Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2006

Από καρδιάς

Την πρώτη φορά που τον γνώρισα ήταν γύρω στα 10. Ήρθε με πειραχτική διάθεση στην κουζίνα όπου πίναμε καφέ με τη μητέρα του – μόλις είχε ξυπνήσει-και μου είπε με εξαιρετική άνεση σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. «Η μαμά μου είναι ξωτικό και το πανεπιστήμιο είναι το δάσος με τα ξωτικά».Συγχρόνως, μου πέταγε με τάχα αδιάφορο ύφος ονόματα θεατρικών συγγραφέων ή φιλοσόφων ή έργων που ήταν στην ύλη μας για να με εντυπωσιάσει. Και τα είχε καταφέρει. Πρώτη φορά έβλεπα παιδάκι να ξέρει τόσα πράγματα. Συγχρόνως δε, εκείνη τη χρονιά κάνανε στο σχολείο μια στατιστική έρευνα απ’ το Υπουργείο και στην ερώτηση τι δουλειά κάνουν οι γονείς σας, ο μικρός είχε απαντήσει «Ο μπαμπάς μου είναι καθηγητής στα ΤΕΙ και η μαμά μου καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο». Το πρώτο αληθές, αλλά το δεύτερο αναληθές μια που η μαμά του ήταν απλώς φοιτήτρια τότε. «Καλά, γιατί είπες ότι είμαι καθηγήτρια»; τον ρώτησε παραξενεμένη. «Μα τι να πω, ότι σ’ αυτήν την ηλικία σπουδάζεις; Ξέρεις πολλά παιδιά που η μαμά τους να σπουδάζει»; _(σσ. δεν ήταν μεγάλη, αλλά στα μάτια του γιου της, μάλλον ήταν)…-
Συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον αμέσως. Βέβαια, κάθε φορά που συναντιόμασταν έβγαζε πάνω μου όλη του την επιθετικότητα, κλωτσιές, μπουνιές κι όλα τα άγαρμπα που κάνουν τα αγόρια. Α, και δεν ήθελε να τον φιλάω με τίποτα. Όποτε έβρισκα ευκαιρία να του σκάσω κανά φιλάκι στο μάγουλο, σκουπιζόταν με αποστροφή για να μου δείξει την απέχθεια του.
«Μπλιαχ, γυναίκες, φιλιά, σιχαμάρα».
Τον πρώτο καιρό, επειδή η φωνή του ήταν ακόμα παιδική και δεν είχε αποκτήσει χροιά άρρενος, τον μπέρδευα στο τηλέφωνο με τη μαμά του. Ευτυχώς γέλαγε και δεν παρεξηγιόταν. Ήταν άλλωστε μικρούλης ακόμα. Η σχέση μας αναπτύχθηκε περισσότερο όταν το ίδιο καλοκαίρι, κάναμε πρόβες στο σπίτι του για ένα θεατρικό που είχε γράψει η μαμά του στα πλαίσια κάποιου μαθήματος στη σχολή και μας παρακολουθούσε. Είχε μάθει όλο το έργο απέξω, καθόταν ως θεατής – όχι πολύ ήσυχος οφείλω να ομολογήσω- και είχε γνώμη για όλα, απ’ το τι θα φοράμε μέχρι πώς θα πούμε τις ατάκες μας. Μάλιστα, ζήταγε να πιει και μπύρα όταν τελειώναμε, «ένα ποτήρι μόνο», για να μας τονίσει την αντρική του υπόσταση. Παράλληλα, απαιτούσε να μάθει και όλα τα κουτσομπολιά, καθηγητών και συμφοιτητών και μηδενός εξαιρουμένου.
Μ’ έκανε και γέλαγα πολύ. Τόσο που στη συνέχεια όταν ήρθε σαν θεατής σε παραστάσεις, απέφευγα το βλέμμα του για να μην γίνω ρεζίλι.
Ήρθε και μας είδε στο θέατρο λίγα χρόνια αργότερα – τη μαμά του και μένα- και ήταν όλο υποδείξεις απ’ την αρχή ως το τέλος. Βέβαια, κατά βάθος του άρεσε και γι’ αυτό ακόμα ζητάει να παίξουμε αποκλειστικά γι’ αυτόν το μονόπρακτο μας.
Την ίδια εποχή, με κορόιδευε αποκαλώντας με κομπάρσα κι εγώ τσαντιζόμουνα και επέμενε «Μα αφού δεν είσαι πρωταγωνίστρια, τι είσαι»; «Δευτεραγωνίστρια», απαντούσα με ύφος θιγείσης αξιοπρέπειας. Βέβαια, ο κολλητός του τότε, με αντιμετώπιζε με τον δέοντα σεβασμό μιλώντας μου στον πληθυντικό και κάνοντας με να νιώθω σαν σταρ τουλάχιστον, πράγμα που δημιουργούσε στον μικρό της ιστορίας μας ακόμα πιο περιπαιχτική διάθεση.
Πριν τέσσερα χρόνια σε καλοκαιρινές διακοπές κι ενώ όλοι κοιμόντουσαν τα μεσημέρια, ερχόταν και μ’ έβρισκε στη σαιζ-λονγκ της παραλίας. Έφερνε κι ένα βιβλίο για ξεκάρφωμα. Εγώ ήδη διάβαζα κάτι. Εκείνον τον καιρό θα έδινα κάποιες εξετάσεις. Πήγαινε πρόθυμα να μου πάρει καφέ και αναψυκτικό για τον εαυτό του κι ερχόταν να στριμωχτεί στη δική μου σαιζ -λονγκ ρωτώντας κάθε πέντε λεπτά πότε θα τελειώσω το κεφάλαιο που διαβάζω για να παίξουμε το παιχνίδι «Αν ήταν ζώο, πράγμα, αυτοκίνητο, κόσμημα κτλ τι θα ήταν»; Τότε αποκτήσαμε και τις πρώτες μας συνενοχές. Μαζί του γινόμουν κι εγώ παιδί με εφηβική διάθεση. Άσε που κολακευόμουν απ’ το γεγονός ότι ενώ στο νησί την ίδια εποχή παραθέριζαν κάποιοι συμμαθητές του, αυτός προτιμούσε την παρέα μας.
Την επόμενη χρονιά δεθήκαμε περισσότερο. Είχε μεγαλώσει κι άλλο, είχε σοβαρέψει πιο πολύ, δεχόταν στο μεταξύ και φιλιά και εκδηλώσεις αγάπης, μου εκμυστηρευόταν πιο προσωπικά του πράγματα και κάπου εκεί άρχισε να με αποκαλεί θεία. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς προήλθε αυτό. Στην αρχή ήταν σαν πλάκα όπως τα παιδιά στα χωριά φωνάζουν τους κοντινούς τους θείο και θεία, ασχέτως συγγένειας. Σε μας υποδήλωνε και κάτι σαν συγγένεια καλύτερο ίσως από συγγένεια, επειδή ήταν προσφώνηση επιλογής.
Πέρυσι, κάναμε οι δυο μας διακοπές κάποιες μέρες και ομολογώ ότι πέρασα το ίδιο καλά όπως αν ήμουνα με κάποιον συνομήλικο. Ακούγαμε κουβανέζικα στο αυτοκίνητο, καθόταν στη θέση του συνοδηγού κι όχι στο πίσω κάθισμα και πολύ καμάρωνε, μαγειρεύαμε – εγώ δηλαδή, εκείνος έπλενε τα πιάτα- με τράβαγε βιαστικά όταν κατεβαίναμε στην πόλη και χάζευα βιτρίνες λέγοντας το αντρικό «Γυναίκες…» και με τραβολογούσε σε μπαράκια ως τις 3 τα ξημερώματα αφού πρώτα περνούσα από ενδυματολογικό κώδικα δεοντολογίας. «Θα φοράς τζιν και θα είσαι άβαφη για να δείχνεις teenager. Και τα λεφτά στην τσέπη, μην πάρεις τσάντα. Και μετά η ατάκα που μ’ έκανε λιώμα "Α, και πάρε και ταυτότητα μαζί, μην μας περάσουν για ανήλικους και δεν μας δώσουν να πιούμε".

Φέτος, πριν από ενάμιση μήνα, έκλεισε τα 18 και έτσι πέρασε πια και επίσημα στην ενήλικη ζωή. Συγχρόνως, πέρασε και στις πανελλήνιες και μάλιστα διαβάζοντας τον τελευταίο καιρό κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, είναι διακοπές σε κάποιο νησί με την παρέα του κι απ’ ότι μαθαίνω καλοπερνάει.
Μέσα από δω θέλω να του πω για μια ακόμη φορά πόσο τον αγαπάω και πόσο χαίρομαι που μπήκε πριν από 8 χρόνια στη ζωή μου.

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Τα καλοκαίρια της κατασκήνωσης: Τα αθώα χρόνια.

