Χτες το βράδυ θύμωσα πολύ. Ο λόγος ήταν αυτό που αντίκρυσα στην έξοδο του Μετρό στο Σύνταγμα.
Θα έχετε προσέξει φαντάζομαι ότι υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα λίγο πριν την έξοδο που συνήθως φιλοξενεί εκθέσεις. Έχω δει κατά καιρούς κάποιες μικρές εκθέσεις ζωγραφικής ή ενημερώσεις για κάποιο θέμα επικαιρότητας, πχ για το Aids κατά την παγκόσμια ημέρα του Aids κλπ.
Χτες όμως, λειτουργούσε έκθεση τραπεζών. Εξηγούμαι: όλες οι γνωστές τράπεζες είχαν από ένα περίπτερο με σκοπό να ενημερώνουν για δάνεια και κάρτες.
Το concept - φαντάζομαι- είναι εύκολο να το αντιληφθούμε: πάει ο ανυποψίαστος πολίτης να ρίξει μια ματιά και τον γραπώνουν ευγενέστατοι υπάλληλοι όπου του κάνουν πλύση εγκεφάλου για τις υπηρεσίες που του παρέχουν. Όλα είναι εξαιρετικά ευνοϊκά στην αρχή. Η τράπεζα σου δίνει ζεστό χρήμα, άμεσα, αλλά ξεχνάει να σου επισημάνει τα μικρά γράμματα του συμβολαίου στο κάτω μέρος του οποίου φιγουράρει η υπογραφή σου: υψηλά επιτόκια, κυμαινόμενα επιτόκια, μίνιμουμ μηνιαίας καταβολής κόκ.
Κι έτσι εμπλέκεσαι σ' έναν απίστευτο κυκεώνα όπου χάνεις τη μπάλα και δεν μπορείς να δραπετεύσεις, ενώ είσαι χρεωμένος μέχρι το λαιμό.
Τα τελευταία χρόνια όλοι το έχουμε δει το έργο, άλλοι σαν θεατές κι άλλοι σαν πρωταγωνιστές. Οι διαφημίσεις τραπεζικών προϊόντων μας κατακλύζουν από παντού, ενώ συνήθως μας ενοχλούν κι απ' το τηλέφωνο προτείνοντας μας κάτι σχετικό. Όταν δε, πλησιάζει περίοδος εορτών ή καλοκαίρι, τα πράγματα παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή αφού μας χτυπάνε στο ευαίσθητο σημείο μας: εορτοδάνεια και διακοπών. Το Πάσχα μάλιστα, οι "καλές" τράπεζες σου δίνουν λεφτά για να πάρεις λαμπάδα και παπούτσια για το βαφτιστήρι σου. Οι "καλές" όμως τράπεζες εμφανίζουν τους "ευγενικούς" υπαλλήλους τους μόνο πριν. Μετά, την ώρα της κρίσης, την ώρα που πρέπει να πληρώσεις δηλαδή και δεν ευκολύνεσαι, σου δείχνουν και το πρόσωπο πίσω απ' τη μάσκα.
Πέρυσι, έπεσε στα χέρια μου και free press έντυπο στο μετρό που η θεματολογία του είναι απολύτως σχετική με κάρτες, δάνεια και συμβουλές (που ευνοούν τις τράπεζες- εννοείται αυτό).
Ζούμε σε μια άκρως καταναλωτική κοινωνία και παραδέχομαι ότι δεν έχουμε όλοι τις ίδιες αντιστάσεις σχετικά με τις αγορές που αντέχει το πορτοφόλι μας να κάνουμε χωρίς να βρεθούμε υπόχρεοι. Λυπάμαι όμως πολύ που τα πράγματα έχουν πάρει ανεξέλεγκτη τροπή και δεν μας προφυλάσσει κανείς απ' αυτό στο οποίο εύκολα μπορούμε να παγιδευτούμε. Και δεν μιλάω μόνο για ανθρώπους που δεν γνωρίζουν πολλά και είναι εύκολα θύματα ή γι' αυτούς που δεν έχουν και πιθανόν να χρησιμοποιούν την κάρτα για τα ψώνια της εβδομάδας. Δοσοληψίες με τράπεζα έχουμε λίγο πολύ όλοι και ανά πάσα στιγμή μπορούμε να την πατήσουμε, όσο έξυπνοι κι αν περνιόμαστε.
Για την ιστορία του πράγματος, δεν μπήκα χτες στη μεγάλη αίθουσα με τα περίπτερα, αφενός γιατί βιαζόμουνα, αφετέρου γιατί δεν είχα λόγο, αλλά ούτε και διάθεση να προσπαθώ ευγενικά να αποφύγω τις ενδεχόμενες πιέσεις. Μια κλεφτή ματιά απέξω έριξα, απλώς και μόνο για να δω ποιες Τράπεζες συμμετείχαν.
Αναρωτιέμαι όμως πόσοι μπήκαν ή θα μπουν για όσο διαρκέσει αυτό και με ποιο τίμημα εξήλθαν.
Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007
Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007
Η «Κερένια Κούκλα».

Διάβασα την «Κερένια κούκλα» το καλοκαίρι του 2006, κυρίως από περιέργεια για τη συγγραφική δεινότητα του Χρηστομάνου αλλά και γιατί αμυδρά θυμόμουν εικόνες απ’ την τηλεοπτική της μεταφορά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 υποθέτω, στην ασπρόμαυρη δημόσια τηλεόραση. (ΕΡΤ ή ΥΕΝΕΔ, θα σας γελάσω).Θυμάμαι την ηθοποιό που ενσάρκωνε την άρρωστη Βιργινία, ήταν η Νόνη Ιωαννίδου όπως θα μάθαινα εκ των υστέρων. Αν και δεν πολυκαταλάβαινα τότε τι πραγματευόταν ακριβώς το σήριαλ, το χάζευα γιατί με μάγευε η φωνή της. Κι έτσι, επί σειρά ετών είχα πέσει στην πλάνη ότι η «Κερένια Κούκλα» ήταν η Βιργινία, δηλαδή η ηρωίδα που ενσάρκωνε η Νόνη Ιωαννίδου. Δεν ήταν όμως. Αν και θα μπορούσε να είναι. Αλλά αυτό το καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο...
Ο Χρηστομάνος υπήρξε εστέτ και συμβολιστής, χαρακτηριστικά που διακρίνονται εύκολα αν διαβάσει κανείς κάτι δικό του. Και βέβαια η συγγραφική του δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην «Κερένια κούκλα», αλλά αυτή μας ενδιαφέρει επί του παρόντος.
«Η Κερένια κούκλα» είναι γεμάτη συμβολισμούς, αλλά κυριαρχεί ένας βασικός που τον μαρτυράει κι ο ίδιος ο τίτλος της. Είναι το μωρό που γεννιέται ασθενικό και μοιάζει με τη Βιργινία, είναι και η Βιργινία που καθηλώθηκε σ’ ένα κρεββάτι παρατηρώντας την ομορφιά και τα νειάτα της να λειώνουν απ’ την αρρώστεια .
Η Κερένια Κούκλα γράφτηκε το 1908 και δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς». Εκδόθηκε απ’ τον οίκο Φέξη το 1911, χρονιά θανάτου του συγγραφέα της- ούτε ο ίδιος ο Χρηστομάνος δεν θα μπορούσε να προβλέψει αυτόν τον συμβολισμό/ σύμπτωση... με πλήρη τίτλο: «Η Κερένια κούκλα. Αθηναϊκό μυθιστόρημα».
Ο Χρηστομάνος υπήρξε εστέτ και συμβολιστής, χαρακτηριστικά που διακρίνονται εύκολα αν διαβάσει κανείς κάτι δικό του. Και βέβαια η συγγραφική του δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην «Κερένια κούκλα», αλλά αυτή μας ενδιαφέρει επί του παρόντος.
«Η Κερένια κούκλα» είναι γεμάτη συμβολισμούς, αλλά κυριαρχεί ένας βασικός που τον μαρτυράει κι ο ίδιος ο τίτλος της. Είναι το μωρό που γεννιέται ασθενικό και μοιάζει με τη Βιργινία, είναι και η Βιργινία που καθηλώθηκε σ’ ένα κρεββάτι παρατηρώντας την ομορφιά και τα νειάτα της να λειώνουν απ’ την αρρώστεια .
Η Κερένια Κούκλα γράφτηκε το 1908 και δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς». Εκδόθηκε απ’ τον οίκο Φέξη το 1911, χρονιά θανάτου του συγγραφέα της- ούτε ο ίδιος ο Χρηστομάνος δεν θα μπορούσε να προβλέψει αυτόν τον συμβολισμό/ σύμπτωση... με πλήρη τίτλο: «Η Κερένια κούκλα. Αθηναϊκό μυθιστόρημα».
Έγινε θεατρικό έργο από τον Παντελή Χόρν (στις 14 και 15 Ιουλίου 1915 από τον θίασο της Κυβέλης σε σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου- δυστυχώς δεν διασώθηκε το κείμενο του Χορν), ταινία από τον Μιχ. Γλητσό (η πρώτη μεταφορά ελληνικού λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια την Βιργινία Διαμάντη, το 1916), έγινε ξανά ταινία απ’ τον Μαυρίκιο Νόβακ το 1958, αργότερα σειρά στην ελληνική τηλεόραση και το 1996, παρουσιάστηκε στο θέατρο από τη θεατρική εταιρεία «Αιωρία» σε διασκευή και σκηνοθεσία Κατερίνας Σαρροπούλου.
Η «Κερένια κούκλα» δεν άφησε αδιάφορο ούτε το θέατρο του 21ου αιώνα. 100 σχεδόν χρόνια μετά τη συγγραφή της, ενέπνευσε τον Άκη Δήμου να γράψει το «Αίμα που μαράθηκε» και που μου έδωσε την αφορμή να ασχοληθώ με τα σχετικά ποστ. Περισσότερα για το θεατρικό εδώ.
Το θέμα που πραγματεύεται είναι φαινομενικά απλό:
Ο Νίκος και η Βιργινία ζουν στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα σ’ ένα σπιτάκι κάτω απ’ τον λόφο του Φιλοπάππου. Κάποια στιγμή μπαίνει ανάμεσα τους μια νέα κοπέλα, η Λιόλια που ήρθε στο σπίτι για να βοηθάει την άρρωστη σύζυγο. Η υγεία και τα νειάτα της Λιόλιας θα κερδίσουν τα αισθήματα του Νίκου ενώ η άρρωστη σύζυγος βασανισμένη από τις υποψίες, μαραζώνει κυριολεκτικά πάνω στο νυφικό της κρεββάτι. Ο Νίκος και η Λιόλια παντρεύονται και αποκτούν ένα παιδί, την «κερένια κούκλα». Σύντομα όμως η Μοίρα θα τους χτυπήσει την πόρτα ζητώντας το μερίδιο της…
Η «Κερένια Κούκλα» θεωρήθηκε ως ένα από τα πρώτα δείγματα του συμβολισμού στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Ο Χρηστομάνος καταφέρνει να μας παρουσιάσει ένα τολμηρό κείμενο, να ηθογραφήσει με ενάργεια τους χαρακτήρες του και να μας περιγράψει με ρεαλισμό τη σκληρή ζωή εκείνης της εποχής. Ο ρεαλισμός της αφήγησης συνδυάζεται με τον λυρισμό των περιγραφών και η απλή γλώσσα του κειμένου ελκύει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ανάμεσα στους λογοτέχνες και κριτικούς της εποχής της πρώτης έκδοσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, είχε ήδη εντοπίσει τις αρετές αλλά και κάποια αδύνατα σημεία του. Τον ίδιο τον Χρηστομάνο άλλωστε, περιέβαλλε ένας μύθος, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν άφησε το μυθιστόρημά του να ξεχαστεί και συνέχισε να επανεκδίδεται, στα μετέπειτα χρόνια αρκετά συστηματικά.
Ο κριτικός Βάσος Βαρίκας, το 1970, κάνει λόγο για «σελίδες αξιανάγνωστες, ακόμη και σήμερα, από τις καλύτερες της πεζογραφίας μας».
Κλεινω παραθέτοντας αυτούσιο το εισαγωγικό σημείωμα του ίδιου του Χρηστομάνου απ’ τις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ. (Δυστυχώς, πουθενά στο βιβλίο δεν αναγράφεται η χρονολογία έκδοσης):
Θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή – γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή-
...Τι γρήγορα που φεύγομε και αφήνομε τον ήλιο και τη θάλασσα, τα λουλούδια και το φεγγάρι!...
Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα-και τα χείλη των νέων που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης:γιατί και η χαρά δεν είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του να’ ρθη- είναι ο άμμος πάνω απ’ την πέτρα την αληθινή που τονέ σκορπάει ο άνεμος. Έτσι ξεγελιούνται κ’ οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού νάρθη η πίκρα του χειμώνα...
Εσείς που θα διαβάσετε αυτήν την ιστορία θα σκεφθήτε ίσως πως με περισσότερην υποταγή κ’ ευγνωμοσύνη πρέπει να ζήσωμε τη θλίψη της ζωής που μας έδωσε η Μοίρα. Αχ, όσους και να πυργώση η ανθρώπινη μας περηφάνεια άλικους βράχους μέσα στη ρεματιά του βίου, πάντα το θλμμένο ποτάμι θα κυλήση κάτω απ’ τις κλωνόγερτες ημέρες μας τα πονεμένα του νερά, βουβά κι αργά, προς τη μεγάλη θάλασσα τη σκοτεινή που είναι η ευτυχία η αληθινή- γιατ’ είναι η αιώνια αλήθεια...
Το θέμα που πραγματεύεται είναι φαινομενικά απλό:
Ο Νίκος και η Βιργινία ζουν στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα σ’ ένα σπιτάκι κάτω απ’ τον λόφο του Φιλοπάππου. Κάποια στιγμή μπαίνει ανάμεσα τους μια νέα κοπέλα, η Λιόλια που ήρθε στο σπίτι για να βοηθάει την άρρωστη σύζυγο. Η υγεία και τα νειάτα της Λιόλιας θα κερδίσουν τα αισθήματα του Νίκου ενώ η άρρωστη σύζυγος βασανισμένη από τις υποψίες, μαραζώνει κυριολεκτικά πάνω στο νυφικό της κρεββάτι. Ο Νίκος και η Λιόλια παντρεύονται και αποκτούν ένα παιδί, την «κερένια κούκλα». Σύντομα όμως η Μοίρα θα τους χτυπήσει την πόρτα ζητώντας το μερίδιο της…
Η «Κερένια Κούκλα» θεωρήθηκε ως ένα από τα πρώτα δείγματα του συμβολισμού στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Ο Χρηστομάνος καταφέρνει να μας παρουσιάσει ένα τολμηρό κείμενο, να ηθογραφήσει με ενάργεια τους χαρακτήρες του και να μας περιγράψει με ρεαλισμό τη σκληρή ζωή εκείνης της εποχής. Ο ρεαλισμός της αφήγησης συνδυάζεται με τον λυρισμό των περιγραφών και η απλή γλώσσα του κειμένου ελκύει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ανάμεσα στους λογοτέχνες και κριτικούς της εποχής της πρώτης έκδοσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, είχε ήδη εντοπίσει τις αρετές αλλά και κάποια αδύνατα σημεία του. Τον ίδιο τον Χρηστομάνο άλλωστε, περιέβαλλε ένας μύθος, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν άφησε το μυθιστόρημά του να ξεχαστεί και συνέχισε να επανεκδίδεται, στα μετέπειτα χρόνια αρκετά συστηματικά.
Ο κριτικός Βάσος Βαρίκας, το 1970, κάνει λόγο για «σελίδες αξιανάγνωστες, ακόμη και σήμερα, από τις καλύτερες της πεζογραφίας μας».
Κλεινω παραθέτοντας αυτούσιο το εισαγωγικό σημείωμα του ίδιου του Χρηστομάνου απ’ τις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ. (Δυστυχώς, πουθενά στο βιβλίο δεν αναγράφεται η χρονολογία έκδοσης):
Θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή – γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή-
...Τι γρήγορα που φεύγομε και αφήνομε τον ήλιο και τη θάλασσα, τα λουλούδια και το φεγγάρι!...
Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα-και τα χείλη των νέων που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης:γιατί και η χαρά δεν είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του να’ ρθη- είναι ο άμμος πάνω απ’ την πέτρα την αληθινή που τονέ σκορπάει ο άνεμος. Έτσι ξεγελιούνται κ’ οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού νάρθη η πίκρα του χειμώνα...
Εσείς που θα διαβάσετε αυτήν την ιστορία θα σκεφθήτε ίσως πως με περισσότερην υποταγή κ’ ευγνωμοσύνη πρέπει να ζήσωμε τη θλίψη της ζωής που μας έδωσε η Μοίρα. Αχ, όσους και να πυργώση η ανθρώπινη μας περηφάνεια άλικους βράχους μέσα στη ρεματιά του βίου, πάντα το θλμμένο ποτάμι θα κυλήση κάτω απ’ τις κλωνόγερτες ημέρες μας τα πονεμένα του νερά, βουβά κι αργά, προς τη μεγάλη θάλασσα τη σκοτεινή που είναι η ευτυχία η αληθινή- γιατ’ είναι η αιώνια αλήθεια...
Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007
Βλακείες...

