αγαπάω τα υπόδουλα μέρη γιατί εκεί αισθάνομαι ελεύθερος να κάνω κάτι πιο ελληνικό. Εκεί τουλάχιστον μπορώ να κάνω μια επανάσταση».

Το Μάη του 1905, η δολοφονία του πρωθυπουργού Δεληγιάννη θα’ ναι το επίκεντρο των συζητήσεων στην Αλεξάνδρεια. Θα’ ναι και μια αφορμή να βλέπει συχνότερα την Δέλτα που έχει αρχίσει ήδη να ερωτεύεται. «Ο Δραγούμης και η Δέλτα ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο», έλεγαν μέχρι πριν λίγα χρόνια κάποιοι εναπομείναντες γέροι Αλεξανδρινοί που έζησαν το ειδύλλιο. «Ακόμα κι αν δεν ήξερες τίποτα, το μάντευες στον αέρα που ανάπνεαν».Η σχέση τους που ποτέ δεν ξεπέρασε τα όρια ενός πλατωνικού έρωτα, ώθησε την Δέλτα στη συγγραφή. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο εκείνη είναι μεγαλωμένη, ο αυστηρός πατέρας της, οι δισταγμοί της ν’ αφήσει άντρα και παιδιά, γράφουν το οριστικό τέλος στο Βεσλάου , έξω απ’ τη Βιέννη το καλοκαίρι του 1908. Ακολουθούν δυο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας της. Απ’ τον χωρισμό τους και μετά θα ντυθεί για πάντα στα μαύρα μέχρι την επιτυχημένη αυτή τη φορά αυτοκτονία της το 1941, τη μέρα που μπήκαν οι γερμανοί στην Αθήνα. Το τελευταίο ερωτικό της μήνυμα προς τον Ίωνα είναι το μυθιστόρημα της «Για την πατρίδα» που μιλάει για την ιστορία δυο ηρώων στη Μακεδονία του 10ου αιώνα.
Ο έρωτας του με τη Μαρίκα Κοτοπούλη ξεκινάει στην Κωνσταντινούπολη του 1908, σε μια βαρκάδα στο Βόσπορο. Θα κρατήσει δώδεκα χρόνια, ως την εκτέλεση εκείνου. Πρόκειται για μια θυελλώδη σχέση που γέννησε τη δυσαρέσκεια πολλών και ειδικά της οικογένειας Δραγούμη που αδυνατούσε να δεχτεί ότι ο γιος τους ζει με μια κοινή – όπως την ονόμαζαν- γυναίκα. Οι εφημερίδες που δεν τον χώνευαν, είχαν βρει ανοιχτό πεδίο για μάχη «Καταχράστηκε λεφτά και τα έδωσε στην ερωμένη του. Πλαστογράφησε επιταγές για να της κάνει θέατρο».
Απ’ το 1916 ζούσαν επίσημα μαζί στο σπίτι της οδού Ξενίας. Η σχέση τους δοκιμάστηκε όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά κι απ’ το άστατο του χαρακτήρα και των δυο τους καθώς κι απ’ το φλογερό τους ταμπεραμέντο.
«Σ’ αγαπάω άγρια σαν το θηρίο, ξέρε το»! της έγραφε τα πρώτα χρόνια
Άλλοτε αγαπιόντουσαν τρελλά: «Σ’ αγαπώ ως την τελευταία μου πνοή» κι άλλοτε έφταναν σε λόγια που πλήγωναν: «Δεν θα γλιτώσεις ποτέ από μένα» του είπε κάποτε σ’ ένα ξενοδοχείο στη Σμύρνη σ’ έναν από τους πολλούς τσακωμούς τους. «Θα δημοσιεύσω όλα τα γράμματα σου στις εφημερίδες». Με το πέρασμα των χρόνων, ακόμα και η οικογένεια Δραγούμη αποδέχτηκε την Κοτοπούλη σαν χρόνια ασθένεια που δεν γιατρεύεται με τίποτα. Ένα -ένα θα άνοιγε ο Ίων στη Μαρίκα τα παράθυρα του κόσμου. Τη Δέλτα την είχε ωθήσει στο γράψιμο και της είχε εμφυσήσει την ιδέα του αγώνα για τη Μακεδονία. Στη Μαρίκα, θα γνωρίσει την πνευματική διανόηση της εποχής, τον Παλαμά, τον Καρκαβίτσα, τον Καζαντζάκη.
Τους ένωνε η αντιπαλότητα προς τον Βενιζέλο. Τους χώριζε η εξάρτηση της ντίβας απ’ τη μορφίνη.
Την Παρασκευή 31 Ιουλίου 1920, κι ενώ ο Ίωνας παρακολουθούσε πρόβα της αγαπημένης του στο θέατρο, η είδηση ότι δολοφόνησαν το Βενιζέλο στο Παρίσι, τάραξε την Αθήνα. Ο Ίωνας με τη Μαρίκα- φανατικοί αντιβενιζελικοί-ξεκίνησαν για την Κηφισιά μέχρι να εκτονωθεί η κατάσταση στην Αθήνα. Έξω απ’ τη βίλα Θων στους Αμπελόκηπους όπου ήταν το τάγμα του Γύπαρη σταμάτησαν τη μαύρη Φόρντ του Ίωνα αλλά ο λοχίας γρήγορα τους άφησε να φύγουν. Λίγες ώρες αργότερα, ο Δραγούμης, υποκινούμενος απ’ την επιθυμία να γράψει ένα άρθρο για την απόπειρα στην «Πολιτική Επιθεώρηση», ξεκινάει να κατέβει ξανά στην Αθήνα. Τον σταματούν στο ίδιο σημείο. Τον κατεβάζουν βίαια απ’ το αυτοκίνητο και με κλωτσιές τον οδηγούν στο εσωτερικό της βίλας. Κάποιοι πολίτες φώναζαν οργισμένοι «Σκοτώστε το φονιά του Βενιζέλου». Ωστόσο, η είδηση ότι ο Βενιζέλος σώθηκε και ήταν καλά είχε ήδη φτάσει.
Παρών στον κήπο της βίλας και ο Μπενάκης που συνομίλησε με τον Γύπαρη καθώς 8 άντρες με ξιφολόγχες οδηγούσαν τον Δραγούμη στο Φρουραρχείο κατ’ εντολήν του Γύπαρη. Μπροστά στο Αρεταίειο, στα στρατιωτικά λουτρά, το απόσπασμα σταμάτησε. Απ’ τη γωνιά της Παπαδιαμαντοπούλου ο Ρώσος ακόλουθος παρακολουθούσε τη σκηνή σαστισμένος: «Είδα τους στρατιώτες να στήνουν τον άνθρωπο με το άσπρο κοστούμι σ’ έναν τοίχο. Ύστερα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Τότε μόνο κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν. Εμείς περιμέναμε το τραμ κι εκατό μέτρα πιο κάτω, ένας άνθρωπος περίμενε το θάνατο».
«Επί σκοπόν», διέταξε ο λοχίας. «Πυρ». Κανείς απ’ τους 8 στρατιώτες δεν πυροβόλησε. «Ρίχτε ρε», φώναξε ο λοχίας. Κι έριξε πρώτος. Την ίδια ώρα έπεσαν και οι σφαίρες του αποσπάσματος. Την ώρα που ο Δραγούμης σωριαζόταν στο έδαφος, μερικές τον βρήκαν πίσω στην πλάτη. Όταν ο λοχίας πλησίασε πάνω του, το αριστερό του πόδι έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις. Ζούσε ακόμα. Τον πυροβόλησε άλλη μια, στο κεφάλι. Το αριστερό πόδι έμεινε ακίνητο.
Η Κοτοπούλη θα μάθει το θάνατο του 23 μέρες αργότερα, όταν δεν θα μπορούν να της κρύψουν πλέον την απουσία του.
Ο Γύπαρης θα φωτογραφίσει τον Μπενάκη ως τον ηθικό αυτουργό στη δίκη των 8 εκτελεστών. Ο Μπενάκης παραπέμπεται για ηθική αυτουργία αλλά αθωώνεται ένα χρόνο αργότερα. Το 1921 ο εισαγγελέας ήταν αντιβενιζελικός, το 1922 ο ανακριτής ήταν βενιζελικός... Στη δίκη του 1935 η ιστορία ξαναζωντανεύει. Ο Γύπαρης εξακολουθεί να εμμένει στον Μπενάκη, οι στρατιώτες όμως διαψεύδουν οποιαδήποτε χρηματική δοσοληψία με το Μπενάκη με σκοπό την εκτέλεση του Δραγούμη. Μέχρι τις μέρες μας, το όνομα του ανθρώπου που έδωσε την εντολή της εκτέλεσης, δεν μαθεύτηκε ποτέ.
Στο σημείο που έπεσε ο Δραγούμης, στήθηκε μια λευκή στήλη το 1921, στην οποία ήταν γραμμένο ότι εκεί έπεσε ο Ίων Δραγούμης «…ο οποίος καθ’ όλην την ζωήν αυτού ηγωνίσθη υπέρ των ελευθεριών του λαού και υπέρ της αναγεννήσεως του
Ελληνισμού και της Ανατολής».
Για την ανέγερση της στήλης συμφώνησαν όλα τα κόμματα κατά την Γ’ Εθνοσυνέλευση κι όπως επίτασσε το ελεγείο που είχε γράψει ο Παλαμάς:

«Λευκή ας στηθεί όπου έπεσες κολώνα
πώς έπεσες, γραφή να μην το λέει…
Λευκή, με της Ελλάδας την εικόνα.
Μονάχα αυτή ταιριάζει να σε κλαίει.
Βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει…»

Μια προφητική σελίδα απ’ το ημερολόγιο του Δραγούμη:
«Στη γη είμαι και με τρώει το σκουλήκι. Ποιος με θυμάται; Κανένας δεν ήρθε μαζί μου στο χώμα. Γρήγορα θα γιατρευτεί η πληγή τους απ’ το θάνατο μου. Κι όσοι έμειναν ζωντανοί τους παίρνει η ζωή και τους στριφογυρίζει στον τρελό της χορό.».

Τα τελευταία χρόνια κάθε πρωί πέρναγα έξω από το σημείο που εκτέλεσαν τον Δραγούμη χωρίς ποτέ να προσέξω τη λευκή στήλη που στήθηκε στη μνήμη του. Συχνά, έπινα καφέ στον προαύλιο χώρο της άλλοτε έπαυλης Θων, εκεί που τον συνέλαβαν, τον χτύπησαν κι έβγαλαν την απόφαση να τον σκοτώσουν. Σκέφτομαι πάντα ότι δυστυχώς στην πόλη που ζούμε το μπετόν κι η αδιαφορία σβήνουν ηθελημένα και άδικα την ιστορία κάποιων ανθρώπων.

Παρασκευή, Μαΐου 19, 2006

Το πούμα με τα σμαραγδένια μάτια!

Επειδή αγαπώ ιδιαίτερα τις γάτες και τους συγγενείς τους (ακόμα και οι πιο άγριοι εκπρόσωποι των αιλουροειδών αποτελούν υπόδειγμα ομορφιάς στο ζωικό βασίλειο),
επειδή τα έξυπνα παιδικά βιβλία μ’ αρέσουν πάντα και το βιβλίο που θ’ αναφέρω ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία,
κι επειδή καλό είναι να αλαφρύνουμε και λίγο το κλίμα (απ’ το βαρύ των πρόσφατων μου posts),
αφιερώνω το σημερινό μου κειμενάκι στο πούμα.

Ο τίτλος είναι δανεικός απ’ το ομώνυμο παιδικό βιβλίο του Υβ Μαρί Κλεμάν.
Αναφέρεται σε μια αρκετά επικίνδυνη και περίπλοκη περιπέτεια που έζησε ένα παιδί. Ο πατέρας του Χούλιο Σέζαρ, όπως ονομαζόταν το παιδί, είχε φύγει για να βρει καλύτερη δουλειά, επειδή το ορυχείο στο οποίο δούλευε δεν είχε άλλα σμαράγδια.
Ένα βράδυ ο Χούλιο με το φίλο του Σάμουελ πήγαν για εξερεύνηση στο ποτάμι, κοντά στο χωριό που ζούσαν. Εκεί, άρχισαν να αιχμαλωτίζουν άγρια ζώα από το κολομβιανό δάσος για να τα φωτογραφίσουν, κροκόδειλους, βάτραχους, βόες, ανακόντα. Ξαφνικά, ανακαλύπτουν ένα εκπληκτικό πληγωμένο πούμα που στο λαιμό του κρέμεται ένα τσαντάκι και που είναι κυνηγημένο από παράνομους κυνηγούς. Τα δυο αγόρια βρίσκονται χωρίς να το ξέρουν στην αρχή ενός περίεργου μυστηρίου. Αν το λύσουν, ο πατέρας του Χούλιο θα γυρίσει στο σπίτι!

Τρίτη, Μαΐου 16, 2006

Όνειρο

Μέσα σε σκόνη ονειρική, ζεστές αγκαλιές, φιλιά και λόγια τρυφεράδας
Ως πότε; ρώτησε
Μέχρι να μας χωρίσουν τα κύτταρα του κόσμου.

Δευτέρα, Μαΐου 15, 2006

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Μια παλιά θεατρική ιστορία με τραγικό φινάλε. B’ μέρος

Η Παπαδάκη διέπρεψε σε μια εποχή που η προχειρότητα κι ο αυτοσχεδιασμός στο θέατρο θριάμβευαν. Γράφει η Ειρήνη Καλκάνη σ’ ένα άρθρο της: […]Μόνο όποιος είδε την Ελένη να «κρεάρει» ένα ρόλο, είναι σε θέση να μαρτυρήσει τι ακριβώς σημαίνει τούτο…Από τη στιγμή που ήταν να ζωντανέψει στη σκηνή μια ηρωίδα, ο έξω κόσμος έπαυε να υπάρχει γι’ αυτήν. Τα κείμενα των έργων που έπαιζε είναι βασανισμένα από μολυβιές, παρατηρήσεις, σχόλια, σκέψεις που φανέρωναν μια κατανόηση εκπληκτική, όπου καμιά λεπτομέρεια δεν έμενε χωρίς να σχολιαστεί… Διάβαζε τα απάντα, ό, τι είχε γραφτεί για το συγγραφέα, το έργο αλλά και τους ηθοποιούς που το είχαν παίξει…μέσα στη σύλληψη του συγγραφέα έβρισκε την ψυχή της ηρωίδας που γινόταν τώρα δική της ψυχή...Η Ελένη έπαυε να είναι αυτή η ίδια, έπλαθε το βάδισμα της, την κίνηση των χεριών της, το λόγο στα χείλη της, τον πόνο στην έκφραση της… όσες φορές συναντιόμουν με την Ελένη έμενα με την εντύπωση ότι είχα πράγματι ανταμωθεί μ’ ένα «ιερό τέρας»[…]