Μου άρεσε γιατί ήταν κάτι σαν resort για παιδιά. Είχε βέβαια τα σπαστικά περί πειθαρχίας και τήρησης του ημερήσιου προγράμματος, αλλά συνήθισα σύντομα. Μετά την πρώτη τραυματική μου εμπειρία, επέστρεψα και είδα άλλη διεύθυνση, πιο χαμογελαστούς ανθρώπους, μια μεγάλη πισίνα, γήπεδα του τένις, του μπάσκετ, του ποδοσφαίρου σε κανονικές παρακαλώ διαστάσεις, τα άλογα βεβαίως για όσους επιθυμούσαν να δοκιμάσουν το άθλημα κά πολλά και δελεαστικά. Θυμάμαι σκόρπια περιστατικά απ’ τα πρώτα χρόνια. Την διευθύντρια να με επιπλήττει ευγενικά «τα μικρά κορίτσια δεν φοράνε τσοκαράκια, γιατί μπορεί να πέσουν και να χτυπήσουν». Γκρρ! Εννοείται ότι συνέχισα να τα φοράω.
Τη Μαρίζα που ήταν αδύνατη σαν σπιρτόξυλο- αθλήτρια ενόργανης γαρ- κι εγώ ζήλευα που έκανε ενόργανη και στο επισκεπτήριο έλεγα στη μαμά μου «εμένα γιατί δεν με στείλατε ενόργανη»; Κι εννοείται ότι η απάντηση «γιατί η ενόργανη εμποδίζει το ύψος», δεν με ικανοποιούσε καθόλου.
Τη Μαρίζα πάλι που ενώ εγώ τη ζήλευα για το ευλύγιστο του σώματος της, εκείνη γύρισε μια μέρα όλο αθωότητα και μου είπε. «Μα τι ωραία ρούχα που φοράς! Έχεις τα καλύτερα ρούχα σ’ όλη την κατασκήνωση». Ε, αυτό ήταν. Η παιδική μου ματαιοδοξία – θα’ μουν δεν θα’ μουν 9 τότε, τονώθηκε και καβάλησε ένα τεράστιο καλάμι και βεβαίως συμπάθησα τη Μαρίζα ακόμα πιο πολύ.
Τη Χριστίνα. Την παιδική μου φίλη, με την οποία ήμασταν μαζί και στο νηπιαγωγείο και συναντιόμασταν κάθε καλοκαίρι και στην κατασκήνωση. Είχαμε διπλανά κρεβάτια, μιλάγαμε συνέχεια για ρούχα, καλλυντικά και αγόρια από μια ηλικία και μετά. Θαυμάζαμε την αδερφή της που όταν εμείς ήμασταν 11 αυτή ήταν 19 και είχε δικό της αυτοκίνητο, δούλευε και είχε και σχέση. Η Χριστίνα της βούταγε κραγιόν και’ γω βούταγα από τη μαμά μου, γιατί τα καλοκαίρια στην κατασκήνωση, εκτός οικογενειακού περιβάλλοντος, μπορούσαμε και να βαφτούμε. Ανταλλάσσαμε ρούχα και από κάποια στιγμή και μετά, συναντιόμασταν και εκτός κατασκήνωσης. Με την Χριστίνα χαθήκαμε γύρω στα 25 μας και μιλούσαμε πια μόνο τηλεφωνικώς. Οι ρυθμοί της ζωής αποξενώνουν…Την είδα ξανά μετά από χρόνια – πέρυσι στη Σύρο και συγκινηθήκαμε αμφότερες. Σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα. Ήμασταν δε τόσο κολλητές εκείνα τα χρόνια που ο διευθυντής της κατασκήνωσης όταν τον είδε τυχαία πέρυσι σε μια τράπεζα, τη ρώτησε τι κάνω εγώ.
Στα επισκεπτήρια γινόταν η ώρα του παιδιού. Βγάζαμε από μέσα μας όλα τα απωθημένα μας και παραγγέλναμε στους γονείς μας γαριδάκια, γλυκάκια, τσίχλες, περιοδικά, παιχνίδια σαν να μας είχαν στείλει εξορία και να ζούσαμε στην πλήρη στέρηση. Κι εκείνοι, συνήθως τα έφερναν όλα ή τα περισσότερα απ’ αυτά.
Τα βράδια στην κατασκήνωση βλέπαμε κινηματογράφο. Ερχόταν ένας κύριος με μηχανή προβολής. Συνήθως έφερνε Χοντρό και Λιγνό, Τσάρλι Τσάπλιν, Μπάστερ Κήτον και καμιά περιπέτεια σαν τον Κίνγκ Κονγκ. Άλλοτε, θεατρικά σκετς όπου η κάθε ομάδα ετοίμαζε και παρουσίαζε κάτι δικό της. Διαγωνισμούς χορού ή τραγουδιού, και κάθε Κυριακή μπάρμπεκιου δίπλα στην πισίνα με συνοδεία στερεοφωνικής μουσικής. Τα μεσημέρια 2-5 ήταν οι ώρες κοινής ησυχίας. Εμείς διαβάζαμε μανιωδώς Μανίνα και σχολιάζαμε περί των ωραίων αγοριών της κατασκήνωσης. Ποιος μας αρέσει, με ποιον να τα φτιάξουμε κτλ. Συνήθως, μας άρεσαν οι κοινοτάρχες που ήταν 18-20 όταν εμείς ήμασταν 14, οπότε δεν είχαμε καμία τύχη. Είχαμε κυνήγι θησαυρού και κυνήγι ανάμεσα σε καουμπόηδες και Ινδιάνους. Τα τελευταία χρόνια βγάζαμε και εφημεριδάκι με τα νέα της κατασκήνωσης, στο οποίο έγραφα κιόλας. Μεγάλο καμάρι!

Τα δύο τελευταία χρόνια πήγα σαν ομαδάρχισσα. Είχα αναλάβει 10 μικρά παιδιά ηλικίας 6-8. Την πρώτη χρονιά αγόρια, την άλλη κορίτσια. Εγώ τότε ήμουνα 15 και 16 χρονών αντίστοιχα. Ήμουν υπεύθυνη για την τήρηση των κανόνων, πχ να στρώνουν τα κρεββάτια τους, να φοράνε καθαρά ρούχα, να συμμετέχουν στις δραστηριότητες και να τους αλείφω στο ψωμί μαρμελάδα στο πρωινό. Με αποκαλούσαν «κυρία» και πολύ κολακευόμουν επειδή στην ουσία ήμουνα κι εγώ μικρή, αλλά ένιωθα μεγάλη μ’ αυτήν την προσφώνηση. Και οι γονείς στο επισκεπτήριο, με ρώταγαν πολύ ευγενικά για τα παιδιά τους, ερωτήσεις του στυλ «τρώει; κάνει μπάνιο στην πισίνα; κλαίει; του λείπουμε; είναι ήσυχο;» κτλ.. Κάποια αγοράκια την πρώτη χρονιά πιάσανε ψείρες και τα είχα κάνει πάσα σε διπλανή ομαδάρχισσα γιατί σιχαινόμουνα να ασχοληθώ μαζί τους. Επιπλέον, ήταν και ιδιαιτέρως άτακτα και λίγο βρώμικα. Βαριόντουσαν ν’ αλλάξουν ρούχα ή ένα δυο κοιμόντουσαν με τα παπούτσια γιατί δεν ήξεραν πώς να δένουν τα κορδόνια τους. Τη δεύτερη φορά, ζήτησα κοριτσάκια και μάλλον επειδή είχα μάθει το σύστημα, πέρασα καλύτερα. Τα τάραζα στο ψέμα τα μεσημέρια για να κάνουν ησυχία και να κοιμηθούν κι έτσι να μπορώ να διαβάζω κι εγώ περιοδικά με την ησυχία μου. Στο μεταξύ η Μανίνα είχε αντικατασταθεί με Cosmopolitan. Όταν μάλιστα κερδίσαμε το τρίτο βραβείο στην κατασκήνωση στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού, προσπερνώντας ακόμα και μεγάλα αγόρια, γίνανε εντελώς του χεριού μου. Με υπάκουαν με εντελώς πειθήνιο τρόπο. Τα είχα αγαπήσει κι εγώ. Μ’ άρεσε που μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Ένα απ’ αυτά μου έκανε δώρο μια μέρα ένα βραχιολάκι που το κρατάω ακόμα. Την έλεγαν Μυρτώ.- «Μυρτώ, αν τυχόν είσαι blogger και με διαβάζεις, εμφανίσου»!-
Τους έλεγα παραμύθια το βράδυ για να κοιμούνται κι έτσι μπορούσα να την κοπανάω απ’ το θάλαμο και να συναντιέμαι με άλλες κι άλλους συνομήλικους. Είχαμε το ελεύθερο ως τη 1 το πρωί. Μαζευόμασταν στην πισίνα και μιλάγαμε κυρίως για σενάρια επιστημονικής φαντασίας, προσπαθούσαμε να λύσουμε το μυστήριο του τριγώνου των Βερμούδων ή φανταζόμασταν ότι κυκλοφορεί κάποιος κακοποιός στην κατασκήνωση τα βράδια και ψάχναμε τρόπους εξόντωσης του… Οργίαζε η φαντασία μας και κάποιοι πηγαίναμε για ύπνο ελαφρώς μουδιασμένοι. Κι αν όντως κάποιος κυκλοφορούσε; Συχνά κάναμε και βραδινές επιδρομές στην κουζίνα. Ψάχναμε γλυκά ή παγωτά.

