Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

Γιατί;

Ένα πράγμα που μ’ εκνευρίζει πολύ είναι η ασυνέπεια. Με βγάζει έξω απ’ τα ρούχα μου.
Έχω αναθέσει πχ κάτι σε κάποιον τεχνίτη και μου λέει ότι θα έρθει να το κοιτάξει στις 18.30. Πάει 19.00 και του τηλεφωνώ. «Α, στο δρόμο είμαι, έρχομαι». Κανονικά, θα έπρεπε να είχε φτάσει σε δέκα λεπτά αν ήταν εκεί που είπε ότι ήταν. Όμως όχι. Έπρεπε να τον περιμένω άλλη μισή ώρα. Εμφανίζεται κάποτε και απολογείται λέγοντας μου ότι χάθηκε. Καλά, με κοροϊδεύει κανονικά και πρέπει να κάνω ότι τον πιστεύω γιατί τον χρειάζομαι για να γίνει η δουλειά.
«Θα σου τηλεφωνήσω αύριο τέτοια ώρα», μου λέει, να σου πω τα σχετικά.
Καλά, όσο τηλεφώνησε σε σας, τηλεφώνησε και σε μένα. Πέρασε και το Σαββατοκύριακο και τον πήρα χτες για να δω τι έγινε.
«Α, τώρα μόλις θα το κοίταγα. Θα σε πάρω το μεσημέρι».
Πέρασε και το μεσημέρι και το απόγευμα και το βράδυ και ξημέρωσε και κοντεύει το σημερινό μεσημέρι κι ούτε φωνή, ούτε ακράση.
Και δεν είναι δυστυχώς η εξαίρεση. Είναι ο κανόνας. Θα γίνει η δουλειά σου, μου είπε άνθρωπος που τον ξέρει, αλλά ο … είναι φοβερά ασυνεπής…
Άντε, για να δούμε, θα γίνει η δουλειά και πότε;

Το ίδιο και σε μαγαζί που πήγα να δώσω κάτι. Θα σας τηλεφωνήσω να σας πω αν γίνεται. Έχουν περάσει 3 μέρες κι ακόμα τίποτα.
Μα γιατί είναι τόσο γαϊδούρια κάποιοι;

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

Το τσίρκο των χρωμάτων και της θλίψης


Αφιερωμένο στον Vita mi barouak επειδή με «διέταξε» το επόμενο ποστ μου να είναι στολισμένο με χρώματα.

Επιστρέφοντας σπίτι, βλέπω τις τελευταίες μέρες ένα τσίρκο να έχει κατασκηνώσει στην περιοχή. Νομίζω ότι άρχισα να το προσέχω λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Μου έφερε στο μυαλό μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια. Όλα τα παιδιά έχουν επισκεφτεί κάποτε στη ζωή τους ένα τσίρκο. Τουλάχιστον τα παιδιά του περασμένου αιώνα. Για τα καινούργια, δεν γνωρίζω...

Θυμήθηκα όλα αυτά που φάνταζαν γοητευτικά στα παιδικά μου μάτια: τα άγρια ζώα που γινόντουσαν υπάκουα στις προσταγές των θηριοδαμαστών, τον κλόουν που σκορπούσε απλόχερα το γέλιο και συνομιλούσε με τα πιτσιρίκια κάνοντας σε να αισθάνεσαι μέρος του θεάματος, το πώς κοβόταν η ανάσα του πλήθους την ώρα που οι ακροβάτες κάνανε το περίφημο νούμερο της κούνιας, κ.ά.

Και νομίζω πως για μικρή χρονική περίοδο, ονειρεύτηκα να γίνω ακροβάτισσα. Αλλά το ξέχασα γρήγορα όπως άλλωστε και το να γίνω μπαλαρίνα ή αθλήτρια συγχρονικής κολύμβησης ή όλα αυτά τα εντυπωσιακά που χρωμάτιζαν με όνειρο τον παιδικό μου κόσμο.

Θυμήθηκα και μια εποχή που ένα περιοδικό που λεγόταν «ΚΑΙ» δημοσίευε φωτορομάντζα σε συνέχειες και μια απ’ τις ιστορίες ήταν για τους ανθρώπους ενός τσίρκου. Αισθηματικού περιεχομένου βεβαίως! Αναμείγνυε τον έρωτα με το ζην επικινδύνως και τροφοδοτούσε με αντίστοιχα καρδιοχτύπια τις εφηβικές καρδιές της δεκαετίας του ’80.