Πόσες βλακείες μπορεί ν’ ακούει κανείς καθημερινά και να μένει απαθής; Πολλές, άπειρες, συνηθίζει κανείς σ’ αυτές όπως στο πρωινό ξύπνημα κάθε Δευτέρα που πρέπει να ξαναρχίσει ο μαραθώνιος της καθημερινότητας.
Αρκεί ωστόσο μερικές φορές έστω και μία για να σε βγάλει έξω απ’ τα ρούχα σου και –πιστέψτε με- σήμερα που η θερμοκρασία κατέβηκε απότομα δεν ενδείκνυται η απογύμνωσις!
Πρωί- πρωί άκουσα τις εντυπώσεις συναδέλφου που έλειψε για 4 μέρες στο Παρίσι και προετοίμαζε το ταξίδι καιρό πριν, αγοράζοντας μπότες με τακούνι και άλλα αξεσουάρ και που συνέλεγε πληροφορίες απ’ όσους είχαν πάει στην πόλη του φωτός για το τι θα δει, πού θα φάει, τι θα φάει και ποια πτέρυγα του Λούβρου να επισκεφτεί.
Θέλετε να μάθετε τι είπε όταν εγώ η αφελής τη ρώτησα πώς της φάνηκε το Παρίσι και εντελώς αφελώς περίμενα θετική αντίδραση;
«Ελλαδάρα και πάλι Ελλαδάρα», αναφώνησε η ξανθιά (β(λ)αμμένη) συνάδελφος.
Την κοίταξα με το ύφος του βοδιού, αδυνατώντας να συνθέσω την απλή της – απλοϊκή ταιριάζει καλύτερα-αλλά αποστομωτική- αυτό ταιριάζει γάντι- απάντηση και ρώτησα δειλά: «Δηλαδή δεν σου άρεσε;»
«Ε, δεν είναι και σαν την Ελλάδα» άρχισε και για να μην με αφήσει παραπονεμένη μου παρέθεσε με λεπτόμερειες τα εξής:
Το μετρό τους είναι βρώμικο. Τι άσχημα πλακάκια είναι αυτά που έχει, σαν τουαλέτας…Το δικό μας είναι πεντακάθαρο (ε, ναι, δυστυχώς δεν θα ζούμε να το καμαρώσουμε και μετά από έναν αιώνα)
Το Quartier Latin, χάλια σαν τον Λαγανά της Ζακύνθου…(αδυνατώ να συλλάβω την ομοιότητα)
Το φαί τρωγόταν. Το Mac Donalds τους πολύ καλό… η greek salad όμως βρωμούσε…(χωρίς σχόλιο)
Η Μονμάρτη έτσι κι έτσι. (ευτυχώς θα τρίζουν λιγότερο τα σανίδια στα ατελιέ των ζωγράφων που την ύμνησαν στον καμβά τους.)
Στο Λούβρο οκ, η Τζοκόντα μια παπαριά, η Αφροδίτη σιγά το πράμα, η Νίκη της Σαμοθράκης όμως μ’ άρεσε. – (πάλι καλά)
Αρκεί ωστόσο μερικές φορές έστω και μία για να σε βγάλει έξω απ’ τα ρούχα σου και –πιστέψτε με- σήμερα που η θερμοκρασία κατέβηκε απότομα δεν ενδείκνυται η απογύμνωσις!
Πρωί- πρωί άκουσα τις εντυπώσεις συναδέλφου που έλειψε για 4 μέρες στο Παρίσι και προετοίμαζε το ταξίδι καιρό πριν, αγοράζοντας μπότες με τακούνι και άλλα αξεσουάρ και που συνέλεγε πληροφορίες απ’ όσους είχαν πάει στην πόλη του φωτός για το τι θα δει, πού θα φάει, τι θα φάει και ποια πτέρυγα του Λούβρου να επισκεφτεί.
Θέλετε να μάθετε τι είπε όταν εγώ η αφελής τη ρώτησα πώς της φάνηκε το Παρίσι και εντελώς αφελώς περίμενα θετική αντίδραση;
«Ελλαδάρα και πάλι Ελλαδάρα», αναφώνησε η ξανθιά (β(λ)αμμένη) συνάδελφος.
Την κοίταξα με το ύφος του βοδιού, αδυνατώντας να συνθέσω την απλή της – απλοϊκή ταιριάζει καλύτερα-αλλά αποστομωτική- αυτό ταιριάζει γάντι- απάντηση και ρώτησα δειλά: «Δηλαδή δεν σου άρεσε;»
«Ε, δεν είναι και σαν την Ελλάδα» άρχισε και για να μην με αφήσει παραπονεμένη μου παρέθεσε με λεπτόμερειες τα εξής:
Το μετρό τους είναι βρώμικο. Τι άσχημα πλακάκια είναι αυτά που έχει, σαν τουαλέτας…Το δικό μας είναι πεντακάθαρο (ε, ναι, δυστυχώς δεν θα ζούμε να το καμαρώσουμε και μετά από έναν αιώνα)
Το Quartier Latin, χάλια σαν τον Λαγανά της Ζακύνθου…(αδυνατώ να συλλάβω την ομοιότητα)
Το φαί τρωγόταν. Το Mac Donalds τους πολύ καλό… η greek salad όμως βρωμούσε…(χωρίς σχόλιο)
Η Μονμάρτη έτσι κι έτσι. (ευτυχώς θα τρίζουν λιγότερο τα σανίδια στα ατελιέ των ζωγράφων που την ύμνησαν στον καμβά τους.)
Στο Λούβρο οκ, η Τζοκόντα μια παπαριά, η Αφροδίτη σιγά το πράμα, η Νίκη της Σαμοθράκης όμως μ’ άρεσε. – (πάλι καλά)
Το κρεββάτι του Ναπολέοντα δεν το είδα, το είχαν κλειστό το δωμάτιο. Ήθελα να το δω για να διαπιστώσω πόσο κοντός ήταν... (κοντός στο μάτι...)
Δεν μπορώ να ταυτιστώ μ’ αυτόν τον λαό (ευτυχώς ούτε εκείνος με σένα)
Ε, δεν είδα και πουθενά κάτι τόσο ωραίο σαν το Κολωνάκι ή την Εκάλη (ανατρίχιασα)
Το μετρό μου δημιουργεί κατάθλιψη, δεν μπορώ να κινούμαι εγώ με μέσα συγκοινωνίας, έχω να μπω σε λεωφορείο στην Αθήνα κάτι χρόνια.( ???????????)
Στις Βερσαλλίες όλα γκρι ήταν (pardon, αλλά πράσινα είναι μόνο την άνοιξη)
Γενικά, το Παρίσι σαν Μαυσωλείο είναι! ( ενώ η Αθήνα είναι πανέμορφη η άτιμη, ειδικά τώρα με την ανάπλαση της Πειραιώς κι όλα τα φωταγωγημένα σκυλάδικα)
Στην Eurodisney θα ξαναπάω με τα παιδιά μου (εγώ πάλι γιατί δεν καταλαβαίνω την αισθητική σχέση Παρισίου και Eurodisney;)
Νομίζω περιττό να σας πω ότι στις παρενθέσεις τα σχόλια είναι εντελώς δικά μου και τα έλεγα από μέσα μου όσο άκουγα το παραπάνω παραλήρημα το οποίο και σας παρέθεσα αυτούσιο χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω τι.
Τα συμπεράσματα δικά σας.
Δεν μπορώ να ταυτιστώ μ’ αυτόν τον λαό (ευτυχώς ούτε εκείνος με σένα)
Ε, δεν είδα και πουθενά κάτι τόσο ωραίο σαν το Κολωνάκι ή την Εκάλη (ανατρίχιασα)
Το μετρό μου δημιουργεί κατάθλιψη, δεν μπορώ να κινούμαι εγώ με μέσα συγκοινωνίας, έχω να μπω σε λεωφορείο στην Αθήνα κάτι χρόνια.( ???????????)
Στις Βερσαλλίες όλα γκρι ήταν (pardon, αλλά πράσινα είναι μόνο την άνοιξη)
Γενικά, το Παρίσι σαν Μαυσωλείο είναι! ( ενώ η Αθήνα είναι πανέμορφη η άτιμη, ειδικά τώρα με την ανάπλαση της Πειραιώς κι όλα τα φωταγωγημένα σκυλάδικα)
Στην Eurodisney θα ξαναπάω με τα παιδιά μου (εγώ πάλι γιατί δεν καταλαβαίνω την αισθητική σχέση Παρισίου και Eurodisney;)
Νομίζω περιττό να σας πω ότι στις παρενθέσεις τα σχόλια είναι εντελώς δικά μου και τα έλεγα από μέσα μου όσο άκουγα το παραπάνω παραλήρημα το οποίο και σας παρέθεσα αυτούσιο χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω τι.
Τα συμπεράσματα δικά σας.
Στη φωτογραφία, μερική άποψη μιας γωνιάς του Παρισίου, χμ του Μαυσωλείου μήπως έπρεπε να πω;
Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007
Κική Δημουλά.

