Κυριακή, Σεπτεμβρίου 27, 2009

Up!

Σας έχει τύχει να παρακολουθείτε ταινία κινουμένων σχεδίων και να μην μπορείτε να συγκρατήσετε τα δάκρυα σας; Ε, αυτό συνέβη πριν απο λίγο με το «Up» που εδώ και 3 μέρες βγήκε στις αίθουσες.
Οι ταινίες κινουμένων σχεδίων είναι φτιαγμένες έτσι που να γοητεύουν τους λιλιπούτειους θεατές με τις εικόνες και τη δράση και παράλληλα να μπορεί να «πει» κάτι η ιστορία και στα «μεγάλα παιδιά» της αίθουσας.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε πχ, στην βραδυνή προβολή στην Αίγλη, στο κοινό δεν υπήρχε ούτε ένα παιδί (λογικό αφού η ταινία ξεκινούσε στις 23.00) και η οθόνη έδειχνε τα καμώματα ενός λιονταριού, ενός βραδύποδα, δυο μαμούθ κι ενός άτακτου σκίουρου!!! Όλο το κοινό γέλαγε με τα υπονοούμενα στους διαλόγους και το χιούμορ ήταν τέτοιο που μόνο μεγάλοι μπορούσαν να το αντιληφθούν. Για να μην πω για το τραγούδι του Barry White.

Στο «Up», ο ηλικιωμένος Καρλ ζει έστω και καθυστερημένα ό, τι περιπέτεια τον είχε σαγηνεύσει ως παιδί. Μαζί του στο φανταστικό ταξίδι προς τους Παραδεισένιους Καταρράκτες, ο Ράσελ ένας μικρός εξερευνητής, ένας σκύλος που μιλάει κι ένα γιγάντιο πουλί που θέλει να γυρίσει στα μωρά του και λατρεύει τη σοκολάτα!

Με τα παραπάνω ξετρελλάθηκε η πιτσιρίκα που δήλωνε γοητευμένη στον μπαμπά της, καθώς βγαίνανε από την αίθουσα στην προηγούμενη προβολή: «Φανταστική ταινία!»

Στο «Up» που παρακολουθήσαμε εμείς, ο ηλικιωμένος Καρλ, μένει μόνος ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του. Καθισμένος στην καρέκλα του στο σαλόνι, πλάι στην πολυθρόνα που συνήθιζε να κάθεται εκείνη, αναπολεί τη ζωή τους όλα τα χρόνια που έζησαν μαζί και ξεφυλλίζει το λεύκωμα με τις περιπέτειες που κρατούσε εκείνη ως παιδί. Όταν απειλούν να του πάρουν το σπίτι λόγω της ανοικοδόμησης της γύρω περιοχής και οι τοπικές αρχές αποφασίζουν να τον στείλουν σε οίκο ευγηρίας, καταστρώνει το σχέδιο του και ξεκινάει ένα φανταστικό ταξείδι για να εκπληρώσει την επιθυμία της γυναίκας του.

To «Up» είναι η νεανική ψυχή του ανθρώπου που πάντα θα πετά με ένα μάτσο μπαλόνια στον ουρανό ακόμα κι αν το σώμα στο οποίο κατοικεί υποστηρίζεται από ένα μπαστουνάκι.

Περισσότερα εδώ και στους κινηματογράφους.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 20, 2009

Πρωτάκι για πάντα!

Αν ήμουνα πρωτάκι, τώρα θα είχαν πια αρχίσει τα σχολεία. Μάθημα δεν ξέρω βέβαια αν θα κάναμε γιατί στα μισά σχολεία πλένουν συνέχεια τα χέρια τους για να μην κολλήσουν τον ιό της νέας γρίππης και στα άλλα μισά το κακό Υπουργείο δεν στέλνει δασκάλους, όπως πληροφορούμαι από φίλους που έχουν παιδιά στο Δημοτικό...
Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν θα συνέχιζα να βλέπω επαναλήψεις στην ελληνική τηλεόραση ή να παίζω playstation και Nintendo DS...

Όταν ήμουνα πρωτάκι, δεν θυμάμαι πως ένιωθα για να σας πω την αλήθεια. Έχουν περάσει άλλωστε και τόσα χρόνια από τότε... Κι αν καταγράφω ό, τι θυμάμαι από κείνη την εποχή, είναι αφενός για να υπάρχουν κάπου οι αναμνήσεις μου, αφετέρου γιατί μου έδωσε την αφορμή το ποστ του Μπαμπάκη που φέτος έχει ένα πρωτάκι στην οικογένεια.

