Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2012

Ο μπαμπάς ΔΕΝ λείπει ταξίδι για δουλειές...

Τέτοιες μέρες κάνουν συνήθως όλοι απολογισμούς και προγράμματα. Εγώ τον έχω κάνει ήδη τον δικό μου. Τον ξέρω κι αν τον γράφω είναι γιατί δεν θα μπορούσα να μην σου αφιερώσω έστω ένα κείμενο. Να γράψω κάτι για σένα. Κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ήθελα να μπορούσες να διάβαζες.
Λοιπόν, ο προσωπικός απολογισμός μου για τη χρονιά που φεύγει είναι ότι αυτό το δίσεκτο 2012 ήταν σαν τα δίσεκτα των δημοτικών τραγουδιών. Δικαίωσε τη φήμη του πλήρως. Μου έφερε τις χειρότερες ειδήσεις της μέχρι τώρα ζωής μου. Μου πήρε το μισό μου κομμάτι, δηλαδή εσένα.
Γιατί αυτό που λένε ότι συμβαίνει όταν χάνεις τον γονιό σου είναι αλήθεια. Ορφανεύεις και μεγαλώνεις απότομα. Όσο χρονών και να είσαι. Αυτό λοιπόν είμαι κι εγώ τώρα. Ορφανή κατά το ήμισυ. Και μεγάλη...
Δεν θα ξαναπώ μπαμπά. Δεν θα σε ακούσω ξανά στο τηλέφωνο, ούτε θα σε δω. Μπαίνω στο σπίτι και δεν κάθεσαι στη γνώριμη θέση σου στον καναπέ. Τα τσιγάρα σου λείπουν. Η τηλεόραση που μας νευρίαζες επειδή την ήθελες συνέχεια ανοιχτή και στη διαπασών είναι κλειστή. Με κοιτάς από μια φωτογραφία. Άψυχα πράγματα..
μια κορνίζα εκεί, μία άλλη στο σπίτι μου, μία εκεί που μένεις τώρα. Μακριά μας.
"Σαν να' γινε ο μπαμπάς σας καπνός" έλεγε συνέχεια η μαμά εκείνες τις πρώτες μέρες. Πράγματι. Το μεσημέρι είχαμε μιλήσει. Μου είχες ζητήσει να σου βρω κάτι στο ίντερνετ. Ήθελες να δώσεις κάπου μια πληροφορία. Δεν πρόλαβες μπαμπά. Μας ξάφνιασες όλους. Σαν κακόγουστο αστείο. Έφυγες σε μια στιγμή μέσα.
Δεν μπορώ να σου θυμώσω. Λένε ότι το πένθος έχει στάδια. Σκατά. Δεν ξέρω αν τα πέρασα όλα. Δεν θέλω να σου θυμώσω. Θέλω να γυρίσεις πίσω αν γίνεται. Θέλω να ξυπνήσω και να είναι όλο αυτό ένα όνειρο. Ξέρω ότι λέω χαζομάρες τώρα, αλλά έτσι νιώθω.  Προσπαθώ πολύ εδώ και μήνες να κάνω τη γενναία για τους άλλους, για τη μαμά, για τον Νίκο. Μάλλον τα καταφέρνω με κίνδυνο να χαρακτηριστώ ψυχρή. Σε σκέφτομαι πολύ και συχνά. Τον πρώτο καιρό κοίταζα στον υπολογιστή τις φωτογραφίες σου κι έκλαιγα. Στη Σύρο το καλοκαίρι θυμόμουνα τον γάμο και το πόσο χαρούμενος ήσουν.΄Βλέπω τον μικρό σου εγγονό να σε αναζητά και συγκινούμαι. Όλοι μας. Χαίρομαι που σε θυμάται. Όλοι σε θυμόμαστε. Συνέχεια. Να μην αμφιβάλεις καθόλου.
Θυμάμαι τη Βούλα τη μέρα που σε αποχαιρετήσαμε. Είπε ότι ήσουν περήφανος για μένα. Κι εγώ για σένα... Το΄ξερες άραγε; Καταλάβαινες πόσο πολύ σ' αγαπούσαμε; Πόσο περήφανοι ήμασταν εμείς που μας μεγάλωσε ένας καλός άνθρωπος, ένας ακέραιος χαρακτήρας;  Πόσο χαιρόμασταν που ήσουν εσύ ο μπαμπάς μας; Πόσο το εννοούσαμε όταν σου λέγαμε ότι σημασία είχε ότι ήσουν καλός μπαμπάς κι ας έλειπες πολύ λόγω δουλειάς.
Ντρέπομαι ξέρεις γιατί πέρυσι τη μέρα της Πρωτοχρονιάς δυσανασχετούσα στο οικογενειακό τραπέζι. Ήμουν ξενυχτισμένη κι έλεγα μέσα μου ότι δεν θα ξανάρθω σπίτι Πρωτοχρονιά για φαγητό, αλλά θα μείνω να κοιμάμαι.
Φέτος θα τηρήσω την υπόσχεση. Θα' θελα όμως να ερχόμουν! Ας ζούσες εσύ και θα ερχόμουν.
Ξέρεις, καμιά φορά τώρα τον τελευταίο καιρό, σ' έβλεπα που ξεκουραζόσουν πια, μετά από τόσα χρόνια δουλειάς κι έλεγα πώς θα είσαι όταν γεράσεις πολύ κι αρρωστήσεις...
"Ευτυχώς", δεν γέρασες. Δεν αρρώστησες. Μας έφυγες όρθιος και αξιοπρεπής, όπως θα' θελες κι όπως θα θέλαμε. Πονάει όμως πολύ αυτός ο ξαφνικός αποχωρισμός και μου λείπεις... Μας λείπεις πολύ...Ξεκουράσου...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2012

Ιστορίες του τραμ



Σήμερα το πρωί ξεκίνησα να πάρω το τραμ. Πήγα να βγάλω εισιτήριο, αλλά το μηχάνημα δεν λειτουργούσε. Δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση γιατί είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά. Συγκεκριμένα, το εν λόγω μηχάνημα δεν δουλεύει εδώ και μια βδομάδα πράγμα που σημαίνει είτε ότι κανείς δεν το έχει προσέξει, είτε ότι δεν περνάει από κει ποτέ ο συντηρητής. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο: το μηχάνημα που βγάζει εισιτήρια ΔΕΝ δουλεύει. Συνεπώς, δεν μπορείς να βγάλεις εισιτήριο!
Πέρασα απέναντι να δοκιμάσω την τύχη μου στο άλλο μηχάνημα. Άρχισα να ρίχνω τα κέρματα και κάποια στιγμή μπλόκαρε. Μου κράτησε τα κέρματα, δεν δεχόταν άλλα, δεν υπήρχε κουμπί ακύρωσης   ( ένα που βρήκα μετά στην οθόνη, δεν ανταποκρινόταν) και δεν υπήρχε τρόπος ούτε να πάρω τα λεφτά μου πίσω, ούτε να βγάλω εισιτήριο.
Εκεί δίπλα υπήρχε κι ένα κόκκινο κουτί στο οποίο υποτίθεται ότι απαντάει κάποιος αν πατήσεις το σχετικό κουμπί και καλέσεις. Το κάλεσα, απάντηση καμία.
Το τραμ κατέφθασε κανά δυο λεπτά αργότερα. Μπήκα χωρίς εισιτήριο.
Νομίζω περιττεύει να πω ότι για τις 3 στάσεις που το χρειάστηκα, αισθανόμουν άβολα. Αν έμπαινε ένας ελεγκτής, ποια θα ήταν η θέση μου; Έχω καμία όρεξη να γίνομαι ρεζίλι πρωινιάτικα και μάλιστα για κάτι που δεν φταίω; Επίσης κι αυτό είναι πιο σημαντικό, θα με πίστευε ή θα έκοβε πρόστιμο για να καλύψει την ανεπάρκεια τους;
Βεβαίως ελεγκτής δεν εμφανίστηκε (νομίζω ότι κόπηκαν κι αυτοί  λόγω κρίσης).
Ήρθα στο γραφείο και πήρα τηλέφωνο την εταιρεία που διαχειρίζεται το τραμ. Μίλησα με την εξυπηρέτηση κοινού. Ευγενέστατοι -οφείλω να ομολογήσω-. Μου πρότειναν μάλιστα να γράψω και τα παράπονα μου και να τα στείλω με μέηλ. Θα το κάνω. Γράφω όμως κι εδώ για να το κοινοποιήσω μέσω facebook, θεωρώντας ότι θα το διαβάσει περισσότερος κόσμος.

