Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Ο Ευγένιος Ιονέσκο και το Θέατρο του Παραλόγου

Με αφορμή την παράσταση της «Φαλακρής τραγουδίστριας» που παίζεται φέτος στο θέατρο Βικτώρια, θεώρησα σκόπιμο αντί να κριτικάρω την παράσταση κατά τα προσφιλή μου, να γράψω λίγα λόγια για τον Ιονέσκο και για τις πρωτότυπες συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε η «Φαλακρή τραγουδίστρια».

Το πώς εμπνεύστηκε κι έγραψε ο Ιονέσκο το συγκεκριμένο έργο, είναι από μόνο του ένα ασυνήθιστο γεγονός, σαν αστείο. Αλλά ο Ιονέσκο δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση. Γεννημένος στις 26 Νοεμβρίου του 1912 στη Σλάτινα της Ρουμανίας από πατέρα Ρουμάνο και μητέρα Γαλλίδα περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Γαλλία. Η χώρα μου ήταν για μένα η Γαλλία, απλά και μόνο γιατί είχα ζήσει εκεί με τη μητέρα μου, θα πει λίγα χρόνια αργότερα, όταν στα 12 του και λόγω του διαζυγίου των γονιών του, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Ρουμανία και να ζήσει μια διαφορετική ζωή, κοντά στον πατέρα του με τον οποίο είχε δύσκολη σχέση. Σε ηλικία δέκα χρονών γράφει τα πρώτα του ποιήματα και ένα σενάριο κωμωδίας στο οποίο υπάρχουν ήδη ορισμένα στοιχεία που αργότερα θα επαναληφθούν στα θεατρικά του έργα: Φαντάστηκα το απογευματινό μερικών παιδιών που ταράχτηκε από τους δυσαρεστημένους γονείς όταν είδαν την ακαταστασία. Τα παιδιά θυμωμένα, έσπαγαν τα πιατικά, έσπαγαν τα έπιπλα, πετούσαν τους γονείς τους από τα παράθυρα και τελείωναν βάζοντας φωτιά στο σπίτι.
Τελειώνοντας το σχολείο θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά ο πατέρας του τον αναγκάζει να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσιεύει ένα μικρό βιβλιαράκι με στίχους, γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον εαυτό του και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Το 1934 εκδίδει μια σειρά από φυλλάδια ενάντια σε καθιερωμένους συγγραφείς, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μετά το 1933, η πολιτική κατάσταση στη Ρουμανία είναι δύσκολη. Η ναζιστική ιδεολογία της βίας και του ρατσισμού έχει εισβάλει στο Πανεπιστήμιο. Κάθε διάλογος γίνεται αδύνατος και κάθε αντίσταση επικίνδυνη. Ο Ιονέσκο μαζεμένος στον εαυτό του, γράφει δεκάδες σελίδες στο ημερολόγιό του, αναλύοντας τις διαμάχες του με παλιούς φίλους και συναδέλφους που είχαν επηρεαστεί από το ναζισμό, και αντιπαραβάλλει τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στο έργο του Ρινόκερος το 1958. Στη Γαλλία, θα επιστρέψει το 1938, πρώτα στη Σαπέλ-Αντενέζ των παιδικών του χρόνων, αργότερα στη Μασσαλία και το 1944 θα εγκατασταθεί οριστικά στο Παρίσι, πιάνοντας δουλειά ως διορθωτής σ’ έναν εκδοτικό οίκο νομικών βιβλίων.

Μέχρι τα 40 του θεωρεί ότι το θέατρο είναι κάτι που δεν τον ενδιαφέρει και δηλώνει ότι δεν έχει καμία κλίση για δραματουργός: Διαβάζω λογοτεχνία, δοκίμια, πηγαίνω μ’ ευχαρίστηση στον κινηματογράφο. Ακούω κάπου-κάπου μουσική, επισκέπτομαι τις εκθέσεις, σπάνια όμως πηγαίνω στο θέατρο. [...] Το να πάω στο θέατρο, σήμαινε για μένα να δω ανθρώπους, προφανώς σοβαρούς ανθρώπους, να γίνονται θέαμα. [...] Η παρουσία πάνω στη σκηνή ανθρώπων με σάρκα και οστά ήταν αυτό που μ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, και μου προκαλούσε αμηχανία.
Σ’ αυτή την ηλικία αποφασίζει να μάθει αγγλικά και αγοράζει την γαλλο-αγγλική μέθοδο. Το αποτέλεσμα είναι να γράψει το πρώτο του θεατρικό έργο τη Φαλακρή τραγουδίστρια, της οποίας ένα μέρος του διαλόγου μιμείται τις ασυνάρτητες φράσεις μιας μεθόδου ξένης γλώσσας: Το κείμενο της Φαλακρής τραγουδίστριας ή του εγχειριδίου για την εκμάθηση των αγγλικών με τις έτοιμες εκφράσεις, με τους πιο ξεπερασμένους τύπους, μου αποκάλυπτε, ακριβώς μ’ αυτούς, τον αυτοματισμό της γλώσσας, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, το να μιλάμε για να μη λέμε τίποτα, να μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε προσωπικό, μου αποκάλυπτε την έλλειψη εσωτερικής ζωής, το μηχανισμό του καθημερινού, τον άνθρωπο που πλέει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον, το ότι δεν ξεχωρίζουμε πια τίποτα. Το έργο είναι μια επίθεση ενάντια σ’ αυτό που ο Ιονέσκο αποκαλούσε παγκόσμιο μικροαστισμό, προσωποποίηση παραδεδεγμένων ιδεών και συνθημάτων, πανταχού παρών κονφορμισμό. Ο Ιονέσκο θεωρούσε ότι είχε γράψει την απόλυτη τραγωδία. Κι όμως, όπου παιζόταν το έργο, το κοινό έπεφτε κάτω από τα γέλια. Ο Ιονέσκο αρχικά αντέδρασε, αλλά τελικά συναίνεσε λέγοντας: Από τη στιγμή που το κωμικό είναι η διαίσθηση του παραλόγου, τότε, κατ' εμένα, το κωμικό είναι πολύ πιο κοντά στην απελπισία παρά το τραγικό.

