Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

Τα μυθιστορήματα του Mitch Albom



Τον Mitch Albom τον γνώρισα μέσα σ’ ένα βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης. Χάζευα έναν πάγκο με τις νέες κυκλοφορίες μέσα στο Borders και το μάτι μου έπεσε πάνω στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του «For one more day». Έριξα μια ματιά στην περίληψη στο οπισθόφυλλο, μου φάνηκε ενδιαφέρον και χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασα. Στη διαδρομή με το τρένο Νέα Υόρκη- Ουάσινγκτον , ξεκίνησα - υποτίθεται - να το διαβάζω χαλαρά και μέσα σε 3,5 ώρες το είχα ρουφήξει. Στα τελευταία κεφάλαια βούρκωνα όλο και πιο πολύ, στις τελευταίες σελίδες δεν μπορούσα να ελέγξω τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα. Δεν είχαμε και χαρτομάντηλα και βγήκα απ’ το τρένο με πρησμένα μάτια. Το είχα ευχαριστηθεί όμως αυτό το κλάμα. Ήταν λυτρωτικό. Και ήταν η στιγμή που αγάπησα πολύ και τον Mitch Albom τον συγγραφέα αυτού του υπέροχου βιβλίου.

Στο «For one more day», ο ήρωας περνάει τη μεσήλικη κρίση του κουβαλώντας συγχρόνως ενοχές και για τον θάνατο της γηραιάς μητέρας του, για το ότι δεν ήταν εκεί ενώ θα μπορούσε.

Εύχεται να γύριζε τον χρόνο πίσω, να είχε την ευκαιρία να ξαναδεί τη μητέρα του και να της πει όσα δεν πρόλαβε όσον εκείνη ζούσε. Και ω του θαύματος, η ευκαιρία του δίνεται και μέσα απ’ αυτήν ο ήρωας επανασυναρμολογεί κομμάτια απ’ το παζλ της παιδικής του ηλικίας, βλέπει με άλλο μάτι τις οικογενειακές σχέσεις, ανακαλύπτει τη μητέρα και τον πατέρα του και συμφιλιώνεται με τον εαυτό του.

Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι ο λόγος που το βιβλίο είναι τόσο συγκινητικό και αξιόλογο βρίσκεται στο πόσο αφορά τον καθένα από μας. Όλοι κάποτε είχαμε μια απώλεια αγαπημένου προσώπου και θα θέλαμε να μας είχε δοθεί η ευκαιρία να είχαμε πει περισσότερα ή να είχαμε κάνει κάτι ακόμα. Επιπλέον, το βιβλίο μιλάει για τη δύναμη της μητρικής αγάπης με τρόπο που δεν αμφισβητείται και χωρίς ν’ αγγίζει το μελό ή να εκβιάζει τη συγκίνηση.

Μετά απ’ αυτήν την εμπειρία λοιπόν, έψαξα στο διαδίκτυο για τα βιογραφικά του συγγραφέα και ανακάλυψα 2 ακόμα μυθιστορήματα του που έπρεπε να αποκτήσω.

Το ένα βρέθηκε σ’ ένα Borders κάπου στην Πενσιλβανία και διαβάστηκε στη διαδρομή Νιαγάρας- Big Bass Lake.

Το «Tuesdays with Morrie» είναι αυτοβιογραφικό και μιλάει για τις συναντήσεις που είχε ο ίδιος ο συγγραφέας με τον παλιό καθηγητή του Morrie ενώ ο τελευταίος πάσχει από ALS και βαδίζει προς τον θάνατο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Morrie έχει αποφασίσει να αποδεχτεί το αναπόφευκτο του τέλους του- με αξιοπρέπεια, δίχως οργή, μίσος, άρνηση και οίκτο- αποτελεί μάθημα ζωής για τον συγγραφέα που στη διαδρομή της ζωής του κάπου έχασε τη μπάλα στο προσωπικό ζύγι των αξιών και των προτεραιοτήτων του και είναι ένα πραγματικό διαμάντι για όλους εμάς που τόσο συχνά ξεχνάμε πόσο σύντομο είναι το πέρασμα μας απ’ αυτόν τον κόσμο κι αναλωνόμαστε σε ματαιότητες.