Η υπάλληλος που μ' εξυπηρέτησε στην άλλη άκρη της γραμμής, μου είπε ότι μπορώ να ζητήσω τα χρήματα που μου κράτησε το μηχάνημα σε κάποιο εκδοτήριο με την επίδειξη της αστυνομικής μου ταυτότητας. Της εξήγησα ότι δεν έχω σκοπό να το κάνω κι ότι δεν είναι αυτός ο λόγος που τηλεφωνώ. Ας τα κρατήσουν, βρε αδερφέ, έτσι κι αλλιώς τσάμπα ταξείδεψα...
Μου είπε επίσης, ότι επειδή αυτά τα μηχανήματα είναι σε εξωτερικούς χώρους, πέφτουν συχνά θύματα βανδαλισμού. Θα μπορούσα να συμφωνήσω θεωρητικά, αλλά πρώτον δεν φαίνεται να έχουν δεχτεί επιθέσεις τέτοιου είδους και δεύτερον κι αν ακόμα συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν περνάει κάποιος συντηρητής τακτικά; Μάλλον όχι, αν κρίνω απ' το ότι εδώ και μια εβδομάδα το μηχάνημα είναι εκτός λειτουργίας.
Την ρώτησα επίσης, ποια η θέση του επιβάτη αν του τύχει κάτι τέτοιο στην περίπτωση που μπει ελεγκτής. Μου απάντησε ότι καλό είναι να το λέμε στον οδηγό (δεν διαφωνώ), κι εκείνος θα προτρέψει να εκδώσουμε εισιτήριο στην επόμενη στάση. Τώρα, αν έχεις χαρτονόμισμα ή αν και το επόμενο μηχάνημα είναι χαλασμένο κι αναγκαστεί να κατέβει ο οδηγός, σταματήσει το τραμ και καθυστερείς τους υπόλοιπους επιβάτες που σε βρίζουν από μέσα στους ή κι απέξω ή αν δεν έχεις άλλα λεφτά γιατί σκόπευες απλώς να πας αργότερα στο ΑΤΜ και να βγάλεις, είναι λεπτομέρειες...

Το συγκεκριμένο μου σημείωμα πάντως, δεν έχει απλώς σκοπό να κοινοποιήσει το πρόβλημα, αλλά ν' αναρωτηθεί για τις συγκοινωνίες στην Αθήνα της κρίσης, για την κακή σχέση τιμής -υπηρεσίας και για την αδυναμία της χώρας να εισπράττει τα έσοδα της, έστω και μέσα απ' το 1,20 της απλής διαδρομής του τραμ!


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2012

Bazaar Δρόμων Ζωής, 8&9 Δεκεμβρίου 2012


12 χρόνια τώρα, οι "Δρόμοι Ζωής" συνεχίζουν την μεγάλη, ανιδιοτελή και πάνω απ' όλα ανθρώπινη προσπάθεια τους για την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού ατόμων λόγω φυλετικής, θρησκευτικής ή άλλης διαφορετικότητας.
Χωρίς κρατική ή άλλη βοήθεια παρά με την εθελοντική συμμετοχή δεκάδων ανθρώπων της διπλανής πόρτας, έχουν καταφέρει να βοηθούν όχι μόνο τις μουσουλμανικές οικογένειες που ζούνε στο Γκάζι, αλλά και όποια άλλη οικογένεια έχει πραγματικά ανάγκη.

Οι πόροι εξασφαλίζονται αποκλειστικά από το ετήσιο Χριστουγεννιάτικο Bazaar.

Φέτος, σε μια εποχή που η κοινωνία μαστίζεται κι οι αξίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν, είναι μια μια ευκαιρία να δείξουμε ότι δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς στη δυσκολία του διπλανού μας. Αυτός ο κόσμος για ν' αλλάξει χρειάζεται δουλειά, συμμετοχή, προσφορά κι αλληλεγγύη απ' όλους μας.

Διαβάστε εδώ για τη δράση των Δρόμων Ζωής

Εδώ και η πρόσκληση για το Bazaar.

Δευτέρα, Αυγούστου 06, 2012

Τουρίστες τον Αύγουστο στην Αθήνα

Αρχές Αυγούστου, η Αθήνα έρημη πόλη. Τα βράδια κοιμάσαι με τους ήχους των τζιτζικιών, τα πρωινά νομίζεις ότι είσαι ο μόνος που σηκώνεται να πάει στη δουλειά. Τα γύρω διαμερίσματα κλειστά, ο δρόμος άδειος να παρκάρεις όπου σου κάνει κέφι.
Τις Κυριακές, όλοι τρέχουν να δροσιστούν στις γύρω παραλίες. Το κέντρο εγκαταλειμμένο έτσι κι αλλιώς, μοιάζει πιο έρημο από ποτέ. Ευκαιρία για περιήγηση στην Αθήνα σαν να είμαστε τουρίστες στην ίδια μας την πόλη.


Πρώτη στάση: Το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής που φιλοξενεί την έκθεση: "Η Σμύρνη των Ελλήνων". Στα πλαίσια της συμπλήρωσης των 90 χρόνων από την καταστροφή της Σμύρνης και της διάδοσης της ιστορικής μνήμης, η Ένωση Σμυρναίων σε συνεργασία με την Ιστορική και Εθνολογική Ελληνική Εταιρεία εκθέτει στο κοινό εκδόσεις, περιοδικά, εφημερίδες, φωτογραφίες, πορτρέτα, οικογενειακά κειμήλια και ό, τι άλλο μπόρεσε να διασωθεί απ' την καταστροφική φωτιά που εξαφάνισε τη Σμύρνη.
Παρουσιάζονται τα άμφια του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, αναμνηστικά του αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου καθώς και το γραφείο του Αδαμάντιου Κοραή με κάποια προσωπικά αντικείμενα.


Δεύτερη στάση: Το ίδιο το κτίριο που φιλοξενεί την έκθεση με τη μόνιμη συλλογή του. Είδαμε την αίθουσα που στέγασε τη Βουλή από το 1875 ως το 1935. Περιμετρικά αυτής, στις υπόλοιπες αίθουσες, η έκθεση αποκαλύπτει την νεώτερη ιστορία της Ελλάδας από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ως τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Η συλλογή από φωτογραφίες, κειμήλια, αντικείμενα, ενδυμασίες, χάρτες είναι πολύ πλούσια. Είδαμε το πρώτο πιεστήριο, ακρόπρωρα, αλλά και τη βασιλική άκατο του Όθωνα "Ουρανία". Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το λαογραφικό τμήμα του Μουσείου με τοπικές ενδυμασίες και αντικείμενα της καθημερινής αστικής ζωής.


