Πέμπτη, Μαρτίου 11, 2010

του Κυριάκου

σελίδες ημερολογίου

Καλέ μου Κυριάκο,
το τελευταίο πράγμα που περίμενα χτες όταν χτύπησε το τηλέφωνο ήταν η κακή είδηση για το ταξείδι σου. Στο μυαλό μου έχω ακόμη την εικόνα σου, μεγαλόσωμος, χαμογελαστός, με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι να καταγράφεις όλες τις στιγμές μιας παρέας.
Όλοι είμασταν εκεί σήμερα. Για σένα. Όλοι σου οι φίλοι, η γυναίκα σου, οι δυο σου κόρες που τις θυμάμαι την πρώτη φορά που τις είδα, μικρούλες και ξέγνοιαστες να γυρνάνε από τραπέζι σε τραπέζι σαν μελισσάκια, όπως όλα τα μικρά παιδιά όταν οι μεγάλοι που τα συνοδεύουν είναι στην ταβέρνα, τρώνε και πίνουν και ξεχνάνε να σηκωθούν.
Σήμερα ήταν σαν να κουνήθηκε ξανά μια εικόνα που είχα χρόνια να κοιτάξω και που κάποτε μέρος της ήμουνα κι εγώ. Τίποτα θαρρείς δεν άλλαξε, ίδιοι άνθρωποι, ίδια βλέμματα, ίδιες αγάπες κι έριδες και γέλια και χαρές, ίδια η ταβέρνα για το μετά, ίδιος ο ταβερνιάρης, μα περισσότερο γκρίζα τα μαλλιά του. Ίδια και τα φαγητά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα! Όλοι εκεί και ξέρεις τι θυμήθηκα; Το ίδιο τραπέζι 7 χρόνια πριν, περίπου την ίδια εποχή. Τότε έκανε ζέστη και καθόμασταν έξω. Είχε ταξειδέψει μόλις κάποιος άλλος. Εκείνος κι εσύ λείπατε απ' την σημερινή εικόνα Κυριάκο. Ένα ποτήρι με λίγο κρασί μόνο πάνω στο τραπέζι, σε περίοπτη θέση, αλλά και λίγο πιο μακριά. Το ποτήρι του τότε, το ποτήρι σου σήμερα.
Γελάσαμε σήμερα, δεν θα στο κρύψω. Γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο, δεν γίνεται, έτσι δεν λένε; Τηρήσαμε το έθιμο. Γελάσαμε, τραγουδήσαμε, κλάψαμε, θυμηθήκαμε.
Δεν ήσουν εκεί να τραβήξεις τη φωτογραφία να την κάνεις εικόνα, να την κρατήσουμε συντροφιά. Κάθε φορά που φεύγει κάποιος, η ζωή φτωχαίνει και περισσότερο.
Καλό σου ταξείδι φίλε.