Απ’ τις σχετικές με το τσίρκο μνήμες, ανακάλεσα και μια παλιά αμερικάνικη ταινία με τον Μπαρτ Λάνκαστερ στο ρόλο ενός ακροβάτη. Δυστυχώς δεν θυμάμαι τον τίτλο.

Τέλος, αναπόλησα και τη μοναδική φορά που παρακολούθησα τσίρκο δεξιοτεχνίας, το περίφημο «cirque du soleil» στην Avignon το 1996 και αναλογίστηκα ότι πουθενά στις μνήμες μου δεν είχα συμπεριλάβει την άλλη εικόνα του τσίρκου, τη θλιβερή και την πιο ρεαλιστική βεβαίως. Και η εξήγηση είναι, επειδή τότε την αγνοούσα.

Χτες το βράδυ, μ’ έπιασε μια θλίψη καθώς σκέφτηκα ότι το είδος είναι πια παρηκμασμένο. Σκέφτηκα τα ζώα που ταλαιπωρούνται στα κλουβιά τους, που επιβιώνουν σε άθλιες συνθήκες, που τρέφονται άσχημα και που είναι αναγκασμένα κόντρα στη φύση τους να υποτάσσονται στις ανθρώπινες προσταγές και να γίνονται θέαμα προς τέρψιν αυτών που γελάνε με τα καμώματα τους τρώγοντας ποπ κορν και χτυπώντας παλαμάκια.
Αναλογίστηκα τη θλιμμένη έκφραση του προσώπου
του κλόουν όταν αποχωρίζεται τα φτιασίδια. Σίγουρα είναι θλιμμένη. Και κουρασμένη. Πρέπει να εφευρίσκει κι ένα σωρό κολπάκια για να γελάνε τα πιτσιρίκια κάθε φορά. Κι αυτά τα «σκασμένα» τον κλωτσάνε, τον χτυπάνε και δεν γελάνε και τόσο πολύ όπως παλιότερα. Γέρασε ο κλόουν, αλλά αυτή είναι η μόνη δουλειά που ξέρει να κάνει. Αυτήν έκανε όλη του τη ζωή και πώς αλλιώς να ζήσει τώρα;
Αλήθεια, παίρνουνε σύνταξη οι άνθρωποι του τσίρκου; Από πού; Και πώς αποφασίζουν να δουλέψουν σε τσίρκο; Δεν έχουν ανάγκη να στεριώσουν κάπου; Αυτό που νιώθω εγώ ας πούμε, το να τελειώσει η μέρα και να πάω να τρυπώσω στο σπιτάκι μου, δεν το’ χουν ποτέ αισθανθεί; Πόσο ψυχοφθόρα είναι η αέναη μετακίνηση; Μια περιπλάνηση σαν μπουλούκι αλλοτινής εποχής.

Διαβάζοντας λίγο για την προέλευση και τη ιστορία του τσίρκου, βρήκα ότι έλκει την καταγωγή του απ’ τη Ρωμαϊκή αρένα όπου τα θεάματα με τα λιοντάρια, τα μεγάλα ζώα και τις εντυπωσιακές αρματοδρομίες αποτελούσαν τον προσφιλή τρόπο διασκέδασης. Οι αθλητές των τσίρκων του μακρινού αυτού παρελθόντος πάλευαν ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής με ζώα προκειμένου να διασκεδάσουν το πλήθος. Τον μεσαίωνα, το θέαμα εγκαταλείφθηκε. Αργότερα, περιοδεύοντες θεατρίνοι εκπαίδευαν ζώα σε υπαίθριες αγορές, κάνανε ακροβατικά και άλλες επιδεξιότητες. Απ’ τις στάχτες του, το τσίρκο αναγεννήθηκε στη Βρετανία κι αυτό το οφείλει σε δυο μεγάλους του είδους, τον Philip Astley και τον Charles Hughes. Μάλιστα ο δεύτερος, είχε αναπτύξει φοβερή ικανότητα στο να εκπαιδεύει ταχυδακτυλουργούς. Σιγά σιγά, το τσίρκο μεταφέρθηκε στις αποικίες και το 1812 πέρασε στα χέρια των Αμερικανών που το άλλαξαν εξ’ ολοκλήρου, δίνοντας του πάνω-κάτω τη μορφή με την οποία μας είναι γνωστό σήμερα.