Διάλειμμα για κάτι δροσιστικό σε μια μικρή όαση στην καρδιά της Αθήνας. Το καφέ του κήπου του Νομισματικού Μουσείου είναι χάρμα οφθαλμών!


Τρίτη στάση: Μια που βρισκόμασταν εκεί, είπαμε να εξερευνήσουμε το Μουσείο (σ.σ νομισματικό) που στεγάζεται στο Ιλίου Μέλαθρον, το πάλαι ποτέ σπίτι του Σλήμαν.


Πραγματικά, δεν ξέρω τι να πρωτογράψω γι' αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο χώρο. Πέρα από την πλούσια και θαυμαστή συλλογή των νομισμάτων καθώς και τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία του νομίσματος, το πραγματικό αξιοθέατο είναι το ίδιο το σπίτι, έργο του Τσίλερ που εγκαινιάστηκε το 1881 και χαρακτηρίστηκε ως δείγμα του όψιμου νεοκλασικισμού.







Παρόλες τις περιπέτειες και τις φθορές που υπέστη από τότε που πέρασε στα χέρια του ελληνικού Δημοσίου (στεγάστηκαν διαδοχικά εκεί το Μουσείο Καλών Τεχνών, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ο Άρειος Πάγος και τέλος το Νομισματικό Μουσείο), το μάτι του επισκέπτη περιπλανιέται σε εξαιρετικά διακοσμητικά μοτίβα, ψηφιδωτά, περίφημα ταβάνια και πατώματα, περίτεχνες παραστάσεις σε τείχους και αγγεία, εμπνευσμένες από τα τρωικά και μυκηναϊκά ευρήματα καθώς κι από ανάλογες απεικονίσεις σε Μέγαρα της Πομπηίας.





Τέλος περιήγησης κι επιστροφή σπίτι. Σκέφτομαι πόσο άσχημα συμπεριφερόμαστε τελικά σ' αυτήν την πόλη, πόσο την αδικούμε. Η ερημιά της αυτές τις μέρες αποκαλύπτει περισσότερο την ασχήμια και τις ατέλειες της. Ατέλειες που ωστόσο δεν την κάνουν γοητευτική, αλλά αποκρουστική. Μπαλωμένοι δρόμοι, κακοτεχνίες σε πεζοδρόμια, γκραφίτι σε αγάλματα και τοίχους κεντρικών κτιρίων, σκουπίδια που δεν βρήκαν τον δρόμο για τον κάδο, ανθρώπινα ερείπια ξεχασμένα σε παγκάκια ή εγκαταλειμμένα κτίρια, μυρωδιές από ανθρώπινες εκκρίσεις. Απουσία τουριστών. Στο Νομισματικό Μουσείο εκτός από μας ήταν μια μητέρα με το παιδί της (ξένοι). Στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, πέρα από μια ομάδα που ξεναγήθηκε στην έκθεση της Σμύρνης και δυο τρεις άλλους, ένας νεαρός τουρίστας είδε τη μόνιμη έκθεση μαζί με μας.

Τους πάνε όλους στην Πλάκα και την Ακρόπολη. Μα δεν θα μπορούσε άραγε η Πανεπιστημίου με τα ελάχιστα εναπομείναντα ιστορικά κτίρια να έχει τουριστικό ενδιαφέρον; Αν ο Δήμος Αθηναίων έκανε καλά τη δουλειά του, δεν θα έπρεπε να είναι καθαροί οι δρόμοι, αν δεν έτρωγαν λεφτά οι διάφοροι γνωστοί- άγνωστοι, δεν θα είχε αποκατασταθεί π.χ το Οφθαλμιατρείο; Πινακίδα στην σκεπασμένη του όψη μας πληροφορεί ότι γίνονται εργασίες αποκατάστασης μέσω κάποιου κοινοτικού κονδυλίου, απ' τις φθορές του σεισμού του 1999. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ πώς ολόκληρος Παρθενώνας χτίστηκε σε 10 χρόνια και χρειάζονται 13 για ν' αποκατασταθούν φθορές με τη σημερινή τεχνογνωσία...

Η απουσία ενδιαφέροντος απ' όλους τους φορείς για τη συντήρηση της πόλης σ' ένα αξιοπρεπές επίπεδο είναι εμφανής. Η προσπάθεια για τη διάσωση του παρελθόντος της όπου αυτό είναι εφικτό και για την "προώθηση" της τόσο στους τουρίστες, όσο και στους κατοίκους της, θα έπρεπε να είναι στη μόνιμη ατζέντα του Υπουργείου Πολιτισμού, του Δήμου Αθηναίων και όλων των σχετικών φορέων. Εμάς που γεννηθήκαμε εδώ κι εδώ ζούμε προσπαθώντας ακόμα ν' ανακαλύψουμε όμορφες γωνιές και κρυμμένα μυστικά, μας πληγώνει τα μάτια και την ψυχή αυτή η παντελής απουσία αισθητικής.

Τρίτη, Ιουνίου 19, 2012

LEA Festival: Λογοτεχνία εν Αθήναις



Στην Αθήνα της κρίσης εξακολουθούν και γίνονται κάποια ενδιαφέροντα πράγματα. Ένα απ' αυτά είναι και το  4ο LEA, το Ιβεροαμερικανικό φεστιβάλ που διοργανώνεται απ' το Ινστιτούτο Cervantes σε συνεργασία με τις πρεσβείες διαφόρων χωρών της Λατινικής Αμερικής και το Ίδρυμα Μαρία Τσάκος.
Η πρώτη βδομάδα του LEA (11-15/6) ήταν αφιερωμένη στον ιβηροαμερικανικό κινηματογράφο και μάλιστα σε ταινίες που μεταφέρθηκαν από τη λογοτεχνία στη μεγάλη οθόνη.

Σε μια "κρίση τέχνης" ΄λοιπόν, την περασμένη Πέμπτη παρακολούθησα την ισπανική "Κυψέλη" (La Colmena) και τη βραζιλιάνικη "Η Δόνια Φλορ και οι δυο σύζυγοί της" (Dona Flor y sus dos maridos).


Στην "Κυψέλη" παρακολουθούμε διάφορες ανθρώπινες ιστορίες με κοινό σημείο εκκίνησης ένα καφέ στη Μαδρίτη. Ο χρόνος δράσης είναι το 1942 και κοινό μοτίβο οι συνέπειες του ισπανικού εμφύλιου, τόσο απ' τη μεριά των καθεστωτικών, όσο και των αντιφρονούντων. Η ταινία είχε αποσπάσει τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1983.


"Η Δόνια Φλορ και οι δυο σύζυγοί της"  διαδραματίζεται στη Μπαΐα αμέσως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Βαντίνιο, συζύγου της Δόνιας Φλορ. Εκείνη διευθύνει μια σχολή μαγειρικής κι έχοντας περάσει βασανιστική συζυγική ζωή στο πλευρό του ακόρεστου γυναικά, γλεντζέ και τζογαδόρου Βαντίνιο, αποφασίζει να κάνει στροφή 180 μοιρών και μετά τον θάνατό του παντρεύεται έναν συντηρητικό φαρμακοποιό. Σύντομα, θ' αρχίσει να πλήττει μέσα στην οργανωμένη κι ασφαλή πια ζωή της και θ' αναζητήσει παρηγοριά στις σεξουαλικές φαντασιώσεις της με το πνεύμα του πρώην συζύγου.
Η ταινία γυρίστηκε σε μια εποχή ακμής του βραζιλιάνικου κινηματογράφου κι έσπασε κάθε εισπρακτικό ρεκόρ, αφού το 1976 που προβλήθηκε, έφερε στις αίθουσες πάνω από 12 εκατομμύρια θεατές.

