Γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1854 στη Charles Ville και το πλήρες όνομα του ήταν Jean Nicola-Arthur-Rimbaud.Ο πατέρας του, λοχαγός του πεζικού, εγκατέλειψε τη σύζυγο του λόγω αγεφύρωτων διαφορών. Συγχρόνως, εγκατέλειψε και τα πέντε τους παιδιά. Ο Arthur που ήταν δευτερότοκος, έγινε μόνιμος αντίπαλος για την αυστηρή μητέρα του που συνήθιζε να βάζει τα παιδιά της να περπατάνε σε τέλεια στοίχιση. Στο σχολείο παρουσίαζε μια τέλεια αντιφατική προσωπικότητα. Απ’ τη μια, αρίστευε κι απ’ την άλλη έμπλεκε σε καβγάδες. Οι καθηγητές του παραδέχονταν το δυνατό του μυαλό και οι συμμαθητές του το επαναστατικό του πνεύμα. Στο σπίτι, στην διαρκή διαμάχη με τη μητέρα του, απέρριπτε σταδιακά για να την κοντράρει τον Θεό, το έθνος, όλους τους κανόνες κοινωνικής ηθικής καθώς και τις πανεπιστημιακές σπουδές. Μάλιστα θεωρούσε και το απολυτήριο γυμνασίου εντελώς περιττό.
Ήδη απ’ τα 16 του, αυτό που βαθύτερα επιθυμούσε ήταν να ζήσει ως ποιητής, πράγμα που ταύτιζε με την διαρκή ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Στα τέλη του Αυγούστου του 1870, αποπειράθηκε να αποδράσει απ’ το σπίτι του, πράξη που τον οδήγησε κατευθείαν στην φυλακή Μαζά, εξαιτίας μιας παρεξήγησης κατά τον έλεγχο των εισιτηρίων στον σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου θα το έσκαγε. Ο Arthur κουβαλούσε ένα πυκνογραμμένο σημειωματάριο που αν και ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για στίχους, λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου που μαινόταν, η αστυνομία το θεώρησε ύποπτο. Με τη μεσολάβηση ενός παλιού του καθηγητή, αποφυλακίστηκε κι επέστρεψε σπίτι. Η μητέρα του τον υποδέχτηκε με τη ράβδο στα χέρια. Μερικές μέρες αργότερα, ο ατίθασος Arthur το ξανάσκασε για τη βελγική πόλη Σαρλερουά. Για ένα μήνα βίωσε πείνα, ταλαιπωρία, κίνδυνο κι έγραψε στίχους γεμάτους θλίψη. Μετά επέστρεψε σπίτι γιατί ξεκινούσε ο χειμώνας.
Από το Νοέμβριο του 1870 ως το Φεβρουάριο του 1871 αποφάσισε ότι θα γινόταν οραματιστής:
«Ένας Ποιητής γίνεται οραματιστής μέσω μιας μακράς, άνευ ορίων συστηματικής αποδόμησης όλων των αισθήσεων. Με όλες τις φόρμες του έρωτα, της απελπισίας, της τρέλας, αναζητά τον εαυτό του, τον εξαντλεί με όλα τα δηλητήρια και συλλαμβάνει την πεμπτουσία τους».
Την ίδια εποχή αρχίζει ο σταδιακός εθισμός του στο αλκοόλ, αρχικά με αραιωμένη με νερό μπίρα. Παράλληλα, τον προβληματίζει η λογοτεχνική αξία κλασικών όπως του Ομήρου, του Ρακίνα, του Ουγκό και θεωρεί τη γαλλική γλώσσα άχρωμη και ανούσια. Ωστόσο, θαυμάζει πολύ τον Πωλ Βερλαίν. Κι έτσι, αποφασίζει να ξαναφύγει για το Παρίσι αυτή τη φορά. Άντεξε δυο μήνες μακριά απ’ την οικογενειακή γαλήνη κι επέστρεψε στην πόλη του άφραγκος και ταλαιπωρημένος με τα πόδια.