Οι ποιητές δεν είναι δημιουργοί, είναι ερευνητές.
Δίσταζα να εγκαταλείψω αυτό που καλά γνώριζα.
Δεν γνωρίζω κανέναν ευτυχισμένο που να έχει γράψει ποιήματα.
Ένας πρώτος τυχαίος στίχος λειτουργεί σαν υποβολέας για το τι θα γράψω μετά.
Ξεκινώ ένα ποίημα απ’ το χάος.
Οι τελευταίοι στίχοι ενός ποιήματος να μην έχουν διδακτικό, αλλά προειδοποιητικό χαρακτήρα.
«Η Αγριοφωνάρα» είναι ποίημα-διαμαρτυρία στην ποίηση που μου έδειξε τόσο λίγο τα μυστικά της.
Η αγριοφωνάρα είναι η φωνή που σε προειδοποιεί ότι αυτό που πας να γράψεις έχει γραφτεί.
Η ποίηση θέλει να μικρύνει την τραγωδία, να μεγαλώσει το λίγο και να κάνει την απουσία παρουσία.
Χρόνος είναι η συνισταμένη των διαφορών μας και η ανακύκλωση τους.
Χρόνος είναι ο κακοήθης όγκος της στιγμής.
Η μνήμη είναι εξωραϊστική
Ο έρωτας ανήκει στη φαντασία. Περισσότερο φανταζόμαστε αυτά που συμβαίνουν παρά συμβαίνουν.
Ο χαρακτήρας μας και η φτιαξιά μας είναι το πεπρωμένο μας.
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Κική Δημουλά και προέρχονται από τις σημειώσεις που κράτησα χτες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων με θέμα «Η ελληνική ποίηση σήμερα» που προλόγισε ο ποιητής και καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Νάσος Βαγενάς, η Κική Δημουλά συνομίλησε για δυο ώρες με τον Γιώργο Αρχιμανδρίτη, διδάκτορα συγκριτικής γραμματολογίας της Σορβόνης και συνεργάτη της France Culture, διάβασε ποίηματα απ’ την τελευταία της ποιητική συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» καθώς κι από παλαιότερες συλλογές της και ακούραστη υπέγραψε τα βιβλία της.
Η χθεσινή συγκέντρωση του κόσμου σε τρεις κατάμεστες αίθουσες του Μεγάρου Μουσικής, κόμισε μήνυμα αισιοδοξίας για το ότι η ποίηση ακόμα μας αφορά.
Η Κική Δημουλά που κατάφερε σε χαλεπούς πνευματικούς καιρούς να μας κάνει να επικοινωνήσουμε ξανά με την όχι τελικά και τόσο χαμένη Ατλαντίδα της ποίησης, δήλωσε ευθαρσώς ότι η ποίηση δεν της έχει αποκαλύψει ακόμα όλα τα μυστικά της κι ότι όσο πλησιάζει τις εκβολές όλο και ονειρεύεται ότι θα της πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα.
Δίσταζα να εγκαταλείψω αυτό που καλά γνώριζα.
Δεν γνωρίζω κανέναν ευτυχισμένο που να έχει γράψει ποιήματα.
Ένας πρώτος τυχαίος στίχος λειτουργεί σαν υποβολέας για το τι θα γράψω μετά.
Ξεκινώ ένα ποίημα απ’ το χάος.
Οι τελευταίοι στίχοι ενός ποιήματος να μην έχουν διδακτικό, αλλά προειδοποιητικό χαρακτήρα.
«Η Αγριοφωνάρα» είναι ποίημα-διαμαρτυρία στην ποίηση που μου έδειξε τόσο λίγο τα μυστικά της.
Η αγριοφωνάρα είναι η φωνή που σε προειδοποιεί ότι αυτό που πας να γράψεις έχει γραφτεί.
Η ποίηση θέλει να μικρύνει την τραγωδία, να μεγαλώσει το λίγο και να κάνει την απουσία παρουσία.
Χρόνος είναι η συνισταμένη των διαφορών μας και η ανακύκλωση τους.
Χρόνος είναι ο κακοήθης όγκος της στιγμής.
Η μνήμη είναι εξωραϊστική
Ο έρωτας ανήκει στη φαντασία. Περισσότερο φανταζόμαστε αυτά που συμβαίνουν παρά συμβαίνουν.
Ο χαρακτήρας μας και η φτιαξιά μας είναι το πεπρωμένο μας.
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Κική Δημουλά και προέρχονται από τις σημειώσεις που κράτησα χτες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων με θέμα «Η ελληνική ποίηση σήμερα» που προλόγισε ο ποιητής και καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Νάσος Βαγενάς, η Κική Δημουλά συνομίλησε για δυο ώρες με τον Γιώργο Αρχιμανδρίτη, διδάκτορα συγκριτικής γραμματολογίας της Σορβόνης και συνεργάτη της France Culture, διάβασε ποίηματα απ’ την τελευταία της ποιητική συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» καθώς κι από παλαιότερες συλλογές της και ακούραστη υπέγραψε τα βιβλία της.
Η χθεσινή συγκέντρωση του κόσμου σε τρεις κατάμεστες αίθουσες του Μεγάρου Μουσικής, κόμισε μήνυμα αισιοδοξίας για το ότι η ποίηση ακόμα μας αφορά.
Η Κική Δημουλά που κατάφερε σε χαλεπούς πνευματικούς καιρούς να μας κάνει να επικοινωνήσουμε ξανά με την όχι τελικά και τόσο χαμένη Ατλαντίδα της ποίησης, δήλωσε ευθαρσώς ότι η ποίηση δεν της έχει αποκαλύψει ακόμα όλα τα μυστικά της κι ότι όσο πλησιάζει τις εκβολές όλο και ονειρεύεται ότι θα της πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα.
Νομίζω είναι περιττό να προσθέσω ότι αρκούσε και μόνο αυτή η φράση για να με κάνει να αισθανθώ χαρούμενη που ήμουνα χτες εκεί.
Το βιογραφικό σημείωμα της Κικής Δημουλά, γραμμένο απ’ την ίδια υπάρχει εδώ
Το βιογραφικό σημείωμα της Κικής Δημουλά, γραμμένο απ’ την ίδια υπάρχει εδώ
Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007
Το "Δέκα"

Θέλω καιρό τώρα να γράψω για το "Δέκα" που πιστεύω ότι είναι μακράν η καλύτερη τηλεοπτική σειρά της σαιζόν. Το "Δέκα" αποτελεί τηλεοπτική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση. Είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα και μάλιστα αυτό που ο συγγραφέας άφησε ανολοκλήρωτο, αφού ο θάνατος τον πρόλαβε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1960.
Το "Δέκα" ξεκίνησε να γράφεται το 1958 και προοριζόταν ν' αποτελέσει μέρος μιας τετραλογίας. Ο Καραγάτσης είχε χτυπηθεί από σοβαρό έμφραγμα την ίδια χρονιά, γεγονός που του περιόρισε τις κοινωνικές συναναστροφές, όχι όμως και τη συγγραφική δραστηριότητα. Υπάρχουν μαρτυρίες που λένε ότι κατέβαινε- αν και άρρωστος και καταβεβλημένος- κάθε πρωί στο λιμάνι του Πειραιά, γύρω στις 06.00 που άρχιζε η κίνηση και κρατούσε σημειώσεις για το μυθιστόρημά του. Επέστρεφε προς το μεσημέρι σπίτι του κι άρχιζε να γράφει.
Αποτελεί γενική αλήθεια το γεγονός της συνήθως ατυχούς μεταφοράς της λογοτεχνίας στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Αυτό είναι λογικό, αν αναλογιστούμε τη διαφορετικότητα στους κώδικες του κάθε είδους, αλλά και στον τρόπο πρόσληψης του. Η ανάγνωση μας κάνει να πλάθουμε συγκεκριμένα πρόσωπα και εικόνες στη φαντασία μας και συχνά απογοητευόμαστε όταν απέχουν πολύ απ' αυτά που ένας σκηνοθέτης επέλεξε για να ενσαρκώσουν τον εκάστοτε ήρωα. Απ' την άλλη, η τηλεόραση αλλά και ο κινηματογράφος σε μεγαλύτερο βαθμό, απαιτούν οικονομία χώρου, χρόνου και λόγου. Ποτέ δεν θα μπορέσουν να αποδοθούν οι μύχιες σκέψεις ενός ήρωα- όσο μάστορας κι αν είναι ο σκηνοθέτης, όσο καλός κι αν είναι ο ηθοποιός, όσο πετυχημένη κι αν είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Ποτέ, δεν θα καταφέρει να ταυτιστεί ο θεατής με τον ήρωα, με τον τρόπο που ταυτίζεται ο αναγνώστης. Ο θεατής ταυτίζεται πάντα με τον ηθοποιό που ενσαρκώνει τον ήρωα κι αυτό επίσης επηρεάζεται απ' το αν αυτός ο ηθοποιός είναι της απολύτου αρεσκείας του ή όχι.
Δεν επεκτείνομαι παραπέρα σε άλλα στοιχεία που διαφοροποιούν το λογοτεχνικό είδος κατά την μεταφορά του σε άλλους χώρους τέχνης. Το βασικότερο είναι η απουσία της μαγείας κατά το δημιουργικό μέρος σε ό, τι αφορά στον αποδέκτη. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης απολαμβάνει ένα καλά σερβιρισμένο φαγητό, με τις σωστές αναλογίες σε αλάτι, πιπέρι και άλλα καρυκεύματα, ενώ ως θεατής πάει να χαρεί που θα το ξαναφάει κι ανακαλύπτει ότι οι αναλογίες ή τα υλικά δεν είναι πια τα ίδια...
Η περίπτωση του "Δέκα" είναι σίγουρα μια ευχάριστη εξαίρεση- αν και δεν έχω ακόμα διαβάσει το βιβλίο-. Νομίζω όμως ότι το ένστικτο μου δεν με γελάει, γιατί είναι η δεύτερη φορά που μια τηλεοπτική μεταφορά με κάνει να θέλω να διαβάσω το βιβλίο πάνω στο οποίο στηρίζεται και να το καθυστερώ γιατί ξαφνικά μ' αρέσει η αγωνία του τι θα γίνει στο επόμενο επεισόδιο.
Η Πηγή Δημητρακοπούλου είναι εξαιρετική στον τρόπο που σκηνοθετεί, πράγμα που έχει αποδείξει και στην πρώτη της δουλειά πριν λίγα χρόνια, στην "Αίθουσα του θρόνου". Ξέρει να "διαβάζει" σωστά την εποχή που περιγράφει ο συγγραφέας, κάνει καλό μοντάζ και ανταπεξέρχεται θαυμάσια την εξής δυσκολία: επειδή το βιβλίο διαδραματίζεται στη δεκαετία του '50 και τα εξωτερικά πλάνα της πόλης είναι αδύνατον να "γυρίσουν" μισόν αιώνα πίσω, χρησιμοποιεί παλιά ασπρόμαυρα πλάνα από ντοκουμέντα της εποχής και αριστοτεχνικά τα "χρωματίζει" σταδιακά, εντάσσοντας όμως τους ηθοποιούς στο ασπρόμαυρο για λίγα δευτερόλεπτα. Μ' αυτόν τον τρόπο, αποκαθιστά τεχνικά τις αλλαγές που έφερε ο χρόνος.
Οι ηθοποιοί, θαρρείς και είναι βγαλμένοι από την εποχή του' 50 κατευθείαν. Στέκομαι ιδιαίτερα στη Μαρία Πρωτόπαπα γιατί παίζει με τις σιωπές και το πρόσωπό της και γιατί είμαι σίγουρη ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδοθεί πληρέστερα η γυναικεία καταπίεση και ματαίωση μιας νοικοκυράς, εγκλωβισμένης στο περιβάλλον της.
Ξέρω ποια είναι η τελευταία λέξη που έγραψε ο Καραγάτσης στο "Δέκα" του, αλλά δεν θα την μαρτυρήσω γιατί πολλοί θα θέλετε να το διαβάσετε. Χαμογελώ όμως, γιατί οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν μεγάλο χιούμορ ακόμα και λίγο πριν την αναχώρηση τους. Λέγεται πάντως, ότι οι σημειώσεις που άφησε και που παρατίθενται στο τέλος της έκδοσης, δείχνουν πώς θα ήθελε να το τελειώσει.
Η συνέχεια επί της μικρής οθόνης κάθε Πέμπτη στις 22.00 στον Alpha.
Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007
Οι μπλόγκερ μίλησαν για το περιβάλλον

Έτσι, αποτυπώθηκε στο Βήμα απ'τον Αχ. Χεκιμόγλου η παρουσία της μπλογκόσφαιρας για τo Blog Action Day που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα, 15/10.
Πριν από λίγο έμαθα ότι αναφέρθηκε και η αφεντιά μου στο άρθρο του Βήματος κι ενώ ήμουν έτοιμη να διακτινιστώ (ψωνάρα γαρ) μέχρι το αρχείο της εφημερίδας για να προμηθευτώ την χθεσινή της έκδοση, ο Θεός της τεχνολογίας με ευνόησε και το ανακάλυψα ιντερνετικά.
Τελοσπάντων, για να σοβαρευτώ, ο λόγος που το δημοσιεύω δεν είναι για ευλογήσω τα γένια μου, αλλά γιατί χάρηκα που μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας ασχολήθηκε με το ζήτημα.
Ξέρω ότι πολλοί διαφωνούν με τις παγκόσμιες ημέρες- κι εγώ ανάμεσα τους- όπως επίσης πολλοί ήταν δύσπιστοι σχετικά με το ποιος πήρε την πρωτοβουλία γι' αυτήν την κινητοποίηση καθώς και για το ότι δεν θ' αλλάξει τίποτα επειδή οι μπλόγκερς κινητοποιούνται.
Μπορεί να μην αλλάξει τίποτα επί της ουσίας για το περιβάλλον αν δεν το αποφασίσουν οι "μεγάλοι", αλλά το ότι το είδαν τα φώτα της δημοσιότητας, είναι μια αρχή...
Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007
Sweet fourteen!


