Κι εκεί που δεν είχα έμπνευση και δεν ήξερα τι ποστάκι ν' ανεβάσω, τη λύση έδωσε ένα διάστρεμμα.
Άντε να δω πώς θα τη βγάλω μια βδομάδα σε ακινησία...
Καλό σας ΣΚ γιατί εγώ...
Ο καιρός ακόμα δεν έχει αποφασίσει τι θερμοκρασία του ταιριάζει καλύτερα, η 28η Οκτωβρίου αποτέλεσε αφορμή για τετραήμερη αποχή από εργασιακά καθήκοντα, μια μέρα άδεια απ’ τη σημαία κυριολεκτικά και η συνέχεια ακολουθεί φωτογραφικά:
Παραλία Επιδαύρου τον Οκτώβριο.
Μυκήνες ως all time classic
Ναύπλιο από ψηλά- υπέροχο όπως πάντα
Ο πλούσιος κήπος του νέου σπιτιού της φίλης μας
Δυόσμος για τα mojito μας!
Μέθανα σαν να' χει σταματήσει ο χρόνος κάπου στο' 50
Ταβερνάκι σε υπέροχο σημείο στο Βαθύ-Μεθάνων
Μέθανα: κοντά στο ηφαίστειο
Και η αποκάλυψη της εκδρομής μας:
Ναι, κάπου στον Νομό Τροιζηνίας υπάρχει και η Τακτικούπολη
Με προσκάλεσε η Ρενάτα που την προσκάλεσε η νεοφώτιστη στα μπλογκς Aura Voluptas.
Πρέπει να γράψω από μία ερώτηση που θα έκανα στους εξής :
Σ’ ένα φιλόσοφο : Φοβάστε τον θάνατο;
Έναν παλιό έρωτα : Μα ποιον μου θυμίζεις;....
Σ’ ένα μέντιουμ : Είναι πολλά τα λεφτά ε;
Σ’ ένα παιδί: Πώς σε λένε;
Στον καθρέφτη μου : Χαλάρωσε, εντάξει;
Παραδίδω τη σκυτάλη σε όποιον κάνει κέφι να παίξει!
Στις φωτογραφίες βλέπετε 1)τον Άγιο Στέφανο, 2) μέρος του κήπου των χειμερινών Ανακτόρων Hofburg, 3) άποψη της "ελληνικής" γειτονιάς πλάι στην ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, 4) το καφέ που φημολογείτα ότι σύχναζε ο Ρήγας Φεραίος, 5) το εσωτερικό της Staatsoper, 6) αλογάκια, 7) το περίφημο Sacher torte και οι 2 τελευταίες φωτογραφίες είναι απ' τη Ζυρίχη όπου είχαμε μια 4ωρη αναμονή που εκμεταλλευτήκαμε για να περπατήσουμε λίγο το κέντρο της πόλης.
Είχα καιρό να πάρω ταξί, η αλήθεια είναι ότι το χρησιμοποιώ σπάνια πια. Η εμπειρία που είχα απ’ τη σύντομη διαδρομή Ομόνοια- Καλλιθέα επιβεβαίωσε την άποψη μου για την «κίτρινη φυλή». Καλά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Στη συμβολή Πειραιώς και Χαμοστέρνας, μάνα και γιος κατεβαίνουν. Ο ταξιτζής που δεν έχει σταματήσει να μιλάει στο κινητό για κάποια κούρσα ή ντέρμπυ, πιάνει τώρα και το δεύτερο κινητό, ενώ ταυτόχρονα προλαβαίνει να γυρίσει προς τα πίσω και να μου πει απαξιωτικά: «χαζοί ήταν αυτοί οι δύο κι ο γιος κι η μάνα. Χα, χα, χα»...
Έχω διάφορες εμμονές με μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης ή των γραμμάτων, κάποιες απ’ τις οποίες εν ζωή ακόμα και κάποιες άλλες κοιμισμένες για πάντα. Μάλλον οι περισσότερες εμμονές μου ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία. Ίσως γιατί αυτοί που έφυγαν για το μεγάλο ταξείδι έχουν αφήσει τον γοητευτικό μύθο πίσω τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Μ. Καραγάτσης ή αλλιώς Δημήτρης Ροδόπουλος.
Ο Καραγάτσης ήταν κατά γενική ομολογία η πιο πληθωρική και τελικά η πιο ατόφια πεζογραφική ιδιοφυΐα της λεγόμενης γενιάς του ’30 σύμφωνα με τα όσα είπε ο Γ.Π Σαββίδης στη νεκρολογία που έγραψε τον Σεπτέμβρη του 1960 στο «Βήμα». Ο Καραγάτσης ήταν αναγνωρισμένος για το μεγάλο ταλέντο του και την ικανότητα του να γράφει από τους κορυφαίους συγγραφείς της γενιάς του- προνόμιο που δεν απολαμβάνουν οι περισσότεροι λογοτέχνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έκδοση της «Νέας Εστίας» που κυκλφόρησε το 1961, το τεύχος 823 ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του και υπογεγραμμένο από τους Βενέζη, Καστανάκη, Μυριβήλη, Παναγιωτόπουλο, Πετσάλη-Διομήδη. Ο Μυριβήλης λέει: «ήταν ο πιο προικισμένος απ’ όλους μας, ο πιο εργατικός, ο πιο συνθετικός, ο πιο γνήσιος μυθιστοριογράφος. Κανείς άλλος μας δεν μπορούσε να στήσει τον μύθο και να κινήσει τους ήρωες του με τόση ευκολία κα με τόση αληθοφάνεια. Ήταν εκπληκτικές οι ικανότητες του στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην επινόηση πειστικών εκ πρώτης όψεως καταστάσεων».