Οι προσπάθειες παραγκωνισμού της (οι οποίες τις περισσότερες φορές πέτυχαν), ο αμείλικτος πόλεμος που της έγινε, η αναπάντεχη σύλληψή της από το ΕΑΜ με την κατηγορία της «αντιδραστικής» και της «φιλενάδας του Ράλλη» αντικατοπτρίζουν μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Το «Ελληνικόν Αίμα», αντιστασιακή εφημερίδα της Κατοχής, έγραφε στις 15 Οκτωβρίου 1943 για την «ψευδοκυβέρνηση των Αθηνών»: «Ο πρωθυπουργός, κερδοσκοπήσας στο χρηματιστήριο, εδώρησε στον γεροντικό του έρωτα μία ζώνη από πλατίνα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων». Μιλούσε για τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη και την κόρη ενός φίλου του, τη διάσημη ηθοποιό τού θεάτρου Ελένη Παπαδάκη. Το άρθρο τη χαρακτήριζε επίσης «ομοφυλόφιλη». H ίδια δεν παραδέχθηκε ποτέ ερωτική σχέση με τον πρόεδρο της δοτής κυβέρνησης. Του είχε όμως επιτρέψει να της στέλνει το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο για να την πηγαίνει στο Εθνικό Θέατρο. Αργότερα οι ΕΛΑΣίτες που τη συνέλαβαν, έψαξαν και για τη ζώνη αυτή, χωρίς όμως αποτέλεσμα. H σύλληψη και εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη από τον ΕΛΑΣ υπήρξε μία από τις βαρβαρότητες των Δεκεμβριανών. Υπόθεση που ακόμα δεν έχει εξιχνιαστεί πλήρως, καθώς έχει καλά κρυμμένα μυστικά. Ιδεολογική διαφορά, υπερβάλλων ζήλος, επαγγελματικός φθόνος ή ερωτική αντιζηλία; Όλα είναι πιθανά, με πιθανότερη εκδοχή τα επαγγελματικά πάθη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελένη Παπαδάκη σε πολλές περιπτώσεις έσωσε ανθρώπους ανεξαρτήτως φρονημάτων, από τους Γερμανούς. Ένας από αυτούς λεγόταν Ελευθερουδάκης. Γιος του ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου. Επίσης ο γιατρός Γιώργος Μουστρούφας, κατοπινό στέλεχος του υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση του βουνού, ύστερα από παράκληση της συγγραφέως Λιλίκας Νάκου. H Παπαδάκη είχε πρόσβαση και στον δήμαρχο (Άγγελο Έβερτ) και στον πρωθυπουργό. Εν τέλει όμως αυτό έγινε μπούμερανγκ και της κόστισε τη ζωή.
«Δίκη» ήταν, η συνέλευση του Σωματείου Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944, όπου αποφασίστηκε η διαγραφή της Παπαδάκη («Θάνατος στην πουτάνα», φώναζαν κάποιοι) που έστρωσε το έδαφος για την εκτέλεσή της.
Εκείνη δεν προσήλθε για να απολογηθεί, έστειλε όμως την παρακάτω επιστολή στο δικηγόρο του Σωματείου κ. Δάνο: «Λυπούμαι διότι δεν μου είναι επιτετραμμένον να παρουσιαστώ ενώπιον της Συνελεύσεως για να απολογηθώ επί των κατηγοριών, τας οποίας μου αποδίδει η απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου, λόγω του ανάρμοστου τρόπου καθ’ ον είναι συντεταγμένη αύτη. Νομίζω ότι πάσα άμυνα επί τόσο αναρμόστως συντεταγμένου εγγράφου, πλήρους αορίστων και αβάσιμων στοιχείων και συκοφαντικής δυσφημίσεως, οικοδομήματος ασύστολων κατηγοριών βασιζομένων μόνο «επί εντυπώσεων», ως ρητώς αναφέρει το απόσπασμα των παρακτικών, μια τοιαύτη άμυνα, επαναλαμβάνω, θα απετέλει ύβριν εναντίον εμού της ιδίας, απρεπώς ήδη δια της ως άνω αποφάσεως καθυβρισθείσης και δια τρόπου απάδοντος, ως φρονώ, εις Σωματείον ευσεβούμενον εαυτόν και τις αποφάσεις του.Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατ’ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».
Το φινάλε γράφεται τη νύχτα της 21ης προς 22 Δεκεμβρίου 1944. Ο πολιτοφύλακας της ΟΠΛΑ με το ψευδώνυμο καπετάν Ορέστης την καταδικάζει σε θάνατο με τσεκούρι και την παραδίδει στον σκληροτράχηλο Βλάση Μακαρώνα. «Τη διέταξαν να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και τον φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και, όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπά της ρούχα, αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο και εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Βλάσης Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της και τελικά καθίζοντάς την χάμω τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δυο σφαίρες στον αυχένα (...)» Λίγο αργότερα, στη δίκη του, ο Μακαρώνας δήλωσε ότι ο Ορέστης τον κατηγόρησε πως έκανε σαμποτάζ που δεν τη σκότωσε με το τσεκούρι αλλά με το περίστροφο.
Και πρόσθεσε: «Δεν λυπήθηκα τίποτα άλλο παρά το γούνινο παλτό της που το πήρε ο Ορέστης».

Πέρασε πάνω από μήνας, όταν στις 26 Ιανουαρίου του 1945, κατά την εκταφή των πτωμάτων στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, βρέθηκε το πτώμα της Παπαδάκη σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα, σ’ ένα λάκκο μαζί με τρεις τέσσερις άλλους. Με μια κομπινεζόν ανασηκωμένη γύρω απ’ το θώρακα, με τις ζαρτιέρες ζωσμένες στη μέση και με το σώμα της γεμάτο κακώσεις και μια σφαίρα φυτεμένη στον αυχένα. . Μόλις διαδόθηκε το νέο, μαθητές και μαθήτριες της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου προσήλθαν και κάλυψαν το σώμα με κλαριά. . Κηδεύτηκε στις 28 Ιανουαρίου από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση σε μια ατμόσφαιρα βαθύτατου πένθους και αγανάκτησης και με πλήθος καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου.

«…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι(…)για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη(…). Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο(…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας…» Αλέξης Σολομός, 28.11.1945

Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε κι όλος ο Θεός της Τραγωδίας εφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που άξαφνα κι οι εννιά αδερφές, εσκύψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.
Άγγελος Σικελιανός

Η ψυχή της Ελένης Παπαδάκη μπορεί να αναπαυθεί με τη συναίσθηση ότι εξετέλεσε τον προορισμό της, έστω κι αν δεν πρόφθασε να τον συμπληρώσει. Όσοι δημιουργούν και χαρίζουν ομορφιά, δεν ματαιοπονούν(…). Η Ελένη Παπαδάκη δεν πέθανε: Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονάνε, λέει ο ποιητής». Άλκης Θρύλλος , «Νέα Εστία», 1.10.1945

Σάββατο, Μαΐου 13, 2006

Η μαμά μου

Σήμερα η μαμά μου έχει γενέθλια. Κι αύριο είναι η γιορτή της μητέρας. Κι αν και έχω ήδη εκφραστεί μέσα από προηγούμενο post αρνητικά για όλες τις επετειακές μέρες τύπου γιορτή της γυναίκας, μητέρα, πατέρα κτλ, παρόλα αυτά νιώθω την ανάγκη σαν δώρο να γράψω κάτι για τη μαμά μου.
Πώς ν’ αρχίσω; Είμαι λίγο αμήχανη. Η μαμά μου αυτή η άγνωστη. Αλήθεια, πόσα πράγματα ξέρω γι’ αυτήν που μ’ έφερε στον κόσμο και πόσα άλλα αγνοώ; Είμαι ένα κομμάτι απ’ το σώμα της και μεγάλωνα προστατευμένη μέσα της 9 ολόκληρους μήνες. Αυτή είναι μια περίοδος απ’ την οποία ούτε εγώ, ούτε και κανείς άλλωστε έχει μνήμες. Η περίοδος που απ’ την ανυπαρξία περνάς στην πρώτη φάση της ύπαρξης. Τρέφεσαι, ξυπνάς, κοιμάσαι και ζεις σε μια σκοτεινή και υγρή περιοχή ενός άλλου σώματος. Κι όταν το αποχωρίζεσαι, μάλλον νιώθεις σαν ψαράκι έξω απ’ το νερό. Μαθαίνεις να το αναγνωρίζεις στην αρχή με τη μυρωδιά και τον ήχο της φωνής. Στη συνέχεια γνωρίζεις και τη μορφή. Και τέλος τον χαρακτήρα.

