Επειδή:
Δεν έχω έμπνευση
Δεν ξέρω τι να γράψω
Δεν έχω καμιά πρωτότυπη ιδέα
Όλο ιδέες είμαι, αλλά είναι ανακατεμένες στο μυαλό μου
Δεν έχω χρόνο
Έχω χρόνο αλλά άλλες προτεραιότητες
Βαριέμαι
Έχω αφήσει ημιτελή κείμενα στο προσωπικό μου αρχείο και δεν ξέρω ποιο να ολοκληρώσω και να δημοσιεύσω
Έρχονται τα Χριστούγεννα
Λίγο διάλειμμα δεν κάνει κακό
Θα επανέλθω
Ίσως… :)
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006
Περί ιδιοκτησίας
Με αφορμή τα θλιβερά που διαδραματίστηκαν στο Αγρίνιο προ 10 περίπου ημερών, γνωστός κομενταδόρος-αρθογράφος γνωστής απογευματινής εφημερίδας γράφει σε σχόλιο του:
"Το απόλυτο μέγεθος είναι η ιδιοκτησία. Και μάλιστα η μικρή. Το σπίτι μου, το χωράφι μου, ο φράκτης μου, ο γάιδαρός μου, η γάτα μου, το κυπαρίσσι μου, η κατσίκα μου, το πρόβατό μου, η κότα μου, το αυγό μου, το κλαρί μου, η τσίχλα μου.[…]Οικογένειες σκοτώνονται, αδέρφια πλακώνονται και φίλοι καθυβρίζονται στο όνομα μιας ρίζας ελιάς.[…] Όσο η ιδιοκτησία θα αποτελεί την υπέρτατη αξία μιας κοινωνίας τόσο ο Άνθρωπος θα παραμένει αιχμάλωτος της ζούγκλας! "
Σκέφτηκα έναν τύπο, κάτι σαν νέο-κλοσάρ μιας πρωτεύουσας που με επιτυχία πια μιμείται τις μεγάλες πρωτεύουσες ως προς το πολύ-πολιτισμικό και άλλα καλά ή κακά συνεπακόλουθα. Ο τύπος αυτός κυκλοφορεί συχνά-πυκνά στη γειτονιά μου. Η μόνη του ιδιοκτησία είναι ένα καρότσι σούπερ μάρκετ στο οποίο έχει στεγάσει όλα του τα υπάρχοντα. Δεν τον έχω δει ποτέ να ζητιανεύει ή να καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων για να βγάλει κανά ευρώ. Μπορεί και να το κάνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Το καρότσι είναι το σπίτι του. Είναι και το όχημα του. Χωρίς αυτό δεν πάει πουθενά. Το καρότσι είναι η ιδιοκτησία του και -ω τι τραγική ειρωνεία- ούτε αυτό τελικά του ανήκει.
"Το απόλυτο μέγεθος είναι η ιδιοκτησία. Και μάλιστα η μικρή. Το σπίτι μου, το χωράφι μου, ο φράκτης μου, ο γάιδαρός μου, η γάτα μου, το κυπαρίσσι μου, η κατσίκα μου, το πρόβατό μου, η κότα μου, το αυγό μου, το κλαρί μου, η τσίχλα μου.[…]Οικογένειες σκοτώνονται, αδέρφια πλακώνονται και φίλοι καθυβρίζονται στο όνομα μιας ρίζας ελιάς.[…] Όσο η ιδιοκτησία θα αποτελεί την υπέρτατη αξία μιας κοινωνίας τόσο ο Άνθρωπος θα παραμένει αιχμάλωτος της ζούγκλας! "
Σκέφτηκα έναν τύπο, κάτι σαν νέο-κλοσάρ μιας πρωτεύουσας που με επιτυχία πια μιμείται τις μεγάλες πρωτεύουσες ως προς το πολύ-πολιτισμικό και άλλα καλά ή κακά συνεπακόλουθα. Ο τύπος αυτός κυκλοφορεί συχνά-πυκνά στη γειτονιά μου. Η μόνη του ιδιοκτησία είναι ένα καρότσι σούπερ μάρκετ στο οποίο έχει στεγάσει όλα του τα υπάρχοντα. Δεν τον έχω δει ποτέ να ζητιανεύει ή να καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων για να βγάλει κανά ευρώ. Μπορεί και να το κάνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Το καρότσι είναι το σπίτι του. Είναι και το όχημα του. Χωρίς αυτό δεν πάει πουθενά. Το καρότσι είναι η ιδιοκτησία του και -ω τι τραγική ειρωνεία- ούτε αυτό τελικά του ανήκει.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006
Μεγαλώνουμε. Αλλά, μεγαλώνουμε;
Είναι μύθος ότι μεγαλώνουμε όταν μεγαλώνουμε. Εννοώ, όταν μεγαλώνουμε βιολογικά. Δεν μας μεγαλώνει η ενηλικίωση με κανέναν τρόπο. Και γι’ αυτό μειδιώ συγκρατημένα όταν ακούω σήμερα τα 17χρονα να περιμένουν αυτόν τον ένα χρόνο για να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους . «Έτσι εύκολο είναι;» λέω από μέσα μου, αλλά ταυτόχρονα καταπίνω τη γλώσσα μου και τα χαμόγελα και θυμάμαι ότι κι εγώ έτσι κάπως ένιωθα και οι μεγαλύτεροι εμού και οι κατοπινοί το ίδιο θα νιώθουν. Γιατί ο άνθρωπος βιάζεται πολύ. Βιάζεται να μεγαλώσει και δεν είναι σε θέση να καταλάβει ότι το ουσιαστικό μεγάλωμα συνεπάγεται πολύ κόπο και πόνο. Και κυρίως πολλή διαδρομή.
Δεν ξέρω σε ποια ηλικία μεγαλώνουμε τελικά. Μάλλον είναι πολύ υποκειμενικό. Πάντως οι άξονες της διαδρομής είναι κοινοί, σχεδόν για όλους.
Σίγουρα αρχίζουμε να μεγαλώνουμε όταν είμαστε πραγματικά ανεξάρτητοι και μπορούμε να ζήσουμε τους εαυτούς μας. Μεγαλώνουμε όταν προσπαθούμε να καλύψουμε τις υποχρεώσεις μας με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο να μας βοηθήσει. Όταν δεν βασιζόμαστε στους γονείς μας ή σε φίλους και δεν περιμένουμε να μας συντρέξουν κι όταν ξέρουμε πια στην πράξη ότι ο κόσμος να χαλάσει, θα πρέπει να μας φτάσουν τα λεφτά να περάσουμε με αξιοπρέπεια τον μήνα.
Αυτό είναι μάλλον ένα πρώτο σημάδι μεγαλώματος
Και το επόμενο είναι η ανάγκη να τα μοιραστείς όλα με κάποιον άλλον. Να φτάσει εκείνη η στιγμή που νιώθεις ότι απέδειξες ό, τι είχες ν’ αποδέιξεις στον εαυτό σου, έκλεισες όλα τα χρέη σου και πάς μπροστά για μια ζωή κοινή. Και κοινή συνεπάγεται να νοιάζεσαι ουσιαστικά τον άλλον, να τον αγαπάς και να τον στηρίζεις. Και να γίνονται όλα αυτά αβίαστα και χωρίς να υπάρχει εκατέρωθεν η υποχρέωση να το κάνεις. Να ζεις κανονικά με τον/ την εκλεκτό/ή σου χωρίς να βάζεις ταμπέλες κι ετικέτες που κάνουν την καθημερινότητα να φαντάζει μια ατέλειωτη ρουτίνα, μια ανακύκλωση, μια απ’ τα ίδια τελικά και της αφαιρούν τη μαγεία της. Γιατί υπάρχει μια μαγεία στην καθημερινότητα για την οποία αξίζει να μεγαλώνεις τελικά:
Να ξυπνάς και να κοιμάσαι βλέποντας το αγαπημένο πρόσωπο
Να τρίβονται τα πόδια σας στον ύπνο
Ν’ ανταλλάσσεις παντόφλες
Να τρώτε μαζί
Να ξαπλώνετε στον καναπέ χωρίς να χρειάζεται υποχρεωτικά να μιλάτε
Ν’ ακούτε τις σιωπές σας
Να ονειρεύεστε μαζί
Δεν ξέρω σε ποια ηλικία μεγαλώνουμε τελικά. Μάλλον είναι πολύ υποκειμενικό. Πάντως οι άξονες της διαδρομής είναι κοινοί, σχεδόν για όλους.
Σίγουρα αρχίζουμε να μεγαλώνουμε όταν είμαστε πραγματικά ανεξάρτητοι και μπορούμε να ζήσουμε τους εαυτούς μας. Μεγαλώνουμε όταν προσπαθούμε να καλύψουμε τις υποχρεώσεις μας με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο να μας βοηθήσει. Όταν δεν βασιζόμαστε στους γονείς μας ή σε φίλους και δεν περιμένουμε να μας συντρέξουν κι όταν ξέρουμε πια στην πράξη ότι ο κόσμος να χαλάσει, θα πρέπει να μας φτάσουν τα λεφτά να περάσουμε με αξιοπρέπεια τον μήνα.
Αυτό είναι μάλλον ένα πρώτο σημάδι μεγαλώματος
Και το επόμενο είναι η ανάγκη να τα μοιραστείς όλα με κάποιον άλλον. Να φτάσει εκείνη η στιγμή που νιώθεις ότι απέδειξες ό, τι είχες ν’ αποδέιξεις στον εαυτό σου, έκλεισες όλα τα χρέη σου και πάς μπροστά για μια ζωή κοινή. Και κοινή συνεπάγεται να νοιάζεσαι ουσιαστικά τον άλλον, να τον αγαπάς και να τον στηρίζεις. Και να γίνονται όλα αυτά αβίαστα και χωρίς να υπάρχει εκατέρωθεν η υποχρέωση να το κάνεις. Να ζεις κανονικά με τον/ την εκλεκτό/ή σου χωρίς να βάζεις ταμπέλες κι ετικέτες που κάνουν την καθημερινότητα να φαντάζει μια ατέλειωτη ρουτίνα, μια ανακύκλωση, μια απ’ τα ίδια τελικά και της αφαιρούν τη μαγεία της. Γιατί υπάρχει μια μαγεία στην καθημερινότητα για την οποία αξίζει να μεγαλώνεις τελικά:
Να ξυπνάς και να κοιμάσαι βλέποντας το αγαπημένο πρόσωπο
Να τρίβονται τα πόδια σας στον ύπνο
Ν’ ανταλλάσσεις παντόφλες
Να τρώτε μαζί
Να ξαπλώνετε στον καναπέ χωρίς να χρειάζεται υποχρεωτικά να μιλάτε
Ν’ ακούτε τις σιωπές σας
Να ονειρεύεστε μαζί
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006
«Κίχλη Γ’»
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
καθώς περνούν τα χρόνια και
κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
«Κίχλη Γ’» 1946
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
καθώς περνούν τα χρόνια και
κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
«Κίχλη Γ’» 1946
Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006
Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος.- Μια άλλη βερσιόν.
Μια φορά κι έναν καιρό γέννησε η πάπια μερικά παπάκια. Όταν βγήκαν απ’ τα αυγά τους, ήταν όλα πολύ όμορφα εκτός από ένα. Όταν το είδε η μαμά πάπια τρόμαξε. «Πώς βγήκε αυτό τόσο άσχημο»; αναρωτήθηκε κι αμέσως δαγκώθηκε. Δεν ήθελε να λέει άσχημο, αφού ως γνωστόν όλες οι μανάδες όμορφα τα βλέπουν τα παιδιά τους. «Δεν είναι άσχημο» είπε κι επανέλαβε τη φράση μέσα της πολλές φορές για να την πιστέψει. «Είναι απλώς διαφορετικό». «Διαφορετικό», ξανάπε κι αποφάσισε από κεινη τη στιγμή να έχει τα μάτια της στραμμένα πάνω του περισσότερο απ’ ότι στα άλλα της παιδιά. Αυτό με έχει ανάγκη. Θα καταλάβει σύντομα ότι είναι διαφορετικό και θα τρομάξει. Πρέπει να το προστατεύω.
Το ασχημόπαπο καθρεφτίστηκε για πρώτη φορά στη λίμνη μετά από λίγο καιρό. Είδε αμέσως ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τα αδέρφια του και τα άλλα παπιά, αλλά δεν έδωσε και τόση σημασία. Αφηνόταν να πλατσούριζει μαζί τους, τρώγανε παρέα και γενικά κάνανε όλα μαζί τις ίδιες χαζομάρες. Είχαν τις παπίσιες συνενοχές τους και τα μυστικά τους. Και τα άλλα ζώα το κοίταζαν σαν να ήταν αξιοπερίεργο όν. Το ασχημόπαπο δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές όπως τα αδερφάκια του κι έπρεπε να παλεύει διπλά για να καταφέρνει κάτι. Όχι πως ήταν χαζό ή αργό. Κάθε άλλο. Απλώς είχε έναν δικό του τρόπο να θεωρεί τα πράγματα και τον κόσμο. Ήταν ευαίσθητο και καλόψυχο. Πάντα έτρεχε να βοηθήσει όποιο παπί ή άλλο ζωάκι είχε πρόβλημα και καμιά φορά στενοχωριόταν όταν κανείς δεν συνέτρεχε εκείνο στις δυσκολίες του. Στενοχωριόταν κι έκλαιγε, αλλά στα κρυφά. Δεν ήθελε να το βλέπουν οι άλλοι για να μην φανερώνει τις αδυναμίες του και να μην το λυπούνται. Έτσι, με τα χρόνια έγινε δυνατό κι έφτιαξε μια ατσάλινη φορεσιά για να κυκλοφορεί. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε…
Κάποτε η μαμά πάπια το φώναξε κοντά της και του μίλησε για τη μοναξιά και την αγάπη.
«Άκουσε καλό μου, του είπε, χαϊδεύοντας το με περισσή στοργή. Μια μέρα τα αδέρφια σου θα φύγουν από δω και θα κάνουν τις δικές τους οικογένειες αλλού. Δεν φοβάμαι για κεινα. Είναι πολύ κοινωνικά κι αξιοποιούν όλες τις ευκαιρίες που τους δίνονται. Για σένα ανησυχώ».
«Γιατί μαμά; Επειδή είμαι άσχημο»;
«Ποιος λέει τέτοιες σαχλαμάρες»; φώναξε αγριεμένη η πάπια και συνέχισε. «Άσχημος δεν είναι κανείς. Η εικόνα είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα».
«Μα καθρεφτίστηκα τις προάλλες στη λίμνη και είδα αυτό που έβλεπα χρόνια τώρα. Είμαι αλλιώτικος απ’ τους άλλους».
«Αλλιώτικος δεν θα πει άσχημος. Είσαι διαφορετικός. Αυτό είπα εγώ τη μέρα που γεννήθηκες. Και είναι πολύ σημαντικό πράγμα να ξεχωρίζεις».
«Μα πώς ξεχωρίζω; Δεν με προσέχει κανείς. Δεν είμαι η ψυχή της παρέας. Δεν μου δίνει κανείς σημασία. Όλο τα αδέρφια μου κοιτάνε. Ποτέ εμένα»!
«Γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν τους χρειάζεσαι και νιώθουν αδύναμοι μπροστά σου. Νιώθουν ότι δεν μπορούν να σου προσφέρουν τίποτα. Μοιάζεις αυτάρκης και σίγουρος. Κανείς δεν υποπτεύεται πόσο τρυφερή είναι η ψυχούλα σου και κανείς δεν τολμάει να την αγγίξει. Εύχομαι να γνωρίσεις το μεγαλείο της αγάπης και να αφεθείς».
«Αγάπη; Τι είναι αυτό»;
«Είναι αυτό που θα σε κάνει να νιώθεις δυνατός και αδύναμος συγχρόνως. Θα βρεθεί μια μέρα μια άλλη ψυχή που θα μοιάζει με τη δική σου και θα την αναγνωρίσεις. Θα θελήσεις να κινήσεις γη και ουρανό για να την προστατεύεις απ’ τις επιθέσεις των ξένων. Θα είσαι τότε ο πιο δυνατός του κόσμου. Σαν ατρόμητο λιοντάρι. Όλοι θα πρέπει να παλέψουν μαζί σου αν τολμήσουν να τα βάλουν με την άλλη ψυχούλα. Και την ίδια στιγμή, θα γίνεσαι αδύναμος, όλο και πιο πολύ. Σαν πεινασμένο σπουργιτάκι. Θα μαλακώσεις γιατί θα θελήσεις αυτή η άλλη ψυχή να σε πάρει κάτω απ’ τα φτερά της και να σε αγκαλιάζει συνέχεια. Θα της φανερώσεις όλα τα μυστικά κι όλες τις αδυναμίες σου. Θα της εξομολογηθείς όλους τους φόβους κι όλες τις επιθυμίες σου. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν άγνωστα μονοπάτια ανάμεσα σας. Και δεν θα ντραπείς να κλάψεις μπροστά της. Γιατί τότε, αυτή η άλλη ψυχή που ήταν πριν αδύναμη, θα γίνει για σένα δυνατή και θα μεταμορφωθεί σε μια τεράστια φτερούγα που θα σε κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά της. Και δεν θα σε ξαναπειράξει ποτέ κανείς».
«Αλήθεα μπορούν να συμβούν όλα αυτά»; ρώτησε έκπληκτο εκείνο
«Μα και βέβαια μπορούν», απάντησε η μαμά πάπια. «Και τότε, να μην ξεχάσεις να καθρεφτιστείς ξανά στη λίμνη».
«Και πώς θα το καταλάβω ότι ήρθε η ώρα»; ρώτησε πάλι με αφέλεια το παπάκι
Η μαμά πάπια χαμογέλασε με τον τρόπο που χαμογελούν οι μεγάλοι για τις αλήθειες της ζωής που οι μικροί ακόμα δεν καταλαβαίνουν.
«Θα το καταλάβεις. Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς μέσα του. Απλώς πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δεχτείς. Και να μην φοβάσαι. Η αγάπη είναι ωραία αλλά είναι και μπελάς. Και για να γίνει ωραία, θα πρέπει να παλέψεις κάποτε και με τον μπελά».
Πέρασαν μήνες πολλοί και χρόνια. Το ασχημόπαπο θυμόταν πάντα τις κουβέντες της μάνας του. Τα αδέρφια του φύγαν απ’ τη φωλιά.Το ίδιο και οι φίλοι τους. Άλλα παπιά γεννήθηκαν και πέταξαν κι εκείνα μακριά. Και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη. Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη. Κι αυτό γύρναγε εδώ κι εκεί σε μια περιπλάνηση που φαινόταν χωρίς τέλος.
Και μια μέρα ένιωσε. Κι ύστερα ένιωσε πιο πολύ αυτό που πρώτα του φάνηκε σαν μικρό φτερούγισμα. Κι όταν κατάλαβε πως δεν κάνει λάθος, αφού πρώτα πόνεσε κι έκλαψε και πέρασε μπελάδες και φουρτούνες, καθρεφτίστηκε στη λίμνη και δεν είδε πια τη μορφή που είχε συνηθίσει.
Το ασχημόπαπο είχε γίνει κύκνος!
Το ασχημόπαπο καθρεφτίστηκε για πρώτη φορά στη λίμνη μετά από λίγο καιρό. Είδε αμέσως ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τα αδέρφια του και τα άλλα παπιά, αλλά δεν έδωσε και τόση σημασία. Αφηνόταν να πλατσούριζει μαζί τους, τρώγανε παρέα και γενικά κάνανε όλα μαζί τις ίδιες χαζομάρες. Είχαν τις παπίσιες συνενοχές τους και τα μυστικά τους. Και τα άλλα ζώα το κοίταζαν σαν να ήταν αξιοπερίεργο όν. Το ασχημόπαπο δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές όπως τα αδερφάκια του κι έπρεπε να παλεύει διπλά για να καταφέρνει κάτι. Όχι πως ήταν χαζό ή αργό. Κάθε άλλο. Απλώς είχε έναν δικό του τρόπο να θεωρεί τα πράγματα και τον κόσμο. Ήταν ευαίσθητο και καλόψυχο. Πάντα έτρεχε να βοηθήσει όποιο παπί ή άλλο ζωάκι είχε πρόβλημα και καμιά φορά στενοχωριόταν όταν κανείς δεν συνέτρεχε εκείνο στις δυσκολίες του. Στενοχωριόταν κι έκλαιγε, αλλά στα κρυφά. Δεν ήθελε να το βλέπουν οι άλλοι για να μην φανερώνει τις αδυναμίες του και να μην το λυπούνται. Έτσι, με τα χρόνια έγινε δυνατό κι έφτιαξε μια ατσάλινη φορεσιά για να κυκλοφορεί. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε…
Κάποτε η μαμά πάπια το φώναξε κοντά της και του μίλησε για τη μοναξιά και την αγάπη.
«Άκουσε καλό μου, του είπε, χαϊδεύοντας το με περισσή στοργή. Μια μέρα τα αδέρφια σου θα φύγουν από δω και θα κάνουν τις δικές τους οικογένειες αλλού. Δεν φοβάμαι για κεινα. Είναι πολύ κοινωνικά κι αξιοποιούν όλες τις ευκαιρίες που τους δίνονται. Για σένα ανησυχώ».
«Γιατί μαμά; Επειδή είμαι άσχημο»;
«Ποιος λέει τέτοιες σαχλαμάρες»; φώναξε αγριεμένη η πάπια και συνέχισε. «Άσχημος δεν είναι κανείς. Η εικόνα είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα».
«Μα καθρεφτίστηκα τις προάλλες στη λίμνη και είδα αυτό που έβλεπα χρόνια τώρα. Είμαι αλλιώτικος απ’ τους άλλους».
«Αλλιώτικος δεν θα πει άσχημος. Είσαι διαφορετικός. Αυτό είπα εγώ τη μέρα που γεννήθηκες. Και είναι πολύ σημαντικό πράγμα να ξεχωρίζεις».
«Μα πώς ξεχωρίζω; Δεν με προσέχει κανείς. Δεν είμαι η ψυχή της παρέας. Δεν μου δίνει κανείς σημασία. Όλο τα αδέρφια μου κοιτάνε. Ποτέ εμένα»!
«Γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν τους χρειάζεσαι και νιώθουν αδύναμοι μπροστά σου. Νιώθουν ότι δεν μπορούν να σου προσφέρουν τίποτα. Μοιάζεις αυτάρκης και σίγουρος. Κανείς δεν υποπτεύεται πόσο τρυφερή είναι η ψυχούλα σου και κανείς δεν τολμάει να την αγγίξει. Εύχομαι να γνωρίσεις το μεγαλείο της αγάπης και να αφεθείς».
«Αγάπη; Τι είναι αυτό»;
«Είναι αυτό που θα σε κάνει να νιώθεις δυνατός και αδύναμος συγχρόνως. Θα βρεθεί μια μέρα μια άλλη ψυχή που θα μοιάζει με τη δική σου και θα την αναγνωρίσεις. Θα θελήσεις να κινήσεις γη και ουρανό για να την προστατεύεις απ’ τις επιθέσεις των ξένων. Θα είσαι τότε ο πιο δυνατός του κόσμου. Σαν ατρόμητο λιοντάρι. Όλοι θα πρέπει να παλέψουν μαζί σου αν τολμήσουν να τα βάλουν με την άλλη ψυχούλα. Και την ίδια στιγμή, θα γίνεσαι αδύναμος, όλο και πιο πολύ. Σαν πεινασμένο σπουργιτάκι. Θα μαλακώσεις γιατί θα θελήσεις αυτή η άλλη ψυχή να σε πάρει κάτω απ’ τα φτερά της και να σε αγκαλιάζει συνέχεια. Θα της φανερώσεις όλα τα μυστικά κι όλες τις αδυναμίες σου. Θα της εξομολογηθείς όλους τους φόβους κι όλες τις επιθυμίες σου. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν άγνωστα μονοπάτια ανάμεσα σας. Και δεν θα ντραπείς να κλάψεις μπροστά της. Γιατί τότε, αυτή η άλλη ψυχή που ήταν πριν αδύναμη, θα γίνει για σένα δυνατή και θα μεταμορφωθεί σε μια τεράστια φτερούγα που θα σε κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά της. Και δεν θα σε ξαναπειράξει ποτέ κανείς».
«Αλήθεα μπορούν να συμβούν όλα αυτά»; ρώτησε έκπληκτο εκείνο
«Μα και βέβαια μπορούν», απάντησε η μαμά πάπια. «Και τότε, να μην ξεχάσεις να καθρεφτιστείς ξανά στη λίμνη».
«Και πώς θα το καταλάβω ότι ήρθε η ώρα»; ρώτησε πάλι με αφέλεια το παπάκι
Η μαμά πάπια χαμογέλασε με τον τρόπο που χαμογελούν οι μεγάλοι για τις αλήθειες της ζωής που οι μικροί ακόμα δεν καταλαβαίνουν.
«Θα το καταλάβεις. Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς μέσα του. Απλώς πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δεχτείς. Και να μην φοβάσαι. Η αγάπη είναι ωραία αλλά είναι και μπελάς. Και για να γίνει ωραία, θα πρέπει να παλέψεις κάποτε και με τον μπελά».
Πέρασαν μήνες πολλοί και χρόνια. Το ασχημόπαπο θυμόταν πάντα τις κουβέντες της μάνας του. Τα αδέρφια του φύγαν απ’ τη φωλιά.Το ίδιο και οι φίλοι τους. Άλλα παπιά γεννήθηκαν και πέταξαν κι εκείνα μακριά. Και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη. Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη. Κι αυτό γύρναγε εδώ κι εκεί σε μια περιπλάνηση που φαινόταν χωρίς τέλος.
Και μια μέρα ένιωσε. Κι ύστερα ένιωσε πιο πολύ αυτό που πρώτα του φάνηκε σαν μικρό φτερούγισμα. Κι όταν κατάλαβε πως δεν κάνει λάθος, αφού πρώτα πόνεσε κι έκλαψε και πέρασε μπελάδες και φουρτούνες, καθρεφτίστηκε στη λίμνη και δεν είδε πια τη μορφή που είχε συνηθίσει.
Το ασχημόπαπο είχε γίνει κύκνος!
Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006
Περί εμπνεύσεως, δημιουργίας και άλλων ζιζανίων.
Όλοι γνωρίζουμε την αρχή του ομηρικού έπους. Αυτήν την επίκληση του ποιητή στη Μούσα για να του δώσει έμπνευση και να παράγει έργο. Να δημιουργήσει.
Στο θέατρο, ο ηθοποιός βάζει σαν στόχο έναν θεατή και παίζει γι’ αυτόν όλο το βράδυ. Τις περισσότερες φορές δεν είναι συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι απλώς ο ιδανικός θεατής. Και το παράλογο είναι πως δεν ξέρουμε πώς ορίζεται καν ο ιδανικός θεατής. Να κάθεται ήσυχος στην καρέκλα, να μην βήχει, να μην τσαλακώνει χαρτάκια από καραμέλες, να έχει κλειστό το κινητό ή και καθόλου κινητό, να μην αλλάζει πόδι κάθε λίγο κι ακούγεται το θρόισμα απ’ το ύφασμα, να μην γελάει σαν χάχας εκεί που δεν πρέπει, να είναι καλλιεγημένος, να έχει τρόπους, να, να, να , να μην αναπνέει ίσως;
Είναι προφανές ότι όλη η παραπάνω περιγραφή ανήκει σε έναν θεατή της απόλυτης ουτοπίας. Αυτό το πλάσμα δεν υπάρχει, δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Εξωγήινος είναι μάλλον. Αλλά πρέπει να τον εφευρίσκεις κάθε φορά για να του απευθύνεσαι. Και να γίνεται το εξής μαγικό. Να τον απομονώνεις και να τον πολλαπλασιάζεις.
Εξηγούμαι: Εκεί που ήταν ένας κι έπαιζες μόνο γι’ αυτόν και είχες εξαφανίσει όλους τους άλλους δίπλα του, στο τέλος του έργου με τη δύναμη της χημείας που αναπτύχθηκε ανάμεσα σας, εμφανίζει και τους υπόλοιπους και σε χειροκροτούν όλοι μαζί.
Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ενός υπαρκτού ιδανικού θεατή, ενός προσώπου για το οποίο πραγματικά θες να παίζεις και στον οποίο αφιερώνεις όλη τη δημιουργικότητα σου. Εκεί, τα πράγματα είναι πιο απλά, πηγάζουν από αγάπη και σε αγάπη οδηγούνται. Γιατί κάθε αρχή δημιουργίας στην αγάπη πρέπει να βασίζεται για να είναι αυθεντική.
Κατ’ αντιστοιχία, η γραφή απευθύνεται στον αναγνώστη, τον ιδανικό αναγνώστη. Τον Αναγνώστη με Α κεφαλαίο. Αυτόν που είναι η μούσα σου, που θα πεις για χάρη του τη γνωστή φράση «Άνδρα μοι ένεππε Μούσαν πολύτροπον ος μάλλα πολλά πλάγχθη», και μετά θ’ αρχίσεις να γράφεις. Αλλά βασική προϋπόθεση είναι να τον θαυμάζεις και να τον εκτιμάς τον αναγνώστη σου. Και να θέλεις να του προσφέρεις το καλύτερο γιατί είναι απαιτητικός και καλά κάνει. Αλλά μέσα στις απαιτήσεις του είναι συγχρόνως και απλός. Αυτό που σου ζητάει είναι να του προσφέρεις το καλύτερο κομμάτι σου, το πιο αληθινό. Και θα εύχεσαι να σε διαβάζει ο ιδανικός αναγνώστης και να του αρέσει ή να μην συμφωνεί ίσως με κάτι και να σε διορθώνει, να σε συμβουλεύει, να ανοίγετε διάλογο κι εσύ να γράφεις, να γράφεις, να γράφεις και να φαντάζεσαι ότι οι αναγνώστες πληθαίνουν και σε διαβάζουν κι άλλοι κι άλλοι και πιο πολλοί κι ακόμα περισσότεροι ώσπου απ’ το μεγάλο πλήθος να κοιτάξεις, να παραμερίσεις και να κλείσεις το μάτι στον αναγνώστη σου. Σ’ αυτόν που σε ωθεί σε μια γόνιμη δημιουργία.
Στο θέατρο, ο ηθοποιός βάζει σαν στόχο έναν θεατή και παίζει γι’ αυτόν όλο το βράδυ. Τις περισσότερες φορές δεν είναι συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι απλώς ο ιδανικός θεατής. Και το παράλογο είναι πως δεν ξέρουμε πώς ορίζεται καν ο ιδανικός θεατής. Να κάθεται ήσυχος στην καρέκλα, να μην βήχει, να μην τσαλακώνει χαρτάκια από καραμέλες, να έχει κλειστό το κινητό ή και καθόλου κινητό, να μην αλλάζει πόδι κάθε λίγο κι ακούγεται το θρόισμα απ’ το ύφασμα, να μην γελάει σαν χάχας εκεί που δεν πρέπει, να είναι καλλιεγημένος, να έχει τρόπους, να, να, να , να μην αναπνέει ίσως;
Είναι προφανές ότι όλη η παραπάνω περιγραφή ανήκει σε έναν θεατή της απόλυτης ουτοπίας. Αυτό το πλάσμα δεν υπάρχει, δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Εξωγήινος είναι μάλλον. Αλλά πρέπει να τον εφευρίσκεις κάθε φορά για να του απευθύνεσαι. Και να γίνεται το εξής μαγικό. Να τον απομονώνεις και να τον πολλαπλασιάζεις.
Εξηγούμαι: Εκεί που ήταν ένας κι έπαιζες μόνο γι’ αυτόν και είχες εξαφανίσει όλους τους άλλους δίπλα του, στο τέλος του έργου με τη δύναμη της χημείας που αναπτύχθηκε ανάμεσα σας, εμφανίζει και τους υπόλοιπους και σε χειροκροτούν όλοι μαζί.
Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ενός υπαρκτού ιδανικού θεατή, ενός προσώπου για το οποίο πραγματικά θες να παίζεις και στον οποίο αφιερώνεις όλη τη δημιουργικότητα σου. Εκεί, τα πράγματα είναι πιο απλά, πηγάζουν από αγάπη και σε αγάπη οδηγούνται. Γιατί κάθε αρχή δημιουργίας στην αγάπη πρέπει να βασίζεται για να είναι αυθεντική.
Κατ’ αντιστοιχία, η γραφή απευθύνεται στον αναγνώστη, τον ιδανικό αναγνώστη. Τον Αναγνώστη με Α κεφαλαίο. Αυτόν που είναι η μούσα σου, που θα πεις για χάρη του τη γνωστή φράση «Άνδρα μοι ένεππε Μούσαν πολύτροπον ος μάλλα πολλά πλάγχθη», και μετά θ’ αρχίσεις να γράφεις. Αλλά βασική προϋπόθεση είναι να τον θαυμάζεις και να τον εκτιμάς τον αναγνώστη σου. Και να θέλεις να του προσφέρεις το καλύτερο γιατί είναι απαιτητικός και καλά κάνει. Αλλά μέσα στις απαιτήσεις του είναι συγχρόνως και απλός. Αυτό που σου ζητάει είναι να του προσφέρεις το καλύτερο κομμάτι σου, το πιο αληθινό. Και θα εύχεσαι να σε διαβάζει ο ιδανικός αναγνώστης και να του αρέσει ή να μην συμφωνεί ίσως με κάτι και να σε διορθώνει, να σε συμβουλεύει, να ανοίγετε διάλογο κι εσύ να γράφεις, να γράφεις, να γράφεις και να φαντάζεσαι ότι οι αναγνώστες πληθαίνουν και σε διαβάζουν κι άλλοι κι άλλοι και πιο πολλοί κι ακόμα περισσότεροι ώσπου απ’ το μεγάλο πλήθος να κοιτάξεις, να παραμερίσεις και να κλείσεις το μάτι στον αναγνώστη σου. Σ’ αυτόν που σε ωθεί σε μια γόνιμη δημιουργία.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006
Το σπίτι μου
Στην παιδική μου ηλικία αλλάξαμε αρκετές φορές σπίτι. Το πρώτο σπίτι, αυτό που γεννήθηκα κι έμεινα ως τα έξι μου χρόνια, ήταν ένα μεγάλο διαμέρισμα σε μια αστική πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας. Με μεγάλους χώρους υποδοχής, χωλ σαν δωμάτιο, καθιστικό και όλες τις προδιαγραφές ενός παλιού προσεγμένου διαμερίσματος. Αλλά δεν είχε παιδικό δωμάτιο. Θαρρείς και οι γονείς μου το είχαν νοικιάσει χωρίς να σκέφτονται την προοπτική απόκτησης παιδιών, πράγμα που συνέβη έτσι κι αλλιώς σύντομα. Το θυμάμαι σαν σε όνειρο αυτό το σπίτι. Φύγαμε όταν τέλειωσα την πρώτη δημοτικού για να πάμε κάπου που θα είχε πιο καθαρό αέρα και θα μπορούμε να παίζουμε στη γειτονιά χωρίς τον φόβο των αυτοκινήτων.