Μ’ όλα αυτά τα φαντάσματα αποφασίζει να αναμετρηθεί η κόρη του Καραγάτση, η Μαρίνα που πήρε το όνομα της απ’ την ηρωίδα της «Μεγάλης Χίμαιρας», η απόγονος ενός σπουδαίου συγγραφέα, η ίδια συγγραφέας άξια σήμερα και ανατόμος της οικογένειας της.
Στο βιβλίο της «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι», η Μαρίνα Καραγάτση δανείζεται τα λόγια των οικείων της προσώπων και μ’ αυτά τους ζωντανεύει ξανά σε τρεις παράλληλους μονολόγους μιας ανοιξιάτικης μέρας του 1950 κι ενός θεατρικού μονόπρακτου του 2006. Στο μονόπρακτο της, οι τρεις δικοί της άνθρωποι μαζί με τον παππού και τον θείο της συναντιούνται στο αυλιδάκι του ουρανού, περιγελούν τα εγκόσμια και ζουν την αιώνια ζωή απόλυτα συμφιλιωμένοι πια μεταξύ τους και με όσα τους πίκραναν όσο ήταν ζωντανοί.
Το βιβλίο είναι απολαυστικό και διαβάζεται ευχάριστα. Αποτελεί πλούτο γνώσης για την εποχή που περιγράφει, την καθημερινότητα του συγγραφέα, αλλά και την ιστορία της ναυτιλίας στην Άνδρο.
Με μια γλυκειά μελαγχολία, διάβασα την τελευταία σελίδα κι έκλεισα το φως χτες το βράδυ. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου, η ημερομηνία που 48 χρόνια πριν, ο Καραγάτσης πέρναγε στην αιωνιότητα κλείνοντας τον μαγικό κόσμο των γραπτών του με την περίφημη φράση «Ας γελάσω».
Φοβερή σύμπτωση να διαβάζω για κείνον στην επέτειο του θανάτου του. Τo ανακάλυψα σήμερα. Είναι να μην με στοιχειώνει μετά ο συγκεκριμένος συγγραφέας;
Εύχεται να γύριζε τον χρόνο πίσω, να είχε την ευκαιρία να ξαναδεί τη μητέρα του και να της πει όσα δεν πρόλαβε όσον εκείνη ζούσε. Και ω του θαύματος, η ευκαιρία του δίνεται και μέσα απ’ αυτήν ο ήρωας επανασυναρμολογεί κομμάτια απ’ το παζλ της παιδικής του ηλικίας, βλέπει με άλλο μάτι τις οικογενειακές σχέσεις, ανακαλύπτει τη μητέρα και τον πατέρα του και συμφιλιώνεται με τον εαυτό του.
«Να έρχεσαι να μου μιλάς όταν εγώ θα έχω φύγει», προτρέπει ο Morrie τον συγγραφέα.
«Μα δεν θα μπορούμε να συζητάμε », του αντιγυρίζει εκείνος.
«You talk, I'll listen».
Αυτό λοιπόν το τρίτο ήταν πια για μένα προσωπικό στοίχημα. Με κούρασε πολύ να το βρω, αλλά το κράτησα σαν τρόπαιο όταν επιτέλους το ανακάλυψα σ’ ένα ακόμα Borders, στη Βοστώνη αυτή τη φορά ∙τίτλος του «The five people you meet in heaven» και διαβάστηκε στη διαδρομή Βοστώνη- Νέα Υόρκη – έτσι για να δώσω και τις λεπτομέρειες.
Κι επειδή σε μια αναζήτηση που έκανα στο διαδίκτυο έμαθα ότι το «Tuesdays with Morrie» έχει γυριστεί και ταινία με τον Jack Lemon, θα επιδιώξω οπωσδήποτε να τη δω!
Κάθε φορά που είχα τη γιορτή μου ή τα γενέθλια μου όταν ήμουν παιδί, τσαντιζόμουν -για αστείο λόγο σύμφωνα με τη σκέψη ενός ενήλικα, αλλά εξαιρετικά σοβαρό για το σύμπαν ενός μικρού παιδιού-.
Έτσι γίνεται φαίνεται όταν μεγαλώνεις. Εστιάζεις περισσότερο στο πού θες να κεράσεις την καραμελίτσα κι όχι στην καραμελίτσα την ίδια.
«Καλό αποκαλόκαιρο», αντί του κλασικού «Καλό χειμώνα». Ακούγεται πιο αισιόδοξο, έτσι δεν είναι;