Όταν ένα κορίτσι 14 χρονών σου λέει ότι είναι πολύ στενοχωρημένη, θέλει να φύγει απ' το σχολείο πριν το τέλος της μέρας και διστάζει να πει τι ακριβώς έχει, καταλαβαίνεις ότι μάλλον ο φτερωτός θεός έκανε πάλι τη ζημιά του...
Όταν τελικά σου αποκαλύπτει το δράμα που περνάει με απόλυτη σοβαρότητα κι εσύ χαμογελάς από μέσα σου γιατί κάτι σου θυμίζουν όλα αυτά...
Όταν κρέμεται απ' τα χείλη σου να της πεις τι να κάνει...
Όταν σε κοιτάζει ικετευτικά ζητώντας σου σιωπηρά να της δώσεις συμβουλές...
Όταν τη διαβεβαιώνεις ότι όλα καλά θα πάνε κι αναπτερώνεται προς στιγμήν το ηθικό της και ρωτάει "αλήθεια του αρέσω; ", και μετά "μα αν δεν του άρεσα γιατί να κάτσει δίπλα μου;" και "τι θέμα συζήτησης να βρω για αύριο;",
Όταν αρχίσει να μπαίνει στον κόσμο των μυστικών και των ψεμμάτων...
Όταν τελικά μου απευθύνθηκε σε τέλειο πληθυντικό, αφοπλιστικά με ρώτησε "εσείς έχετε περάσει κάτι παρόμοιο όταν ήσασταν στην ηλικία μου; " και με κοίταξε με απορία καθώς βυθισμένη στη νοσταλγία άρχισα να της αφηγούμαι για πάρτυ με μπλουζ των Scorpions και ντισκοτέκ,
συνειδητοποίησα ότι μεγάλωσα...
το παρόν αφιερώνεται στην Ειρήνη και στην Κατερίνα για τις κοινές εφηβικές μας αναμνήσεις.
Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007
Blog Action Day.
Τα δελτία ειδήσεων το Σαββατοκύριακο, έδειχναν πλάνα από την προχθεσινή βροχή που έπληξε τις περιοχές κάτω απ' την Πάρνηθα. Πλημμύρισαν οι δρόμοι και ο κρατικός μηχανισμός απουσίαζε και πάλι...
Γέμισαν σκουπίδια τα φρεάτια και οι κάτοικοι- είπε το δελτίο- πήγαν να τα μαζέψουν μόνοι τους. Τα δικά τους σκουπίδια- αυτό δεν το είπε το δελτίο-.
Η εικόνα της τηλεόρασης έδειχνε πράγματι ανθρώπους μέσα στο νερό, δρόμους πλημμυρισμένους, οργισμένους κατοίκους. Ανάλογα οργισμένοι κάτοικοι φάνηκαν και την επόμενη μέρα στο δελτίο που μιλούσε για τις πλημμύρες στην Ισπανία. Κι εκεί, οι Ισπανοί παραπονιόντουσαν για την απουσία του κράτους.
Τα ίδια παντού, σκέφτηκα...
Δεν μπορώ όμως να μην πάω παραπέρα τη σκέψη, διερωτώμενη αν όταν ζητάμε όλοι μας ευθύνες απ' το κράτος, αναλογιζόμαστε ότι είμαστε κι εμείς μέρος αυτού του κράτους.
Ναι, αλλά δεν κάναμε και τίποτα μέχρι στιγμής για να τον διευκολύνουμε.
Δεν ξέρω πραγματικά, τι άλλο μένει να πούμε πια για το περιβάλλον...
Γέμισαν σκουπίδια τα φρεάτια και οι κάτοικοι- είπε το δελτίο- πήγαν να τα μαζέψουν μόνοι τους. Τα δικά τους σκουπίδια- αυτό δεν το είπε το δελτίο-.
Η εικόνα της τηλεόρασης έδειχνε πράγματι ανθρώπους μέσα στο νερό, δρόμους πλημμυρισμένους, οργισμένους κατοίκους. Ανάλογα οργισμένοι κάτοικοι φάνηκαν και την επόμενη μέρα στο δελτίο που μιλούσε για τις πλημμύρες στην Ισπανία. Κι εκεί, οι Ισπανοί παραπονιόντουσαν για την απουσία του κράτους.
Τα ίδια παντού, σκέφτηκα...
Δεν μπορώ όμως να μην πάω παραπέρα τη σκέψη, διερωτώμενη αν όταν ζητάμε όλοι μας ευθύνες απ' το κράτος, αναλογιζόμαστε ότι είμαστε κι εμείς μέρος αυτού του κράτους.
- Είμαστε υπαίτιοι για τις φωτιές του καλοκαιριού.
- Είμαστε υπαίτιοι για το σκουπιδαριό της Αθήνας.
- Είμαστε υπαίτιοι για τη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
Ναι, αλλά δεν κάναμε και τίποτα μέχρι στιγμής για να τον διευκολύνουμε.
Δεν ξέρω πραγματικά, τι άλλο μένει να πούμε πια για το περιβάλλον...
Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007
Σαν τη Βροχή πριν πέσει

Πόσες φορές μια φωτογραφία μπορεί να είναι περισσότερο αποκαλυπτική απ’ αυτό που φαινομενικά έχει απαθανατίσει;
Πόσες αλήθειες και πόσα ψέμματα κρύβονται πίσω απ’ τα χαμογελαστά πρόσωπα που η πόζα τους αιχμαλωτίστηκε για πάντα στον φακό;
Πόσα μυστικά μπορεί κανείς να ανασύρει ανοίγοντας ένα άλμπουμ ή μια κούτα κρυμμένη σε ντουλάπι, πατάρι, σοφίτα, αποθήκη;
Ποιες ζωές σε περιμένουν να τις αφηγηθείς;
Ο Jonathan Coe, ο μεγάλος αυτός Άγγλος συγγραφέας – δεν λέω τίποτα άλλο για τον Coe, τα βιβλία του μιλάνε από μόνα τους – έστησε ένα φοβερά πρωτότυπο και αριστοτεχνικά δομημένο μυθιστόρημα με κεντρική ηρωίδα μια ηλικιωμένη γυναίκα που αφηγείται τόσο την προσωπική της ιστορία, όσο κι αυτήν της οικογένειας της μέσα από 20 φωτογραφίες.
Πόσες αλήθειες και πόσα ψέμματα κρύβονται πίσω απ’ τα χαμογελαστά πρόσωπα που η πόζα τους αιχμαλωτίστηκε για πάντα στον φακό;
Πόσα μυστικά μπορεί κανείς να ανασύρει ανοίγοντας ένα άλμπουμ ή μια κούτα κρυμμένη σε ντουλάπι, πατάρι, σοφίτα, αποθήκη;
Ποιες ζωές σε περιμένουν να τις αφηγηθείς;
Ο Jonathan Coe, ο μεγάλος αυτός Άγγλος συγγραφέας – δεν λέω τίποτα άλλο για τον Coe, τα βιβλία του μιλάνε από μόνα τους – έστησε ένα φοβερά πρωτότυπο και αριστοτεχνικά δομημένο μυθιστόρημα με κεντρική ηρωίδα μια ηλικιωμένη γυναίκα που αφηγείται τόσο την προσωπική της ιστορία, όσο κι αυτήν της οικογένειας της μέσα από 20 φωτογραφίες.
Δεν χρειάζεται να σας πω εδώ περισσότερα. Όσοι αγοράσουν το βιβλίο, θα έχουν την ευκαιρία να ταξιδέψουν σ’ αυτήν τη συγκλονιστική ιστορία μέσα απ’ τη μαγική πένα του Coe.
Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι πάνω απ’ όλα ο Coe μας "λέει" μεταξύ άλλων και μια μεγάλη αλήθεια. Δεν τη λέει διδακτικά, δεν τη λέει καθόλου, αλλά δεν μπορεί να μην την αισθανθείς, αν φτάσεις αυτό το βιβλίο στο τέλος του.
Οι δεσμοί αίματος είναι υπεύθυνοι για την εξέλιξη των ανθρώπων σε κοινωνικό και σε ατομικό επίπεδο. Δεν είναι όμως αυτοί που υποχρεωτικά σηματοδοτούν την αγάπη και το νοιάξιμο.
Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι πάνω απ’ όλα ο Coe μας "λέει" μεταξύ άλλων και μια μεγάλη αλήθεια. Δεν τη λέει διδακτικά, δεν τη λέει καθόλου, αλλά δεν μπορεί να μην την αισθανθείς, αν φτάσεις αυτό το βιβλίο στο τέλος του.
Οι δεσμοί αίματος είναι υπεύθυνοι για την εξέλιξη των ανθρώπων σε κοινωνικό και σε ατομικό επίπεδο. Δεν είναι όμως αυτοί που υποχρεωτικά σηματοδοτούν την αγάπη και το νοιάξιμο.
Ο Coe κάνει την υπέρβαση να μιλήσει για κατεστραμμένες οικογενειακές σχέσεις και τις συνέπειες τους, αλλά και για ζωές καταδικασμένες σε μια κοινωνική περιθωριοποίηση που δεν τους άφησε παρά με την ελπίδα για δικαίωση και αγάπη σε άλλο τόπο και χρόνο.
"Η ζωή – λέει η ηλικιωμένη ηρωίδα- δεν είναι τίποτα άλλο τελικά από μια στιγμή ανάμεσα σε αντιφάσεις".
ΥΓ1: Στη Μαρίνα, γιατί έγραψε για το νέο βιβλίο του Coe μια βδομάδα πριν κι έτσι έσπευσα να το αγοράσω.
ΥΓ2: Στη φωτογραφία εικονίζεται η Auvergne όπως πιστεύω ότι την είχε στο μυαλό της και η ηρωίδα του Coe.
"Η ζωή – λέει η ηλικιωμένη ηρωίδα- δεν είναι τίποτα άλλο τελικά από μια στιγμή ανάμεσα σε αντιφάσεις".
ΥΓ1: Στη Μαρίνα, γιατί έγραψε για το νέο βιβλίο του Coe μια βδομάδα πριν κι έτσι έσπευσα να το αγοράσω.
ΥΓ2: Στη φωτογραφία εικονίζεται η Auvergne όπως πιστεύω ότι την είχε στο μυαλό της και η ηρωίδα του Coe.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007
"Δρόμοι Ζωής"
Χθες χάρηκα ιδιαιτέρως γιατί διαπίστωσα ότι τελικά υπάρχουν κάποια - λίγα ίσως, αλλά πολύ ελπιδοφόρα- δείγματα ανθρωπιάς στον πλανήτη.
Στη συνάντηση εθελοντών με επικεφαλής τη Magica για το Bazaar των "Δρόμων ζωής", δεν ήλπιζα ποτέ ότι θα δω τόσες κυρίες πρόθυμες να παρασκευάσουν ή/και να κατασκευάσουν από τρόφιμα μέχρι χριστουγεννιάτικα στολίδια. Μιλούσαν με τόσο κέφι και περιέγραφαν με τόση χαρά τις ιδέες τους που δεν μπορούσα παρά να τις κοιτάζω με δέος.
Μια μάλιστα, μίλησε για απίστευτη παραγωγή γλυκών και άλλων χειροποίητων νοστιμιών την οποία κι έχει ήδη αρχίσει, ώστε να είναι συνεπής για τις 8 και 9 Δεκεμβρίου.
Οι γυναίκες αυτές θα διαθέσουν χρόνο απ' τη ζωή τους και τις οικογένειες τους για να δουλέψουν σκληρά, τηρώντας αυστηρό χρονοδιάγραμμα και προθεσμίες, χωρίς να περιμένουν υλική ανταμοιβή.
Τα έσοδα απ' το Bazaar θα διατεθούν για τις ανάγκες των "Δρόμων Ζωής", αφού ως γνωστόν οι "Δρόμοι Ζωής" δεν έχουν λάβει ποτέ καμμία χρηματοδότηση ή επιχορήγηση από κανέναν ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα.
Επειδή, όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στη μάθηση κι επειδή στον 21ο αιώνα, οποιαδήποτε μορφή κοινωνικού αποκλεισμού πρέπει να θεωρείται απαράδεκτη και να καταδικάζεται, σας προτρέπω κι εγώ από δω να βοηθήσετε όπως μπορείτε στο πολύ σημαντικό έργο των "Δρόμων Ζωής", έτσι ώστε με το προσωπικό του λιθαράκι ο καθένας να αποδείξει ότι η ανθρωπιά που ανέφερα στην αρχή του ποστ, μπορεί να ανθίσει.
Στη συνάντηση εθελοντών με επικεφαλής τη Magica για το Bazaar των "Δρόμων ζωής", δεν ήλπιζα ποτέ ότι θα δω τόσες κυρίες πρόθυμες να παρασκευάσουν ή/και να κατασκευάσουν από τρόφιμα μέχρι χριστουγεννιάτικα στολίδια. Μιλούσαν με τόσο κέφι και περιέγραφαν με τόση χαρά τις ιδέες τους που δεν μπορούσα παρά να τις κοιτάζω με δέος.
Μια μάλιστα, μίλησε για απίστευτη παραγωγή γλυκών και άλλων χειροποίητων νοστιμιών την οποία κι έχει ήδη αρχίσει, ώστε να είναι συνεπής για τις 8 και 9 Δεκεμβρίου.
Οι γυναίκες αυτές θα διαθέσουν χρόνο απ' τη ζωή τους και τις οικογένειες τους για να δουλέψουν σκληρά, τηρώντας αυστηρό χρονοδιάγραμμα και προθεσμίες, χωρίς να περιμένουν υλική ανταμοιβή.
Τα έσοδα απ' το Bazaar θα διατεθούν για τις ανάγκες των "Δρόμων Ζωής", αφού ως γνωστόν οι "Δρόμοι Ζωής" δεν έχουν λάβει ποτέ καμμία χρηματοδότηση ή επιχορήγηση από κανέναν ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα.
Επειδή, όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στη μάθηση κι επειδή στον 21ο αιώνα, οποιαδήποτε μορφή κοινωνικού αποκλεισμού πρέπει να θεωρείται απαράδεκτη και να καταδικάζεται, σας προτρέπω κι εγώ από δω να βοηθήσετε όπως μπορείτε στο πολύ σημαντικό έργο των "Δρόμων Ζωής", έτσι ώστε με το προσωπικό του λιθαράκι ο καθένας να αποδείξει ότι η ανθρωπιά που ανέφερα στην αρχή του ποστ, μπορεί να ανθίσει.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007
Η πόλη μου.