Μάκρυνε τα μαλλιά του, κάπνιζε πίπα κι έπλεκε χλευαστικά στιχάκια για τους αστούς με τα οποία ψυχαγωγούσε τους εκκεντρικούς θαμώνες του καφέ Πτι Μπουά όπου και σύχναζε. Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1871 κι ενώ ήδη αισθανόταν εγκλωβισμένος στα στενά όρια της επαρχιακής του πόλης, επεδίωξε να έρθει σε επαφή με τον Βερλαίν, αποστέλλοντας του κάποιους στίχους, Λίγο καιρό αργότερα ήρθε η απάντηση: «Ελάτε, αγαπητή μεγάλη ψυχή, σας περιμένουμε, σας επιθυμούμε».
Στο Παρίσι ο Βερλαίν, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του και των πεθερικών του, αποφασίζει να φέρει και τον Rimbaud στο σπίτι κι έτσι ζουν μαζί μια εποχή που πυροδοτεί το έργο «Μια εποχή στην κόλαση» το οποίο ολοκλήρωσε ο Rimbaud το φθινόπωρο του 1873. Μαζί περιπλανώνται στη Μονμάρτρη, στο Καρτιέ Λατέν, στα καφέ της Τρυντέν. Κοιμόνται τη μέρα και τη νύχτα επιδίδονται σε παντός είδους καταχρήσεις. «Δεσποινίς Rimbaud» τον αποκαλούν ειρωνικά κι εκείνος γίνεται όλο και πιο σαρκαστικός, κακεντρεχής, προσβλητικός
Οι δυο σύντροφοι συνεχίζουν τη φαντασιακή τους αναζήτηση σε Βέλγιο και Αγγλία. Οι τσακωμοί όμως, οι σκηνές ζηλοτυπίας και η ανέχεια, άρχισαν να τους δηλητηριάζουν με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλον εκ περιτροπής. Ανταλλάσσουν επιστολές επανασύνδεσης γεμάτες μεταμέλεια, απειλές αυτοκτονίας, και όρκους αφοσίωσης. Το δράμα κορυφώνεται τον Ιούλιο του 1873, όταν ο Βερλαίν πυροβόλησε στο χέρι τον Rimbaud μετά την απόφαση του τελευταίου να χωρίσουν οριστικά, Ο Βερλαίν κατέληξε στη φυλακή και ο Rimbaud επέστρεψε σπίτι του.
Με έξοδα της μητέρας του τυπώθηκε το «Μια εποχή στην κόλαση» σε 500 αντίτυπα, τα 495 απ’ τα οποία τα έκαψε ο δημιουργός τους στη συνέχεια. Η ποίηση δεν τον ενδιέφερε πια. Αντιθέτως ήθελε να μάθε τα πάντα. Διετέλεσε παιδαγωγός στη Βυρτεμβέργη, φορτοεκφορτωτής στη Μασσαλία, υπάλληλος τσίρκου στη Κοπεγχάγη και στη Στοκχόλμη, κλέφτης ταλαίπωρου αμαξά στη Βιέννη, λιποτάκτης του ολλανδικού στρατού στη Σουμάτρα. Ενδιαμέσως, επέστρεφε στη γενέτειρα του για να αφοσιωθεί στην εκμάθηση ασιατικών γλωσσών, στο πιάνο, χτυπώντας τα πλήκτρα που είχε ζωγραφίσει στο τραπέζι και ξύρισε το κεφάλι του.
Ανάμεσα στο 1880 και 1891, άρχισε να τον έλκει η Αφρική . Οργάνωνε και συνόδευε καραβάνια ανάμεσα στις χώρες της Ερυθράς θάλασσας, εμπορευόμενος χρυσό, ελεφαντόδοντο και όπλα. Συγχρόνως άρχισε να παραπονείται για ταχυκαρδίες, ρευματισμούς και αφόρητη πλήξη. Τον είλκυσε ξαφνικά το Ισλάμ κι άρχισε να μελετάει αποκλειστικά το Κοράνι. Του έφταιγαν όλα, οι ντόπιοι, ο θρησκευτικός φανατισμός, η αδυναμία του να πλουτίσει, το ότι δεν παντρεύτηκε.
