Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Η κυρία Κ

Η κυρία Κ ετοιμάζεται να κλείσει τον Σεπτέμβριο τα 82 της χρόνια. Ζει μόνη σ’ ένα μεγάλο και φωτεινό διαμέρισμα., απ’ το οποίο δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ. Έχει κινητικά προβλήματα και γενικά κλονισμένη υγεία. Μια γυναίκα πηγαίνει καθημερινά, της καθαρίζει, της ψωνίζει, της δίνει τα φάρμακα, της υπενθυμίζει τα ωράρια της ινσουλίνης και φεύγει μέχρι την επόμενη μέρα.

Η κυρία Κ ζει μόνη της εδώ και 2 σχεδόν χρόνια, από τότε δηλαδή που πέθανε ο άντρας της. Έχει για παρέα ένα θηλυκό λυκόσκυλο που κατοικεί στο μπαλκόνι και 2 γατιά, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. Το αρσενικό το απέκτησε πέρυσι χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα. Η γυναίκα που το βρήκε και το έσωσε απ’ τον δρόμο, δίσταζε να της το δώσει από φόβο για το προχωρημένο της ηλικίας της. Η κυρία Κ επιστράτευσε όλες τις αθώες πονηριές που γνωρίζει και κατάφερε να κάνει τον γάτο σύντροφο της. Μέσα στην απόγνωση των γηρατειών και της μοναξιά της είχε αρχίσει μάλιστα να πιστεύει ότι ο γάτος ενσάρκωνε κατά κάποιον τρόπο τον λατρεμένο της άντρα. Σύντομα, φρόντισε να περιοριστεί στον ρόλο της «μητέρας» του γάτου και του αγόρασε γάτα θηλυκιά και τσαχπίνα για να τακτοποιεί αυτός τις ορέξεις του. Τα τρία πρώτα μωρά γεννήθηκαν και δόθηκαν προς υιοθεσία. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι η γάτα κυοφορεί εκ νέου. Φυσικά, ούτε λόγος για στείρωση. Η κυρία Κ σέβεται τη φύση των ζωντανών της και δεν θέλει να επέμβει τεχνητά.

Τον υπόλοιπο χρόνο της, ασχολείται με την έκδοση κάποιων μεταφράσεων του άντρα της και κάποιες φορές κάθεται στον υπολογιστή και δακτυλογραφεί το μυθιστόρημα της ζωής της προσπαθώντας να ξορκίσει τα παιδικά της φαντάσματα απ’ τη μια, αλλά και το αμείλικτο του χρόνου απ’ την άλλη.

Η κυρία Κ είναι μια γηραιά κυρία, αλλά συγχρόνως το μυαλό της δουλεύει εντυπωσιακά καλά, είναι επιδεκτική μαθήσεως ( πόσοι στην ηλικία της χρησιμοποιούν υπολογιστή και DVD;) και ενήμερη για όλα.

Σήμερα μάλιστα, με ενημέρωσε για τα πακέτα εναλλακτικής τηλεφωνίας καθώς και για τα πλεονεκτήματα που αυτή προσφέρει. Α, ξέχασα να πω ότι η κυρία Κ έχει και κινητό τηλέφωνο! Αυτό τη δυσκολεύει κάπως επειδή τα γράμματα στο μενού είναι πολύ μικρά, αλλά το έχει για ώρα ανάγκης. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς που μας πέρασε, ξενύχτησε πάνω στον υπολογιστή, έπαθε μια κρίση απ’ το ζάχαρο κι όταν πήγε να σηκωθεί, σωριάστηκε στο πάτωμα χτυπώντας το κεφάλι της. Σύρθηκε μέσα στα αίματα και μετά από ώρες πήρε τηλέφωνο την κυρία που τη βοηθάει στο σπίτι και που ευτυχώς μένει κοντά και νοιάζεται. Γι’ αυτό, από τότε έχει και το κινητό στην τσέπη της ρόμπας της...