Στο ανέλπιστο κενό που είχα χτες ανάμεσα σ' ένα ομολογουμένως πιεστικό πρόγραμμα φέτος (αλλά είμαι μαζόχα και τα πιεστικά με μαγνητίζουν), άδραξα την ευκαιρία να πιω έναν καφέ σε μια γειτονιά του Κεραμεικού στο κέντρο της Αθήνας.
Αναρωτήθηκα πώς θα ήταν να είμαι τουρίστρια σε τούτη την πόλη. Θα μου άρεσε; Θα δυσανασχετούσα όπως όταν τη βιώνω στην καθημερινότητα της;
Ο γαλλοελβετός Μπερνάρ Τσουμί, ο αρχιτέκτονας του πολυσυζητημένου Νέου Μουσείου Ακροπόλεως, σε συνέντευξη του στο "Κ" της Καθημερινής, βρίσκει την Αθήνα "μια πόλη με δυναμική, μια πόλη που συνεχώς αλλάζει". Δεν συμφωνώ μαζί του, όπως άλλωστε δεν συμφωνώ και με το ογκώδες μοντέρνο Νέο Μουσείο Ακροπόλεως και την άποψη μου την έχω ήδη εκφράσει και παλιότερα.
Επειδή είμαι μάλλον ρετρό, θα επιθυμούσα να ζούσα σε μια πόλη που να είχε σεβαστεί περισσότερο την ιστορία της. Δεν με αφορά η πόλη του κυρίου Τσουμί, αυτή η σύγχρονη διαρκώς μεταβαλλόμενη Αθήνα που τελικά δεν έχει ταυτότητα. Θα την προτιμούσα με περισσότερα νεοκλασσικά, περισσότερο πράσινο και λιγότερες αντιαισθητικές πολυκατοικίες. Θα επιθυμούσα να εξαφανίζονταν ως δια μαγείας όλα τα γυάλινα κτίρια.
Θα ήθελα να πίνω τον καφέ μου σε γειτονιές που το παλιό δεν είναι παλιατζούρα, αλλά δεν είναι και ξενόφερτες μοντερνιές ή αδιάφορα κτίρια χωρίς αρχιτεκτονική και ιστορική συνέχεια που να δικαιολογεί την ύπαρξη τους.
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2007
Ιταλία- Σλοβενία
Η πανέμορφη Βενετία που ξεπρόβαλλε σαν πραγματικό στολίδι της Αδριατικής το Κυριακάτικο πρωινό της άφιξης μας, έκανε όλους τους επιβάτες του πλοίου να τη φωτογραφίζουν μανιωδώς, υποκλινόμενοι στη γοητεία της.
Της κλείσαμε το μάτι πονηρά κι υποσχεθήκαμε να την επισκεφθούμε πριν τον δρόμο της επιστροφής. Είχε έναν κρυφό συμβολισμό αυτή η σιωπηρή συμφωνία Η Βενετία είναι η πόλη στην οποία πρέπει κανείς να επιστρέφει.
Της κλείσαμε το μάτι πονηρά κι υποσχεθήκαμε να την επισκεφθούμε πριν τον δρόμο της επιστροφής. Είχε έναν κρυφό συμβολισμό αυτή η σιωπηρή συμφωνία Η Βενετία είναι η πόλη στην οποία πρέπει κανείς να επιστρέφει.
Η Τεργέστη, μας αποκαλύφθηκε 1 ώρα αργότερα, μ’ έναν ήλιο που επέτρεπε να κυκλοφορούμε ξανά με τα καλοκαιρινά μας. Η θάλασσα της ήτανε γεμάτη ιστιοπλοϊκά, η παραλία της γεμάτη λουόμενους και τα σοκάκια πίσω απ’ τη μεγάλη πλατεία του δημαρχείου φιλοξενούσαν μια κυριακάτικη αγορά με μικροπωλητές.
Αισθάνθηκα μια μακρινή εκλεκτική συγγένεια να με αγγίζει συναισθηματικά. Σ’ αυτό το πραγματικά όμορφο λιμάνι, απέναντι απ’ τη μεγάλη πλατεία, άνθισε το ελληνικό στοιχείο από το 1718 με τεράστια εμπορική και οικονομική δραστηριότητα η οποία συνεχίστηκε ακόμα και μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και είναι σημαντική και στις μέρες μας. H πόλη υπήρξε τόπος δράσης των οπαδών του Ρήγα Βελεστινλή, μελών της Φιλικής Εταιρείας, σταθμός του ταξιδιού του Δημητρίου Υψηλάντη, το 1821 προς την Πελοπόννησο, καταφύγιο πολλών προσφύγων από την Ήπειρο, την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη, τις Κυδωνιές, τη Σμύρνη.
Απολαύσαμε μια μικρή βόλτα, καφέ και ελαφρύ μεσημεριανό και αναχωρήσαμε για το ειδυλλιακό Portoroz, που απέχει απ’ την Τεργέστη γύρω στα 20 λεπτά, αφού κατά τη διαδρομή είδαμε και το σλοβένικο λιμάνι Coper ή ελληνιστί Capodistria.
Η σλοβένικη ακτή, μια ακτή μινιατούρα, θέρετρο για Σλοβένους αλλά και γι
α γείτονες Ιταλούς που καταλήγει σε μια μύτη στο παλιό λιμάνι του μεσαιωνικού Piran, είναι πραγματική όαση κάτω απ’ την καταπράσινη περιοχή της Istria με τα γραφικά χωριουδάκια στις κορυφές των λόφων, τη μεσογειακή σχεδόν βλάστηση και τα πολλά αμπέλια της περιοχής. Καταλήξαμε ένα απομεσήμερο στο οινοποιείο Rojac
Η σλοβένικη ακτή, μια ακτή μινιατούρα, θέρετρο για Σλοβένους αλλά και γι

μια οικογενειακή επιχείρηση βιολογικών κρασιών με εξαγωγές ανά τον κόσμο και εξαιρετικά κρασιά απ’ τα οποία δοκιμάσαμε 6 ενώ έξω έβρεχε και μύριζε βρεγμένο χώμα. Πόσα χρόνια είχα να μυρίσω βροχή στη φύση;
Μετά από 2 μέρες παραμονής στην περιοχή, εκτός από μπόλικο κρασί (ευτυχώς καλής ποιότητας γιατί αλλιώς θα έπρεπε να δηλώσουμε συμμετοχή στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, βουτήξαμε γευστικά και στην εξαίσια σούπα Bobici που αποτελεί τοπική παραδοσιακή σπεσιαλιτέ και αναχωρήσαμε ένα φθινοπωρινό πρωινό με προορισμό την Ljubljana.
Μετά από 2 μέρες παραμονής στην περιοχή, εκτός από μπόλικο κρασί (ευτυχώς καλής ποιότητας γιατί αλλιώς θα έπρεπε να δηλώσουμε συμμετοχή στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, βουτήξαμε γευστικά και στην εξαίσια σούπα Bobici που αποτελεί τοπική παραδοσιακή σπεσιαλιτέ και αναχωρήσαμε ένα φθινοπωρινό πρωινό με προορισμό την Ljubljana.
Ενδιαμέσως, επισκεφθήκαμε το φημισμένο σπήλαιο της Postojna με συνολικό μήκος 21χλμ. Τα 5 χλμ είναι επισκέψιμα και μεγάλο κομμάτι της διαδρομής εκτελείται με τρενάκι. Το σπήλαιο διαθέτει μια τεράστια αίθουσα για συναυλιακό χώρο, άπειρους σταλακτίτες και σταλαγμίτες με πρωτότυπα ονόματα όπως σπαγγέτι και ακόμα πιο εντυπωσιακά σχέδια, όπως αυτοί που έμοιαζαν με κομμάτια πραγματικού υφάσματος. Κατά την έξοδο, υπάρχει σε ειδική βιτρίνα- ενυδρείο με τον Πρωτέα, το μικροσκοπικό ζωάκι του σπηλαίου.
Την Ljubljana
την είδαμε αρχικά ένα βροχερό απόγευμα και στη συνέχεια ένα ηλιόλουστο πρωινό. Είναι τόσο μικρή πόλη που περπατιέται εύκολα και προλαβαίνεις ν’ ανεβείς και στο κάστρο της και να τη θαυμάσεις από ψηλά. Τα κτίσματα της έχουν αυτροουγγρικές επιρροές, ενώ η Λιουμπλιάνιτσα με τις 3 γέφυρες της και τον δράκο ως έμβλημα απ’ τους μυθικούς χρόνους είναι σαν σκηνικό παραμυθιού. Αυτόν τον δράκοντα λέγεται ότι τον σκότωσε ο Ιάσονας όταν πέρασε με τους Αργοναύτες απ’ την Λουμπλιάνα κατά την επιστροφή του προς την Ελλάδα.
Οι εξοχές της Σλοβενίας είναι πραγματική όαση. Απ’ τις Ιουλιανές Άλπεις που τώρα ήταν καταπράσινες, τα ποτάμια, τον καταρράχτη και το πανέμορφο Bled
με το νησάκι ανάμεσα, το Novo Mesto και το Otocec κοντά στα κροάτικα σύνορα μέχρι την παλιά πόλη της Radovljica με το παραδοσιακό εστιατόριο του Lectar και τη φοβερή μανιταρόσουπα σερβιρισμένη σε ψωμί.