Η μαμά ήταν κάποτε πολύ νέα κι όμορφη. Βέβαια, αυτό το δεύτερο ίσως να είναι και υποκειμενικό. Άλλωστε, όλα τα παιδιά όμορφη τη βλέπουν τη μάνα τους. Και σε κάποια φάση της παιδικής τους ηλικίας τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος έχει την ομορφότερη μαμά. Όταν ήμουνα εγώ μικρή, τσακωνόμασταν και για το ποιος έχει την εξυπνότερη. Και συγχέαμε στο μυαλό μας την εξυπνάδα με την εργασία. Επειδή τότε δεν ήταν μεγάλος ο αριθμός των γυναικών που εργαζόταν εκτός σπιτιού, αυτόματα η έννοια της εργασίας ταυτιζόταν απόλυτα με την εξυπνάδα. Η μαμά που δούλευε και ήταν ανεξάρτητη αμέσως γινόταν διαφορετική από τις υπόλοιπες. Αυτό είχε βέβαια και την αρνητική του πλευρά. Έλειπε πολλές ώρες απ’ το σπίτι. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, αυτό δεν αποτελούσε και τεράστιο πρόβλημα αν σκεφτεί κανείς ότι οι μαμάδες σήμερα λείπουν απείρως περισσότερο. Παρόλα αυτά, με θυμάμαι κάποτε να της λέω να κάνει την άρρωστη και να μην πάει στη δουλειά για να παίξουμε. Κι όταν υπέκυπτε στο παιδικό χατίρι, παίζαμε το λεγόμενο σπιτάκι, όπου σκεπάζαμε δυο καρέκλες με μια κουβέρτα και χωνόμασταν από κάτω παριστάνοντας τους φυγάδες σ’ ένα κατάλυμα.
Στις παιδικές μου μνήμες, η μαμά ακουγόταν πριν εμείς ξυπνήσουμε για το σχολείο. Κάθε μέρα η ίδια ιεροτελεστία. Το ξυπνητήρι της με τον εξαιρετικά δυνατό θόρυβο, όχι στο κομοδίνο δίπλα της, αλλά στο σαλόνι για ν’ αναγκαστεί να σηκωθεί. Μετά, η μυρωδιά απ’ την κολόνια της, ο θόρυβος απ’ το πιστολάκι, ο ήχος απ’ το κουταλάκι που χτύπαγε το νεσκαφέ και τέλος η πόρτα που έκλεινε. Όταν εμείς ξυπνούσαμε, βρίσκαμε τα ίχνη της στα δυο φλιτζάνια με το γάλα πάνω στο τραπέζι σκεπασμένα με χαρτοπετσέτα για να μην πάει μέσα καμιά μύγα. Ευτυχώς που δεν ήταν εκεί, γιατί το δικό μου από μια ηλικία και μετά το έπινε ο νεροχύτης. Όταν έλειπε, χωνόμουνα στη ντουλάπα της όπως άλλωστε έκαναν και κάνουν όλα τα μικρά κορίτσια. Κοίταζα εκστατική τις τσάντες και τα παπούτσια της, όλα ασορτί και ονειρευόμουν να μεγαλώσω για να έχω κι εγώ τα ίδια. Φορούσα τη ρόμπα της και τη μύριζα. Γινόμουν κι εγώ μαμά για λίγο αν και η ρόμπα με εξυπηρετούσε στο να υποδύομαι την κυρία. Ξάπλωνα στο κρεβάτι της και έπαιρνα πόζες μπροστά στον καθρέφτη, έχοντας στο στόμα κι ένα μολύβι που υποτίθεται ότι ήταν τσιγάρο. Άνοιγα τα μπουκαλάκια με τις κρέμες και τις λοσιόν και τα μύριζα. Αυτός ήταν ένας τρόπος να κάνω ησυχία και να κάνει και καμιά δουλειά μέσα στο σπίτι. Ή τα μεσημέρια ( τότε που ακόμα οι άνθρωποι κοιμόντουσαν μεσημέρι), άνοιγα τα συρτάρια και ανακάτευα τα ρούχα για να την αφήσω να κοιμηθεί 1 ωρίτσα.

Η μαμά μου δεν ήταν μια κλασική μαμά. Τα Σαββατοκύριακα για παράδειγμα, δεν ξύπναγε ποτέ πριν από μας. Αντίθετα, εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία γιατί κοιμόταν και να μην της μιλάμε μέχρι να πιει τον καφέ της γιατί μόνο τότε ήταν ήρεμη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν άστοργη μητέρα. Ίσα – ίσα εμείς συχνά παραβιάζαμε το άσυλο της και ορμούσαμε στο κρεβάτι της να την ξυπνήσουμε κι εκείνη γελούσε. Και πολλές φορές μας άρεσε πολύ να κοιμόμαστε στο κρεβάτι μαζί της, όταν έλειπε ο μπαμπάς ταξίδι. Μόνο που κοιμόταν άγαρμπα και τράβαγε όλα τα σκεπάσματα.
Η αγαπημένη μου ανάμνηση είναι όταν με έπαιρνε μαζί της στο κομμωτήριο. Εκεί, πραγματικά κοίταζα σαν μαγεμένη. Θυμάμαι τον κύριο Ρούλη στο υπόγειο που έλουζε τις κυρίες και μου έδινε πάντα φιστίκια για να με κρατάει απασχολημένη ή την κυρία Μαρίτσα που έβαφε τα νύχια και που της πείραζα όλα τα βερνίκια έχοντας ταυτόχρονα και άποψη για το χρώμα που θα έβαφε τα νύχια της μαμάς μου.
Στην επιστροφή, όλο και κάτι ζήταγα να μου αγοράσει. Το συχνότερο ήταν κουζινικά για τις κούκλες μου ή παραμύθια (αυτά με το χοντρό εξώφυλλο- τα ακριβά). Μια φορά το χρόνο, η μαμά μου με πήγαινε στην έκθεση βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως. Εκεί μου αγόρασε την πρώτη φορά το «Λουΐζα και Λόττη», μια ιστορία δύο δίδυμων κοριτσιών που οι γονείς τους τα είχαν χωρίσει και ξαναβρέθηκαν λίγα χρόνια αργότερα. Πρέπει να ομολογήσω ότι έκανε καλές επιλογές βιβλίων: «η Ζοζεφίνα», «Ούγκο και Ζοζεφίνα», «Ούγκο», «Γράμματα στην Παυλίνα» κά. Πρέπει να ήμουνα γύρω στα 10 με δώδεκα τότε. Εκείνη την εποχή έσπασε το φράγμα των παιδικών ταινιών κι άρχισε να με παίρνει μαζί της στον κινηματογράφο σε έργα για μεγάλους. Ενδεικτικά θυμάμαι την «Εκλογή της Σόφι» με τη Μέρυλ Στριπ όπου δεν καταλάβαινα τίποτα και βαριόμουν φριχτά γιατί είχα το νου μου να γυρίσω σπίτι και να δω τηλεόραση. Ένα καλοκαίρι, στη ταράτσα του Αελλώ, θυμάμαι και τον «Κλέφτη Ποδηλάτων»…
Τα βράδια, η μαμά ήταν αυστηρή. Έπρεπε να κοιμηθούμε μια συγκεκριμένη ώρα και δεν το διαπραγματευόταν με τίποτα. Κι εγώ ζήλευα φριχτά που ήξερα ότι εκείνη με τον μπαμπά καθόντουσαν ως αργά και βλέπανε ταινίες απαλλαγμένοι επιτέλους από παιδιά και φασαρία.
Όλα αυτά τα χρόνια, εννοείται ότι δεν είχα σχηματίσει καμία άποψη για το τύπος είναι η μαμά. Εννοώ σαν χαρακτήρας. Τι σκέφτεται, τι αισθάνεται, τι ήθελε να κάνει στη ζωή της και τι έκανε τελικά. Και νομίζω ότι κανένα παιδί δεν μπαίνει σ’ αυτή τη διαδικασία σκέψης για τους γονείς του. Μεγαλώνοντας, άρχισα να προσπαθώ να τη διαβάσω πίσω απ’ τις γραμμές, ν’ ανακαλύψω τι κρύβεται πίσω απ’ την εικόνα και να δω αν μπορώ να την εκτιμάω κιόλας εκτός απ’ το αυτονόητο του να την αγαπάω.
Σαν χαρακτήρας, θα έλεγα ότι κατατάσσεται στα αισιόδοξα άτομα. Καμιά φορά λέω μακάρι να της έμοιαζα ως προς αυτό. Είναι βασικά άνθρωπος που ζει στο παρόν. Δεν την απασχολεί ιδιαίτερα το μέλλον κι ούτε έχει συγκεκριμένες εμμονές με το παρελθόν. Αυτό βέβαια έχει τη θετική αλλά και την αρνητική του πλευρά.
Σέβεται με ουσιαστικό τρόπο την ελευθερία του άλλου ανθρώπου. Εμάς για παράδειγμα ουδέποτε μας καταπίεσε. Δεν εναντιώθηκε σε καμία απόφαση σπουδών ή ζωής, δεν υπήρξε αδιάκριτη, δεν ρώτησε ποτέ κάτι που θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση, ούτε χρειάστηκε να κλειδώνουμε συρτάρια γιατί δεν έψαχνε τα πράγματα μας. Δεν υπήρξε πουριτανή, δεν είπε ποτέ δεν θα βγεις έξω, δεν θα πας σε πάρτι ή δεν θα πας εκδρομή. Μάλιστα, διηγιόταν συχνά τις δικές τις αντίστοιχες εμπειρίες από πάρτι κι εκδρομές. Εννοείται ότι έλεγε όσα ήθελε να πει κι όχι περιττά περισσότερα. Η μαμά ανέκαθεν πίστευε ότι δεν μπορείς να γίνεις φίλος με τα παιδιά σου, μόνο να έχεις φιλικές σχέσεις κι έτσι ποτέ δεν τροποποίησε τη σχέση εσκεμμένα για να αποσπάσει προσωπικές πληροφορίες. Επίσης, ποτέ δεν μας προετοίμασε για στερεότυπους ρόλους.
Σήμερα, η μαμά έχει γενέθλια και θέλω να της ευχηθώ Χρόνια πολλά και Χρόνια καλά. Κι αν εκείνη κοιτάζεται στον καθρέφτη και λέει ότι μεγάλωσε, εγώ θέλω να της πω ότι στα μάτια μου παραμένει η ίδια. Και στη μνήμη της καρδιάς μου θα μυρίζει την ίδια κολόνια, θα φτιάχνει τα ίδια φαγητά κι θα έχει το ίδιο χάδι πάντα. Αλλά βέβαια η δική μου η γνώμη είναι εντελώς υποκειμενική…