Η κυρία Κ έχει δυο παιδιά και κάμποσα εγγόνια. Έχει κι ένα δισέγγονο. Σήμερα που την επισκέφθηκα έγινα ακουσίως μάρτυρας ενός τηλεφωνήματος που είχε με την κόρη της. Η κόρη τηλεφώνησε αρχικά και αμέσως έβαλε τη μάνα να πάρει πάλι- για προφανείς οικονομικούς λόγους. Απ’ τα λεγόμενα της κυρίας Κ, κατά τη διάρκεια της μισής και πλέον ώρας που διήρκεσε το τηλεφώνημα, κατάλαβα ότι έχει προβλήματα περιουσιακής φύσεως με τα παιδιά της. Κατέληξε με τη φράση «είναι κρίμα να περιμένουν τα παιδιά πότε θα πεθάνει η μάνα τους για να την κληρονομήσουν». Κούνησα αμήχανα το κεφάλι. Έβραζα από θυμό, όπως και τόσες άλλες φορές στο παρελθόν, μια που γνωρίζω πολύ καλά την κατάσταση, αλλά δεν θέλησα να πάρω θέση κι ούτε θα το κάνω ποτέ∙ είναι λεπτό το ζήτημα και δεν μου πέφτει λόγος. Η κυρία Κ συνέχισε και καταλήγοντας: «γι’ αυτό κι εγώ έχω δώσει όλη μου την αγάπη σ’ αυτά εδώ», είπε και χάιδεψε τρυφερά τον γάτο που κούρνιαζε δίπλα της. «Όποιος θέλει να έρχεται να με βλέπει, θα πρέπει να υποστεί εκτός από μένα και τη μυρωδιά τους»

[σ.σ: τα ζώα δεν είναι στειρωμένα και μυρίζουν].

Η κυρία Κ είναι μια γενναία –νομίζω- γυναίκα.

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Άντε να πω βιβλία τώρα…

H Krotkaya είχε την ευγενή καλοσύνη να με προσκαλέσει στο παιχνίδι: γράψε τα 7 αγαπημένα σου βιβλία or die. Όχι αστειεύομαι, δεν με απείλησε.
Τώρα βέβαια είναι δύσκολο να γράψω τα 7 αγαπημένα γιατί και θα παραλείψω πολλά και θα ξεχάσω άλλα. Επιπλέον, τα αγαπημένα έχουν αλλάξει από εποχή σε εποχή. Ας πούμε, άλλη ήταν η λίστα της εφηβείας, άλλη εκεί γύρω στα 20-25 κι άλλη τώρα.
Δεν θα αναφέρω καθόλου θεατρικά, γιατί είναι πάρα πολλά και θα αφήσω τα λογοτεχνικά απέξω. Θα κάνω όμως μια πονηριά: θα γράψω θεατρικά στο άλλο μπλογκ. Krotaki επιτρέπεις;

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

«Αλληλογραφία Γιώργου Σεφέρη – Μαρώς»- Επιμέλεια Α’ τόμου Μιχάλη Κοπιδάκη, Β’ τόμου Μαρίας Στασινοπούλου γιατί μ΄αρέσει ο,τιδήποτε έγραψε ο Σεφέρης και
ο, τιδήποτε τον αφορά.

«Η μυστηριώδης φλόγα της Βασίλισσας Λοάνα»- Ουμπέρτο Έκο γιατί είναι το χρονικό μιας ολόκληρης εποχής μέσα απ’ τη ματιά και την πένα του Έκο.

«Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» – Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές γιατί ο άνθρωπος είναι γεννημένος παραμυθάς.

«Το τρένο με τις φράουλες» – Γιάννης Ξανθούλης γιατί ανακάλυψα τον Ξανθούλη και το ιδιαίτερο χιούμορ του κι έκτοτε διαβάζω ό,τι βγάζει.

«Η ανατροπή» – Νίκος Θέμελης γιατί είναι άρτιο, καλογραμμένο και πλούσια πηγή ιστορικών γεγονότων. (Διάβασα όλη την τριλογία και το επόμενο που έβγαλε).