Η Φαλακρή τραγουδίστρια, που στο πρόγραμμα χαρακτηριζόταν σαν «αντι-έργο», πρωτοπαίχτηκε στις 11 Μαΐου του 1950, στο Τεάτρ ντε Νοκταμπύλ, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί από την Κομεντί Φρανσαίζ. Η υποδοχή ήταν ψυχρή. Μόνο ο Ζακ Λεμαρσάν, κριτικός τότε στην εφημερίδα «Κομπά», κι ο θεατρικός συγγραφέας Αρμάν Σαλακρού, έγραψαν επαινετικά. Χρήματα για διαφήμιση δεν υπήρχαν, κι έτσι οι ίδιοι οι ηθοποιοί με κρεμασμένες μπρος και πίσω ταμπέλες, παρέλαυναν στους δρόμους μια ώρα πριν από την παράσταση. Το θέατρο όμως εξακολουθούσε να μένει άδειο. Πολλές φορές, όταν στο κοινό ήταν λιγότερο από τρεις θεατές, επέστρεφαν τα εισιτήρια κι οι ηθοποιοί γυρνούσαν σπίτι τους. Ύστερα από έξη περίπου εβδομάδες κατάθεσαν τα όπλα. Για τον Ιονέσκο, η πρώτη αυτή γνωριμία με το ζωντανό θέατρο στάθηκε κρίσιμη, όχι μόνο έμεινε κατάπληκτος σαν άκουσε το κοινό να γελάει μ΄ αυτό που εκείνος θεωρούσε τραγικό θέαμα της ανθρώπινης ζωής, κατάντια ενός γεμάτου απάθεια αυτοματισμού της αστικής συμβατικότητας και απολίθωση της γλώσσας, ένιωσε συνάμα και μεγάλη συγκίνηση βλέποντας πρώτη φορά πάνω στη σκηνή ζωντανά τα πλάσματα της φαντασίας του.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Φαλακρή Τραγουδίστρια βασίζεται πάνω στη σκέψη των υπαρξιστών διανοούμενων της εποχής, τότε που το θέατρο του παραλόγου διέτρεχε την λαμπρότερη περίοδό του. Ο συνδυασμός του έργου των ντανταϊστών, του Νικολάι Γκόγκολ και του Μπέρτολ Μπρεχτ ή των σουρεαλιστών και του Σαλβαδόρ Νταλί, καθώς και των υπαρξιακών θεωριών του Σαρτρ και του Καμύ, δημιούργησε ένας είδος θεάτρου που συνοψίζεται στα λόγια του Ιονέσκο όταν ο άνθρωπος χάνεται στον κόσμο, οι πράξεις του γίνονται παράλογες και άχρηστες.

Σύμφωνα με την περιγραφή του συγγραφέα, η έναρξη του μονόπρακτου γίνεται στο σαλόνι ενός εγγλέζικου αστικού σπιτιού, όπου ένα εγγλέζικο ζευγάρι, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, κάθεται πλάι στο εγγλέζικο τζάκι τους .Ο κύριος Σμιθ καπνίζει την εγγλέζικη πίπα του διαβάζοντας την εγγλέζικη εφημερίδα του, και η κυρία Σμιθ, καθισμένη στην εγγλέζικη πολυθρόνα της, μαντάρει τις εγγλέζικες κάλτσες της. Μετά από μια μεγάλη διάρκεια εγγλέζικης σιωπής, και αφού το εγγλέζικο ρολόι του τοίχου, που δείχνει πάντα την αντίθετη ώρα απ΄ αυτή που είναι, χτυπήσει δεκαεπτά εγγλέζικες φορές, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, επιδίδονται σ΄ έναν τετριμμένα καθημερινό και παράλογο διάλογο. Δέχονται την επίσκεψη ενός φιλικού τους ζευγαριού, του κυρίου και της κυρίας Μάρτιν, οι οποίοι αν και είναι σύζυγοι που βλέπονται και μιλάνε καθημερινά, δεν αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Μετά από πολλές συζητήσεις, σκέψεις και συσχετισμούς γεγονότων, αφού διαπιστώνουν πολλές «συμπτώσεις», αντιλαμβάνονται την μεταξύ τους σχέση. Τα διανοητικά ταραγμένα ζευγάρια, έρχεται να ταράξει ακόμη περισσότερο, ένας απρόσκλητος πυροσβέστης ο οποίος καταφθάνει και διηγείται απίθανες ιστορίες, όπως εκείνη που ένα μοσχαράκι έφερε στον κόσμο μια αγελάδα. Σε λίγο φεύγει για να προλάβει μια πυρκαγιά η οποία θα ξεσπάσει σε τρία τέταρτα και δεκαέξι δευτερόλεπτα ακριβώς στην άλλη άκρη της πόλης, αφού πρώτα ρωτήσει τους παρευρισκόμενους τι απέγινε η φαλακρή τραγουδίστρια, και πάρει την απάντηση πως χτενίζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τα ζευγάρια ξαναρχίζουν την κουβέντα τους, ανταλλάσσοντας εξωφρενικές κοινοτοπίες που καταλήγουν σε ουρλιαχτά, ενώ το έργο τελειώνει με την κυρία Μάρτιν να επαναλαμβάνει τα πρώτα λόγια του έργου, δίνοντας τη δυνατότητα να ξαναρχίσει το μονόπρακτο από την αρχή.
Στρώθηκα στη δουλειά. Αντέγραψα ευσυνείδητα ολόκληρες φράσεις από το αλφαβητάριό μου, με σκοπό να τις αποστηθίσω. Όταν τις ξαναδιάβασα προσεχτικά, έμαθα όχι μόνο Αγγλικά, αλλά και μερικές εκπληκτικές αλήθειες- πως η βδομάδα, για παράδειγμα, έχει εφτά μέρες, κάτι που ήδη ήξερα, πως το πάτωμα βρίσκεται χαμηλά και το ταβάνι ψηλά, πράγματα που επίσης ήξερα, αλλά ίσως δεν τα είχα ποτέ μου σοβαρά σκεφτεί, ή τα είχα λησμονήσει, και που ξαφνικά μου φαίνονταν τόσο αποσβολωτικά, όσο και αδιαφιλονίκητα αληθινά. Καθώς τα μαθήματα προχωρούσαν, δύο πρόσωπα έκαναν την εμφάνισή τους, ο κύριος και η κυρία Σμιθ. Προς μεγάλη μου κατάπληξη, η κυρία Σμιθ πληροφόρησε τον άντρα της πως είχαν αρκετά παιδιά, πως κατοικούσαν στα περίχωρα του Λονδίνου, πως ονομάζονταν Σμιθ, πως ο κύριος Σμιθ ήταν υπάλληλος, πως είχαν μια υπηρέτρια, την Μαίρη, κι αυτή Εγγλέζα...Θα ήθελα να υπογραμμίσω την αδιάψευστη, τέλεια αξιωματική φύση των ισχυρισμών της κυρίας Σμιθ, καθώς και την εντελώς Καρτεσιανή μέθοδο του συγγραφέα του Αγγλικού μου βιβλίου, γιατί το αληθινά αξιοθαύμαστο, σ΄ αυτό το αλφαβητάριο, ήταν η ξεχωριστά μεθοδική πορεία που α ακολουθούσε στην αναζήτηση της αλήθειας. Στο πέμπτο μάθημα, καταφτάνουν οι φίλοι των Σμίθ, οι Μάρτιν- πιάνουν τη συζήτηση και, ξεκινώντας από βασικά αξιώματα, προχωρούν σε πιο σύνθετες αλήθειες: «Η ζωή στην εξοχή είναι πιο ήρεμη απ΄ ό,τι στη μεγαλούπολη»... Μια κωμική κατάσταση, μ΄ έτοιμους κι όλας τους διαλόγους: δυο παντρεμένα ζευγάρια πληροφορούν σοβαρά το ένα τ΄ άλλο για πράγματα ολοφάνερα απ΄ την αρχή. Ύστερα όμως, συνέβη ένα περίεργο φαινόμενο. Δεν ξέρω πως, το κείμενο άρχισε ανεπαίσθητα ν΄ αλλάζει μπροστά στα μάτια μου, κι ανεξάρτητα από μένα. Οι πολύ απλές, φωτεινά καθαρές φράσεις που είχα μ΄ επιμέλεια αντιγράψει στο σημειωματάριό μου, σαν έμειναν μόνες, άρχισαν ύστερ΄ από λίγο ν΄ αναταράζονται, να ζυμώνονται, ώσπου έχασαν πια την ταυτότητά τους, φούσκωσαν και ξεχείλισαν. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες της συζήτησης στο αλφαβητάριο, που κάποτε, κάποιο νόημα είχαν, παρ΄ όλο που τώρα πια είχαν καταντήσει κενά κι απολιθωμένα, έδωσαν τη θέση τους σε ψευδό-κλισέ και ψευδο-κοινοτοπίες, εκφυλίστηκαν σε μια άγρια παρωδία και καρικατούρα, και τελικά η ίδια η γλώσσα, κατάντησε να είναι ασύνδετα κομμάτια από λέξεις. Όσο έγραφα το έργο, (γιατί είχε γίνει πια είδος έργου, ή αντι-έργου: παρωδία δηλαδή έργου, κωμωδία της κωμωδίας), ένιωθα άρρωστος, ζαλιζόμουνα και μ΄ έπιανε ναυτία. Αναγκαζόμουνα, κάθε λίγο και λιγάκι, να διακόπτω την εργασία μου, και χωρίς να πάψω ν΄ αναρωτιέμαι ποιος δαίμονας μ΄ έσπρωχνε να συνεχίσω, ξάπλωνα στο ντιβάνι, επειδή φοβόμουνα πως θα΄ βλεπα το έργο μου να βουλιάζει στην ανυπαρξία, παρασέρνοντας και μένα μαζί του».