Θυμάμαι που είχαμε πάει να με γράψει η μαμά στο Δημοτικό. Απ’ το ένα χέρι κράταγε εμένα κι απ’ το άλλο τον αδερφό μου που ήταν 3, 5 χρονών τότε. Μου είχε κάνει εντύπωση η τάξη του σχολείου. Στη μέση ένας μεγάλος πίνακας κι αριστερά και δεξιά μικρότερα πινακάκια. Ονειρευόμουν τη στιγμή που θα έπιανα την κιμωλία στα χέρια μου να γράψω σ’ ένα απ’αυτά τα πινακάκια. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι λίγους μήνες μετά θα με σήκωνε η κυρία Ελένη στον πίνακα να γράψω τη λέξη παπάς κι εγώ δεν θα ήξερα αν γράφεται με ένα ή δυο π. Πάντως, με δύο π το γράφαμε τότε. Άνοιξα τα χέρια, έφαγα δυο ξυλιές με τον χάρακα, όχι γιατί δεν ήξερα να γράψω τη λέξη, αλλά γιατί η διπλανή μου, η Παναγιώτα, αποδέιχτηκε ρουφιανάκι και με μαρτύρησε ότι αντέγραφα.
«Μα που ακούστηκε τόσο μικρό παιδί ν’ αντιγράφει;» αναρωτήθηκε μεγαλοφώνως η κυρία Ελένη στη μαμά μου το ίδιο απόγευμα στο σαλόνι του σπιτιού μας απολογούμενη συγχρόνως και για τις 2 χαρακιές που μου είχε ρίξει, ενώ εγώ είχα κρυφτεί πίσω από τις πόρτες και κρυφάκουγα.

Η κυρία Ελένη Σαλαπάτα ήταν η δασκάλα της Α’ Δημοτικού σε κείνο το σχολείο επί της οδού Αλκαμένους που τώρα πια είναι ένα ακόμα διατηρητέο σε μια γειτονιά του κέντρου της Αθήνας που έχασε πια την παλιά κοινωνική της ταυτότητα.
Η κυρία Ελένη λοιπόν, έμενε από πάνω μας, στην ίδια πολυκατοικία επί της οδού Μιχαήλ Βόδα - αριθμό δεν ξέρω, θα σας γελάσω-αφήστε που το Βόδα νόμιζα ότι είχε να κάνει με βόδια....

Ήταν παντρεμένη με τον κύριο...(δεν θυμάμαι το όνομά του), συνάδελφο της μαμάς στον ΟΤΕ και είχε 2 παιδιά, τη Ντόνα που κάτι σπούδαζε τότε και τον Βασίλη που πήγαινε Α Γυμνασίου και τον γλυκοκοίταζα!!!

Η κυρία Ελένη με πήγαινε τα πρωινά στο σχολείο εναλλάξ με τη γιαγιά ή τη μαμά (όταν δεν ήταν πρωινή στη δουλειά). Τη μαμά τη βόλευε αυτό εξαιρετικά, ιδιαιτέρως δε, όταν το μωρό (σ.σ ο 3, 5 χρονών αδερφός μου) κοιμόταν ακόμη και που να τον ξυπνάει ή να τον αφήνει μόνο στο σπίτι. Αντιθέτως, τη γιαγιά καθόλου δεν την ευχαριστούσε η προθυμία της κυρίας Ελένης να με πηγαίνει σχολείο γιατί «δεν χρειάζεται να υποχρεωνόμαστε στους ξένους», πλην όμως όποτε πέφταμε στην ανάγκη της (και πέφταμε συχνά), με φόρτωνε οδηγίες του πως να είμαι ένα καλό κι ευγενικό κοριτσάκι και να κρατάω τη δασκάλα απ’ το χέρι και να μην αντιμιλάω και να πω «ευχαριστώ που με φέρατε στο σχολείο».