«Τερέζα»- Φρέντυ Γερμανός γιατί το είχα βρει συναρπαστικό όταν το διάβασα, το ρούφηξα κυριολεκτικά και είχα στείλει και γράμμα στον Γερμανό για να του δηλώσω πόσο μου άρεσε

«Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» – Μίλαν Κούντερα, γιατί ήταν διαφορετικό απ’ ό, τι είχα διαβάσει ως τότε

Και κάνω και μια ζαβολιά και βάζω ένα 8ο
«Η αγάπη άργησε μια μέρα»- Λιλή Ζωγράφου γιατί με είχε συγκινήσει.

Ωραία, και τώρα ποιους να καλέσω;

Μαργαρίτα
Γκουδάκι
Στέφυ
Σκαρθάλι
philos

Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007

Πόρος, καλοκαίρι του 1977

Χάρη στη Μαργαρίτα και στον Μπαμπάκη, γιορτάζω σήμερα μ' αυτόν τον τρόπο, τον πρώτο μου χρόνο στη μπλογκόσφαιρα:
Μαργαρίτα και Μπαμπάκη, σας ευχαριστώ πολύ!

Ανέβηκαν στην κορυφή ενός λόφου δίπλα απ’ το σπίτι να κάνουνε πικ-νικ και να φτιάξουνε βραχιολάκια από πευκοβελόνες.
Η Λένα είχε την ιδέα κι η Αλίκη την ακολούθησε ως μικρότερη που ακολουθεί κατά πόδας τη μεγαλύτερη.
Τη φοβόταν κατά βάθος τη Λένα. Είχαν 6 χρόνια διαφορά κι η Λένα όλο κάτι τρομακτικές ιστορίες της διηγιόταν και την έκανε να τρέμει απ’ τον φόβο της.
Την περασμένη βδομάδα κιόλας, η κυρία Φανή, η μαμά της Λένας την έστειλε σε κάποια εξαδέλφη, δυο-τρία χιλιόμετρα πιο μακριά να της πάει κάτι. Η Αλίκη πήγε για παρέα. Στην επιστροφή όμως, η Λένα παράκουσε τις εντολές της μαμάς της «την Αλίκη να την κρατάς απ’ το χέρι γιατί είναι μικρούλα» κι επιτάγχυνε το βήμα της. Τα μικρά πόδια της Αλίκης δεν μπορούσαν να κάνουν τόσο μεγάλο βηματισμό κι αναγκαζόταν να τρέχει για να φτάσει τη Λένα. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η Αλίκη φοβόταν ακόμα πιο πολύ. Έκανε το λάθος να εξωτερικεύσει το φόβο της στη Λένα κι εκείνη αντί να τη βοηθήσει και να την καθησυχάσει, την τρόμαξε ακόμα περισσότερο: «τώρα θα έρθει και ο κακός και θα σε πάρει και δεν θα ξαναδείς τη μαμά σου». Η Αλίκη έσφιξε τα χείλη να μην κλάψει. Δεν ήθελε να φαίνεται μωρό. Αλλά μωρό ήταν. Μόλις πεντέμισι χρονών...
Το χειρότερο ήταν ότι όταν γύρισαν πίσω, κανείς δεν την πίστευε. Νόμιζαν ότι τα γεννάει η φαντασία της όλα αυτά.
Έτσι και τώρα, στο ύψωμα του λόφου, πέραν του ότι η Λένα έφαγε όλα τα σαλαμάκια του πικ νικ και δεν την άφηνε στην ησυχία της να φτιάχνει βραχιολάκια, συνέχιζε να σπέρνει τον τρόμο:
«Αν σε ρίξω από δω, θα πέσεις και θα σκοτωθείς. Κάτω είναι γκρεμός».
Γκρεμός βέβαια δεν ήταν, κι ούτε θα πάθαινε τίποτα αν έπεφτε, ίσως κανά δυο γδαρσίματα στα ήδη γδαρμένα παιδικά της γόνατα.
«Θέλω να πάμε στο σπίτι μας», είπε στη μαμά της κι όσο εκείνη δεν της έδινε σημασία, τόσο πιο πολύ κλαψούριζε και χτύπαγε τα πόδια κάτω.
«Μα κάνε λίγο υπομονή», απάντησε η κυρία Φανή που ήταν παρούσα. «Θα φάμε και θα φύγετε. Δεν σ’ αρέσει εδώ; Να πάρε ένα κουλουράκι», της είπε γλυκά και της έτεινε το χέρι με το κουλουράκι ενώ ταυτόχρονα της άφησε ένα χάδι στα ατίθασα μαλλάκια.