Παρασκευή, Μαΐου 12, 2006

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Μια παλιά θεατρική ιστορία με τραγικό φινάλε. Α’ μέρος

Ορμώμενη από τον chartopontika που στο post του «Η βασίλισσα κι ο καμπούρης», θυμίζει μια λησμονημένη ιστορία, αποφάσισα να δημοσιεύσω κι εγώ με τη σειρά μου την ιστορία που ακολουθεί σαν μια ιστορία που αν και παλιά, δεν της πρέπει να μείνει ξεχασμένη.

Το άστρο της Ελένης Παπαδάκη διέγραψε σύντομη τροχιά γύρω απ’ τον πλανήτη γη, αλλά έλαμψε με ασυνήθιστη ένταση για 19 ολόκληρα χρόνια, όσα δηλαδή κράτησε και η καριέρα της στο θεατρικό στερέωμα. Έμελλε να έχει μόνο καλλιτεχνικές αποχρώσεις, αλλά η απρόβλεπτη τροπή των γεγονότων μέσα στις βαρβαρότητες ενός εμφυλίου, προσέδωσαν μια έντονη πολιτική χροιά στο τραγικό της φινάλε.
Η ιστορία της τα είχε όλα: έρωτα, πάθη, τέχνη κι ένα φόνο που παραμένει ανεξιχνίαστος ως τις μέρες μας. Ίσως γι’ αυτό να ιντριγκάρει κιόλας.
Η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη είναι λιγότερο γνωστή σήμερα, αλλά στην εποχή της, ήταν μια από τις σπουδαιότερες ερμηνεύτριες του θεάτρου. Όσοι την είδαν επί σκηνής, συμφωνούσαν πως το παίξιμό της δεν είχε ούτε προηγούμενο ούτε επόμενο. Κι αυτό, ενώ συνυπήρχε με "ιερά τέρατα", όπως η Παξινού, η Μανωλίδου, ο Βεάκης, ο Μινωτής, η Αλκαίου, ο Γληνός, κ.ά. Άλλωστε, όταν την είδαν για πρώτη φορά στη σκηνή, τόσο η Κοτοπούλη, όσο κι η Κυβέλη, αναγνώρισαν στο πρόσωπό της τη μεγάλη διάδοχό τους. Όμως, στα 41 της χρόνια και στο απόγειο της καριέρας της, έμελλε να βρει τραγικό και αποτρόπαιο θάνατο την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Ποιος έδωσε την εντολή να σκοτώσουν την Ελένη Παπαδάκη; Ερώτημα που μάλλον δεν πρόκειται ν’ απαντηθεί ποτέ. Οι ηθικοί αυτουργοί δεν έχουν κατονομαστεί αν και ο φόνος της χρεώνεται στο αριστερό λαϊκό κίνημα της εποχής. Πάντως, ακόμη και ξένες μυστικές υπηρεσίες ενεπλάκησαν στην υπόθεση.
Αλλά ας ξετυλίξουμε το νήμα της ιστορίας απ’ την αρχή:

Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1903 στην οδό Ιπποκράτους 70Β, σ’ ένα νεοκλασικό σπίτι απ’ αυτά που κοιτώντας τα σήμερα προσπαθούμε να μαντέψουμε την ιστορία των ανθρώπων που τα κατοίκησαν κάποτε και που συμπτωματικά υπάρχει ακόμα.
Κάποια Κυριακή, την ώρα που η οικοδέσποινα τραγουδούσε μια άρια απ’ την «Τόσκα», ακούστηκε ασυνήθιστος θόρυβος απ’ το διπλανό δωμάτιο. Όταν οι καλεσμένοι και οι οικοδεσπότες άνοιξαν περίεργοι την ενδιάμεση πόρτα βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα ασυνήθιστο θέαμα. Όλες οι καρέκλες ήταν βαλμένες προσεκτικά σαν να κάθονταν πάνω τους θεατές. Το μικρό κορίτσι ήταν ανεβασμένο πάνω στο τραπέζι κάνοντας παντομιμικές κινήσεις και υποκλινόταν μπροστά στο κοινό της.
«Ελένη, τι κάνεις εκεί»; ρώτησαν οι γονείς της. «Είμαι…θοποιός», απάντησε με σταθερή φωνή το μικρό κορίτσι.