«Να έρχεσαι να μου μιλάς όταν εγώ θα έχω φύγει», προτρέπει ο Morrie τον συγγραφέα.

«Μα δεν θα μπορούμε να συζητάμε », του αντιγυρίζει εκείνος.

«You talk, I'll listen».

Αφού ακολούθησε ένα ακόμα λυτρωτικό κλάμα από μέρους μου, επιδόθηκα στην ανεύρεση του τρίτου του μυθιστορήματος που στην πραγματικότητα είναι το πρώτο που έγραψε ο Mitch Albom.
Αυτό λοιπόν το τρίτο ήταν πια για μένα προσωπικό στοίχημα. Με κούρασε πολύ να το βρω, αλλά το κράτησα σαν τρόπαιο όταν επιτέλους το ανακάλυψα σ’ ένα ακόμα
Borders, στη Βοστώνη αυτή τη φορά ∙τίτλος του «The five people you meet in heaven» και διαβάστηκε στη διαδρομή Βοστώνη- Νέα Υόρκη – έτσι για να δώσω και τις λεπτομέρειες.

Ο Eddie ένας ηλικιωμένος εργάτης σ’ ένα μεγάλο λούνα παρκ πεθαίνει στην προσπάθεια του να σώσει ένα κοριτσάκι. Σ’ όλο το βιβλίο βλέπουμε τη διαδρομή του στον άλλο κόσμο, ας πούμε μέχρι την οριστική κατάληξη. Εκεί, στο ενδιάμεσο, ο Eddie θα συναντήσει 5 ανθρώπους που άλλους γνώριζε όσο ζούσε κι άλλους όχι και θα μάθει πως κανενός η ζωή δεν είναι ανεξάρτητη από τις άλλες και πως υπάρχει μια μυστική σχέση ανάμεσα στις ζωές των ανθρώπων. Ο καθένας μας επηρεάζει τον άλλον και ο άλλος τον επόμενο κοκ και όλες οι ανθρώπινες ιστορίες καταλήγουν τελικά σε μία μοναδική.

Ο Mitch Albom είναι σημαντικός γιατί είναι αυθεντικός. Δεν ψάχνει δύσκολα θέματα, αλλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται όπως η ζωή και ο θάνατος ή οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολα επειδή διστάζουμε τις περισσότερες φορές να τα προσεγγίσουμε με απλό τρόπο. Εγώ τουλάχιστον, χαίρομαι που τον ανακάλυψα κι ευχαρίστως θα συνεχίσω να τον διαβάζω γιατί η γραφή του είναι ενδιαφέρουσα και η ματιά του αποπνέει φρεσκάδα.

Κι επειδή σε μια αναζήτηση που έκανα στο διαδίκτυο έμαθα ότι το «Tuesdays with Morrie» έχει γυριστεί και ταινία με τον Jack Lemon, θα επιδιώξω οπωσδήποτε να τη δω!


Σάββατο, Αυγούστου 30, 2008

Καλό αποκαλόκαιρο με εορταστικές πινελιές!


Κάθε φορά που είχα τη γιορτή μου ή τα γενέθλια μου όταν ήμουν παιδί, τσαντιζόμουν -για αστείο λόγο σύμφωνα με τη σκέψη ενός ενήλικα, αλλά εξαιρετικά σοβαρό για το σύμπαν ενός μικρού παιδιού-.

Ο λόγος λοιπόν ήταν ότι και στις δυο περιπτώσεις δεν ήταν ανοιχτά τα σχολεία και συνεπώς δεν μπορούσα να κεράσω καραμελίτσες στα άλλα παιδάκια – κατά πώς συνηθιζόταν τότε.

Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν και το εν λόγω ζήτημα διόλου μ’ απασχολεί πλέον.

Έτσι γίνεται φαίνεται όταν μεγαλώνεις. Εστιάζεις περισσότερο στο πού θες να κεράσεις την καραμελίτσα κι όχι στην καραμελίτσα την ίδια.

Μια άλλη προέκταση του παιδικού μου θυμού ήταν ότι τόσο στη γιορτή όσο και στα γενέθλια, μύριζε άνοιγμα σχολείων. Και δεν ήταν για μένα ενοχλητικό για τον καθεαυτό λόγο του σχολείου τόσο, όσο για τη μελαγχολία που κουβαλάει το τέλος του Αυγούστου ή η περίοδος μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές.

Η μελαγχολία του Αυγούστου κυρίως, η μυρωδιά φθινοπώρου κι αυτό το πάντα ανέμελο καλοκαιράκι με τη σκέψη ενός χειμώνα γεμάτου υποχρεώσεων με κάνει κάθε φορά να θέλω να δραπετεύω απ’ τις «εορταστικές» ατμόσφαιρες.

Φέτος, θα σπάσω τον κανόνα και θα κάνω μια εξαίρεση. Έμαθα και μια καινούργια ευχή και είπα να μου τη χαρίσω μέρα που είναι και να τη μοιραστώ και με άλλους από δω μέσα.

«Καλό αποκαλόκαιρο», αντί του κλασικού «Καλό χειμώνα». Ακούγεται πιο αισιόδοξο, έτσι δεν είναι;

Α, και για να μην ξεχνιόμαστε; Γλυκάκι θα πάρετε;

Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2008

Τα παιδιά των μεταναστών δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού.










Ομολογώ ότι τον παρακάτω νόμο δεν τον ήξερα και έμεινα με ανοιχτό το στόμα όταν διάβασα πώς σ’ αυτήν τη χώρα που ζούμε μπορούμε να γινόμαστε τόσο φαιδροί συνέχεια. Γηράσκω αεί εκπλησσόμενη…

Τον χειμώνα που μας πέρασε είχα την ευκαιρία να κάνω εθελοντικά μαθήματα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο "Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών του Πειραιά". Εκεί για πρώτη φορά γνώρισα μετανάστες απ’ όλον τον κόσμο – άλλους παράνομους κι άλλους με χαρτιά. Γνώρισα ανθρώπους που μοχθούν δουλεύοντας σε θέσεις που οι Έλληνες σνομπάρουν. Εργάτες που ιδρώνουν σε δύσκολες εργασιακές συνθήκες, γυναίκες που κάνουν τις καθαρίστριες και που διαθέτουν μια Κυριακή να μάθουν τη γλώσσα της «πατρίδας» που τους
«φιλοξενεί».


Εμείς, οι «Έλληνες» συναναστρεφόμαστε τέτοιους ανθρώπους στην καθημερινότητα μας. Τους πληρώνουμε για να μας βάψουν ή να μας καθαρίσουν το σπίτι μας ή για να κάνουν τις νοσοκόμες στους γηραιούς κι ανήμπορους συγγενείς μας.
Πόσο πατρίδα λοιπόν μπορεί να αποκαλείται μια χώρα που τους χρησιμοποιεί αλλά στην ουσία τους αγνοεί; Για ποια φιλοξενία μιλάμε όταν η μεγάλη πλειονότητα αυτών δεν έχει στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη;
Κάποιοι απ’ αυτούς γέννησαν εδώ τα παιδιά τους. Τα παιδιά αυτά δεν ομιλούν τη γλώσσα των δικών τους. Δεν έχουν καμιά επαφή με τη χώρα καταγωγής τους. Δεν την έχουν ίσως ποτέ επισκεφθεί αφού όταν μιλάμε για παράνομους μετανάστες, μια επίσκεψη θα ισοδυναμούσε με αναχώρηση χωρίς επιστροφή ή τουλάχιστον με επιστροφή χρυσοπληρωμένη.
Τα παιδιά αυτά δεν γνωρίζουν ινδικά ή αλβανικά ή πακιστανικά αφού στις παιδικές ηλικίες κάθε διαφοροποίηση δεν είναι αποδεκτή. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους συνομήλικους τους. Μιλάνε ελληνικά γιατί αυτά ακούνε, διδάσκονται ελληνικά στο σχολείο γιατί σε ελληνικό σχολείο πηγαίνουν, κάνουν ό, τι και τα ελληνάκια: βλέπουν τις ίδιες σειρές στην τηλεόραση, τρώνε την ίδια μάρκα πατατάκια και θέλουν μπάρμπι στις σχολικές τους τσάντες.