Παράλληλα με τις προβολές, στο υπόγειο του Ινστιτούτο Cervantes λειτουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση γελοιογραφίας με τίτλο: " Αλληλεγγύη και ισότητα των φύλων", όπου διάσημοι γελοιογράφοι από την Ελλάδα, την Κολομβία, την Κούβα, τη Βραζιλία εκθέτουν τις δημιουργίες τους.
Ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσει κανείς πώς πέρα απ' τα όρια του τίτλου της έκθεσης, οι καλλιτέχνες εμπνέονται απ' την τρέχουσα επικαιρότητα και τη σχολιάζουν με την πένα τους.


Η δεύτερη βδομάδα του LEA ξεκίνησε χθες και ολοκληρώνεται την Κυριακή 24 Ιουνίου και είναι αφιερωμένη στη Λογοτεχνία με γενικό τίτλο: "Για έναν καλύτερο κόσμο προσιτό σε όλους". Κατά τη διάρκεια αυτής της βδομάδας, διοργανώνονται συζητήσεις με προσκεκλημένους λογοτέχνες, βιβλιοπαρουσιάσεις, στρογγυλά τραπέζια, μουσικές και γευστικές βραδιές με το άρωμα της κάθε χώρας (Κούβα, Ισπανία, Περού, Μεξικό, Βραζιλία), ενώ παράλληλα θα λειτουργεί έκθεση με βιβλία και προϊόντα κατατεθέν των χωρών που συμμετέχουν.


Πατήστε εδώ για να δείτε αναλυτικά το πρόγραμμα και κάντε καμιά βόλτα απ' το Ινστιτούτο Cervantes γιατί σε δύσκολους καιρούς σαν αυτούς που διανύουμε, τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να επιβραβεύονται και να τις τιμάμε!

Κυριακή, Απριλίου 22, 2012

"Τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας"

Από τότε που τα θυμάμαι έδιναν πάντα την ίδια αίσθηση εγκατάλειψης και παραφωνίας. Μέσα σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο, ετερόκλητη ως προς τα κακόγουστα κτίσματα που την περιβάλλουν, την άναρχη οικοδόμηση και με το γήπεδο του Παναθηναϊκού απέναντι, τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας είναι απομεινάρια της πρόσφατης ιστορίας.
Όταν ανεγέρθησαν το 1933 με σκοπό να στεγάσουν πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία, η γύρω περιοχή είχε δίπατα σπιτάκια αραιά το ένα απ' το άλλο και μαρμαράδικα.


Θεωρήθηκαν εξαρχής δείγμα Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και το πρώτο δείγμα λαϊκής πολυκατοικίας (απαρτίζονται από 228 διαμερίσματα), ενώ συγκαταλέγονται ανάμεσα στα 113 πιο σημαντικά έργα ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα. Αρχιτέκτονες ήταν οι Κίμωνας Λάσκαρης και Δημήτρης Κυριακός.
Τα σπίτια αυτά εγκαταλείφθηκαν το 2001 μετά την πώληση τους στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου.


Ο φωτογραφικός φακός της Κλεποπάτρας Χαρίτου κατάφερε ν' αναδείξει όχι μόνο την ιστορική και αρχιτεκτονική τους αξία, αλλά να τα ζωντανέψει ξανά θυμίζοντας ότι κάποτε τα κατοίκησαν άνθρωποι που είχαν ξεριζωθεί βίαια απ' τη δική τους πατρίδα κι εκεί έφτιαξαν το σπίτι τους. Με άλλα λόγια, οι φωτογραφίες της Χαρίτου τραβηγμένες στα εσωτερικά αυτών των διαμερισμάτων και χωρίς να μετατοπίσει το παραμικρό αντικείμενο προς "διευκόλυνση" των λήψεων της, αποτελούν σημαντικά ντοκουμέντα μνήμης.


Υπάρχει όμως κι άλλη μια ενότητα στις φωτογραφίες της, αυτή της απεικόνισης των κλιμακοστασίων. Εκεί μπορούμε να μιλάμε για έργα τέχνης που παραπέμπουν σε ζωγραφική, αφού η λήψη των φωτογραφιών, το παιχνίδι με το φως και οι αρχιτεκτονικές καμπύλες αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα πράγματα από απλά κλιμακοστάσια ηλικίας 80 χρόνων.

Η έκθεση φωτογραφίας της Κλεοπάτρας Χαρίτου με τίτλο "Τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας¨παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη (κτήριο Πειραιώς) ως τις 6 Μαΐου.

Τρίτη, Μαρτίου 13, 2012

Κλείσαμε αισίως τα 6!


Η αλήθεια είναι ότι μετά τον πρώτο χρόνο, έπαψα πια να τα γιορτάζω. Εντάξει, πάντα ήξερα ότι ο Μάρτιος ήταν ο γενέθλιος μήνας του παρόντος μπλογκ, αλλά τα επετειακά ποστάκια τα είχα εγκαταλείψει. Φέτος όμως το σκεφτόμουνα έντονα, ίσως επειδή πέρασαν έξι χρόνια, ίσως πάλι επειδή είναι Τρίτη και 13 με ό, τι κι αν αυτό σημαίνει...

Σκέφτομαι τελικά ότι τα χρόνια των μπλογκς πρέπει να μετράνε όπως αυτά των σκύλων, δηλαδή κάθε χρόνος επί 7. Συνεπώς το μπλογκάκι τώρα έφτασε τα 42 του (ευτυχώς μεγαλύτερο από μένα- είναι κι αυτό μια κάποια παρηγοριά)...
Η απόπειρα για έναν πρόχειρο απολογισμό με σκανάρισμα (βλ: διαβάζω πεταχτά το περιεχόμενο) απέφερε τελικά τους εξής καρπούς:
Ο πρώτος χρόνος ήταν αυτός της αποκάλυψης ενός μικρό- κοσμου. Το μωρό γεννήθηκε, άρχισε να μιλάει, να περπατάει ν' ανακαλύπτει τον κόσμο, ήταν παρορμητικό, χαρούμενο, αθώο και αφελές όπως όλοι στο ξεκίνημα της ζωής μας. Με το κλείσιμο της εκείνη η χρονιά είχε τελικά σηματοδοτήσει το βάπτισμα στη σφαίρα των μπλογκς αλλά και μια μεγάλη προσωπική ευτυχία.

Ο δεύτερος χρόνος άρχισε να χωρίζει την ήρα απ' το στάρι. Εκεί διαδραματίστηκε το σίριαλ the bold and the beautiful ή οι καλοί κι οι κακοί. Τα λουριά μαζεύτηκαν, άρχισαν να κρατούνται κάποιες αποστάσεις, αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχτρός μου φύγε.
Τον δεύτερο χρόνο (στην εφηβεία του δηλαδή) το μπλογκάκι πειραματίστηκε με πολλά κι ενδιαφέροντα, έπαιξε παιχνίδια, αναζήτησε την έκφραση σε άλλες συχνότητες, απόκτησε αδερφάκι κι έτσι του πασάρε τα ειδικού ενδιαφέροντος θέματα.
Επιπλέον, ο μικρόκοσμος της αρχής, διευρύνθηκε εντυπωσιακά. Κινητοποιηθήκαμε με επιτυχία για δυσάρεστο δυστυχώς λόγο, βοηθήσαμε, διαδώσαμε κι άρχισε να μας πιάνει στο στόμα του κι ο Τύπος...