Είναι αλήθεια ότι η ζωή ενός τσίρκου δεν είναι και τόσο λαμπερή όταν σβήσουν οι προβολείς. Συνήθως, ο «θίασος» φτάνει νύχτα στον προορισμό του και μετά από ελάχιστες ώρες ξεκούρασης, το πρωί πρέπει να στήσει τη σκηνή και να ετοιμαστεί από κάθε τεχνική πλευρά, φώτα, γεννήτριες, ρούχα, καθίσματα για την παράσταση. Συνήθως, δίνουν μια παράσταση την ημέρα και δύο τα σαββατοκύριακα. Οι άνθρωποι του αποτελούν στην ουσία μια ιδιότυπη οικογένεια κι αφού λόγω του ιδιόμορφου του επαγγέλματός τους δεν μπορούν να αναπτύξουν δεσμούς με άλλους ανθρώπους απ’ έξω, παντρεύονται μεταξύ τους και γεννάνε τα παιδιά τους εκεί. Τα παιδιά αυτά μαθαίνουν να ζούνε περιπλανώμενα από τη βρεφική τους κιόλας ηλικία. Ο κόσμος του τσίρκου έχει τους δικούς του κανόνες, τους δικούς του κώδικες και όσο κι αν ακούγεται παράλογο και τις δικές του προκαταλήψεις. Ιδού κάποιες απ’ αυτές:

  • Μην στρέφεις ποτέ πίσω το κεφάλι όταν γίνεται η παρέλαση του θιάσου
  • Μην σφυρίζεις ποτέ στα καμαρίνια
  • Τα φτερά των παγωνιών σημαίνουν κακή τύχη
  • Τα ατυχήματα συμβαίνουν πιο συχνά στα σχήματα των τριών ακροβατών
  • Το τρίχωμα της ουράς του ελέφαντα φέρνει καλή τύχη.

Κλείνοντας, σας αφήνω με τη μαγική εικόνα μιας θρυλικής ταινίας. Όσοι την έχετε δει, θα θυμάστε σίγουρα τη Τζουλιέτα Μασίνα να «εκπαιδεύεται» για να ενταχθεί στο τσίρκο του «La Strada» του Φελίνι.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

Τελευταία αναχώρηση

Ήθελα από καιρό να το γράψω. Από την προ μπλογκ εποχή ήδη. Απ’ τη μια, εκείνη η μέρα κι εκείνη η εικόνα του ξενοδοχείου φαντάσματος με το στόμα να χάσκει σαν έτοιμο να σε κατασπαράξει, με είχε στοιχειώσει. Από παντού απαισιοδοξία. Κι έπειτα ήταν κι εκείνο το μπαλκόνι στη θάλασσα που γέμισε τη στιγμή με φως κι ελπίδα. Αυτός ο ανοιχτός ορίζοντας που πάντα τον ατενίζω με ανάμεικτα συναισθήματα όπου τον δω.
Απ’ την άλλη, είναι κι ένας φόρος τιμής. Εις μνήμην… Τίποτα άλλο.

Λουτράκι Τέλος Σεπτέμβρη. Πριν από ενάμιση χρόνο.

Ο καιρός είναι μελαγχολικός. Βρέχει κι έχει μια μουντάδα ο ουρανός που εναλλάσσεται με κάποιες αδρές ακτίνες ήλιου. Έχουν αρχίσει να μικραίνουν οι μέρες και η παραθεριστική λουτρόπολη αναδίδει μια μελαγχολία. Τα πιτσιρίκια δεν φοράνε τα μαγιώ τους και δεν παίζουν στην παραλία. Κρατάνε απ’ το χέρι τη μαμά και τον μπαμπά και τρέχουν ν’ αγοράσουνε τσάντα, μολύβια, τετράδια. Ο ένας και μοναδικός θερινός κινηματογράφος παίζει το τελευταίο διήμερο της σεζόν. Μετά λουκέτο. Του χρόνου πάλι. Τα τουριστικά μαγαζιά ετοιμάζονται ή να κατεβάσουν ρολά ή να ανανεώσουν το εποχιακό τους είδος. Η ματιά μου περιπλανιέται στα σωσίβια – ζωάκια και στα κουβαδάκια με μελαγχολία.

Σταματάμε για καφέ σ’ ένα πολύ κομψό μαγαζί στην αρχή της πόλης. Είναι το μόνο που έχει πιο νεανικό αέρα αφού η πλατεία κυρίως κατακλύζεται από ηλικιωμένους παραθεριστές.

Το Λουτράκι έχει μια ρετρό γοητεία. Είναι βασικά άσχημη πόλη. Παντού πολυκατοικίες και ξενοδοχεία κακής αισθητικής και μια παραλία που δεν έχει αξιοποιηθεί καταλλήλως. Θυμίζει όμως λουτρόπολη του ‘ 50, φέρνει στο μυαλό εικόνες που μπορώ να ανακαλέσω από φωτογραφίες ή ελληνικές ταινίες της εποχής εκείνης και μου θυμίζει και 2 καλοκαίρια της εφηβείας μου που είχαμε κάνει διακοπές σ’ ένα ξενοδοχείο πιο έξω απ’ την πόλη.
Τελικά νομίζω ότι απ’ το Λουτράκι όλοι κάποτε έχουμε περάσει.