Τέσσερα χρόνια μετά, την πρώτη παράσταση, το1954, ο Ζαν Ανούιγ γράφει ένα εκθειαστικό άρθρο στην πρώτη σελίδα της Φιγκαρό για τον Ιονέσκο και την ίδια χρονιά αρχίζει η έκδοση τον οίκο Γκαλιμάρ, των θεατρικών του έργων. Το 1957, τα έργα Η φαλακρή τραγουδίστρια και το Μάθημα, αρχίζουν στο θέατρο Υσέτ μια καριέρα με πρωτοφανή επιτυχία., και το 1960, η πρεμιέρα του Ρινόκερου στο θέατρο Οντεόν είναι θριαμβευτική. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου του 1970, ο Ιονέσκο εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ίδιος θα δηλώσει για την εκλογή του: Βοηθάει, είναι ένα ελαφρύ ηρεμιστικό χωρίς αντένδειξη.
Ο Ιονέσκο πεθαίνει στις 28 Μαρτίου του 1994. Η θεατρική του θεωρία, τα έργα του, και η συμβολή του στην ανανέωση της θεατρικής γλώσσας τον καταξιώνουν όχι μόνο ως έναν από τους εκπροσώπους του Θεάτρου του Παραλόγου αλλά ως τον ουσιαστικό ιδρυτή του.

Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από: Έσσλιν Μάρτιν, Το θέατρο του Παραλόγου, Ιονέσκο Σημειώσεις για τη Φαλακρή Τραγουδίστρια

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

Χόρχε Λούις Μπόρχες

«Θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως αναγνώστη. Όπως γνωρίζετε, έχω τολμήσει την περιπέτεια της γραφής. Αλλά πιστεύω πως αυτά που έχω διαβάσει είναι πολύ πιο σημαντικά απ' αυτά που έχω γράψει. Γιατί κάποιος διαβάζει αυτά που του αρέσουν - ωστόσο γράφει όχι αυτά που θα ήθελε να γράψει, αλλά αυτά που είναι ικανός να γράψει».

Τάδε έφη:Χόρχε Λούις Μπόρχες

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

ΟΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΝΕΥΡΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΑΣ

Το έργο του Λούκας Μπέρφους,"οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας" παίζεται γα δεύτερη χρονιά στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Ο Μπέρφους είναι νέος στην ηλικία, αλλά και νέος στα θεατρικά πράγματα. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελβετία, σε μια χώρα που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη θεατρική παράδοση, καταπιάνεται μ' ένα θέμα που έχει απασχολήσει το εγχώριο αλλά και το διεθνές θέατρο εδώ και αιώνες: τις εγκλωβιστικές σχέσεις των γονιών προς τα παιδιά τους. Η κεντρική ηρωίδα του έργου είναι η Ντόρα, ένα νεαρό κορίτσι γύρω στα 18 με 20- η ηλικία της δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια -που πάσχει από αυτισμό. Η Ντόρα είναι αξιοπερίεργο ον για τους γύρω της. Η μητέρα της εύχεται να μην την είχε αποκτήσει ποτέ, ο πατέρας της την αντιμετωπίζει με συγκαταβατική ψυχρότητα, οι περαστικοί δεν ψωνίζουν απ' το μανάβικο στο οποίο εργάζεται γιατί τη φοβούνται ή γιατί δεν ξέρουν πώς ακριβώς να την αντιμετωπίσουν.
Η παράσταση ξεκινάει όταν η μητέρα της αποφασίζει σε συνεργασία με τον ψυχίατρο που την παρακολουθεί να της σταματήσουν τη φαρμακευτική αγωγή. Αυτές λοιπόν τις πρώτες μέρες της "απεξάρτησης", η Ντόρα νιώθει για πρώτη φορά στη ζωή της τα βέλη του έρωτα στη θέα ενός νεαρού πλασιέ αρωμάτων που μπαίνει σαν πελάτης στο μανάβικο. Η Ντόρα είναι άμαθη και αφελής σαν μικρό παιδί. Κανείς δεν της έχει μιλήσει γι' αυτά τα πράγματα, κανείς δεν την έχει προετοιμάσει για τα ζητήματα της καρδιάς κι έτσι μέσα στην αθωότητα της γίνεται το εύκολο θύμα αυτού του νεαρού που τη χρησιμοποιεί για να ικανοποιήσει τις σαδιστικές του προτιμήσεις. Έτσι, η Ντόρα θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον σαρκικό έρωτα και θα μάθει να της αρέσει συνδυασμένος με πόνο ακόμα κι όταν αυτός ο πόνος σημαίνει τη σωματική της κακοποίηση. Παράλληλα, τα ομολογεί όλα στη μητέρα της κι όταν εκείνη την πηγαίνει στον ψυχίατρο, η Ντόρα αναγκάζεται να ακούσει μακροσκελείς αναλύσεις εν είδει μαθήματος σεξουαλικής αγωγής, ενώ εκείνης της αρκεί μια μόνη πραγματικότητα: η ηδονή που νιώθει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που συνευρίσκεται με τον πλασιέ. Η Ντόρα, αθώο θύμα του κόσμου στον οποίο ζει, σύντομα μένει έγκυος κι εκπλήσσει τους πάντες όταν ομολογεί ότι θα ήθελε να κρατήσει το μωρό. Παρόλα αυτά, ούσα έρμαιο των γονιών της και της αναπηρίας της, δέχεται να υποβληθεί σε έκτρωση. Το κορμί της πονάει, το μυαλό της δεν συλλαμβάνει τη σοβαρότητα της επέμβασης στη οποία υποβλήθηκε και η καρδιά της αρχίζει να λειτουργεί όπως και κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Επιθυμεί μια κανονική ζωή."Αυτός σε εκμεταλλεύεται" της λένε οι γονείς της όταν η ίδια επιμένει ότι την αγαπάει. "Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς", απαντάει εκέινη με αφοπλιστική αθωότητα. Η Ντόρα μέσα στη αναπηρία της, επικοινωνεί με τα ανθρώπινα ένστικτα της και μιλάει σοφά, παρόλο που δεν υπάρχουν πρόθυμα αυτιά να την ακούσουν. Οι γονείς της, είναι πολύ απασχολημένοι με τη δική τους ζωή στην οποία η Ντόρα λειτουργεί ως άλυτο πρόβλημα, ο ψυχίατρος αποστηθίζει τα πρέπει που αποτελούν μέρος της δουλειάς του κι όλοι τους συναποφασίζουν να στερήσουν απ' τη Ντόρα δια παντός το δικαίωμα της να γίνει μητέρα, υποβάλλοντας την σε υστερεκτομή. Αφού δεν μπορούν να της σταματήσουν τις ερωτικές σχέσεις, ας ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους... Η Ντόρα αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς της έχει συμβεί και πόσο τελεσίδικο είναι αυτο και συνεχίζει να κάνει όνειρα για μια κοινή ζωή με τον νεαρό εραστή της που αφού πέρασε καλά, την ξεφορτώνεται με τον δικό του τρόπο και αλλάζει πλευρό για να κοιμηθεί.
Η παράσταση είναι σκηνοθετημένη μ' έναν μπρεχτικό τρόπο, με γρήγορες αλλαγές σκηνών και μια οθόνη που δηλώνει κάθε φορά τον χώρο και τον χρόνο δράσης. Ένα τετράγωνο στο μέσον της σκηνής, λειτουργεί άλλοτε σαν κρεββάτι, άλλοτε σαν τραπέζι κι άλλοτε σαν πάγκος μανάβικου με λαχανικά.
Κάνω ιδιαίτερη μνεία στην Κόρα Καρβούνη που υποδύεται τη Ντόρα επειδή είναι απλώς συγκλονιστική. Παιζει την αυτιστική με όλες τις ίνες του κορμιού της και είναι πραγματικά συνταρακτική στην πιο τραγική ατάκα της παράστασης. "Πάντα είμαι θλιμμένη, αλλά δεν το καταλαβαίνει κανείς. Ήμουν χαρούμενη μόνο όσο ζούσε αυτό μέσα μου".

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ. I

Χτες άρχισα τις θεατρικές εξορμήσεις εκκινώντας από την Πειραματική σκηνή του Εθνικού θεάτρου που ανεβάζει ανάμεσα στα άλλα φέτος, δραματοποιημένες τις δέκα εντολές της Παλαιάς Διαθήκης.
Εξηγούμαι: η ιδέα ήταν να γίνει μια ερευνητική δουλειά πάνω στις δέκα εντολές και κλήθηκαν ισάριθμοι σκηνοθέτες να πειραματιστούν με μία εντολή ο καθένας.
Ανά δύο, οι εντολές θα παίζονται για 40 παραστάσεις δίνοντας τη θέση τους στις επόμενες δύο.

Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου ούτε πάντα όσα τω πλησίον σου εστί

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαϊδης διαλέγει μια ιστορία απ’ την παλαιά Διαθήκη για να υπο- στηρίξει την εντολή.

Στο κέντρο της σκηνής μια τεράστια δεξαμενή νερού που λειτουργεί σαν χώρος λουτρού και κάθαρσης συγχρόνως.
Ο βασιλιάς Δαβίδ βλέπει μια μέρα την όμορφη Βηθσαβέε να παίρνει το μπάνιο της κι αρχίζει να την επιθυμεί. Η έλξη είναι αμοιβαία και σύντομα συνάπτουν παράνομη σχέση αφού η Βησθαβέε είναι παντρεμένη με τον Ουρία. Στην Παλαιά Διαθήκη μάλιστα, η Βησθαβέε πέφτει σε δυσμένεια και γι’ αυτό δεν αναφέρεται με το όνομα της αλλά ως «η εκ του Ουρία».
Ο Δαβίδ χρησιμοποιεί όλη του την εξουσία για να βγάλει απ’ τη μέση τον αντίπαλο. Ο διπλά προδομένος ήρωας (και από τη γυναίκα του και από τον βασιλιά του) πέφτει στο πεδίο της μάχης. Σκοτώνεται σαν μαχόμενος ήρωας και δεν μαθαίνει ποτέ για τη διπλή προδοσία.
Το παράνομο ζευγάρι ζει μαζί και αποκτά ένα γιο. Σύντομα όμως, έρχεται η τιμωρία του Κυρίου με τον προφήτη Νάθαν που χρησιμοποιεί την παραβολή της αμνάδας και προαναγγέλλει το θάνατο του παιδιού τους. Οι μοιχοί τιμωρούνται και συνειδητοποιούν το μέγεθος της αμαρτίας που διέπραξαν. Ο Κύριος θα τους σπλαχνιστεί σύντομα και θα τους δώσει μια ακόμα ευκαιρία με την έλευση ενός ακόμα παιδιού, του Σολόμωντα.
Καταγράφω στα φωτεινά σημεία της παράστασης τη σκηνή που ο Δαβίδ και η Βησθαβέε χορεύουν ένα ιδιότυπο ταγκό που ομοιάζει απόλυτα με ερωτική πράξη στα κρεσέντι και τα ντιμινουέντι της, σε χορογραφική επιμέλεια της Ειρήνης Αλεξίου. Επίσης, τη μουσικότατη σκηνή που ο βασιλιάς Δαβίδ μεθάει τον Ουρία με σκοπό να τον παραπλανήσει μια νύχτα πριν τον στείλει στον θάνατο. Το τραγούδι του Δαβίδ και του Ουρία στην εν λόγω σκηνή είναι τουλάχιστον σπαρακτικό. Για τον ένα σηματοδοτεί την απώλεια της γήινης ευτυχίας του τη στιγμή που για τον άλλο προαναγγέλλει τον ερχομό της δικής του απόλαυσης με νοερό υπότιτλο πάντα το διαχρονικό «Ο θάνατος σου η ζωή μου».



Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης

Ο Στρατής Πανούριος μελετάει τις σχέσεις γονιών παιδιών κάτω από μια τραγική και κωμική ταυτόχρονα ανάμνηση.
Πέντε ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί εναλλάσσονται στους ρόλους γονιών- παιδιών και ανακαλούν εικόνες από την οικογενειακή τους ζωή.
Ένας άνδρας, παλιατζής μάλλον, ανοίγει την παράσταση βγάζοντας από ένα χαρτοκιβώτιο αντικείμενα και ρούχα παλιότερης εποχής. «Μαμά, μπαμπάς, αδερφή », αναφωνεί και ο σκηνικός χρόνος και χώρος πηγαίνουν μπρος πίσω για να ζωντανέψουν στα μάτια των θεατών σκηνές από τη ζωή του. Ο γάμος της μαμάς και του μπαμπά, η απόλυτη ευτυχία, ο τσακωμός τους, η ρουτίνα στο σπίτι, η αδερφή που έτρωγε μικρή τα νύχια της, η καθημερινή τριβή στις σχέσεις γονιών παιδιών, όλα όσα θέλανε να πούνε οι μεν στους δε και δεν προλάβανε ή δεν τολμήσανε.
Η σκηνοθεσία είναι εξαιρετικά μοντέρνα και με γρήγορο κινηματογραφικό τρόπο κατορθώνει να παράγει γέλιο και συγκίνηση ταυτόχρονα, όπως γίνεται άλλωστε και στην πραγματική – εκτός σκηνής – ζωή.
Μια γυναίκα επιστρέφει στη γενέτειρα της μετά από χρόνια. Θυμάται τη μάνα της τις μικροτριβές τους, το πόσο επιθυμούσε να φύγει απ’ τη μητρική αγκαλιά, να πετάξει με τα δικά της φτερά. Την ψάχνει κι όταν συνειδητοποιεί ότι η μάνα «έφυγε» πια, κραυγάζει σπαρακτικά «μάνα» μην μπορώντας να δεχτεί τη βίαιη κοπή του ομφάλιου λώρου.
Στο τέλος, αυτός που είχε ανοίξει το κουτί στην έναρξη, χώνεται πάλι μέσα του για να κλείσει την σκηνή λέγοντας «ξεπουλάω πολύτιμα φυλαχτά, μυστικά σώματα, γερασμένα, χτυπημένα, ταλαιπωρημένα, παλιά παιδιά πουλάω, αδειάζω σώματα, στόματα»…

Σας συστήνω την παράσταση ανεπιφύλακτα. Καινούργιος τρόπος έκφρασης, φρέσκο θέατρο, φυτώριο καλλιτεχνών.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Έφηβοι
Πριν το SMS

Κορίτσι: Μου αρέσει αλλά ντρέπομαι να του το πω.

SMS εν εξελίξει

Αγόρι: Μου αρέσεις
Κορίτσι:(επιτέλους.) Και μένα. (χαμόγελο ικανοποίησης)
Αγόρι:Θες να τα φτιάξουμε;
Κορίτσι:Ναι αμέ (ευτυχώς δεν λέει βλακείες όπως τα άλλα αγόρια)
Αγόρι:Ωραία
Κορίτσι:Εντάξει. (Τώρα τα’ χουμε. Τα μαγουλάκια κόκκινα)
Αγόρι: (Τώρα πρέπει να της προτείνω να βγούμε έξω και να την κεράσω και κόκα κόλα.) Θες να πάμε στο Mall; ( Έτσι κάνουν οι άντρες)
Ναι αμέ ( μ’ αρέσει πολύ στο Mall)

Μετά από δυο μέρες.
SMS εν εξελίξει

Κορίτσι:Να τα χαλάσουμε καλύτερα
Αγόρι:Γιατί; Αφού προχτές είπες ότι σου αρέσω
Κορίτσι:Ναι, αλλά δεν σε ξέρω καθόλου
Αγόρι: ;
Κορίτσι:Να γνωριστούμε πρώτα και μετά
Αγόρι: Δηλαδή δεν θα πάμε στο Mall;

Ενήλικες

Γυναίκα: Σε θέλω
Άνδρας: Κι εγώ
Γυναίκα:Μ’ αρέσει να το ακούω
Άνδρας: Μ’ αρέσει να μου το λες
Γυναίκα: Θέλω να στο λέω συνέχεια
Άνδρας: Άκου. Βρέχει.
Γυναίκα: Από τότε που σε γνώρισα μ’ αρέσει η βροχή.
Άνδρας:Να μου μιλάς ενώ πέφτει η βροχή στο τζάμι μας
Γυναίκα: Να μπλέκονται οι στεναγμοί μας με τον ήχο της
Άνδρας: Να σε μυρίζω στο βρεγμένο χώμα.
Γυναίκα: Να μ’ αγκαλιάζεις για να μην κρυώνω.
Άνδρας: Και να βρέχονται όλα γύρω μας.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006

Όλα τα μωρά στην πίστα!