Το καινούργιο σπίτι λοιπόν, ήταν ένα διαφορετικού τύπου διαμέρισμα, μοντέρνο, νεόκτιστο και με παιδικό δωμάτιο που μοιραζόμουν αναγκαστικά με τον αδερφό μου. Είχε μεγάλο μπαλκόνι κι έβλεπε σε ένα πάρκο. Τότε ακόμα δεν είχε χτιστεί σχεδόν καθόλου η περιοχή και υπήρχε μεγάλη άπλα και ησυχία. Γνωριστήκαμε σύντομα με άλλα παιδιά και τα απογεύματα παίζαμε ελεύθεροι στους δρόμους. Ήταν τόσο έρημη τότε η γειτονιά που τα πρώτα χρόνια θυμάμαι ακόμα και προβατάκια απ’ τα κοντινό βουνό. Σαν να ήμασταν σε χωριό…
Στην επόμενη μετακόμιση που ήταν στη διπλανή πολυκατοικία, ήμουνα πια 15 χρονών, αλλά μέσα στον συναισθηματισμό της εφηβείας, αποφάσισα να κρατήσω ως ενθύμιο τα κλειδιά μου. Σκεφτόμουνα να τρυπώσω μια μέρα στα κρυφά στο προηγούμενο σπίτι και να δω πώς το είχαν επιπλώσει οι άνθρωποι που έμεναν εκεί, ποιο παιδί έπαιζε στο δωμάτιο που κινούσαμε τα play Mobil με τον αδερφό μου Δεν το έκανα βέβαια ποτέ, αλλά ίσως τα κλειδιά να υπάρχουν ακόμα.
Το σπίτι που θυμάμαι με αγάπη είναι αυτό που έμεινα απ’ τα 18 μου ως τα 26. Εκεί απέκτησα και πρώτη φορά δικό μου δωμάτιο. Το θέλαμε και οι δυο μας πολύ να χωρίσουμε τα δωμάτια μας, αν και είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια να είμαστε μαζί. Τα πρώτα χρόνια, τα κρεββάτια τα είχαμε δίπλα και όταν είμασταν ακόμα παιδάκια, ο αδερφός μου είχε μια ανασφάλεια τις νύχτες λόγω του σκοταδιού και μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, ήθελε να του κρατάω το χέρι. Δίπλα του είχε και το σπαθί απ’ την αποκριάτικη στολή του Βασιλιά Αρθούρου για να είναι έτοιμος να επιτεθεί στον κακό αν αυτός εισβάλλει μέσα στη νύχτα.
Όταν πια χωριστήκαμε, επικοινωνούσαμε συνθηματικά με τρία χτυπήματα στον ενδιάμεσο τοίχο. Ήταν κάτι σαν καληνύχτα και κάτι καλοκαίρια που απ’ τη ζέστη δεν μας έπαιρνε εύκολα ο ύπνος, βγαίναμε στο μικρό μπαλκόνι που ένωνε τα δυο μας δωμάτια και μιλάγαμε μέσα στη σιωπή της νύχτας.
Και μετά, έφυγα απ’ το σπίτι γιατί ήρθε η ώρα μου να απογαλακτιστώ και να δω πώς ζούνε οι άνθρωποι μακριά απ’ τη μητρική αγκαλιά. Ακολούθησαν έτσι άλλα δύο σπίτια.
Και τα σκέφτομαι νοσταλγικά όλα τα σπίτια που έμεινα. Κι ώρες ώρες λέω:
Θα ήθελα να έχω γεννηθεί, μεγαλώσει και ζήσει σ’ ένα παλιό μεγάλο σπίτι, απ’ το οποίο να μην έχω φύγει ποτέ και στις γωνιές του να είναι αποτυπωμένες οι αναμνήσεις μου. Γιατί όπου πας φτιάχνεις και το υλικό των αναμνήσεων σου. Ονειρευόμουνα ένα σπίτι σαν αυτά που βλέπουμε καμιά φορά στις ταινίες ή διαβάζουμε στα μυθιστορήματα. Να έχει και μια σοφίτα με τα παλιά μου παιχνίδια και τα παιδικά μου βιβλία. Να το περπατάω και να με θυμούνται οι τοίχοι του. Να κοιτάω γύρω και να ξεπηδούν παιδικά γέλια και εικόνες περασμένων χρόνων.
Και σχετικά πρόσφατα, ένιωσα ότι τελικά το σπίτι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον ως άψυχος χώρος. Και δεν επιθυμώ πια το παλιό, μεγάλο σπίτι αυτό καθεαυτό. Γιατί τα σπίτια είναι έρημα χωρίς ανθρώπους. Και το δικό μου σπίτι είναι αυτοί που αγαπώ. Αυτούς αναζητώ και σ’ αυτούς επιστρέφω κάθε φορά που λέω τη φράση «σπίτι μου».
Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006
Ατάκτως ερρημένα!
Είναι δύσκολο να είσαι αρεστός σε όλους. Μπορεί να είναι αυτός ο στόχος, αλλά η ζωή τον μετατρέπει σε ανέφικτο τις περισσότερες φορές. Και ειλικρινά θαυμάζω και ζηλεύω αυτούς που δεν δίνουν δεκάρα για τα σχόλια των άλλων και τραβούν τον δρόμο τους απερίσπαστοι. Αναισθησία; Όχι, δεν θα το έλεγα. Μάλλον αυτοπεποίθηση είναι ή μια μορφή άμυνας και δύναμης.
Υπάρχουν κάποιοι που ποτέ δεν σε αποδέχονται γιατί είναι ακατάλληλες οι περιστάσεις κάτω απ’ τις οποίες εισβάλλεις στη ζωή τους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είσαι κακός άνθρωπος ή γεμάτος ελαττώματα κι αρνητικά που είσαι δηλαδή, αφού ο άνθρωπος είναι απ’ τη φύση του ατελές ον.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που στα μάτια τους θα είσαι πάντα ο κακός εισβολέας, ο αδιάφορος διπλανός τους, αυτός ο άγνωστος που δεν θα θέλουν να γνωρίσουν. Και θα έχουν διαρκώς στραμμένα τα μάτια πάνω σου για να παρακολουθούν τις κινήσεις σου, να κάνεις το ατόπημα και να πούνε «είδες που είχα δίκιο»;
Κι εσύ θα κοιτάς στον καθρέφτη της ψυχής σου και θα βλέπεις ότι δεν είσαι τόσο κακός όσο λένε, ούτε τόσο αντιπαθές άτομο. Απλώς, σ’ αυτή τη ζωή μια απ’ τις ανθρώπινες ατέλειες είναι να μην συμπαθούμε υποχρεωτικά όλον τον κόσμο.
Υπάρχουν κάποιοι που ποτέ δεν σε αποδέχονται γιατί είναι ακατάλληλες οι περιστάσεις κάτω απ’ τις οποίες εισβάλλεις στη ζωή τους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είσαι κακός άνθρωπος ή γεμάτος ελαττώματα κι αρνητικά που είσαι δηλαδή, αφού ο άνθρωπος είναι απ’ τη φύση του ατελές ον.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που στα μάτια τους θα είσαι πάντα ο κακός εισβολέας, ο αδιάφορος διπλανός τους, αυτός ο άγνωστος που δεν θα θέλουν να γνωρίσουν. Και θα έχουν διαρκώς στραμμένα τα μάτια πάνω σου για να παρακολουθούν τις κινήσεις σου, να κάνεις το ατόπημα και να πούνε «είδες που είχα δίκιο»;
Κι εσύ θα κοιτάς στον καθρέφτη της ψυχής σου και θα βλέπεις ότι δεν είσαι τόσο κακός όσο λένε, ούτε τόσο αντιπαθές άτομο. Απλώς, σ’ αυτή τη ζωή μια απ’ τις ανθρώπινες ατέλειες είναι να μην συμπαθούμε υποχρεωτικά όλον τον κόσμο.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006
Ο Θεατρικός Άγγελος Σικελιανός
Διαβάζοντας το εξαιρετικό βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη, «Α. Σικελιανός» από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, διαπίστωσα με έκπληξη μια σχέση του μεγάλου ποιητή με το θέατρο- πέραν των Δελφικών γιορτών- που είχα σχεδόν ξεχάσει. Ο Σικελιανός υπήρξε κάποτε ηθοποιός!
Όταν το 1901 ο νεαρός ποιητής ήρθε από τη γενέτειρα του Λευκάδα στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική, απίστησε στις προγραμματισμένες σπουδές και αντ’ αυτών προτίμησε να στραφεί στο θέατρο. Είναι η χρονιά που ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ιδρύει τη «Νέα Σκηνή» του.
Η «Νέα Σκηνή» υπήρξε ως γνωστό μια απόπειρα πνευματικής μυσταγωγίας που επηρέασε βαθύτατα το νεοελληνικό θέατρο. Ο Χρηστομάνος, παράλληλα με τον Θωμά Οικονόμου του Βασιλικού θεάτρου, ανανέωσε το ρεπερτόριο της εποχής και συνεισέφερε σε πιο σύγχρονες τεχνικές υποκριτικής. Οι νεαροί μύστες που στρατεύθηκαν εθελοντικά (Σικελιανός, Σκίππης, Κυβέλη, Μήτσος Μυράτ, Θέωνη Δρακοπούλου, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Άγγελος Χρυσομάλλης) δεν απέβλεπαν υποχρεωτικά σε σταδιοδρομία ηθοποιού, μολονότι κάποιοι απ’ αυτούς παρέμειναν στο θέατρο. Η Κυβέλη μάλιστα, αποτέλεσε τη μούσα του Χρηστομάνου αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα περισσότερα έργα που ανέβηκαν. Το δε πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής διαβάστηκε από τον ίδιο τον Χρηστομάνο στο θέατρο του Διονύσου την 27η Φεβρουαρίου του 1901 μπροστά σε επιφανείς λογοτέχνες -μεταξύ των οποίων τους: Κωστή Παλαμά, Παύλο Νιρβάβα και Γρηγόρη Ξενόπουλο που το προσυπέγραψαν.
Ο Σικελιανός με την αδερφή του Ελένη και τον άντρα της Σπήλιο Πασαγιάννη, συνέπραξε στην αναμορφωτική προσπάθεια του Χρηστομάνου. Τα δυο αδέρφια μάλιστα για ένα βραχύ διάστημα θήτευσαν στο θέατρο και ως ηθοποιοί. Η Ελένη μετανάστευσε αργότερα στην Αμερική όπου και παρέμεινε. Η νεώτερη αδερφή του η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Αμερικανό Ραϋμόνδο Ντάνκαν, αδερφό της διάσημης χορεύτριας Ισιδώρας και δοκίμασε κι εκείνη με τη σειρά της να σταδιοδρομήσει στο θέατρο τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αμερική.
Το πόσο απασχόλησε την οικογένεια Σικελιανού το θέατρο, φαίνεται κι από μια ακόμη πληροφορία που μας παραθέτει ο Πρεβελάκης.
Το 1911 κι ενώ ο Σικελιανός είναι πια παντρεμένος με την Εύα Πάλμερ και βρίσκονται στο Παρίσι, η αδερφή του Πηνελόπη με τον Ραϋμόνδο οργανώνουν μια παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή σε αρχαία γλώσσα στο θέατρο Chatelet αρχικά κι έπειτα στο Trocadero με την ακόλουθη διανομή: Ηλέκτρα- Πηνελόπη Σικελιανού, Κλυταιμνήστρα- Ελένη Σικελιανού, , Χρυσόθεμις- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Αίγισθος –Ραϋμόνδος Ντάνκαν, Ορέστης- Διονύσιος Δεβάρης. Η παράσταση ταξίδεψε και στις ΗΠΑ χωρίς την Εύα όμως.
Σταθμός στη ζωή του Σικελιανού υπήρξε η γνωριμία του και ο γάμος του με την αμερικανίδα Εύα Πάλμερ που σπούδαζε στο Παρίσι Ελληνική αρχαιολογία και χορό.
Απ’ το 1910 ήδη, ο Σικελιανός συλλαμβάνει την ιδεα των Συνειδήσεων και όταν γνωρίζεται με τον Νίκο Kαζαντζάκη ξεκινούν μαζί (1914-1915,1917) να πραγματοποιήσουν την περιήγηση της Ελλάδας «αναζητώντας τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Από το 1915 ως το 1917 δημοσίευσε τους τέσσερεις τόμους της συλλογής ποιημάτων πρόλογος στη ζωή: «η συνείδηση της Γης μου»(1915), «η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), « η συνείδηση της γυναίκας» (1916), «η συνείδηση της Πίστης» (1917). Λίγο πιο ύστερα (1917-1920), γράφει τα πιο χαρακτηριστικά ίσως ποιήματά του, την ευρύτερη σύνθεση «Tο Πάσχα των Ελλήνων», και το «Μήτηρ Θεού». Συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, περιηγείται την ελληνική ύπαιθρο, σχεδιάζει και εκτελεί ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, ένα προσκύνημα που πάντα το ονειρευόταν.
Απ’ το 1922 μάλιστα και μετά την Μικρασιατική καταστροφή κι ενώ έχει ωριμάσει μέσα του η ανάγκη δημιουργίας ενός πνευματικού πυρήνα ικανού να ενώσει τους πνευματικούς ανθρώπους μέσα σε μια νέα πίστη, να συνθέσει τις αντιθέσεις και να αδελφώσει τους λαούς, συλλαμβάνει τη Δελφική Ιδέα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Σικελιανός είχε οραματιστεί μια παγκόσμια πνευματική κοινωνία με έδρα τους Δελφούς, όπου διανοούμενοι από όλο τον κόσμο και από όλους τους χώρους των επιστημών και των τεχνών θα εργάζονταν για την πνευματική και ψυχική συναδέλφωση των λαών. H αδελφοσύνη, η ευνομία, η ελευθερία, η ανθρωπιά, ο κοσμοπολιτισμός αποτελούσαν βασικά γνωρίσματα της δελφικής ιδέας του ποιητή. Τους Δελφούς τους επέλεξε εξαιτίας της αίγλης και της ηθικής που εξέπεμπε κατά την αρχαιότητα το ιερό, λόγω του ότι θεωρείτο ο ομφαλός της γης και επειδή εκεί είχε την έδρα της η Δελφική Αμφικτυονία, μια μικρογραφία της τότε Κοινωνίας των Εθνών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, θεωρούσε απαραίτητο να ιδρυθεί εκεί ένα Πανεπιστήμιο ηθικών, ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών σπουδών. Στο ίδρυμα αυτό θα πραγματοποιούντο κοινωνιολογικές, μουσικές κ.ά. σπουδές και εκτός από σεμινάρια, διαλέξεις και συνέδρια θα οργανώνονταν και οι δελφικές εορτές, απαραίτητες, όπως πίστευε, για την πραγμάτωση των οραμάτων του.
Οι γιορτές περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις, αρχαίους και λαϊκούς χορούς, αθλητικούς αγώνες, λαμπαδηδρομίες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, εκθέσεις έργων γλυπτικής, ζωγραφικής, λαϊκής χειροτεχνίας κ.ά.
Χαρακτηριστικό του πνεύματος των εκδηλώσεων αυτών ήταν ότι στους αθλητικούς αγώνες, δεν έπαιρναν μέρος κανονικοί αλλά αυτοσχέδιοι αθλητές, κάτοικοι των γύρω περιοχών και στρατιώτες. «Στοχεύουμε» έλεγε ο Σικελιανός «να επαναφέρουμε το Πνεύμα των Αγώνων από το βιομηχανικό επίπεδο όπου έχει καταπέσει, στο επίπεδο της πλήρους ηθικής αυθορμησίας απ' όπου έχει αναχωρήσει, δεν θέλουμε τη νοσταλγικήν αποκατάσταση ενός μεγάλου αισθητικού κεφαλαίου κι επιδιώκουμε τη δημιουργία ενός γνήσιου πλαίσιου μορφολογικού, που να επιτρέπει ευθύς αμέσως τη συνθετική μεταφορά, σ' ένα κοινό πνευματικό επίπεδο, παγκόσμιων προβλημάτων». Ο Σικελιανός αρνήθηκε την εμπορευματοποίηση των παραπάνω εκδηλώσεων και τη χρηματοδότησή τους για τουριστικούς σκοπούς, από το κράτος. Τα έξοδα των πρώτων εορτών τα ανέλαβε Εύα Πάλμερ, που με τις οικονομικές της δυνατότητες και το πρακτικό μυαλό της έλυνε πλήθος προβλημάτων.
Οι δύο πρώτες δελφικές γιορτές πραγματοποιήθηκαν το 1927 με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου και το1930 με τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη μπροστά στο κατάπληκτο από θαυμασμό κοινό που είχε έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου, ενώ οι τρίτες, αν και είχαν προγραμματισθεί για το 1936, δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω της δικτατορίας. Μετά τον πόλεμο έγινε μια προσπάθεια για αναβίωσή τους, πράγμα που κατέστη δυνατόν για μια μόνο φορά, το 1952, και αφού στο μεταξύ είχε πεθάνει ο ποιητής. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι Δελφικές γιορτές αφαίμαξαν οικονομικά το ζεύγος Σικελιανού και το οδήγησαν στην χρεοκωπία.
Tο 1929 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος Σικελιανού αργυρά μετάλλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των δελφικών αγώνων». Tο 1932 ο Σικελιανός, επηρασμένος ακόμα απ’ το θέατρο, έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον «Διθύραμβο του Ρόδου», την πρώτη από τις τραγωδίες του. Απ’ το 1940 έως και το 1951, τη χρονιά της τελευτής του, (όπως πολύ ποιητικά αναφέρει ο Πρεβελάκης),η ιδεολογία του ποιητή μεταβάλλεται σε αμφίσημη πνευματική πράξη. Από το ένα μέρος, οδηγούμενος από την προφητική διαίσθηση και φαντασία του αναζητάει τη μεταφυσική και την ποίηση ενός προλογικού και χθόνιου ουμανισμού που θα ξανατοποθετήσει τον άνθρωπο στην καρδιά του σύμπαντος, και από το άλλο μέρος, βαθύτατα συγκλονισμένος από τα γεγονότα της δεκαετίας αυτής, εντάσσεται «στο στρατόπεδο της ελευθερίας-δικαιοσύνης» και προσπαθεί εναγώνια να συμβιβάσει και να βρει τον ενιαίο ρυθμό του εθνικισμού, του σοσιαλισμού και του Ανατολισμού. Μαρτυρία της «μεταβολής που είχε συντελεστεί μέσα του» είναι τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα της περιόδου αυτής. Ορόσημο της περιόδου αποτελεί η τραγωδία ο «Χριστός στη Ρώμη» το 1946. Την ίδια χρονιά, ο Σικελιανός εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ δυο χρόνια πριν «φύγει», το 1949, ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.
Όταν το 1901 ο νεαρός ποιητής ήρθε από τη γενέτειρα του Λευκάδα στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική, απίστησε στις προγραμματισμένες σπουδές και αντ’ αυτών προτίμησε να στραφεί στο θέατρο. Είναι η χρονιά που ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ιδρύει τη «Νέα Σκηνή» του.
Η «Νέα Σκηνή» υπήρξε ως γνωστό μια απόπειρα πνευματικής μυσταγωγίας που επηρέασε βαθύτατα το νεοελληνικό θέατρο. Ο Χρηστομάνος, παράλληλα με τον Θωμά Οικονόμου του Βασιλικού θεάτρου, ανανέωσε το ρεπερτόριο της εποχής και συνεισέφερε σε πιο σύγχρονες τεχνικές υποκριτικής. Οι νεαροί μύστες που στρατεύθηκαν εθελοντικά (Σικελιανός, Σκίππης, Κυβέλη, Μήτσος Μυράτ, Θέωνη Δρακοπούλου, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Άγγελος Χρυσομάλλης) δεν απέβλεπαν υποχρεωτικά σε σταδιοδρομία ηθοποιού, μολονότι κάποιοι απ’ αυτούς παρέμειναν στο θέατρο. Η Κυβέλη μάλιστα, αποτέλεσε τη μούσα του Χρηστομάνου αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα περισσότερα έργα που ανέβηκαν. Το δε πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής διαβάστηκε από τον ίδιο τον Χρηστομάνο στο θέατρο του Διονύσου την 27η Φεβρουαρίου του 1901 μπροστά σε επιφανείς λογοτέχνες -μεταξύ των οποίων τους: Κωστή Παλαμά, Παύλο Νιρβάβα και Γρηγόρη Ξενόπουλο που το προσυπέγραψαν.
Ο Σικελιανός με την αδερφή του Ελένη και τον άντρα της Σπήλιο Πασαγιάννη, συνέπραξε στην αναμορφωτική προσπάθεια του Χρηστομάνου. Τα δυο αδέρφια μάλιστα για ένα βραχύ διάστημα θήτευσαν στο θέατρο και ως ηθοποιοί. Η Ελένη μετανάστευσε αργότερα στην Αμερική όπου και παρέμεινε. Η νεώτερη αδερφή του η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Αμερικανό Ραϋμόνδο Ντάνκαν, αδερφό της διάσημης χορεύτριας Ισιδώρας και δοκίμασε κι εκείνη με τη σειρά της να σταδιοδρομήσει στο θέατρο τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αμερική.
Το πόσο απασχόλησε την οικογένεια Σικελιανού το θέατρο, φαίνεται κι από μια ακόμη πληροφορία που μας παραθέτει ο Πρεβελάκης.
Το 1911 κι ενώ ο Σικελιανός είναι πια παντρεμένος με την Εύα Πάλμερ και βρίσκονται στο Παρίσι, η αδερφή του Πηνελόπη με τον Ραϋμόνδο οργανώνουν μια παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή σε αρχαία γλώσσα στο θέατρο Chatelet αρχικά κι έπειτα στο Trocadero με την ακόλουθη διανομή: Ηλέκτρα- Πηνελόπη Σικελιανού, Κλυταιμνήστρα- Ελένη Σικελιανού, , Χρυσόθεμις- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Αίγισθος –Ραϋμόνδος Ντάνκαν, Ορέστης- Διονύσιος Δεβάρης. Η παράσταση ταξίδεψε και στις ΗΠΑ χωρίς την Εύα όμως.
Σταθμός στη ζωή του Σικελιανού υπήρξε η γνωριμία του και ο γάμος του με την αμερικανίδα Εύα Πάλμερ που σπούδαζε στο Παρίσι Ελληνική αρχαιολογία και χορό.
Απ’ το 1910 ήδη, ο Σικελιανός συλλαμβάνει την ιδεα των Συνειδήσεων και όταν γνωρίζεται με τον Νίκο Kαζαντζάκη ξεκινούν μαζί (1914-1915,1917) να πραγματοποιήσουν την περιήγηση της Ελλάδας «αναζητώντας τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Από το 1915 ως το 1917 δημοσίευσε τους τέσσερεις τόμους της συλλογής ποιημάτων πρόλογος στη ζωή: «η συνείδηση της Γης μου»(1915), «η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), « η συνείδηση της γυναίκας» (1916), «η συνείδηση της Πίστης» (1917). Λίγο πιο ύστερα (1917-1920), γράφει τα πιο χαρακτηριστικά ίσως ποιήματά του, την ευρύτερη σύνθεση «Tο Πάσχα των Ελλήνων», και το «Μήτηρ Θεού». Συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, περιηγείται την ελληνική ύπαιθρο, σχεδιάζει και εκτελεί ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, ένα προσκύνημα που πάντα το ονειρευόταν.
Απ’ το 1922 μάλιστα και μετά την Μικρασιατική καταστροφή κι ενώ έχει ωριμάσει μέσα του η ανάγκη δημιουργίας ενός πνευματικού πυρήνα ικανού να ενώσει τους πνευματικούς ανθρώπους μέσα σε μια νέα πίστη, να συνθέσει τις αντιθέσεις και να αδελφώσει τους λαούς, συλλαμβάνει τη Δελφική Ιδέα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Σικελιανός είχε οραματιστεί μια παγκόσμια πνευματική κοινωνία με έδρα τους Δελφούς, όπου διανοούμενοι από όλο τον κόσμο και από όλους τους χώρους των επιστημών και των τεχνών θα εργάζονταν για την πνευματική και ψυχική συναδέλφωση των λαών. H αδελφοσύνη, η ευνομία, η ελευθερία, η ανθρωπιά, ο κοσμοπολιτισμός αποτελούσαν βασικά γνωρίσματα της δελφικής ιδέας του ποιητή. Τους Δελφούς τους επέλεξε εξαιτίας της αίγλης και της ηθικής που εξέπεμπε κατά την αρχαιότητα το ιερό, λόγω του ότι θεωρείτο ο ομφαλός της γης και επειδή εκεί είχε την έδρα της η Δελφική Αμφικτυονία, μια μικρογραφία της τότε Κοινωνίας των Εθνών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, θεωρούσε απαραίτητο να ιδρυθεί εκεί ένα Πανεπιστήμιο ηθικών, ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών σπουδών. Στο ίδρυμα αυτό θα πραγματοποιούντο κοινωνιολογικές, μουσικές κ.ά. σπουδές και εκτός από σεμινάρια, διαλέξεις και συνέδρια θα οργανώνονταν και οι δελφικές εορτές, απαραίτητες, όπως πίστευε, για την πραγμάτωση των οραμάτων του.
Οι γιορτές περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις, αρχαίους και λαϊκούς χορούς, αθλητικούς αγώνες, λαμπαδηδρομίες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, εκθέσεις έργων γλυπτικής, ζωγραφικής, λαϊκής χειροτεχνίας κ.ά.
Χαρακτηριστικό του πνεύματος των εκδηλώσεων αυτών ήταν ότι στους αθλητικούς αγώνες, δεν έπαιρναν μέρος κανονικοί αλλά αυτοσχέδιοι αθλητές, κάτοικοι των γύρω περιοχών και στρατιώτες. «Στοχεύουμε» έλεγε ο Σικελιανός «να επαναφέρουμε το Πνεύμα των Αγώνων από το βιομηχανικό επίπεδο όπου έχει καταπέσει, στο επίπεδο της πλήρους ηθικής αυθορμησίας απ' όπου έχει αναχωρήσει, δεν θέλουμε τη νοσταλγικήν αποκατάσταση ενός μεγάλου αισθητικού κεφαλαίου κι επιδιώκουμε τη δημιουργία ενός γνήσιου πλαίσιου μορφολογικού, που να επιτρέπει ευθύς αμέσως τη συνθετική μεταφορά, σ' ένα κοινό πνευματικό επίπεδο, παγκόσμιων προβλημάτων». Ο Σικελιανός αρνήθηκε την εμπορευματοποίηση των παραπάνω εκδηλώσεων και τη χρηματοδότησή τους για τουριστικούς σκοπούς, από το κράτος. Τα έξοδα των πρώτων εορτών τα ανέλαβε Εύα Πάλμερ, που με τις οικονομικές της δυνατότητες και το πρακτικό μυαλό της έλυνε πλήθος προβλημάτων.
Οι δύο πρώτες δελφικές γιορτές πραγματοποιήθηκαν το 1927 με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου και το1930 με τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη μπροστά στο κατάπληκτο από θαυμασμό κοινό που είχε έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου, ενώ οι τρίτες, αν και είχαν προγραμματισθεί για το 1936, δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω της δικτατορίας. Μετά τον πόλεμο έγινε μια προσπάθεια για αναβίωσή τους, πράγμα που κατέστη δυνατόν για μια μόνο φορά, το 1952, και αφού στο μεταξύ είχε πεθάνει ο ποιητής. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι Δελφικές γιορτές αφαίμαξαν οικονομικά το ζεύγος Σικελιανού και το οδήγησαν στην χρεοκωπία.
Tο 1929 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος Σικελιανού αργυρά μετάλλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των δελφικών αγώνων». Tο 1932 ο Σικελιανός, επηρασμένος ακόμα απ’ το θέατρο, έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον «Διθύραμβο του Ρόδου», την πρώτη από τις τραγωδίες του. Απ’ το 1940 έως και το 1951, τη χρονιά της τελευτής του, (όπως πολύ ποιητικά αναφέρει ο Πρεβελάκης),η ιδεολογία του ποιητή μεταβάλλεται σε αμφίσημη πνευματική πράξη. Από το ένα μέρος, οδηγούμενος από την προφητική διαίσθηση και φαντασία του αναζητάει τη μεταφυσική και την ποίηση ενός προλογικού και χθόνιου ουμανισμού που θα ξανατοποθετήσει τον άνθρωπο στην καρδιά του σύμπαντος, και από το άλλο μέρος, βαθύτατα συγκλονισμένος από τα γεγονότα της δεκαετίας αυτής, εντάσσεται «στο στρατόπεδο της ελευθερίας-δικαιοσύνης» και προσπαθεί εναγώνια να συμβιβάσει και να βρει τον ενιαίο ρυθμό του εθνικισμού, του σοσιαλισμού και του Ανατολισμού. Μαρτυρία της «μεταβολής που είχε συντελεστεί μέσα του» είναι τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα της περιόδου αυτής. Ορόσημο της περιόδου αποτελεί η τραγωδία ο «Χριστός στη Ρώμη» το 1946. Την ίδια χρονιά, ο Σικελιανός εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ δυο χρόνια πριν «φύγει», το 1949, ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.
Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006
Ταξίδι στ’ αστέρια
Ένα ταξίδι στ’ αστέρια θα κάνω. Θα πάρω μαζί μου αυτά που αγαπώ πιο πολύ. Τα μάτια σου, τη γεύση σου, τη θέρμη απ’ το άγγιγμα σου, τη μυρωδιά του δέρματος. Μα πρώτα απ’ όλα θα πάρω εσένα. Γιατί χωρίς εσένα οι δρόμοι είναι δύσβατοι και το φως απ’ τα αστέρια δεν φτάνει.
Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006
Ο Ευγένιος Ιονέσκο και το Θέατρο του Παραλόγου
Με αφορμή την παράσταση της «Φαλακρής τραγουδίστριας» που παίζεται φέτος στο θέατρο Βικτώρια, θεώρησα σκόπιμο αντί να κριτικάρω την παράσταση κατά τα προσφιλή μου, να γράψω λίγα λόγια για τον Ιονέσκο και για τις πρωτότυπες συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε η «Φαλακρή τραγουδίστρια».
Το πώς εμπνεύστηκε κι έγραψε ο Ιονέσκο το συγκεκριμένο έργο, είναι από μόνο του ένα ασυνήθιστο γεγονός, σαν αστείο. Αλλά ο Ιονέσκο δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση. Γεννημένος στις 26 Νοεμβρίου του 1912 στη Σλάτινα της Ρουμανίας από πατέρα Ρουμάνο και μητέρα Γαλλίδα περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία. Η χώρα μου ήταν για μένα η Γαλλία, απλά και μόνο γιατί είχα ζήσει εκεί με τη μητέρα μου, θα πει λίγα χρόνια αργότερα, όταν στα 12 του και λόγω του διαζυγίου των γονιών του, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Ρουμανία και να ζήσει μια διαφορετική ζωή, κοντά στον πατέρα του με τον οποίο είχε δύσκολη σχέση. Σε ηλικία δέκα χρονών γράφει τα πρώτα του ποιήματα και ένα σενάριο κωμωδίας στο οποίο υπάρχουν ήδη ορισμένα στοιχεία που αργότερα θα επαναληφθούν στα θεατρικά του έργα: Φαντάστηκα το απογευματινό μερικών παιδιών που ταράχτηκε από τους δυσαρεστημένους γονείς όταν είδαν την ακαταστασία. Τα παιδιά θυμωμένα, έσπαγαν τα πιατικά, έσπαγαν τα έπιπλα, πετούσαν τους γονείς τους από τα παράθυρα και τελείωναν βάζοντας φωτιά στο σπίτι.
Τελειώνοντας το σχολείο θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά ο πατέρας του τον αναγκάζει να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσιεύει ένα μικρό βιβλιαράκι με στίχους, γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον εαυτό του και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Το 1934 εκδίδει μια σειρά από φυλλάδια ενάντια σε καθιερωμένους συγγραφείς, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μετά το 1933, η πολιτική κατάσταση στη Ρουμανία είναι δύσκολη. Η ναζιστική ιδεολογία της βίας και του ρατσισμού έχει εισβάλει στο Πανεπιστήμιο. Κάθε διάλογος γίνεται αδύνατος και κάθε αντίσταση επικίνδυνη. Ο Ιονέσκο μαζεμένος στον εαυτό του, γράφει δεκάδες σελίδες στο ημερολόγιό του, αναλύοντας τις διαμάχες του με παλιούς φίλους και συναδέλφους που είχαν επηρεαστεί από το ναζισμό, και αντιπαραβάλλει τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στο έργο του Ρινόκερος το 1958. Στη Γαλλία, θα επιστρέψει το 1938, πρώτα στη Σαπέλ-Αντενέζ των παιδικών του χρόνων, αργότερα στη Μασσαλία και το 1944 θα εγκατασταθεί οριστικά στο Παρίσι, πιάνοντας δουλειά ως διορθωτής σ’ έναν εκδοτικό οίκο νομικών βιβλίων.
Μέχρι τα 40 του θεωρεί ότι το θέατρο είναι κάτι που δεν τον ενδιαφέρει και δηλώνει ότι δεν έχει καμία κλίση για δραματουργός: Διαβάζω λογοτεχνία, δοκίμια, πηγαίνω μ’ ευχαρίστηση στον κινηματογράφο. Ακούω κάπου-κάπου μουσική, επισκέπτομαι τις εκθέσεις, σπάνια όμως πηγαίνω στο θέατρο. [...] Το να πάω στο θέατρο, σήμαινε για μένα να δω ανθρώπους, προφανώς σοβαρούς ανθρώπους, να γίνονται θέαμα. [...] Η παρουσία πάνω στη σκηνή ανθρώπων με σάρκα και οστά ήταν αυτό που μ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, και μου προκαλούσε αμηχανία.