Επέστρεψε υποχρεωτικά στην πόλη του τον Μάιο του 1891, προσβεβλημένος από καρκίνο. Στο νοσοκομείο της Κονσεψιόν, υπεβλήθη σε ακρωτηριασμό του ενός κάτω άκρου. Δήλωνε συνεχώς έτοιμος να απαλλαγεί απ’ τη μίζερη του ύπαρξη , παρόλο που έκανε σχέδια να προσθέσει ξύλινο πόδι. Επιθυμούσε να γυρίσει στην Αφρική και να τον γιατρέψει ο ζεστός ήλιος. Ο καρκίνος όμως έκανε μετάσταση και ο Rimbaud άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Νοεμβρίου, έχοντας μόλις κλείσει τα 37 του χρόνια.
Με δυο σονέτα θέλησε ο άλλοτε αγαπημένος του να ωραιοποιήσει το πρόωρο τέλος:
«Εσύ νεκρός, νεκρός, νεκρός! αλλά τουλάχιστον νεκρός όπως εσύ το θέλεις».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
19 σχόλια:
αγαπητή μου αλώπηξ
σε έλκει λοιπόν αυτός ο καταραμένος ποιητής...
θά θελες, θα μπορούσες να περάσεις μια παρόμοια ζωή;
ή σε έλκει εξ αποστάσεως;
Στην ουσία αυτοκτόνησε. Αποδόμησε τη ζωή του.
Και αυτό με τις αρυθμίες...ανησυχητικό.
Γράφεις ποιήματα;
αλώπηξ μην ακούς τις ανησυχίες των Παντράζων.
Πολλές φορές η αρυθμία είναι μια απόπειρα μεταμοντέρνας έκφρασης
Δεν ξέρω τι λένε οι προλαλήσαντες. Εγώ τον Ρεμπώ τον αγαπάω. Θυμάμαι τις εφηβικές μέρες που γυρνούσα στους δρόμους με τις 'Εκλάμψεις' στο τσεπάκι.
Οι ποιητές είναι έτσι κι αλλιώς καταραμένοι.
Ωραίο ποστ αλώπηξ!
@markos-the-gnostic
1st comment: δεν θα μπορούσα να περάσω μια τέτοια ζωή γιατί δεν έχουμε όλοι μας το χάρισμα ή την κατάρα.
2nd comment: Μεταμοντέρνα έκφραση η αρρυθμία ε; Χμ!
@padrazo
1st comment:Την αποδόμησε γιατί στην πλήρη δομή της, του προκαλούσε έντονη πλήξη. Και ίσως έκανε και καλά. Λίγοι μπορούν και τολμούν κόντρα στα κοινωνικά και ηθικά ρεύματα.
2nd comment: κάτι λίγα έχω γράψει γιατρέ. θα ζήσω;
@χαρτοπόντικας
Χαίρομαι που σου άρεσε. Ήταν ιδιαίτερη περίπτωση ο Ρεμπώ και νομίζω και ιδαίτερα ευαίσθητη ύπαρξη. :-)
Καλή η μίνι - βιογραφία. Θα μπορούσες να είσαι κοσμικογράφος νεκρών προσωπικοτήτων! Πάντως, μία για την Κλωντέλ, μία για τις διαταραγμένες προσωπικότητες και τώρα αυτό. Που οδηγήσαι πλέον αλεπουδίσια θεατρολόγε; Άντε τράβα στο φυσικό - μάγειρα - blogger - γιατρό Padrazo για ένα τσεκ απ!
Αν ο Ρεμπώ κατάφερε να γίνει αλκοολικός με νερωμένη μπύρα, την έχουμε πολύ άσχημα αδέλφια!!!
Επ, αλεπουδάκι φαουλ,οχι και "κοσμικογράφος νεκρων προσωπικοτήτων".