Φτάνουμε μετά από καμιά ώρα στο ξενοδοχείο να την παραλάβουμε. Η γυναίκα της ρεσεψιόν μας κοιτάζει περίεργα.
«Έχουν φύγει όλοι», μας είπε κοφτά. «Σήμερα είναι η τελευταία μέρα» και σκύβει στο μεγάλο βιβλίο της.
Ναι, πράγματι, ήταν η τελευταία μέρα. Τα λουτρά έκλειναν και οι θαμώνες τους επέστρεφαν στο κλεινόν άστυ. Του χρόνου πάλι οι θεραπείες για τα ρευματικά.
«Μας περιμένει», λέμε κι οι δυο με μια φωνή
«Μα σας είπα, δεν είναι κανείς εδώ. Τα δωμάτια άδειασαν»
«Αποκλείεται», επιμένουμε εμείς με μια φωνή. «Είστε σίγουρη; Μια κυρία στο δωμάτιο τάδε στον 3ο όροφο;»
Η ρεσεψιονίστ σκέφτεται λίγο. Έπειτα λέει αδιάφορα ενώ είναι πάντα σκυμμένη στο τεράστιο βιβλίο αφίξεων/αναχωρήσεων:
«Ναι, είναι μια κυρία εκεί που δεν έφυγε ακόμα».

Ανεβαίνουμε χαρούμενες στον 3ο. Μέσα απ’ το τζαμάκι της πόρτας του ασανσέρ, φαίνονται τα άδεια δωμάτια. Στον όροφο που σταματάμε, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές. Τα δωμάτια άδεια, έρημα. Τα σεντόνια στιβαγμένα στους διαδρόμους, οι σκούπες και οι κουβάδες το ίδιο. Μια καθαρίστρια μαζεύει στο βάθος. Απόλυτη ησυχία. Ένα παντζούρι τρίζει. Ένα παραθυρόφυλλο χτυπάει ρυθμικά απ’ τον αέρα. Η φαντασία μου οργιάζει. Πόση μοναξιά να κρύφτηκε πίσω απ’ τις πόρτες των δωματίων, πόσα βογκητά από πόνους στις γεροντικές αρθρώσεις, πόσα βλέμματα να κοιτάνε το δρόμο και την κίνηση των περαστικών απ’ το μικρό μπαλκονάκι λίγο πριν βυθιστούν σε ύπνο;…

Στ’ αριστερά, το δωμάτιο της. Είναι εκεί και περιμένει. Οι βαλίτσες της έτοιμες. Η ίδια ντυμένη για αναχώρηση. Μαζί της μια φίλη των διακοπών. Η τελευταία φίλη. Περιμένει κι εκείνη τα παιδιά της να την πάρουν. Κάνανε παρέα 2 εβδομάδες, τρώγανε μαζί, πηγαίνανε βόλτες, ήπιανε και λίγο ούζο το βράδυ στο δωμάτιο. Η άλλη άναβε κι ένα τσιγαράκι. «Ε, στα 80, τι ζημιά να σου κάνει πια ένα τσιγαράκι στη χάση και στη φέξη». Το ρούφαγε, το απολάμβανε κι όταν τέλειωνε, έπιανε πάλι το πλεκτό. Αστεία εικόνα. Απ’ αυτές που είναι αστείες γύρω- γύρω κι έχουν μια δόση θλίψης στη μέση.

Βγαίνω σ’ ένα μπαλκόνι ενός δωματίου απέναντι απ’ το δικό της να μιλήσω στο τηλέφωνο. Η θάλασσα απλώνεται γαλάζιο σεντόνι μπροστά μου, με αχνές γκρι πινελιές. Ο ήλιος αρχίζει δειλά-δειλά να ξεπροβάλλει. Ανοιχτός ορίζοντας. Γαλήνη. Το καλοκαίρι που έφυγε, ο χειμώνας που θα’ ρθει, αυτοί που θα φύγουν κι οι άλλοι που θα’ ρθουν ξανά. Απ’ τη ζωή και στο Λουτράκι. Κι αντίστροφα.