Εμένα πάλι,άλλοτε με ενοχλούσε η κυρία Ελένη ως προσωπική μου συνοδός κι άλλοτε όχι. Αν π.χ μας έβλεπαν άλλα παιδιά, με κορόϊδευαν που ερχόμουν σχολείο με τη δασκάλα κι εγώ αυτό δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ, 5,5 χρονών ήμουνα εξάλλου.
Υπήρχαν όμως κάτι φορές στο σχόλασμα ιδίως που η κυρία Ελένη μου αγόραζε κάτι χρωματιστά κραγιόνια ζωγραφικής και τότε πολύ τη συμπαθούσα και καθόλου δεν μ’ ένοιαζε τι έλεγαν τα άλλα παιδιά και ειδικά αυτή η σουπιά, η Παναγιώτα.

Με την κυρία Ελένη στο από πάνω διαμέρισμα είχα και τα τυχερά μου. Όταν αρρώσταινα, πήγαινα σπίτι της και μου παρέδιδε κατ’ ιδίαν όσα μαθήματα είχα χάσει.

Εκτός από τη δασκάλα μου όμως, θυμάμαι πολύ έντονα και τον Παναγιώτη που του έλειπαν τα δύο μπροστινά δόντια όπως και σε μένα και που παρόλα αυτά τον είχα ερωτευτεί γι’ αυτό και πόζαρα αγκαλιά μαζί του στην σχολική εκδρομή. (Μόλις πάρω τη φωτογραφία απ’ το παιδικό μου άλμπουμ που είναι στο σπίτι των γονιών μου, θα τη σκανάρω και θα την ανεβάσω).

Θυμάμαι και το κυλικείο στην αυλή που αγόραζα μια μικρή σοκολατίτσα που κόστιζε 1 δραχμή...

Στο τέλος της χρονιάς εκείνης, ήξερα ήδη ότι δεν θα ξαναπήγαινα στο ίδιο σχολείο. Αλλάζαμε περιοχή και έμελλε να κάνω νέες παρέες σε καινούργιο περιβάλλον. Δεν θυμάμαι αν αυτό με στενοχωρούσε τότε. Έχω την εντύπωση ότι το δέχτηκα μάλλον καλά, αν και αναρωτιόμουνα ποιο κοριτσάκι θα αντικαθιστούσε την Παναγιώτα σαν διπλανή μου στο ίδιο θρανίο.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2009

Απέναντι, η Σμύρνη σε 1 μέρα.

Ήταν πολύ πρωί ακόμα όταν το San Nicolas έφτασε στον Τσεσμέ.


«Ώστε αυτή είναι η απέναντι πλευρά», σκέφτηκα, εδώ κοιτάμε απ’ το μπαλκόνι μας, απέναντι απ' τη Χίο».

Κοίταξα το κάστρο, τα λευκά σπιτάκια ολόγυρα, την βλάστηση. Το τοπίο δεν μαρτυρούσε καθόλου την είσοδο σε άλλη χώρα. Μόνο η σημαία με την ημισέληνο μας θύμιζε. «Δεν είναι στοιχείο εθνικισμού», θα μας εξηγήσει αργότερα ο ξεναγός. «Είναι για να τονιστεί το λαϊκό στοιχείο της χώρας κι όχι το θρησκευτικό που υποδηλώνεται με την ημισέληνο αλλά σε πράσινο φόντο».


Ο Τσεσμές έχει δύο λιμάνια, ένα καινούργιο, αυτό στο οποίο φτάσαμε κι ένα διπλανό, παλιότερο που φιλοξενεί πια μόνο κότερα.

«Όλη αυτή η περιοχή είναι μέρος της χερσονήσου της Ερυθραίας» όπως μας εξηγεί στο πούλμαν ο ευγενέστατος Μαχμούτ, τούρκος συνταξιούχος, τέως φιλόλογος και νυν ξεναγός. Ο Μαχμούτ μιλάει τέλεια ελληνικά,– είναι ένας απ’ τους 7 Τούρκους της Σμύρνης που μιλάνε ελληνικά – κατάγεται απ’ το Ηράκλειο της Κρήτης και το όνομά του σημαίνει «Δόξα τω Θεώ».

Ο Μαχμούτ μας ενημερώνει ότι ως το 1071 δεν ζούσε ούτε ένας Τούρκος σε όλη την περιοχή της Μικράς Ασίας.


Στη διάρκεια της διαδρομής πηγαίνοντας προς τη Σμύρνη (80χλμ απ’ τον Τσεσμέ), περνάμε απ’ τα Αλάτσατα που διατηρούν ακόμα κάποια ελληνικά σπίτια κι έχουν γίνει ο αγαπημένος προορισμός της τουρκικής εύπορης τάξης, με βίλες, ιδιωτικές παραλίες και πλήρη προστασία απ’ τα αδιάκριτα μάτια.