Θυμάμαι ακόμα την κραυγή της ομάδας μας.

Χο χο χο σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι
Χο χο χο μ’ ένα μπουκάλι ρούμι
Χο χο χο στου καπετάνιου του νεκρού την κάσα ξαπλωμένοι
Χο χο χο κι ο χάρος περιμένει
Χο χο χε
Τι είμαστε παιδιά;
Πειρατές

Λίγο μακάβρια, αλλά τα κοριτσάκια βάζανε τα δυνατά τους όταν τη λέγανε και νιώθανε ιδιαίτερη περηφάνια. Τόσα πειρατικά παραμύθια τους είχα πει άλλωστε…

Πέρυσι πέρασα απέξω απ’ την Golden Horse και μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να μπω και να πω ένα γεια. Το σκέφτομαι συχνά τα τελευταία χρόνια, αλλά διστάζω. Ποιοι θα με θυμούνται τώρα από κει μετά από τόσα χρόνια;

Τρίτη, Ιουλίου 25, 2006

Τα καλοκαίρια της κατασκήνωσης: Η πρώτη φορά.

Είχα μόλις τελειώσει την πρώτη δημοτικού. Μου είπαν ότι θα έχει κι άλλα παιδάκια κι ότι θα κάνω μπάνια και θα περάσω καλά. Τους πίστεψα. Ο μπαμπάς μου έφτιαξε την πράσινη σκούρα βαλίτσα. Μανία που είχε αυτός ο άνθρωπος με τις βαλίτσες. Σ’ όλα τα ταξίδια ή τις διακοπές, ήθελε να τοποθετεί αυτός τα πράγματα μέσα για όλους μας. Και η αλήθεια είναι ότι το έκανε καλά.
Το πούλμαν έφευγε απ’ το πεδίο του Άρεως. Στη διαδρομή θυμάμαι τραγούδια της εποχής, Boney M – μάλλον γούστο του οδηγού -κτλ καθώς και άγνωστα παιδικά μουτράκια να με κοιτάνε και να κοιτάω. Ένιωθα έξω απ’ τα νερά μου και ήταν φυσικό. Ήμουνα πρώτη φορά μακριά από τις γνώριμες αγκαλιές στην τρυφερή ηλικία των εξίμισι χρόνων. Μου έλειπε κι ένα δόντι. Αυτό το θυμάμαι καλά γιατί δυο κοριτσάκια με κορόιδευαν. Εννοείται ότι τα έπαιρνα πολύ στα σοβαρά όλα. Πόσο χιούμορ να έχει κανείς στα εξίμισι όταν μάλιστα η μαμά του κι όλοι όσοι του κάνουν τα χατίρια είναι κάτι χιλιόμετρα μακριά;
Η κατασκήνωση ήταν στο Καπανδρίτι σε μια καταπράσινη έκταση. Tην έλεγαν Golden Horse. Παλιά λειτουργούσε ως ιππικός όμιλος- γι’ αυτό και τα άλογα -. Δεν είχε σκηνές, αλλά κανονικά δωμάτια στον μεγάλο ξενώνα που κάποτε λειτουργούσε για να φιλοξενεί όσους πήγαιναν να κάνουν ιππασία τα σαββατοκύριακα.
Το κάθε παιδί διάλεγε το κρεββάτι του, αλλά εμένα με άλλαξαν δύο φορές απ’ την αρχική μου επιλογή γιατί τα άλλα κορίτσια ήταν ήδη φίλες και ήθελαν να κοιμούνται δίπλα. Μας είχαν πει να προσέχουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα κι έτσι είχα την πράσινη βαλίτσα κάτω απ’ το κρεββάτι μου μόνιμα και την ξεκλείδωνα μόνο όταν ήθελα να πάρω κάτι από μέσα. Μια φορά έχασα μια γόμα φραουλίτσα, επειδή την είχα αφήσει δίπλα στο κομοδίνο, εκτός κλειδωμένης βαλίτσας. Εγώ ισχυριζόμουνα ότι μου την έκλεψαν κι αυτό ήταν το σπάσιμο κάθε γέφυρας με τα υπόλοιπα κορίτσια που θίχτηκαν επειδή τις θεώρησα κλέφτρες. Ήμουνα όμως σίγουρη και γι’ αυτό δεν μ’ ένοιαζε που δεν μου ξαναμίλησαν και δεν με φώναξαν να παίξουμε μαζί.
Τα κρεββάτια τα στρώναμε μόνοι μας κάθε πρωί κι έπρεπε να είναι καλοστρωμένα και καθαρά γιατί γινόταν επιθεώρηση. Επισκεπτήριο για τους γονείς υπήρχε κάθε Τετάρτη και Κυριακή και τηλεφωνήματα επιτρεπόντουσαν σπάνια (προφανώς για να μην είναι αισθητή η έλλειψη).
Φίλες δεν έκανα, αν και νομίζω ότι προσπάθησα. Όλα τα κοριτσάκια ήταν ήδη σε παρέες. Το κρεββάτι μου δεν ήξερα να το στρώνω καλά και γενικά δεν μου άρεσε καθόλου εκεί.
Το αποκορύφωμα ήταν όταν με ανάγκασαν να φάω μπάμιες που τις σιχαινόμουνα κι όταν επιπλέον δεν με άφηναν να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου. Αυτό το δεύτερο μάλιστα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αποφάσισα να λάβω δραστικά μέτρα. Πρώτα απ’ όλα, προκάλεσα εμετό. Έπρεπε πάση θυσία να αποβάλλω τις σιχαμένες μπάμιες από μέσα μου. Δεύτερον, πήγα στο ιατρείο και είπα στη νοσοκόμα ότι έχω πυρετό κι ότι είμαι άρρωστη. Έβαλε το τεράστιο χέρι της στο μέτωπο μου. «Μπα, δεν έχεις τίποτα», μου είπε αδιάφορα κι έστρεψε αλλού το κεφάλι. «Έκανα όμως εμετό», επέμεινα με ύφος παραπονεμένου γατιού. «Καλά», είπε, «ξάπλωσε λίγο εδώ για να ξεκουραστείς». «Η μαμά μου, μου βάζει πάντα θερμόμετρο όταν δεν είμαι καλά», της είπα ξανά. Με κοίταξε αμίλητη. «Και η γιαγιά μου», πρόσθεσα κοιτώντας την κατευθείαν στα μάτια και πολύ σοβαρά. «Και ο νονός μου είναι γιατρός και όταν είμαι άρρωστη με κάνει καλά», συνέχισα απτόητη. Προφανώς για να με ξεφορτωθεί, ξεστόμισε ένα ξερό «καλά», με περιεργάστηκε σαν να ήμουνα ένα μικρό άλιεν που όλο μιλούσε και μου έβαλε θερμόμετρο. «Να μείνεις ακίνητη» πρόσταξε και συνέχισε. «Θα έρθω σε 5 λεπτά να στο βγάλω» κι έκανε μεταβολή βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο.
Ε, μπορεί να ήμουνα μόνο εξίμισι, αλλά ήδη είχα δει τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» με τη Βουγιουκλάκη που έθρεψε γενιές και γενιές κι έτσι, έβγαλα αποφασιστικά το θερμόμετρο απ’ τη μασχάλη μου και το έτριψα στο ύφασμα της μπλούζας μου για να ανέβει η θερμοκρασία. Δυστυχώς, δεν ήξερα να το διαβάζω κιόλας κι έτσι δεν μπορούσα να διαπιστώσω αν και πόσο είχε ανέβει. «Μπα, σαν να έχεις λίγο πυρετό», είπε η νοσοκόμα κοιτώντας με καχύποπτα όταν επέστρεψε. «Δεν είναι τίποτα σοβαρό όμως. Θα ξαπλώσεις σήμερα κι αύριο το πρωί δεν θα κάνεις μπάνιο στη θάλασσα. Κάτσε εδώ τώρα κι εγώ θα βγω για το βραδινό φαγητό. Έχουμε μελιτζάνες σήμερα».
-(άλλη αηδία-μα όλο βλακείες έτρωγαν εκεί;)- . «Εσύ, θα φας λαπά για βράδυ. Θα έρθω σε μια ώρα να σε ξαναδώ». Λαπά; Μπλιαχ…
Έτσι έμεινα μόνη στο μεγάλο δωμάτιο, ενώ από κάτω ακριβώς, απ’ την τραπεζαρία ακουγόντουσαν οι παιδικές φωνές και τα μαχαιροπήρουνα. Και τότε το είδα. Στεκόταν εκεί, πάνω στο μικρό γραφειάκι και με φλέρταρε προκλητικά. Ένα τηλέφωνο. Δεν δίστασα καθόλου. Σχημάτισα στο καντράν γρήγορα τον αριθμό. Ευτυχώς η καλή μαμά μου είχε μάθει ότι πρέπει να βάλω το 01 μπροστά. «Είμαι άρρωστη», της κλαψούρισα μόλις απάντησε στην άλλη άκρη της γραμμής. «Τι έχεις»; «Μου δώσανε μπάμιες και έκανα εμετό και δεν μου αρέσουν τα φαγητά τους εδώ. Να έρθεις να με πάρεις». «Καλά, κάτσε δυο μέρες ακόμη και την Κυριακή στο επισκεπτήριο, θα έρθουμε κι αν εξακολουθεί να μην σου αρέσει, θα φύγουμε». «Ναι, αλλά τώρα είμαι στο ιατρείο κι έχω πυρετό είπε ο γιατρός και με πονάει και ο λαιμός μου», συνέχισα κλαψουρίζοντας . «Πού είναι ο γιατρός; Πόσο πυρετό έχεις; Δώσε μου να του μιλήσω». «Δεν είναι εδώ. Με άφησαν μόνη μου. Όλοι είναι κάτω και τρώνε. Εδώ είναι σκοτεινά. Και πεινάω κιόλας». «Καλά, θα πάρω τη διευθύντρια», είπε κάπως ανήσυχη «Όχι, γιατί δεν το ξέρουν ότι σου τηλεφώνησα και θα με μαλώσουν. Σε παίρνω κρυφά, γιατί είναι κακοί και δεν μ’ αφήνουνε να σου τηλεφωνώ», πρόσθεσα ξαναρχίζοντας τα κλάμματα. Τι να κάνει η δόλια μάνα, λύγισε. «Καλά θα έρθουμε αύριο», είπε. «Όχι, αύριο. Σήμερα να έρθετε», επέμεινα εγώ.
Πράγματι, το ίδιο βράδυ κατέφτασαν. Η μαμά, ο μπαμπάς κι ο θείος μου επειδή εκείνη την εποχή δεν είχαμε αυτοκίνητο και κάποιος έπρεπε να τους φέρει.
«Να την πάρετε για λίγες μέρες μέχρι να γίνει καλά και μετά να ξανάρθει», είπε η διευθύντρια στη μαμά.
Στο σπίτι ένιωσα απερίγραπτη χαρά. Η μαμά μου είχε αγοράσει ένα βιβλίο με την «Πίπη τη φακιδομύτη» και η στιγμή που ξάπλωσα στο κρεββάτι μου με το βιβλίο αγκαλιά, είναι μια στιγμή αγαλλίασης που ακόμα θυμάμαι.
Εννοείται πως δεν επέστρεψα στην κατασκήνωση εκείνο το καλοκαίρι τουλάχιστον.