Σ’ αυτή την ηλικία αποφασίζει να μάθει αγγλικά και αγοράζει την γαλλο-αγγλική μέθοδο. Το αποτέλεσμα είναι να γράψει το πρώτο του θεατρικό έργο τη Φαλακρή τραγουδίστρια, της οποίας ένα μέρος του διαλόγου μιμείται τις ασυνάρτητες φράσεις μιας μεθόδου ξένης γλώσσας: Το κείμενο της Φαλακρής τραγουδίστριας ή του εγχειριδίου για την εκμάθηση των αγγλικών με τις έτοιμες εκφράσεις, με τους πιο ξεπερασμένους τύπους, μου αποκάλυπτε, ακριβώς μ’ αυτούς, τον αυτοματισμό της γλώσσας, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, το να μιλάμε για να μη λέμε τίποτα, να μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε προσωπικό, μου αποκάλυπτε την έλλειψη εσωτερικής ζωής, το μηχανισμό του καθημερινού, τον άνθρωπο που πλέει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον, το ότι δεν ξεχωρίζουμε πια τίποτα. Το έργο είναι μια επίθεση ενάντια σ’ αυτό που ο Ιονέσκο αποκαλούσε παγκόσμιο μικροαστισμό, προσωποποίηση παραδεδεγμένων ιδεών και συνθημάτων, πανταχού παρών κονφορμισμό. Ο Ιονέσκο θεωρούσε ότι είχε γράψει την απόλυτη τραγωδία. Κι όμως, όπου παιζόταν το έργο, το κοινό έπεφτε κάτω από τα γέλια. Ο Ιονέσκο αρχικά αντέδρασε, αλλά τελικά συναίνεσε λέγοντας: Από τη στιγμή που το κωμικό είναι η διαίσθηση του παραλόγου, τότε, κατ' εμένα, το κωμικό είναι πολύ πιο κοντά στην απελπισία παρά το τραγικό.
Η Φαλακρή τραγουδίστρια, που στο πρόγραμμα χαρακτηριζόταν σαν «αντι-έργο», πρωτοπαίχτηκε στις 11 Μαΐου του 1950, στο Τεάτρ ντε Νοκταμπύλ, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί από την Κομεντί Φρανσαίζ. Η υποδοχή ήταν ψυχρή. Μόνο ο Ζακ Λεμαρσάν, κριτικός τότε στην εφημερίδα «Κομπά», κι ο θεατρικός συγγραφέας Αρμάν Σαλακρού, έγραψαν επαινετικά. Χρήματα για διαφήμιση δεν υπήρχαν, κι έτσι οι ίδιοι οι ηθοποιοί με κρεμασμένες μπρος και πίσω ταμπέλες, παρέλαυναν στους δρόμους μια ώρα πριν από την παράσταση. Το θέατρο όμως εξακολουθούσε να μένει άδειο. Πολλές φορές, όταν στο κοινό ήταν λιγότερο από τρεις θεατές, επέστρεφαν τα εισιτήρια κι οι ηθοποιοί γυρνούσαν σπίτι τους. Ύστερα από έξη περίπου εβδομάδες κατάθεσαν τα όπλα. Για τον Ιονέσκο, η πρώτη αυτή γνωριμία με το ζωντανό θέατρο στάθηκε κρίσιμη, όχι μόνο έμεινε κατάπληκτος σαν άκουσε το κοινό να γελάει μ΄ αυτό που εκείνος θεωρούσε τραγικό θέαμα της ανθρώπινης ζωής, κατάντια ενός γεμάτου απάθεια αυτοματισμού της αστικής συμβατικότητας και απολίθωση της γλώσσας, ένιωσε συνάμα και μεγάλη συγκίνηση βλέποντας πρώτη φορά πάνω στη σκηνή ζωντανά τα πλάσματα της φαντασίας του.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Φαλακρή Τραγουδίστρια βασίζεται πάνω στη σκέψη των υπαρξιστών διανοούμενων της εποχής, τότε που το θέατρο του παραλόγου διέτρεχε την λαμπρότερη περίοδό του. Ο συνδυασμός του έργου των ντανταϊστών, του Νικολάι Γκόγκολ και του Μπέρτολ Μπρεχτ ή των σουρεαλιστών και του Σαλβαδόρ Νταλί, καθώς και των υπαρξιακών θεωριών του Σαρτρ και του Καμύ, δημιούργησε ένας είδος θεάτρου που συνοψίζεται στα λόγια του Ιονέσκο όταν ο άνθρωπος χάνεται στον κόσμο, οι πράξεις του γίνονται παράλογες και άχρηστες.
Σύμφωνα με την περιγραφή του συγγραφέα, η έναρξη του μονόπρακτου γίνεται στο σαλόνι ενός εγγλέζικου αστικού σπιτιού, όπου ένα εγγλέζικο ζευγάρι, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, κάθεται πλάι στο εγγλέζικο τζάκι τους .Ο κύριος Σμιθ καπνίζει την εγγλέζικη πίπα του διαβάζοντας την εγγλέζικη εφημερίδα του, και η κυρία Σμιθ, καθισμένη στην εγγλέζικη πολυθρόνα της, μαντάρει τις εγγλέζικες κάλτσες της. Μετά από μια μεγάλη διάρκεια εγγλέζικης σιωπής, και αφού το εγγλέζικο ρολόι του τοίχου, που δείχνει πάντα την αντίθετη ώρα απ΄ αυτή που είναι, χτυπήσει δεκαεπτά εγγλέζικες φορές, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, επιδίδονται σ΄ έναν τετριμμένα καθημερινό και παράλογο διάλογο. Δέχονται την επίσκεψη ενός φιλικού τους ζευγαριού, του κυρίου και της κυρίας Μάρτιν, οι οποίοι αν και είναι σύζυγοι που βλέπονται και μιλάνε καθημερινά, δεν αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Μετά από πολλές συζητήσεις, σκέψεις και συσχετισμούς γεγονότων, αφού διαπιστώνουν πολλές «συμπτώσεις», αντιλαμβάνονται την μεταξύ τους σχέση. Τα διανοητικά ταραγμένα ζευγάρια, έρχεται να ταράξει ακόμη περισσότερο, ένας απρόσκλητος πυροσβέστης ο οποίος καταφθάνει και διηγείται απίθανες ιστορίες, όπως εκείνη που ένα μοσχαράκι έφερε στον κόσμο μια αγελάδα. Σε λίγο φεύγει για να προλάβει μια πυρκαγιά η οποία θα ξεσπάσει σε τρία τέταρτα και δεκαέξι δευτερόλεπτα ακριβώς στην άλλη άκρη της πόλης, αφού πρώτα ρωτήσει τους παρευρισκόμενους τι απέγινε η φαλακρή τραγουδίστρια, και πάρει την απάντηση πως χτενίζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τα ζευγάρια ξαναρχίζουν την κουβέντα τους, ανταλλάσσοντας εξωφρενικές κοινοτοπίες που καταλήγουν σε ουρλιαχτά, ενώ το έργο τελειώνει με την κυρία Μάρτιν να επαναλαμβάνει τα πρώτα λόγια του έργου, δίνοντας τη δυνατότητα να ξαναρχίσει το μονόπρακτο από την αρχή.
Στρώθηκα στη δουλειά. Αντέγραψα ευσυνείδητα ολόκληρες φράσεις από το αλφαβητάριό μου, με σκοπό να τις αποστηθίσω. Όταν τις ξαναδιάβασα προσεχτικά, έμαθα όχι μόνο Αγγλικά, αλλά και μερικές εκπληκτικές αλήθειες- πως η βδομάδα, για παράδειγμα, έχει εφτά μέρες, κάτι που ήδη ήξερα, πως το πάτωμα βρίσκεται χαμηλά και το ταβάνι ψηλά, πράγματα που επίσης ήξερα, αλλά ίσως δεν τα είχα ποτέ μου σοβαρά σκεφτεί, ή τα είχα λησμονήσει, και που ξαφνικά μου φαίνονταν τόσο αποσβολωτικά, όσο και αδιαφιλονίκητα αληθινά. Καθώς τα μαθήματα προχωρούσαν, δύο πρόσωπα έκαναν την εμφάνισή τους, ο κύριος και η κυρία Σμιθ. Προς μεγάλη μου κατάπληξη, η κυρία Σμιθ πληροφόρησε τον άντρα της πως είχαν αρκετά παιδιά, πως κατοικούσαν στα περίχωρα του Λονδίνου, πως ονομάζονταν Σμιθ, πως ο κύριος Σμιθ ήταν υπάλληλος, πως είχαν μια υπηρέτρια, την Μαίρη, κι αυτή Εγγλέζα...Θα ήθελα να υπογραμμίσω την αδιάψευστη, τέλεια αξιωματική φύση των ισχυρισμών της κυρίας Σμιθ, καθώς και την εντελώς Καρτεσιανή μέθοδο του συγγραφέα του Αγγλικού μου βιβλίου, γιατί το αληθινά αξιοθαύμαστο, σ΄ αυτό το αλφαβητάριο, ήταν η ξεχωριστά μεθοδική πορεία που α ακολουθούσε στην αναζήτηση της αλήθειας. Στο πέμπτο μάθημα, καταφτάνουν οι φίλοι των Σμίθ, οι Μάρτιν- πιάνουν τη συζήτηση και, ξεκινώντας από βασικά αξιώματα, προχωρούν σε πιο σύνθετες αλήθειες: «Η ζωή στην εξοχή είναι πιο ήρεμη απ΄ ό,τι στη μεγαλούπολη»... Μια κωμική κατάσταση, μ΄ έτοιμους κι όλας τους διαλόγους: δυο παντρεμένα ζευγάρια πληροφορούν σοβαρά το ένα τ΄ άλλο για πράγματα ολοφάνερα απ΄ την αρχή. Ύστερα όμως, συνέβη ένα περίεργο φαινόμενο. Δεν ξέρω πως, το κείμενο άρχισε ανεπαίσθητα ν΄ αλλάζει μπροστά στα μάτια μου, κι ανεξάρτητα από μένα. Οι πολύ απλές, φωτεινά καθαρές φράσεις που είχα μ΄ επιμέλεια αντιγράψει στο σημειωματάριό μου, σαν έμειναν μόνες, άρχισαν ύστερ΄ από λίγο ν΄ αναταράζονται, να ζυμώνονται, ώσπου έχασαν πια την ταυτότητά τους, φούσκωσαν και ξεχείλισαν. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες της συζήτησης στο αλφαβητάριο, που κάποτε, κάποιο νόημα είχαν, παρ΄ όλο που τώρα πια είχαν καταντήσει κενά κι απολιθωμένα, έδωσαν τη θέση τους σε ψευδό-κλισέ και ψευδο-κοινοτοπίες, εκφυλίστηκαν σε μια άγρια παρωδία και καρικατούρα, και τελικά η ίδια η γλώσσα, κατάντησε να είναι ασύνδετα κομμάτια από λέξεις. Όσο έγραφα το έργο, (γιατί είχε γίνει πια είδος έργου, ή αντι-έργου: παρωδία δηλαδή έργου, κωμωδία της κωμωδίας), ένιωθα άρρωστος, ζαλιζόμουνα και μ΄ έπιανε ναυτία. Αναγκαζόμουνα, κάθε λίγο και λιγάκι, να διακόπτω την εργασία μου, και χωρίς να πάψω ν΄ αναρωτιέμαι ποιος δαίμονας μ΄ έσπρωχνε να συνεχίσω, ξάπλωνα στο ντιβάνι, επειδή φοβόμουνα πως θα΄ βλεπα το έργο μου να βουλιάζει στην ανυπαρξία, παρασέρνοντας και μένα μαζί του».
Τέσσερα χρόνια μετά, την πρώτη παράσταση, το1954, ο Ζαν Ανούιγ γράφει ένα εκθειαστικό άρθρο στην πρώτη σελίδα της Φιγκαρό για τον Ιονέσκο και την ίδια χρονιά αρχίζει η έκδοση τον οίκο Γκαλιμάρ, των θεατρικών του έργων. Το 1957, τα έργα Η φαλακρή τραγουδίστρια και το Μάθημα, αρχίζουν στο θέατρο Υσέτ μια καριέρα με πρωτοφανή επιτυχία., και το 1960, η πρεμιέρα του Ρινόκερου στο θέατρο Οντεόν είναι θριαμβευτική. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου του 1970, ο Ιονέσκο εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ίδιος θα δηλώσει για την εκλογή του: Βοηθάει, είναι ένα ελαφρύ ηρεμιστικό χωρίς αντένδειξη.
Ο Ιονέσκο πεθαίνει στις 28 Μαρτίου του 1994. Η θεατρική του θεωρία, τα έργα του, και η συμβολή του στην ανανέωση της θεατρικής γλώσσας τον καταξιώνουν όχι μόνο ως έναν από τους εκπροσώπους του Θεάτρου του Παραλόγου αλλά ως τον ουσιαστικό ιδρυτή του.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από: Έσσλιν Μάρτιν, Το θέατρο του Παραλόγου, Ιονέσκο Σημειώσεις για τη Φαλακρή Τραγουδίστρια
Το πώς εμπνεύστηκε κι έγραψε ο Ιονέσκο το συγκεκριμένο έργο, είναι από μόνο του ένα ασυνήθιστο γεγονός, σαν αστείο. Αλλά ο Ιονέσκο δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση. Γεννημένος στις 26 Νοεμβρίου του 1912 στη Σλάτινα της Ρουμανίας από πατέρα Ρουμάνο και μητέρα Γαλλίδα περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία. Η χώρα μου ήταν για μένα η Γαλλία, απλά και μόνο γιατί είχα ζήσει εκεί με τη μητέρα μου, θα πει λίγα χρόνια αργότερα, όταν στα 12 του και λόγω του διαζυγίου των γονιών του, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Ρουμανία και να ζήσει μια διαφορετική ζωή, κοντά στον πατέρα του με τον οποίο είχε δύσκολη σχέση. Σε ηλικία δέκα χρονών γράφει τα πρώτα του ποιήματα και ένα σενάριο κωμωδίας στο οποίο υπάρχουν ήδη ορισμένα στοιχεία που αργότερα θα επαναληφθούν στα θεατρικά του έργα: Φαντάστηκα το απογευματινό μερικών παιδιών που ταράχτηκε από τους δυσαρεστημένους γονείς όταν είδαν την ακαταστασία. Τα παιδιά θυμωμένα, έσπαγαν τα πιατικά, έσπαγαν τα έπιπλα, πετούσαν τους γονείς τους από τα παράθυρα και τελείωναν βάζοντας φωτιά στο σπίτι.
Τελειώνοντας το σχολείο θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά ο πατέρας του τον αναγκάζει να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσιεύει ένα μικρό βιβλιαράκι με στίχους, γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον εαυτό του και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Το 1934 εκδίδει μια σειρά από φυλλάδια ενάντια σε καθιερωμένους συγγραφείς, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μετά το 1933, η πολιτική κατάσταση στη Ρουμανία είναι δύσκολη. Η ναζιστική ιδεολογία της βίας και του ρατσισμού έχει εισβάλει στο Πανεπιστήμιο. Κάθε διάλογος γίνεται αδύνατος και κάθε αντίσταση επικίνδυνη. Ο Ιονέσκο μαζεμένος στον εαυτό του, γράφει δεκάδες σελίδες στο ημερολόγιό του, αναλύοντας τις διαμάχες του με παλιούς φίλους και συναδέλφους που είχαν επηρεαστεί από το ναζισμό, και αντιπαραβάλλει τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στο έργο του Ρινόκερος το 1958. Στη Γαλλία, θα επιστρέψει το 1938, πρώτα στη Σαπέλ-Αντενέζ των παιδικών του χρόνων, αργότερα στη Μασσαλία και το 1944 θα εγκατασταθεί οριστικά στο Παρίσι, πιάνοντας δουλειά ως διορθωτής σ’ έναν εκδοτικό οίκο νομικών βιβλίων.
Μέχρι τα 40 του θεωρεί ότι το θέατρο είναι κάτι που δεν τον ενδιαφέρει και δηλώνει ότι δεν έχει καμία κλίση για δραματουργός: Διαβάζω λογοτεχνία, δοκίμια, πηγαίνω μ’ ευχαρίστηση στον κινηματογράφο. Ακούω κάπου-κάπου μουσική, επισκέπτομαι τις εκθέσεις, σπάνια όμως πηγαίνω στο θέατρο. [...] Το να πάω στο θέατρο, σήμαινε για μένα να δω ανθρώπους, προφανώς σοβαρούς ανθρώπους, να γίνονται θέαμα. [...] Η παρουσία πάνω στη σκηνή ανθρώπων με σάρκα και οστά ήταν αυτό που μ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, και μου προκαλούσε αμηχανία.
Σ’ αυτή την ηλικία αποφασίζει να μάθει αγγλικά και αγοράζει την γαλλο-αγγλική μέθοδο. Το αποτέλεσμα είναι να γράψει το πρώτο του θεατρικό έργο τη Φαλακρή τραγουδίστρια, της οποίας ένα μέρος του διαλόγου μιμείται τις ασυνάρτητες φράσεις μιας μεθόδου ξένης γλώσσας: Το κείμενο της Φαλακρής τραγουδίστριας ή του εγχειριδίου για την εκμάθηση των αγγλικών με τις έτοιμες εκφράσεις, με τους πιο ξεπερασμένους τύπους, μου αποκάλυπτε, ακριβώς μ’ αυτούς, τον αυτοματισμό της γλώσσας, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, το να μιλάμε για να μη λέμε τίποτα, να μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε προσωπικό, μου αποκάλυπτε την έλλειψη εσωτερικής ζωής, το μηχανισμό του καθημερινού, τον άνθρωπο που πλέει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον, το ότι δεν ξεχωρίζουμε πια τίποτα. Το έργο είναι μια επίθεση ενάντια σ’ αυτό που ο Ιονέσκο αποκαλούσε παγκόσμιο μικροαστισμό, προσωποποίηση παραδεδεγμένων ιδεών και συνθημάτων, πανταχού παρών κονφορμισμό. Ο Ιονέσκο θεωρούσε ότι είχε γράψει την απόλυτη τραγωδία. Κι όμως, όπου παιζόταν το έργο, το κοινό έπεφτε κάτω από τα γέλια. Ο Ιονέσκο αρχικά αντέδρασε, αλλά τελικά συναίνεσε λέγοντας: Από τη στιγμή που το κωμικό είναι η διαίσθηση του παραλόγου, τότε, κατ' εμένα, το κωμικό είναι πολύ πιο κοντά στην απελπισία παρά το τραγικό.
Η Φαλακρή τραγουδίστρια, που στο πρόγραμμα χαρακτηριζόταν σαν «αντι-έργο», πρωτοπαίχτηκε στις 11 Μαΐου του 1950, στο Τεάτρ ντε Νοκταμπύλ, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί από την Κομεντί Φρανσαίζ. Η υποδοχή ήταν ψυχρή. Μόνο ο Ζακ Λεμαρσάν, κριτικός τότε στην εφημερίδα «Κομπά», κι ο θεατρικός συγγραφέας Αρμάν Σαλακρού, έγραψαν επαινετικά. Χρήματα για διαφήμιση δεν υπήρχαν, κι έτσι οι ίδιοι οι ηθοποιοί με κρεμασμένες μπρος και πίσω ταμπέλες, παρέλαυναν στους δρόμους μια ώρα πριν από την παράσταση. Το θέατρο όμως εξακολουθούσε να μένει άδειο. Πολλές φορές, όταν στο κοινό ήταν λιγότερο από τρεις θεατές, επέστρεφαν τα εισιτήρια κι οι ηθοποιοί γυρνούσαν σπίτι τους. Ύστερα από έξη περίπου εβδομάδες κατάθεσαν τα όπλα. Για τον Ιονέσκο, η πρώτη αυτή γνωριμία με το ζωντανό θέατρο στάθηκε κρίσιμη, όχι μόνο έμεινε κατάπληκτος σαν άκουσε το κοινό να γελάει μ΄ αυτό που εκείνος θεωρούσε τραγικό θέαμα της ανθρώπινης ζωής, κατάντια ενός γεμάτου απάθεια αυτοματισμού της αστικής συμβατικότητας και απολίθωση της γλώσσας, ένιωσε συνάμα και μεγάλη συγκίνηση βλέποντας πρώτη φορά πάνω στη σκηνή ζωντανά τα πλάσματα της φαντασίας του.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Φαλακρή Τραγουδίστρια βασίζεται πάνω στη σκέψη των υπαρξιστών διανοούμενων της εποχής, τότε που το θέατρο του παραλόγου διέτρεχε την λαμπρότερη περίοδό του. Ο συνδυασμός του έργου των ντανταϊστών, του Νικολάι Γκόγκολ και του Μπέρτολ Μπρεχτ ή των σουρεαλιστών και του Σαλβαδόρ Νταλί, καθώς και των υπαρξιακών θεωριών του Σαρτρ και του Καμύ, δημιούργησε ένας είδος θεάτρου που συνοψίζεται στα λόγια του Ιονέσκο όταν ο άνθρωπος χάνεται στον κόσμο, οι πράξεις του γίνονται παράλογες και άχρηστες.
Σύμφωνα με την περιγραφή του συγγραφέα, η έναρξη του μονόπρακτου γίνεται στο σαλόνι ενός εγγλέζικου αστικού σπιτιού, όπου ένα εγγλέζικο ζευγάρι, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, κάθεται πλάι στο εγγλέζικο τζάκι τους .Ο κύριος Σμιθ καπνίζει την εγγλέζικη πίπα του διαβάζοντας την εγγλέζικη εφημερίδα του, και η κυρία Σμιθ, καθισμένη στην εγγλέζικη πολυθρόνα της, μαντάρει τις εγγλέζικες κάλτσες της. Μετά από μια μεγάλη διάρκεια εγγλέζικης σιωπής, και αφού το εγγλέζικο ρολόι του τοίχου, που δείχνει πάντα την αντίθετη ώρα απ΄ αυτή που είναι, χτυπήσει δεκαεπτά εγγλέζικες φορές, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, επιδίδονται σ΄ έναν τετριμμένα καθημερινό και παράλογο διάλογο. Δέχονται την επίσκεψη ενός φιλικού τους ζευγαριού, του κυρίου και της κυρίας Μάρτιν, οι οποίοι αν και είναι σύζυγοι που βλέπονται και μιλάνε καθημερινά, δεν αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Μετά από πολλές συζητήσεις, σκέψεις και συσχετισμούς γεγονότων, αφού διαπιστώνουν πολλές «συμπτώσεις», αντιλαμβάνονται την μεταξύ τους σχέση. Τα διανοητικά ταραγμένα ζευγάρια, έρχεται να ταράξει ακόμη περισσότερο, ένας απρόσκλητος πυροσβέστης ο οποίος καταφθάνει και διηγείται απίθανες ιστορίες, όπως εκείνη που ένα μοσχαράκι έφερε στον κόσμο μια αγελάδα. Σε λίγο φεύγει για να προλάβει μια πυρκαγιά η οποία θα ξεσπάσει σε τρία τέταρτα και δεκαέξι δευτερόλεπτα ακριβώς στην άλλη άκρη της πόλης, αφού πρώτα ρωτήσει τους παρευρισκόμενους τι απέγινε η φαλακρή τραγουδίστρια, και πάρει την απάντηση πως χτενίζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τα ζευγάρια ξαναρχίζουν την κουβέντα τους, ανταλλάσσοντας εξωφρενικές κοινοτοπίες που καταλήγουν σε ουρλιαχτά, ενώ το έργο τελειώνει με την κυρία Μάρτιν να επαναλαμβάνει τα πρώτα λόγια του έργου, δίνοντας τη δυνατότητα να ξαναρχίσει το μονόπρακτο από την αρχή.
Στρώθηκα στη δουλειά. Αντέγραψα ευσυνείδητα ολόκληρες φράσεις από το αλφαβητάριό μου, με σκοπό να τις αποστηθίσω. Όταν τις ξαναδιάβασα προσεχτικά, έμαθα όχι μόνο Αγγλικά, αλλά και μερικές εκπληκτικές αλήθειες- πως η βδομάδα, για παράδειγμα, έχει εφτά μέρες, κάτι που ήδη ήξερα, πως το πάτωμα βρίσκεται χαμηλά και το ταβάνι ψηλά, πράγματα που επίσης ήξερα, αλλά ίσως δεν τα είχα ποτέ μου σοβαρά σκεφτεί, ή τα είχα λησμονήσει, και που ξαφνικά μου φαίνονταν τόσο αποσβολωτικά, όσο και αδιαφιλονίκητα αληθινά. Καθώς τα μαθήματα προχωρούσαν, δύο πρόσωπα έκαναν την εμφάνισή τους, ο κύριος και η κυρία Σμιθ. Προς μεγάλη μου κατάπληξη, η κυρία Σμιθ πληροφόρησε τον άντρα της πως είχαν αρκετά παιδιά, πως κατοικούσαν στα περίχωρα του Λονδίνου, πως ονομάζονταν Σμιθ, πως ο κύριος Σμιθ ήταν υπάλληλος, πως είχαν μια υπηρέτρια, την Μαίρη, κι αυτή Εγγλέζα...Θα ήθελα να υπογραμμίσω την αδιάψευστη, τέλεια αξιωματική φύση των ισχυρισμών της κυρίας Σμιθ, καθώς και την εντελώς Καρτεσιανή μέθοδο του συγγραφέα του Αγγλικού μου βιβλίου, γιατί το αληθινά αξιοθαύμαστο, σ΄ αυτό το αλφαβητάριο, ήταν η ξεχωριστά μεθοδική πορεία που α ακολουθούσε στην αναζήτηση της αλήθειας. Στο πέμπτο μάθημα, καταφτάνουν οι φίλοι των Σμίθ, οι Μάρτιν- πιάνουν τη συζήτηση και, ξεκινώντας από βασικά αξιώματα, προχωρούν σε πιο σύνθετες αλήθειες: «Η ζωή στην εξοχή είναι πιο ήρεμη απ΄ ό,τι στη μεγαλούπολη»... Μια κωμική κατάσταση, μ΄ έτοιμους κι όλας τους διαλόγους: δυο παντρεμένα ζευγάρια πληροφορούν σοβαρά το ένα τ΄ άλλο για πράγματα ολοφάνερα απ΄ την αρχή. Ύστερα όμως, συνέβη ένα περίεργο φαινόμενο. Δεν ξέρω πως, το κείμενο άρχισε ανεπαίσθητα ν΄ αλλάζει μπροστά στα μάτια μου, κι ανεξάρτητα από μένα. Οι πολύ απλές, φωτεινά καθαρές φράσεις που είχα μ΄ επιμέλεια αντιγράψει στο σημειωματάριό μου, σαν έμειναν μόνες, άρχισαν ύστερ΄ από λίγο ν΄ αναταράζονται, να ζυμώνονται, ώσπου έχασαν πια την ταυτότητά τους, φούσκωσαν και ξεχείλισαν. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες της συζήτησης στο αλφαβητάριο, που κάποτε, κάποιο νόημα είχαν, παρ΄ όλο που τώρα πια είχαν καταντήσει κενά κι απολιθωμένα, έδωσαν τη θέση τους σε ψευδό-κλισέ και ψευδο-κοινοτοπίες, εκφυλίστηκαν σε μια άγρια παρωδία και καρικατούρα, και τελικά η ίδια η γλώσσα, κατάντησε να είναι ασύνδετα κομμάτια από λέξεις. Όσο έγραφα το έργο, (γιατί είχε γίνει πια είδος έργου, ή αντι-έργου: παρωδία δηλαδή έργου, κωμωδία της κωμωδίας), ένιωθα άρρωστος, ζαλιζόμουνα και μ΄ έπιανε ναυτία. Αναγκαζόμουνα, κάθε λίγο και λιγάκι, να διακόπτω την εργασία μου, και χωρίς να πάψω ν΄ αναρωτιέμαι ποιος δαίμονας μ΄ έσπρωχνε να συνεχίσω, ξάπλωνα στο ντιβάνι, επειδή φοβόμουνα πως θα΄ βλεπα το έργο μου να βουλιάζει στην ανυπαρξία, παρασέρνοντας και μένα μαζί του».
Τέσσερα χρόνια μετά, την πρώτη παράσταση, το1954, ο Ζαν Ανούιγ γράφει ένα εκθειαστικό άρθρο στην πρώτη σελίδα της Φιγκαρό για τον Ιονέσκο και την ίδια χρονιά αρχίζει η έκδοση τον οίκο Γκαλιμάρ, των θεατρικών του έργων. Το 1957, τα έργα Η φαλακρή τραγουδίστρια και το Μάθημα, αρχίζουν στο θέατρο Υσέτ μια καριέρα με πρωτοφανή επιτυχία., και το 1960, η πρεμιέρα του Ρινόκερου στο θέατρο Οντεόν είναι θριαμβευτική. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου του 1970, ο Ιονέσκο εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ίδιος θα δηλώσει για την εκλογή του: Βοηθάει, είναι ένα ελαφρύ ηρεμιστικό χωρίς αντένδειξη.
Ο Ιονέσκο πεθαίνει στις 28 Μαρτίου του 1994. Η θεατρική του θεωρία, τα έργα του, και η συμβολή του στην ανανέωση της θεατρικής γλώσσας τον καταξιώνουν όχι μόνο ως έναν από τους εκπροσώπους του Θεάτρου του Παραλόγου αλλά ως τον ουσιαστικό ιδρυτή του.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από: Έσσλιν Μάρτιν, Το θέατρο του Παραλόγου, Ιονέσκο Σημειώσεις για τη Φαλακρή Τραγουδίστρια
Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006
Χόρχε Λούις Μπόρχες
«Θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως αναγνώστη. Όπως γνωρίζετε, έχω τολμήσει την περιπέτεια της γραφής. Αλλά πιστεύω πως αυτά που έχω διαβάσει είναι πολύ πιο σημαντικά απ' αυτά που έχω γράψει. Γιατί κάποιος διαβάζει αυτά που του αρέσουν - ωστόσο γράφει όχι αυτά που θα ήθελε να γράψει, αλλά αυτά που είναι ικανός να γράψει».
Τάδε έφη:Χόρχε Λούις Μπόρχες
Τάδε έφη:Χόρχε Λούις Μπόρχες
Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006
ΟΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΝΕΥΡΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΑΣ
Το έργο του Λούκας Μπέρφους,"οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας" παίζεται γα δεύτερη χρονιά στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Ο Μπέρφους είναι νέος στην ηλικία, αλλά και νέος στα θεατρικά πράγματα. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελβετία, σε μια χώρα που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη θεατρική παράδοση, καταπιάνεται μ' ένα θέμα που έχει απασχολήσει το εγχώριο αλλά και το διεθνές θέατρο εδώ και αιώνες: τις εγκλωβιστικές σχέσεις των γονιών προς τα παιδιά τους. Η κεντρική ηρωίδα του έργου είναι η Ντόρα, ένα νεαρό κορίτσι γύρω στα 18 με 20- η ηλικία της δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια -που πάσχει από αυτισμό. Η Ντόρα είναι αξιοπερίεργο ον για τους γύρω της. Η μητέρα της εύχεται να μην την είχε αποκτήσει ποτέ, ο πατέρας της την αντιμετωπίζει με συγκαταβατική ψυχρότητα, οι περαστικοί δεν ψωνίζουν απ' το μανάβικο στο οποίο εργάζεται γιατί τη φοβούνται ή γιατί δεν ξέρουν πώς ακριβώς να την αντιμετωπίσουν.
Η παράσταση ξεκινάει όταν η μητέρα της αποφασίζει σε συνεργασία με τον ψυχίατρο που την παρακολουθεί να της σταματήσουν τη φαρμακευτική αγωγή. Αυτές λοιπόν τις πρώτες μέρες της "απεξάρτησης", η Ντόρα νιώθει για πρώτη φορά στη ζωή της τα βέλη του έρωτα στη θέα ενός νεαρού πλασιέ αρωμάτων που μπαίνει σαν πελάτης στο μανάβικο. Η Ντόρα είναι άμαθη και αφελής σαν μικρό παιδί. Κανείς δεν της έχει μιλήσει γι' αυτά τα πράγματα, κανείς δεν την έχει προετοιμάσει για τα ζητήματα της καρδιάς κι έτσι μέσα στην αθωότητα της γίνεται το εύκολο θύμα αυτού του νεαρού που τη χρησιμοποιεί για να ικανοποιήσει τις σαδιστικές του προτιμήσεις. Έτσι, η Ντόρα θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον σαρκικό έρωτα και θα μάθει να της αρέσει συνδυασμένος με πόνο ακόμα κι όταν αυτός ο πόνος σημαίνει τη σωματική της κακοποίηση. Παράλληλα, τα ομολογεί όλα στη μητέρα της κι όταν εκείνη την πηγαίνει στον ψυχίατρο, η Ντόρα αναγκάζεται να ακούσει μακροσκελείς αναλύσεις εν είδει μαθήματος σεξουαλικής αγωγής, ενώ εκείνης της αρκεί μια μόνη πραγματικότητα: η ηδονή που νιώθει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που συνευρίσκεται με τον πλασιέ. Η Ντόρα, αθώο θύμα του κόσμου στον οποίο ζει, σύντομα μένει έγκυος κι εκπλήσσει τους πάντες όταν ομολογεί ότι θα ήθελε να κρατήσει το μωρό. Παρόλα αυτά, ούσα έρμαιο των γονιών της και της αναπηρίας της, δέχεται να υποβληθεί σε έκτρωση. Το κορμί της πονάει, το μυαλό της δεν συλλαμβάνει τη σοβαρότητα της επέμβασης στη οποία υποβλήθηκε και η καρδιά της αρχίζει να λειτουργεί όπως και κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Επιθυμεί μια κανονική ζωή."Αυτός σε εκμεταλλεύεται" της λένε οι γονείς της όταν η ίδια επιμένει ότι την αγαπάει. "Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς", απαντάει εκέινη με αφοπλιστική αθωότητα. Η Ντόρα μέσα στη αναπηρία της, επικοινωνεί με τα ανθρώπινα ένστικτα της και μιλάει σοφά, παρόλο που δεν υπάρχουν πρόθυμα αυτιά να την ακούσουν. Οι γονείς της, είναι πολύ απασχολημένοι με τη δική τους ζωή στην οποία η Ντόρα λειτουργεί ως άλυτο πρόβλημα, ο ψυχίατρος αποστηθίζει τα πρέπει που αποτελούν μέρος της δουλειάς του κι όλοι τους συναποφασίζουν να στερήσουν απ' τη Ντόρα δια παντός το δικαίωμα της να γίνει μητέρα, υποβάλλοντας την σε υστερεκτομή. Αφού δεν μπορούν να της σταματήσουν τις ερωτικές σχέσεις, ας ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους... Η Ντόρα αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς της έχει συμβεί και πόσο τελεσίδικο είναι αυτο και συνεχίζει να κάνει όνειρα για μια κοινή ζωή με τον νεαρό εραστή της που αφού πέρασε καλά, την ξεφορτώνεται με τον δικό του τρόπο και αλλάζει πλευρό για να κοιμηθεί.
Η παράσταση είναι σκηνοθετημένη μ' έναν μπρεχτικό τρόπο, με γρήγορες αλλαγές σκηνών και μια οθόνη που δηλώνει κάθε φορά τον χώρο και τον χρόνο δράσης. Ένα τετράγωνο στο μέσον της σκηνής, λειτουργεί άλλοτε σαν κρεββάτι, άλλοτε σαν τραπέζι κι άλλοτε σαν πάγκος μανάβικου με λαχανικά.
Κάνω ιδιαίτερη μνεία στην Κόρα Καρβούνη που υποδύεται τη Ντόρα επειδή είναι απλώς συγκλονιστική. Παιζει την αυτιστική με όλες τις ίνες του κορμιού της και είναι πραγματικά συνταρακτική στην πιο τραγική ατάκα της παράστασης. "Πάντα είμαι θλιμμένη, αλλά δεν το καταλαβαίνει κανείς. Ήμουν χαρούμενη μόνο όσο ζούσε αυτό μέσα μου".