Ο τρίτος χρόνος ήταν αυτός της ενηλικίωσης. Είπαμε, με αριθμούς σκύλων, το μπλογκ ήταν ήδη 21 χρονών. Σε ηλικίες ανθρώπων, τα 20 είναι η καλύτερη ηλικία κατά τη γνώμη της γράφουσας και μην ακούω βλακείες του τύπου, στα 35 ήμουν στην καλύτερη ηλικία μου. Εγώ προσωπικά ήμουν στα 20! Τότε που αισθάνεσαι ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα κι ότι ο χρόνος μπροστά σου είναι απεριόριστος. Το διαδίκτυο ήδη είχε αρχίσει να κατακλύζεται από θεματικά ιστολόγια και το μπλογκάκι μου άρχισε να "μιλάει" σε λίγο πιο ταξειδιάρικο ύφος όταν το επέτρεπαν οι περιστάσεις.

Παράλληλα, ξεκίνησε και η μόδα φέισμπουκ κι ο γνωστός κόσμος των μπλογκς άρχισε σιγά- σιγά να συχνάζει σ' άλλα λημέρια. Τον Σεπτέμβριο μας ζήτησαν τα ραδιόφωνα (τα ιντερνετικά όχι ό, τι κι ό, τι!). Στο τέλος όμως του 2008 συνέβη κι ένα εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός που μας έκανε όλους ν' αλλάξουμε πολύ. Στην πραγματικότητα, ό, τι διαδραματίστηκε εκείνες τις μέρες έμελλε ν' αλλάξει τις ζωές μας για πάντα.

Τον τέταρτο χρόνο, λίγο πριν τα πρώτα -άντα δηλαδή, το διάβασμα των μπλογκς έπαψε να συνοδεύει πια τον πρωινό καφέ στο γραφείο. Κάποιοι είχαν αρχίσει και τα κελαηδίσματα (βλ τουίτερ) που ήταν πιο σύντομα και περιεκτικά. Εγώ, ως πιο vintage τύπος, θα άντεχα ακόμα 2 χρόνια πριν υποκύψω. Τα μπλογκ μαγειρικής βασίλευαν στο διαδίκτυο, ενώ κάποιοι δημοσιογράφοι κι αρκετοί δημοσιογραφίσκοι μετακόμισαν κατά δω.
Όπως κακά μας άφησε το 2008, έτσι και συνεχίστηκε στο 2009. Δεν λένε ότι η κακή μέρα απ' το πρωί φαίνεται;
Η εποχή της αθωότητας είχε παρέλθει, τα ταξείδια ευτυχώς συνεχίστηκαν και τροφοδοτούσαν με υλικό...

Ο πέμπτος χρόνος μάλλον κρατήθηκε ζωντανός για συναισθηματικούς λόγους αλλά και σαν μέσο να υπάρχει κάτι για ώρα ανάγκης. Να, αν δω ένα όνειρο και τρομάξω και θέλω να το ξορκίσω μετά, αν θέλω συνομωτικά να μοιραστώ ένα εξαιρετικά ευχάριστο προσωπικό γεγονός, αν ό, τι ζω στην καθημερινότητα μου αφήνει με κάποιον τρόπο τα σημάδια του σαν αυτό ή αυτό. Αν θέλω να σας μιλήσω για μια μεγάλη δική μου απώλεια.

Εντάξει, δεν βρήκα ποτέ το κουράγιο να πω τέλος στο μπλογκάκι μου. Φοβόμουν ότι θ' άλλαζα γνώμη μετά. Προτίμησα να το διατηρώ στη ζωή έστω κι αν γράφω πια αραιά και που. Ούτε σε άλλη πλατφόρμα το μετέφερα ποτέ, ούτε αισθητικά προχώρησα σε βελτιώσεις, ούτε καν εκείνη την πρώτη λίστα με όσους παρακολουθούσα κάποτε άλλαξα /ανανέωσα.
Θέλω να μπαίνω κάπου να γράφω όταν νιώθω ότι έχω κάτι να πω, όπως έκανα παλιά με το ημερολόγιο. Εννοείται ότι συν τω χρόνω έχει ατονήσει η διαδικασία σχολιασμού. Δεν έκανα εγώ επισκέψεις, δεν περίμενα κιόλας. Εντάξει, δεν είναι όλα δούναι και λαβείν, αλλά δεν το' χω και πολύ αυτό το πι-αρ (sic) κομμάτι. Με αγχώνει η ανάγκη της συνέπειας κι επειδή είμαι συνεπής στους άλλους τομείς της ζωής, εδώ θέλω το άγχος ν' απουσιάζει. Δεν λέω ότι αδιαφορώ για σχόλια. Αλλά αν έρχονται αυθόρμητα έχει καλώς, δεν θα τα κυνηγήσω.

Κλείνοντας, θέλω να σβήσω τα κεράκια μου παρέα με τους φίλους που παρέμειναν εντός κι εκτός δικτύου: (nina, krot, mpampakis, anagennimeni) και βέβαια με τον αγαπημένο μου στην παλιά, λατρεμένη μορφή του ;)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2012

Η πόλις θα σε ακολουθεί.


Υπήρχε εκεί πριν από σένα. Στην όχι πάντα φιλόξενη αγκαλιά της μεγάλωσες, σ' αυτήν έκανες τα πρώτα σου βήματα, γι' αυτήν έμαθες στο σχολείο. Στις γειτονιές της έζησες, στις αλάνες και τις παιδικές χαρές της έπαιξες, στα παγκάκια της κρυφο -φιλήθηκες, στα φτωχά δασάκια της έκανες κοπάνες απ' το σχολείο. Στα στενά της έδωσες τα πρώτα σου ραντεβού. Στους δρόμους της έμαθες να οδηγείς, στα μπαράκια της ήπιες κι έγινες λιώμα, στα ταβερνάκια της έφαγες, στα καφέ της σύχναζες και παραπονιόσουν για τον ακριβό καφέ.

Την βρίζεις τελευταία με άνεση. Ακριβώς όπως θα έκανες με κάποιον πολύ κοντινό σου άνθρωπο. Χάλια δρόμοι, μπετόν, άσχημες πολυκατοικίες, γκρίζα όλα, σκουπίδια παντού, εικόνες εγκατάλειψης, άστεγοι, μετανάστες, εγκληματικότητα, αδιαφορία, φόβος. Θες να φύγεις. Πόσες φορές δεν σκέφτηκες πως δεν πάει άλλο; Να σηκωθείς και να πας αλλού, να ζήσεις σε πιο πολιτισμένα μέρη...

Αν όμως στην κατηγορήσουν άλλοι, θα πέσεις να τους φας. Γίνεσαι τοπικιστής γιατί είναι η πόλη σου. Σαν περπατάς κάτω απ' τη σκιά της Ακρόπολης, ξέρεις ότι πατάς το ίδιο χώμα με τον Σωκράτη και τον Περικλή των οποίων αρέσκεσαι να πιστεύεις ότι είσαι άμεσος απόγονος. Να, εκεί πιο πάνω προσέφερε η Αθηνά μια ελιά κι έγινε η προστάτιδα της. Σ' αυτόν τον τόπο γεννήθηκε η Δημοκρατία και το θέατρο. Εδώ χτίστηκε ο Παρθενώνας και άκμασε η φιλοσοφία.

Ο αττικός ουρανός της σε σκεπάζει γλυκά. Το φως του σε λούζει και σε κάνει να χαμογελάς όταν βγαίνουν οι πρώτες αχτίδες του. Τι ευτυχία να σου χαρίζεται σχεδόν 12 μήνες τον χρόνο. Κι ύστερα, οι νεραντζιές, αυτές οι λίγες εναπομείνασες σε τρελαίνουν με τη μεθυστική μυρωδιά τους κάθε που μπαίνει η άνοιξη- κι ας έχει γεμίσει το σύμπαν σκουπίδια και βρωμιά πια.