Τα κοριτσάκια του Μπιτού (Ινδία) και της Αρόσας (Σρι-Λάνκα), η Κωνσταντίνα και η Δήμητρα και η Αγγελική του Λαλ (Ινδία ) και της Μπίας (Ινδονησία) είναι βαφτισμένα εδώ και ακούνε σε ελληνικά ονόματα. Το μόνο που τα διαφοροποιεί από τα ελληνάκια της ηλικίας τους είναι το λίγο πιο σκούρο χρώμα στο δέρμα τους. Ο ελληνικός νόμος άραγε, τι δικαιώματα τους δίνει;
Μόλις ενηλικιωθούν για πού κινδυνεύουν να απελαθούν; Για μια χώρα της οποίας τη γλώσσα, την όψη, τα ήθη και τα έθιμα δεν γνωρίζουν καθόλου;

Υπάρχουν και άλλα «ξένα παιδάκια». Αυτά που ζούνε στο Γκάζι. Αυτά για τα οποία οι "Δρόμοι Ζωής" εδώ και χρόνια ακούραστα και με εθελοντική εργασία πασχίζουν να τους δώσουν ίσα δικαιώματα ζωής και παιδείας. Να μην είναι κοινωνικά αποκλεισμένα. Ένα παιδί απ’ αυτά, πέρασε πέρυσι στο Πανεπιστήμιο. Το παιδί αυτό, πώς το αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος; Το αποδέχεται ή θα το θεωρεί εσαεί διαφορετικό;


Παραθέτω τον νόμο έτσι όπως τον βρήκα κι επειδή δεν έχω νομικές γνώσεις, αν κάποιος ξέρει κάτι παραπάνω, ας μας το πει:

Σύμφωνα με το Α1, παρ.1 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και βάσει του ν. 3284/2004, την ελληνική ιθαγένεια αποκτά μόνο το τέκνο Έλληνα ή Ελληνίδας. Σπάνια κάποιος αποκτά αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια, χωρίς να συντρέχει η παραπάνω προϋπόθεση (όταν για παράδειγμα γεννιέται σε ελληνικό έδαφος και δεν αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια ή είναι αγνώστου ιθαγένειας).

Στην Ελλάδα ισχύει το δίκαιο του αίματος κι όχι το δίκαιο του εδάφους όπως συνήθως συμβαίνει στα περισσότερα ευρωπαϊκά τουλάχιστον κράτη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν χορηγούνται πιστοποιητικά γέννησης σε παιδιά μεταναστών, ούτε γίνονται εγγραφές σε δημοτολόγια (γεγονός που εξασφαλίζει την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας), με αποτέλεσμα παιδιά που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, να φτάνουν 18 χρονών και να κινδυνεύουν να απελαθούν ως οικονομικοί μετανάστες. Από την άλλη, οι χώρες καταγωγής δεν χορηγούν πιστοποιητικά γέννησης, μιας και είναι δύσκολη η απόδειξη συγγενικού δεσμού των παιδιών με τους γονείς. Συνεπώς τα παιδιά αυτά εκτίθενται σε ένα αδιανόητο νομικό κενό, δεν προστατεύονται ούτε καν στοιχειωδώς και το κυριότερο, δεν αναγνωρίζονται ως φορείς δικαιωμάτων, όπως αυτών που απολαμβάνουν όσοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Η ανάγκη προσαρμογής του νομοθετικού πλαισίου είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική, καθώς εκθέτει στην παράλογη αυστηρότητα του νόμου, παιδιά που δεν έχουν γνωρίσει άλλη πατρίδα πλην της Ελλάδας. Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ότι παιδιά μεταναστών, «κληρονομούν» την παρανομία των γονιών τους και δεν υπάρχουν νομικά πουθενά.