Η παράσταση ξεκινάει όταν η μητέρα της αποφασίζει σε συνεργασία με τον ψυχίατρο που την παρακολουθεί να της σταματήσουν τη φαρμακευτική αγωγή. Αυτές λοιπόν τις πρώτες μέρες της "απεξάρτησης", η Ντόρα νιώθει για πρώτη φορά στη ζωή της τα βέλη του έρωτα στη θέα ενός νεαρού πλασιέ αρωμάτων που μπαίνει σαν πελάτης στο μανάβικο. Η Ντόρα είναι άμαθη και αφελής σαν μικρό παιδί. Κανείς δεν της έχει μιλήσει γι' αυτά τα πράγματα, κανείς δεν την έχει προετοιμάσει για τα ζητήματα της καρδιάς κι έτσι μέσα στην αθωότητα της γίνεται το εύκολο θύμα αυτού του νεαρού που τη χρησιμοποιεί για να ικανοποιήσει τις σαδιστικές του προτιμήσεις. Έτσι, η Ντόρα θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον σαρκικό έρωτα και θα μάθει να της αρέσει συνδυασμένος με πόνο ακόμα κι όταν αυτός ο πόνος σημαίνει τη σωματική της κακοποίηση. Παράλληλα, τα ομολογεί όλα στη μητέρα της κι όταν εκείνη την πηγαίνει στον ψυχίατρο, η Ντόρα αναγκάζεται να ακούσει μακροσκελείς αναλύσεις εν είδει μαθήματος σεξουαλικής αγωγής, ενώ εκείνης της αρκεί μια μόνη πραγματικότητα: η ηδονή που νιώθει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που συνευρίσκεται με τον πλασιέ. Η Ντόρα, αθώο θύμα του κόσμου στον οποίο ζει, σύντομα μένει έγκυος κι εκπλήσσει τους πάντες όταν ομολογεί ότι θα ήθελε να κρατήσει το μωρό. Παρόλα αυτά, ούσα έρμαιο των γονιών της και της αναπηρίας της, δέχεται να υποβληθεί σε έκτρωση. Το κορμί της πονάει, το μυαλό της δεν συλλαμβάνει τη σοβαρότητα της επέμβασης στη οποία υποβλήθηκε και η καρδιά της αρχίζει να λειτουργεί όπως και κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Επιθυμεί μια κανονική ζωή."Αυτός σε εκμεταλλεύεται" της λένε οι γονείς της όταν η ίδια επιμένει ότι την αγαπάει. "Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς", απαντάει εκέινη με αφοπλιστική αθωότητα. Η Ντόρα μέσα στη αναπηρία της, επικοινωνεί με τα ανθρώπινα ένστικτα της και μιλάει σοφά, παρόλο που δεν υπάρχουν πρόθυμα αυτιά να την ακούσουν. Οι γονείς της, είναι πολύ απασχολημένοι με τη δική τους ζωή στην οποία η Ντόρα λειτουργεί ως άλυτο πρόβλημα, ο ψυχίατρος αποστηθίζει τα πρέπει που αποτελούν μέρος της δουλειάς του κι όλοι τους συναποφασίζουν να στερήσουν απ' τη Ντόρα δια παντός το δικαίωμα της να γίνει μητέρα, υποβάλλοντας την σε υστερεκτομή. Αφού δεν μπορούν να της σταματήσουν τις ερωτικές σχέσεις, ας ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους... Η Ντόρα αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς της έχει συμβεί και πόσο τελεσίδικο είναι αυτο και συνεχίζει να κάνει όνειρα για μια κοινή ζωή με τον νεαρό εραστή της που αφού πέρασε καλά, την ξεφορτώνεται με τον δικό του τρόπο και αλλάζει πλευρό για να κοιμηθεί.
Η παράσταση είναι σκηνοθετημένη μ' έναν μπρεχτικό τρόπο, με γρήγορες αλλαγές σκηνών και μια οθόνη που δηλώνει κάθε φορά τον χώρο και τον χρόνο δράσης. Ένα τετράγωνο στο μέσον της σκηνής, λειτουργεί άλλοτε σαν κρεββάτι, άλλοτε σαν τραπέζι κι άλλοτε σαν πάγκος μανάβικου με λαχανικά.
Κάνω ιδιαίτερη μνεία στην Κόρα Καρβούνη που υποδύεται τη Ντόρα επειδή είναι απλώς συγκλονιστική. Παιζει την αυτιστική με όλες τις ίνες του κορμιού της και είναι πραγματικά συνταρακτική στην πιο τραγική ατάκα της παράστασης. "Πάντα είμαι θλιμμένη, αλλά δεν το καταλαβαίνει κανείς. Ήμουν χαρούμενη μόνο όσο ζούσε αυτό μέσα μου".
Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006
ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ. I
Χτες άρχισα τις θεατρικές εξορμήσεις εκκινώντας από την Πειραματική σκηνή του Εθνικού θεάτρου που ανεβάζει ανάμεσα στα άλλα φέτος, δραματοποιημένες τις δέκα εντολές της Παλαιάς Διαθήκης.
Εξηγούμαι: η ιδέα ήταν να γίνει μια ερευνητική δουλειά πάνω στις δέκα εντολές και κλήθηκαν ισάριθμοι σκηνοθέτες να πειραματιστούν με μία εντολή ο καθένας.
Ανά δύο, οι εντολές θα παίζονται για 40 παραστάσεις δίνοντας τη θέση τους στις επόμενες δύο.
Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου ούτε πάντα όσα τω πλησίον σου εστί
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαϊδης διαλέγει μια ιστορία απ’ την παλαιά Διαθήκη για να υπο- στηρίξει την εντολή.
Στο κέντρο της σκηνής μια τεράστια δεξαμενή νερού που λειτουργεί σαν χώρος λουτρού και κάθαρσης συγχρόνως.
Ο βασιλιάς Δαβίδ βλέπει μια μέρα την όμορφη Βηθσαβέε να παίρνει το μπάνιο της κι αρχίζει να την επιθυμεί. Η έλξη είναι αμοιβαία και σύντομα συνάπτουν παράνομη σχέση αφού η Βησθαβέε είναι παντρεμένη με τον Ουρία. Στην Παλαιά Διαθήκη μάλιστα, η Βησθαβέε πέφτει σε δυσμένεια και γι’ αυτό δεν αναφέρεται με το όνομα της αλλά ως «η εκ του Ουρία».
Ο Δαβίδ χρησιμοποιεί όλη του την εξουσία για να βγάλει απ’ τη μέση τον αντίπαλο. Ο διπλά προδομένος ήρωας (και από τη γυναίκα του και από τον βασιλιά του) πέφτει στο πεδίο της μάχης. Σκοτώνεται σαν μαχόμενος ήρωας και δεν μαθαίνει ποτέ για τη διπλή προδοσία.
Το παράνομο ζευγάρι ζει μαζί και αποκτά ένα γιο. Σύντομα όμως, έρχεται η τιμωρία του Κυρίου με τον προφήτη Νάθαν που χρησιμοποιεί την παραβολή της αμνάδας και προαναγγέλλει το θάνατο του παιδιού τους. Οι μοιχοί τιμωρούνται και συνειδητοποιούν το μέγεθος της αμαρτίας που διέπραξαν. Ο Κύριος θα τους σπλαχνιστεί σύντομα και θα τους δώσει μια ακόμα ευκαιρία με την έλευση ενός ακόμα παιδιού, του Σολόμωντα.
Καταγράφω στα φωτεινά σημεία της παράστασης τη σκηνή που ο Δαβίδ και η Βησθαβέε χορεύουν ένα ιδιότυπο ταγκό που ομοιάζει απόλυτα με ερωτική πράξη στα κρεσέντι και τα ντιμινουέντι της, σε χορογραφική επιμέλεια της Ειρήνης Αλεξίου. Επίσης, τη μουσικότατη σκηνή που ο βασιλιάς Δαβίδ μεθάει τον Ουρία με σκοπό να τον παραπλανήσει μια νύχτα πριν τον στείλει στον θάνατο. Το τραγούδι του Δαβίδ και του Ουρία στην εν λόγω σκηνή είναι τουλάχιστον σπαρακτικό. Για τον ένα σηματοδοτεί την απώλεια της γήινης ευτυχίας του τη στιγμή που για τον άλλο προαναγγέλλει τον ερχομό της δικής του απόλαυσης με νοερό υπότιτλο πάντα το διαχρονικό «Ο θάνατος σου η ζωή μου».
Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης
Ο Στρατής Πανούριος μελετάει τις σχέσεις γονιών παιδιών κάτω από μια τραγική και κωμική ταυτόχρονα ανάμνηση.
Πέντε ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί εναλλάσσονται στους ρόλους γονιών- παιδιών και ανακαλούν εικόνες από την οικογενειακή τους ζωή.
Ένας άνδρας, παλιατζής μάλλον, ανοίγει την παράσταση βγάζοντας από ένα χαρτοκιβώτιο αντικείμενα και ρούχα παλιότερης εποχής. «Μαμά, μπαμπάς, αδερφή », αναφωνεί και ο σκηνικός χρόνος και χώρος πηγαίνουν μπρος πίσω για να ζωντανέψουν στα μάτια των θεατών σκηνές από τη ζωή του. Ο γάμος της μαμάς και του μπαμπά, η απόλυτη ευτυχία, ο τσακωμός τους, η ρουτίνα στο σπίτι, η αδερφή που έτρωγε μικρή τα νύχια της, η καθημερινή τριβή στις σχέσεις γονιών παιδιών, όλα όσα θέλανε να πούνε οι μεν στους δε και δεν προλάβανε ή δεν τολμήσανε.
Η σκηνοθεσία είναι εξαιρετικά μοντέρνα και με γρήγορο κινηματογραφικό τρόπο κατορθώνει να παράγει γέλιο και συγκίνηση ταυτόχρονα, όπως γίνεται άλλωστε και στην πραγματική – εκτός σκηνής – ζωή.
Μια γυναίκα επιστρέφει στη γενέτειρα της μετά από χρόνια. Θυμάται τη μάνα της τις μικροτριβές τους, το πόσο επιθυμούσε να φύγει απ’ τη μητρική αγκαλιά, να πετάξει με τα δικά της φτερά. Την ψάχνει κι όταν συνειδητοποιεί ότι η μάνα «έφυγε» πια, κραυγάζει σπαρακτικά «μάνα» μην μπορώντας να δεχτεί τη βίαιη κοπή του ομφάλιου λώρου.
Στο τέλος, αυτός που είχε ανοίξει το κουτί στην έναρξη, χώνεται πάλι μέσα του για να κλείσει την σκηνή λέγοντας «ξεπουλάω πολύτιμα φυλαχτά, μυστικά σώματα, γερασμένα, χτυπημένα, ταλαιπωρημένα, παλιά παιδιά πουλάω, αδειάζω σώματα, στόματα»…
Σας συστήνω την παράσταση ανεπιφύλακτα. Καινούργιος τρόπος έκφρασης, φρέσκο θέατρο, φυτώριο καλλιτεχνών.
Εξηγούμαι: η ιδέα ήταν να γίνει μια ερευνητική δουλειά πάνω στις δέκα εντολές και κλήθηκαν ισάριθμοι σκηνοθέτες να πειραματιστούν με μία εντολή ο καθένας.
Ανά δύο, οι εντολές θα παίζονται για 40 παραστάσεις δίνοντας τη θέση τους στις επόμενες δύο.
Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου ούτε πάντα όσα τω πλησίον σου εστί
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαϊδης διαλέγει μια ιστορία απ’ την παλαιά Διαθήκη για να υπο- στηρίξει την εντολή.
Στο κέντρο της σκηνής μια τεράστια δεξαμενή νερού που λειτουργεί σαν χώρος λουτρού και κάθαρσης συγχρόνως.
Ο βασιλιάς Δαβίδ βλέπει μια μέρα την όμορφη Βηθσαβέε να παίρνει το μπάνιο της κι αρχίζει να την επιθυμεί. Η έλξη είναι αμοιβαία και σύντομα συνάπτουν παράνομη σχέση αφού η Βησθαβέε είναι παντρεμένη με τον Ουρία. Στην Παλαιά Διαθήκη μάλιστα, η Βησθαβέε πέφτει σε δυσμένεια και γι’ αυτό δεν αναφέρεται με το όνομα της αλλά ως «η εκ του Ουρία».
Ο Δαβίδ χρησιμοποιεί όλη του την εξουσία για να βγάλει απ’ τη μέση τον αντίπαλο. Ο διπλά προδομένος ήρωας (και από τη γυναίκα του και από τον βασιλιά του) πέφτει στο πεδίο της μάχης. Σκοτώνεται σαν μαχόμενος ήρωας και δεν μαθαίνει ποτέ για τη διπλή προδοσία.
Το παράνομο ζευγάρι ζει μαζί και αποκτά ένα γιο. Σύντομα όμως, έρχεται η τιμωρία του Κυρίου με τον προφήτη Νάθαν που χρησιμοποιεί την παραβολή της αμνάδας και προαναγγέλλει το θάνατο του παιδιού τους. Οι μοιχοί τιμωρούνται και συνειδητοποιούν το μέγεθος της αμαρτίας που διέπραξαν. Ο Κύριος θα τους σπλαχνιστεί σύντομα και θα τους δώσει μια ακόμα ευκαιρία με την έλευση ενός ακόμα παιδιού, του Σολόμωντα.
Καταγράφω στα φωτεινά σημεία της παράστασης τη σκηνή που ο Δαβίδ και η Βησθαβέε χορεύουν ένα ιδιότυπο ταγκό που ομοιάζει απόλυτα με ερωτική πράξη στα κρεσέντι και τα ντιμινουέντι της, σε χορογραφική επιμέλεια της Ειρήνης Αλεξίου. Επίσης, τη μουσικότατη σκηνή που ο βασιλιάς Δαβίδ μεθάει τον Ουρία με σκοπό να τον παραπλανήσει μια νύχτα πριν τον στείλει στον θάνατο. Το τραγούδι του Δαβίδ και του Ουρία στην εν λόγω σκηνή είναι τουλάχιστον σπαρακτικό. Για τον ένα σηματοδοτεί την απώλεια της γήινης ευτυχίας του τη στιγμή που για τον άλλο προαναγγέλλει τον ερχομό της δικής του απόλαυσης με νοερό υπότιτλο πάντα το διαχρονικό «Ο θάνατος σου η ζωή μου».
Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης
Ο Στρατής Πανούριος μελετάει τις σχέσεις γονιών παιδιών κάτω από μια τραγική και κωμική ταυτόχρονα ανάμνηση.
Πέντε ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί εναλλάσσονται στους ρόλους γονιών- παιδιών και ανακαλούν εικόνες από την οικογενειακή τους ζωή.
Ένας άνδρας, παλιατζής μάλλον, ανοίγει την παράσταση βγάζοντας από ένα χαρτοκιβώτιο αντικείμενα και ρούχα παλιότερης εποχής. «Μαμά, μπαμπάς, αδερφή », αναφωνεί και ο σκηνικός χρόνος και χώρος πηγαίνουν μπρος πίσω για να ζωντανέψουν στα μάτια των θεατών σκηνές από τη ζωή του. Ο γάμος της μαμάς και του μπαμπά, η απόλυτη ευτυχία, ο τσακωμός τους, η ρουτίνα στο σπίτι, η αδερφή που έτρωγε μικρή τα νύχια της, η καθημερινή τριβή στις σχέσεις γονιών παιδιών, όλα όσα θέλανε να πούνε οι μεν στους δε και δεν προλάβανε ή δεν τολμήσανε.
Η σκηνοθεσία είναι εξαιρετικά μοντέρνα και με γρήγορο κινηματογραφικό τρόπο κατορθώνει να παράγει γέλιο και συγκίνηση ταυτόχρονα, όπως γίνεται άλλωστε και στην πραγματική – εκτός σκηνής – ζωή.
Μια γυναίκα επιστρέφει στη γενέτειρα της μετά από χρόνια. Θυμάται τη μάνα της τις μικροτριβές τους, το πόσο επιθυμούσε να φύγει απ’ τη μητρική αγκαλιά, να πετάξει με τα δικά της φτερά. Την ψάχνει κι όταν συνειδητοποιεί ότι η μάνα «έφυγε» πια, κραυγάζει σπαρακτικά «μάνα» μην μπορώντας να δεχτεί τη βίαιη κοπή του ομφάλιου λώρου.
Στο τέλος, αυτός που είχε ανοίξει το κουτί στην έναρξη, χώνεται πάλι μέσα του για να κλείσει την σκηνή λέγοντας «ξεπουλάω πολύτιμα φυλαχτά, μυστικά σώματα, γερασμένα, χτυπημένα, ταλαιπωρημένα, παλιά παιδιά πουλάω, αδειάζω σώματα, στόματα»…
Σας συστήνω την παράσταση ανεπιφύλακτα. Καινούργιος τρόπος έκφρασης, φρέσκο θέατρο, φυτώριο καλλιτεχνών.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006
ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Έφηβοι
Πριν το SMS
Κορίτσι: Μου αρέσει αλλά ντρέπομαι να του το πω.
SMS εν εξελίξει
Αγόρι: Μου αρέσεις
Κορίτσι:(επιτέλους.) Και μένα. (χαμόγελο ικανοποίησης)
Αγόρι:Θες να τα φτιάξουμε;
Κορίτσι:Ναι αμέ (ευτυχώς δεν λέει βλακείες όπως τα άλλα αγόρια)
Αγόρι:Ωραία
Κορίτσι:Εντάξει. (Τώρα τα’ χουμε. Τα μαγουλάκια κόκκινα)
Αγόρι: (Τώρα πρέπει να της προτείνω να βγούμε έξω και να την κεράσω και κόκα κόλα.) Θες να πάμε στο Mall; ( Έτσι κάνουν οι άντρες)
Ναι αμέ ( μ’ αρέσει πολύ στο Mall)
Μετά από δυο μέρες.
SMS εν εξελίξει
Κορίτσι:Να τα χαλάσουμε καλύτερα
Αγόρι:Γιατί; Αφού προχτές είπες ότι σου αρέσω
Κορίτσι:Ναι, αλλά δεν σε ξέρω καθόλου
Αγόρι: ;
Κορίτσι:Να γνωριστούμε πρώτα και μετά
Αγόρι: Δηλαδή δεν θα πάμε στο Mall;
Ενήλικες
Γυναίκα: Σε θέλω
Άνδρας: Κι εγώ
Γυναίκα:Μ’ αρέσει να το ακούω
Άνδρας: Μ’ αρέσει να μου το λες
Γυναίκα: Θέλω να στο λέω συνέχεια
Άνδρας: Άκου. Βρέχει.
Γυναίκα: Από τότε που σε γνώρισα μ’ αρέσει η βροχή.
Άνδρας:Να μου μιλάς ενώ πέφτει η βροχή στο τζάμι μας
Γυναίκα: Να μπλέκονται οι στεναγμοί μας με τον ήχο της
Άνδρας: Να σε μυρίζω στο βρεγμένο χώμα.
Γυναίκα: Να μ’ αγκαλιάζεις για να μην κρυώνω.
Άνδρας: Και να βρέχονται όλα γύρω μας.
Πριν το SMS
Κορίτσι: Μου αρέσει αλλά ντρέπομαι να του το πω.
SMS εν εξελίξει
Αγόρι: Μου αρέσεις
Κορίτσι:(επιτέλους.) Και μένα. (χαμόγελο ικανοποίησης)
Αγόρι:Θες να τα φτιάξουμε;
Κορίτσι:Ναι αμέ (ευτυχώς δεν λέει βλακείες όπως τα άλλα αγόρια)
Αγόρι:Ωραία
Κορίτσι:Εντάξει. (Τώρα τα’ χουμε. Τα μαγουλάκια κόκκινα)
Αγόρι: (Τώρα πρέπει να της προτείνω να βγούμε έξω και να την κεράσω και κόκα κόλα.) Θες να πάμε στο Mall; ( Έτσι κάνουν οι άντρες)
Ναι αμέ ( μ’ αρέσει πολύ στο Mall)
Μετά από δυο μέρες.
SMS εν εξελίξει
Κορίτσι:Να τα χαλάσουμε καλύτερα
Αγόρι:Γιατί; Αφού προχτές είπες ότι σου αρέσω
Κορίτσι:Ναι, αλλά δεν σε ξέρω καθόλου
Αγόρι: ;
Κορίτσι:Να γνωριστούμε πρώτα και μετά
Αγόρι: Δηλαδή δεν θα πάμε στο Mall;
Ενήλικες
Γυναίκα: Σε θέλω
Άνδρας: Κι εγώ
Γυναίκα:Μ’ αρέσει να το ακούω
Άνδρας: Μ’ αρέσει να μου το λες
Γυναίκα: Θέλω να στο λέω συνέχεια
Άνδρας: Άκου. Βρέχει.
Γυναίκα: Από τότε που σε γνώρισα μ’ αρέσει η βροχή.
Άνδρας:Να μου μιλάς ενώ πέφτει η βροχή στο τζάμι μας
Γυναίκα: Να μπλέκονται οι στεναγμοί μας με τον ήχο της
Άνδρας: Να σε μυρίζω στο βρεγμένο χώμα.
Γυναίκα: Να μ’ αγκαλιάζεις για να μην κρυώνω.
Άνδρας: Και να βρέχονται όλα γύρω μας.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006
Όλα τα μωρά στην πίστα!
Ανεβαίνοντας την Πειραιώς με κατεύθυνση την Αθήνα, κοίταγα αρχικά αφηρημένα και στη συνέχεια με πολύ πιο συγκεκριμένο βλέμμα τις αφίσες που γεμίζουν τους τοίχους και ασχημαίνουν την πόλη. Κι εντυπωσιάστηκα. Με την κακή έννοια. Απ’ τη μια μεριά, προεκλογικές φάτσες, απ’ την άλλη φάτσες για σκυλάδικα (οι φαν του είδους ας μου συγχωρήσουν την έκφραση, αλλά εμένα αυτά τα μαγαζιά μόνο ιαχές τύπου γαβ μου φέρνουν στο μυαλό).
Κοινή παρατήρηση: όλοι έχουν περάσει από Photoshop. Δηλαδή είναι εκπληκτικό πόσο φρέσκοι, λαμπεροί και ατσαλάκωτοι είναι αυτοί που και πάνω από 4 δεκαετίες ζωής κουβαλάνε στις πλάτες τους και τραγουδάνε όλη τη νύχτα (φαίνεται η νύχτα ωφελεί την επιδερμίδα) και τρέχουν στους δρόμους και στις λαϊκές για τα προβλήματα του λαού….( λέμε και καμιά μ….να περάσει η ώρα). Αμ, τα δόντια τους; Ούτε οδοντόκρεμα να διαφήμιζαν. Μάλλον οι οδοντίατροι σκίζουν τα πτυχία τους αυτή τη στιγμή. Με τέτοιες τέλειες οδοντοστοιχίες, καλύτερα ν’ αλλάξουν επάγγελμα.
Κι έπειτα γέλασα μέσα μου γιατί σκέφτηκα πώς αν τα πρόσωπα δεν ήταν αναγνωρίσιμα, θα μπορούσαν οι μεν να παραστήσουν τους δε και τούμπαλιν. Η αφίσα για παράδειγμα της κυρίας Νατάσσας Θεοδωρίδου με νέο λουκ, δεν θα μπορούσε άραγε να είναι αφίσα δημοτικής συμβούλου; Τι παραπάνω δηλαδή είχε η 25χροινη γιατρός Τάδε Ταδοπούλου - Δείνα πολιτευόμενη ως Ντέμπορα της οποίας φέιγ- βολάν μοιράζανε προχτές έξω από έναν σταθμό τραίνου;
Και το άλλο; Μαύρη αφίσα με τα ονόματα Ρέμος Μαρινέλλα χωρίς τα πρόσωπα τους πουθενά και με τη λεζάντα «Τα λόγια είναι περιττά». Ακριβώς δίπλα, χρωματιστή αφίσα με τη λεζάντα «Δεν έχω πολλά να πω. Έχω πολλά να κάνω» και την υπογραφή Νικήτας Κακλαμάνης. Εκλεκτικές συγγένειες ε;
Αφήνω για το τέλος το καλύτερο. Αλήθεια, αυτό το σατανικό, ποιος το σκέφτηκε; Τεράστια αφίσα και αγκαλιασμένοι ο Πάγκαλος με τη Ντόρα. Μάλλον ονειρεύομαι, σκέφτηκα. Αφού αυτοί όποτε συναντηθούν σε τηλεοπτικό πάνελ, σφάζονται. Τα μάτια μου δεν κάνουν πουλάκια. Πιο κάτω, η ίδια αφίσα αλλά αγκαλιασμένοι αυτή τη φορά ο Σπηλιωτόπουλος με την Διαμαντοπούλου. Κοινό σλόγκαν: Αλλάζω (το αλλά με άλλο χρώμα απ’ το ζω). Ε, ναι είναι σαφές, τα παιδιά αλλάζουν πίστα, ε κόμμα ήθελα να πω.
Αλλά τι σημασία έχει; Αν μεθαύριο, εκλεγούν οι μεν στη θέση των δε ή αλλάξουν δουλειά οι μεν με τους δε, θα υπάρξει άραγε καμιά τεράστια διαφορά;
Κοινή παρατήρηση: όλοι έχουν περάσει από Photoshop. Δηλαδή είναι εκπληκτικό πόσο φρέσκοι, λαμπεροί και ατσαλάκωτοι είναι αυτοί που και πάνω από 4 δεκαετίες ζωής κουβαλάνε στις πλάτες τους και τραγουδάνε όλη τη νύχτα (φαίνεται η νύχτα ωφελεί την επιδερμίδα) και τρέχουν στους δρόμους και στις λαϊκές για τα προβλήματα του λαού….( λέμε και καμιά μ….να περάσει η ώρα). Αμ, τα δόντια τους; Ούτε οδοντόκρεμα να διαφήμιζαν. Μάλλον οι οδοντίατροι σκίζουν τα πτυχία τους αυτή τη στιγμή. Με τέτοιες τέλειες οδοντοστοιχίες, καλύτερα ν’ αλλάξουν επάγγελμα.
Κι έπειτα γέλασα μέσα μου γιατί σκέφτηκα πώς αν τα πρόσωπα δεν ήταν αναγνωρίσιμα, θα μπορούσαν οι μεν να παραστήσουν τους δε και τούμπαλιν. Η αφίσα για παράδειγμα της κυρίας Νατάσσας Θεοδωρίδου με νέο λουκ, δεν θα μπορούσε άραγε να είναι αφίσα δημοτικής συμβούλου; Τι παραπάνω δηλαδή είχε η 25χροινη γιατρός Τάδε Ταδοπούλου - Δείνα πολιτευόμενη ως Ντέμπορα της οποίας φέιγ- βολάν μοιράζανε προχτές έξω από έναν σταθμό τραίνου;
Και το άλλο; Μαύρη αφίσα με τα ονόματα Ρέμος Μαρινέλλα χωρίς τα πρόσωπα τους πουθενά και με τη λεζάντα «Τα λόγια είναι περιττά». Ακριβώς δίπλα, χρωματιστή αφίσα με τη λεζάντα «Δεν έχω πολλά να πω. Έχω πολλά να κάνω» και την υπογραφή Νικήτας Κακλαμάνης. Εκλεκτικές συγγένειες ε;
Αφήνω για το τέλος το καλύτερο. Αλήθεια, αυτό το σατανικό, ποιος το σκέφτηκε; Τεράστια αφίσα και αγκαλιασμένοι ο Πάγκαλος με τη Ντόρα. Μάλλον ονειρεύομαι, σκέφτηκα. Αφού αυτοί όποτε συναντηθούν σε τηλεοπτικό πάνελ, σφάζονται. Τα μάτια μου δεν κάνουν πουλάκια. Πιο κάτω, η ίδια αφίσα αλλά αγκαλιασμένοι αυτή τη φορά ο Σπηλιωτόπουλος με την Διαμαντοπούλου. Κοινό σλόγκαν: Αλλάζω (το αλλά με άλλο χρώμα απ’ το ζω). Ε, ναι είναι σαφές, τα παιδιά αλλάζουν πίστα, ε κόμμα ήθελα να πω.
Αλλά τι σημασία έχει; Αν μεθαύριο, εκλεγούν οι μεν στη θέση των δε ή αλλάξουν δουλειά οι μεν με τους δε, θα υπάρξει άραγε καμιά τεράστια διαφορά;
Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006
Le Ballon rouge
Με αφορμή την ταινία «Le ballon rouge» του Albert Lamorisse, το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε ένα χρόνο πριν δω την ταινία κι έτσι η μόνη σχέση που έχει μαζί της, είναι το αγόρι και το μπαλόνι.
Ένα αγόρι, το ίδιο κάθε φορά, επιστρέφει σπίτι ύστερα από μια μεγάλη βόλτα με το πελώριο κόκκινο μπαλόνι του.
Ένα αγόρι κάθεται σκεπτικό και κοιτάζει μ’ ονειροπόλα διάθεση τον μακρινό ορίζοντα. Αχ, να’ τανε γλάρος και να πέταγε πάνω απ’ τα γαλάζια νερά.
Ένα όνομα από παλιό παιδικό παραμύθι που έμεινε ατελείωτο στο πέρασμα του χρόνου.
Ένα κορίτσι του χαϊδεύει τρυφερά το χέρι. Γέρνει το κεφάλι της στη λακκουβίτσα του λαιμού του και παίρνει τη μυρωδιά του στη μνήμη της καρδιάς της.
Τα σύννεφα χορεύουν ένα αργό, ρυθμικό βαλσάκι πριν πάνε για ύπνο.
Ευτυχισμένο σούρουπο στην άκρη μιας γαλάζιας γραμμής.
Ουρανός και θάλασσα.
Ένα αγόρι, το ίδιο κάθε φορά, επιστρέφει σπίτι ύστερα από μια μεγάλη βόλτα με το πελώριο κόκκινο μπαλόνι του.
Ένα αγόρι κάθεται σκεπτικό και κοιτάζει μ’ ονειροπόλα διάθεση τον μακρινό ορίζοντα. Αχ, να’ τανε γλάρος και να πέταγε πάνω απ’ τα γαλάζια νερά.
Ένα όνομα από παλιό παιδικό παραμύθι που έμεινε ατελείωτο στο πέρασμα του χρόνου.
Ένα κορίτσι του χαϊδεύει τρυφερά το χέρι. Γέρνει το κεφάλι της στη λακκουβίτσα του λαιμού του και παίρνει τη μυρωδιά του στη μνήμη της καρδιάς της.
Τα σύννεφα χορεύουν ένα αργό, ρυθμικό βαλσάκι πριν πάνε για ύπνο.
Ευτυχισμένο σούρουπο στην άκρη μιας γαλάζιας γραμμής.
Ουρανός και θάλασσα.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006
Ταξιδιωτικά
Πριν από μια βδομάδα έκανα ένα ταξίδι στη Βουδαπέστη. Σκεφτόμουνα αρχικά να γράψω εδώ τις εντυπώσεις μου, αλλά μετά βαρέθηκα γιατί σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ τυποποιημένες, κάτι σαν ταξιδιωτικός οδηγός. Και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί είναι ύπουλα βιβλία. Ευχάριστα απ’ τη μια, γιατί σε κάνουν να ονειρεύεσαι το μέρος που θα πας και δυσάρεστα απ’ την άλλη, όταν μένεις απλώς στο όνειρο. Επιπλέον, το πώς καταγράφονται τα ταξίδια στη μνήμη μας είναι καθαρά προσωπική υπόθεση κι έχει να κάνει μ’ ένα σωρό παράπλευρα πράγματα. Έτσι μπήκα στη διαδικασία να θυμηθώ το πρώτο ταξίδι της ζωής μου το οποίο έχει καταγραφεί ως εξής στη μνήμη μου:
Τον Αύγουστο του 1978 έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Πήγα με τη γιαγιά μου στη Σκωτία να δούμε τον θείο μου που έπαιρνε εκεί την ειδικότητα του ως γιατρός.
Η πτήση πραγματοποιήθηκε με την Ολυμπιακής που τότε ακόμα δεν ήταν ξεπεσμένη. Εγώ ως παιδάκι, είχα και τα τυχερά μου. Με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροσκάφος, απέκτησα κι ένα κουκλάκι. Πιο πολύ όμως, με εντυπωσίαζαν τα περιοδικά που υπήρχαν μπροστά απ’ τις θέσεις. Τα μάζεψα όλα, ακόμα και της αγγλίδας που καθόταν δίπλα μας, συμπεριλαμβανομένων και των σακκουλακίων για τον εμετό που δεν ήξερα βέβαια σε τι χρησίμευαν, αλλά κάπου θα τα χρησιμοποιούσα για τις κούκλες μου.
Το μόνο ενδιαφέρον που μου συνέβη κατά τη διάρκεια της πτήσης κι αφού τη γιαγιά την πήρε ο ύπνος μετά το φαγητό, ήταν να εξασκήσω τα πενιχρά αγγλικά μου στην παρακείμενη αγγλίδα. «Good morning», φέρομαι να της είπα και στη συνέχεια δια της νοηματικής ο μέγας σκοπός επετεύχθη. Μου έβαψε τα χείλη με κραγιόν κι έτσι προσγειώθηκα στο Χίθροου σωστή κυρία. Μόνο που είχε πλάκα γιατί ο θείος μου που μας περίμενε, βλέποντας με έσκασε στα γέλια λέγοντας: «πρώτη φορά βλέπω παιδί που του λείπουν τα 2 μπροστινά δόντια να φοράει κατακόκκινο κραγιόν». Στη συνέχεια φορτώθηκε σαν γαϊδούρι τις αποσκευές μας και ανεβήκαμε τις κυλιόμενες σκάλες τις οποίες όμως ο ίδιος εξαναγκάστηκε να κατέβει και ν’ ανέβει άλλη μια φορά μαζί με τις βαλίτσες γιατί εμένα μου είχαν σκορπιστεί όλα τα λάφυρα απ’ το αεροπλάνο και γκρίνιαζα επίμονα να μου τα μαζέψει.
Ο θείος έμενε σε ένα τεράστιο αλλά άθλιο διαμέρισμα στη Γλασκόβη το οποίο στεγαζόταν σ’ ένα επίσης άθλιο κτίριο μαύρου χρώματος απομεινάρι απ’ το Β’ παγκόσμιο για πρόχειρη στέγαση φοιτητών, μεταναστών κλπ.