Ο Εθνικός δρόμος είναι καλός, καθόλου λακκούβες, καμιά υπέρβαση ορίου ταχύτητας, πολύ πράσινο ολόγυρα, κανένα σκουπίδι, πολλές ανεμογεννήτριες στα βουνά, διόδια όπως και στην Ευρώπη, κατά την έξοδο κι ένα πανεπιστήμιο, το «Ινστιτούτο Υψηλής Τεχνολογίας» με όμοιο πρόγραμμα σαν αυτό του αμερικανικού ΜΙΤ.

Περνάμε το Καραμπουρνάκι (Karaburun= μαύρη μύτη), μια πανέμορφη παραθαλάσσια περιοχή όπου χτίζουν τις βίλες τους πλούσιοι γιατροί και καθηγητές πανεπιστημιών.

Τα Βουρλά βρίσκονται 38 χλμ δυτικά της Σμύρνης. Ήταν αρχικά η περιοχή της Ιόνιας πόλης Κλαζομενών πατρίδας και του Αναξαγόρα, με πληθυσμό 35.000 Ελλήνων και πιθανώς το αρχαιότερο τακτικά χρησιμοποιημένο λιμάνι στον κόσμο. Τα Βουρλά υπήρξαν πατρίδα του αγαπημένου μου Γιώργου Σεφέρη. Το σπίτι που γεννήθηκε υπάρχει ακόμα και λειτουργεί σήμερα ως πανσιόν. Πρόσφατα μάλιστα, ο δήμαρχος ονόμασε κι έναν δρόμο προς τιμή του νομπελίστα ποιητή.

Τα Βουρλά όμως είναι και πατρίδα του Τούρκο μυθιστοριογράφου Necati Cumal που μεγάλωσε εκεί αλλά γεννήθηκε στη Φλώρινα και άλλαξε πατρίδα στα πλαίσια της ανταλλαγής του 1923 των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών.

Πιο κάτω, το Εγγλεζονήσι ή η αρχαία Δρυμούσα, ο Άγιος Ιωάννης, το προάστιο Γκιουλ Μπακσέ ( ωραίος κήπος)και στο βάθος ξεπροβάλλει η Σμύρνη (Izmir).


Μέχρι το 1922 στη Σμύρνη ζούσαν 400.000 άνθρωποι, το 80% των οποίων ήταν Έλληνες. Υπήρχαν επίσης Αρμένιοι, Εβραίοι., Τούρκοι, Λεβαντίνοι κι άλλοι ξένοι.

Σήμερα η πόλη αριθμεί κοντά στα 4 εκατομμύρια (με αυξανόμενες τάσεις- οι Τούρκοι αναπαράγονται σαν τα κουνέλια) και είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Διαιρείται σε 28 επαρχίες και αποτελεί το σημαντικότερο εισαγωγικό κι εξαγωγικό εμπορικό λιμάνι της Τουρκίας. Σήμερα ζουν εκεί λιγότεροι από 50 Έλληνες.


Η αλήθεια είναι ότι αν κάποιος δεν έχει ρίζες απ’ τη Μικρά Ασία, αν δεν είναι γόνος οικογένειας που εκδιώχτηκε το 1922 για να έρθει στην αφιλόξενη τότε Ελλάδα, δεν μπορεί να συγκινηθεί απ’ την σημερινή εικόνα της Σμύρνης. Για παράδειγμα, ποιός καταλαβαίνει αν δεν του το πούνε ότι το ωραίο πάρκο με τις 6 πύλες μέσα στην πόλη, ήταν κάποτε γειτονιά μ’ ελληνικά σπίτια που κάηκαν και παραδίπλα ήταν η ξακουστή εκκλησία της Αγίας Φωτεινής που επίσης τυλίχτηκε στις φλόγες; Ευτυχώς, σώζεται ακόμα το άλλοτε Παρθεναγωγείο και η Ευαγγελική Σχολή.


Η Σμύρνη του σήμερα ελάχιστα θυμίζει τη Σμύρνη των αρχών του 20ου αιώνα. Περισσότερα από 45χλμ γύρω απ’ το λιμάνι έχουν μπαζωθεί, τεράστιες πολυκατοικίες δεσπόζουν στους λόφους γύρω απ’ την πόλη και δεκάδες αρχαία ευρήματα – ανάμεσα τους κι ένα αρχαίο θέατρο- έχουν καταπατηθεί κάτω από κτίρια.

