Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Aπέχω

Επειδή:

Δεν έχω έμπνευση
Δεν ξέρω τι να γράψω
Δεν έχω καμιά πρωτότυπη ιδέα
Όλο ιδέες είμαι, αλλά είναι ανακατεμένες στο μυαλό μου
Δεν έχω χρόνο
Έχω χρόνο αλλά άλλες προτεραιότητες
Βαριέμαι
Έχω αφήσει ημιτελή κείμενα στο προσωπικό μου αρχείο και δεν ξέρω ποιο να ολοκληρώσω και να δημοσιεύσω
Έρχονται τα Χριστούγεννα
Λίγο διάλειμμα δεν κάνει κακό

Θα επανέλθω
Ίσως… :)

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Περί ιδιοκτησίας

Με αφορμή τα θλιβερά που διαδραματίστηκαν στο Αγρίνιο προ 10 περίπου ημερών, γνωστός κομενταδόρος-αρθογράφος γνωστής απογευματινής εφημερίδας γράφει σε σχόλιο του:

"Το απόλυτο μέγεθος είναι η ιδιοκτησία. Και μάλιστα η μικρή. Το σπίτι μου, το χωράφι μου, ο φράκτης μου, ο γάιδαρός μου, η γάτα μου, το κυπαρίσσι μου, η κατσίκα μου, το πρόβατό μου, η κότα μου, το αυγό μου, το κλαρί μου, η τσίχλα μου.[…]Οικογένειες σκοτώνονται, αδέρφια πλακώνονται και φίλοι καθυβρίζονται στο όνομα μιας ρίζας ελιάς.[…] Όσο η ιδιοκτησία θα αποτελεί την υπέρτατη αξία μιας κοινωνίας τόσο ο Άνθρωπος θα παραμένει αιχμάλωτος της ζούγκλας! "

Σκέφτηκα έναν τύπο, κάτι σαν νέο-κλοσάρ μιας πρωτεύουσας που με επιτυχία πια μιμείται τις μεγάλες πρωτεύουσες ως προς το πολύ-πολιτισμικό και άλλα καλά ή κακά συνεπακόλουθα. Ο τύπος αυτός κυκλοφορεί συχνά-πυκνά στη γειτονιά μου. Η μόνη του ιδιοκτησία είναι ένα καρότσι σούπερ μάρκετ στο οποίο έχει στεγάσει όλα του τα υπάρχοντα. Δεν τον έχω δει ποτέ να ζητιανεύει ή να καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων για να βγάλει κανά ευρώ. Μπορεί και να το κάνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Το καρότσι είναι το σπίτι του. Είναι και το όχημα του. Χωρίς αυτό δεν πάει πουθενά. Το καρότσι είναι η ιδιοκτησία του και -ω τι τραγική ειρωνεία- ούτε αυτό τελικά του ανήκει.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Μεγαλώνουμε. Αλλά, μεγαλώνουμε;

Είναι μύθος ότι μεγαλώνουμε όταν μεγαλώνουμε. Εννοώ, όταν μεγαλώνουμε βιολογικά. Δεν μας μεγαλώνει η ενηλικίωση με κανέναν τρόπο. Και γι’ αυτό μειδιώ συγκρατημένα όταν ακούω σήμερα τα 17χρονα να περιμένουν αυτόν τον ένα χρόνο για να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους . «Έτσι εύκολο είναι;» λέω από μέσα μου, αλλά ταυτόχρονα καταπίνω τη γλώσσα μου και τα χαμόγελα και θυμάμαι ότι κι εγώ έτσι κάπως ένιωθα και οι μεγαλύτεροι εμού και οι κατοπινοί το ίδιο θα νιώθουν. Γιατί ο άνθρωπος βιάζεται πολύ. Βιάζεται να μεγαλώσει και δεν είναι σε θέση να καταλάβει ότι το ουσιαστικό μεγάλωμα συνεπάγεται πολύ κόπο και πόνο. Και κυρίως πολλή διαδρομή.
Δεν ξέρω σε ποια ηλικία μεγαλώνουμε τελικά. Μάλλον είναι πολύ υποκειμενικό. Πάντως οι άξονες της διαδρομής είναι κοινοί, σχεδόν για όλους.
Σίγουρα αρχίζουμε να μεγαλώνουμε όταν είμαστε πραγματικά ανεξάρτητοι και μπορούμε να ζήσουμε τους εαυτούς μας. Μεγαλώνουμε όταν προσπαθούμε να καλύψουμε τις υποχρεώσεις μας με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο να μας βοηθήσει. Όταν δεν βασιζόμαστε στους γονείς μας ή σε φίλους και δεν περιμένουμε να μας συντρέξουν κι όταν ξέρουμε πια στην πράξη ότι ο κόσμος να χαλάσει, θα πρέπει να μας φτάσουν τα λεφτά να περάσουμε με αξιοπρέπεια τον μήνα.
Αυτό είναι μάλλον ένα πρώτο σημάδι μεγαλώματος
Και το επόμενο είναι η ανάγκη να τα μοιραστείς όλα με κάποιον άλλον. Να φτάσει εκείνη η στιγμή που νιώθεις ότι απέδειξες ό, τι είχες ν’ αποδέιξεις στον εαυτό σου, έκλεισες όλα τα χρέη σου και πάς μπροστά για μια ζωή κοινή. Και κοινή συνεπάγεται να νοιάζεσαι ουσιαστικά τον άλλον, να τον αγαπάς και να τον στηρίζεις. Και να γίνονται όλα αυτά αβίαστα και χωρίς να υπάρχει εκατέρωθεν η υποχρέωση να το κάνεις. Να ζεις κανονικά με τον/ την εκλεκτό/ή σου χωρίς να βάζεις ταμπέλες κι ετικέτες που κάνουν την καθημερινότητα να φαντάζει μια ατέλειωτη ρουτίνα, μια ανακύκλωση, μια απ’ τα ίδια τελικά και της αφαιρούν τη μαγεία της. Γιατί υπάρχει μια μαγεία στην καθημερινότητα για την οποία αξίζει να μεγαλώνεις τελικά:
Να ξυπνάς και να κοιμάσαι βλέποντας το αγαπημένο πρόσωπο
Να τρίβονται τα πόδια σας στον ύπνο
Ν’ ανταλλάσσεις παντόφλες
Να τρώτε μαζί
Να ξαπλώνετε στον καναπέ χωρίς να χρειάζεται υποχρεωτικά να μιλάτε
Ν’ ακούτε τις σιωπές σας
Να ονειρεύεστε μαζί

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

«Κίχλη Γ’»

Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
καθώς περνούν τα χρόνια και
κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια

«Κίχλη Γ’» 1946