ΥΓ: Γύρισα βέβαια στη Golden Horse, δυο χρόνια μετά, όταν είχε αλλάξει διεύθυνση και μου άρεσε τόσο που επέστρεφα κάθε καλοκαίρι ως τα 15 μου. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο post.

Δευτέρα, Ιουλίου 24, 2006

Θρήνοι Γυναικών (πέντε των ηρωίδων του Σοφοκλή και ένας ο δικός μου, έξι) . ΕΚΔΟΧΗ Β'

Είχε καταστρώσει τα βρώμικα σχέδια της από καιρό. Έστειλε στον Χαρτοπόντικα εισιτήρια για το Παρίσι υποδυόμενη ότι τηλεφωνεί από κάποια διαφημιστική εταιρεία κι ότι του τα κάνουν δώρο για την ποιότητα του μπλογκ του. Αυτός ο καημένος το πίστεψε και ξεκίνησε καλοκαιριάτικα για την Πόλη του φωτός. Το πεδίο έτσι έμενε ελεύθερο. Ο μόνος μάρτυρας που είχα είναι εξαφανισμένος στα υπόγεια του Λούβρου και ψάχνει να δει αν ο Νταν Μπρόυν στον Κώδικα Ντα Βίντσι είχε δίκιο ή έλεγε υπερβολές.
Κάνοντας μια μικρή παρένθεση, οφείλω να επισημάνω και την ανησυχία μου για τη μυστηριώδη εξαφάνιση έτερου μπλόγκερ και συμμαθητή του προαναφερθέντος που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την αλήθεια για το μοιραίο βράδυ της πρώτης μας συνάντησης.
Παράλληλα, του ζήτησε - του Χαρτοπόντικος- να μας φέρει σε επαφή γιατί ήθελε να μου ζητήσει μια χάρη
(ένα θεατρικό έργο δυσεύρετο που μόνο εγώ θα μπορούσα να της δώσω).
Ναι. Επειδή στην πρώτη μας συνάντηση υπήρξε εξόχως ευγενική και όπως μου έδωσε να καταλάβω και φανατικά θεατρόφιλη, της έστειλα mail όπου την προσκαλούσα στην Επίδαυρο να δει Αριστοφάνη. Και ναι, η αλήθεια είναι πως αρνήθηκε λέγοντας μου ότι είχε ήδη εισιτήριο για το μικρό και ταπεινό θέατρο της μικρής Επιδαύρου, γιατί τραγουδούσε η Αρβανιτάκη και ήταν μεγάλη φαν. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία, νομίζοντας πως μου κάνει πλάκα. Ήξερα ότι η Αρβανιτάκη συμμετέχει στην παράσταση ως Αντιγόνη που θρηνολογεί κι όχι ως τραγουδίστρια σε πάλκο.
Της απάντησα ευγενικά ότι «οκ θα κανονίσουμε μια άλλη φορά» και ήμουν έτοιμη να περιπέσω σε βαθύ και λυτρωτικό ύπνο όλο το σαββατοκύριακο για να ξεκουραστώ από την κόπωση της εβδομάδας. Όμως, αλί, αλί και τρισαλί δεν ήταν γραφτό. Με βομβάρδισε με αλλεπάλληλα mails παρακαλώντας με να πάω να της κάνω παρέα. Τι να κάνω, είμαι ψυχοπονιάρα, σκέφτηκα ότι είναι μόνη της και δέχτηκα να πάω.
«Θα έρθω το απόγευμα του Σαββάτου» της είπα. Όμως όχι, δεν της αρκούσε. Με πήρε τηλέφωνο την Παρασκευή το απόγευμα λέγοντας μου με ύφος τάχα μου αδιάφορο «Έλα το Σάββατο πρωί- πρωί». Κατάλαβα ότι έπρεπε να τσακιστώ να πάω γιατί κόντευε να πέσει απ’ το μπαλκόνι απ’ την απελπισία.
Ετοιμάζομαι λοιπόν στα γρήγορα- γιατί πρέπει να σας πω ότι φημίζομαι για την ταχύτητα μου- και μετά από 2 ώρες καταφτάνω. Της τηλεφωνώ καθώς μπαίνω στο λιμανάκι της Επιδαύρου να της ζητήσω πληροφορίες για το σπίτι κι αντί να έρθει να με πάρει, με ανάγκασε να φορτωθώ τις αποσκευές μου απ’ το ένα χέρι, να της μιλάω στο κινητό απ’ το άλλο και να με καθοδηγεί τηλεφωνικώς για το σπίτι της. Μετά από μισή ώρα πεζοπορία κάτω απ’ τον καυτό ήλιο και με τα ωραία μου πόδια πληγωμένα απ’ τον κακοτράχαλο δρόμο, μπαίνω επιτέλους στο σπίτι της.
Την βλέπω θρονιασμένη σε μια πολυθρόνα, να πίνει καφέ από ένα… τεράστιο ποτήρι να το χαρακτηρίσω ή γιγαντιαίο θερμός; Μου γνέφει να καθίσω και συνεχίζει να μιλάει στο κινητό της αγνοώντας την παρουσία μου. Κλείνει το τηλέφωνο μετά από 1 ώρα κι αρχίζει να βγάζει στη φόρα όλα τα άπλυτα των κολλητών της. Της προσφέρω το κομψό δώρο που της έχω πάρει και ενθουσιάζεται. Με ρωτάει μάλιστα αν το έχουν και σε άλλα χρώματα και με προσκαλεί ξανά σε μια βδομάδα με την εντολή να της το πάω σε ό, τι χρώμα το βγάζει το εργοστάσιο. Συγχρόνως, μου δείχνει τη φωτογραφία της απ’ το ποστ που είχε δημοσιεύσει για να αναγγείλει στη μπλογκόσφαιρα τις διακοπές της και με αναγκάζει υπό την απειλή ενός μικρού και κομψού περιστρόφου- συλλεκτικού και ακριβοπληρωμένου όπως μου εξήγησε χωρίς καθόλου τακτ- να κάνω το σχόλιο που έκανα.
Κατά τις 5 το απόγευμα κι ενώ έχω μάθει όλα τα οικογενειακά της και της γειτονιάς επίσης, ενώ πεινάω και το στόμα μου έχει κολλήσει απ’ τη δίψα, προθυμοποιείται να μαγειρέψει μια μακαρονάδα. Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω από ευγένεια αλλά με απέτρεπε απ’ το να πλησιάσω την κουζίνα προφανώς για να μη βλέπω τι είδους σκευάσματα χρησιμοποιεί για σάλτσα. Φάγαμε, ήπιε μόνη της 8 λίτρα κόκα κόλα, συνέχισε να μιλάει επί παντός επιστητού και μισή ώρα πριν την έναρξη της παράστασης, αποσύρθηκε να ετοιμαστεί ενώ μου άφησε χρόνο δέκα λεπτών να πλύνω όλα τα πιάτα – και αυτά των προηγούμενων ημερών, δυο κατσαρόλες και τρία ταψιά φούρνου, να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω όλο το σπίτι – και να ντυθώ. Κατεβήκαμε τις σκάλες, εγώ κατάκοπη απ’ την ταλαιπωρία, εκείνη φρέσκια και κουνιστή, ενώ στα μισά της διαδρομής συνειδητοποίησε ότι έχει ξεχάσει τη φωτογραφική της μηχανή στο σπίτι και με ανάγκασε να επιστρέψω τρέχοντας να της τη φέρω. Επειδή έχω λειώσει σόλες στην Επίδαυρο, ήμουν ντυμένη απλά και με ίσια παπούτσια. Εκείνη, φορούσε ένα φουστάνι λαμέ στο χρώμα της φωτιάς και ψηλοτάκουνα χρυσά πέδιλα, νομίζοντας προφανώς ότι είχε έρθει στα μπουζούκια. Όταν επιτέλους μπήκαμε στο θέατρο και σκέφτηκα ότι ευτυχώς καθόμαστε σε διαφορετικές θέσεις, έβαλε λυτούς και δεμένους να έρθει να καθίσει δίπλα μου. Σε όλη την παράσταση χασμουριόταν επιδεικτικά ενώ όταν βγήκε η Αρβανιτάκη φώναξε «όπα» και άρχισε να τραγουδάει με εντελώς φάλτσα φωνή «Βάλε το κόκκινο φουστάνι»…Αρνήθηκε να κλείσει το κινητό της με αποτέλεσμα κάθε φορά που ερχόταν μήνυμα, να σταματάει η καμεράτα και ν’ ακούμε τη φωνή της αείμνηστης Σαπφούς Νοταρά να λέει «εδώ γίνονται σόδομα και γόμορα». Ναι, αυτό ακούγεται όταν η ανεκδιήγητη λαμβάνει μηνύματα…
Με το κεφάλι σκυφτό από ντροπή για το ότι ενοχλήσαμε το θέατρο και τους ηθοποιούς, κάποτε πήραμε το δρόμο της εξόδου.