Ευτυχώς, μαθαίνουμε ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια η Σμύρνη είχε έναν καλό δήμαρχο που δυστυχώς πέθανε νωρίς, αλλά κατά τη διάρκεια της θητείας του εξωράϊσε την πόλη και φρόντισε να εξασφαλίσει τον τρόπο να έρθει πάλι στο φως το αρχαίο θεάτρο που προανέφερα.

Δεξιά του παραλιακού δρόμου, περνάμε απ’ τις θερμές πηγές του Αγαμέμνονα και μαθαίνουμε ότι σύμφωνα με τον μύθο, ο Έλληνας στρατηγός εδώ θεραπεύτηκε απ’ τις πληγές του Τρωικού πολέμου λίγο πριν επιστρέψει στις Μυκήνες. Βλέπουμε την Εβραϊκή συνοικία Καρατάσι,(σημαίνει μαύρη πέτρα) το πνευματικό κέντρο, τη λέσχη αξιωματικών, την πλατεία Κονάκ, τον πύργο με το ρολόι στην πλατεία. Περνάμε την Πούντα, την περίφημη προκυμαία Κε που 87 Σεπτέμβρηδες πριν, βάφτηκε κόκκινη απ’ το αίμα χιλιάδων ανθρώπων,


τον Pashmane Gare, τον σιδηροδρομικό σταθμό του 19ου αιώνα που είναι έργο Γάλλου αρχιτέκτονα.


Πιο κάτω, το ελληνικό προξενείο, η πλατεία της Δημοκρατίας με το άγαλμα του Κεμάλ. Ο Κεμάλ βασιλεύει παντού. Τα αγάλματα του κοσμούν τις πλατείες αυτής της τεράστιας πόλης και τα πορτρέτα του τα εσωτερικά των μαγαζιών. Μια άλλη πλατεία έχει ένα γλυπτό που δείχνει ένα γυναικείο σώμα μ’ ένα περιστέρι και συμβολίζει την ομορφιά της Σμύρνης.

Ελληνικά σπίτια, όπως είπα, σώζονται ελάχιστα σήμερα στη Σμύρνη. Τα περισσότερα κάηκαν απ’ την καταστροφική φωτιά που ακολούθησε τον διωγμό του’ 22, ενώ κάποια άλλα θυσιάστηκαν για να γίνουν πολυκατοικίες. Ευτυχώς, απ’ το 1981, ισχύει ένας νόμος που απαγορεύει σε Τούρκους να γκρεμίσουν τα εναπομείναντα ελληνικά σπίτια αλλά κι αυτά άλλων μειονοτήτων ή να αλλοιώσουν κάτι στην εξωτερική τους μορφή.

Φτάνουμε στο Κορδελιό ή την Περαία. Σήμερα ονομάζεται KarsiYaka που σημαίνει η πέρα όχθη. Το Κορδελιό είναι η περιοχή που είχαν κάποτε τα εξοχικά σπίτια τους οι Έλληνες. Τα ελάχιστα που διασώζονται σήμερα μας δείχνουν τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής τους: είσοσος στο σοκάκι και αυλή στη θάλασσα.. Η κεντρική πλατεία της περιοχής έχει ως έμβλημα τις Αμαζόνες της μυθολογίας που λέγεται ότι σε κείνα τα μέρη κατοικούσαν!


Στη 1,5 ώρα που κράτησε η ξενάγηση, μάθαμε αρκετά στοιχεία της καθημερινότητας των Τούρκων, όπως ότι το καλοκαίρι η πόλη δεν μαστίζεται απ’ το κυκλοφοριακό χάος όπως τον χειμώνα. Για να αποφύγουν την κίνηση, οι Σμυρνιοί κυκλοφορούν απ’ το ένα προάστιο στο άλλο με «βενετσιάνικο» τρόπο, δηλαδή με βαποράκια!

Επίσης, ότι όλοι οι γάμοι τελούνται απαραιτήτως με πολιτικό τρόπο, έστω κι αν μετά κάποιοι κάνουν και θρησκευτική τελετή κι ότι η βέρα ονομάζεται μπουνταλά χαλκά!