Εμένα όμως μου άρεσε πολύ γιατί ήταν μεγάλο κι έτσι τα πρωινά που εκείνος έλειπε στο νοσοκομείο και η γιαγιά έκανε γενική καθαριότητα, επιδιδόμουν στην αγαπημένη μου ασχολία. Έψαχνα όλα τα ντουλάπια. Εκστατική ανακάλυψα κάτι κονσέρβες κόκκινων φασολιών που ήθελα υποχρεωτικά να δοκιμάσω βρίσκοντας ξαφνικά το σπιτικό φαγητό μπανάλ για τα γούστα μου. Στο ψυγείο, ενθουσιάστηκα ανακαλύπτοντας γάλα σε χάρτινη συσκευασία και χυμό πορτοκάλι, είδη εξωτικά ακόμα για μας που ζούσαμε στην Ελλάδα. Επίσης, ανακάλυψα τον κατεψυγμένο αρακά και αποφάσισα ότι δεν θα ξανάτρωγα ποτέ πατάτες με το κρέας ή μακαρόνια, αλλά μόνο αρακά, όπως οι άγγλοι.
Οι ελάχιστες λέξεις που ήξερα στα αγγλικά και μάλιστα ως τυποποιημένες φράσεις και με παντελή άγνοια συντακτικού ή γραμματικής, μου φάνηκαν χρήσιμες όταν κλήθηκα να παίξω τον ρόλο της τηλεφωνήτριας. Υπήρχε ένα τηλέφωνο μαύρο, μεγάλο στον τοίχο του διαδρόμου έξω απ’ την είσοδο του διαμερίσματος, κοινό για όλους τους ορόφους. Όταν χτυπούσε, εγώ απαντούσα κι ανάλογα με τον αριθμό που μου έλεγαν (απ’ το 1 ως το 9) χτυπούσα τις αντίστοιχες φορές ένα κουδουνάκι κι έτσι ειδοποιούταν ο ένοικος του διαμερίσματος που τον καλούσαν. Είχα ενθουσιαστεί που επιτελούσα αυτό το μέγιστο κοινωνικό έργο και απαίτησα να μάθω κι άλλες αγγλικές φρασούλες για να διανθίζω τη συνομιλία μου με τους άγνωστους που τηλεφωνούσαν. Έτσι λοιπόν, συχνά έλεγα «hello, how are you. My name is….».
Είχα τοποθετήσει κι ένα σκαμνάκι δίπλα απ’ το τηλέφωνο για να το φτάνω κι έτσι όλα τα πρωινά ήμουν κάτι σαν ο θυρωρός της πολυκατοικίας. Βέβαια, ως γνήσιος θυρωρός είχα γίνει και πολύ περίεργη κι ενοχλητική γιατί δεν εξαφανιζόμουνα μόλις ερχόταν ο εκάστοτε αποδέκτης του τηλεφωνήματος, αλλά στεκόμουν εκεί και τους πείραζα. Ανεβασμένη στο σκαμνάκι, τράβαγα τα μαλλιά απ’ τις κοπέλες ή τους έκανα διάφορες γκριμάτσες. Μια δυο, αφού είχα ξεπεράσει τα όρια αντοχής τους, μια απ’ αυτές με πήγε σέρνοντας με απ’ το αυτί στη γιαγιά και της παραπονέθηκε. Η γιαγιά δεν μιλούσε γρι αγγλικό, αλλά χαζή δεν ήταν και κατάλαβε ότι ενοχλώ τον κόσμο. «Μας συγχωρείτε, δεν θα το ξανακάνει», απάντησε στην έξαλλη αγγλίδα σε άπταιστα ελληνικά και με κατσάδιασε μετά με την ησυχία της. Βέβαια, εγώ το σπορ το συνέχισα…
Κάποια πρωινά μου άρεσε να κατεβαίνω στον κήπο και να μαζεύω κάτι άγουρα φρούτα απ’ τα δέντρα. Επέμενα μάλιστα να μαζεύω όσο πιο πολλά γινόταν για να τα πάω δώρο στη μαμά μου στην Αθήνα.
Στο φούρνο που πηγαίναμε για ψωμί, η γιαγιά το ζητούσε με νοήματα, δείχνοντας με το δάχτυλο ποια φραντζόλα θέλει κι εγώ επέμενα να μιλάω αγγλικά ζητώντας το γιατί είχα ήδη μάθει τη φράση «bread please» και την έλεγα με περηφάνια. Η πωλήτρια πάντως με κοίταγε σαν να ήμουνα ένας μικρός εξωγήινος. Στην επιστροφή, θυμάμαι πάντα τη γιαγιά να έχει το νου της να δει πως θα γυρίσουμε. «Έχω βάλει σημάδια», έλεγε κι εγώ νόμιζα πως ήμασταν κοντορεβυθούληδες κι έψαχναν κάτω στο έδαφος για τα σημάδια. Επίσης, αναρωτιόμουνα αν τα σκυλιά της Αγγλίας καταλαβαίνουν ελληνικά κι αν θα με ακούνε όταν τα φωνάζω.
Δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα σχολείο, κάτι σαν κολέγιο με θερινά τμήματα υποθέτω τώρα που το ξαναφέρνω στη μνήμη μου. Τα παιδάκια κάνανε διάλειμμα την ώρα που περνάγαμε και μ’ εντυπωσίαζαν επειδή φοράγανε τη στολή τους. Η γιαγιά πλησίαζε τα κάγκελα και τα χαιρετούσε είς άπταιστον ελληνικήν: «Γεια σας παιδάκια, τι κάνετε»; Αυτά γελάγανε κι εγώ τραβιόμουνα μακριά από αμηχανία φωνάζοντας στη γιαγιά «Αφού δεν σε καταλαβαίνουνε γιατί τους μιλάς»; Και η αποστομωτική απάντηση «πάντα καταλαβαίνουνε τα παιδάκια τις γιαγιάδες».
Από’ κεινο το πρώτο ταξίδι, θυμάμαι ακόμα τον ζωολογικό κήπο, την καμηλοπάρδαλη που ήταν ελεύθερη και διστακτικά την χάιδεψα, κάτι μαϊμουδάκια που φάγανε όλα μου τα μπισκότα με γέμιση φράουλα, την παιδική χαρά κοντά στο σπίτι και ότι νύχτωνε πολύ αργά το βράδυ. Στις 10 ήταν ακόμα μέρα. Αυτό θυμάμαι τους άλλους να το λένε.
Μια φορά πήγαμε μια επίσκεψη στο σπίτι κάποιων φίλων γιατρών και μου άρεσαν τόσο τα φιστίκια που τα καταβρόχθισα όλα. Η γιαγιά μου έκανε νοήματα όλο το βράδυ και μετά με επέπληξε. «Θα νομίζει ο κόσμος ότι δεν έχεις να φας», είπε. Εγώ όμως δεν μετάνιωσα καθόλου. Τόσο μου είχαν αρέσει εκείνα τα φιστίκια.
Και τέλος, θυμάμαι τον Chris, τη μεγάλη μου ενοχή. Ήταν τότε 2,5 χρονών. Ο πατέρας του, ο Απόστολος σπούδαζε ναυπηγός και η μητέρα του δούλευε νυχτερινή νοσοκόμα. Η γιαγιά τους είχε συμπαθήσει. Τα βράδια τους καλούσε συχνά για φαγητό και ακούω ακόμα τη φωνή του Απόστολου να λέει «Τα πιο ωραία κεφτεδάκια που έχω φάει κυρία Αννίκα». Τα πρωινά είχε προθυμοποιηθεί να κρατάει τον μικρό για να κοιμάται η μητέρα του. Έτσι, ο Chris ερχόταν σε μας, πράγμα που με είχε δυσαρεστήσει ιδιαιτέρως. Ζήλευα που δεν ήμουνα η αποκλειστικότητα της γιαγιάς κι όλο τον χτυπούσα. Μια φορά τον έσπρωξα με δύναμη κι έπεσε πίσω χτυπώντας δυνατά το κεφάλι του. Είχε σπαράξει στο κλάμα κι εγώ έφαγα μετά απ' τη γιαγιά ένα περιποιημένο βρωμόξυλο. Η μητέρα του δεν με μάλωσε ποτέ. Αντίθετα, με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι και πολύ γλυκά προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι κανείς δεν θα μου κλέψει την αγάπη της γιαγιάς
Ντρέπομαι πολύ όταν σκέφτομαι τι του είχα κάνει. Του ζητάω από δω συγνώμη. Από μέσα μου το έχω κάνει πολλές φορές.
Στη Σκωτία ήταν προγραμματισμένο να μείνουμε ένα μήνα, όλο τον Αύγουστο δηλαδή. Κάποια στιγμή όμως, εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι και να ζητάω τη μαμά μου. Νομίζω ότι η επιστροφή επισπεύσθηκε λιγάκι. Μάλιστα μείναμε και δυο μέρες στο Λονδίνο και είδα και το μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα που πολύ μ’ εντυπωσίασε.
Στην Ελλάδα επέστρεψα με διάφορα λάφυρα μεταξύ των οποίων μια κούκλα που της ζουλούσα το πόδι κι έδινε φιλί. Τη βάφτισα Λουΐζα και την έχω ακόμη.
Τον Αύγουστο του 1978 έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Πήγα με τη γιαγιά μου στη Σκωτία να δούμε τον θείο μου που έπαιρνε εκεί την ειδικότητα του ως γιατρός.
Η πτήση πραγματοποιήθηκε με την Ολυμπιακής που τότε ακόμα δεν ήταν ξεπεσμένη. Εγώ ως παιδάκι, είχα και τα τυχερά μου. Με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροσκάφος, απέκτησα κι ένα κουκλάκι. Πιο πολύ όμως, με εντυπωσίαζαν τα περιοδικά που υπήρχαν μπροστά απ’ τις θέσεις. Τα μάζεψα όλα, ακόμα και της αγγλίδας που καθόταν δίπλα μας, συμπεριλαμβανομένων και των σακκουλακίων για τον εμετό που δεν ήξερα βέβαια σε τι χρησίμευαν, αλλά κάπου θα τα χρησιμοποιούσα για τις κούκλες μου.
Το μόνο ενδιαφέρον που μου συνέβη κατά τη διάρκεια της πτήσης κι αφού τη γιαγιά την πήρε ο ύπνος μετά το φαγητό, ήταν να εξασκήσω τα πενιχρά αγγλικά μου στην παρακείμενη αγγλίδα. «Good morning», φέρομαι να της είπα και στη συνέχεια δια της νοηματικής ο μέγας σκοπός επετεύχθη. Μου έβαψε τα χείλη με κραγιόν κι έτσι προσγειώθηκα στο Χίθροου σωστή κυρία. Μόνο που είχε πλάκα γιατί ο θείος μου που μας περίμενε, βλέποντας με έσκασε στα γέλια λέγοντας: «πρώτη φορά βλέπω παιδί που του λείπουν τα 2 μπροστινά δόντια να φοράει κατακόκκινο κραγιόν». Στη συνέχεια φορτώθηκε σαν γαϊδούρι τις αποσκευές μας και ανεβήκαμε τις κυλιόμενες σκάλες τις οποίες όμως ο ίδιος εξαναγκάστηκε να κατέβει και ν’ ανέβει άλλη μια φορά μαζί με τις βαλίτσες γιατί εμένα μου είχαν σκορπιστεί όλα τα λάφυρα απ’ το αεροπλάνο και γκρίνιαζα επίμονα να μου τα μαζέψει.
Ο θείος έμενε σε ένα τεράστιο αλλά άθλιο διαμέρισμα στη Γλασκόβη το οποίο στεγαζόταν σ’ ένα επίσης άθλιο κτίριο μαύρου χρώματος απομεινάρι απ’ το Β’ παγκόσμιο για πρόχειρη στέγαση φοιτητών, μεταναστών κλπ.
Εμένα όμως μου άρεσε πολύ γιατί ήταν μεγάλο κι έτσι τα πρωινά που εκείνος έλειπε στο νοσοκομείο και η γιαγιά έκανε γενική καθαριότητα, επιδιδόμουν στην αγαπημένη μου ασχολία. Έψαχνα όλα τα ντουλάπια. Εκστατική ανακάλυψα κάτι κονσέρβες κόκκινων φασολιών που ήθελα υποχρεωτικά να δοκιμάσω βρίσκοντας ξαφνικά το σπιτικό φαγητό μπανάλ για τα γούστα μου. Στο ψυγείο, ενθουσιάστηκα ανακαλύπτοντας γάλα σε χάρτινη συσκευασία και χυμό πορτοκάλι, είδη εξωτικά ακόμα για μας που ζούσαμε στην Ελλάδα. Επίσης, ανακάλυψα τον κατεψυγμένο αρακά και αποφάσισα ότι δεν θα ξανάτρωγα ποτέ πατάτες με το κρέας ή μακαρόνια, αλλά μόνο αρακά, όπως οι άγγλοι.
Οι ελάχιστες λέξεις που ήξερα στα αγγλικά και μάλιστα ως τυποποιημένες φράσεις και με παντελή άγνοια συντακτικού ή γραμματικής, μου φάνηκαν χρήσιμες όταν κλήθηκα να παίξω τον ρόλο της τηλεφωνήτριας. Υπήρχε ένα τηλέφωνο μαύρο, μεγάλο στον τοίχο του διαδρόμου έξω απ’ την είσοδο του διαμερίσματος, κοινό για όλους τους ορόφους. Όταν χτυπούσε, εγώ απαντούσα κι ανάλογα με τον αριθμό που μου έλεγαν (απ’ το 1 ως το 9) χτυπούσα τις αντίστοιχες φορές ένα κουδουνάκι κι έτσι ειδοποιούταν ο ένοικος του διαμερίσματος που τον καλούσαν. Είχα ενθουσιαστεί που επιτελούσα αυτό το μέγιστο κοινωνικό έργο και απαίτησα να μάθω κι άλλες αγγλικές φρασούλες για να διανθίζω τη συνομιλία μου με τους άγνωστους που τηλεφωνούσαν. Έτσι λοιπόν, συχνά έλεγα «hello, how are you. My name is….».
Είχα τοποθετήσει κι ένα σκαμνάκι δίπλα απ’ το τηλέφωνο για να το φτάνω κι έτσι όλα τα πρωινά ήμουν κάτι σαν ο θυρωρός της πολυκατοικίας. Βέβαια, ως γνήσιος θυρωρός είχα γίνει και πολύ περίεργη κι ενοχλητική γιατί δεν εξαφανιζόμουνα μόλις ερχόταν ο εκάστοτε αποδέκτης του τηλεφωνήματος, αλλά στεκόμουν εκεί και τους πείραζα. Ανεβασμένη στο σκαμνάκι, τράβαγα τα μαλλιά απ’ τις κοπέλες ή τους έκανα διάφορες γκριμάτσες. Μια δυο, αφού είχα ξεπεράσει τα όρια αντοχής τους, μια απ’ αυτές με πήγε σέρνοντας με απ’ το αυτί στη γιαγιά και της παραπονέθηκε. Η γιαγιά δεν μιλούσε γρι αγγλικό, αλλά χαζή δεν ήταν και κατάλαβε ότι ενοχλώ τον κόσμο. «Μας συγχωρείτε, δεν θα το ξανακάνει», απάντησε στην έξαλλη αγγλίδα σε άπταιστα ελληνικά και με κατσάδιασε μετά με την ησυχία της. Βέβαια, εγώ το σπορ το συνέχισα…
Κάποια πρωινά μου άρεσε να κατεβαίνω στον κήπο και να μαζεύω κάτι άγουρα φρούτα απ’ τα δέντρα. Επέμενα μάλιστα να μαζεύω όσο πιο πολλά γινόταν για να τα πάω δώρο στη μαμά μου στην Αθήνα.
Στο φούρνο που πηγαίναμε για ψωμί, η γιαγιά το ζητούσε με νοήματα, δείχνοντας με το δάχτυλο ποια φραντζόλα θέλει κι εγώ επέμενα να μιλάω αγγλικά ζητώντας το γιατί είχα ήδη μάθει τη φράση «bread please» και την έλεγα με περηφάνια. Η πωλήτρια πάντως με κοίταγε σαν να ήμουνα ένας μικρός εξωγήινος. Στην επιστροφή, θυμάμαι πάντα τη γιαγιά να έχει το νου της να δει πως θα γυρίσουμε. «Έχω βάλει σημάδια», έλεγε κι εγώ νόμιζα πως ήμασταν κοντορεβυθούληδες κι έψαχναν κάτω στο έδαφος για τα σημάδια. Επίσης, αναρωτιόμουνα αν τα σκυλιά της Αγγλίας καταλαβαίνουν ελληνικά κι αν θα με ακούνε όταν τα φωνάζω.
Δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα σχολείο, κάτι σαν κολέγιο με θερινά τμήματα υποθέτω τώρα που το ξαναφέρνω στη μνήμη μου. Τα παιδάκια κάνανε διάλειμμα την ώρα που περνάγαμε και μ’ εντυπωσίαζαν επειδή φοράγανε τη στολή τους. Η γιαγιά πλησίαζε τα κάγκελα και τα χαιρετούσε είς άπταιστον ελληνικήν: «Γεια σας παιδάκια, τι κάνετε»; Αυτά γελάγανε κι εγώ τραβιόμουνα μακριά από αμηχανία φωνάζοντας στη γιαγιά «Αφού δεν σε καταλαβαίνουνε γιατί τους μιλάς»; Και η αποστομωτική απάντηση «πάντα καταλαβαίνουνε τα παιδάκια τις γιαγιάδες».
Από’ κεινο το πρώτο ταξίδι, θυμάμαι ακόμα τον ζωολογικό κήπο, την καμηλοπάρδαλη που ήταν ελεύθερη και διστακτικά την χάιδεψα, κάτι μαϊμουδάκια που φάγανε όλα μου τα μπισκότα με γέμιση φράουλα, την παιδική χαρά κοντά στο σπίτι και ότι νύχτωνε πολύ αργά το βράδυ. Στις 10 ήταν ακόμα μέρα. Αυτό θυμάμαι τους άλλους να το λένε.
Μια φορά πήγαμε μια επίσκεψη στο σπίτι κάποιων φίλων γιατρών και μου άρεσαν τόσο τα φιστίκια που τα καταβρόχθισα όλα. Η γιαγιά μου έκανε νοήματα όλο το βράδυ και μετά με επέπληξε. «Θα νομίζει ο κόσμος ότι δεν έχεις να φας», είπε. Εγώ όμως δεν μετάνιωσα καθόλου. Τόσο μου είχαν αρέσει εκείνα τα φιστίκια.
Και τέλος, θυμάμαι τον Chris, τη μεγάλη μου ενοχή. Ήταν τότε 2,5 χρονών. Ο πατέρας του, ο Απόστολος σπούδαζε ναυπηγός και η μητέρα του δούλευε νυχτερινή νοσοκόμα. Η γιαγιά τους είχε συμπαθήσει. Τα βράδια τους καλούσε συχνά για φαγητό και ακούω ακόμα τη φωνή του Απόστολου να λέει «Τα πιο ωραία κεφτεδάκια που έχω φάει κυρία Αννίκα». Τα πρωινά είχε προθυμοποιηθεί να κρατάει τον μικρό για να κοιμάται η μητέρα του. Έτσι, ο Chris ερχόταν σε μας, πράγμα που με είχε δυσαρεστήσει ιδιαιτέρως. Ζήλευα που δεν ήμουνα η αποκλειστικότητα της γιαγιάς κι όλο τον χτυπούσα. Μια φορά τον έσπρωξα με δύναμη κι έπεσε πίσω χτυπώντας δυνατά το κεφάλι του. Είχε σπαράξει στο κλάμα κι εγώ έφαγα μετά απ' τη γιαγιά ένα περιποιημένο βρωμόξυλο. Η μητέρα του δεν με μάλωσε ποτέ. Αντίθετα, με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι και πολύ γλυκά προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι κανείς δεν θα μου κλέψει την αγάπη της γιαγιάς
Ντρέπομαι πολύ όταν σκέφτομαι τι του είχα κάνει. Του ζητάω από δω συγνώμη. Από μέσα μου το έχω κάνει πολλές φορές.
Στη Σκωτία ήταν προγραμματισμένο να μείνουμε ένα μήνα, όλο τον Αύγουστο δηλαδή. Κάποια στιγμή όμως, εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι και να ζητάω τη μαμά μου. Νομίζω ότι η επιστροφή επισπεύσθηκε λιγάκι. Μάλιστα μείναμε και δυο μέρες στο Λονδίνο και είδα και το μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα που πολύ μ’ εντυπωσίασε.
Στην Ελλάδα επέστρεψα με διάφορα λάφυρα μεταξύ των οποίων μια κούκλα που της ζουλούσα το πόδι κι έδινε φιλί. Τη βάφτισα Λουΐζα και την έχω ακόμη.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006
Του Paul Eluard
La Courbe de tes yeux
La courbe de tes yeux fait le tour de mon coeur,
Un rond de danse et de douceur,
Auréole du temps, berceau nocturne et sûr,
Et si je ne sais plus tout ce que j'ai vécu
C'est que tes yeux ne m'ont pas toujours vu.
Feuilles de jour et mousse de rosée,
Roseaux du vent, sourires parfumés,
Ailes couvrant le monde de lumière,
Bateaux chargés du ciel et de la mer,
Chasseurs des bruits et sources des couleurs,
arfums éclos d'une couvée d'aurores
Qui gît toujours sur la paille des astres,
Comme le jour dépend de l'innocence
Le monde entier dépend de tes yeux purs
Et tout mon sang coule dans leurs regards.
Το ποίημα ξεκίνησε να γράφεται τον Οκτώβριο του 1924 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1926.
Η καμπύλη των ματιών σου
Η καμπύλη των ματιών σου κυκλώνει την καρδιά μου,
σ’ έναν κύκλο χορού και γλύκας
φωτοστέφανο στον χρόνο, λίκνο νυχτερινό και σίγουρο.
Κι αν δεν ξέρω πια τίποτα απ’ όσα έζησα,
είναι που τα μάτια σου δεν μ’ έβλεπαν πάντα.
Φύλλα της ημέρας κι αφρός δροσοσταλιάς,
καλαμιές στον άνεμο, αρωματισμένα χαμόγελα
φτερά που καλύπτουν τον φωτεινό κόσμο
καράβια φορτωμένα ουρανό και θάλασσα.
Διώκτες θορύβων και πηγές χρωμάτων
Αρώματα που εκκολάπτονται σε μια φωλιά
που ξαπλώνει πάντα στο αχυρένιο στρώμα των άστρων
Όπως η μέρα κρέμεται απ’ την αθωότητα
ο κόσμος όλος κρέμεται απ’ τα αγνά σου μάτια
κι όλο μου το αίμα κυλάει μες το βλέμμα τους.
(Η μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά είναι της Αλεπούς).
La courbe de tes yeux fait le tour de mon coeur,
Un rond de danse et de douceur,
Auréole du temps, berceau nocturne et sûr,
Et si je ne sais plus tout ce que j'ai vécu
C'est que tes yeux ne m'ont pas toujours vu.
Feuilles de jour et mousse de rosée,
Roseaux du vent, sourires parfumés,
Ailes couvrant le monde de lumière,
Bateaux chargés du ciel et de la mer,
Chasseurs des bruits et sources des couleurs,
arfums éclos d'une couvée d'aurores
Qui gît toujours sur la paille des astres,
Comme le jour dépend de l'innocence
Le monde entier dépend de tes yeux purs
Et tout mon sang coule dans leurs regards.
Το ποίημα ξεκίνησε να γράφεται τον Οκτώβριο του 1924 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1926.
Η καμπύλη των ματιών σου
Η καμπύλη των ματιών σου κυκλώνει την καρδιά μου,
σ’ έναν κύκλο χορού και γλύκας
φωτοστέφανο στον χρόνο, λίκνο νυχτερινό και σίγουρο.
Κι αν δεν ξέρω πια τίποτα απ’ όσα έζησα,
είναι που τα μάτια σου δεν μ’ έβλεπαν πάντα.
Φύλλα της ημέρας κι αφρός δροσοσταλιάς,
καλαμιές στον άνεμο, αρωματισμένα χαμόγελα
φτερά που καλύπτουν τον φωτεινό κόσμο
καράβια φορτωμένα ουρανό και θάλασσα.
Διώκτες θορύβων και πηγές χρωμάτων
Αρώματα που εκκολάπτονται σε μια φωλιά
που ξαπλώνει πάντα στο αχυρένιο στρώμα των άστρων
Όπως η μέρα κρέμεται απ’ την αθωότητα
ο κόσμος όλος κρέμεται απ’ τα αγνά σου μάτια
κι όλο μου το αίμα κυλάει μες το βλέμμα τους.
(Η μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά είναι της Αλεπούς).
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2006
Από παλιό μύθο των Βίκινγκς
Στ' όνειρο μου
τη γυναίκα μου άκουσα να λέει:
"Φτωχό μου εσύ κουράστηκες
έλα ν' αναπαυθείς.
Μικρός να γίνεις σαν έμβρυο,
στα σπλάχνα μου να κοιμηθείς".
Τρύπωσα στα σπλάχνα της
και σαν παιδί κοιμήθηκα.
Κι έγινα μικρός, τόσο μικρός
που εξαφανίστηκα.
τη γυναίκα μου άκουσα να λέει:
"Φτωχό μου εσύ κουράστηκες
έλα ν' αναπαυθείς.
Μικρός να γίνεις σαν έμβρυο,
στα σπλάχνα μου να κοιμηθείς".
Τρύπωσα στα σπλάχνα της
και σαν παιδί κοιμήθηκα.
Κι έγινα μικρός, τόσο μικρός
που εξαφανίστηκα.
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006
Charles Baudelaire: Ο "κακός" με τα άνθη.
Επειδή η Krotkaya και η Bebelac το ζήτησαν, ιδού:
O Charles Baudelaire γεννιέται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον Jacques Aupick, γεγονός που διαταράσσει την μέχρι τότε ήρεμη ζωή του. Η οικογένεια μετακομίζει στη Λυών το 1832, λόγω του πατριού που είναι στρατιωτικός κι επιστρέφει στο Παρίσι το 1836. Ο Charles παραμένει εσωτερικός στη Λυών στο κολέγιο Louis-le-Grand, όπου αποβάλλεται για απειθαρχία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει τελικά να αποφοιτήσει το 1839. Το μόνο που ενδιαφέρει τον μικρό Charles είναι η λογοτεχνική εργασία. Ο ακράτητος δανδισμός του ανησυχεί την οικογένεια του που τον στέλνει κοντά σε έμπιστο της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετισθεί. Μετά τα νησιά Maurice, και Βourbon, διασχίζει τις Ινδίες. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέεται με τη Jeanne Duval.Παράλληλα, γνωρίζεται με τον Balzac, τον Nerval, τον Theophille Gautier και τον Theodore de Bauville. Δεν καταφέρνει να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιουργεί τέτοια χρέη, που τον οδηγούν σε καταδίκη το 1844 (σε ηλικία 24 χρόνων). Παράλληλα, δεν συγχωρεί τη μητέρα του για το ότι τον άφησε να καταδικαστεί και οι σχέσεις τους αποκαθίστανται μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857.Δημοσιεύει τα πρώτα του έργα στο Salon de το 1845 και το 1846, στη La Fanfarlo το 1847, συνεργάζεται με τα περιοδικά Τintamarre, Corsaire-Satan, Messager, Monde literaire, Artiste, δημοσιεύοντας ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 αρχίζει να μεταφράζει Edgar Alan Poe. Το 1857 εκδίδει τα διάσημα πια "Άνθη του Κακού". Έξι απ' αυτά στηλιτεύονται από τη δικαιοσύνη, γεγονός που κλονίζει την ήδη εύθραυστη υγεία του.Παρόλα αυτά, η λογοτεχνική του δραστηριότητα είναι μεγάλη. Δημοσιεύει μια πλακέτα για τον Theophille Gautier. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον συγγραφέα της "Κυρία με τις καμέλιες" τον συνδέει στενή φιλία. Ακολουθούν οι "Τεχνητοί Παράδεισοι", οι "Αισθητικές Περιέργειες", "τα Έγκατα του Παρισιού" και η "Ρομαντική Τέχνη" το 1863.
Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο επιδεινώνεται η υγεία του, μαζί με τις ατυχίες του. Στην επιστροφή μαζί με τη μητέρα του στο Παρίσι, πεθαίνει τον Αύγουστο του 1867 σε ηλικία 46 ετών.Μετά το θάνατο του, ο Σαρτρ του αφιέρωσε μαζί με τους ομότεχνους του Ζενέ, Μωριάκ, Φλωμπέρ, σελίδες υπό την ονομασία: "Υπαρξιακή Ψυχανάλυση".
Τα άνθη του κακού αποτελούνται από τα εξής ποιήματα:
Στον αναγνώστη
Το άλμπατρος
Ο εχθρός
Το δηλητήριο
Το φιαλίδιο
Ο επιστρέφων
Νυχτερινή Αρμονία
Μελαγχολία
Πρότερη ζωή
Το ποίημα του χασίς
Πρότερη ζωή
Για καιρό κατοικούσα κάτω από απέραντους θόλους
που ήλιοι του πελάγους βάφανε με χίλιες φωτιές
τα μεγαλιώδη τους περιστύλια ευθή και μεγαλοπρεπή
τις νύχτες μοιάζανε με κρύπτες από αχάτη.
Τα κύματα με δύναμη ανασαλεύοντας του ουρανού εικόνες
αναμείγνυαν μεγαλόπρεπα και μυστικά
τις πανύσχυρες συγχορδίες της πλούσιας μουσικής τους
με τα χρώματα του δύοντος ήλιου που η ματιά μου αντικαθρέπτιζε.
Εδώ έζησα τις ήρεμες ηδονές
στο μέσον του γαλάζιου, των κυμάτων, του φέγγους του θαυμαστού
με τους γυμνούς αρωματισμένους σκλάβους
που δρόσιζαν το μέτωπο μου με φύλλα φοινικιάς
καθώς το μόνο που είχαν για μένα μόνιμο ενδιαφέρον, ήταν να βαθαίνουν
όλο και περισσότερο, το οδυνηρό μυστικό που σ' αυτόν μ' έριξε τον βαρύ μαρασμό.
La vie antιrieure
J'ai longtemps habite sous de vastes portiques
Que les soleils marins teignaient de mille feux,
Et que leurs grands piliers, droits et majestueux,
Rendaient pareils, le soir, aux grottes basaltiques.
Les houles, en roulant les images des cieux,
Mκlaint d' une facon solennelle et mystique
Les tout-puissants accords de leur riche musique
Aux couleurs du couchant reflιtι par mes veux.
C' est lΰ que j' ai vecu dans les voluptes
calmes, au milieu de l' azur, des vagues, des splendeurs
Et des esclaves nus, tout imprιs d' odeurs
Qui me rafraissaint le front avec les palmes,
Et dont l' unique soin ιtait d' approfondir
Le secret douloureux qui me faisait languir
O Charles Baudelaire γεννιέται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον Jacques Aupick, γεγονός που διαταράσσει την μέχρι τότε ήρεμη ζωή του. Η οικογένεια μετακομίζει στη Λυών το 1832, λόγω του πατριού που είναι στρατιωτικός κι επιστρέφει στο Παρίσι το 1836. Ο Charles παραμένει εσωτερικός στη Λυών στο κολέγιο Louis-le-Grand, όπου αποβάλλεται για απειθαρχία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει τελικά να αποφοιτήσει το 1839. Το μόνο που ενδιαφέρει τον μικρό Charles είναι η λογοτεχνική εργασία. Ο ακράτητος δανδισμός του ανησυχεί την οικογένεια του που τον στέλνει κοντά σε έμπιστο της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετισθεί. Μετά τα νησιά Maurice, και Βourbon, διασχίζει τις Ινδίες. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέεται με τη Jeanne Duval.Παράλληλα, γνωρίζεται με τον Balzac, τον Nerval, τον Theophille Gautier και τον Theodore de Bauville. Δεν καταφέρνει να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιουργεί τέτοια χρέη, που τον οδηγούν σε καταδίκη το 1844 (σε ηλικία 24 χρόνων). Παράλληλα, δεν συγχωρεί τη μητέρα του για το ότι τον άφησε να καταδικαστεί και οι σχέσεις τους αποκαθίστανται μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857.Δημοσιεύει τα πρώτα του έργα στο Salon de το 1845 και το 1846, στη La Fanfarlo το 1847, συνεργάζεται με τα περιοδικά Τintamarre, Corsaire-Satan, Messager, Monde literaire, Artiste, δημοσιεύοντας ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 αρχίζει να μεταφράζει Edgar Alan Poe. Το 1857 εκδίδει τα διάσημα πια "Άνθη του Κακού". Έξι απ' αυτά στηλιτεύονται από τη δικαιοσύνη, γεγονός που κλονίζει την ήδη εύθραυστη υγεία του.Παρόλα αυτά, η λογοτεχνική του δραστηριότητα είναι μεγάλη. Δημοσιεύει μια πλακέτα για τον Theophille Gautier. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον συγγραφέα της "Κυρία με τις καμέλιες" τον συνδέει στενή φιλία. Ακολουθούν οι "Τεχνητοί Παράδεισοι", οι "Αισθητικές Περιέργειες", "τα Έγκατα του Παρισιού" και η "Ρομαντική Τέχνη" το 1863.
Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο επιδεινώνεται η υγεία του, μαζί με τις ατυχίες του. Στην επιστροφή μαζί με τη μητέρα του στο Παρίσι, πεθαίνει τον Αύγουστο του 1867 σε ηλικία 46 ετών.Μετά το θάνατο του, ο Σαρτρ του αφιέρωσε μαζί με τους ομότεχνους του Ζενέ, Μωριάκ, Φλωμπέρ, σελίδες υπό την ονομασία: "Υπαρξιακή Ψυχανάλυση".
Τα άνθη του κακού αποτελούνται από τα εξής ποιήματα:
Στον αναγνώστη
Το άλμπατρος
Ο εχθρός
Το δηλητήριο
Το φιαλίδιο
Ο επιστρέφων
Νυχτερινή Αρμονία
Μελαγχολία
Πρότερη ζωή
Το ποίημα του χασίς
Πρότερη ζωή
Για καιρό κατοικούσα κάτω από απέραντους θόλους
που ήλιοι του πελάγους βάφανε με χίλιες φωτιές
τα μεγαλιώδη τους περιστύλια ευθή και μεγαλοπρεπή
τις νύχτες μοιάζανε με κρύπτες από αχάτη.
Τα κύματα με δύναμη ανασαλεύοντας του ουρανού εικόνες
αναμείγνυαν μεγαλόπρεπα και μυστικά
τις πανύσχυρες συγχορδίες της πλούσιας μουσικής τους
με τα χρώματα του δύοντος ήλιου που η ματιά μου αντικαθρέπτιζε.
Εδώ έζησα τις ήρεμες ηδονές
στο μέσον του γαλάζιου, των κυμάτων, του φέγγους του θαυμαστού
με τους γυμνούς αρωματισμένους σκλάβους
που δρόσιζαν το μέτωπο μου με φύλλα φοινικιάς
καθώς το μόνο που είχαν για μένα μόνιμο ενδιαφέρον, ήταν να βαθαίνουν
όλο και περισσότερο, το οδυνηρό μυστικό που σ' αυτόν μ' έριξε τον βαρύ μαρασμό.