Κανείς δεν με πιστεύει, σκέφτηκε η Αλίκη μουτρωμένη και σούφρωσε τα χειλάκια της. Εκτός αυτού, την κορόιδεψαν κι από πάνω. Ούτε φυσικά επέστρεψαν σπίτι τους το απομεσήμερο.Ο αδερφός της κι ο Γιωργάκης έπαιζαν με κάτι σαραβαλιασμένα αυτοκινητάκια στη σκιά της αυλής, οι μαμάδες έλεγαν μυστικά στην κουζίνα κι ο μπαμπάς της με τον κύριο Μιχάλη έλεγαν ακαταλαβίστικα στο σαλόνι κι εκείνη δεν μπορούσε ούτε το παιδικό στην τηλεόραση να δει.
«Άμα βγάλεις το δίπλωμα, να πάρεις το καινούργιο Φίατ. Είναι το καλύτερο μοντέλο της χρονιάς» αποφάνθηκε με ύφος ειδήμονα ο κύριος Μιχάλης.
«Μα στ' αλήθεια είναι καλό;», ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ο μπαμπάς της
«Θέσφατο σου λέω. Όπου και να ρωτήσεις το ίδιο θα σου πούνε», δήλωσε πάλι ο κύριος Μιχάλης.
Θέσφατο επανέλαβε από μέσα της κι η Αλίκη. Να μια άγνωστη, καινούργια λέξη που θα μπορούσε να τη βγάλει απ’ την πλήξη του καυτού καλοκαιρινού μεσημεριού.
Τι θα πει θέσφατο; Και ποιον να ρωτήσει που όλοι μέσα στο σπίτι ήταν απασχολημένοι και κανείς δεν της έδινε σημασία;
Πήγε δειλά στο δωμάτιο της Λένας κι έσπρωξε την πόρτα. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και διάβαζε. Η Αλίκη δεν ήξερε ακόμα να διαβάζει. Τον Σεπτέμβριο θα πήγαινε στην Α’ δημοτικού. Αυτή σαν μεγάλη θα ξέρει, σκέφτηκε και πλησίασε αποφασιστικά.΄

Οι 5 λέξεις που προτείνω εγώ είναι

έλατο
ελάφι
άμαξα
άγιος
ύπνος

και καλώ σε παιχνίδι τους
χαρτοπόντικα
αλκιμήδη
αλκυόνη
vita mi barouak
lupa

Απογοήτευση

Μερικές φορές, η απογοήτευση που νιώθω για το ανθρώπινο είδος- χωρίς να με εξαιρώ- είναι τεράστια.