Είπαμε να κάτσουμε κάπου για φαγητό και θρονιάστηκε σε μια πολυθρόνα μπαμπού μπροστά στην παραλία. Μάταια, η σερβιτόρα εξηγούσε ότι αυτές οι θέσεις είναι για καφέ κι ότι οι του φαγητού είναι πιο μέσα. Η περί ης ο λόγος, αμετακίνητη. Έβγαλε μάλιστα τα παπούτσια της κι ακούμπησε τα πόδια στην άλλη καρέκλα. Τώρα είχε ξαπλώσει κανονικά. Τα γύρω τραπέζια άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Πρώτη φορά στα χρονικά η παραλία της παλιάς Επιδαύρου ήταν εν μέσω θέρους τόσο έρημη. Με υπέβαλλε στο βασανιστήριο να μείνουμε εκεί ξάγρυπνες ως τις 4 το πρωί, αγνοώντας τον ευγενικό Πολωνό που κοιμόταν στη διπλανή καρέκλα, τα σκοτάδια γύρω- γύρω και τον περιπτερά στον οποίο απαγόρευσε να κλείσει το περίπτερο και να παραμείνει στη θέση του, μήπως και τον χρειαστεί… Και βεβαίως δεν τον χρειάστηκε. Στις 3 τα ξημερώματα παρήγγειλε μισό λίτρο καφέ και με την καφεΐνη να τρέχει στις φλέβες της, συνέχισε να στρώνει με αγκάθια το δρόμο του μαρτυρίου μου. Όταν επιτέλους επιστρέψαμε σπίτι, μ’ έριξε σ’ ένα καναπεδάκι όπου το μισό μου σώμα κρεμόταν και ξάπλωσε με ηδονή στο τεράστιο και άνετο κρεββάτι της ροχαλίζοντας.
Στις 8 το πρωί, 4 ώρες αργότερα δηλαδή, πέρασαν απ’ το δρόμο 2 φορτηγά, ένα κομπρεσέρ και χτύπησε καμιά εικοσαριά φορές και η καμπάνα της εκκλησίας. «Το σπίτι είναι πολύ ήσυχο», μου είχε εξηγήσει το προηγούμενο βράδυ. «Θα το διαπιστώσεις».
Τη βρήκα να πίνει καφέ στις 10 από την τεράστια συσκευή – ποτήρι – θερμός, να γεύεται ένα πλούσιο μπρέκφαστ με εξωτικά φρούτα, γιαούρτια, μέλι και ζεστά κρουασάν, ενώ είχε ήδη ανοιχτό το λαπ τοπ μπροστά της διαβάζοντας με ηδονή τα μηνύματα των θαυμαστών της. Ήπια έναν καφέ απ’ τα απομεινάρια που βρήκα στα ντουλάπια ενώ πριν πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, έπρεπε να πλύνω τα πρωινά πιάτα και να κάνω γενική καθαριότητα στο σπίτι για μια ακόμη φορά.

Στη θάλασσα έπιασε την καλύτερη ξαπλώστρα. Μου άφησε μια ελαττωματική η οποία κάθε φορά που άλλαζα στάση με χτύπαγε στο κεφάλι. Με πήγε για φαΐ σε μια παράγκα όπου ο εστιάτορας ήρθε 2 ώρες αργότερα, όταν ήμουν σχεδόν λιπόθυμη απ’ την πείνα, μου άρπαξε όλα τα τσιγάρα να δώσει στους πελάτες που είχαν ξεμείνει και μου πέταξε στα μούτρα μια χωριάτικη πνιγμένη στο λάδι. Η ακατονόμαστη είχε εντωμεταξύ φάει μια αστακομακαρονάδα και τσιμπολογούσε κι ένα ριζότο με θαλασσινά για επιδόρπιο στο γειτονικό σικ εστιατόριο, μονολογώντας διαρκώς επιδεικτικά «πάλι αηδίες τρώω σήμερα. Σιχάθηκα τη ζωή μου με τους αστακούς και τις καραβίδες».

Μου πρότεινε να κάνω ντους στο σπίτι της πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής, αλλά καθώς αρνιόταν επιμόνως να κλείσει το θερμοσίφωνο πριν μπω, το απέφυγα διακριτικά λέγοντας της πόσο μου αρέσει η αίσθηση του αλατιού πάνω στο δέρμα μου, φορτώθηκα τα πράγματα μου και πήρα το μακρύ δρόμο της επιστροφής.
Στον δρόμο με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε πέντε λεπτά, αγνοώντας το γεγονός ότι οδηγώ στις στροφές γιατί δεν είχε προλάβει να μου διηγηθεί εκείνη τη φοβερή ιστορία μ’ έναν γκόμενο πριν από τρεις μήνες που την ήθελε σαν τρελός και τον απέρριπτε αηδιασμένη απ’ τη γλοιώδη πολιορκία του.

Μετά απ’ όλα αυτά, έπεσα σ’ έναν βαθύ και γεμάτο εφιάλτες ύπνο που με προειδοποιούσε για τα όσα αναληθή και κακόγουστα ψεύδη ήδη δημοσιεύτηκαν σήμερα το πρωί…

Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006

Του δειλινού

Όταν σουρουπώνει με κυριεύει μια άφατη μελαγχολία
Το πρωί συνήθως είναι όλα πιο αισιόδοξα.

Είδα δυο κοριτσάκια σήμερα το απόγευμα σε μια απ’ τις ωραίες, αριστοκρατικές γειτονιές της Αθήνας. Θα’ ταν γύρω στα 8. Ψηλόλιγνα, με ροζ κολάν το ένα, γαλάζιο κάπρι το άλλο, μπλουζάκι με τιράντες και ψάθινα καπελάκια. Όρθιες, στο πίσω μέρος ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου με ανοιχτό το πορτ-μπαγκάζ. Κοιτάγανε ένα βιβλίο με ιδιαίτερη προσήλωση. Μ’ έπιασε μια γλυκιά νοσταλγία για το χτες. Κατά βάθος φαίνεται επιθυμώ να κοιμηθώ και να ξυπνήσω ξανά κοριτσάκι.