Ο σιδηροδρομικός σταθμός, έξω απ’ τα τείχη της πόλης, σηματοδότησε την υπεσχημένη επιστροφή μας στη Βενετία. Πήραμε το τρένο και σε μισή ώρα είμασταν εκεί, ξανά.
Σε περίπτωση που δεν το εμπεδώσατε, να το ξαναπώ.
Σε περίπτωση που δεν το εμπεδώσατε, να το ξαναπώ.
Η Βενετία ήταν πανέμορφη, λαμπερή και γεμάτη χαρούμενες φωνές και πρόσωπα στους δρόμους. Πραγματικό πανηγύρι! Στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, μια μπάντα έπαιζε μουσική, τα βαπορέτα πηγαινοέρχονταν γεμάτα κόσμο, οι γονδολιέρηδες περιμένανε τους ρομαντικούς τουρίστες κι ένα σωρό μάσκες και μουράνο σε κοίταζαν προκλητικά από υπαίθρια κιόσκια μέχρι ακριβά μαγαζιά.
Προσκυνήσαμε μια χειροποίητη μαύρη σοκολάτα με φουντούκια, απ’ το γνωστό μας ζαχαροπλαστείο στην πλατεία Goldoni και νιώθαμε ότι είμαστε στον παράδεισο.
Ανακαλύψαμε και τη μη τουριστική Osteria που μας είχε γεμίσει με ικανοποίηση τον χειμώνα και ικανοποιήσαμε και τις ορέξεις μας με λαχταριστά home made θαλασσινά, ολίγον εξωτικά αφού η σερβιτόρα ερχόταν απ’ τον μακρινό Παναμά…
Να μην σας κουράσω άλλο με τη Βενετία, γιατί μπορώ να γράφω συνέχεια.
Και για το ταξίδι μπορώ να γράφω συνέχεια.
Προσκυνήσαμε μια χειροποίητη μαύρη σοκολάτα με φουντούκια, απ’ το γνωστό μας ζαχαροπλαστείο στην πλατεία Goldoni και νιώθαμε ότι είμαστε στον παράδεισο.
Ανακαλύψαμε και τη μη τουριστική Osteria που μας είχε γεμίσει με ικανοποίηση τον χειμώνα και ικανοποιήσαμε και τις ορέξεις μας με λαχταριστά home made θαλασσινά, ολίγον εξωτικά αφού η σερβιτόρα ερχόταν απ’ τον μακρινό Παναμά…
Να μην σας κουράσω άλλο με τη Βενετία, γιατί μπορώ να γράφω συνέχεια.
Και για το ταξίδι μπορώ να γράφω συνέχεια.
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2007
Επι/ απο-στροφή στο κλεινόν άστυ...
Επιστροφή στην καθημερινότητα. Ήδη από χτες επιστρέψαμε στις δουλειές μας, στο σούπερ μάρκετ για προμήθειες αφού το ψυγείο είχε μόνο νερό, στα ατέλειωτα πλυντήρια από ρούχα ποτισμένα με τις μυρωδιές των πόλεων που περάσαμε και στην αφόρητη κίνηση της Αθήνας.
Όλα αυτά είναι μάλλον περισσότερο από αρκετά για να προσγειωθείς ανώμαλα στην γνωστή ρουτίνα και να νομίζεις ότι το ταξίδι απλώς το ονειρεύτηκες, αλλά χτες το βράδυ που κοίταζα ξανά και ξανά τις φωτογραφίες που βγάλαμε, πρόβαλα σθεναρή αντίσταση στον μαύρο εαυτούλη που πήγε να ξετρυπώσει και να με παρασύρει κι αποφάσισα να συνεχίσω να φορώ τα άσπρα.
Το ταξίδι μπορεί να τέλειωσε, αλλά είναι ακόμα ζωντανό στο μυαλό και στην καρδιά μας. Κι όπως όλα τα ταξίδια, έτσι κι αυτό υπήρξε αφορμή για συγκρίσεις που μας κάνανε και συνειδητοποιήσαμε πόσο άσχημο είναι το επίπεδο ζωής στην Αθήνα, πόσο άτυχοι είμαστε που δεν έχουμε ωραία, μεγάλα και εύκολα προσβάσιμα πάρκα να αθληθούμε, δυνατότητα να κυκλοφορήσουμε με το ποδήλατο μας, πόσο νευρικοί είμαστε αφού ακούμε συνέχεια τον θόρυβο της μεγαλούπολης και τις αδιάκοπες κόρνες, πόσο κομπλεξικοί είμαστε αφού για να τονώσουμε το εγώ μας πρέπει να έχουμε και το απαραίτητο SUV, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη που έχουν και καλύτερους και φαρδύτερους δρόμους, κυκλοφορούν με συμβατικά αυτοκίνητα.
Τι κρίμα είναι που εδώ πρέπει να πληρώσουμε 4 και 5 ευρώ τον καφέ μας, ενώ για μια ακόμη φορά διαπίστωσα ότι στο εξωτερικό κυμαίνεται από 1 έως 2 ευρώ. Για του λόγου το αληθές, ο λογαριασμός για 3 καπουτσίνο κι ένα εμφιαλωμένο νερό, σε εξοχή της Σλοβενίας με θέα τη λίμνη Bohinj ήταν 3, 10 €. Τον βλέπαμε και δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε…
Και τι μεγάλη απογοήτευση και ντροπή να βλέπουμε και ν’ ακούμε ένα σωρό άξεστους φορτηγατζήδες στο πλοίο της επιστροφής να μιλάνε με φοβερή αγένεια στο πλήρωμα που στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν Γάλλοι, λέγοντας το αμίμητο «This is Greece κωλογάλλε».
Και το μεγαλύτερο σοκ, να πρέπει να κάνουμε 1 ώρα για να διανύσουμε ελάχιστα χιλιόμετρα (2 ή 3) προκειμένου να φτάσουμε σπίτι μας, αφού η επιστροφή μας συνέπεσε με αγώνα ποδοσφαίρου στο γειτονικό γήπεδο και πλήθος φιλάθλων που δημιούργησαν το αδιαχώρητο στους παρακείμενους δρόμους...
Θα επανέλθω με λεπτομερέστερο ποστ για το ταξίδι.
Όλα αυτά είναι μάλλον περισσότερο από αρκετά για να προσγειωθείς ανώμαλα στην γνωστή ρουτίνα και να νομίζεις ότι το ταξίδι απλώς το ονειρεύτηκες, αλλά χτες το βράδυ που κοίταζα ξανά και ξανά τις φωτογραφίες που βγάλαμε, πρόβαλα σθεναρή αντίσταση στον μαύρο εαυτούλη που πήγε να ξετρυπώσει και να με παρασύρει κι αποφάσισα να συνεχίσω να φορώ τα άσπρα.
Το ταξίδι μπορεί να τέλειωσε, αλλά είναι ακόμα ζωντανό στο μυαλό και στην καρδιά μας. Κι όπως όλα τα ταξίδια, έτσι κι αυτό υπήρξε αφορμή για συγκρίσεις που μας κάνανε και συνειδητοποιήσαμε πόσο άσχημο είναι το επίπεδο ζωής στην Αθήνα, πόσο άτυχοι είμαστε που δεν έχουμε ωραία, μεγάλα και εύκολα προσβάσιμα πάρκα να αθληθούμε, δυνατότητα να κυκλοφορήσουμε με το ποδήλατο μας, πόσο νευρικοί είμαστε αφού ακούμε συνέχεια τον θόρυβο της μεγαλούπολης και τις αδιάκοπες κόρνες, πόσο κομπλεξικοί είμαστε αφού για να τονώσουμε το εγώ μας πρέπει να έχουμε και το απαραίτητο SUV, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη που έχουν και καλύτερους και φαρδύτερους δρόμους, κυκλοφορούν με συμβατικά αυτοκίνητα.
Τι κρίμα είναι που εδώ πρέπει να πληρώσουμε 4 και 5 ευρώ τον καφέ μας, ενώ για μια ακόμη φορά διαπίστωσα ότι στο εξωτερικό κυμαίνεται από 1 έως 2 ευρώ. Για του λόγου το αληθές, ο λογαριασμός για 3 καπουτσίνο κι ένα εμφιαλωμένο νερό, σε εξοχή της Σλοβενίας με θέα τη λίμνη Bohinj ήταν 3, 10 €. Τον βλέπαμε και δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε…
Και τι μεγάλη απογοήτευση και ντροπή να βλέπουμε και ν’ ακούμε ένα σωρό άξεστους φορτηγατζήδες στο πλοίο της επιστροφής να μιλάνε με φοβερή αγένεια στο πλήρωμα που στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν Γάλλοι, λέγοντας το αμίμητο «This is Greece κωλογάλλε».
Και το μεγαλύτερο σοκ, να πρέπει να κάνουμε 1 ώρα για να διανύσουμε ελάχιστα χιλιόμετρα (2 ή 3) προκειμένου να φτάσουμε σπίτι μας, αφού η επιστροφή μας συνέπεσε με αγώνα ποδοσφαίρου στο γειτονικό γήπεδο και πλήθος φιλάθλων που δημιούργησαν το αδιαχώρητο στους παρακείμενους δρόμους...
Θα επανέλθω με λεπτομερέστερο ποστ για το ταξίδι.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2007
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2007
Νέοι σχολικοί ορίζοντες

Λέω ιδιότυπους γιατί είναι όλοι τους ενήλικοι και σίγουρα δεν κάθονται πρώτη φορά στα θρανία. Κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς έχουν και πανεπιστημιακό δίπλωμα, όπως ένας πολύ γλυκός κύριος απ’ το Πακιστάν που φέτος κάθεται στο θρανίο για δεύτερη χρονιά, είναι ντροπαλός σαν παιδί δημοτικού, έχει ανοιχτό το βιβλίο και κρατάει διαρκώς σημειώσεις στο τετράδιο του, ενώ παράλληλα γράφει εξαιρετικές ιστορίες.
Χτες, έδωσε στην περυσινή του δασκάλα, 8 σελίδες Α4 γραμμένες στα ελληνικά με καταπληκτικό γραφικό χαρακτήρα, ελάχιστα λάθη γραμματικής κι όχι ορθογραφίας και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία βγαλμένη απ’ τις παραδόσεις του λαού του.
Είναι στο σύνολο τους άνθρωποι ευσυνείδητοι.
Κανείς τους δεν έρχεται για πλάκα.
Κανείς δεν ήρθε καθυστερημένος.
Βρισκόντουσαν εκεί πριν φτάσουμε εμείς και τα πρόσωπα τους έχουν μια ασυνήθιστη ευγένεια.
Δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ, σε δουλειές που κανένας Έλληνας δεν καταδέχεται πια να κάνει, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας καλύτερη τύχη εδώ, άφησαν πίσω τους τις οικογένειες τους, κάνουν γιορτές και καλοκαίρια μακριά απ’ τα παιδιά τους, φοράνε τα αποφόρια μας, εισπράττουν συχνά την αποδοκιμασία μας, την περιφρόνηση μας και τον ρατσισμό μας και παρόλα αυτά, θεωρούν την Ελλάδα πατρίδα τους σε βαθμό τέτοιο που να σπαταλούν 3 ώρες απ’ την ξεκούραση τους για να μάθουν τη γλώσσα μας. Αυτή την ίδια γλώσσα που οι περισσότεροι από μας κακοποιούμε πια γραπτώς και προφορικώς σε απίστευτο βαθμό.
Χτες, μπήκα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε μια τάξη με 8 αληθινά ευγενείς ανθρώπους, προερχόμενους από πολιτισμούς πιο παλιούς απ’ τον δικό μας που τον θυμόμαστε μόνο όταν μας συμφέρει.
Ο ένας απ’ αυτούς είναι 28 χρονών, βαθιά θρησκευόμενος, με πολλαπλές εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς και εργαζόμενος ως κούριερ, φέρει την ακλόνητη πεποίθηση ότι ο Θεός θα τον βοηθήσει να ζήσει. Ο Θεός που όλοι τους παραδέχτηκαν χτες ότι είναι ένας, ανεξάρτητα από Ισλάμ, Χριστιανισμό και Ινδουισμό.
Σε λίγες μέρες αρχίζει το Ραμαζάνι τους και κανείς τους δεν σκέφτηκε να την σκαπουλάρει απ’ το μάθημα. Πρότειναν μάλιστα να αρχίζει το μάθημα μια ώρα νωρίτερα για να προλαβαίνουν την βραδυνή προσευχή και το γεύμα τους.
Όλοι τους προθυμοποιήθηκαν να πληρώσουν τα 10 ευρώ που στοιχίζει το βιβλίο (πέρυσι διανεμήθηκε δωρεάν, αλλά φέτος δεν βρίσκονται χορηγίες), λέγοντας "10 ευρώ δεν είναι τίποτα", όταν όσοι περάσαμε από πανεπιστήμια ξέρουμε καλά πόσο μας κακοφαινόταν όταν έπρεπε να πληρώσουμε ένα σύγγραμα απ' την τσέπη μας.
Οι άνθρωποι αυτοί για ένα μήνα θα κάνουν μάθημα νηστικοί και διψασμένοι λόγω Ραμαζανίου όπως ήδη ανέφερα, όταν άλλοι «προνομιούχοι» στη θέση τους θα επικαλούντο ίσως υπερκόπωση για να γλυτώσουν.
Θα μπορούσα να πω κι άλλα πολλά ακόμα, αλλά θα αφήσω να αποκαλυφθούν στην πορεία.
Κλείνω λέγοντας πως εμείς που πάμε να τους βοηθήσουμε πρέπει να νιώθουμε πολύ τυχεροί γι’ αυτήν την τρίωρη κυριακάτικη συνύπαρξη μαζί τους.
Κλείνω λέγοντας πως εμείς που πάμε να τους βοηθήσουμε πρέπει να νιώθουμε πολύ τυχεροί γι’ αυτήν την τρίωρη κυριακάτικη συνύπαρξη μαζί τους.
Δευτέρα, Αυγούστου 27, 2007
Στάχτη και μπούρμπερη!