Ο Μαχμούτ μας συμβούλεψε να μην ψωνίσουμε τίποτα, αφενός γιατί έχουμε τα πάντα στην Ελλάδα, αφετέρου γιατί μπορεί να μας εξαπατήσει κάποιος επιτήδειος. «Μόνο σουβενίρ πάρτε, αν επιμένετε», είπε. «Χρυσό όχι, έχετε καλύτερο στην χώρα σας». Μας ενημέρωσε για την ισοτιμία ευρώ και τουρκικής λίρας και μας έδωσε ραντεβού για το απόγευμα. Πολύ τον εκτίμησα γι’ αυτή του τη στάση.

Μου θύμισε την απάτη τριών χρόνων πριν στην Αλικαρνασσό (Bodrum) που ο ξεναγός μας έφαγε μια ώρα σ΄ένα mall με χρυσοχοεία για να βγάλει τη μίζα του κι αμέλησε να μας πάει στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού που θεωρείται ένα απ’ τα 7 θαύματα της αρχαιότητας. (Ευτυχώς, όσοι θέλαμε, το είδαμε μόνοι μας, εκτός γκρουπ).

Στη Σμύρνη είχαμε 5 ελεύθερες ώρες. Δυστυχώς, οι περισσότεροι έπασχαν απ’ το σύνδρομο των ψώνιων (και με τις 2 έννοιες) και κόντρα στις συμβουλές του Μαχμούτ, γύρισαν φορτωμένοι σακκούλες. Δεν συγκεντρώθηκαν ούτε 10 άτομα για να μας πάει το πούλμαν για φαγητό στο μοναδικό ελληνικό εστιατόριο της πόλης που χρονολογείται απ’ το 1900. Κρίμα!


Έτσι, βρεθήκαμε να περπατάμε στην πόλη όσο αντέχαμε λόγω ζέστης, φάγαμε όμως ωραιότατο κεμπάπ και ήπιαμε δροσιστικό αϊράν σ’ ένα τουρκικό εστιατόριο με πρόθυμα γκαρσόνια, καλό σέρβις και φτηνές τιμές, τριγυρίσαμε στο παζάρι με τα μπακίρια, τα μπαχαρικά, τα βότανα, περάσαμε από κάποιες φτωχογειτονιές (σ.σ: στη Σμύρνη όπως και στην υπόλοιπη Τουρκία οι άνθρωποι διακρίνονται στους πάμπλουτους και στους πάμφτωχους. Η μεσαία τάξη είναι σχεδόν ανύπαρκτη), είδαμε ελάχιστες γυναίκες με μαντήλα κι εγώ προσωπικά τις λυπήθηκα γιατί ήταν ντυμένες στο καταλόκαιρο και με καμπαρντίνα. Φάγαμε ωραιότατα μπακλαβαδάκια (σε Έλληνες που μας ψιλοκλέψαν στις τιμές, σε αντίθεση με τους Τούρκους), ήπιαμε εσπρεσσάκι στην Ευρωπαϊκή αγορά (κάτι σαν mall με ευρωπαϊκές κι αμερικανικές μάρκες) και κάποτε πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.


Aspaaba μας ευχήθηκε ο Μαχμούτ και μας είπε ότι σημαίνει το εξής: Ο Θεός να μας δίνει πρώτα απ’ όλα υγεία, λεφτά κι έρωτα. Αμήν!


Όταν ο Μαχμούτ μας έδειξε την προκυμαία Κε, θυμήθηκα κι ανατρίχιασα τη συγχωρεμένη τη μικρασιάτισσα γιαγιά μου. Ήμουνα 16-17 χρονών κι ένα καλοκαιρινό βράδυ μου διηγήθηκε εκείνη τη φοβερή νύχτα που εγκατέλειψαν τα πάντα και ξεκίνησαν να φύγουν. Η γιαγιά δεν έφυγε απ’ τη Σμύρνη, αλλά απ’ το λιμάνι της Μερσίνας (που ελπίζω να το δω κι αυτό κάποτε).

Γιαγιά, αν με βλέπεις από κάπου, πάτησα για μια ακόμη φορά λίγο απ’ τα χώματα της πατρίδας σου κι ελπίζω να συνεχίσω να το κάνω.



Οι φωτογραφίες δεν είναι όλες καλές, καθώς κάποιες τραβήχτηκαν μέσα απ’ το πούλμαν, Δίνουν μια γεύση πάντως!