Είναι ένας ζωντανός οργανισμός η πόλη σου, όπως κι εσύ, όπως κι όλοι όσοι αγαπάς ή ακόμα κι αυτοί που αγαπάς να μισείς.

Δεν θες να κατέβεις να την δεις τώρα που αργοπεθαίνει. Διστάζεις να επισκεφθείς τον ταλαιπωρημένο ετοιμοθάνατο. Τι λόγια παρηγοριάς να πεις... Σε ποιον να εναποθέσεις τις ελπίδες σου;

Ανάμεσα στα πολλά που ακούστηκαν και γράφτηκαν χτες, κάποιοι κοντόφθαλμοι αναρωτήθηκαν τι σημασία έχουν τα κτίρια, οι άνθρωποι να είναι καλά. Ναι, αν το συγκρίνεις εντελώς ψυχρά, η ανθρώπινη ζωή μετράει περισσότερο, Αλλά βλέπεις, χρειάζεται και λίγο μυαλό (ή απλώς κοινή λογική) για να δεις μακρύτερα. Σε κάποια απ' αυτά τα κτίρια, υπήρχαν θέσεις εργασίας που χάθηκαν βίαια χτες το βράδυ. Σε κάποια άλλα, υπήρχε ζωντανή η ιστορία της πόλης 100 χρόνια πριν. Κάπου εκεί μέσα διασκέδασες, είδες ταινία, έκλαψες, χειροκρότησες, συγκινήθηκες, έκανες τα ψώνια σου, πάτησες απλώς το πόδι σου.

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζούνε ερήμην των πόλεων. Όταν καταστρέψεις και το τελευταίο σημείο αναφοράς με τον πολιτισμό τον οποίο δεν επέλεξες μεν, αλλά και δεν απέρριψες μεγαλώνοντας, μπορείς να πας να κρυφτείς στη ζούγκλα. Πρόσεχε όμως, γιατί εκεί υπάρχουν νόμοι που λειτουργούν και τιμωρούν.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2012

Σε μια στιγμή, προς μια αιωνιότητα

Γνώρισα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο το φθινόπωρο του 2005 στο σπίτι του στο Παλαιό Ψυχικό για επαγγελματικούς λόγους. Περάσαμε μαζί σχεδόν μια ώρα, εκείνος, η γυναίκα του κι εγώ. Θυμάμαι πως δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Δεν θα τον χαρακτήριζα αντικοινωνικό απλώς απομονωμένο σ' ένα δικό του περιβάλλον. Έλεγε τα απολύτως απαραίτητα. Φαινόταν απόλυτα συγκροτημένος, εξαιρετικά παρατηρητικός σε ό, τι τον ενδιέφερε, ευγενικός σε λογικά πλαίσια- ούτε διαχυτικός, ούτε αγενής- κι απόλυτα συμφιλιωμένος με ό, τι ανέδυε η προσωπικότητα του. Δεν προσπαθούσε τίποτα. Ούτε να γίνει αρεστός, ούτε κάτι άλλο. Είχε κερδίσει το στοίχημα να είναι ο εαυτός του όπως του άρεσε κι όλο αυτό υπάρχει ακόμα σαν ανάμνηση μέσα μου. Δεν τον διακατείχε το άγχος ν' αρέσει. Είχε κατακτήσει - δεν ξέρω με πόσο κόπο- την ηρεμία.

Δεν μ΄αρέσουν καθόλου τα εγκωμιαστικά σχόλια τα οποία ως λαός μ' εκρηκτικό ταμπεραμέντο έχουμε ως ψωμοτύρι. Ιδιαιτέρως δε, τα απεχθάνομαι κατόπιν εορτής. Κάθε φορά που φεύγει κάποιος γεμίζουν τα μέσα με δηλώσεις συμπάθειας για το μεγαλείο του εκλιπόντος. Τα μισά απ' αυτά δεν είναι αλήθεια και στα υπόλοιπα υπάρχει δόση υπερβολής. Σπανίως, μένει κι ένα μικρό ποσοστό που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ο δημιουργός είναι καταδικασμένος ν' ακολουθείται πάντα απ' το έργο του και να στιγματίζεται ακόμα κι ως προς την προσωπικότητα του μέσα απ' την επαγγελματική του ιδιότητα. Παράλληλα, έχοντας το πλεονέκτημα να μένει ζωντανός μέσα απ' το δημιούργημα του, τίθεται διαρκώς στην κρίση του κοινού και της συντεχνίας του. Στην περίπτωση του Αγγελόπουλου μάλιστα, αυτό παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις αφού μιλάμε για έργο γνωστό στους σινεφίλ ανά τον κόσμο.

Ανεξάρτητα δε από το να μας αρέσει ή όχι το στυλ των ταινιών του, πρέπει κανείς ν' αναγνωρίσει ότι ο εκλιπών ήταν ένας παθιασμένος άνθρωπος με την τέχνη του, ήξερε από νωρίς τι ήθελε να κάνει και το ακολούθησε μεθοδικά και με συνέπεια, δεν παρεξέκλινε του στόχου του, δεν "πούλησε" το προσωπικό του στυλ, δεν έκανε τη χάρη σε κανέναν να γίνει πιο προσιτός ή αρεστός και μέσα απ' όλα αυτά, πέρασε τα σύνορα της μικρής του χώρας.

Τον κατηγορούσαν ότι ταλαιπωρούσε ηθοποιούς και συνεργείο σε δύσκολες και πολύωρες συνθήκες γυρισμάτων. Νομίζω ότι την ίδια ταλαιπωρία όμως υφίστατο κι ο ίδιος. Αν και προχωρημένης ηλικίας, εξακολουθούσε να κάνει γυρίσματα με τον ίδιο τρόπο και να βασανίζεται εσωτερικά ξεχνώντας ακόμα και μερικά πρακτικά πράγματα. Αυτή η ενδοσκόπηση, η απορρόφηση στον κόσμο της τέχνης και της κινηματογραφικής του αφήγησης, τον έκανε προχθές το βράδυ ν' αψηφήσει το φωσφορίζον γιλέκο, τη βροχή και την κυκλοφορία της λεωφόρου και να βαδίσει μακριά για να επικοινωνήσει με το πλάνο του.

Ο με "κινηματογραφικό τρόπο" φυσικός του θάνατος πάνω στο γύρισμα μας έκανε να υποδεχτούμε την είδηση πάνω απ' όλα με δέος. Όπως κάποιοι ηθοποιοί παθιασμένοι με την τέχνη τους, δηλώνουν ότι θέλουν ν' αφήσουν την τελευταία τους πνοή πάνω στη σκηνή, ο Αγγελόπουλος δανείστηκε μόνο την αφορμή μιας κινηματογραφικής στιγμής για να περάσει στην αιωνιότητα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2012

Η Κωνσταντινούπολη της καρδιάς

Τώρα έχω εικόνα. Πως είναι όταν ακούς συνέχεια για κάτι αλλά δεν το' χεις δει ποτέ; Ε, έτσι συνέβη και με την Πόλη. Εγγεγραμμένη στο συλλογικό μας dna από πάντα, μέρος της διδακτέας ύλης στο σχολείο, σημείο αναφοράς μαζί με τις χαμένες πατρίδες, προσφυγιά, ανταλλαγή πληθυσμών, έθνη, κράτη, δυο αυτοκρατορίες, όλα αυτά κι άλλα πολλά ακόμη είναι η Κωνσταντινούπολη.