Τις ζωγραφιές μου τις χάρισαν η Κωνσταντίνα, η Δήμητρα και η Αγγελική.
UPDATE
H Krotkaya μου θύμισε κι αυτό που αξίζει να το δείτε.

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

Οι ευαίσθητοι μετανάστες του Φατίχ Ακίν.

Τον Φατίχ Ακίν τον έμαθα την Κυριακή που μας πέρασε, όταν είδα την «Άκρη του ουρανού».
Άκρως ποιητική ταινία, αποτελεί παράδειγμα του ότι η πραγματική τέχνη αναδεικνύεται απ’ τα απλά κι όχι απ’ τα περιττά φτιασίδια, δικαιώνοντας έτσι και το σοφό αρχαίο ρηθέν «Ουκ εν τω πολλώ το ευ».
Η θετική εντύπωση μου γι’ αυτόν ενισχύθηκε όταν είδα και το «Μαζί ποτέ» (έπαινοι στο dvdάδικο της γειτονιάς για τη συλλογή του) που αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του στην οποία εντάσσεται και «Η άκρη του ουρανού».
Ο Φατίχ Ακίν είναι μόνο 34 χρονών κι όμως ήδη το όνομα του έχει κάνει αίσθηση στο σοβαρό κινηματογραφικό στερέωμα. Τουρκικής καταγωγής ο ίδιος αλλά γεννημένος στο Αμβούργο μεταφέρει αυτή του την περιπλάνηση ανάμεσα στη χώρα καταγωγής και στη χώρα ανατροφής με πολύ συγκινητικό και επίκαιρο τρόπο.

Όσοι έχουν έρθει σε επαφή με μετανάστες, όσοι είναι ευαισθητοποιημένοι στα θέματα μεταναστών ή όσοι υπήρξαν παιδιά μεταναστών σίγουρα μπορούν να καταλάβουν την κινηματογραφική γλώσσα του Ακίν. Συχνά τα παιδιά των μεταναστών αρνούνται να μιλήσουν τη γλώσσα των γονιών τους και κάνουν ό, τι μπορούν για να αφομοιωθούν πλήρως από τη νέα πατρίδα, για να γίνουν αποδεκτοί, για να αποφύγουν την ετικέτα του «ξένου» και τα «χτυπήματα» των ρατσιστών.
Αυτός ο νόστος για την πατρίδα που κυλάει στο αίμα, η πραγματικότητα που μεταφράζεται σε μια νέα πατρίδα και μια νέα γλώσσα, οι βαθειά ριζωμένες παραδόσεις αλλά και η συνειδητή ή ασυνείδητη απόρριψη τους συναντιούνται στους ήρωες των δύο ταινιών του κι αντιμετωπίζονται σκηνοθετικά και σεναριακά με φυσιολογικό κι ευτυχώς απενοχοποιημένο τρόπο.


Στο πρώτο μέρος της τριλογίας του με θέμα «Έρωτας- Θάνατος- Διάβολος», στέκεται η ταινία «Μαζί ποτέ» (πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά «Gegen die Wand», στα αγγλικά «Head-On», στα τουρκικά «Duvara Karşı»).