La vie antιrieure
J'ai longtemps habite sous de vastes portiques
Que les soleils marins teignaient de mille feux,
Et que leurs grands piliers, droits et majestueux,
Rendaient pareils, le soir, aux grottes basaltiques.
Les houles, en roulant les images des cieux,
Mκlaint d' une facon solennelle et mystique
Les tout-puissants accords de leur riche musique
Aux couleurs du couchant reflιtι par mes veux.
C' est lΰ que j' ai vecu dans les voluptes
calmes, au milieu de l' azur, des vagues, des splendeurs
Et des esclaves nus, tout imprιs d' odeurs
Qui me rafraissaint le front avec les palmes,
Et dont l' unique soin ιtait d' approfondir
Le secret douloureux qui me faisait languir
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 13, 2006
ARTHUR RIMBAUD: ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΜΕ ΑΙΤΙΑ
Γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1854 στη Charles Ville και το πλήρες όνομα του ήταν Jean Nicola-Arthur-Rimbaud.Ο πατέρας του, λοχαγός του πεζικού, εγκατέλειψε τη σύζυγο του λόγω αγεφύρωτων διαφορών. Συγχρόνως, εγκατέλειψε και τα πέντε τους παιδιά. Ο Arthur που ήταν δευτερότοκος, έγινε μόνιμος αντίπαλος για την αυστηρή μητέρα του που συνήθιζε να βάζει τα παιδιά της να περπατάνε σε τέλεια στοίχιση. Στο σχολείο παρουσίαζε μια τέλεια αντιφατική προσωπικότητα. Απ’ τη μια, αρίστευε κι απ’ την άλλη έμπλεκε σε καβγάδες. Οι καθηγητές του παραδέχονταν το δυνατό του μυαλό και οι συμμαθητές του το επαναστατικό του πνεύμα. Στο σπίτι, στην διαρκή διαμάχη με τη μητέρα του, απέρριπτε σταδιακά για να την κοντράρει τον Θεό, το έθνος, όλους τους κανόνες κοινωνικής ηθικής καθώς και τις πανεπιστημιακές σπουδές. Μάλιστα θεωρούσε και το απολυτήριο γυμνασίου εντελώς περιττό.
Ήδη απ’ τα 16 του, αυτό που βαθύτερα επιθυμούσε ήταν να ζήσει ως ποιητής, πράγμα που ταύτιζε με την διαρκή ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Στα τέλη του Αυγούστου του 1870, αποπειράθηκε να αποδράσει απ’ το σπίτι του, πράξη που τον οδήγησε κατευθείαν στην φυλακή Μαζά, εξαιτίας μιας παρεξήγησης κατά τον έλεγχο των εισιτηρίων στον σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου θα το έσκαγε. Ο Arthur κουβαλούσε ένα πυκνογραμμένο σημειωματάριο που αν και ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για στίχους, λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου που μαινόταν, η αστυνομία το θεώρησε ύποπτο. Με τη μεσολάβηση ενός παλιού του καθηγητή, αποφυλακίστηκε κι επέστρεψε σπίτι. Η μητέρα του τον υποδέχτηκε με τη ράβδο στα χέρια. Μερικές μέρες αργότερα, ο ατίθασος Arthur το ξανάσκασε για τη βελγική πόλη Σαρλερουά. Για ένα μήνα βίωσε πείνα, ταλαιπωρία, κίνδυνο κι έγραψε στίχους γεμάτους θλίψη. Μετά επέστρεψε σπίτι γιατί ξεκινούσε ο χειμώνας.
Από το Νοέμβριο του 1870 ως το Φεβρουάριο του 1871 αποφάσισε ότι θα γινόταν οραματιστής:
«Ένας Ποιητής γίνεται οραματιστής μέσω μιας μακράς, άνευ ορίων συστηματικής αποδόμησης όλων των αισθήσεων. Με όλες τις φόρμες του έρωτα, της απελπισίας, της τρέλας, αναζητά τον εαυτό του, τον εξαντλεί με όλα τα δηλητήρια και συλλαμβάνει την πεμπτουσία τους».
Την ίδια εποχή αρχίζει ο σταδιακός εθισμός του στο αλκοόλ, αρχικά με αραιωμένη με νερό μπίρα. Παράλληλα, τον προβληματίζει η λογοτεχνική αξία κλασικών όπως του Ομήρου, του Ρακίνα, του Ουγκό και θεωρεί τη γαλλική γλώσσα άχρωμη και ανούσια. Ωστόσο, θαυμάζει πολύ τον Πωλ Βερλαίν. Κι έτσι, αποφασίζει να ξαναφύγει για το Παρίσι αυτή τη φορά. Άντεξε δυο μήνες μακριά απ’ την οικογενειακή γαλήνη κι επέστρεψε στην πόλη του άφραγκος και ταλαιπωρημένος με τα πόδια.
Μάκρυνε τα μαλλιά του, κάπνιζε πίπα κι έπλεκε χλευαστικά στιχάκια για τους αστούς με τα οποία ψυχαγωγούσε τους εκκεντρικούς θαμώνες του καφέ Πτι Μπουά όπου και σύχναζε. Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1871 κι ενώ ήδη αισθανόταν εγκλωβισμένος στα στενά όρια της επαρχιακής του πόλης, επεδίωξε να έρθει σε επαφή με τον Βερλαίν, αποστέλλοντας του κάποιους στίχους, Λίγο καιρό αργότερα ήρθε η απάντηση: «Ελάτε, αγαπητή μεγάλη ψυχή, σας περιμένουμε, σας επιθυμούμε».
Στο Παρίσι ο Βερλαίν, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του και των πεθερικών του, αποφασίζει να φέρει και τον Rimbaud στο σπίτι κι έτσι ζουν μαζί μια εποχή που πυροδοτεί το έργο «Μια εποχή στην κόλαση» το οποίο ολοκλήρωσε ο Rimbaud το φθινόπωρο του 1873. Μαζί περιπλανώνται στη Μονμάρτρη, στο Καρτιέ Λατέν, στα καφέ της Τρυντέν. Κοιμόνται τη μέρα και τη νύχτα επιδίδονται σε παντός είδους καταχρήσεις. «Δεσποινίς Rimbaud» τον αποκαλούν ειρωνικά κι εκείνος γίνεται όλο και πιο σαρκαστικός, κακεντρεχής, προσβλητικός
Οι δυο σύντροφοι συνεχίζουν τη φαντασιακή τους αναζήτηση σε Βέλγιο και Αγγλία. Οι τσακωμοί όμως, οι σκηνές ζηλοτυπίας και η ανέχεια, άρχισαν να τους δηλητηριάζουν με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλον εκ περιτροπής. Ανταλλάσσουν επιστολές επανασύνδεσης γεμάτες μεταμέλεια, απειλές αυτοκτονίας, και όρκους αφοσίωσης. Το δράμα κορυφώνεται τον Ιούλιο του 1873, όταν ο Βερλαίν πυροβόλησε στο χέρι τον Rimbaud μετά την απόφαση του τελευταίου να χωρίσουν οριστικά, Ο Βερλαίν κατέληξε στη φυλακή και ο Rimbaud επέστρεψε σπίτι του.
Με έξοδα της μητέρας του τυπώθηκε το «Μια εποχή στην κόλαση» σε 500 αντίτυπα, τα 495 απ’ τα οποία τα έκαψε ο δημιουργός τους στη συνέχεια. Η ποίηση δεν τον ενδιέφερε πια. Αντιθέτως ήθελε να μάθε τα πάντα. Διετέλεσε παιδαγωγός στη Βυρτεμβέργη, φορτοεκφορτωτής στη Μασσαλία, υπάλληλος τσίρκου στη Κοπεγχάγη και στη Στοκχόλμη, κλέφτης ταλαίπωρου αμαξά στη Βιέννη, λιποτάκτης του ολλανδικού στρατού στη Σουμάτρα. Ενδιαμέσως, επέστρεφε στη γενέτειρα του για να αφοσιωθεί στην εκμάθηση ασιατικών γλωσσών, στο πιάνο, χτυπώντας τα πλήκτρα που είχε ζωγραφίσει στο τραπέζι και ξύρισε το κεφάλι του.
Ανάμεσα στο 1880 και 1891, άρχισε να τον έλκει η Αφρική . Οργάνωνε και συνόδευε καραβάνια ανάμεσα στις χώρες της Ερυθράς θάλασσας, εμπορευόμενος χρυσό, ελεφαντόδοντο και όπλα. Συγχρόνως άρχισε να παραπονείται για ταχυκαρδίες, ρευματισμούς και αφόρητη πλήξη. Τον είλκυσε ξαφνικά το Ισλάμ κι άρχισε να μελετάει αποκλειστικά το Κοράνι. Του έφταιγαν όλα, οι ντόπιοι, ο θρησκευτικός φανατισμός, η αδυναμία του να πλουτίσει, το ότι δεν παντρεύτηκε.
Επέστρεψε υποχρεωτικά στην πόλη του τον Μάιο του 1891, προσβεβλημένος από καρκίνο. Στο νοσοκομείο της Κονσεψιόν, υπεβλήθη σε ακρωτηριασμό του ενός κάτω άκρου. Δήλωνε συνεχώς έτοιμος να απαλλαγεί απ’ τη μίζερη του ύπαρξη , παρόλο που έκανε σχέδια να προσθέσει ξύλινο πόδι. Επιθυμούσε να γυρίσει στην Αφρική και να τον γιατρέψει ο ζεστός ήλιος. Ο καρκίνος όμως έκανε μετάσταση και ο Rimbaud άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Νοεμβρίου, έχοντας μόλις κλείσει τα 37 του χρόνια.
Με δυο σονέτα θέλησε ο άλλοτε αγαπημένος του να ωραιοποιήσει το πρόωρο τέλος:
«Εσύ νεκρός, νεκρός, νεκρός! αλλά τουλάχιστον νεκρός όπως εσύ το θέλεις».
Ήδη απ’ τα 16 του, αυτό που βαθύτερα επιθυμούσε ήταν να ζήσει ως ποιητής, πράγμα που ταύτιζε με την διαρκή ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Στα τέλη του Αυγούστου του 1870, αποπειράθηκε να αποδράσει απ’ το σπίτι του, πράξη που τον οδήγησε κατευθείαν στην φυλακή Μαζά, εξαιτίας μιας παρεξήγησης κατά τον έλεγχο των εισιτηρίων στον σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου θα το έσκαγε. Ο Arthur κουβαλούσε ένα πυκνογραμμένο σημειωματάριο που αν και ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για στίχους, λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου που μαινόταν, η αστυνομία το θεώρησε ύποπτο. Με τη μεσολάβηση ενός παλιού του καθηγητή, αποφυλακίστηκε κι επέστρεψε σπίτι. Η μητέρα του τον υποδέχτηκε με τη ράβδο στα χέρια. Μερικές μέρες αργότερα, ο ατίθασος Arthur το ξανάσκασε για τη βελγική πόλη Σαρλερουά. Για ένα μήνα βίωσε πείνα, ταλαιπωρία, κίνδυνο κι έγραψε στίχους γεμάτους θλίψη. Μετά επέστρεψε σπίτι γιατί ξεκινούσε ο χειμώνας.
Από το Νοέμβριο του 1870 ως το Φεβρουάριο του 1871 αποφάσισε ότι θα γινόταν οραματιστής:
«Ένας Ποιητής γίνεται οραματιστής μέσω μιας μακράς, άνευ ορίων συστηματικής αποδόμησης όλων των αισθήσεων. Με όλες τις φόρμες του έρωτα, της απελπισίας, της τρέλας, αναζητά τον εαυτό του, τον εξαντλεί με όλα τα δηλητήρια και συλλαμβάνει την πεμπτουσία τους».
Την ίδια εποχή αρχίζει ο σταδιακός εθισμός του στο αλκοόλ, αρχικά με αραιωμένη με νερό μπίρα. Παράλληλα, τον προβληματίζει η λογοτεχνική αξία κλασικών όπως του Ομήρου, του Ρακίνα, του Ουγκό και θεωρεί τη γαλλική γλώσσα άχρωμη και ανούσια. Ωστόσο, θαυμάζει πολύ τον Πωλ Βερλαίν. Κι έτσι, αποφασίζει να ξαναφύγει για το Παρίσι αυτή τη φορά. Άντεξε δυο μήνες μακριά απ’ την οικογενειακή γαλήνη κι επέστρεψε στην πόλη του άφραγκος και ταλαιπωρημένος με τα πόδια.
Μάκρυνε τα μαλλιά του, κάπνιζε πίπα κι έπλεκε χλευαστικά στιχάκια για τους αστούς με τα οποία ψυχαγωγούσε τους εκκεντρικούς θαμώνες του καφέ Πτι Μπουά όπου και σύχναζε. Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1871 κι ενώ ήδη αισθανόταν εγκλωβισμένος στα στενά όρια της επαρχιακής του πόλης, επεδίωξε να έρθει σε επαφή με τον Βερλαίν, αποστέλλοντας του κάποιους στίχους, Λίγο καιρό αργότερα ήρθε η απάντηση: «Ελάτε, αγαπητή μεγάλη ψυχή, σας περιμένουμε, σας επιθυμούμε».
Στο Παρίσι ο Βερλαίν, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του και των πεθερικών του, αποφασίζει να φέρει και τον Rimbaud στο σπίτι κι έτσι ζουν μαζί μια εποχή που πυροδοτεί το έργο «Μια εποχή στην κόλαση» το οποίο ολοκλήρωσε ο Rimbaud το φθινόπωρο του 1873. Μαζί περιπλανώνται στη Μονμάρτρη, στο Καρτιέ Λατέν, στα καφέ της Τρυντέν. Κοιμόνται τη μέρα και τη νύχτα επιδίδονται σε παντός είδους καταχρήσεις. «Δεσποινίς Rimbaud» τον αποκαλούν ειρωνικά κι εκείνος γίνεται όλο και πιο σαρκαστικός, κακεντρεχής, προσβλητικός
Οι δυο σύντροφοι συνεχίζουν τη φαντασιακή τους αναζήτηση σε Βέλγιο και Αγγλία. Οι τσακωμοί όμως, οι σκηνές ζηλοτυπίας και η ανέχεια, άρχισαν να τους δηλητηριάζουν με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλον εκ περιτροπής. Ανταλλάσσουν επιστολές επανασύνδεσης γεμάτες μεταμέλεια, απειλές αυτοκτονίας, και όρκους αφοσίωσης. Το δράμα κορυφώνεται τον Ιούλιο του 1873, όταν ο Βερλαίν πυροβόλησε στο χέρι τον Rimbaud μετά την απόφαση του τελευταίου να χωρίσουν οριστικά, Ο Βερλαίν κατέληξε στη φυλακή και ο Rimbaud επέστρεψε σπίτι του.
Με έξοδα της μητέρας του τυπώθηκε το «Μια εποχή στην κόλαση» σε 500 αντίτυπα, τα 495 απ’ τα οποία τα έκαψε ο δημιουργός τους στη συνέχεια. Η ποίηση δεν τον ενδιέφερε πια. Αντιθέτως ήθελε να μάθε τα πάντα. Διετέλεσε παιδαγωγός στη Βυρτεμβέργη, φορτοεκφορτωτής στη Μασσαλία, υπάλληλος τσίρκου στη Κοπεγχάγη και στη Στοκχόλμη, κλέφτης ταλαίπωρου αμαξά στη Βιέννη, λιποτάκτης του ολλανδικού στρατού στη Σουμάτρα. Ενδιαμέσως, επέστρεφε στη γενέτειρα του για να αφοσιωθεί στην εκμάθηση ασιατικών γλωσσών, στο πιάνο, χτυπώντας τα πλήκτρα που είχε ζωγραφίσει στο τραπέζι και ξύρισε το κεφάλι του.
Ανάμεσα στο 1880 και 1891, άρχισε να τον έλκει η Αφρική . Οργάνωνε και συνόδευε καραβάνια ανάμεσα στις χώρες της Ερυθράς θάλασσας, εμπορευόμενος χρυσό, ελεφαντόδοντο και όπλα. Συγχρόνως άρχισε να παραπονείται για ταχυκαρδίες, ρευματισμούς και αφόρητη πλήξη. Τον είλκυσε ξαφνικά το Ισλάμ κι άρχισε να μελετάει αποκλειστικά το Κοράνι. Του έφταιγαν όλα, οι ντόπιοι, ο θρησκευτικός φανατισμός, η αδυναμία του να πλουτίσει, το ότι δεν παντρεύτηκε.
Επέστρεψε υποχρεωτικά στην πόλη του τον Μάιο του 1891, προσβεβλημένος από καρκίνο. Στο νοσοκομείο της Κονσεψιόν, υπεβλήθη σε ακρωτηριασμό του ενός κάτω άκρου. Δήλωνε συνεχώς έτοιμος να απαλλαγεί απ’ τη μίζερη του ύπαρξη , παρόλο που έκανε σχέδια να προσθέσει ξύλινο πόδι. Επιθυμούσε να γυρίσει στην Αφρική και να τον γιατρέψει ο ζεστός ήλιος. Ο καρκίνος όμως έκανε μετάσταση και ο Rimbaud άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Νοεμβρίου, έχοντας μόλις κλείσει τα 37 του χρόνια.
Με δυο σονέτα θέλησε ο άλλοτε αγαπημένος του να ωραιοποιήσει το πρόωρο τέλος:
«Εσύ νεκρός, νεκρός, νεκρός! αλλά τουλάχιστον νεκρός όπως εσύ το θέλεις».
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006
Πώς πέρασα το Σαββατοκύριακο.
Αυτό το Σαββατοκύριακο, η μαμά κι ο μπαμπάς είχαν κόσμο στο σπίτι κι έτσι τηλεφώνησαν στη θεία Νίνα και τη ρώτησαν αν θα μπορούσε να με κρατήσει. «Έχω κι εγώ μια συγκέντρωση στη βίλα μου στην Επίδαυρο, αλλά να έρθει και το παιδί, δεν πειράζει», είπε εκείνη με καλοσυνάτο ύφος, ενώ όταν έκλεισε το τηλέφωνο μάθαμε ότι έβριζε και έσπαγε ό, τι αντικείμενο είχε μπροστά της. «Το κωλόπαιδο, το φελέκι μου μέσα, να δω πού θα το κοιμίσω τώρα». Επίσης, η μαμά είπε στον μπαμπά ότι η θεία μίλαγε κυπριακά και έβαλε πολλά λ στη λέξη βίλα. Ο μπαμπάς σήκωσε αδιάφορα τους ώμους κι εγώ έψαξα στο λεξικό του κυρίου Μπαμπινιώτη και είδα ότι η βίλα γράφεται με ένα λ. «Μάλλον η θεία δεν θα ξέρει γράμματα», σκέφτηκα, αν και είναι ήδη αρκετά μεγάλη. Μας πήρε τηλέφωνο μια ώρα μετά και είπε στη μαμά ότι επειδή εκείνη θα βρισκόταν στη βίλα της με τα πολλά λ από την προηγούμενη μέρα, θα έστελνε τον θείο Β να με πάρει με το αυτοκίνητο. Ο θείος Β είναι πολύ καλός κύριος, αλλά με πήρε τηλέφωνο πολύ νωρίς το πρωί και με ξύπνησε και δεν είχα προλάβει να πιω το γάλα μου και βιαζόταν λέει να φύγουμε επειδή έκανε ζέστη και να μην μας πιάσει η ζέστη στο δρόμο. Εγώ πάλι δεν κατάλαβα πώς θα μας έπιανε η ζέστη αφού το αυτοκίνητο τρέχει πιο γρήγορα, αλλά η μαμά έχει πει να μην αντιμιλάω στους μεγαλύτερους κι έτσι πήγα. Στον δρόμο σταματήσαμε να πιούμε πορτοκαλάδες, εγώ δηλαδή, γιατί ο θείος Β έπινε καφέ και δεν μου έδωσε να φάω ούτε το μπισκοτάκι που του φέρανε με τον καφέ, παρόλο που εγώ πεινούσα. Γκρίνιαζα συνέχεια και του είχα κάνει τα νεύρα κουρέλια κι έτσι δέχτηκε να με πάει σ’ ένα παιχνιδάδικο να πάρω δώρο ένα αυτοκινητάκι για τη φίλη μου τη Μ που ερχόταν κι αυτή να μείνει μαζί μας το Σαββατοκύριακο, επειδή οι γονείς της ήταν καλεσμένοι στους δικούς μου γονείς. Εγώ ήθελα να πάρω ένα κόκκινο, γιατί είναι το αγαπημένο μου χρώμα, αλλά ο θείος Β επέμενε να πάρω ένα ίδιας μάρκας με το πραγματικό δικό του, «γιατί αυτά είναι αυτοκίνητα της προκοπής», είπε. Εγώ άρχισα να τσιρίζω και να χτυπάω τα πόδια μου κάτω με δύναμη ( αυτό είναι το μεγάλο κόλπο) κι έτσι πέρασε το δικό μου και πήραμε το κόκκινο. Στη διαδρομή μας τηλεφωνούσε συνέχεια ο θείος Α που ερχόταν κι αυτός στο ίδιο σπίτι. Μας περίμενε σε μια καφετέρια και συνεχώς κρυβόταν, ενώ έλεγε με τον θείο Β κάτι συνωμοτικά που νόμιζαν ότι δεν τα καταλάβαινα επειδή είμαι μικρή, αλλά εγώ όλα τα κατάλαβα. Ευτυχώς είχε φέρει μαζί του και το σκυλάκι του με το οποίο πολύ συμπαθηθήκαμε και το πήγαινα βόλτα αν και εκείνο έκανε πιπί κάθε 5 λεπτά. Έκανε πιπί μάλιστα και το σπίτι της θείας Ν και εκείνη χαμογελούσε λέγοντας «δεν πειράζει, δεν πειράζει»,αλλά μετά κλείστηκε στο μπάνιο κι άρχισε να μπήγει βελόνες σε κάτι κουκλάκια που τα είχε κρυμμένα στο ντουλαπάκι με τα άπλυτα. Εκεί, στο σπίτι της θείας Ν ήταν ευτυχώς κι άλλα παιδάκια κι έτσι σκέφτηκα ότι ωραία, θα έχω παρέα τώρα και όλοι μαζί, ο Π, η Μ, η άλλη Μ απ’ το εξωτερικό και ο Γ θέλαμε να πάμε στη θάλασσα να παίξουμε με τα κουβαδάκια μας. Μας πήγανε λοιπόν. Οι μεγάλοι κάθισαν στο τραπέζι και πίνανε καφέ κι εμείς βουτήξαμε στο νερό. Μόνο τον θείο Β στέλνανε κάθε τρεις και λίγο να μας επιβλέπει. Κι αυτός όλο έλεγε, «φόρα το καπέλο σου, σκουπίσου, όχι στα βαθιά, τέλειωνε τώρα γιατί θα φάμε» κι άλλα τέτοια που λένε οι μεγάλοι. Εγώ ήθελα να φάω κεφτεδάκια, αλλά κανένας δεν μου έδινε, γιατί όλοι έλεγαν, αυτά είναι τα δικά μου. Μετά ήθελα να πάω να κοιμηθώ, γιατί η μαμά λέει ότι το μεσημέρι τα καλά παιδιά κοιμούνται, αλλά η θεία Μ- Ψ που είναι φίλη της θείας Ν, είπε ότι θα κοιμόταν εκείνη κι ότι καλύτερα να πάω στην πλατεία με τους μεγάλους γιατί αλλιώς θα γίνω σαύρα κι εγώ φοβήθηκα, γιατί δεν μ’ αρέσουν οι σαύρες κι έτσι πήγαινα βόλτα το σκυλάκι του θείου Α. Επίσης με στέλνανε όλο για θελήματα. «Πήγαινε να μας πάρεις εφημερίδες, τσιγάρα, και τον Ριζοσπάστη» που δεν ξέρω τι είναι αλλά έμοιαζε με εφημερίδα. Ο θείος Β αγόρασε και τη μικρή Λουλού που είναι από τα αγαπημένα μου, αλλά η θεία Ν, δεν με άφησε να τη διαβάσω και μου έδωσε και μια τσιμπιά στο μπράτσο, λέγοντας πώς να δεν είμαι καλό κορίτσι θα τα πούμε το βράδυ με το κουτί. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά φοβήθηκα τόσο που παραλίγο να κατουρηθώ πάνω μου. Είναι πολύ φοβιστική η θεία Ν μερικές φορές. Μετά ήρθε κι ένας άλλος θείος, ο θείος Χ με μια κυρία και η θεία Νίνα μας τον παρουσίασε ως συμμαθητή της από τα παλιά. Αυτός ο θείος Χ με έστελνε συνέχεια να τους φέρνω σοκολατάκια και η θεία Ν με τσάκωσε και μου είπε ότι θα με κάνει μαύρη στο ξύλο έτσι και τους πάω άλλα και μετά κλειδώθηκε πάλι στο μπάνιο κι έχωσε μια καρφίτσα στο στομάχι μιας κούκλας που ήταν ίδια ο θείος Χ.. Μετά ο θείος Χ αρρώστησε ξαφνικά και ξάπλωσε γιατί ήθελε λέει να κάνει εμετό- μάλλον απ’ τα πολλά σοκολατάκια- και έπρεπε να κάνουμε ησυχία και ο θείος Β που είναι γιατρός – φυσικός- μάγειρας του πήρε την πίεση και μετά έγινε καλά, και πήγαμε να φάμε. Φάγαμε κοτόπουλο και ήπιαμε και νερό. Εγώ ήθελα κρασί, αλλά τα μικρά παιδιά δεν πίνουνε λέει η θεία Ν. Εντωμεταξύ, οι μεγάλοι όλο μιλάγανε μεταξύ τους κι όλο λέγανε κάτι για μια γνωστή λέξη με τρία γράμματα που τελειώνει σε ξ . «φαξ» είπε μία θεία κι όλοι γέλασαν. «Σεξ», είπα εγώ κι όλοι ρώτησαν πού την ξέρω εγώ μικρό παιδί αυτή τη λέξη. «Δεν ξέρω τι σημαίνει» είπα αθώα, αλλά όλο το κάνουνε οι κούκλες μου. Μετά βάλαμε ρούχα αποκριάτικα, «για να προλάβετε και τις απόκριες είπε η θεία Ν με φωνή γεμάτη υπονοούμενα και με άφησαν και μένα να ντυθώ. Ευτυχώς, γιατί είχε πλάκα και διασκέδασα κι εγώ.
Α, ξέχασα να σας πω ότι η θεία Ν είχε και τα γενέθλια της κι όλοι της πήγανε δώρο κι εγώ επειδή δεν το ήξερα και δεν είχα λεφτά, γιατί είχα σπάσει τον κουμπαρά μου για να τρώω κρυφά παγωτό το καλοκαίρι, της έκανα δώρο την κόκκινη σάκα μου με τα Μίκυ Μάους, γιατί είναι παλιά, την είχα και πέρυσι και φέτος θα μου αγοράσουνε καινούργια.
Ο θείος Π όλο έλεγε ότι είναι ο καλύτερος blogger ever κι εγώ δεν κατάλαβα γιατί δεν έχω μάθει ακόμα αγγλικά και η θεία Μ που ήταν μαζί του, συνέχεια γέλαγε και του έλεγε στο αυτί – αλλά εγώ όλα τα άκουγα- αγάπη μου πόσο μεγαλώνουν οι γραμματοσειρές σου και του έγλειφε το αυτί. «Μπλιαχ, αηδία, σιχαίνομαι όταν τα κάνουν αυτά οι μεγάλοι». Μετά η θεία Ν μας έδειξε το δώρο του θείου Χ, ένα κόκκινο βρακί μικρό ήταν όμως σαν αυτά που φοράνε οι κούκλες μου και είπε ότι το βράδυ θα το φόραγε και θα άνοιγε και το κουτί με τα εργαλεία. Εμένα με στείλανε να κοιμηθώ δίπλα για να με προσέχουνε οι μεγάλοι και να μην βλέπω κι εγώ αναγκαστικά πήγα .
Την άλλη μέρα, όλοι ήταν κουρασμένοι και νυστάζανε και η θεία Ν έκανε νόημα στον θείο Β «να πας τη μικρή σπίτι τώρα και μετά σε περιμένουμε πάλι. Αρκετά το φορτωθήκαμε το σκατόπαιδο όλη τη μέρα χτες». Μάλιστα είχε διώξει πιο πριν και τη φίλη μου τη Μ απ’ το εξωτερικό και έφυγε και ο θείος Χ, αλλά μάλλον στα ψέματα κι αυτός το έκανε και θα ξαναγύρναγε μετά. Όσοι έμειναν, έκαναν ότι μαθαίνουν να χορεύουν ένα χορό με περίεργο όνομα. Τάγκο, ταγκό, κάπως έτσι. Φεύγοντας, η θεία Ν μου είπε γλυκά στο αυτί, ενώ συγχρόνως μου τσίμπαγε το μπράτσο. «Λέξη στη μανούλα εντάξει, χρυσό μου; αλλιώς θα γίνεις κουκλίτσα κι εσύ στο ντουλαπάκι με τα άπλυτα».
Το βράδυ, η μαμά με ρώτησε πως τα πέρασα κι εγώ της είπα «Πολύ ωραία μαμά, θέλω να πηγαίνω συνέχεια. Μπορεί να με κρατήσει για πάντα η καλή θεία Ν»;
Α, ξέχασα να σας πω ότι η θεία Ν είχε και τα γενέθλια της κι όλοι της πήγανε δώρο κι εγώ επειδή δεν το ήξερα και δεν είχα λεφτά, γιατί είχα σπάσει τον κουμπαρά μου για να τρώω κρυφά παγωτό το καλοκαίρι, της έκανα δώρο την κόκκινη σάκα μου με τα Μίκυ Μάους, γιατί είναι παλιά, την είχα και πέρυσι και φέτος θα μου αγοράσουνε καινούργια.
Ο θείος Π όλο έλεγε ότι είναι ο καλύτερος blogger ever κι εγώ δεν κατάλαβα γιατί δεν έχω μάθει ακόμα αγγλικά και η θεία Μ που ήταν μαζί του, συνέχεια γέλαγε και του έλεγε στο αυτί – αλλά εγώ όλα τα άκουγα- αγάπη μου πόσο μεγαλώνουν οι γραμματοσειρές σου και του έγλειφε το αυτί. «Μπλιαχ, αηδία, σιχαίνομαι όταν τα κάνουν αυτά οι μεγάλοι». Μετά η θεία Ν μας έδειξε το δώρο του θείου Χ, ένα κόκκινο βρακί μικρό ήταν όμως σαν αυτά που φοράνε οι κούκλες μου και είπε ότι το βράδυ θα το φόραγε και θα άνοιγε και το κουτί με τα εργαλεία. Εμένα με στείλανε να κοιμηθώ δίπλα για να με προσέχουνε οι μεγάλοι και να μην βλέπω κι εγώ αναγκαστικά πήγα .
Την άλλη μέρα, όλοι ήταν κουρασμένοι και νυστάζανε και η θεία Ν έκανε νόημα στον θείο Β «να πας τη μικρή σπίτι τώρα και μετά σε περιμένουμε πάλι. Αρκετά το φορτωθήκαμε το σκατόπαιδο όλη τη μέρα χτες». Μάλιστα είχε διώξει πιο πριν και τη φίλη μου τη Μ απ’ το εξωτερικό και έφυγε και ο θείος Χ, αλλά μάλλον στα ψέματα κι αυτός το έκανε και θα ξαναγύρναγε μετά. Όσοι έμειναν, έκαναν ότι μαθαίνουν να χορεύουν ένα χορό με περίεργο όνομα. Τάγκο, ταγκό, κάπως έτσι. Φεύγοντας, η θεία Ν μου είπε γλυκά στο αυτί, ενώ συγχρόνως μου τσίμπαγε το μπράτσο. «Λέξη στη μανούλα εντάξει, χρυσό μου; αλλιώς θα γίνεις κουκλίτσα κι εσύ στο ντουλαπάκι με τα άπλυτα».
Το βράδυ, η μαμά με ρώτησε πως τα πέρασα κι εγώ της είπα «Πολύ ωραία μαμά, θέλω να πηγαίνω συνέχεια. Μπορεί να με κρατήσει για πάντα η καλή θεία Ν»;
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006
ΚΟΥΦΟ ΚΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ
Μου είπαν τις προάλλες μια ιστορία.
Δυο νέοι, γύρω στα 28 παντρεύονται σε λίγες μέρες. Ως εδώ καλά. Ζούνε κάτω απ’ την ίδια στέγη και κοιμούνται στο ίδιο κρεββάτι εδώ κι ένα χρόνο. ΟΚ, φυσιολογικό. Δεν έχουνε όμως ποτέ ολοκληρώσει τη σχέση τους. ΠΟΤΕ. Εκείνος διατείνεται ότι είναι κατά των προγαμιαίων σχέσεων κι εκείνη το’ χει χάψει κανονικά. Μετά το γάμο, για χ λόγους, ο καθένας θα ζήσει ξανά με τους γονείς του. Μετά από 5 χρόνια, θα συγκατοικήσουν. Αυτή, περίμενε εναγωνίως την 1η νύχτα του γάμου για να επέλθει το μοιραίον. Αυτός της το απέκλεισε λέγοντας της ότι στα ξενοδοχεία έχουνε κάμερες…
Τι συμπέρασμα να βγάλουμε;
Δυο νέοι, γύρω στα 28 παντρεύονται σε λίγες μέρες. Ως εδώ καλά. Ζούνε κάτω απ’ την ίδια στέγη και κοιμούνται στο ίδιο κρεββάτι εδώ κι ένα χρόνο. ΟΚ, φυσιολογικό. Δεν έχουνε όμως ποτέ ολοκληρώσει τη σχέση τους. ΠΟΤΕ. Εκείνος διατείνεται ότι είναι κατά των προγαμιαίων σχέσεων κι εκείνη το’ χει χάψει κανονικά. Μετά το γάμο, για χ λόγους, ο καθένας θα ζήσει ξανά με τους γονείς του. Μετά από 5 χρόνια, θα συγκατοικήσουν. Αυτή, περίμενε εναγωνίως την 1η νύχτα του γάμου για να επέλθει το μοιραίον. Αυτός της το απέκλεισε λέγοντας της ότι στα ξενοδοχεία έχουνε κάμερες…
Τι συμπέρασμα να βγάλουμε;
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 02, 2006
Γιατρέ, θα ζήσω;
Άκουσα τυχαία το παλιό τραγούδι:
«Κάθε λιμάνι και καημός
κάθε καημός και δάκρυ
κι είναι η ζωή του καθενός
θάλασσα δίχως άκρη»
και συγκινήθηκα.