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Διαπιστώσεις

Είναι ένας Πακιστανός κάθε πρωί στη διασταύρωση κοντά στο σπίτι μου και καθαρίζει τζάμια. Χαμογελαστός, καλημερίζει τους οδηγούς, είναι μάλλον χρόνια εκεί και γνωρίζει τους περισσότερους. Δεν είναι φορτικός αλλά χάριν γνωριμίας, δεν μπορείς να του δώσεις και λιγότερο από 1 ευρώ. Αν πάλι δεν θες να σου καθαρίσει τα τζάμια, δεν χρειάζεται να δουλέψεις τους υαλοκαθαριστήρες για να τον αποτρέψεις. Του λες απλά ότι δεν χρειάζεται. Τουλάχιστον εγώ, έτσι έχω κάνει.
Κάποια πρωινά που είμαι κακοδιάθετη ή βιαστική ή εκνευρισμένη, εύχομαι από μέσα μου να μην τον συναντήσω γιατί βαριέμαι ακόμα και τις καλημέρες. Άλλες πάλι φορές, συνειδητοποιώ ότι δεν έχω καθόλου ψιλά κι αισθάνομαι άσχημα.
Δεν νιώθω το ίδιο με όλους και για όλους τους ανθρώπους των φαναριών. Υπάρχουν στιγμές – και μάλλον θα τις έχετε ζήσει οι περισσότεροι- που μ’ εκνευρίζει φοβερά να τους βλέπω σε κάθε φανάρι, άλλους να θέλουν να σου καθαρίσουν με το ζόρι το αυτοκίνητο, άλλους να πουλάνε χαρτομάντηλα ή θήκες για κέρματα, αξεσουάρ αυτοκινήτων ή λούτρινα ζωάκια.
Στις στιγμές δικαιοσύνης που υπάρχουν μέσα μου, σκέφτομαι πως κάνουν κι αυτοί μια δουλειά. Αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν πατρίδα και οικογένεια για να βρουν τι, μια γη επαγγελίας ίσως;
Η μοίρα του ανθρώπου από παλιά κρύβει μια αέναη αναζήτηση της γης της επαγγελίας, όχι με τη βιβλική της μορφή ίσως, αλλά με τη ρεαλιστική.
Εδώ, δεν ζούνε σε σπίτια άνετα και πλούσια, δεν τρώνε κρέας κάθε μέρα και δεν έχουν την πολυτέλεια να πλένονται ή να ψωνίζουν ρούχα γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Δεν πάνε σινεμά, δεν βγαίνουν έξω για φαγητό και δεν θυμούνται από πότε έχουν να δουν τη μάνα τους. Το πιθανότερο είναι να τους περιμένει κάποιος που τους εκμεταλλεύεται στη γωνία και παίρνει ποσοστά απ’ τα ψιλά που μαζεύουν.
Το επίσης πιθανό είναι να τους εκνευρίζουμε κι εμείς με την αδιαφορία μας και τους κακούς μας τρόπους.
Πόσο στ’ αλήθεια διαφέρουμε απ’ αυτούς; Η πλειονότητα των γηγενών επίσης δεν ζει σε πολύ άνετα σπίτια, ψωνίζει ρούχα και τρόφιμα με πλαστικό χρήμα, κάνει Χριστούγεννα και Πάσχα με εορτοδάνεια και δεν έχει χρόνο να δει τη μάνα της γιατί κάνει και δεύτερη δουλειά για να τα φέρει βόλτα.
Αν το βλέπαμε σε μια γενικότερη θεώρηση, είναι βασικά η σχέση που έχουμε κι εμείς με τ’ αφεντικά μας στη δουλειά. Τις περισσότερες φορές θα θέλαμε να τους χαστουκίσουμε ή να τους βρίσουμε, αλλά το βουλώνουμε και κάνουμε ό, τι μας πούνε. Βέβαια και τ’ αφεντικά μας είμαι σίγουρη ότι επιθυμούν το ίδιο για τους ανώτερους τους και πάει λέγοντας αφού ανεβαίνεις, ανεβαίνεις κι όλο και κάποιος βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από σένα. Το ίδιο κι όσο κατεβαίνεις. Βγάζεις τ’ απωθημένα σου στους χαμηλότερους ξεχνώντας τα δικά σου. Κι έτσι είναι πολύ εύκολο να φορέσεις τους χειρότερους τρόπους σου όταν έρχεσαι αντιμέτωπος μαζί τους.
Δεν θέλω να κάνω την έξυπνη. Ούτε λέω πως είναι δυνατόν να είναι κανείς συνέχεια χαμογελαστός και μ’ ένα κουτί ψιλά δίπλα του και να δίνει σ’ όλους.
Διαπιστώσεις κάνω για τις ανισότητες της ζωής...