Αυτό θα επιθυμούσαν και οι τέσσερις αρχικά, πέντε στη συνέχεια κυρίες στο διπλανό καφέ. Γύρω στα 50 με 55, σχετικά καλοδιατηρημένες, φιλήθηκαν ανά δύο σταυρωτά και μιλούσαν με ιδιαίτερα δυνατή φωνή σε σχέση με τους υπόλοιπους μάλλον ήσυχους θαμώνες. Παρήγγειλαν τα ούζα τους, σχολίαζαν τις τσάντες τους, έβγαζε η μία το κραγιόν απ’ το μάγουλο της άλλης που πριν είχε φιλήσει και τσουγκρίζοντας ευχήθηκαν: «Του χρόνου νεώτερες και ωραιότερες».

Κυριακή, Ιουλίου 16, 2006

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΥΒΡΙΣ

Αν η τέχνη μπορεί να προσφέρει κάτι στη φυλή των ανθρώπων, είναι η υπενθύμιση της τραγικής τους μοίρας. Πώς ενώ είναι φτιαγμένοι για τα μεγάλα, είναι ταυτόχρονα πάντα δέσμιοι της ασημαντότητας τους μέσα στο Θεϊκό σύμπαν. Η τέχνη- κι αυτή φτιαγμένη από ανθρώπους στο ζενίθ της μεγαλοσύνης τους-, φέρει σαν μνήμη τη θλιβερή διαπίστωση της ανθρώπινης ποταπότητας και μικρότητας που μεγαλώνει στο πέρασμα του χρόνου χωρίς καθόλου να έχει παραδειγματιστεί απ’ τις συντριβές και τις τιμωρίες του παρελθόντος.


Με αφορμή τα όσα θλιβερά λαμβάνουν χώρα στην όχι και τόσο μακρινή μας Μέση Ανατολή, δεν μπορώ να μην σκεφτώ πόσο τραγικά επίκαιρο είναι το αρχαίο αττικό δράμα και πόσο σατανική η σύμπτωση να περιλαμβάνονται στο φετινό φεστιβάλ Επιδαύρου δύο αντι-πολεμικές τραγωδίες, οι Πέρσες του Αισχύλου και οι Ικέτιδες του Ευριπίδη.

ΔΑΡΕΙΟΣ
Λοιπόν γι’ αυτό όσες συμφορές εφέραν,
πιο λίγες δεν πληρώνουν, όμως κι άλλες
τους μέλλεται να πάθουν, μήτε ακόμη
φάνηκε του κακού το βάθος, μα ολοένα
φουσκώνει γιατί θα’ ναι τόσο το αίμα
που θα χυθεί κι ο φόνος απ’ τη λόγχη
των Δωριέων στων Πλαταιών τη χώρα,
που των νεκρών οι στοίβες ως την τρίτη
γενιά θα λεν στα μάτια των ανθρώπων
δίχως φωνή, πως ο θνητός δεν πρέπει
πέρα απ’ το μέτρο να’ χει περηφάνια.
γιατί η αλαζονεία όταν μεστώσει.
καρπίζει του χαμού το στάχυ, απ’ όπου
πολύκλαυτους καρπούς τρυγάει. Τέτοια
την πλερωμή τους βλέποντας για τούτα,
πάντοτε να θυμάστε την Ελλάδα
και την Αθήνα, και ποτέ κανένας
να μην καταφρονάει της δικιάς του
μοίρας τα δώρα, μη, ποθώντας άλλα,
σκορπίσει τα’ αγαθά του. Στέκει ο Δίας
βαρύς δικαιοκρίτης από πάνω
και τη μεγάλη υπεροψία τσακίζει

(Αισχύλου, Πέρσες. Μετ.: Τάσου Ρούσσος)

ΘΗΣΕΑΣ
[…]Όμως μετά, όταν όλους τους Αργείους
στον πόλεμο οδηγούσες, αν και οι μάντεις
προφήτευαν το μέλλον, εσύ διόλου
δεν τους λογάριασες και καταφρόνια
δείχνοντας στους θεούς, έχεις βυθίσει
την πόλη στο χαμό. Σε παρασύραν
οι νέοι, που για αξιώματα διψώντας,
ανέμυαλους πολέμους ξεσηκώνουν
και τους πολίτες αφανίζουν. Ο ένας
στρατηγός για να γίνει, ο άλλος πάλι
για να κομπάζει δύναμη αποκτώντας,
για να μαζέψει πλούτη ο τρίτος, δίχως
να νοιάζεται αν μ’ αυτόν τον τρόπο
πάσχει ο λαός. Γιατί οι πολίτες είναι
σε τρεις μερίδες χωρισμένοι. Οι πλούσιοι
δεν ωφελούνε και γυρεύουν πάντα
περσότερα. Οι φτωχοί που καν δεν έχουν
το καθημερινό τους, φόβο φέρνουν
καθώς, ξεγελασμένοι από το φθόνο
και τους κακούς δημαγωγούς, σαΐτες
ρίχνουν πικρές στους πλούσιους. Η μεσαία
μερίδα από τις τρεις σώζει τις πόλεις,
φυλάγοντας της πολιτείας το νόμο,
[…]
νιώστε ποιες είναι, ανόητοι, των ανθρώπων
οι δυστυχίες. Αγώνας η ζωή μας.
Τώρα ευτυχούν αυτοί, κατόπι οι άλλοι
Κι ύστερα πάλι οι άλλοι. Μόνο η τύχη
είναι άστατη, γι αυτό και τη δοξάζει
ο δύστυχος σαν του’ ρθει η ευτυχία,
κι ο ευτυχισμένος από φόβο μήπως
τ’ αγέρι της χαράς τον παρατήσει
ψηλά την ανεβάζει.

(Ευριπίδη, Ικέτιδες. Μετ.: Τάσος Ρούσσος)

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ

Λοιπόν, το ομολογώ δημόσια. Διάβασα το «Σπίτι των πνευμάτων» 10 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και ναι, ντρέπομαι που δεν το΄ χα κάνει νωρίτερα. Είχα δει παλιότερα την ταινία που βασίστηκε στο μυθιστόρημα της Αλιέντε και την περασμένη εβδομάδα επεδίωξα να την ξαναδώ, μια που ήταν φρέσκιες οι εντυπώσεις απ’ το βιβλίο. Και απογοητεύτηκα. Θύμωσα μάλιστα. Ξέρω ότι σχεδόν ποτέ οι ταινίες δεν είναι τόσο καλές όσο το πρωτότυπο τους βιβλίο. Παρόλα αυτά, θυμώνω όταν ο σεναριογράφος κι ο σκηνοθέτης έχουν στα χέρια τους τέτοιο υλικό και τέτοιους ηθοποιούς και δεν μπορούν να το αξιοποιήσουν. Αναγνωρίζω πως το μυθιστόρημα της Αλιέντε είναι τεράστιο και πως η ιστορία εκτείνεται σε μεγάλο βάθος χρόνου. Όμως, τη μαγεία αν είσαι μάγος, μπορείς να τη χαρίσεις και μ’ ένα μόνο πλάνο. Η Αλιέντε είναι μάγισσα, όπως μάγος είναι κι ο Μαρκές που σκέφτομαι ότι αν και ένα απ’ τα δικά του θαύματα, όπως το «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» είχε μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, τα αποτελέσματα θα ήταν εξίσου πεζά.

Αν δεν έχεις διαβάσει το βιβλίο, η ταινία είναι ικανοποιητική. Στην πραγματικότητα όμως, δεν καταλαβαίνεις πουθενά γιατί ο τίτλος μιλάει για πνεύματα ή γιατί η κεντρική ηρωίδα η Κλάρα ήταν πράγματι τόσο ξεχωριστό πλάσμα. Πού είναι στην ταινία εκείνο το σπίτι που ήταν γεμάτο από ετερόκλητο κόσμο, από καναρίνια στα κλουβιά, λουλούδια στα βάζα, γάτες που έτρωγαν βασιλικά, φτωχούς που έβρισκαν θαλπωρή, μάγους, πνευματιστές, τσαρλατάνους, καλλιτέχνες; Κι ανάμεσα τους μοναδική βασίλισσα μα συγχρόνως τόσο ταπεινή, η Κλάρα. Η Κλάρα που πίστευε ότι ο κόσμος είναι ένα θεϊκό αστείο και είναι βλακεία να τον παίρνει κανείς στα σοβαρά αν Αυτός ο ίδιος δεν το έκανε.
Για να μην μιλήσω για την παραποίηση με τις ιστορίες της εγγονής και της κόρης, προφανώς για να μειώσει τη διάρκεια της ταινίας. Χωρίς λόγο βέβαια, γιατί σ’ ένα τέτοιο πληθωρικό βιβλίο, στο τέλος καταλαβαίνεις ότι η κάθε μια έστω και μικρή αναφορά σε κάτι, είχε το δικό της ξεχωριστό νόημα και αποτελούσε πτυχή της γενικής ιστορίας και του μηνύματος που ήθελε να περάσει η συγγραφέας.
Κλείνω με το γενικό ερώτημα του αν τελικά μας χρειάζεται εικόνα σ’ αυτά που οι προσλαμβάνουσες μας έχουν ήδη επεξεργαστεί και εικονογραφήσει.
Πώς άλλωστε να αποδώσει κανείς κινηματογραφικά τη μεγαλειώδη φράση
« […είχε κλίση για έναν μόνο έρωτα. Η δύναμη για κείνο το ακλόνητο αίσθημα την είχε σώσει από τη μετριότητα και τη θλίψη της μοίρας της […]».