Ο Τσάιτ ένας σαρανταπεντάρης αλκοολικός κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας και καταλήγει σ’ ένα κέντρο ψυχικής αποκατάσταστης. Εκεί γνωρίζει την Σιμπέλ μια εικοσάχρονη τουρκάλα που μάταια αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της και γίνεται αποδέκτης μιας παράξενης πρότασης. Η Σιμπέλ του προτείνει να παντρευτούν με λευκό γάμο σε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τα δεσμά της αυστηρής της οικογένειας. Ο Τσάιτ που έχει γερμανοποιηθεί τόσο ώστε να ξεχάσει σχεδόν την μητρική του γλώσσα, διστάζει αρχικά, αλλά στη συνέχεια δέχεται. Η Σιμπέλ μετά τον γάμο απολαμβάνει πλήρως την ελευθερία της διασκεδάζοντας κάθε βράδυ και εναλλάσσοντας ερωτικούς συντρόφους. Ο Τσάιτ αρχικά είναι αδιάφορος απέναντι της αλλά σύντομα εμπλέκεται με οδυνηρό τρόπο.


Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας του, «Η άκρη του ουρανού»( πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά «Auf Der Anderen Seite», στα αγγλικά «The edge of heaven», στα τουρκικά «Yasamin Kiyisinda») καταγράφει τις ζωές έξι ανθρώπων, τεσσάρων τούρκων και δυο γερμανών που δεν συναντιούνται πάντα μεταξύ τους, αλλά που γυρνάνε σ’ ένα γαϊτανάκι οργής, θρήνου, απώλειας, θανάτου και συγχώρεσης.
Με κυκλικές επαναλήψεις ανάμεσα στους δυο τόπους, τη Γερμανία και την Τουρκία, ο σκηνοθέτης πραγματεύεται το ευαίσθητο θέμα της συγχώρεσης και της αποδοχής ανάμεσα σε γονείς και παιδιά πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα το γνωστό «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».

Ο Αλί, Τούρκος μετανάστης στο Αμβούργο, γνωρίζει τη Γέτερ, πόρνη τουρκικής καταγωγής, την οποία παρακαλεί να μείνει μαζί του επί πληρωμή. Όταν η Γέτερ πεθαίνει, ο γιος του Αλί, Νεζάτ, καθηγητής λογοτεχνίας στο Αμβούργο, θ’ αναζητήσει την κόρη της Γέτερ Αϊτέν, μια πολιτική ακτιβίστρια την οποία καταζητεί η τουρκική αστυνομία. Ενώ ο Νεζάτ αποφασίζει να μείνει στην Κωνσταντινούπολη, η Αϊτέν θα καταφύγει στη Γερμανία για πολιτικό άσυλο.

«Μαζί ποτέ»
Χρυσή Άρκτος στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, 2004
Βραβείο FIPRESCI, 2004
5 βραβεία Lola in Gold του Deutscher Filmpreis
Καλύτερη ταινία
Καλύτερη σκηνοθεσία
Καλύτερος Α' Γυναικείος ρόλος
Καλύτερος Α' Αντρικός ρόλος
Καλύτερη φωτογραφία
Βραβείο Gilde-Filmpreis της Filmmesse Leipzig, 2004
Βραβείο Silver Mirror Award στο Φεστιβάλ Ταινιών του Όσλο
Δυο Ευρωπαικά Βραβεία Κινηματογράφου (Europäischer Filmpreis), 2004
Καλύτερη Ταινία 2004
Καλύτερη σκηνοθεσία
Βραβείο Goya (καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία 2005)

«Η άκρη του ουρανού»
Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Κανών 2007
Οικουμενικό Βραβείο Φεστιβάλ Κανών 2007
Βραβείο Lux Καλύτερης Ταινίας 2007 - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2008

Memories from USA and a touch of Canada

New York city



Whasington D.C

Alexandria in Virginia

Niagara falls- Toronto
Boston