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

Σκουπίδια


Έκανα μια εκκαθάριση και πέταγα διάφορα αυτό το Σαββατοκύριακο. Άνοιξα το πατάρι του σπιτιού μου και τρόμαξα με το περιεχόμενο. Είχα ξεχάσει ότι εκεί μέσα είχαν κρυφτεί η Σάρα, η Μάρα και το κακό συναπάντημα.
Συνήθως με πιάνει μια νοσταλγική διάθεση με τα αντικείμενα που έρχονται απ’ το παρελθόν και ειδικά όσο πιο πίσω πάμε, τόσο μεγαλύτερη η νοσταλγία ∙σαν αντίκες που ανεβαίνει η τιμή ανάλογα με την παλαιότητα.
Αυτή τη φορά όμως, πέταγα χωρίς συναισθηματισμούς, αφενός γιατί δεν τους άφησα να εκδηλωθούν, αφετέρου γιατί η ανάγκη ν’ αναπνεύσω υπήρξε ισχυρότερη.
Κατέβασα σακκούλες με μπιχλιμπίδια απ’ το δημοτικό ήδη, κάτι γόμες φραουλίτσες, κάτι σημειωματάρια, κάτι κονκάρδες απ’ το γυμνάσιο με ποπ τραγουδιστές πάνω, σαραβαλιασμένες απ’ τη χρήση κούκλες, ένα σωρό βιντεοκασσέτες που μόνο χώρο έπιαναν, σημειώσεις ξένων γλωσσών, μπεστ σέλερς της χρυσής εποχής των Bell και γενικά ό, τι παρέμενε στα αζήτητα τόσα χρόνια.
Καθώς κατέβαζα την τελευταία σακκούλα χτες το απόγευμα κι ενώ έλεγα μέσα μου «ξεφορτώσου τα, καλύτερα έτσι, μαζί μας θα τα πάρουμε άλλωστε;» ένας νεαρός περισυνέλλεγε απ’ τον κάδο των απορριμάτων τις βιντεοκασσέτες που είχα πετάξει το προηγούμενο βράδυ. Δίστασα, αλλά αποφάσισα να του μιλήσω: «αυτές τις πέταξα εγώ χτες. Έτσι, από περιέργεια, τι θα τις κάνεις;». Έδειξε ότι αιφνιδιάστηκε λίγο με την ερώτηση, αλλά μου απάντησε αμέσως συνοδέυοντας την απάντηση του μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο εγκαρδιότητας (μάλλον αμηχανίας, θα το χαρακτήριζα εγώ) «Τις μαζεύω και γράφω άλλα έργα πάνω τους», είπε και πρόσθεσε «δεν πιστεύω να πειράζει που ψάχνω στα σκουπίδια»…
Ανέβηκα σπίτι σκεπτόμενη σε ποιο παζάρι θα καταλήξουν, στο Σχιστό ίσως την άλλη Κυριακή. Τον παρακολούθησα για λίγο απ’ το μπαλκόνι. Πήρε κι άλλα πράγματα, παλιά διαφημιστικά, κάτι πλαστικές τσάντες φροντιστηρίων, τέτοια.
Να πάω στο Σχιστό την άλλη Κυριακή να δω πόσο πουλιούνται τα σκουπίδια της ζωής μου;

Πήρα για λίγο το βλέμμα μου από πάνω του και μέχρι να τον ξανακοιτάξω, είχε εξαφανιστεί. Μα από πού; Κάποιος θα τον περίμενε στη γωνία, δεν μπορεί. Οργανωμένη η δουλειά, όχι αστεία!

Σήμερα το πρωί, κατεβάινοντας στον δρόμο και κατευθυνόμενη προς το αυτοκίνητο, το σκουπιδιάρικο μάζευε τους κάδους.
Χαμογελώντας μπήκα στο αυτοκίνητο. Ό, τι δεν πουληθεί, θα λιώσει στις χωματερές, σκέφτηκα κι έβαλα μπρος να φύγω.