Μου λες Αγιά Σοφιά και την βλέπω μπροστά μου. Τεράστια, επιβλητική, αρχοντική, σου προκαλεί δέος με τον όγκο της, θαυμάζεις την αρχιτεκτονική σύλληψη, φαντάζεσαι τον Ιουστινιανό να μπαίνει μέσα θριαμβευτικά ξεστομίζοντας το "νενίκηκα σέ Σολομών", γυρνάς τον χρόνο πίσω σε λειτουργίες και στέψεις αυτοκρατόρων, προσπαθείς να φανταστείς το ατέλειωτο χρυσάφι μπροστά στα λιγοστά εναπομείναντα ψηφιδωτά. Μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, η Αγιά Σοφιά που μάθαμε ν' αγαπάμε ως αποκλειστικά δική μας, είναι τώρα στην πατρίδα των "άλλων", φέρει ίχνη λεηλασιών και ξένα σύμβολα, αλλά όπως όλα τα μεγάλα μνημεία, στέκει ατρόμητη κι αρχόντισσα κόντρα στον χρόνο που περνά και σε μαγεύει απ' όπου και να την κοιτάξεις.

Απέναντι της, σε απόσταση αναπνοής το Μπλε τζαμί και στη μέση ο ιππόδρομος των Βυζαντινών χρόνων. Σήμερα είναι πεζόδρομος με κάποια μαγαζάκια κοντά στα ιστορικά μνημεία και με τους οβελίσκους του Θεοδοσίου, του Κων/νου του Πορφυρογέννητου αλλά και τη στήλη των Όφεων. Παντού μικροπωλητές με τουριστικούς οδηγούς και το γεια σου τι κάνεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

Το Μπλε τζαμί στο οποίο πρέπει να βιαστούμε να μπούμε πριν αρχίσει η προσευχή τους, είναι έργο του διάσημου Τούρκου αρχιτέκτονα Σινάν και φτιάχτηκε κατ' εντολήν του Σουλτάνου Αχμέτ στη συγκεκριμένη θέση για να δεσπόζει καθώς προσέγγιζαν τα πλοία. Ήταν δε το μόνο με 6 μιναρέδες εκείνη την εποχή στην Τουρκία και θεωρείται ένα απ' τα αριστουργήματα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Το όνομά του το οφείλει στο μπλε χρώμα που κυριαρχεί στο εσωτερικό του.



Μου λες Τοπκαπί, θυμάμαι την Υψηλή Πύλη απ' την ιστορία Δέσμης, αλλά και την ομώνυμη ταινία του Ντασέν με τη Μελίνα. Μπαίνουμε στο τεράστιο παλιό παλάτι, απλωμένο σ' ένα μαγευτικό οικόπεδο που βλέπει Προποντίδα, Βόσπορο και Κεράτιο. Οι κήποι μεγάλοι, τα κτίρια παντού διάσπαρτα ανάμεσα. Τα μαγειρεία, τα διαμερίσματα του χαρεμιού, η αίθουσα του θρόνου, η αίθουσα με τα όπλα, τα κοσμήματα. Διαμάντια μυθικών καρατίων μπροστά στα μάτια μας, σμαράγδια, ρουμπίνια, αντικείμενα ισλαμικής τέχνης, εκατοντάδες κόσμος να στριμώχνεται για να δει. Το Τοπκαπί είναι μεσαιωνικού τύπου παλάτι, χωρίς πολλά έπιπλα κατά τα Οθωμανικά ήθη. Φαντάσου ότι όταν λέμε αίθουσα του θρόνου εννοούμε ένα τεράστιο κρεββάτι κι όχι θρόνο παραδοσιακού τύπου...



Μου λες γέφυρα του Γαλατά και την περπατάω ή την περνάω με το τραμ. Είναι το πέρασμα στις γειτονιές που άλλοτε ζούσαν οι Χριστιανοί.
Οι ψαράδες της γέφυρας δεν σταματούν ποτέ. Τα ψαρομάγαζα από κάτω είναι συνεχώς γεμάτα κόσμο. Υπαίθριοι πωλητές φτιάχνουν σάντουιτς με ψάρι ή μύδια με ρύζι.
Ανεβαίνουμε προς τον Πύργο του Γαλατά. Η θέα σου κόβει την ανάσα- ιδιαίτερα αν έχεις και λίγη υψοφοβία... Ο πρώτος τούρκικος καφές- ο δικός μας καλούμενος ελληνικός - είναι απολαυστικός και συνοδεύεται κι από μπισκοτάκι με το σχήμα του πύργου.
Πιο πέρα το Πέραν. Το μυθικό ξενοδοχείο Peran Palace που φιλοξένησε την Αγκάθα Κρίστι, τα ωραία μπιστρό, η ατέλειωτη Ιστικλάλ με τα μαγαζιά παντός είδους, παραδοσιακά και διεθνή να συνυπάρχουν αρμονικά. Ωραία βιβλιοπωλεία, μοδάτα εστιατόρια αλλά και κεμπαμπτζίδικα. Το ντονέρ στροβιλίζεται και μοσχομυρίζει!





Πολύχρωμα φαγητά στις βιτρίνες, γυναίκες που πλάθουν πιτάκια, ατέλειωτα γλυκά, σιροπιαστά, γαλακτερά, παγωτά, τα ραχάτ λουκούμ (οι μπουκιές της απόλαυσης δηλαδή), προφιτερόλ, σουτζούκια...πρώτη φορά στη ζωή μου μου τρέχουν τόσο τα σάλια. Μην προσπαθήσεις να σκεφτείς όπως ο νεοέλληνας. Μας έκλεψαν την κουζίνα μας. Το να ψάχνεις να βρεις ποιος έκλεψε ποιον ανάμεσα σε δυο λαούς που συνυπήρξαν για αιώνες μοιάζει με την κότα και το αυγό. Κι όπως δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη, δεν υπάρχει και στην κουζίνα. Τα αριστουργήματα είναι κοινή κληρονομιά.



Μου λες πλατεία Ταξίμ κι απλώνεται ντυμένη χριστουγεννιάτικα μπροστά μου. Δεν έχει σημασία που οι Τούρκοι δεν γιορτάζουν Χριστούγεννα. Όλα είναι στολισμένα σε μια κοσμοπολίτικη, τουριστική πόλη. Περπατάμε στα δρομάκια για να χαθούμε απ' το πλήθος και τους διασηλωτές που θέλουν τον Σαρκοζί στο πιάτο (δεν καταλαβαίνουμε τι λένε τα πανώ, μόνο με τις εικόνες επικοινωνούμε) και πέφτουμε πάνω στην Αγία Τριάδα. Ο φύλακας μας ξεκλειδώνει και μπαίνουμε να δούμε. Τώρα σκέφτομαι τις μέρες εκείνες που θα ήταν γεμάτη κόσμο. Στην αυλή της, κάτι πανέμορφα γατιά βρίσκουν θαλπωρή και τροφή. Οι Τούρκοι αγαπούν πολύ τις γάτες, διάβαζα πρόσφατα.
Πιο μετά, σε μια εναλλακτική διαδρομή, περπατάμε στα Cucucurma με τις γκαλερί και τα χαριτωμένα μαγαζάκια νέων σχεδιαστών.