Ανεβαίνοντας την Πειραιώς με κατεύθυνση την Αθήνα, κοίταγα αρχικά αφηρημένα και στη συνέχεια με πολύ πιο συγκεκριμένο βλέμμα τις αφίσες που γεμίζουν τους τοίχους και ασχημαίνουν την πόλη. Κι εντυπωσιάστηκα. Με την κακή έννοια. Απ’ τη μια μεριά, προεκλογικές φάτσες, απ’ την άλλη φάτσες για σκυλάδικα (οι φαν του είδους ας μου συγχωρήσουν την έκφραση, αλλά εμένα αυτά τα μαγαζιά μόνο ιαχές τύπου γαβ μου φέρνουν στο μυαλό).
Κοινή παρατήρηση: όλοι έχουν περάσει από Photoshop. Δηλαδή είναι εκπληκτικό πόσο φρέσκοι, λαμπεροί και ατσαλάκωτοι είναι αυτοί που και πάνω από 4 δεκαετίες ζωής κουβαλάνε στις πλάτες τους και τραγουδάνε όλη τη νύχτα (φαίνεται η νύχτα ωφελεί την επιδερμίδα) και τρέχουν στους δρόμους και στις λαϊκές για τα προβλήματα του λαού….( λέμε και καμιά μ….να περάσει η ώρα). Αμ, τα δόντια τους; Ούτε οδοντόκρεμα να διαφήμιζαν. Μάλλον οι οδοντίατροι σκίζουν τα πτυχία τους αυτή τη στιγμή. Με τέτοιες τέλειες οδοντοστοιχίες, καλύτερα ν’ αλλάξουν επάγγελμα.
Κι έπειτα γέλασα μέσα μου γιατί σκέφτηκα πώς αν τα πρόσωπα δεν ήταν αναγνωρίσιμα, θα μπορούσαν οι μεν να παραστήσουν τους δε και τούμπαλιν. Η αφίσα για παράδειγμα της κυρίας Νατάσσας Θεοδωρίδου με νέο λουκ, δεν θα μπορούσε άραγε να είναι αφίσα δημοτικής συμβούλου; Τι παραπάνω δηλαδή είχε η 25χροινη γιατρός Τάδε Ταδοπούλου - Δείνα πολιτευόμενη ως Ντέμπορα της οποίας φέιγ- βολάν μοιράζανε προχτές έξω από έναν σταθμό τραίνου;
Και το άλλο; Μαύρη αφίσα με τα ονόματα Ρέμος Μαρινέλλα χωρίς τα πρόσωπα τους πουθενά και με τη λεζάντα «Τα λόγια είναι περιττά». Ακριβώς δίπλα, χρωματιστή αφίσα με τη λεζάντα «Δεν έχω πολλά να πω. Έχω πολλά να κάνω» και την υπογραφή Νικήτας Κακλαμάνης. Εκλεκτικές συγγένειες ε;

Αφήνω για το τέλος το καλύτερο. Αλήθεια, αυτό το σατανικό, ποιος το σκέφτηκε; Τεράστια αφίσα και αγκαλιασμένοι ο Πάγκαλος με τη Ντόρα. Μάλλον ονειρεύομαι, σκέφτηκα. Αφού αυτοί όποτε συναντηθούν σε τηλεοπτικό πάνελ, σφάζονται. Τα μάτια μου δεν κάνουν πουλάκια. Πιο κάτω, η ίδια αφίσα αλλά αγκαλιασμένοι αυτή τη φορά ο Σπηλιωτόπουλος με την Διαμαντοπούλου. Κοινό σλόγκαν: Αλλάζω (το αλλά με άλλο χρώμα απ’ το ζω). Ε, ναι είναι σαφές, τα παιδιά αλλάζουν πίστα, ε κόμμα ήθελα να πω.
Αλλά τι σημασία έχει; Αν μεθαύριο, εκλεγούν οι μεν στη θέση των δε ή αλλάξουν δουλειά οι μεν με τους δε, θα υπάρξει άραγε καμιά τεράστια διαφορά;

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Le Ballon rouge

Με αφορμή την ταινία «Le ballon rouge» του Albert Lamorisse, το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε ένα χρόνο πριν δω την ταινία κι έτσι η μόνη σχέση που έχει μαζί της, είναι το αγόρι και το μπαλόνι.

Ένα αγόρι, το ίδιο κάθε φορά, επιστρέφει σπίτι ύστερα από μια μεγάλη βόλτα με το πελώριο κόκκινο μπαλόνι του.
Ένα αγόρι κάθεται σκεπτικό και κοιτάζει μ’ ονειροπόλα διάθεση τον μακρινό ορίζοντα. Αχ, να’ τανε γλάρος και να πέταγε πάνω απ’ τα γαλάζια νερά.
Ένα όνομα από παλιό παιδικό παραμύθι που έμεινε ατελείωτο στο πέρασμα του χρόνου.
Ένα κορίτσι του χαϊδεύει τρυφερά το χέρι. Γέρνει το κεφάλι της στη λακκουβίτσα του λαιμού του και παίρνει τη μυρωδιά του στη μνήμη της καρδιάς της.
Τα σύννεφα χορεύουν ένα αργό, ρυθμικό βαλσάκι πριν πάνε για ύπνο.
Ευτυχισμένο σούρουπο στην άκρη μιας γαλάζιας γραμμής.
Ουρανός και θάλασσα.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Ταξιδιωτικά

Πριν από μια βδομάδα έκανα ένα ταξίδι στη Βουδαπέστη. Σκεφτόμουνα αρχικά να γράψω εδώ τις εντυπώσεις μου, αλλά μετά βαρέθηκα γιατί σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ τυποποιημένες, κάτι σαν ταξιδιωτικός οδηγός. Και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί είναι ύπουλα βιβλία. Ευχάριστα απ’ τη μια, γιατί σε κάνουν να ονειρεύεσαι το μέρος που θα πας και δυσάρεστα απ’ την άλλη, όταν μένεις απλώς στο όνειρο. Επιπλέον, το πώς καταγράφονται τα ταξίδια στη μνήμη μας είναι καθαρά προσωπική υπόθεση κι έχει να κάνει μ’ ένα σωρό παράπλευρα πράγματα. Έτσι μπήκα στη διαδικασία να θυμηθώ το πρώτο ταξίδι της ζωής μου το οποίο έχει καταγραφεί ως εξής στη μνήμη μου:

Τον Αύγουστο του 1978 έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Πήγα με τη γιαγιά μου στη Σκωτία να δούμε τον θείο μου που έπαιρνε εκεί την ειδικότητα του ως γιατρός.
Η πτήση πραγματοποιήθηκε με την Ολυμπιακής που τότε ακόμα δεν ήταν ξεπεσμένη. Εγώ ως παιδάκι, είχα και τα τυχερά μου. Με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροσκάφος, απέκτησα κι ένα κουκλάκι. Πιο πολύ όμως, με εντυπωσίαζαν τα περιοδικά που υπήρχαν μπροστά απ’ τις θέσεις. Τα μάζεψα όλα, ακόμα και της αγγλίδας που καθόταν δίπλα μας, συμπεριλαμβανομένων και των σακκουλακίων για τον εμετό που δεν ήξερα βέβαια σε τι χρησίμευαν, αλλά κάπου θα τα χρησιμοποιούσα για τις κούκλες μου.
Το μόνο ενδιαφέρον που μου συνέβη κατά τη διάρκεια της πτήσης κι αφού τη γιαγιά την πήρε ο ύπνος μετά το φαγητό, ήταν να εξασκήσω τα πενιχρά αγγλικά μου στην παρακείμενη αγγλίδα. «Good morning», φέρομαι να της είπα και στη συνέχεια δια της νοηματικής ο μέγας σκοπός επετεύχθη. Μου έβαψε τα χείλη με κραγιόν κι έτσι προσγειώθηκα στο Χίθροου σωστή κυρία. Μόνο που είχε πλάκα γιατί ο θείος μου που μας περίμενε, βλέποντας με έσκασε στα γέλια λέγοντας: «πρώτη φορά βλέπω παιδί που του λείπουν τα 2 μπροστινά δόντια να φοράει κατακόκκινο κραγιόν». Στη συνέχεια φορτώθηκε σαν γαϊδούρι τις αποσκευές μας και ανεβήκαμε τις κυλιόμενες σκάλες τις οποίες όμως ο ίδιος εξαναγκάστηκε να κατέβει και ν’ ανέβει άλλη μια φορά μαζί με τις βαλίτσες γιατί εμένα μου είχαν σκορπιστεί όλα τα λάφυρα απ’ το αεροπλάνο και γκρίνιαζα επίμονα να μου τα μαζέψει.
Ο θείος έμενε σε ένα τεράστιο αλλά άθλιο διαμέρισμα στη Γλασκόβη το οποίο στεγαζόταν σ’ ένα επίσης άθλιο κτίριο μαύρου χρώματος απομεινάρι απ’ το Β’ παγκόσμιο για πρόχειρη στέγαση φοιτητών, μεταναστών κλπ.
Εμένα όμως μου άρεσε πολύ γιατί ήταν μεγάλο κι έτσι τα πρωινά που εκείνος έλειπε στο νοσοκομείο και η γιαγιά έκανε γενική καθαριότητα, επιδιδόμουν στην αγαπημένη μου ασχολία. Έψαχνα όλα τα ντουλάπια. Εκστατική ανακάλυψα κάτι κονσέρβες κόκκινων φασολιών που ήθελα υποχρεωτικά να δοκιμάσω βρίσκοντας ξαφνικά το σπιτικό φαγητό μπανάλ για τα γούστα μου. Στο ψυγείο, ενθουσιάστηκα ανακαλύπτοντας γάλα σε χάρτινη συσκευασία και χυμό πορτοκάλι, είδη εξωτικά ακόμα για μας που ζούσαμε στην Ελλάδα. Επίσης, ανακάλυψα τον κατεψυγμένο αρακά και αποφάσισα ότι δεν θα ξανάτρωγα ποτέ πατάτες με το κρέας ή μακαρόνια, αλλά μόνο αρακά, όπως οι άγγλοι.
Οι ελάχιστες λέξεις που ήξερα στα αγγλικά και μάλιστα ως τυποποιημένες φράσεις και με παντελή άγνοια συντακτικού ή γραμματικής, μου φάνηκαν χρήσιμες όταν κλήθηκα να παίξω τον ρόλο της τηλεφωνήτριας. Υπήρχε ένα τηλέφωνο μαύρο, μεγάλο στον τοίχο του διαδρόμου έξω απ’ την είσοδο του διαμερίσματος, κοινό για όλους τους ορόφους. Όταν χτυπούσε, εγώ απαντούσα κι ανάλογα με τον αριθμό που μου έλεγαν (απ’ το 1 ως το 9) χτυπούσα τις αντίστοιχες φορές ένα κουδουνάκι κι έτσι ειδοποιούταν ο ένοικος του διαμερίσματος που τον καλούσαν. Είχα ενθουσιαστεί που επιτελούσα αυτό το μέγιστο κοινωνικό έργο και απαίτησα να μάθω κι άλλες αγγλικές φρασούλες για να διανθίζω τη συνομιλία μου με τους άγνωστους που τηλεφωνούσαν. Έτσι λοιπόν, συχνά έλεγα «hello, how are you. My name is….».
Είχα τοποθετήσει κι ένα σκαμνάκι δίπλα απ’ το τηλέφωνο για να το φτάνω κι έτσι όλα τα πρωινά ήμουν κάτι σαν ο θυρωρός της πολυκατοικίας. Βέβαια, ως γνήσιος θυρωρός είχα γίνει και πολύ περίεργη κι ενοχλητική γιατί δεν εξαφανιζόμουνα μόλις ερχόταν ο εκάστοτε αποδέκτης του τηλεφωνήματος, αλλά στεκόμουν εκεί και τους πείραζα. Ανεβασμένη στο σκαμνάκι, τράβαγα τα μαλλιά απ’ τις κοπέλες ή τους έκανα διάφορες γκριμάτσες. Μια δυο, αφού είχα ξεπεράσει τα όρια αντοχής τους, μια απ’ αυτές με πήγε σέρνοντας με απ’ το αυτί στη γιαγιά και της παραπονέθηκε. Η γιαγιά δεν μιλούσε γρι αγγλικό, αλλά χαζή δεν ήταν και κατάλαβε ότι ενοχλώ τον κόσμο. «Μας συγχωρείτε, δεν θα το ξανακάνει», απάντησε στην έξαλλη αγγλίδα σε άπταιστα ελληνικά και με κατσάδιασε μετά με την ησυχία της. Βέβαια, εγώ το σπορ το συνέχισα…
Κάποια πρωινά μου άρεσε να κατεβαίνω στον κήπο και να μαζεύω κάτι άγουρα φρούτα απ’ τα δέντρα. Επέμενα μάλιστα να μαζεύω όσο πιο πολλά γινόταν για να τα πάω δώρο στη μαμά μου στην Αθήνα.
Στο φούρνο που πηγαίναμε για ψωμί, η γιαγιά το ζητούσε με νοήματα, δείχνοντας με το δάχτυλο ποια φραντζόλα θέλει κι εγώ επέμενα να μιλάω αγγλικά ζητώντας το γιατί είχα ήδη μάθει τη φράση «bread please» και την έλεγα με περηφάνια. Η πωλήτρια πάντως με κοίταγε σαν να ήμουνα ένας μικρός εξωγήινος. Στην επιστροφή, θυμάμαι πάντα τη γιαγιά να έχει το νου της να δει πως θα γυρίσουμε. «Έχω βάλει σημάδια», έλεγε κι εγώ νόμιζα πως ήμασταν κοντορεβυθούληδες κι έψαχναν κάτω στο έδαφος για τα σημάδια. Επίσης, αναρωτιόμουνα αν τα σκυλιά της Αγγλίας καταλαβαίνουν ελληνικά κι αν θα με ακούνε όταν τα φωνάζω.
Δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα σχολείο, κάτι σαν κολέγιο με θερινά τμήματα υποθέτω τώρα που το ξαναφέρνω στη μνήμη μου. Τα παιδάκια κάνανε διάλειμμα την ώρα που περνάγαμε και μ’ εντυπωσίαζαν επειδή φοράγανε τη στολή τους. Η γιαγιά πλησίαζε τα κάγκελα και τα χαιρετούσε είς άπταιστον ελληνικήν: «Γεια σας παιδάκια, τι κάνετε»; Αυτά γελάγανε κι εγώ τραβιόμουνα μακριά από αμηχανία φωνάζοντας στη γιαγιά «Αφού δεν σε καταλαβαίνουνε γιατί τους μιλάς»; Και η αποστομωτική απάντηση «πάντα καταλαβαίνουνε τα παιδάκια τις γιαγιάδες».
Από’ κεινο το πρώτο ταξίδι, θυμάμαι ακόμα τον ζωολογικό κήπο, την καμηλοπάρδαλη που ήταν ελεύθερη και διστακτικά την χάιδεψα, κάτι μαϊμουδάκια που φάγανε όλα μου τα μπισκότα με γέμιση φράουλα, την παιδική χαρά κοντά στο σπίτι και ότι νύχτωνε πολύ αργά το βράδυ. Στις 10 ήταν ακόμα μέρα. Αυτό θυμάμαι τους άλλους να το λένε.
Μια φορά πήγαμε μια επίσκεψη στο σπίτι κάποιων φίλων γιατρών και μου άρεσαν τόσο τα φιστίκια που τα καταβρόχθισα όλα. Η γιαγιά μου έκανε νοήματα όλο το βράδυ και μετά με επέπληξε. «Θα νομίζει ο κόσμος ότι δεν έχεις να φας», είπε. Εγώ όμως δεν μετάνιωσα καθόλου. Τόσο μου είχαν αρέσει εκείνα τα φιστίκια.
Και τέλος, θυμάμαι τον Chris, τη μεγάλη μου ενοχή. Ήταν τότε 2,5 χρονών. Ο πατέρας του, ο Απόστολος σπούδαζε ναυπηγός και η μητέρα του δούλευε νυχτερινή νοσοκόμα. Η γιαγιά τους είχε συμπαθήσει. Τα βράδια τους καλούσε συχνά για φαγητό και ακούω ακόμα τη φωνή του Απόστολου να λέει «Τα πιο ωραία κεφτεδάκια που έχω φάει κυρία Αννίκα». Τα πρωινά είχε προθυμοποιηθεί να κρατάει τον μικρό για να κοιμάται η μητέρα του. Έτσι, ο Chris ερχόταν σε μας, πράγμα που με είχε δυσαρεστήσει ιδιαιτέρως. Ζήλευα που δεν ήμουνα η αποκλειστικότητα της γιαγιάς κι όλο τον χτυπούσα. Μια φορά τον έσπρωξα με δύναμη κι έπεσε πίσω χτυπώντας δυνατά το κεφάλι του. Είχε σπαράξει στο κλάμα κι εγώ έφαγα μετά απ' τη γιαγιά ένα περιποιημένο βρωμόξυλο. Η μητέρα του δεν με μάλωσε ποτέ. Αντίθετα, με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι και πολύ γλυκά προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι κανείς δεν θα μου κλέψει την αγάπη της γιαγιάς
Ντρέπομαι πολύ όταν σκέφτομαι τι του είχα κάνει. Του ζητάω από δω συγνώμη. Από μέσα μου το έχω κάνει πολλές φορές.
Στη Σκωτία ήταν προγραμματισμένο να μείνουμε ένα μήνα, όλο τον Αύγουστο δηλαδή. Κάποια στιγμή όμως, εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι και να ζητάω τη μαμά μου. Νομίζω ότι η επιστροφή επισπεύσθηκε λιγάκι. Μάλιστα μείναμε και δυο μέρες στο Λονδίνο και είδα και το μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα που πολύ μ’ εντυπωσίασε.
Στην Ελλάδα επέστρεψα με διάφορα λάφυρα μεταξύ των οποίων μια κούκλα που της ζουλούσα το πόδι κι έδινε φιλί. Τη βάφτισα Λουΐζα και την έχω ακόμη.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006