Η Ελένη Παπαδάκη μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον διανοούμενων. Ο παππούς της υπήρξε διαπρεπής φιλόλογος και καθηγητής αισθητικής. Ο πατέρας της γεννημένος στο Φανάρι σπούδασε στη Ροβέρτειο Σχολή, η μητέρα της πήρε ανώτατη μουσική παιδεία. Απ’ τα παιδικά της χρόνια λοιπόν, η μικρή Ελένη γαλουχήθηκε με τη μουσική και τη λογοτεχνία. Λάτρευε το διάβασμα, τη μελέτη και την ησυχία. Τελείωσε το Γυμνάσιο Κρίκου και μιλούσε άριστα τέσσερις γλώσσες, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Παρακολούθησε ως ακροάτρια τα μαθήματα της Φιλοσοφικής σχολής για δύο χρόνια. Αγαπημένα της βιβλία ήταν αυτά που μιλούσαν για το ίνδαλμα της, την Ελισάβετ της Αυστρίας. Μάλιστα δεν πραγματοποίησε ποτέ και το όνειρο της να ερμηνεύσει κάποτε ένα θεατρικό ρόλο εμπνευσμένο απ’ τη ζωή της αυτοκράτειρας.
Ως άνθρωπος ήταν ιδιόρρυθμη, πολύ ευγενική με όλους, πολύπλοκη και δύσκολη. Την αποκαλούσαν «πριγκίπισσα της μοναξιάς».
(...) φύση πολύπλευρα χαρισματική και υπερευαίσθητη (...) αγχώδης και συχνά απειθάρχητη (...) υπέφερε από τη δίψα που ένιωθε να κατακτήσει το φευγαλέο απόλυτο προπάντων στη δουλειά της (...) ήταν η εκλεκτή ανάμεσα στους εκλεκτούς (...) παιδί μέσα στην ψυχή της, γεμάτη ευαισθησίες και τρυφερότητα (...) δυνατή προσωπικότητα, ανεξάρτητη, αποφασιστική, ριψοκίνδυνη, γενναία (...) πνευματικός άνθρωπος (...) σιλουέτα λεπτή και σβέλτη με αρμονικές, αργές, αριστοκρατικές κινήσεις και λυγερό παράστημα (...) γνωστή για το χιούμορ της που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσε να γίνεται και καυστικό (...) ζεστός άνθρωπος (...) με αλάνθαστη έμφυτη διαίσθηση (...) καλή και ευγενική με όλους, πρόθυμη να ακούσει και να βοηθήσει (...) ένας θησαυρός ανεκτίμητος για εκείνους που κέρδιζαν την εμπιστοσύνη και εκτίμησή της, τη συμπάθεια και τη φιλία της (...) σεμνή (...) αγαπούσε και αναζητούσε τη μοναξιά...».
Η επιθυμία της να βγει στο θέατρο δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί εύκολα καθώς οι γονείς της δεν διανοούνταν ν’ ασχοληθεί η κόρη τους με το ευτελές επάγγελμα της θεατρίνας. Την άφησαν ωστόσο ν’ ασχοληθεί με τη μουσική προσπαθώντας να δώσουν ένα διέξοδο στις παράξενες ανησυχίες της. Το 1923 εξαιτίας μιας σοβαρής πλευρίτιδας, αναγκάστηκε να διακόψει τα μαθήματα τραγουδιού και πιάνου κι έπεισε τελικά τους γονείς της να παρακολουθήσει ως ακροάτρια τα μαθήματα της Δραματικής σχολής του Ελληνικού Ωδείου. Συμμαθήτρια της στη σχολή και η Αντιγόνη Μεταξά, μετέπειτα «Θεία Λένα». Η πρώτη της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε με το «Gloria Victis» του Στέφανου Δάφνη και την «Μακρινή πριγκίπισσα» του Χέρμαν Σούντερμαν.

«[…]κυριαρχία της σκηνής, επιβολή αυστηρή στον εαυτό της και αυτοπειθάρχησις αξιοθαύμαστη, τάκτ σπάνιο, αέρας θεάτρου σπάνιος, βλέμμα θερμό κι εκφραστικό, πολλή εξυπνάδα κι αντίληψις, έκφραση, μιμική του προσώπου καλή και προπάντων τέμπο και κλίμαξ φωνής σπανίως θεατρικά. Να την φωτίσει μονάχα το Άγιο Πνεύμα να μείνει οριστικά στο θέατρο! Αυτή είναι το μεγάλο άστρο του Ελληνικού Ωδείου[...]»

Στις 10 Ιανουαρίου του 1925 παίρνει και επίσημα το βάπτισμα της σκηνής σε επαγγελματική παράσταση με τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Σπύρου Μελά.
Μέσα σε 19 μόλις χρόνια καριέρας σφράγισε όσο ελάχιστες την θεατρική τέχνη με συγκλονιστικές ερμηνείες. Αναφέρονται ενδεικτικά: Μαργαρίτα Γκοτιέ στην «Κυρία με τας καμελίας» του Αλεξάνδρου Δουμά υιού, Ελα Ρέντχαϊμ στον «Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, Λαίδη Ουίντερμηρ στη «Βεντάλια της Λαίδης Ουίντερμηρ» του Όσκαρ Ουάιλντ, Δυσδαιμόνα στον «Οθέλλο», Πόρσια στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ, Πριμαντόνα στη «Ζακυνθινή Σερενάτα» του Διονύση Ρώμα, Κλυταιμνήστρα στην ιστορική παράσταση της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου στις 11/9/1938, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, βασίλισσα Ελισάβετ στον «Ντον Κάρλος» του Σίλερ, Ερσίλια Ντρέι στο «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο, Ιφιγένεια στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και τέλος Εκάβη στην «Εκάβη» του Ευριπίδη.

«[…]Κι ήταν για μένα μια μικρή ευτυχία η γνωριμία μου με το κείμενο του Όσκαρ Ουάιλντ. Ευτυχία να βλέπω την Ελένη Παπαδάκη να κατεβαίνει τη μνημειακή εσωτερική σκάλα της πλημμυρισμένης από άπλετη λάμψη σκηνής του Βασιλικού Θεάτρου με τη βεντάλια της Λάιδης Ουίντερμηρ στα χέρια της. Η βεντάλια με τα γλυκά χρωματιστά φτερά, η χάρη κι η λυγεράδα της Ελένης, ο κομψός σαρκασμός του Ουάιλντ, μια τέλεια βραδιά το δίχως άλλο[...] Ι.Μ Παναγιωτόπουλος, 8/12/37

Με την είσοδο της στο νεοσύστατο Εθνικό θέατρο το 1932,δεν άργησε να γνωρίσει το φθόνο και τον παρασκηνιακό πόλεμο που της κήρυξαν οι ίδιοι της οι συνάδελφοι, με αποτέλεσμα να της δίνονται ρόλοι δευτερεύοντες ή ακατάλληλοι για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της.
Ενώ τη διόρισαν στο Εθνικό, τη διέγραψαν αμέσως επειδή δεν μπόρεσε να διακόψει τις παραστάσεις της στην Κωνσταντινούπολη και να επιστρέψει πάραυτα! Μετά την ξαναπήραν, βέβαια. Οι αντιπαλότητες όμως ήταν μεγάλες σε μία εποχή που γέννησε μύθους: Παξινού, Μινωτής, Μανωλίδου, Χορν, Αυλωνίτης, αδελφές Καλουτά, Βλαχοπούλου και από την ΕΑΜική πλευρά Βεάκης, Κατράκης, Βανδής, Δημήτρης Μυράτ, Βασταρδής, Ασπασία Παπαθανασίου και τόσοι άλλοι. Όπως αποκαλύπτεται από γράμμα της Ελένης Παπαδάκη προς φίλη της από την Αγγλία, όπου είχε πάει με την Κατίνα Παξινού και τον Κωστή Μπαστιά. «Δεν φαντάζεσαι πόσο "καλλιεργημένο" είναι το έδαφος από την Κατίνα για την Κατίνα (...) H κατάστασις πάντοτε αηδής».

Με αφορμή τον τελευταίο της ρόλο στην Εκάβη, ο Λίνος Καρζής έγραψε:

«[…]Την έχω παρακολουθήσει από τα πρώτα υποσχετικά βήματα της πάνω στη σκηνή. Την είδα να μαραίνεται στο περιθώριο αδυνατώντας να εξανθήσει την πλούσια θεατρική της ιδιοφυΐα. Την ένιωσα στα δεσμά αντιτραγικών σκηνοθετικών αντιλήψεων που είχαν τη δύναμη από εξωκαλλιτεχνικούς λόγους να την κρατούν στα πλαίσια τους ανίκανη ν’ αποδώσει την τραγική που μέσα της ανυπομονούσε ν αναδυθεί έξαρση. Έπρεπε να’ ρθει η ώρα που οι σκηνοθετικές αντιλήψεις στα χέρια διστακτικών επιγόνων θα’ χαναν την επιβολή τους. Οι κλίκες θα σκορπίζονταν. Και ιδού η εξάνθηση των ικανοτήτων, η θαυμαστή αποκάλυψη[..]»

και αλλού:

«[…]ήταν μια γνήσια τραγωδός η Ελένη Παπαδάκη εκείνο το Δεκέμβρη του 43. Το Εθνικό θέατρο έδινε κι αυτό τη μάχη του όπου καμιά κατοχή δεν μπορούσε να θολώσει. Ήταν! Η ευγένεια και το μεγαλείο με τα οποία ενσάρκωσε τη βασιλική γερόντισσα της Τροίας […]»
«[…]Αλλά, αφού είδαμε οπωσδήποτε τη ρίζα και μαντέψαμε τη ζωτικότητα της ρίζας, τούτο μόνο για την ώρα ας μας αρκεί. Κι όταν η ρίζα υπάρχει, αύριο θα ξαναϋπάρξει και ο κορμός […]» Άγγελος Σικελιανός, Ελεύθερον Βήμα, 30 12.1943).