Μου λες Dolmabachtse και βλέπω το μεγάλο παλάτι λουσμένο στο φως μπροστά μου. Αυτό είναι το νέο παλάτι, το πιο μοντέρνο, χτισμένο στη δύση της αυτοκρατορίας, ανάμεσα στα 1843 και 1856, με σαφείς ευρωπαϊκές επιρροές. Εδώ θα δεις ανεκτίμητης αξίας χαλιά, τεράστιους πολυελαίους, σαλόνια με τραπέζια και πολυθρόνες, βιβλιοθήκες, το προσωπικό λουτρό του σουλτάνου, τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των γυναικών, το χαρέμι. Θα περπατήσεις τους κήπους, θα μάθεις ότι κι ο Κεμάλ κατοίκησε για λίγο εδώ, θα χαζέψεις τη θέα προς τον Βόσπορο και μετά θα πάρεις το πλοιαράκι και κάνοντας κρουαζιέρα θα το θαυμάσεις κι από θαλάσσης. Θα σκεφτείς ότι ο Σουλτάνος το' χτισε την περίοδο της παρακμής του σαν ένα συμβολικό άνοιγμα προς τη Δύση ίσως. Τι σημασία έχει, οι μονάρχες έρχονται και παρέρχονται. Τα κτίσματα παραμένουν...



Μου λες κρουαζιέρα στον Βόσπορο κι έτσι όπως κρυώνω απ' τα ρεύματα της θάλασσας πάνω στο κατάστρωμα, δεν χορταίνω να κοιτώ άλλοτε απ' τη μια κι άλλοτε απ' την άλλη πλευρά την Πόλη. Οι μαρίνες με τα σκάφη, το Μπεϊλέρμπεϊ που φημίζεται για τις ψαροταβέρνες του, τα περίφημα γυαλί στις όχθες του Βοσπόρου, τα πλουσιόσπιτα στο Μπεμπέκ, η κρεμαστή γέφυρα που ενώνει την Ευρωπαϊκή με την πιο πράσινη και σαφώς πιο ευκατάστατη-αν κρίνω απ' τα σπίτια- Ασιατική όχθη.




Μου λες ότι αυτή η Πόλη είναι η μοναδική χτισμένη ανάμεσα σε δυο ηπείρους. Τις βλέπω, περνάω σε λιγότερο από 10 λεπτά απέναντι, αλλάζω ήπειρο, όχι πόλη ή χώρα. Περπατάμε απ' το Uskudar (Σκουτάρι) ως το Harem ατενίζοντας την παλιά απαγορευμένη πόλη μέσα στα τείχη της. Τρώμε σ' ένα καταπληκτικό εστιατόριο με τζαμαρία. Όλες οι αισθήσεις μας με απλά πράγματα χορταίνουν.

Περπατάμε κατά μήκος του Κεράτιου σε μια χειμωνιάτικη λιακάδα. Το Πατριαρχείο είναι σχεδόν κρυμμένο σε μια μάλλον συντηρητική, άχρωμη γειτονιά. Τα πρώτα μαγαζιά όπως διασχίζουμε τον δρόμο έχουν επιγραφές στα ελληνικά. Ακρόπολη, τουριστικά είδη, φραπές. Ψηλά, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, τώρα πια ανενεργή και κλειστή. Μέσα στην εκκλησία λειτουργία παρουσία του Πατριάρχη. Οι πιστοί παρακολουθούν ευλαβικά κι ετοιμάζονται να κοινωνήσουν. Στον περίβολο, ένα χριστουγενιάτικο δέντρο, μάρμαρα από αρχαίους ναούς και μια γάτα -τίγρης με πράσινα μάτια.




Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, πάνω στον λόγο με τα μνήματα το καφέ του Πιερ Λοτί που απ' τη λατρεία του για την Πόλη, την επισκεπτόταν συχνά στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, άλλοτε με την ιδιότητα του ως αξιωματικός του ναυτικού κι άλλοτε ιδιωτικά, ορμώμενος απ' το πάθος του για την παντρεμένη Αϊζαντέ.
Ανεβαίνουμε με τελεφερίκ και καθόμαστε έξω στα τραπεζάκια με τα καρώ τραπεζομάντηλα. Πίνουμε τσάι και χαζεύουμε τις αντανακλάσεις του ήλιου στα νερά του Κεράτιου.


Τώρα έχω εικόνα: μου λες παζάρι και μπαίνω στο Καπαλί Τσαρσί. Παντού μαγαζιά με όλων των ειδών τα εμπορεύματα. Δεν τολμώ να χαζέψω κάτι και αμέσως μου την πέφτουν (sic). Αρχίζουμε τα παζάρια, μισά αγγλικά, κάτι σκόρπια τούρκικα, μισά ελληνικά, νοήματα, πάντως συνενοούμαστε.
Πιο κάτω η αιγυπτιακή αγορά με τα μπαχάρια. Αγοράζω ροζ πιπέρι, σουμάκ και πράσινο τσάι. "Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ" μου λέει ο δαιμόνιος πωλητής επειδή του έχω κάνει τη ζωή δύσκολη παζαρεύοντας τα γραμμάρια... "τα ίδια λες σε όλες" του απαντώ κι απομακρύνομαι γελώντας να φωτογραφήσω το turkish viagra, δηλάδή την πατέντα του αποξηραμένου γεμιστού με καρύδια σύκου.



Ακούω χαμάμ κι αμέσως κατεβαίνω στο υπόγειο με τους μαρμάρινους πάγκους και τους υδρατμούς. Πόσα κορμιά έχουν τριφτεί εδώ στους αιώνες; Φοράω τα ξύλινα τσόκαρα να μην γλιστράω κι αφήνομαι στα έμπειρα χέρια της μασέζ που με κάνει να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο καθώς χαλαρώνω. Αναζωογονούμαι τόσο που έχω όρεξη να οργώσω ξανά την Πόλη περπατώντας.

Κατεβαίνω στο βασιλικό υδραγωγείο κι είναι σαν να μπαίνω στα άδυτα των αδύτων. Δίκιο έχει ο συγγραφέας. Πρέπει να έρθεις εδώ νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα για ν' ακούσεις τον ήχο του νερού. Στο βάθος το κεφάλι της Μέδουσας στηρίζει την αρχαία κολόνα. Ποιος ξέρει ποιον ναό να θρηνεί;


Κλείνω τα μάτια κι αναπολώ το σουσαμένιο κουλούρι που αγόρασα στον δρόμο (ίδιο με το δικό μας αλλά σαν πιο νόστιμο βρε παιδί μου), τον χυμό από ρόδι που πουλάγανε παντού γιατί καθαρίζει -λένε- το αίμα, το αϊράνι,τους καστανάδες, τον λούστρο που ζήταγε επιμόνως να μας προσφέρει τις υπηρεσίες του, τους σαλεπιτζήδες, τους τύπους που πάνε να σου κάνουν μια μικρο-εξυπηρέτηση για να πάρουν καμιά λίρα.


Τώρα έχω εικόνα: κάνουμε τον τελευταίο μεγάλο περίπατο στη θάλασσα του Μαρμαρά. Κατά μήκος, τα βυζαντινά τείχη, οι πύργοι του Θεόφιλου, τα ερείπια του παλατιού του Βουκολέοντα. Μπροστά μας το λιμάνι του Εμίνονου, ο σιδηροδρομικός σταθμός Σιρκεζί που άλλοτε έφερνε κόσμο με το τρένο κατευθείαν απ' το Παρίσι. Τελευταίο γεύμα τα ολόφρεσκα μπαρμπούνια στου Χατζόπουλου, τελευταίο γλυκό ο μπακλαβάς στου Γκιουλούογλου που γίνεται προσκύνημα κανονικό, τελευταία εικόνα, η Πόλη φωτισμένη καθώς το αεροπλάνο απογειώνεται για την επιστροφή στην πραγματικότητα.