Το σοκ γι' αυτά που ζούμε τις τελευταίες μέρες δεν μπορεί να αποδοθεί με λόγια. Εξάλλου, η εικόνα έχει τεράστια δύναμη. Το να βλέπεις τη φωτιά να σαρώνει τα πάντα προκαλεί δέος και θυμό.
Οργή!
Η καταστροφή είναι αργή και βασανιστική. Το ίδιο κι ο θάνατος. Το ίδιο και το αύριο, αν υπάρχει αύριο για όσους είδαν σε λίγες ώρες τη ζωή τους να γίνεται στάχτη.
Η φωτιά ανάγεται στις φυσικές καταστροφές, αλλά υποτίθεται ότι διανύουμε τον 21ο αιώνα και μάλιστα σε "πολιτισμένο κράτος"...
Πριν ακόμα κλείσει αυτή η τεράστια πύρινη πληγή, έχει ήδη ξεκινήσει η αναπαραγωγή της βλακείας. Οργανωμένο έγκλημα, ξένα συμφέροντα, τρομοκράτες, λαοί που μας ζηλεύουν και θέλουν να μας εξαφανίσουν κόκ.
Όσο σ' αυτήν τη χώρα, δεν υπάρξουν μεγάλες δομικές αλλαγές, όσο δεν υπάρχει η ανάγκη να εκπαιδευτούν σωστά οι άνθρωποι από μικρή ηλικία έτσι ώστε να σέβονται το φυσικό περιβάλλον και να μάθουν να το προστατεύουν, όσο δεν σταματήσει να μας ενδιαφέρει μόνο η δική μας ιδιοκτησία και αδιαφορούμε για τον διπλανό, τόσο περισσότερες τραγωδίες θα βλέπουμε καθισμένοι στους δέκτες μας και ανήμποροι να πράξουμε ο, τιδήποτε.
Μέχρι τη μέρα που θα καταλάβουμε ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να είμαστε εμείς στην άλλη πλευρά του δέκτη.
Ο φετεινός ελληνικός Αύγουστος διέψευσε με τραγικό τρόπο το παλιό ρηθέν του Ουμπέρτο Έκο ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις κι ό, τι κι αν γράψουμε όλοι μας εκ των υστέρων ή όσο κι αν πονέσουμε και θυμώσουμε, πάλι δεν θα είναι αρκετό. Οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσω.
Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2007
Πραξιτέλης 2007 μΧ

Η επίσκεψη στην έκθεση «Πραξιτέλης» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μου άφησε μια γλυκόπικρη γεύση που δεν ξέρω αν μπορώ ακριβώς να την εξηγήσω.
Η γλυπτική ως τέχνη (μιλάω εδώ για «απεικόνιση» με ρεαλιστικό τρόπο κι όχι για μοντέρνα ή αφηρημένη γλυπτική) μου προκαλεί μια συγκινησιακή φόρτιση κι ένα αμήχανο μούδιασμα. Στις μορφές ειδικά, η συγκίνηση είναι εντονότερη καθώς συνειδητοποιώ το πέρασμα του χρόνου που χωρίζει το σμιλευμένο ον από μένα. Είναι απ’ τη μια αυτό το δέος για την αποτύπωση μέσα στον χώρο και στον χρόνο, αυτή η μαγική επικοινωνία με τον δημιουργό, ακόμα κι αν μας χωρίζει μεγάλη χρονική απόσταση κι απ’ την άλλη, ό,τι απέμεινε. Σ’ αυτό που απέμεινε λοιπόν τοποθετώ το πικρό ως γεύση και το οριοθετώ στα γλυπτά που προέρχονται απ’ την αρχαιότητα. Αυτές οι μορφές ή τελοσπάντων ό, τι σώζεται πια απ’ αυτές, δεν διατηρούν το αρχικό τους χρώμα και την αρχική τους υφή, δεν στολίζουν πια τον χώρο για τον οποίο δημιουργήθηκαν και δεν είναι αντικείμενα ιερής λατρείας. Ο τρόπος με τον οποίο διασταυρώνουν όμως τις ματιές τους με τις δικές μας, είναι αυτή η μικρή ψευδαίσθηση της αιωνιότητας μέσα σ’ ένα φθαρτό σύμπαν.
Αυτά πρέπει να ένιωθα όσο διασχίζαμε ένα μεγάλο κομμάτι του μουσείου για να φτάσουμε στην αίθουσα απ’ την οποία ξεκινούσε η έκθεση. Περπατήσαμε δίπλα από αγάλματα Θεών και ηρώων, επιγραφές, σαρκοφάγους, νομίσματα, ακρωτηριασμένα μέλη σωμάτων ή τεμαχισμένα χρηστικά αντικείμενα, όλα κομμάτια ενός μακρινού πολιτισμού που άνθησε και παρήκμασε χιλιάδες χρόνια πριν και που εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι, τον βγάλαμε ξανά στην επιφάνεια, όταν χτίσαμε σπίτια, δρόμους, κτίρια, όταν ανοίξαμε σήραγγες για το μετρό κι όταν θελήσαμε να τον επικαλεστούμε για να δηλώσουμε απόγονοι και κληρονόμοι αυτών που απλώς κατοίκησαν κάποτε στην ίδια γεωγραφική περιοχή.
Φτάσαμε κάποτε στις 4 αίθουσες που φιλοξενούν 79 έργα, άλλα δημιουργίες του ίδιου του Πραξιτέλη, άλλα έργα που οι μελετητές θεώρησαν ότι έπρεπε να αποδώσουν σ’ αυτόν, άλλα έργα των γιων του ή του εργαστηρίου του. Κάποια απ’ αυτά ήταν γνήσια και άλλα ήταν ρωμαϊκά αντίγραφα, προερχόμενα από μουσεία του εξωτερικού, όπως του Λούβρου, της Δρέσδης, του Καπιτωλίου ή του Βατικανού.
Η γλυπτική ως τέχνη (μιλάω εδώ για «απεικόνιση» με ρεαλιστικό τρόπο κι όχι για μοντέρνα ή αφηρημένη γλυπτική) μου προκαλεί μια συγκινησιακή φόρτιση κι ένα αμήχανο μούδιασμα. Στις μορφές ειδικά, η συγκίνηση είναι εντονότερη καθώς συνειδητοποιώ το πέρασμα του χρόνου που χωρίζει το σμιλευμένο ον από μένα. Είναι απ’ τη μια αυτό το δέος για την αποτύπωση μέσα στον χώρο και στον χρόνο, αυτή η μαγική επικοινωνία με τον δημιουργό, ακόμα κι αν μας χωρίζει μεγάλη χρονική απόσταση κι απ’ την άλλη, ό,τι απέμεινε. Σ’ αυτό που απέμεινε λοιπόν τοποθετώ το πικρό ως γεύση και το οριοθετώ στα γλυπτά που προέρχονται απ’ την αρχαιότητα. Αυτές οι μορφές ή τελοσπάντων ό, τι σώζεται πια απ’ αυτές, δεν διατηρούν το αρχικό τους χρώμα και την αρχική τους υφή, δεν στολίζουν πια τον χώρο για τον οποίο δημιουργήθηκαν και δεν είναι αντικείμενα ιερής λατρείας. Ο τρόπος με τον οποίο διασταυρώνουν όμως τις ματιές τους με τις δικές μας, είναι αυτή η μικρή ψευδαίσθηση της αιωνιότητας μέσα σ’ ένα φθαρτό σύμπαν.
Αυτά πρέπει να ένιωθα όσο διασχίζαμε ένα μεγάλο κομμάτι του μουσείου για να φτάσουμε στην αίθουσα απ’ την οποία ξεκινούσε η έκθεση. Περπατήσαμε δίπλα από αγάλματα Θεών και ηρώων, επιγραφές, σαρκοφάγους, νομίσματα, ακρωτηριασμένα μέλη σωμάτων ή τεμαχισμένα χρηστικά αντικείμενα, όλα κομμάτια ενός μακρινού πολιτισμού που άνθησε και παρήκμασε χιλιάδες χρόνια πριν και που εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι, τον βγάλαμε ξανά στην επιφάνεια, όταν χτίσαμε σπίτια, δρόμους, κτίρια, όταν ανοίξαμε σήραγγες για το μετρό κι όταν θελήσαμε να τον επικαλεστούμε για να δηλώσουμε απόγονοι και κληρονόμοι αυτών που απλώς κατοίκησαν κάποτε στην ίδια γεωγραφική περιοχή.
Φτάσαμε κάποτε στις 4 αίθουσες που φιλοξενούν 79 έργα, άλλα δημιουργίες του ίδιου του Πραξιτέλη, άλλα έργα που οι μελετητές θεώρησαν ότι έπρεπε να αποδώσουν σ’ αυτόν, άλλα έργα των γιων του ή του εργαστηρίου του. Κάποια απ’ αυτά ήταν γνήσια και άλλα ήταν ρωμαϊκά αντίγραφα, προερχόμενα από μουσεία του εξωτερικού, όπως του Λούβρου, της Δρέσδης, του Καπιτωλίου ή του Βατικανού.
Ο Πραξιτέλης έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ και ήταν γιος του Κηφισόδοτου του πρεσβύτερου, επίσης γλύπτη. Θεωρήθηκε κορυφαίος γλύπτης της αρχαιότητας για τον αισθησιασμό των μορφών, τη ρευστότητα και το στοιχείο της σιγμοειδούς καμπύλης στην ανάπτυξη των σωμάτων, χαρακτηριστικά που παντρεύονται αρμονικά στη διάσημη Αφροδίτη της Κνίδου. Η ιστορία λέει ότι οι Κώες είχαν παραγγείλει στον μεγάλο γλύπτη το άγαλμα της Θεάς, αλλά όταν το είδαν γυμνό σκανδαλίστηκαν και ζήτησαν ένα ντυμένο. Η Αφροδίτη έμελλε να δοξαστεί στην Κνίδο όπου και τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στην είσοδο του ναού και μάλιστα κατά τρόπο τέτοιο ώστε να είναι ορατή κι από την είσοδο στον ναό κι από την έξοδο. Παρασταίνεται τη στιγμή που έχει μόλις ολοκληρώσει το λουτρό της και κρατάει το ένδυμα της που καλύπτει ολόκληρο μια υδρία.
Στους γνωστότερους αγαλματικούς τύπους του Πραξιτέλη, θαυμάσαμε μεταξύ άλλων τον Ερμή, τον Απόλλωνα τον Σαυροκτόνο, τον Σαρδανάπαλο κά. Επίσης τρεις απ’ τις πλάκες που απεικονίζουν παραστάσεις των μουσών και κοσμούσαν το σύνταγμα της Λητούς με την Άρτεμη και τον Απόλλωνα στο ιερό του Θεού στη Μαντίνεια.
Σώζονται αρκετές βάσεις αγαλμάτων με τη φράση «Πραξιτέλης εποίησεν», καθώς και πολλές πληροφορίες που προέρχονται απ’ τον Παυσανία και μιλούν για τα αγάλματα και τον τόπο που αυτά βρισκόντουσαν.
Η έκθεση που πρωτοπαρουσιάστηκε την άνοιξη που μας πέρασε στο Λούβρο, θα φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου του 2007.
Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2007
Τα διαβάσματα των διακοπών