Τρίτη, Μαΐου 09, 2006

Η χρυσή εποχή των 8 μας χρόνων

Μετά από ώριμη σκέψη έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όταν είμαστε 8 χρονών είμαστε στα καλύτερα μας. Αναφέρομαι βέβαια στην παιδική μας ηλικία. Πρώτα απ’ όλα, στα 8 έχεις αρχίσει να πηγαίνεις σχολείο πράγμα που σημαίνει ότι αποκτάς μια κάποια υπόσταση. Τα υπόλοιπα μικρότερα παιδιά σε αντιμετωπίζουν σαν τον μεγάλο. Έχεις δική σου τσάντα, κασετίνα, μολύβια κι επιπλέον μπορείς να διαβάζεις και να γράφεις. Αμέσως νιώθεις ότι έχεις ανέβει κλίμακα. Αν είσαι αγόρι, αποκτάς έναν κύκλο κολάκων από τις μικρές θαυμάστριες της γειτονιάς ή τις φίλες της αδερφής σου. Αυτές πηγαίνουν ακόμα νηπιαγωγείο και σε κοιτάζουν με δέος. Αν είσαι κορίτσι το ότι είσαι 8 σημαίνει ότι βαδίζεις αργά αλλά σταθερά προς τις μεγάλες, αυτές δηλαδή που βάφονται, χτενίζονται και φιλάνε αγόρια έστω και πεταχτά, αλλά στο στόμα.
Απ’ την άλλη μεριά, το να είσαι 8 και να πηγαίνεις σχολείο, έχει και τα αρνητικά του. Έχεις αρχίσει σχολείο πράγμα που σημαίνει ότι για τα επόμενα χρόνια θα ξυπνάς υποχρεωτικά κάθε πρωί απ’ τα αξημέρωτα κι αυτό όχι για να πας να χωθείς στο κρεβάτι του μπαμπά και της μαμάς, αλλά σε μια κρύα αίθουσα παρέα με άλλα νυσταγμένα παιδιά. Επιπλέον, τώρα θα πρέπει να διαβάζεις μόνος σου κι όχι να παρακαλάς τους γονείς σου να σου πούνε παραμύθι πριν κοιμηθείς ή να σου διαβάσουν τους υπότιτλους στην τηλεόραση επειδή τάχα δεν προλαβαίνεις. Τι θα πει δεν προλαβαίνεις; Πρέπει να εξασκηθείς. Σε σχέση πάντως με το παραμύθι, καλύτερα να το διαβάζεις μόνος σου. Έτσι, θα μπορείς να τους ελέγξεις, αυτούς που πριν βαριόντουσαν και για να σε ξεπετάξουν πετσόκοβαν το μισό κείμενο και πήγαιναν κατευθείαν στο «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Όταν είσαι 8 χρονών αρχίζεις ν’ ακούς συχνότερα τη λέξη υπεύθυνος. Είσαι πια ένα υπεύθυνο και χρήσιμο άτομο κι όχι ένα πιτσιρίκι που κατουριέται πάνω του και θέλει βοήθεια στο φαγητό. Αργότερα θα καταλάβεις ότι το να είσαι υπεύθυνος κρύβει και πολλές άλλες παγίδες…
Όταν είσαι 8, κάνεις ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες, μπάνιο χωρίς μπρατσάκια, μετράς τα παγωτά σου, υποψιάζεσαι ότι ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει (ευτυχώς που υπάρχει ο Batman όμως), μπορείς να μείνεις μόνος στο σπίτι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, αρκεί να μην ανοίξεις την πόρτα σε κανέναν, ν’ αρχίσεις τις πρώτες σου συλλογές και να πας να πεις μόνος σου τα κάλαντα. Εννοείται ότι πας και γυρνάς απ’ το σχολείο μόνος. Προσέχεις τα φανάρια και κοιτάς πάντα καλά πριν διασχίσεις το δρόμο. Επίσης, δεν μιλάς ποτέ σε αγνώστους κι ούτε παίρνεις καραμέλες απ’ αυτούς. Άλλωστε, είσαι μεγάλο παιδί πια και δεν σε ξεγελάνε έτσι εύκολα. Όταν είσαι 8 χρονών αρχίζουν να σ’ εμπιστεύονται και να σου δίνουν λεφτά για χαρτζηλίκι. Κάτι πρέπει να’ χεις άλλωστε μαζί σου στο σχολείο. Και χαίρεσαι που έχεις λεφτά. Νιώθεις ήδη μεγάλος και πλούσιος. Καμιά φορά ονειρεύεσαι να μεγαλώσεις γρήγορα για ν’ αποκτήσεις και το προνόμιο της πιστωτικής κάρτας. Εννοείται ότι όταν είσαι 8 χρονών είσαι πια απόλυτα εξοικειωμένος με την τεχνολογία (κινητό τηλέφωνο, CD, DVD, υπολογιστής κτλ).

Ανατρέχοντας στο παρελθόν (μάλλον ένδειξη ότι μεγαλώνω),βρίσκω ότι η πιο γοητευτική στιγμή της παιδικής μας ηλικίας είναι τα 8 μας χρόνια. Πιο πριν είμαστε πολύ μικροί κι οι μνήμες μας είναι κάπως συγκεχυμένες. Αργότερα, βαδίζουμε στην προεφηβεία και την εφηβεία που βασανίζουν το σώμα και την ψυχή μας. Τα 8 είναι μια ηλικία στην οποία όλοι θυμούνται τον εαυτό τους.
Α, και για να μην ξεχνιόμαστε, όταν είσαι 8 αρχίζεις να μαθαίνεις αγγλικά και μια απ’ τις πρώτες φράσεις είναι και η ακόλουθη:

How old are you?
I am 8 years old.

Δευτέρα, Μαΐου 08, 2006

Οι Δώδεκα Πριγκηποπούλες και το μυστικό τους


Όταν ήμουνα μικρή περίμενα με αγωνία κάθε Πέμπτη να διαβάσω τα μικρά εικονογραφημένα κλασσικά. Κυκλοφορούσαν απ’ την ίδια σειρά και τα μεγάλα κλασσικά που συνήθως είχαν θέματα παρμένα απ’ την παγκόσμια κλασσική λογοτεχνία. Έτσι πρωτοδιάβασα τους «Άθλιους» του Ουγκώ ή την «Παναγία των Παρισίων». Κι έμειναν τόσο ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου που χρόνια αργότερα όταν διάβασα τους «Άθλιους» σε κανονικό βιβλίο ή είδα την ταινία, στο μυαλό μου είχαν εντυπωθεί οι εικόνες της πρώτης εκείνης εικονογραφημένης έκδοσης. Το πιο αγαπημένο μου όμως απ’ τη σειρά των μικρών κλασσικών ήταν αυτό με τις δώδεκα πριγκήπισσες και το μυστικό τους. Ακόμα κι όταν πέρασαν τα χρόνια και η συλλογή σκορπίστηκε, αυτό το συγκεκριμένο έσπευσα να το προμηθευτώ ξανά απ’ τις εκδόσεις «Ατλαντίς» που τα εξέδιδαν. Και για καλή μου τύχη το βρήκα!
Και το διάβασα πάλι μανιωδώς ξανά και ξανά νοσταλγώντας εκείνη την αθώα εποχή. Θυμήθηκα μάλιστα ότι με είχε επηρεάσει τόσο που ήθελα να φαντάζομαι ότι και στο δικό μου σπίτι υπήρχαν μαγικά έπιπλα που αν τα έσπρωχνες φανέρωναν μυστικά τούνελ ή καταπακτές που σε οδηγούσαν σε άλλους, παραμυθένιους κόσμους.
Εις ανάμνησιν εκείνης της εποχής λοιπόν:

Κάθε βράδυ ο βασιλιάς καληνύχτιζε τις δώδεκα κόρες του και κλείδωνε την πόρτα τους για να μην μπει κανείς και τις τρομάξει. Μια μέρα παρατήρησε ότι τα παπούτσια τους είχαν λιώσει και ανέθεσε στον παπουτσή του παλατιού να τους φτιάξει καινούργια. Το άλλο πρωί όμως ακόμα και τα καινούργια παπούτσια είχαν καταστραφεί. Αφού αυτό συνέβαινε για σειρά ημερών, ο βασιλιάς κατάλαβε ότι οι κόρες του το σκάνε κρυφά κάθε βράδυ και πάνε για χορό. Αναρωτιότανε όμως πώς γίνεται αυτό αφού η πόρτα τους παρέμενε κλειδωμένη και τα κλειδιά τα είχε μόνον ο ίδιος. Έτσι, έβγαλε μια προκήρυξη όπου ζητούσε όποιος ανακαλύψει που πηγαίνουν κάθε βράδυ οι πριγκήπισσες, σαν ανταμοιβή θα παντρευτεί μια απ΄ αυτές. Έδινε μια νύχτα περιθώριο σε καθέναν απ’ τους υποψήφιους, αλλά όλους τους έπαιρνε ο ύπνος κι έτσι έχαναν το μυστικό των κοριτσιών. Μια μέρα, ένας νεαρός στρατιώτης, ο Φελίξ, πήρε μυστικές οδηγίες από μια γριά μάγισσα. Θα σε βάλουν σ’ ένα δωμάτιο να προσέχεις τις δώδεκα πριγκήπισσες. Θα σου φέρουν ένα ποτήρι γάλα.. Μην το πιης. Χύστο και κάνε ότι κοιμάσαι. Όταν πεισθούν ότι κοιμάσαι, θα φύγουν για να πάνε να χορέψουν. Φόρα αυτό το μαγικό πανωφόρι που θα σε κάνει αόρατο και ακολούθησε τις. Ο νέος παρουσιάστηκε στο παλάτι κι έκανε ό, τι του είχε πει η μάγισσα. Όταν τα κορίτσια πείστηκαν ότι κοιμάται, χτύπησαν ένα μαγικό κρεββάτι που άρχισε να βουλιάζει και αποκάλυψε μια καταπακτή. Οι πριγκίπησσες μπήκαν μέσα κι άρχισαν να περπατάνε. Ο νεαρός τις ακολούθησε σαν αόρατος αλλά κατά λάθος πάτησε το φόρεμα της Φλόρας. Εκείνη το είπε στις αδερφές της αλλά καθώς ο νεαρός ήταν αόρατος την πέρασαν για τρελλή. Τα κορίτσια συνέχισαν το δρόμο τους μέσα στο δάσος. Μόλις έφτασαν στη λίμνη, πήραν τις βάρκες και πήγαν στην άλλη άκρη σ’ ένα υπέροχο παλάτι. Μόλις μπήκαν μέσα άρχισαν να χορεύουν. Ο νεαρός που τις ακολουθούσε συνέχεια, πάτησε πάλι το φόρεμα της Φλόρας αφού ήθελε να χορέψει μαζί της από ζήλεια όταν την είδε να χορεύει με κάποιον άλλο. Μάλιστα, ήπιε κι όλη τη λεμονάδα της επειδή διψούσε απ’ τον πολύ χορό. Στο τέλος της νύχτας, τα κορίτσια πήραν το δρόμο της επιστροφής ανανεώνοντας το ραντεβού για την επόμενη βραδιά. Ο νεαρός έφτασε πιο γρήγορα και ξανάπεσε στο κρεββάτι παριστάνοντας τον κοιμισμένο. Η Φλόρα στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας τον και σκέφτηκε πόσο θα της άρεσε να χόρευε κάποτε μαζί του. Το επόμενο πρωί ο νεαρός Φελίξ φανέρωσε όλη την αλήθεια στο βασιλιά.

-Λοιπόν νεαρέ μου, βρήκες που πάνε και χορεύουν οι κόρες μου όλη τη νύχτα;
-Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Πάνε και χορεύουνε σ’ ένα όμορφο κάστρο κάτω απ’ τη γη μαζί με δώδεκα πρίγκηπες.
Ο Φελίξ παρέδωσε στο βασιλιά τα πειστήρια, ένα ασημένιο φύλλο, ένα χρυσαφί κι ένα διαμαντένιο, όλα κομμένα απ’ το μαγικό δάσος κάτω απ’ τη γη.
Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε και θέλησε να τον ανταμείψει όπως του είχε υποσχεθεί. Ο Φελίξ διάλεξε για γυναίκα του τη Φλόρα.
-Φλόρα, θέλεις να σε συνοδεύω εγώ στο χορό από δω και μπρος;
-Ω, ναι!
Κι άναψε γλέντι τρελλό κι όλοι χόρεψαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Δευτέρα, Μαΐου 01, 2006

Αγαπητέ Θεέ

Ψαχουλεύοντας λίγο τα βιβλία μου, έπεσα στο μυθιστόρημα του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ, «Oscar et la dame rose» που έχει διασκευαστεί για το θέατρο πριν λίγα χρόνια με τον τίτλο "Αγαπητέ Θεέ". Το βιβλίο μιλάει για τον Όσκαρ, ένα δεκάχρονο αγόρι που πάσχει από καρκίνο, περνάει τις τελευταίες του μέρες του στο νοσοκομείο παίζοντας με τ’ άλλα επίσης άρρωστα παιδιά, φιλοσοφεί με τη γιαγιά Ροζ, μια εθελόντρια νοσοκόμα, και στέλνει με τη φαντασία του γράμματα στο Θεό προσπαθώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον του.

«Δεν σου’ γραψα μέχρι σήμερα γιατί δεν πίστευα πως υπάρχεις! Ναι, αλλά λέγοντας σου αυτό δεν θα ενδιαφερθείς για μένα! Κι άμα δεν ενδιαφερθείς, λέει η γιαγιά Ροζ, κάηκα!»

Κάθε μέρα του διηγείται και μια ιστορία και κάποια στιγμή, η γιαγιά Ροζ που ξέρει ότι του απομένουν μόνο λίγες μέρες ζωής, τον προτρέπει να παίξει το ακόλουθο παιχνίδι. Κάθε μέρα που θα περνάει θα μετράει γι’ αυτόν σαν δέκα χρόνια. Έτσι θα προλάβει να ζήσει μέσω του παιχνιδιού όσα δεν θα του επιτρέψει η αρρώστια του.
Το προτελευταίο γράμμα του έχει ως εξής:

«Αγαπητέ Θεέ.
Έγινα εκατό χρονών. Κοιμάμαι περισσότερο αλλά είμαι μια χαρά. Σήμερα μίλησα στους γονείς μου για τη ζωή. Ελπίζω να κατάλαβαν. Η ζωή είναι ένα παράξενο δώρο. Στην αρχή τρελαινόμαστε που μας το χάρισαν, νομίζουμε πως είναι για πάντα. Ύστερα, με τις δυσκολίες, το υποτιμάμε, το βρίσκουμε σύντομο, ασήμαντο, είμαστε έτοιμοι να το πετάξουμε. Στο τέλος καταλαβαίνουμε πως δεν είναι δώρο, είναι παιχνίδι δανεικό. Και τρέχουμε να προλάβουμε, να επωφεληθούμε. Είμαι εκατό χρονών και ξέρω πολύ καλά για τι πράγμα μιλάω. Όσο γερνάς, πρέπει να αποδεικνύεις πως μπορείς να εκτιμήσεις τη ζωή. Πρέπει να γίνεσαι καλλιτέχνης. Οποιοσδήποτε ηλίθιος δέκα ή είκοσι χρονών είναι γεμάτος ζωή, αλλά στα εκατό, όταν δεν μπορεί να κουνηθεί, για ν’ αποδείξει πως ζει πρέπει να σκέφτεται. Δεν ξέρω αν μπορώ να πείσω τους γονείς μου. Δεν πας μια επίσκεψη και σ’ αυτούς; Θα τα καταφέρεις καλύτερα. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο. Είμαι λίγο κουρασμένος. Τα λέμε αύριο! Φιλιά! »