Μ’ αρέσει πολύ ένα παλιό επίσης ελληνικό ζεϊμπέκικο, πένθιμο σαν ρέκβιεμ:
«Η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει
σβήνει το καντήλι μου
κι η ψυχή, κι η ψυχή
σαν χελιδόνι
βγαίνει απ’ τα χείλη μου»
Και ανακάλυψα ότι συγκινούμαι όταν:
- Βλέπω ταινίες με δραματικό φινάλε
- Διαβάζω βιβλία με αδιέξοδα και προβλήματα
- Ακούω μουσική με στίχους που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια
- Ακούω κλασική μουσική βαρειά και σκοτεινή
Κι όμως,
-Χαμογελάω εύκολα
-Γελάω αβίαστα και ξεκαρδιστικά
-Κι ελπίζω.
Γιατρέ, θα ζήσω;
«Κάθε λιμάνι και καημός
κάθε καημός και δάκρυ
κι είναι η ζωή του καθενός
θάλασσα δίχως άκρη»
και συγκινήθηκα.
Μ’ αρέσει πολύ ένα παλιό επίσης ελληνικό ζεϊμπέκικο, πένθιμο σαν ρέκβιεμ:
«Η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει
σβήνει το καντήλι μου
κι η ψυχή, κι η ψυχή
σαν χελιδόνι
βγαίνει απ’ τα χείλη μου»
Και ανακάλυψα ότι συγκινούμαι όταν:
- Βλέπω ταινίες με δραματικό φινάλε
- Διαβάζω βιβλία με αδιέξοδα και προβλήματα
- Ακούω μουσική με στίχους που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια
- Ακούω κλασική μουσική βαρειά και σκοτεινή
Κι όμως,
-Χαμογελάω εύκολα
-Γελάω αβίαστα και ξεκαρδιστικά
-Κι ελπίζω.
Γιατρέ, θα ζήσω;
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2006
Συλλογισμοί.
Το τηλεφώνημα πραγματοποιήθηκε προ ημιώρου και έγινε εξ αφορμής της ονομαστικής μου εορτής που παρήλθε όπως όλοι ξέρετε.
- έχω χάσει το κινητό εδώ και τρεις μήνες και έχασα και το τηλέφωνο σου. Ευτυχώς που θυμήθηκα ότι σου είχα στείλει μέιλ πρόσφατα κι έτσι είχα έναν τρόπο επικοινωνίας. Κόντευα να σκάσω.
ΕΓΩ: Κι εγώ που νόμιζα ότι κάτι σου’ χω κάνει και δεν το έχω πάρει είδηση, (γέλιο για να φανεί το χιούμορ. Δυο μέρες έχουν περάσει απ’ τις 30, σήμερα έσκασες;)
- Πώς πάει; Καιρό έχουμε να τα πούμε
ΕΓΩ: Πράγματι. (ο χρόνος που περνάει σου αφήνει μόνο χρόνο γι’ αυτούς στους οποίους πραγματικά θέλεις να τον διαθέσεις)
- Λοιπόν, τι νέα; Να σου πω τα δικά μου που είναι πολλά ή τα δικά σου;
ΕΓΩ: Πες εσύ (αφού είναι αυτονόητο ότι δεν κρατιέσαι κι ότι τα δικά μου είναι ελάχιστα και μάλλον και άνευ σημασίας όπως υπονοείς)
- Λοιπόν, εμείς τέλεια. Πήγαμε διακοπές στο ….σ’ ένα καταπληκτικό σπίτι και μπλα, μπλα, μπλα και μετά πήραμε και τα παιδιά και πήγαμε στο….σ’ ένα καταπληκτικό ξενοδοχείο, πάνω στη θάλασσα και μπλα, μπλα, μπλα και αλλάζω δουλειά, αλλά επειδή είμαι ο τέλειος άνθρωπος στην τέλεια θέση θα είμαι part time και σ’ αυτήν και με έχουν ανάγκη γιατί πού θα βρουν τέτοιο και μπλα, μπλα, μπλα και α, δεν σου είπα, αγοράσαμε και το διπλανό διαμέρισμα και μπλα, μπλα, μπλα, θα τα ενώσουμε και θα κάνουμε ένα 140 τμ με βεράντα 34 τμ και θα κάνουμε πάρτυ όπως παλιά και ο αδερφός μου άνοιξε μαγαζί και μπλα, μπλα, μπλα και ο πατέρας μου ανακαίνισε το δικό του και όλα καλά και τα’ χω λύσει όλα τα προβλήματα, βγάζω τρελλά λεφτά, αν και δεν έχω λύσει εντελώς το οικονομικό μου πρόβλημα και είμαστε τόσο καλά που ανησυχώ, αλλά δόξα τον Θεό (ναι, μην τον ξεχνάμε και πέσει φωτιά και μας κάψει), μπλα, μπλα, μπλα, εσύ;
ΕΓΩ: Εγώ πήγα 2 βδομάδες στην Κω και τώρα γύρισα. (βαριέμαι να σου περιγράψω τις μέρες μία προς μία)
- Η δουλειά;
ΕΓΩ: Μια χαρά ( δεν θα σου πω ότι πλήττω θανάσιμα)
- Από λεφτά;
ΕΓΩ: Τέλεια (Ούτε εγώ έχω λύσω το οικονομικό μου πρόβλημα, αλλά είμαι ρεαλίστρια και ξέρω πως δεν θα το λύσω)
- Άλλα νέα;
ΕΓΩ: Μπα τίποτα ( άνοιξα και blog, αλλά δεν στο λέω γιατί χαζή είμαι; θέλω να σε εκθέσω με την ησυχία μου και μάλιστα χωρίς να το ξέρεις για να μην σου διαλύσω τις μαγικές σου ψευδαισθήσεις)
- Βαφτίσαμε και τον μικρό, αλλά το κάναμε σε κλειστό κύκλο. (απολογητική διάθεση)
ΕΓΩ: Καταλαβαίνω
- Εμείς κι εμείς ήμασταν, 100 άτομα
ΕΓΩ: Μπράβο! (Τόσο κλειστός ο κύκλος;)
- Καλέσαμε μόνο τους κολλητούς
ΕΓΩ: Α, ωραία! ( Πρέπει να μείνω εκστατική στο πρωτοφανές φαινόμενο κύκλου κολλητών 100 ατόμων)
- Α, δεν σου’ πα. Κάνω και το διδακτορικό μου. ( σιγά που θα μου το κράταγες κρυφό)
ΕΓΩ: Κι εγώ θα ξεκινήσω ( ε, ας πω κάτι να εντυπωσιάσω κι εγώ- αν και αλήθεια είναι)
- Πού;
ΕΓΩ: Εδώ (στην ταπεινή Αθήνα)
- Από γκόμενο καλά; ( ε, αρκετά τη βαρύναμε την κουβέντα με τα διδακτορικά)
ΕΓΩ: Ναι, πολύ καλά. (no other comments)
ΣΙΩΠΗ (αμηχανίας -εκατέρωθεν μάλλον)
- Πότε θα τα πούμε;
ΕΓΩ: Αυτό τώρα είναι ένα θέμα, λόγω πίεσης χρόνου (χα, χα σου την έφερα)
- Καλά κι εγώ μετά τον Οκτώβριο μπορώ ( σιγά που θα μπορούσες πριν. Σαν τη Κάλλας ένα πράγμα που είχε την ατζέντα της κλεισμένη για τα επόμενα 5 χρόνια. Ισοπαλία. 1-1)
ΕΓΩ: Εντάξει τηλεφωνιόμαστε τότε.
- Οπωσδήποτε (σε λίγους μήνες που είναι η δική μου γιορτή). Και να σε χαιρόμαστε!
ΕΓΩ: Ναι ευχαριστώ ( να σε χαιρόμαστε, μμμ. Να με χαιρόσαστε λοιπόν. Απ' το τηλέφωνο, μάλλον ανώδυνο είναι).
Πριν βιαστείτε να με χαρακτηρίσετε κακιά που τον εκθέτω μ’ αυτόν τον τρόπο, να ξεκαθαρίσω ότι δεν το κάνω από κακία, ούτε από ζήλεια, παρά από θλίψη για τη μεταμόρφωση που μας συμβαίνει όσο περνάνε τα χρόνια. Σκεφτείτε πόσες φορές έχετε βρεθεί σε ανάλογη θέση, το έχετε βουλώσει κανονικά, γιατί έτσι απαιτεί ο κώδικας ευγένειας και μετά σας έπιασε μια θλίψη γιατί αναπολήσατε τις εποχές που ένα παρόμοιο άτομο, εκεί γύρω στα 18 με 20 ήταν εντελώς διαφορετικό. O tempora, o mores!
- έχω χάσει το κινητό εδώ και τρεις μήνες και έχασα και το τηλέφωνο σου. Ευτυχώς που θυμήθηκα ότι σου είχα στείλει μέιλ πρόσφατα κι έτσι είχα έναν τρόπο επικοινωνίας. Κόντευα να σκάσω.
ΕΓΩ: Κι εγώ που νόμιζα ότι κάτι σου’ χω κάνει και δεν το έχω πάρει είδηση, (γέλιο για να φανεί το χιούμορ. Δυο μέρες έχουν περάσει απ’ τις 30, σήμερα έσκασες;)
- Πώς πάει; Καιρό έχουμε να τα πούμε
ΕΓΩ: Πράγματι. (ο χρόνος που περνάει σου αφήνει μόνο χρόνο γι’ αυτούς στους οποίους πραγματικά θέλεις να τον διαθέσεις)
- Λοιπόν, τι νέα; Να σου πω τα δικά μου που είναι πολλά ή τα δικά σου;
ΕΓΩ: Πες εσύ (αφού είναι αυτονόητο ότι δεν κρατιέσαι κι ότι τα δικά μου είναι ελάχιστα και μάλλον και άνευ σημασίας όπως υπονοείς)
- Λοιπόν, εμείς τέλεια. Πήγαμε διακοπές στο ….σ’ ένα καταπληκτικό σπίτι και μπλα, μπλα, μπλα και μετά πήραμε και τα παιδιά και πήγαμε στο….σ’ ένα καταπληκτικό ξενοδοχείο, πάνω στη θάλασσα και μπλα, μπλα, μπλα και αλλάζω δουλειά, αλλά επειδή είμαι ο τέλειος άνθρωπος στην τέλεια θέση θα είμαι part time και σ’ αυτήν και με έχουν ανάγκη γιατί πού θα βρουν τέτοιο και μπλα, μπλα, μπλα και α, δεν σου είπα, αγοράσαμε και το διπλανό διαμέρισμα και μπλα, μπλα, μπλα, θα τα ενώσουμε και θα κάνουμε ένα 140 τμ με βεράντα 34 τμ και θα κάνουμε πάρτυ όπως παλιά και ο αδερφός μου άνοιξε μαγαζί και μπλα, μπλα, μπλα και ο πατέρας μου ανακαίνισε το δικό του και όλα καλά και τα’ χω λύσει όλα τα προβλήματα, βγάζω τρελλά λεφτά, αν και δεν έχω λύσει εντελώς το οικονομικό μου πρόβλημα και είμαστε τόσο καλά που ανησυχώ, αλλά δόξα τον Θεό (ναι, μην τον ξεχνάμε και πέσει φωτιά και μας κάψει), μπλα, μπλα, μπλα, εσύ;
ΕΓΩ: Εγώ πήγα 2 βδομάδες στην Κω και τώρα γύρισα. (βαριέμαι να σου περιγράψω τις μέρες μία προς μία)
- Η δουλειά;
ΕΓΩ: Μια χαρά ( δεν θα σου πω ότι πλήττω θανάσιμα)
- Από λεφτά;
ΕΓΩ: Τέλεια (Ούτε εγώ έχω λύσω το οικονομικό μου πρόβλημα, αλλά είμαι ρεαλίστρια και ξέρω πως δεν θα το λύσω)
- Άλλα νέα;
ΕΓΩ: Μπα τίποτα ( άνοιξα και blog, αλλά δεν στο λέω γιατί χαζή είμαι; θέλω να σε εκθέσω με την ησυχία μου και μάλιστα χωρίς να το ξέρεις για να μην σου διαλύσω τις μαγικές σου ψευδαισθήσεις)
- Βαφτίσαμε και τον μικρό, αλλά το κάναμε σε κλειστό κύκλο. (απολογητική διάθεση)
ΕΓΩ: Καταλαβαίνω
- Εμείς κι εμείς ήμασταν, 100 άτομα
ΕΓΩ: Μπράβο! (Τόσο κλειστός ο κύκλος;)
- Καλέσαμε μόνο τους κολλητούς
ΕΓΩ: Α, ωραία! ( Πρέπει να μείνω εκστατική στο πρωτοφανές φαινόμενο κύκλου κολλητών 100 ατόμων)
- Α, δεν σου’ πα. Κάνω και το διδακτορικό μου. ( σιγά που θα μου το κράταγες κρυφό)
ΕΓΩ: Κι εγώ θα ξεκινήσω ( ε, ας πω κάτι να εντυπωσιάσω κι εγώ- αν και αλήθεια είναι)
- Πού;
ΕΓΩ: Εδώ (στην ταπεινή Αθήνα)
- Από γκόμενο καλά; ( ε, αρκετά τη βαρύναμε την κουβέντα με τα διδακτορικά)
ΕΓΩ: Ναι, πολύ καλά. (no other comments)
ΣΙΩΠΗ (αμηχανίας -εκατέρωθεν μάλλον)
- Πότε θα τα πούμε;
ΕΓΩ: Αυτό τώρα είναι ένα θέμα, λόγω πίεσης χρόνου (χα, χα σου την έφερα)
- Καλά κι εγώ μετά τον Οκτώβριο μπορώ ( σιγά που θα μπορούσες πριν. Σαν τη Κάλλας ένα πράγμα που είχε την ατζέντα της κλεισμένη για τα επόμενα 5 χρόνια. Ισοπαλία. 1-1)
ΕΓΩ: Εντάξει τηλεφωνιόμαστε τότε.
- Οπωσδήποτε (σε λίγους μήνες που είναι η δική μου γιορτή). Και να σε χαιρόμαστε!
ΕΓΩ: Ναι ευχαριστώ ( να σε χαιρόμαστε, μμμ. Να με χαιρόσαστε λοιπόν. Απ' το τηλέφωνο, μάλλον ανώδυνο είναι).
Πριν βιαστείτε να με χαρακτηρίσετε κακιά που τον εκθέτω μ’ αυτόν τον τρόπο, να ξεκαθαρίσω ότι δεν το κάνω από κακία, ούτε από ζήλεια, παρά από θλίψη για τη μεταμόρφωση που μας συμβαίνει όσο περνάνε τα χρόνια. Σκεφτείτε πόσες φορές έχετε βρεθεί σε ανάλογη θέση, το έχετε βουλώσει κανονικά, γιατί έτσι απαιτεί ο κώδικας ευγένειας και μετά σας έπιασε μια θλίψη γιατί αναπολήσατε τις εποχές που ένα παρόμοιο άτομο, εκεί γύρω στα 18 με 20 ήταν εντελώς διαφορετικό. O tempora, o mores!
Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006
Αποκλίνουσες συμπεριφορές
Σύμφωνα με τον τυπικό ορισμό της ψυχιατρικής, η σχιζοφρένεια ορίζεται σαν μια σοβαρή ασθένεια του εγκεφάλου που επηρεάζει τη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του ατόμου. Σύμφωνα με τις στατιστικές 1 στους 100 ανθρώπους προσβάλλεται από την ασθένεια, ασχέτως φύλου, κοινωνικής τάξης, χώρας και πολιτισμού. Στην ιστορία της ανθρωπότητας, πολλοί ήταν εκείνοι που ξεχώρισαν μέσα απ’ το καλλιτεχνικό ή πνευματικό τους έργο, ενώ έπασχαν από σχιζοφρένεια Όπως λέει ο γερμανός διανοητής Μπότο Στράους: «οι ποιητές και οι διανοούμενοι κατοικούσαν πάντα πολύ κοντά στη σχιζοφρένεια».
Ουσιαστικά ο Στράους αναγνωρίζει έναν κοινό παρονομαστή ανάμεσα στην καλλιτεχνική/ πνευματική ιδιοφυΐα και την τρέλα.
Παλιότερα ο Σαίξπηρ μέσα απ΄ τους στίχους του έλεγε: «Ο παράφρων, ο εραστής κι ο ποιητής όλοι από φαντασία είναι φτιαγμένοι». Αλλά και ο Βρετανός ποιητής Τζον Ντράιντεν έγραφε; «Τα μεγάλα πνεύματα στενή σχέση έχουν με την τρέλα και φράχτες χαμηλοί ορίζουν τα όρια τους».
Κατά το 19ο αιώνα ήταν πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι η ιδιοφυΐα, με άλλα λόγια η υπέρβαση των δυνατοτήτων των κοινών θνητών είναι ένα είδος διανοητικής διαταραχής που αποδίδεται σε κάποια νεύρο - εγκεφαλική ιδιομορφία αν και σήμερα θεωρείται ότι η ταύτιση τρέλας ιδιοφυΐας αποτελεί ένα λαθεμένο και υπεραπλουστευτικό σχήμα,. Ωστόσο, ανιχνεύονται περιπτώσεις ομοιότητας και σύνδεσης ανάμεσα σε υψηλό δείκτη αντίληψης και σχιζοφρένειας.
Ενδεικτικά θα αναφέρω τους παρακάτω που νόσησαν από σχιζοφρένεια.
Βίνσεντ Βαν Γκογκ( 1853-1890)
Με την περίπτωση του ασχολήθηκαν πάνω από 150 ψυχίατροι οι οποίοι διέγνωσαν από σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη, επιληψία, σύφιλη μέχρι και δηλητηρίαση από μπογιά. Ο ίδιος γράφοντας στον αδερφό του διαμαρτυρόταν ότι ο αέρας της Αρλ σφύριζε ενοχλητικά στα αυτιά του, γεγονός που αποδίδεται σήμερα σε ακουστικές ψευδαισθήσεις. Ακολούθησε μια περίοδος εγκλεισμού του στο άσυλο του Σαν Ρεμί, όπου δημιούργησε μερικά απ’ τα πιο σπουδαία του έργα. Η προτίμηση του στο κίτρινο χρώμα, σύμφωνα με τελευταίες μελέτες, αποδίδεται στο ότι υπέφερε από ξανθοψία. Αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος και εξέπνευσε δυο μέρες αργότερα, στις 27 Ιουλίου του 1890.
Αντονέν Αρτό (1896-1948)
Την περίοδο της εφηβείας του πέρασε μια μεγάλης διάρκειας κατάθλιψης και οι γονείς του φρόντισαν για την μακροχρόνια εισαγωγή του σε ιδρύματα. Συνολικά νοσηλεύτηκε 5 χρόνια, με διακοπή για να καταταγεί στο στρατό, όπου όμως τελικά δεν κατετάγη λόγω της διαπιστωμένης νοητικής του διαταραχής. Το 1919, ο δρ Νταρντέλ σύστησε τη χορήγηση οπίου γεγονός που οδήγησε στον εθισμό του. Στο έργο του αποτυπώνονται με πολύ έντονο τρόπο τα βιώματα του απ ‘τον κόσμο της παραφροσύνης. Η Αναίς Νιν σημειώνει γι’ αυτόν στο ημερολόγιο της: «Αγάπησαν περισσότερο την τρέλα του ξεχνώντας να τον κατανοήσουν ως καλλιτέχνη».
Βασλάβ Νιζίνσκι (1890-1950)
Ο μυθικός Ρώσος χορευτής εκδήλωσε συμπτώματα ψυχικής διαταραχής σε μια περιοδεία στη Νότιο Αμερική το 1916. Άρχισε να φοβάται τους άλλους χορευτές, ενώ κυριευόταν απ’ την ιδέα ότι θα πέσει σε κάποια κρυφή καταπακτή. Τρία χρόνια αργότερα υπέστη νευρικό κλονισμό που εξελίχθηκε σε σχιζοφρένεια. Στα ημερολόγια του ο ίδιος λέει: «Μου αρέσει η τρέλα γιατί ξέρω πώς να μιλήσω σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ξέρω ότι όλοι θα λένε ότι ο Νιζίνσκι τρελάθηκε αλλά δεν με νοιάζει. Θέλουν να με χώσουν σε ψυχιατρείο επειδή χορεύω καλά και δίνω χρήματα σε όποιον μου ζητήσει».
Σιντ Μπάρετ (1946-2006)
Έπασχε από σχιζοφρένεια και σύνδρομο Άσπεργκερ ενώ η πολύχρονη χρήση ναρκωτικών επηρέασε την πνευματική του διαύγεια και επιδείνωσε την ψυχική του κατάσταση. Τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του έζησε την ανωνυμία του ερημίτη. Άκουγε μόνο όταν τον αποκαλούσαν με το πραγματικό του όνομα, Ρότζερ και μιλούσε για τον Σιντ σε τρίτο πρόσωπο. Ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ δήλωσε κάποτε: «Πιστεύω ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί την προοπτική της επιτυχίας και όλα τα παρεπόμενα της»
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (1896-1940)- Ζέλντα Φιτζέραλντ (1900-1948)
Ένας απ’ τους μεγάλους συγγραφείς του 20ου αιώνα, εκπρόσωπος της λεγόμενης χαμένης γενιάς. Μαζί με τη γυναίκα του Ζέλντα ενσάρκωσαν το μύθο των ωραίων και καταραμένων, ζώντας μια ζωή ταραχώδη, κοσμοπολίτικη και μποέμ. Στα 30 του χρόνια ήταν ήδη αλκοολικός. Η Ζέλντα μετά τον νευρικό κλονισμό που υπέστη το 1939, οδηγήθηκε σε αλλεπάλληλους εγκλεισμούς σε ψυχιατρικά ιδρύματα, όπου και πέθανε πέφτοντας θύμα μιας πυρκαγιάς την παραμονή της υποβολής της σε ηλεκτροσόκ.
Τζων Νας (1928-)
Ο ιδιοφυής μαθηματικός που συνέλαβε τη Θεωρία των Παιγνίων, πάλεψε με τους προσωπικούς του δαίμονες για παραπάνω από 30 χρόνια ανάμεσα σε ιδρύματα και θεραπείες. «Άκουγα φωνές μέσα στο κεφάλι μου κυρίως από ανθρώπους που διαφωνούσαν μαζί μου. Ένα συνεχές παραλήρημα. Σαν ένα όνειρο που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ». Ο Νας εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα το 1958 σε ηλικία 29 ετών και η διάγνωση ήταν παρανοϊκή σχιζοφρένεια και ήπια κατάθλιψη.
Από μείζονες ψυχιατρικές νόσους που στιγμάτισαν για πάντα την ιστορία με το έργο τους, έπασχαν και οι ακόλουθοι:
Ο Γεώργιος Βιζυηνός πέθανε στο Δρομοκαίτειο το 1894, αφότου είχε νοσηλευθεί για δυο χρόνια. Παράλληλα, ο επίσης πεζογράφος Γεράσιμος Βώκος, πέρασε μεγάλες περιόδους της ζωής του σε ψυχιατρικές κλινικές.
Κορυφαίοι σύνθετες, όπως ο Σούμπερτ ή ο Σούμαν έπασχαν από βαριά κατάθλιψη. Ο συνθέτης Τσαϊκόφσκι, βασανιζόταν για χρόνια από την ευαίσθητη, μανιοκαταθλιπτική του φύση.
Η συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ δίνει τέλος στη ζωή της μετά από κρίση μείζονος κατάθλιψης. Το ίδιο και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
Ο γλύπτης της διάσημης «Κοιμωμένης», ο Γιαννούλης Χαλεπάς, εκδήλωσε την ψυχική του ασθένεια το 1877. 11 χρόνια μετά, κρίθηκε αναγκαία η εισαγωγή του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Ύστερα από 3 χρόνια νοσηλείας επέστρεψε στην οικογένεια του και έζησε ήρεμα τα 36 τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η Καμίλ Κλωντέλ παρέμεινε έγκλειστη για 3 δεκαετίες σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, όπου και πέθανε το 1943. Η μητέρα της αδιαφορώντας για τις ιατρικές παραινέσεις, αρνήθηκε να την επανεντάξει στην οικογένεια, αφήνοντας την μόνη κι αβοήθητη.
Σε αποκλίνουσα τέλος συμπεριφορά μπορεί να αποδοθεί και η αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου στα 41 του το 1910. Ο Γιαννόπουλος καβάλησε γυμνός το άλογο του παραδέρνοντας στη θάλασσα της Ελευσίνας «Να περάσεις με μια δρασκελιά απ’ τη μια ζωή στην άλλη» έλεγε συχνά. Δυο μέρες αργότερα το σώμα του το ξέβρασε το κύμα. Έλειπαν τα μάτια του και στο μέτωπο έχασκε μια βαθιά τρύπα.
Το κεφάλι του ήταν χαλασμένο, όπως το κεφάλι του αρχαίου έφηβου της κάρτας που είχε στείλει στο φίλο του Ίωνα Δραγούμη λίγες μέρες πριν γράφοντας: «Τι κρίμα να μην σας δω. Φεύγω για Θεσσαλίες. Τι κρίμα».
(Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν απ’ το άρθρο της Μαρίνας Οικονόμου Λαλιώτη με τίτλο Τρελές ιδιοφυίες για τον Ταχυδρόμο, 26/8/2006, από το διαδίκτυο καθώς και από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Η εκτέλεση», Εκδ. Κάκτος.).
Ουσιαστικά ο Στράους αναγνωρίζει έναν κοινό παρονομαστή ανάμεσα στην καλλιτεχνική/ πνευματική ιδιοφυΐα και την τρέλα.
Παλιότερα ο Σαίξπηρ μέσα απ΄ τους στίχους του έλεγε: «Ο παράφρων, ο εραστής κι ο ποιητής όλοι από φαντασία είναι φτιαγμένοι». Αλλά και ο Βρετανός ποιητής Τζον Ντράιντεν έγραφε; «Τα μεγάλα πνεύματα στενή σχέση έχουν με την τρέλα και φράχτες χαμηλοί ορίζουν τα όρια τους».
Κατά το 19ο αιώνα ήταν πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι η ιδιοφυΐα, με άλλα λόγια η υπέρβαση των δυνατοτήτων των κοινών θνητών είναι ένα είδος διανοητικής διαταραχής που αποδίδεται σε κάποια νεύρο - εγκεφαλική ιδιομορφία αν και σήμερα θεωρείται ότι η ταύτιση τρέλας ιδιοφυΐας αποτελεί ένα λαθεμένο και υπεραπλουστευτικό σχήμα,. Ωστόσο, ανιχνεύονται περιπτώσεις ομοιότητας και σύνδεσης ανάμεσα σε υψηλό δείκτη αντίληψης και σχιζοφρένειας.
Ενδεικτικά θα αναφέρω τους παρακάτω που νόσησαν από σχιζοφρένεια.
Βίνσεντ Βαν Γκογκ( 1853-1890)
Με την περίπτωση του ασχολήθηκαν πάνω από 150 ψυχίατροι οι οποίοι διέγνωσαν από σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη, επιληψία, σύφιλη μέχρι και δηλητηρίαση από μπογιά. Ο ίδιος γράφοντας στον αδερφό του διαμαρτυρόταν ότι ο αέρας της Αρλ σφύριζε ενοχλητικά στα αυτιά του, γεγονός που αποδίδεται σήμερα σε ακουστικές ψευδαισθήσεις. Ακολούθησε μια περίοδος εγκλεισμού του στο άσυλο του Σαν Ρεμί, όπου δημιούργησε μερικά απ’ τα πιο σπουδαία του έργα. Η προτίμηση του στο κίτρινο χρώμα, σύμφωνα με τελευταίες μελέτες, αποδίδεται στο ότι υπέφερε από ξανθοψία. Αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος και εξέπνευσε δυο μέρες αργότερα, στις 27 Ιουλίου του 1890.
Αντονέν Αρτό (1896-1948)
Την περίοδο της εφηβείας του πέρασε μια μεγάλης διάρκειας κατάθλιψης και οι γονείς του φρόντισαν για την μακροχρόνια εισαγωγή του σε ιδρύματα. Συνολικά νοσηλεύτηκε 5 χρόνια, με διακοπή για να καταταγεί στο στρατό, όπου όμως τελικά δεν κατετάγη λόγω της διαπιστωμένης νοητικής του διαταραχής. Το 1919, ο δρ Νταρντέλ σύστησε τη χορήγηση οπίου γεγονός που οδήγησε στον εθισμό του. Στο έργο του αποτυπώνονται με πολύ έντονο τρόπο τα βιώματα του απ ‘τον κόσμο της παραφροσύνης. Η Αναίς Νιν σημειώνει γι’ αυτόν στο ημερολόγιο της: «Αγάπησαν περισσότερο την τρέλα του ξεχνώντας να τον κατανοήσουν ως καλλιτέχνη».
Βασλάβ Νιζίνσκι (1890-1950)
Ο μυθικός Ρώσος χορευτής εκδήλωσε συμπτώματα ψυχικής διαταραχής σε μια περιοδεία στη Νότιο Αμερική το 1916. Άρχισε να φοβάται τους άλλους χορευτές, ενώ κυριευόταν απ’ την ιδέα ότι θα πέσει σε κάποια κρυφή καταπακτή. Τρία χρόνια αργότερα υπέστη νευρικό κλονισμό που εξελίχθηκε σε σχιζοφρένεια. Στα ημερολόγια του ο ίδιος λέει: «Μου αρέσει η τρέλα γιατί ξέρω πώς να μιλήσω σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ξέρω ότι όλοι θα λένε ότι ο Νιζίνσκι τρελάθηκε αλλά δεν με νοιάζει. Θέλουν να με χώσουν σε ψυχιατρείο επειδή χορεύω καλά και δίνω χρήματα σε όποιον μου ζητήσει».
Σιντ Μπάρετ (1946-2006)
Έπασχε από σχιζοφρένεια και σύνδρομο Άσπεργκερ ενώ η πολύχρονη χρήση ναρκωτικών επηρέασε την πνευματική του διαύγεια και επιδείνωσε την ψυχική του κατάσταση. Τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του έζησε την ανωνυμία του ερημίτη. Άκουγε μόνο όταν τον αποκαλούσαν με το πραγματικό του όνομα, Ρότζερ και μιλούσε για τον Σιντ σε τρίτο πρόσωπο. Ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ δήλωσε κάποτε: «Πιστεύω ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί την προοπτική της επιτυχίας και όλα τα παρεπόμενα της»
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (1896-1940)- Ζέλντα Φιτζέραλντ (1900-1948)
Ένας απ’ τους μεγάλους συγγραφείς του 20ου αιώνα, εκπρόσωπος της λεγόμενης χαμένης γενιάς. Μαζί με τη γυναίκα του Ζέλντα ενσάρκωσαν το μύθο των ωραίων και καταραμένων, ζώντας μια ζωή ταραχώδη, κοσμοπολίτικη και μποέμ. Στα 30 του χρόνια ήταν ήδη αλκοολικός. Η Ζέλντα μετά τον νευρικό κλονισμό που υπέστη το 1939, οδηγήθηκε σε αλλεπάλληλους εγκλεισμούς σε ψυχιατρικά ιδρύματα, όπου και πέθανε πέφτοντας θύμα μιας πυρκαγιάς την παραμονή της υποβολής της σε ηλεκτροσόκ.
Τζων Νας (1928-)
Ο ιδιοφυής μαθηματικός που συνέλαβε τη Θεωρία των Παιγνίων, πάλεψε με τους προσωπικούς του δαίμονες για παραπάνω από 30 χρόνια ανάμεσα σε ιδρύματα και θεραπείες. «Άκουγα φωνές μέσα στο κεφάλι μου κυρίως από ανθρώπους που διαφωνούσαν μαζί μου. Ένα συνεχές παραλήρημα. Σαν ένα όνειρο που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ». Ο Νας εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα το 1958 σε ηλικία 29 ετών και η διάγνωση ήταν παρανοϊκή σχιζοφρένεια και ήπια κατάθλιψη.
Από μείζονες ψυχιατρικές νόσους που στιγμάτισαν για πάντα την ιστορία με το έργο τους, έπασχαν και οι ακόλουθοι:
Ο Γεώργιος Βιζυηνός πέθανε στο Δρομοκαίτειο το 1894, αφότου είχε νοσηλευθεί για δυο χρόνια. Παράλληλα, ο επίσης πεζογράφος Γεράσιμος Βώκος, πέρασε μεγάλες περιόδους της ζωής του σε ψυχιατρικές κλινικές.
Κορυφαίοι σύνθετες, όπως ο Σούμπερτ ή ο Σούμαν έπασχαν από βαριά κατάθλιψη. Ο συνθέτης Τσαϊκόφσκι, βασανιζόταν για χρόνια από την ευαίσθητη, μανιοκαταθλιπτική του φύση.
Η συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ δίνει τέλος στη ζωή της μετά από κρίση μείζονος κατάθλιψης. Το ίδιο και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
Ο γλύπτης της διάσημης «Κοιμωμένης», ο Γιαννούλης Χαλεπάς, εκδήλωσε την ψυχική του ασθένεια το 1877. 11 χρόνια μετά, κρίθηκε αναγκαία η εισαγωγή του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Ύστερα από 3 χρόνια νοσηλείας επέστρεψε στην οικογένεια του και έζησε ήρεμα τα 36 τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η Καμίλ Κλωντέλ παρέμεινε έγκλειστη για 3 δεκαετίες σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, όπου και πέθανε το 1943. Η μητέρα της αδιαφορώντας για τις ιατρικές παραινέσεις, αρνήθηκε να την επανεντάξει στην οικογένεια, αφήνοντας την μόνη κι αβοήθητη.
Σε αποκλίνουσα τέλος συμπεριφορά μπορεί να αποδοθεί και η αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου στα 41 του το 1910. Ο Γιαννόπουλος καβάλησε γυμνός το άλογο του παραδέρνοντας στη θάλασσα της Ελευσίνας «Να περάσεις με μια δρασκελιά απ’ τη μια ζωή στην άλλη» έλεγε συχνά. Δυο μέρες αργότερα το σώμα του το ξέβρασε το κύμα. Έλειπαν τα μάτια του και στο μέτωπο έχασκε μια βαθιά τρύπα.
Το κεφάλι του ήταν χαλασμένο, όπως το κεφάλι του αρχαίου έφηβου της κάρτας που είχε στείλει στο φίλο του Ίωνα Δραγούμη λίγες μέρες πριν γράφοντας: «Τι κρίμα να μην σας δω. Φεύγω για Θεσσαλίες. Τι κρίμα».
(Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν απ’ το άρθρο της Μαρίνας Οικονόμου Λαλιώτη με τίτλο Τρελές ιδιοφυίες για τον Ταχυδρόμο, 26/8/2006, από το διαδίκτυο καθώς και από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Η εκτέλεση», Εκδ. Κάκτος.).
Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006
Καμίλ Κλωντέλ: Η ιστορία μιας γυναίκας
Γεννήθηκε στη νότιο Γαλλία, στην Fere- en – Tardenois (Aisne) το 1864. Οι γονείς της χώρισαν το 1881, όταν η Καμίλ ήταν 17 χρονών και η μητέρα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μαζί με τα τρία της παιδιά, την Καμίλ, τον Πώλ μετέπειτα γνωστό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα και την Λουίζ, που ήταν σπουδαία μουσικός κι έπαιζε πιάνο. Από τα 15 της ήδη, η Καμίλ έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη γλυπτική. Τα πρώτα της έργα τοποθετούνται γύρω στο 1876 και είναι μικρές φιγούρες. Το 1879 είναι η χρονιά που γνωρίζεται με τον γλύπτη Alfred Boucher ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο της και πείθει την οικογένεια της να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Το 1881, η Καμίλ ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ακαδημία Colarossi μια απ’ τις λιγοστές σχολές που κάνει δεκτές γυναίκες σπουδάστριες. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και ελάχιστα έργα αυτής της περιόδου διασώζονται, με εξαίρεση την προτομή του αδερφού της Πωλ σε ηλικία 13 χρονών. Το 1882, νοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να δουλεύει τα έργα της, ενώ ο δάσκαλος της Boucher, τη γνωρίζει στον διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, Ecole des Beaux Arts, Paul Dubois. To 1883 γίνεται η περίφημη γνωριμία της με τον Auguste Rodin ο οποίος και αντικαθιστά τον Boucher για ένα διάστημα στα μαθήματα της Ακαδημίας. Την ίδια χρονιά η Καμίλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Salon της Société des français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια των Rodin και Dubois. Από το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Rodin με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Rodin και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Απ’ την αρχή σχεδόν, αναπτύσσεται και η ταραχώδης ερωτική τους σχέση που καταγράφεται μέσα από μια σειρά ερωτικών επιστολών. Ο Rodin ερωτεύεται την Καμίλ Κλωντέλ κεραυνοβόλα, αρχίζοντας να αδιαφορεί για όλα γύρω του, ακόμα και για την τέχνη του. Η Καμίλ δεν υποκύπτει αμέσως, γεγονός που τον οδηγεί στα πρόθυρα της τρέλλας.
«Το φτωχό μου μυαλό έχει αρρωστήσει στ’ αλήθεια και δεν μπορώ πια ούτε να σηκωθώ απ’ το κρεββάτι τα πρωινά. Χτες το βράδυ περιπλανήθηκα για ώρες στο αγαπημένο μας μέρος και δεν ήσουν εκεί. Ο θάνατος θα ήταν ευπρόσδεκτος, η αγωνία μου είναι τεράστια. Γιατί δεν με περίμενες στο στούντιο μας; Πού πας; Τι πόνο ακόμα μου επιφυλάσσει η μοίρα; Καμίλ, είσαι η αγάπη μου, παρόλες τις δυσκολίες. Γιατί δεν πιστεύεις ότι θα τα εγκαταλείψω όλα για σένα; Αχ να μπορούσα να πάω αλλού, σε άλλη χώρα κάπου για να ξεχάσω. Υπάρχουν στιγμές που στ’ αλήθεια πιστεύω ότι θα σε ξεχάσω, αλλά την επόμενη στιγμή, νιώθω τη φοβερή δύναμη που ασκείς πάνω μου. Λυπήσου με. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Είμαι στα πρόθυρα της τρέλλας. Καμίλ μου, σε διαβεβαιώνω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ έτσι για καμία άλλη γυναίκα κι ότι η ψυχή μου σου ανήκει. Όλα τα άλλα μου είναι αδιάφορα. Συντηρώ καταστάσεις για τις οποίες νιώθω αδιαφορία. Μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις».
Το 1891, χρονιά κατά την οποία η σχέση τους βρίσκεται στο αποκορύφωμα της, η Καμίλ του γράφει μεταξύ άλλων από τη γαλλική πόλη Islette.
«Αν είσαι καλός και κρατήσεις τις υποσχέσεις σου, θα βρεθούμε στον παράδεισο σύντομα. Κοιμάμαι εντελώς γυμνή για να πιστέψω ότι είσαι δίπλα μου. Αλλά δεν είσαι… Σου στέλνω την αγάπη μου, Σε παρακαλώ να μην μου ξανακάνεις απιστίες».
Η σχέση των δύο εραστών διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία το 1894, έπειτα από μια έκτρωση στην οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί. Η Καμίλ ένιωθε εξαντλημένη και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να ξεφύγει από την ασφυκτική επιρροή του Rodin για να μπορέσει να δημιουργήσει το δικό της έργο. Η αιτία του χωρισμού τους ήταν η αδυναμία του Rodin να διαλύσει τη σταθερή σχέση του με τη νόμιμη σύντροφο του Ροζ Μπερέ, σχέση ανεξήγητη για τους τρίτους, γεγονός που όπως προκύπτει από μαρτυρίες της εποχής, οφειλόταν στον φόβο, την ενοχή, τη συνήθεια,. Όπως μάλιστα έγραφε ο ίδιος για την Ροζ, «κόλλησε πάνω μου σαν ζωάκι». Και δεν ξεκόλλησε ποτέ. Απέκτησαν ένα γιο, τον μικρό Auguste και ο γάμος τους, το 1917, κανονίστηκε από άλλους, που ήθελαν να διασφαλίσουν την κληρονομιά του έργου του καλλιτέχνη στη χώρα του.Εκεί γύρω στο 1893, η Καμίλ θα δημιουργήσει ένα απ’ τα κορυφαία της γλυπτά, την «Ωριμότητα», συμβολικό για τη σχέση της με το Rodin που όδευε προς το τέλος.
«... Μια νεαρή γυμνή γυναίκα είναι γονατισμένη και τείνει παρακλητικά τα χέρια της σ' έναν γυμνό μεγαλύτερό της άνδρα, τα δάχτυλά τους αγγίζονται, όμως αυτός δεν την κοιτάζει, έχει το βλέμμα στραμμένο σε μιαν άλλη γυναίκα, που στέκεται πίσω του και προσπαθεί να τον τραβήξει προς το μέρος της. Αυτός δείχνει κουρασμένος, δεν θέλει να εγκαταλείψει τη νεαρή γυναίκα κι όμως δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη της μεγαλύτερης γυναίκας που έχει κουλουριαστεί γύρω του σαν φίδι. Ίσως αυτή είναι η σύζυγος και η νεώτερη είναι η ερωμένη. Ίσως πάλι να πρόκειται για την πάλη μεταξύ της νιότης και της ζωής από τη μία, των γηρατειών και του θανάτου, από την άλλη. Το ανθρώπινο αυτό τρίγωνο έχει κάτι το μοιραίο, η μεγαλύτερη γυναίκα είναι οπωσδήποτε η πιο δυνατή και θα θριαμβεύσει στο τέλος, η νεαρότερη όμως διαθέτει ζωντάνια και ενέργεια, έστω και στην παράκλησή της, έστω κι αν ο άνδρας αποστρέφει το βλέμμα του και δείχνει αδύναμος, άβουλος και απελπισμένος...».
Το οριστικό τέλος θα γραφτεί το 1898, ενώ παράλληλα η Καμίλ, επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Salon αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905 χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών. Τον Οκτώβριο του 1907 η Καμίλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την αδερφή του ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται όλο και περισσότερο, ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή. Το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της ωστόσο εκείνη δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από υποκίνηση του αδελφού της, εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: «[...] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους [...]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή». Η τοπική εφημερίδα L' Avenir de L' Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της, ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης. Το 1914 ο Rodin αποστέλλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της πρώην αγαπημένης του. Στα χρόνια που ακολουθούν η Καμίλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Το 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στην μητέρα της ζητώντας την βοήθεια της για την σταδιακή επανένταξη της Καμίλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως εκείνη (σ.σ η μητέρα) αρνείται.
Το 1932, 15 χρόνια μετά το θάνατο του Rodin και 11 πριν απ’ αυτόν της Καμίλ, ο Eugene Blot ανακαλύπτει όλη τους την ερωτική αλληλογραφία και της στέλνει το ακόλουθο γράμμα.
«Στην πραγματικότητα μόνο εσένα αγάπησε. Το βλέπω ξεκάθαρα σήμερα. Όλες οι άλλες υπήρξαν ασήμαντες περιπέτειες. Έζησε μια γελοία ζωή στο βάθος της καρδιάς όμως, παρέμεινε άντρας με Α κεφαλαίο. Ξέρω ότι σε άφησε Καμίλ, Δεν ψάχνω να βρω δικαιολογίες. Υπέφερες πολύ μαζί του. Αλλά δεν παίρνω τίποτα πίσω απ’ αυτά που σου γράφω. Ο χρόνος θα γιατρέψει τα πάντα.».
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Καμίλ θα πεθάνει τελικά μόνη κι αβοήθητη στις 19 Οκτωβρίου του 1943. Η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.
«Το φτωχό μου μυαλό έχει αρρωστήσει στ’ αλήθεια και δεν μπορώ πια ούτε να σηκωθώ απ’ το κρεββάτι τα πρωινά. Χτες το βράδυ περιπλανήθηκα για ώρες στο αγαπημένο μας μέρος και δεν ήσουν εκεί. Ο θάνατος θα ήταν ευπρόσδεκτος, η αγωνία μου είναι τεράστια. Γιατί δεν με περίμενες στο στούντιο μας; Πού πας; Τι πόνο ακόμα μου επιφυλάσσει η μοίρα; Καμίλ, είσαι η αγάπη μου, παρόλες τις δυσκολίες. Γιατί δεν πιστεύεις ότι θα τα εγκαταλείψω όλα για σένα; Αχ να μπορούσα να πάω αλλού, σε άλλη χώρα κάπου για να ξεχάσω. Υπάρχουν στιγμές που στ’ αλήθεια πιστεύω ότι θα σε ξεχάσω, αλλά την επόμενη στιγμή, νιώθω τη φοβερή δύναμη που ασκείς πάνω μου. Λυπήσου με. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Είμαι στα πρόθυρα της τρέλλας. Καμίλ μου, σε διαβεβαιώνω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ έτσι για καμία άλλη γυναίκα κι ότι η ψυχή μου σου ανήκει. Όλα τα άλλα μου είναι αδιάφορα. Συντηρώ καταστάσεις για τις οποίες νιώθω αδιαφορία. Μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις».
Το 1891, χρονιά κατά την οποία η σχέση τους βρίσκεται στο αποκορύφωμα της, η Καμίλ του γράφει μεταξύ άλλων από τη γαλλική πόλη Islette.
«Αν είσαι καλός και κρατήσεις τις υποσχέσεις σου, θα βρεθούμε στον παράδεισο σύντομα. Κοιμάμαι εντελώς γυμνή για να πιστέψω ότι είσαι δίπλα μου. Αλλά δεν είσαι… Σου στέλνω την αγάπη μου, Σε παρακαλώ να μην μου ξανακάνεις απιστίες».
Η σχέση των δύο εραστών διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία το 1894, έπειτα από μια έκτρωση στην οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί. Η Καμίλ ένιωθε εξαντλημένη και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να ξεφύγει από την ασφυκτική επιρροή του Rodin για να μπορέσει να δημιουργήσει το δικό της έργο. Η αιτία του χωρισμού τους ήταν η αδυναμία του Rodin να διαλύσει τη σταθερή σχέση του με τη νόμιμη σύντροφο του Ροζ Μπερέ, σχέση ανεξήγητη για τους τρίτους, γεγονός που όπως προκύπτει από μαρτυρίες της εποχής, οφειλόταν στον φόβο, την ενοχή, τη συνήθεια,. Όπως μάλιστα έγραφε ο ίδιος για την Ροζ, «κόλλησε πάνω μου σαν ζωάκι». Και δεν ξεκόλλησε ποτέ. Απέκτησαν ένα γιο, τον μικρό Auguste και ο γάμος τους, το 1917, κανονίστηκε από άλλους, που ήθελαν να διασφαλίσουν την κληρονομιά του έργου του καλλιτέχνη στη χώρα του.Εκεί γύρω στο 1893, η Καμίλ θα δημιουργήσει ένα απ’ τα κορυφαία της γλυπτά, την «Ωριμότητα», συμβολικό για τη σχέση της με το Rodin που όδευε προς το τέλος.
«... Μια νεαρή γυμνή γυναίκα είναι γονατισμένη και τείνει παρακλητικά τα χέρια της σ' έναν γυμνό μεγαλύτερό της άνδρα, τα δάχτυλά τους αγγίζονται, όμως αυτός δεν την κοιτάζει, έχει το βλέμμα στραμμένο σε μιαν άλλη γυναίκα, που στέκεται πίσω του και προσπαθεί να τον τραβήξει προς το μέρος της. Αυτός δείχνει κουρασμένος, δεν θέλει να εγκαταλείψει τη νεαρή γυναίκα κι όμως δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη της μεγαλύτερης γυναίκας που έχει κουλουριαστεί γύρω του σαν φίδι. Ίσως αυτή είναι η σύζυγος και η νεώτερη είναι η ερωμένη. Ίσως πάλι να πρόκειται για την πάλη μεταξύ της νιότης και της ζωής από τη μία, των γηρατειών και του θανάτου, από την άλλη. Το ανθρώπινο αυτό τρίγωνο έχει κάτι το μοιραίο, η μεγαλύτερη γυναίκα είναι οπωσδήποτε η πιο δυνατή και θα θριαμβεύσει στο τέλος, η νεαρότερη όμως διαθέτει ζωντάνια και ενέργεια, έστω και στην παράκλησή της, έστω κι αν ο άνδρας αποστρέφει το βλέμμα του και δείχνει αδύναμος, άβουλος και απελπισμένος...».
Το οριστικό τέλος θα γραφτεί το 1898, ενώ παράλληλα η Καμίλ, επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Salon αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905 χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών. Τον Οκτώβριο του 1907 η Καμίλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την αδερφή του ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται όλο και περισσότερο, ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή. Το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της ωστόσο εκείνη δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από υποκίνηση του αδελφού της, εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: «[...] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους [...]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή». Η τοπική εφημερίδα L' Avenir de L' Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της, ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης. Το 1914 ο Rodin αποστέλλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της πρώην αγαπημένης του. Στα χρόνια που ακολουθούν η Καμίλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Το 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στην μητέρα της ζητώντας την βοήθεια της για την σταδιακή επανένταξη της Καμίλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως εκείνη (σ.σ η μητέρα) αρνείται.
Το 1932, 15 χρόνια μετά το θάνατο του Rodin και 11 πριν απ’ αυτόν της Καμίλ, ο Eugene Blot ανακαλύπτει όλη τους την ερωτική αλληλογραφία και της στέλνει το ακόλουθο γράμμα.
«Στην πραγματικότητα μόνο εσένα αγάπησε. Το βλέπω ξεκάθαρα σήμερα. Όλες οι άλλες υπήρξαν ασήμαντες περιπέτειες. Έζησε μια γελοία ζωή στο βάθος της καρδιάς όμως, παρέμεινε άντρας με Α κεφαλαίο. Ξέρω ότι σε άφησε Καμίλ, Δεν ψάχνω να βρω δικαιολογίες. Υπέφερες πολύ μαζί του. Αλλά δεν παίρνω τίποτα πίσω απ’ αυτά που σου γράφω. Ο χρόνος θα γιατρέψει τα πάντα.».
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Καμίλ θα πεθάνει τελικά μόνη κι αβοήθητη στις 19 Οκτωβρίου του 1943. Η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.
Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006
Η ζωή δεν
είναι τραγική, είναι γελοία. Κι αυτό δεν αντέχεται.
Σημειώσεις του Ίψεν για την Έντα Γκάμπλερ.
Σημειώσεις του Ίψεν για την Έντα Γκάμπλερ.
Τετάρτη, Αυγούστου 23, 2006
About last night...
Το ραντεβού ήταν για τις 20.00. Ξεκαθαρίζω: Ο μόνος λόγος που πήγα μέσα στον καύσωνα ήταν για να γνωρίσω τη μικρή Βελγίδα η οποία μάλιστα μου είχε τάξει και σοκολάτες εκ Βελγίου. Διόρθωση. Ο μόνος λόγος που πήγα ήταν για να πάρω τις σοκολάτες και επί τη ευκαιρία να πω κι ένα γεια στη μικρή Βελγίδα…
Φτάνω με ακρίβεια καλύτερη κι από Άγγλο λόρδο. Τηλεφωνώ στην προαναφερθείσα κυρία κι ανακαλύπτω ότι είναι ήδη εκεί. Αγκαλιές, φιλιά, «χαίρομαι που σε γνωρίζω Αλεπού μου», ο κόσμος από δίπλα να κοιτάζει γεμάτος απορία «Μα κυκλοφορούν αλεπούδες αδέσποτες μέσα στην πόλη»; Και αφού προς στιγμήν καταλάγιασε η χαρά κι ο ενθουσιασμός, με τραβάει παράμερα και μου λέει με το ύφος του θλιμμένου σκύλου: «Δεν το πιστεύω, ξέχασα τις σοκολάτες. Κι όχι τίποτα άλλο, θα με σκοτώσει ο Αλέκος». [Χμ! Για μένα ούτε κουβέντα]. Χαμογελάω ευγενικά. «Ξέχασα και τη δική σου», συμπληρώνει με το δάκρυ να τρεμοπαίζει στα ομολογουμένως αθώα της μάτια. [Αχά!, με ανέφερε επιτέλους. Τη δική σου; Μόνο μία σοκολάτα μου έφερε δηλαδή; Κρίμα κι έκανα τόσο δρόμο]. Χαμογελάω ξανά. «Αλλά, είμαι πρόθυμη να έρθω σπίτι σου και να στις φέρω» (δηλαδή αυτού του έφερε περισσότερες), θα πει στη συνέχεια απολογητικά στον Αλέκο, «να σου φτιάξω τον υπολογιστή και να σου σφουγγαρίσω για να εξιλεωθώ», συνέχισε στον ίδιο τόνο. [Α, ωραία σκέφτηκα κι αμέσως ήρθαν μπροστά μου σαν όραμα τα τρία ασιδέρωτα πλυντήρια που περίμεναν δυο πρόθυμα βελγικά και ικανά χεράκια να τα συμμαζέψουν… Τελικά, μια χαρά άνθρωποι αυτοί οι Βέλγοι, εξυπηρετικότατοι].
Αφού ως άγγλος επίσης εμφανίστηκε και έτερος της παρέας, ορθώς άμα τη εμφανίσει του πρότεινε να πάμε στο παρακείμενο καφέ και να περιμένουμε τους υπόλοιπους πίνοντας κάτι. Εγώ συμφώνησα με τη φωνή της λογικής. Η μικρή Βέλγα μετανάστρια όμως, είχε μια ανησυχία. «Μήπως και χαθούν οι υπόλοιποι; Μα που θα μας βρουν; Θα καταλάβουν πού καθόμαστε» και άλλα τέτοια βελγικά εξ’ ου και μας έσπασε τα νεύρα αφού κάθε 2 λεπτά σηκωνόταν για να πάει να κόψει κίνηση. Μεταξύ μας νομίζω ότι της γυάλισε αυτός που πούλαγε πεπόνια δίπλα στο σταθμό (εκεί με περίμενε κι εμένα άλλωστε) και γι’ αυτό είχε την πρεμούρα και πηγαινοερχόταν…
Κι εκεί που κάποτε μαζευτήκαμε οι περισσότεροι και πίναμε τους καφέδες μας, εμφανίστηκε η Κυρία. Μισή ώρα αργότερα απ’ το ραντεβού. «Ευτυχώς που σε ξύπνησα» της λέει η μικρή Βελγίς. «Μα, ναι πώς αλλιώς θα ερχόμουν στην ώρα μου»; απαντάει η Κυρία ατάραχη και σαν να μας έκανε χάρη που ήρθε... [Α, γιατί αλλιώς τι ώρα σκόπευε να εμφανιστεί απ’ τον τόσο μακρινό και δύσβατο Κολωνό;] Εδώ αξίζει να σας αναφέρω ότι το ίδιο πρωί στο τηλέφωνο με ρώτησε δήθεν αδιάφορα αν θα πάρω μαζί μου αυτοκίνητο. «Λέω να μην πάρω», ψέλλισα αθώα εγώ. «Αφού θα πιούμε», πρόσθεσα… «Α, κι εγώ πώς θα γυρίσω σπίτι μου»; ούρλιαξε Εκείνηκαι σείστηκε ο γειτονικός Πειραιάς. «Μα για σένα δεν το παίρνω Νίνα μου», συνέχισα φοβισμένη. «Για να γυρίσεις σπίτι σου ασφαλής»… [Χμ!, μήπως έπρεπε να το πάρω τελικά οέο;]
Καταφτάνει λοιπόν, μοιράζει απλόχερα τα φιλιά και μερικά αυτόγραφα, με φιλάει κι εμένα αλλά άδικα χάρηκα γιατί ήταν το φιλί του Ιούδα του Κολονιώτη (κατά το Ισκαριώτη αυτό) και λέει με ύφος Μέριλιν σα να είχε μπροστά της τον Υβ Μοντάν στο «Έλα ν’ αγαπηθούμε», « Μωρέ δεν έχω τσιγάραααα» (μακρόσυρτο το α) κι αμέσως με καρφώνει με το ύφος της Μπέτι Ντέιβις προς την Τζοάν Κρόφορντ στο παλιό νουάρ «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν»; Αφήνω ένα λεπτό να περάσει και σηκώνομαι ευγενικά λέγοντας πάω μέχρι το περίπτερο, «θέλει κανείς τίποτα»;
Θυμήθηκα βλέπετε τη σκηνή που η Ντέιβις τιμωρεί την Κρόφορντ με ποντίκια σερβιρισμένα στον ασημένιο δίσκο για βραδινό φαγητό…
Ε, ναι λοιπόν, είναι απίστευτο πόσοι μπορούν να εκμεταλλευτούν μια μικρή κι αθώα Αλεπού. Ο περιπτεράς με λυπήθηκε, με κέρασε λεμονίτα και μου έδωσε δυο σακούλες να βάλω τα κουτιά των παραγγελιών…
Μεταξύ άλλων, εμφανίστηκαν οι σύντροφοι Πασκάλ και Μαργαρίτα, για την ακρίβεια ο Πασκάλ μόνος του ανακοινώνοντας αδιάφορα ότι η Μαργαρίτα πετάχτηκε να ληστέψει μια τράπεζα κι έρχεται όπου να’ ναι. Οι υπόλοιποι ζητούσαν να μάθουν αν επρόκειτο για ριφιφί ή για απλή ληστεία κι εγώ σταυροκοπήθηκα σιωπηλά κι αφού ορκίστηκα να είμαι καλή χριστιανή στο εξής, μάλωσα τον εαυτό μου, λέγοντας «πού πήγες κι έμπλεξες ανόητη κορασίδα για μια – τελικά- βελγική σοκολάτα»;;;
Η παρέα των σατανάδων επς των ογκολίθων του μπλόγκιν ήθελα να πω ( αυτό είναι Νίνειος χαρακτηρισμός ) επιθυμούσε τσίπουρα. μέσα στον απόλυτο καύσωνα. Ένα σας λέω, είναι όλοι τους αλκοολικοί και παρασύρουν κι εμάς τους αθώους ( ο πληθυντικός είναι της μεγλοπρέπειας). Ο εστιάτορας βλέποντας τα μπουκαλάκια ν’ αδειάζουν το ένα μετά το άλλο, έσπευσε να κεράσει έναν τελευταίο γύρο μπας και φιλοτιμηθούμε και ξεκουμπιστούμε επιτέλους. Εις μάτην. Σε μια κίνηση απόγνωσης, κέρασε και δεκαπέντε διαφορετικά είδη γλυκού του κουταλιού μπας και σταματήσουμε να μπεκροπίνουμε, αφού ως γνωστόν αλκοόλ με γλυκό δεν πάνε. Εις μάτην (δις). Μεταξύ άλλων συζητήθηκαν: το πολιτιστικού χαρακτήρα πάρτυ των προσεχών ημερών στο οποίο δεν προσκλήθηκα [επίτηδες λοιπόν μ’ έστειλε για τσιγάρα], θεωρίες της Νίνας για το τέλειο έγκλημα, θεωρίες του συνονόματου για το ότι οι γυναίκες είναι εγκληματικές φύσεις, αλλά πιο ύπουλες και γι’ αυτό τα εγκλήματα τους παραμένουν ανεξιχνίαστα, το περιεχόμενο μιας βιντεοκασσέτας για το αν η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας είναι σαύρες κι όχι ανθρώπινα όντα -ναι σωστά διαβάζετε, σαύρες-, διάφορα αποκρυφιστικά και τρομαχτικά, ο βίος και η πολιτεία του Τζακ του Αντεροβγάλτη, το κίνημα των Χίππις, η γαλλική κομούνα, ο Ανδρέας Παπανδρέου, το ΚΚΕ, το παρακράτος της δεξιάς, οι καλόγριες ως σχολείο και ποιοι απ’ τους συνδαιτυμόνες φοίτησαν εκεί ( ναι καλά διαβάζετε, ποιοι και όχι ποιες), στάσεις του σεξ, η Barbie κι άλλες κούκλες, η Τόλμη και Γοητεία και άλλα τέτοια σοβαρά κοινωνικά ζητήματα.
Κοιμήθηκα πάλι στις 3 το πρωί. Αν συνεχίσω έτσι, θα πάω να εγκατασταθώ σε βραχονησίδα του Αιγαίου για πλήρη κοινωνική απεξάρτηση
Τα σέβη μου
ΥΓ: Σκοπίμως δεν κάνω αναφορά στους 1, 2 σοβαρότερους της παρέας. Αυτοί άλλωστε αποχώρησαν νωρίς για παν ενδεχόμενο…
Φτάνω με ακρίβεια καλύτερη κι από Άγγλο λόρδο. Τηλεφωνώ στην προαναφερθείσα κυρία κι ανακαλύπτω ότι είναι ήδη εκεί. Αγκαλιές, φιλιά, «χαίρομαι που σε γνωρίζω Αλεπού μου», ο κόσμος από δίπλα να κοιτάζει γεμάτος απορία «Μα κυκλοφορούν αλεπούδες αδέσποτες μέσα στην πόλη»; Και αφού προς στιγμήν καταλάγιασε η χαρά κι ο ενθουσιασμός, με τραβάει παράμερα και μου λέει με το ύφος του θλιμμένου σκύλου: «Δεν το πιστεύω, ξέχασα τις σοκολάτες. Κι όχι τίποτα άλλο, θα με σκοτώσει ο Αλέκος». [Χμ! Για μένα ούτε κουβέντα]. Χαμογελάω ευγενικά. «Ξέχασα και τη δική σου», συμπληρώνει με το δάκρυ να τρεμοπαίζει στα ομολογουμένως αθώα της μάτια. [Αχά!, με ανέφερε επιτέλους. Τη δική σου; Μόνο μία σοκολάτα μου έφερε δηλαδή; Κρίμα κι έκανα τόσο δρόμο]. Χαμογελάω ξανά. «Αλλά, είμαι πρόθυμη να έρθω σπίτι σου και να στις φέρω» (δηλαδή αυτού του έφερε περισσότερες), θα πει στη συνέχεια απολογητικά στον Αλέκο, «να σου φτιάξω τον υπολογιστή και να σου σφουγγαρίσω για να εξιλεωθώ», συνέχισε στον ίδιο τόνο. [Α, ωραία σκέφτηκα κι αμέσως ήρθαν μπροστά μου σαν όραμα τα τρία ασιδέρωτα πλυντήρια που περίμεναν δυο πρόθυμα βελγικά και ικανά χεράκια να τα συμμαζέψουν… Τελικά, μια χαρά άνθρωποι αυτοί οι Βέλγοι, εξυπηρετικότατοι].
Αφού ως άγγλος επίσης εμφανίστηκε και έτερος της παρέας, ορθώς άμα τη εμφανίσει του πρότεινε να πάμε στο παρακείμενο καφέ και να περιμένουμε τους υπόλοιπους πίνοντας κάτι. Εγώ συμφώνησα με τη φωνή της λογικής. Η μικρή Βέλγα μετανάστρια όμως, είχε μια ανησυχία. «Μήπως και χαθούν οι υπόλοιποι; Μα που θα μας βρουν; Θα καταλάβουν πού καθόμαστε» και άλλα τέτοια βελγικά εξ’ ου και μας έσπασε τα νεύρα αφού κάθε 2 λεπτά σηκωνόταν για να πάει να κόψει κίνηση. Μεταξύ μας νομίζω ότι της γυάλισε αυτός που πούλαγε πεπόνια δίπλα στο σταθμό (εκεί με περίμενε κι εμένα άλλωστε) και γι’ αυτό είχε την πρεμούρα και πηγαινοερχόταν…
Κι εκεί που κάποτε μαζευτήκαμε οι περισσότεροι και πίναμε τους καφέδες μας, εμφανίστηκε η Κυρία. Μισή ώρα αργότερα απ’ το ραντεβού. «Ευτυχώς που σε ξύπνησα» της λέει η μικρή Βελγίς. «Μα, ναι πώς αλλιώς θα ερχόμουν στην ώρα μου»; απαντάει η Κυρία ατάραχη και σαν να μας έκανε χάρη που ήρθε... [Α, γιατί αλλιώς τι ώρα σκόπευε να εμφανιστεί απ’ τον τόσο μακρινό και δύσβατο Κολωνό;] Εδώ αξίζει να σας αναφέρω ότι το ίδιο πρωί στο τηλέφωνο με ρώτησε δήθεν αδιάφορα αν θα πάρω μαζί μου αυτοκίνητο. «Λέω να μην πάρω», ψέλλισα αθώα εγώ. «Αφού θα πιούμε», πρόσθεσα… «Α, κι εγώ πώς θα γυρίσω σπίτι μου»; ούρλιαξε Εκείνηκαι σείστηκε ο γειτονικός Πειραιάς. «Μα για σένα δεν το παίρνω Νίνα μου», συνέχισα φοβισμένη. «Για να γυρίσεις σπίτι σου ασφαλής»… [Χμ!, μήπως έπρεπε να το πάρω τελικά οέο;]
Καταφτάνει λοιπόν, μοιράζει απλόχερα τα φιλιά και μερικά αυτόγραφα, με φιλάει κι εμένα αλλά άδικα χάρηκα γιατί ήταν το φιλί του Ιούδα του Κολονιώτη (κατά το Ισκαριώτη αυτό) και λέει με ύφος Μέριλιν σα να είχε μπροστά της τον Υβ Μοντάν στο «Έλα ν’ αγαπηθούμε», « Μωρέ δεν έχω τσιγάραααα» (μακρόσυρτο το α) κι αμέσως με καρφώνει με το ύφος της Μπέτι Ντέιβις προς την Τζοάν Κρόφορντ στο παλιό νουάρ «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν»; Αφήνω ένα λεπτό να περάσει και σηκώνομαι ευγενικά λέγοντας πάω μέχρι το περίπτερο, «θέλει κανείς τίποτα»;
Θυμήθηκα βλέπετε τη σκηνή που η Ντέιβις τιμωρεί την Κρόφορντ με ποντίκια σερβιρισμένα στον ασημένιο δίσκο για βραδινό φαγητό…
Ε, ναι λοιπόν, είναι απίστευτο πόσοι μπορούν να εκμεταλλευτούν μια μικρή κι αθώα Αλεπού. Ο περιπτεράς με λυπήθηκε, με κέρασε λεμονίτα και μου έδωσε δυο σακούλες να βάλω τα κουτιά των παραγγελιών…
Μεταξύ άλλων, εμφανίστηκαν οι σύντροφοι Πασκάλ και Μαργαρίτα, για την ακρίβεια ο Πασκάλ μόνος του ανακοινώνοντας αδιάφορα ότι η Μαργαρίτα πετάχτηκε να ληστέψει μια τράπεζα κι έρχεται όπου να’ ναι. Οι υπόλοιποι ζητούσαν να μάθουν αν επρόκειτο για ριφιφί ή για απλή ληστεία κι εγώ σταυροκοπήθηκα σιωπηλά κι αφού ορκίστηκα να είμαι καλή χριστιανή στο εξής, μάλωσα τον εαυτό μου, λέγοντας «πού πήγες κι έμπλεξες ανόητη κορασίδα για μια – τελικά- βελγική σοκολάτα»;;;
Η παρέα των σατανάδων επς των ογκολίθων του μπλόγκιν ήθελα να πω ( αυτό είναι Νίνειος χαρακτηρισμός ) επιθυμούσε τσίπουρα. μέσα στον απόλυτο καύσωνα. Ένα σας λέω, είναι όλοι τους αλκοολικοί και παρασύρουν κι εμάς τους αθώους ( ο πληθυντικός είναι της μεγλοπρέπειας). Ο εστιάτορας βλέποντας τα μπουκαλάκια ν’ αδειάζουν το ένα μετά το άλλο, έσπευσε να κεράσει έναν τελευταίο γύρο μπας και φιλοτιμηθούμε και ξεκουμπιστούμε επιτέλους. Εις μάτην. Σε μια κίνηση απόγνωσης, κέρασε και δεκαπέντε διαφορετικά είδη γλυκού του κουταλιού μπας και σταματήσουμε να μπεκροπίνουμε, αφού ως γνωστόν αλκοόλ με γλυκό δεν πάνε. Εις μάτην (δις). Μεταξύ άλλων συζητήθηκαν: το πολιτιστικού χαρακτήρα πάρτυ των προσεχών ημερών στο οποίο δεν προσκλήθηκα [επίτηδες λοιπόν μ’ έστειλε για τσιγάρα], θεωρίες της Νίνας για το τέλειο έγκλημα, θεωρίες του συνονόματου για το ότι οι γυναίκες είναι εγκληματικές φύσεις, αλλά πιο ύπουλες και γι’ αυτό τα εγκλήματα τους παραμένουν ανεξιχνίαστα, το περιεχόμενο μιας βιντεοκασσέτας για το αν η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας είναι σαύρες κι όχι ανθρώπινα όντα -ναι σωστά διαβάζετε, σαύρες-, διάφορα αποκρυφιστικά και τρομαχτικά, ο βίος και η πολιτεία του Τζακ του Αντεροβγάλτη, το κίνημα των Χίππις, η γαλλική κομούνα, ο Ανδρέας Παπανδρέου, το ΚΚΕ, το παρακράτος της δεξιάς, οι καλόγριες ως σχολείο και ποιοι απ’ τους συνδαιτυμόνες φοίτησαν εκεί ( ναι καλά διαβάζετε, ποιοι και όχι ποιες), στάσεις του σεξ, η Barbie κι άλλες κούκλες, η Τόλμη και Γοητεία και άλλα τέτοια σοβαρά κοινωνικά ζητήματα.
Κοιμήθηκα πάλι στις 3 το πρωί. Αν συνεχίσω έτσι, θα πάω να εγκατασταθώ σε βραχονησίδα του Αιγαίου για πλήρη κοινωνική απεξάρτηση
Τα σέβη μου
ΥΓ: Σκοπίμως δεν κάνω αναφορά στους 1, 2 σοβαρότερους της παρέας. Αυτοί άλλωστε αποχώρησαν νωρίς για παν ενδεχόμενο…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)