Του Paul Eluard

La Courbe de tes yeux

La courbe de tes yeux fait le tour de mon coeur,
Un rond de danse et de douceur,
Auréole du temps, berceau nocturne et sûr,
Et si je ne sais plus tout ce que j'ai vécu
C'est que tes yeux ne m'ont pas toujours vu.
Feuilles de jour et mousse de rosée,
Roseaux du vent, sourires parfumés,
Ailes couvrant le monde de lumière,
Bateaux chargés du ciel et de la mer,
Chasseurs des bruits et sources des couleurs,
arfums éclos d'une couvée d'aurores
Qui gît toujours sur la paille des astres,
Comme le jour dépend de l'innocence
Le monde entier dépend de tes yeux purs
Et tout mon sang coule dans leurs regards.

Το ποίημα ξεκίνησε να γράφεται τον Οκτώβριο του 1924 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1926.

Η καμπύλη των ματιών σου

Η καμπύλη των ματιών σου κυκλώνει την καρδιά μου,
σ’ έναν κύκλο χορού και γλύκας
φωτοστέφανο στον χρόνο, λίκνο νυχτερινό και σίγουρο.
Κι αν δεν ξέρω πια τίποτα απ’ όσα έζησα,
είναι που τα μάτια σου δεν μ’ έβλεπαν πάντα.
Φύλλα της ημέρας κι αφρός δροσοσταλιάς,
καλαμιές στον άνεμο, αρωματισμένα χαμόγελα
φτερά που καλύπτουν τον φωτεινό κόσμο
καράβια φορτωμένα ουρανό και θάλασσα.
Διώκτες θορύβων και πηγές χρωμάτων
Αρώματα που εκκολάπτονται σε μια φωλιά
που ξαπλώνει πάντα στο αχυρένιο στρώμα των άστρων
Όπως η μέρα κρέμεται απ’ την αθωότητα
ο κόσμος όλος κρέμεται απ’ τα αγνά σου μάτια
κι όλο μου το αίμα κυλάει μες το βλέμμα τους.


(Η μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά είναι της Αλεπούς).