Καποιοι άνθρωποι, είτε νεκροί είτε ζωντανοί, μπαίνουν στην καρδιά και το μυαλό μας οριστικά και είναι συνοδοιπόροι στο μικρό ή μεγάλο ταξίδι της ζωής μας. Ενας τέτοιος και ο Ρεμπώ κι αν ρωτήσεις το πονηρό τετράποδο θα σου πει, πιστεύω. ότι τον σκέπτεται τακτικά.
Θα σου πει επίσης ότι δεν έγραψε μινι-βιογραφικό, ούτε νεκρολογία, έγραψε για να μας ενημερώσει για ένα φίλο της.
Όμως:
Μπορεί να υπάρχουν τόσο γλυκές Αλεπούδες; Εξακολουθώ να αμφιβάλλω.
Πολλά - πολλά φιλιά πονηρό τετράποδο
@alzap
Μάλλον δεν την έχετε ακούσει να αναλύει ακόμα και τις πιο άγνωστες λεπτομέρειες της ζωής κάποιων καλλιτεχνών των περασμένων δεκαετιών. Θα μείνετε κάγκελο από την εξειδίκευση γνώσεων του στυλ "πόσες φορές είχε αγοράσει δαχτυλίδι στην 4η συζυγό του, για πιο λόγο φοβόταν να μπει πάνω από 2 φορές το μήνα σε αεροπλάνο με προορισμό τη Νέα Υόρκη, πού οφείλεται η λατρεία του για τη συλλογή του από βαλσαμμωμένα τριζόνια και άλλα τέτοια χρήσιμα!Άκου εκεί γλυκιά η αλεπού. Τι άλλο θα ακούσω το αλεπουδίσιο ανήψι!!!
Δεν χρειάζεται να σου πω πως είναι ο ένας από τους δύο αγαπημένους μου. Το Une saison en enfer, το είχα ξεκοκκαλίσει ήδη από τα 16, και μάλιστα γαλλιστί.
Για πότε το αφιέρωμα στα Fleurs du mal? Άντε, περιμένω.
"αγγέλου γιασεμιά, σκόρπισες μέσα στη βρομιά, κληρονομιά για μας, κι εσύ παντοτινά σε σταυροδρόμια σκοτεινά, στο Σατανά πολεμάς".
Υ.Γ. Μας δουλεύουνε και τα αλεπουδάκια τώρα; και νόμιζα πως η επιδαύρια παρέα είχε την αποκλειστικότητα. Χοχοχοχο!!
@αλεπουδάκι
έχω μια διάθεση να σου στρίψω το λαρύγγι σαν να είσαι κοτοπουλάκι. Άκου βαλσαμωμένα τρυζόνια! Τσ, τσ, τσ
@mpampakis
Έτσι άρχισε. Μετά το χόντρυνε το πράγμα.
@alzap
Κι όμως, μπορεί να υπάρχουν τόσο γλυκές αλεπούδες!
@Krotkaya
Νυσταγμένες καλημέρες. Μας ξενύχτησε πάλι η big sister χτες!
Ωραίο ποστ, μικρή, όντως.
Κι εμείς εδώ αγαπάμε πολύ τον Ρεμπώ.
Όταν λες "μεγάλη αδερφή", εννοείς τον Παντράζο ή τον Αλζάπ?????
@Dolly ΜΠΟΥΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!!
Υπάρχουν και στις μέρες μας καταραμένοι ποιητές. Αυτοί βάζουν τις πράξεις και κάπιοι άλλοι βάζουν τις φράσεις...
@doll:
αν μιλούσε για μένα θα έλεγε¨"κακιά αδελφή", οπότε μάλλον τον padrazo εννοεί.
@cd
Χαίρομαι που σου άρεσε!
@alzap
@vita mi batouak
Καλημέρα!
no comments!
Αχ μπράβο Αλεπού μου...
Γράψε και για τον Μπωντλαίρ να φτιαχτούμε όλοι... και βάλε και κανένα ποίημα μήπως και δούμε με άλλο μάτι τη συννεφιασμένη βδομάδα που μας ήρθε!
Δημοσίευση σχολίου