Δεν φορτώθηκα με πολλά βιβλία, αλλά αγόρασα αρκετά κι απ’ το χαριτωμένο βιβλιοπωλείο του νησιού που παραθέριζα με το επίσης χαριτωμένο τίτλο «Βιβλιόγατος».
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Τι ωραίο πλιάτσικο του Jonathan Coe
Ό, τι και να πω είναι λίγο. Ο τύπος είναι απίστευτα απρόβλεπτος συγγραφέας και κάθε τι δικό του που διαβάζω μου ενισχύει αυτή την άποψη. Φοβερή πλοκή, απίστευτη σύνδεση ιστορικών γεγονότων και μυθοπλαστικών στοιχείων, έξυπνη ειρωνία, φλεγματικό χιούμορ (βρετανός γαρ!) Θέλω να γεμίσω ένα ράφι με τα μέχρι στιγμής άπαντα του.
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (μυθιστόρημα γραμμένο το 1928) του Γιώργου Σεφέρη
Είμαι σεφερόφιλη. Αυτό αρκεί. Με συγκίνησε το κομμένο εισητήριο της Ακρόπολης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Είσοδος, δραχμές 10.
Ακριβή μου Σοφία του Φρέντυ Γερμανού
Πρόκειται για τα χρόνια της νιότης του Γιώργου Παπανδρέου- του γέρου και περιγράφει τον έρωτα και τον γάμο του με τη Σοφία Μινέϊκο παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Ευκολοδιάβαστο κι ενδιαφέρον, γραμμένο στο γνωστό στυλ του Φρέντυ Γερμανού.
O Γιούγκερμαν και τα στερνά του του Μ. Καραγάτση
Ξετρελλάθηκα! Ήμουν έτσι κι αλλιώς φαν του Καραγάτση, αλλά τον Γιούγκερμαν τον είχα χρόνια αδιάβαστο. Τώρα, με αφορμή περισσότερο την καταγραφή της Καστέλλας και λιγότερο την επικείμενη τηλεοπτική του μεταφορά, αποφάσισα να το διαβάσω και μαγεύτηκα. Τι να πρωτο- εκθειάσω: την αφηγηματική δεινότητα του Καραγάτση, την εξέλιξη της ιστορίας, την προσωπικότητα του ήρωα, τα γεμάτα ποίηση 2 τελευταία κεφάλαια…
Μετά τον Γιούγκερμαν, ό, τι διάβασα, δεν κατάφερε να με συνεπάρει.
Οι παλιοί συμμαθητές του Λευτέρη Παπαδόπουλου
Καλογραμμένο, με χιούμορ, εύκολο στην ανάγνωση και κατατοπιστικό για τα δύσκολα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στην κατοχική και μετά Κατοχική Αθήνα
Ξεχασμένοι απ’ τον Θεό του Albert Cossery
Πρόκειται για 5 αυτοτελείς ιστορίες που ο Cossery έγραψε στα 18 του χρόνια. Αναδίδουν όλες άρωμα Ανατολής, κρυφές επιθυμίες, την αίσθηση του απαγορευμένου και τις πρώτες φιλοσοφικές ανησυχίες ενός σημαντικού λογοτέχνη που έγραψε αποκλειστικά στη γαλλική γλώσσα. Κρατάω μια φράση από μια παλιά συνέντευξη του Cossery που παρατίθεται στο τέλος των ιστοριών ως επίμετρο. Ρωτάει ο δημοσιογράφος τον Cossery για την επιλογή του να μένει χρόνια ολόκληρα στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου στο κέντρο του Παρισιού με δεδομένο το ότι προέρχεται από εύπορη οικογένεια και απαντάει ο Cossery (δεν μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του γιατί δεν έχω μπροστά μου το βιβλίο): μα ποτέ μου δεν θέλησα να έχω ο,τιδήποτε που να μου ανήκει γιατί με τρομάζει η έννοια της ιδιοκτησίας.
Φράση-γροθιά στο στομάχι στη σύγχρονη, αδηφάγα εποχή μας…
Οι νάνοι του Χάρολντ Πίντερ.
Διευκρινίζω ότι πρόκειται για το μοναδικό μυθιστόρημα του θεατρικού νομπελίστα συγγραφέα . Γραμμένο στο γνωστό αποσπασματικό και υπαινικτικό ύφος του Πίντερ, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με καθαρά θεατρική μορφή. Απ’ την αρχή ως το τέλος κυριαρχεί ο διάλογος. Τα αφηγηματικά μέρη είναι ελάχιστα. Τα μέρη που ο συγγραφέας μας εκθέτει τους προβληματισμούς του είναι παντού διάσπαρτα, ακόμη και σε ανυποψίαστες στιγμές και απαιτούν δεύτερη ανάγνωση. Το σημείο που ο Πίντερ συναντιέται με τον Σαίξπηρ σηματοδοτεί την κορύφωση στην ιστορία, αλλά και στην προσωπική συγγραφική διαδρομή ενός μεγάλου και δύσκολου συγγραφέα.
Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2007
ΗΘΟΠΟΙΟΣ = ο ποιών ήθος?

Πάμε λοιπόν:
- Ο Ηλιόπουλος που νομίζω ότι αν είχε γεννηθεί έξω, θα είχε κάνει μεγάλη καριέρα.
- Η Βλαχοπούλου για το φοβερό της κωμικό μπρίο. [Αγαπημένη σκηνή: οι δυο τους(σ.σ Ηλιόπουλος, Βλαχοπούλου) στο «Φωνάζει ο κλέφτης» στη σκηνή με το πορτοφόλι.
- Συμφωνώ με την krotkaya για την Αρώνη γιατί όλο της το παίξιμο αναδίδει αέρα γνήσιας κωμικής ντάμας.
- Ο Λογοθετίδης για την ικανότητα του να είναι βαθιά τραγικός μέσα στην κωμικότητα του και το αντίθετο, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή. [Στο «Ένας ήρωας με παντούφλες» υπήρξε πραγματικά συνταρακτικός.]
- Ο Αλεξανδράκης γιατί είχε class και γιατί υπήρξε και πρωτοποριακός στη σκηνοθεσία του στο «Συνοικία το όνειρο». [Τον έχω δει και στο θέατρο, στα «Η γυναίκα με τα μαύρα», και στον «Θείο Βάνια». Για μένα, μαζί με τον Μπάρκουλη, ήταν οι πιο κλασσάτοι ωραίοι του ελληνικού σινεμά by far.]
- Η Καρέζη για όλους τους κωμικούς της ρόλους. Την πρόλαβα και στο θέατρο, στην τελευταία παράσταση της ζωής της «Διαμάντια και μπλουζ».
[Αγαπημένη σκηνή απ’ το «Τζένη Τζένη» που παίζει τάβλι με τον Μπάρκουλη την 1η νύχτα του γάμου τους]. - Η Λαμπέτη ήταν το πιο αέρινο πλάσμα που πέρασε απ’ την οθόνη και τη σκηνή. Δυστυχώς, δεν την είδα στη «Σάρα», στον τελευταίο της ρόλο, διότι η μαμά μου είπε πως είναι στενόχωρο το έργο για παιδί. Κέρδισα μια στιγμή χαράς, έχασα μια μεγάλη πρωταγωνίστρια στον φυσικό της χώρο, δηλαδή στη σκηνή.
- Ο Χορν, επειδή είχε αυτό το πρωτόγνωρο ειρωνικό παίξιμο. [Πολύ σωστά είχε γράψει παλιά ο Γεωργουσόπουλος ότι βλέποντας τον Χορν να παίζει, έχεις την αίσθηση ότι ακόμα και οι καταφατικές του προτάσεις έχουν στο τέλος ένα μυστικό ερωτηματικό].
Αυτό το θεωρώ εξαιρετικά γοητευτικό, ίσως γιατί προσδίδει και μια μικρή ανασφάλεια στο παίξιμο. Είναι σαν να παίζει τον ρόλο και να παρατηρεί συγχρόνως τον εαυτό του που παίζει.
[Αγαπημένες σκηνές: «Στην κάλπικη λίρα» με τη Λαμπέτη να του λέει σ’αγαπώ και μετά τον χωρισμό τους στη σκηνή που ξανασυναντιούνται λίγα χρόνια αργότερα.] - Απ’ τους ζώντες, θα αναφέρω την Καραμπέτη και τον Κιμούλη. Τους βλέπω χρόνια στο θέατρο και τους ξεχωρίζω. Για τον Κιμούλη πολλοί θα έχουν αντιρρήσεις. Εγώ νομίζω ότι είναι εξαιρετικά ταλαντούχος, αλλά με μια αλαζονεία που τον έχει οδηγήσει σε μανιερισμούς και τον έχει κάνει αντιπαθή. Όσοι τον έχουν δει τα πρώτα του χρόνια στο θέατρο ή ακόμα και στην παλιά τηλεοπτική «Αστροφεγγιά», ενδεχομένως να συμφωνήσουν, παρόλο που η τηλεόραση δεν αποτελεί σωστό κριτήριο αξιολόγησης ενός ηθοποιού. [τους έχω δει στο θέατρο και μαζί, στη "Δεσποινίδα Τζούλια", και στον "Μάκβεθ".]
- Επίσης μου αρέσει πολύ η Μαρίνα Καλογήρου που υπήρξε τέλεια Λαμπέτη σε νεαρή ηλικία, στη φετεινή, τηλεοπτική «Τελευταία παράσταση». [Την είδα φέτος και στο θέατρο, στο "τριαντάφυλλο στο στήθος" και νομίζω ότι είναι πολλά υποσχόμενη.]
Απ’ τους ξένους, ξεχωρίζω: - Τον Μάρλον Μπράντο, χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις
- τη Μέριλ Στριπ για μια σειρά συγκλονιστικών ερμηνειών [αρκούμαι να αναφέρω την "Εκλογή της Σόφι" και τις "Γέφυρες του Μάντισον".]
- τη Τζέσικα Λάνγκ που και μόνο η ταινία «Φράνσις, μια αδέσμευτη γυναίκα», υπήρξε αρκετή για να ξεδιπλώσει το ταλέντο της
- την Έμα Τόμσον (κι εδώ συμφωνούμε με Krot)
- τον Τζακ Νίκολσον
- τον Τζων Μάλκοβιτς
- τον Τζέρεμι Άιρονς
και σταματάω εδώ γιατί είμαι ικανή να γράφω συνέχεια.
Πετάω το μπαλάκι σε όποιον έχει ξεμείνει αυγουστιάτικα στην πόλη και θέλει να γράψει μπας και ξεχάσει τον καημό του που δεν διακοπεύει.
Δευτέρα, Αυγούστου 06, 2007
Επιστροφή
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με καταδιώκει το σύνδρομο της αντικοινωνικότητας μετά το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών. Θυμάμαι πως τις εποχές που πήγαινα σχολείο, αν επιστρέφαμε ας πούμε μέσα Αυγούστου από τις διακοπές και είχα κανά μήνα ακόμα μέχρι ν΄αρχίσει το σχολείο, δεν επεδίωκα συναντήσεις κι επαφές με καμιά φίλη μέχρι αναγκαστικά να τις συναντήσω τη μέρα του αγιασμού. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Πολύ παιδιάστικο μου ακούγεται τώρα που το ανακαλώ στη μνήμη μου. Αν πρέπει να δώσω μια εξήγηση, θα έλεγα ότι απέφευγα να συναντηθώ ξανά με στοιχεία της κανονικής ζωής, αυτής της προ- διακοπών. Σαν να ήθελα να γυρίσω τον χρόνο στις ξέγνοιαστες στιγμές των διακοπών και να τον σταματήσω εκεί. Βέβαια, αν το καλοσκεφτώ τώρα πια, εκείνα τα χρόνια έτσι κι αλλιώς ξέγνοιαστα κι ανέμελα ήταν. Το μόνο μελανό σημείο ήταν το σχολείο, αλλά δεδομένου ότι εμένα μου άρεσε, προς τι όλο αυτό το αντικοινωνικό; Τελοσπάντων!
Τα ίδια λοιπόν συμπτώματα εμφανίστηκαν και φέτος μετά από πάρα πολλά χρόνια. Απ’ το πρωί που χτύπησε πάλι μετά από 15 μέρες το ξυπνητήρι στην γνωστή, αντιπαθητική ώρα, με καταδιώκει το αντικοινωνικό μου. Δεν ήθελα να έρθω στη δουλειά, δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν συνάδελφο, ζηλεύω όλους αυτούς που λιάζονται τώρα στις παραλίες κι εγώ είμαι στην τεχνητή δροσιά του γραφείου κοιτώντας το ρολόι σκεπτόμενη: τέτοια ώρα έκανα μπάνιο, τέτοια ώρα έπινα καφέ, τέτοια ώρα κοιμόμουνα για μεσημέρι… Επίσης, μόνο για σήμερα- μια που μεγάλωσα πια και δεν με παίρνει να συμπεριφέρομαι σαν κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο-, δεν θέλω να πάρω κανέναν φίλο ή γνωστό στο τηλέφωνο και να με ρωτήσει πώς πέρασα και αν ήταν ωραία.
Ναι, πέρασα καταπληκτικά και ναι, το μυαλό μου είναι ακόμα εκεί κι αρνούμαι να επιστρέψω. Εγώ τώρα που σας γράφω, ψυχικά είμαι μέσα στο καθαρό κρυστάλλινο νεράκι και απολαμβάνω τον ήλιο και τη θάλασσα. Γι’ αυτό και με συνάντησε μετά από χρόνια το σύνδρομο που σας περιγράφω.
Don’t get me wrong! Θα ξαναβρώ τους ρυθμούς μου σιγά- σιγά, θέλω, δεν θέλω!
Τα ίδια λοιπόν συμπτώματα εμφανίστηκαν και φέτος μετά από πάρα πολλά χρόνια. Απ’ το πρωί που χτύπησε πάλι μετά από 15 μέρες το ξυπνητήρι στην γνωστή, αντιπαθητική ώρα, με καταδιώκει το αντικοινωνικό μου. Δεν ήθελα να έρθω στη δουλειά, δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν συνάδελφο, ζηλεύω όλους αυτούς που λιάζονται τώρα στις παραλίες κι εγώ είμαι στην τεχνητή δροσιά του γραφείου κοιτώντας το ρολόι σκεπτόμενη: τέτοια ώρα έκανα μπάνιο, τέτοια ώρα έπινα καφέ, τέτοια ώρα κοιμόμουνα για μεσημέρι… Επίσης, μόνο για σήμερα- μια που μεγάλωσα πια και δεν με παίρνει να συμπεριφέρομαι σαν κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο-, δεν θέλω να πάρω κανέναν φίλο ή γνωστό στο τηλέφωνο και να με ρωτήσει πώς πέρασα και αν ήταν ωραία.
Ναι, πέρασα καταπληκτικά και ναι, το μυαλό μου είναι ακόμα εκεί κι αρνούμαι να επιστρέψω. Εγώ τώρα που σας γράφω, ψυχικά είμαι μέσα στο καθαρό κρυστάλλινο νεράκι και απολαμβάνω τον ήλιο και τη θάλασσα. Γι’ αυτό και με συνάντησε μετά από χρόνια το σύνδρομο που σας περιγράφω.
Don’t get me wrong! Θα ξαναβρώ τους ρυθμούς μου σιγά- σιγά, θέλω, δεν θέλω!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)