Κυριακή, Ιουλίου 09, 2006

Τα ερωτικά του Σαίξπηρ

ΟΘΕΛΛΟΣ
Ω χαρά της ψυχής μου!
Αν ύστερα από κάθε τρικυμία
Είναι ν’ ακολουθεί τέτοια γαλήνη,
τότε ας φυσούν οι άνεμοι
ως να ξυπνήσουν το θάνατο! Η βάρκα μου
ας παλεύει όσο θέλει σκαρφαλώνοντας
του πελάου τα βουνά, ψηλά ως τον Όλυμπο,
και ας βυθίζεται πάλι
απ’ τα ύψη του ουρανού κάτω στον Άδη!
Αν είταν τώρα να πεθάνω, θα είτανε
για μένα τούτη η ώρα το στεφάνωμα
της ευτυχίας[…]
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
[…] να αυξαίνουνε η αγάπη και η ευτυχία μας
μαζί με τις ημέρες μας!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αμήν, πανάγαθοι ουρανοί!
Δεν έχω λόγια να πω τη χαρά μου.
Μου πνίγει το λαιμό. Κι αυτό, κι αυτό
ας είναι η πιο βαριά παραφωνία
που θα ακουστεί ποτέ από τις καρδιές μας.

(Σαίξπηρ. Οθέλλος. Μετ.: Κ. Καρθαίος. Πράξη Β΄, Σκ.1)


ΡΩΜΑΙΟΣ
Θα φύγω δίχως μια μικρή αμοιβή να ‘χω από σένα;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποια αμοιβή μπορείς, απόψε, να’ χεις από μένα;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Την αγάπη σου αντάλλαγμα δος μου για τη δική μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Εγώ κιόλα στην έδωσα, προτού μου τη γυρέψεις
εσύ. Ωστόσο θα ήθελα να σου την πάρω πίσω!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Να μου την πάρεις; Και γιατί γλυκιά μου αγαπημένη;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για να δειχτώ γενναιόδωρη και να στην ξαναδώσω!
Όμως ποθώ κάτι που το’ χω σε αφθονία.
Η απλοχεριά μου είναι πλατιά σα θάλασσα,
κι η αγάπη μου, βαθιά καθώς αυτή: κι όσο σου δίνω,
τόσο έχω περισσότερη. Γιατί κι οι δυο τους είναι
χωρίς σωσμό.

(Σαίξπηρ. Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Μετ.: Κ. Καρθαίος. Πράξη Β΄, Σκ.2)


ΔΟΥΚΑΣ
Αν του έρωτα τροφή’ ναι η μουσική, ε, πάιζετε,
Παραχορτάστε με, ώσπου απ’ την κατάχρησην
Ο πόθος ν’ αρρωστήσει κι έτσι να πεθάνει.
Πάλι το ίδιο! Σιγοπέθαινε στο τέλος.
Ω, χάιδεψε τα’ αυτί μου σαν αχός γλυκός
Που, πνέοντας πάνω από βραγιά με μενεξέδες
Κλέβει ευωδιά και δίνει.
[…]
έρωτα, τι ζωηρό, νεαρό δαιμόνιο είσαι,
που, μήτε νιώθωντας τη δύναμη σου, δέχεσαι,
καθώς η θάλασσα, ό, τι πέσει μέσα […]
τόσο η αγάπη είναι γεμάτη από παράξενα
που αυτή’ ναι πια το μόνο καθαυτό παράξενο

(Σαίξπηρ. Δωδεκάτη νύχτα. Μετ.: Β. Ρώτας. Πράξη Α΄, Σκ.1)


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
[…] Θέλω να σου ειπώ, οι καρδιές μας τόσο
ζυμώθηκαν μαζί που μια μπορούν να γίνουν.
Τα δυο κορμιά μας μ’ έναν όρκο αλυσοδέθηκαν
κι είναι τα δυο μια πίστη. Και γι’ αυτό σου λέω,
τούτη η κρεββατοκάμαρη ας μου συχωρέσει
να γείρω πλάι σου, όπου η πίστη μ’ έχει δέσει.

(Σαίξπηρ. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Μετ.: Κ. Καρθαίος. Πράξη Β΄, Σκ.2)


ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ
Δες το φεγγάρι ολόφωτο πως λάμπει! Τέτοια νύχτα
όταν τα’ αγέρι τα δεντρά φιλούσε αγάλια αγάλια
Δίχως κανένα ψίθυρο να βγάζουν, τέτοια νύχτα
στης Τροίας λεν τον καστρότοιχο ανέβηκε ο Τρωίλος
και την ψυχή του στέναζε προς τα αντικρύ καλύβια
όπου έμενε του η Χρυσηίδα.

(Σαίξπηρ. Ο Έμπορος της Βενετίας. Μετ.: Αλεξ. Πάλλης. Πράξη Ε΄, Σκ.1)

Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

Μια παιδική συλλογή από φύλλα


Τη Δευτέρα που μας πέρασε συναντήθηκα μετά από τρεις μήνες με τη φίλη μου τη Νατάσσα η οποία άθελα της έγινε η αφορμή για το σημερινό postaki.
Είχε κάνει ένα ταξίδι στην Ιταλία και μου έφερε για δώρο ένα πολύ κομψό πακετάκι που περιέχει ένα σετ αλληλογραφίας. Επιστολόχαρτα μικρού μεγέθους και το ασορτί φακελάκι, όλα με διακόσμηση λουλουδιών σε άσπρο, κίτρινο και βιολετί χρώμα. Καθώς το περιεργαζόμουνα όταν γύρισα σπίτι, μου ήρθε στο νου η παλιά μου συλλογή. Θα πρέπει να ήμουν γύρω στα 10 με 11 όταν είχε ξεκινήσει η μόδα με τα φύλλα αλληλογραφίας. Θυμάμαι ότι σχεδόν όλα τα κορίτσια στη γειτονιά ανταλλάσσαμε μετά μανίας ό, τι φύλλο έπεφτε στα χέρια μας. Ξόδευα όλο μου το χαρτζιλίκι στα συνοικιακά χαρτοπωλεία ή ακόμα και στα ψιλικατζίδικα – γενικά όπου μπορούσα να βρω μπλοκ αλληλογραφίας-. Οι μαγαζάτορες μας είχαν καταλάβει κι έφερναν κάθε βδομάδα σχεδόν ό, τι νέο έβρισκαν στην αγορά για τους μικρούς μανιώδεις αγοραστές. Αποταμίευα σαν άλλος Σκρουτζ ό, τι λεφτά μου έδιναν η μαμά, ο μπαμπάς, η γιαγιά για να προμηθευτώ τα πιο ωραία και σπάνια φύλλα προκαλώντας συχνά το θυμό της μητέρας μου που ξόδευα τα λεφτά μου σε τέτοιες χαζομάρες. Εννοείται πως δεν της έδινα καμία σημασία και συνέχιζα ακάθεκτη. Η συλλογή μου είχε καταχωρηθεί σ’ ένα μπλε χρώματος ντοσιέ που είχε παραφουσκώσει και μετά βίας χωρούσε κι άλλα. Ήταν δε χωρισμένη σε τρεις θεματικές ενότητες: τα λουλούδια, οι ερωτευμένοι με τα ηλιοβασιλέματα συνήθως και τα ελαφρώς παιδικά, με ρομαντικές φιγούρες αγοριών και κοριτσιών στυλ Σάρα Κέυ Τα περισσότερα συνοδεύονταν κι απ’ το ασορτί φακελάκι. ( Για τη Σάρα Κέυ είχα ολόκληρο λεύκωμα με αυτοκόλλητα που αγόραζα απ’ την ΕΒΓΑ της γειτονιάς αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο post).
Η τακτική της ανταλλαγής γινόταν λοιπόν ως εξής: Αν είχες δύο ή τρία ίδια φύλλα, τα αντάλλασες με άλλα που είχε κάποιος άλλος κόκ. Αν μάλιστα είχες κάποιο σπάνιο, “χτύπαγες καλύτερη τιμή”. Μπορούσες να διεκδικήσεις περισσότερα του ενός απ’ τον “αντίπαλο” και μάλιστα να διαλέξεις κι αυτά που σου άρεσαν. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια κράτησε αυτή η τρέλλα. Νομίζω δύο με τρία.
Παράλληλα, είχε ξεκινήσει και η μανία με τις χαρτοπετσέτες. Συλλέγαμε χρωματιστές χαρτοπετσέτες με παραστάσεις. Είχα κάμποσες κι απ’ αυτές αλλά τις ξεφορτώθηκα σχετικά σύντομα. Το ντοσιέ όμως με τα φύλλα αλληλογραφίας το διατήρησα και το διέσωσα στο πέρασμα των χρόνων ακόμα κι απ’ τη λαίλαπα μετακομίσεων. Πριν από λίγα χρόνια μ’ έπιασε μια ανεξήγητη τρέλλα και πέταξα τα περισσότερα σε μια προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει να ζήσει σε μινιμαλιστικό περιβάλλον και να μην συσωρεύει σαβούρες. Έχω μετανιώσει πικρά. Σαβούρες η παλιά μου συλλογή που με τόσο κόπο και χρήμα απέκτησα;
Ίσως βέβαια, αν δεν με απατά η μνήμη μου να έχει διασωθεί κάτι, αλλά θα είναι στο πατάρι και δυσκολεύομαι ν’ ανέβω μόνη μου και να ψάξω. Μπορεί να το επιχειρήσω το Σαββατοκύριακο.

Κυριακή, Ιουλίου 02, 2006

Θεατρική Ύβρις

Έλεγα να περάσουν δυο μέρες να συνέλθω απ’ το σοκ της παράστασης που είδα την Παρασκευή το βράδυ έτσι ώστε να την περιγράψω με πιο νηφάλιο τρόπο. Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα που την σκέφτομαι, με πλημμυρίζει οργή κι αηδία γι’ αυτό που είδα. Το «όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ απ’ το Schaubühne am Lehniner Platz προμηνυόταν άκρως ενδιαφέρουσα παράσταση για το θεατρόφιλο κοινό. Ειδικά για μένα που το εν λόγω έργο είναι απ’ τα αγαπημένα μου κι ο συγγραφέας επίσης, η προοπτική του να το δω από έναν ξένο φημισμένο θίασο, φάνταζε προκλητική. Είχα ακούσει ότι το κείμενο του Σαίξπηρ ήταν απλώς η αφορμή κι ότι η παράσταση θα ήταν μια performance με μουσική, τραγούδια και διαδραστικότητα ανάμεσα σε κοινό και ηθοποιούς.
Ο χώρος, ένα παλιό εργοστάσιο στην Πειραιώς, κοντά στη σχολή Καλών Τεχνών, με μια αίθουσα ειδικά διαμορφωμένη, με κλιματισμό, μεγάλη χωρητικότητα και μοντέρνα διακόσμηση. Στον περίβολο, τραπεζάκια πάνω στα χαλίκια για αναψυκτικά, σνακς και κουβεντούλα πριν ην παράσταση. Η ατμόσφαιρα πέρα για πέρα καλλιτεχνική. Μαζεμένο όλο το enfant gate της θεατρικής Αθήνας, σκηνοθέτες, συγγραφείς, ηθοποιοί, θεατρολόγοι. Η είσοδος στην αίθουσα έγινε απ’ τη σκηνή, με τους ηθοποιούς να μας καλωσορίζουν, να μας προσφέρουν αναψυκτικά και να χαμογελάνε. Ατμόσφαιρα πανηγυριού. Το σόου ξεκίνησε με ζωντανή μουσική και τραγούδι στα γερμανικά. Οι ηθοποιοί χόρευαν στη σκηνή και τράβηξαν και μια κοπέλα απ’ την πρώτη σειρά των θεατών να συμμετέχει στο χορό μαζί τους. Η διαδραστικότητα που λέγαμε. Όταν το τραγούδι τέλειωσε και η κοπέλα επέστρεψε στη θέση της, ένας απ’ τους ηθοποιούς άρχισε να παίζει με το εσώρουχο του. Με πλάτη στο κοινό άρχισε να το μαζεύει απ΄ τις άκρες, μέχρι που το έκανε στρινγκ. Το κατέβασε και ήρθαμε σε επαφή με τη θέα των οπισθίων του. Γύρισε μπροστά μας σε πλήρη αδαμιαία περιβολή με μια μικρή βενετσιάνικη μάσκα να καλύπτει τη γενετήσια του περιοχή και το πέος του να κρέμεται απ’ το στόμα της μάσκας. Άρχισε να το κουνάει ( σ.σ το πέος) σαν να ήταν γλώσσα που κρεμόταν κοροϊδευτικά απ’ το στόμα της μάσκας κι άρχισε τις προγραμματικές δηλώσεις του θιάσου στα γερμανικά με ελληνική μετάφραση σε μια οθόνη ψηλά εν είδη υπέρτιτλων. «Εδώ δεν ήρθατε για να ευχαριστηθείτε, αλλά για να σας πονέσουμε. Μάλιστα, τώρα ήταν σαφές τι θα επακολουθούσε. Μάλιστα, παίζοντας με το πέος του είπε ξαφνικά στ’ αγγλικά «Oh that’s a hair» και πιάνοντας την τρίχα κατέβηκε στους θεατές και την προσέφερε με περισσή ευγένεια στην κοπέλα που είχαν ανεβάσει στη σκηνή λίγα λεπτά πριν. Δεν ξέρω πώς αισθάνθηκε η καημένη… Για τις υπόλοιπες 2 ώρες χωρίς διάλειμμα ήμασταν υποχρεωμένοι να υποστούμε όλο αυτό ο φρικώδες θέαμα με άντρες ντυμένους σαν τραβεστί, με πόρτες που ανοιγόκλειναν αποκαλύπτοντας ηθοποιούς καθισμένους σε λεκάνη τουαλέτας, με ηθοποιό που παρίστανε έναν τέλειο αυνανισμό μπροστά μας και την απαραίτητη εκσπερμάτιση έχοντας προσαρμόσει ένα ομοίωμα πλαστικού πέους στο δικό του που την ύστατη στιγμή εξερράγη και τον περιέλουσε με νερό… Στο βάθος όλων αυτών, ο χαρούμενος νεανικός έρωτας του έργου του Σαίξπηρ μετατράπηκε σε ένα αέναο κυνηγητό ανάμεσα σε άντρες τραβεστί και γυναίκες που θύμιζαν εκδιδόμενες χορεύτριες στη Μπανγόνγκ, μαλλιοτραβήγματα, ξύλο και σεξουαλικά υπονοούμενα υπό τους ήχους της γερμανικής μουσικής κάτι ανάμεσα σε heavy metal και μπαλάντας.
Η οικειοθελής αποχώρηση απ’ την αίθουσα, έτσι όπως αυτή ήταν διαμορφωμένη, ήταν αδύνατη. Ακόμα και μια αδιαθεσία να σε έπιανε, ήσουν αναγκασμένος να παραμείνεις στη θέση σου. Αθάνατη Ελλάδα με τις όπως να’ ναι κατασκευές για τα πάσης φύσεως φεστιβάλ…
Στο τέλος, είδαμε ξανά την περιβόητη σκηνή μάσκας – πέους με τον ηθοποιό που το έκανε στην αρχή να το κάνει τώρα σε συνάδελφο του, κουνώντας του βεβαίως συγχρόνως το πέος.
Το κοινό χειροκρότησε ξέφρενα φέρνοντας το θίασο πέντε έξι φορές στη σκηνή και φωνάζοντας Μπράβο, Μπράβο.
Η φρίκη μου για ό,τι είχα περάσει ήταν απερίγραπτη. Παρακολουθώ ανελλιπώς θέατρο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μέσο όρο παραστάσεων τις τριάντα τη σεζόν. Ασχολούμαι με το θέατρο από το 1993 και το θεωρώ σπουδαία μορφή τέχνης. Κάτι τέτοιο όμως, σαν το θέαμα της Παρασκευής δεν έχω ξαναδεί ποτέ. Δεν μ’ ενόχλησε το γυμνό, ούτε το παίζω ηθικολόγος, αλλά όλο αυτό είναι πέρα από κάθε λογική και δεν εξυπηρετεί σε τίποτα. Δεν το υπαγορεύει ούτε το κείμενο, ούτε η παράσταση. Και θυμώνω που ο γερμανικός θίασος είχε το θράσος να χρησιμοποιήσει ένα κλασικό αριστούργημα του Σαίξπηρ για να μας σοκάρει και να μας χλευάσει.
Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν η ενθουσιώδης αντίδραση του κοινού στο τέλος. Κι όπως πολύ σωστά είπε άνθρωπος του θεάτρου off the record την επόμενη μέρα, «αν το έκανε αυτό έλληνας σκηνοθέτης, θα τον είχαν ξεσκίσει». Κι έχει δίκιο.

Ναι, αγαπημένε γερμανικέ θίασε, να μας ξανάρθεις, εδώ στη γη των ξενομανών και φαντασμένων. Πουλάμε την ψυχή μας για μεταμοντέρνες παραστάσεις. Τόσο, που το Υπουργείο Πολιτισμού δεν δίνει τα λεφτά των επιχορηγήσεων στους εδώ θιάσους τα τελευταία δύο χρόνια, για να πληρώσει τα δικά σας έξοδα. Μόνο που την άλλη φορά, να μας προειδοποιήσετε ότι πρόκειται για τσόντα για να συμμετέχουμε όσοι τυχόν το επιθυμούμε σε μια παρτούζα επί σκηνής υπό τους ήχους κάποιου κλασικού συγγραφέα του οποίου τα κόκκαλα θα τα κάνουμε να τρίζουν απ’ τα ηχηρά ντεσιμπέλ της μουσικής μας.