Κατεβαίνουμε όλες μαζί με το ασανσέρ. Αφήνουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και πάμε για φαγητό. Αφήνουμε πίσω μας το ξενοδοχείο με την ατμόσφαιρα θρίλερ στο εσωτερικό. Τελευταία αναχώρηση.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

Οι περιπέτειες μιας ατζέντας…

Σε μερικά πράγματα είμαι πολύ παλιομοδίτισσα, old-fashioned girl που λέμε και αγγλιστί. Έχω ας πούμε μια συνήθεια εδώ και χρόνια. Κρατάω ατζέντα. Εντάξει, δεν είναι και τόσο φοβερό ίσως. Στην προ κινητών εποχή μάλιστα, σχεδόν ήταν must. Εγώ όμως, σε πείσμα της μόδας και της τεχνολογίας, ακόμα και στα έτη ΜΚ (μετά κινητών) εξακολουθώ να την τηρώ ευλαβικά.
Όταν ήμουνα 18 χρονών, ήταν πολύ στη μόδα το organizer ή filofax. Κάθε γυναίκα που σεβόταν τον εαυτό της είχε οπωσδήποτε ένα. Αν ήταν δε και μεγάλο, ακόμα καλύτερα. Προσέδιδε prestige στη σοφιστικέ εικόνα της. Τα χρώμα που θεωρείτο must μάλιστα, ήταν ένα βαθύ κόκκινο, πέρα των κλασσικών μαύρων και καφέ. Στα περιοδικά της εποχής, όλα τα μοντέλα φωτογραφίζονταν με concept επιτυχημένης εργαζόμενης, ταγέρ και το filofax ανά χείρας.
Είχα αποκτήσει λοιπόν κι εγώ ένα filofax αν και δν εργαζόμουνα ακόμη τότε και ονειρευόμουνα να είμαι τόσο απασχολημένη - busy αγγλιστί- εκεί γύρω στη χρυσή εποχή των 30 μου που να ξεχειλίζει από σημειώσεις και χαρτάκια.
Εντελώς off the record, να σας εξομολογηθώ ότι τώρα που διανύω αυτό που κάποτε φάνταζε- άγνωστο γιατί- ως χρυσή εποχή, δεν θέλω καθόλου να είμαι busy και δεν θέλω σημειώσεις και χαρτάκια να κρέμονται από πουθενά και ονειρεύομαι απεριόριστο ελέυθερο χρόνο για να κάθομαι και να κοιτάω απλώς το ταβάνι…
Οι εποχές λοιπόν πέρασαν και ήρθαν οι υπολογιστές, τα laptops τα palmtops και τα κινητά και όλα αυτά που περιέγραψα πριν ανήκουν σε ιστορία επιστημονικής φαντασίας του παρελθόντος.
Η ατζέντα όμως παρέμεινε σε πείσμα όλων των αλλαγών. Κάθε χρόνο αγόραζα μία και κάθε φορά εκεί γύρω στις αρχές του Γενάρη, μετέφερα τα δεδομένα της περυσινής στην καινούργια. Η ατζέντα χρησίμευε και σαν προσωπικό ημερολογιάκι. Σημείωνα ραντεβού, ό, τι θεωρούσα σημαντικό και στον τηλεφωνικό κατάλογο τα τηλέφωνα. Εννοείται ότι παρόλο που τα περισσότερα τα είχα περασμένα και στο κινητό, τα ήθελα και γραπτώς στην ατζέντα. Επιπλέον, υπήρχαν κι ένα σωρό τηλέφωνα πρώτης ανάγκης που δεν τα είχα στο κινητό, όπως θεάτρων, μουσείων, ηλεκτρολόγων, υδραυλικών, κομμωτηρίων κτλ.
Για φέτος, αυτή τη δουλειά την έκανα χθες. Και διαπίστωσα ότι πρώτη φορά μετά από χρόνια, το ογκώδες filofax της μετεφηβείας μου και η μακρόστενη ορθογώνια ατζέντα που κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια και μέχρι πρότινος, αντικαταστάθηκε από μια μικρούλα. Φέτος συνειδητά αγόρασα μια μικρή μαύρη τετράγωνη για να μην πιάνει πολύ χώρο στην τσάντα μου. Και καθώς αντέγραφα τα τηλέφωνα (παλιά μου τέχνη κόσκινο), διαπίστωσα ότι κάθε χρόνο μεταφέρω όλο και λιγότερα στον επόμενο. Από την περυσινή, κάποιοι δεν ζούνε πια, κάποιοι δεν είναι τόσο φίλοι πια, κάποιοι δεν έχουν καν τον τυχαίο λόγο ύπαρξης που είχαν εκεί άλλοτε και κάποιοι ελάχιστοι παρέμειναν – εκτός των αγαπημένων και των φίλων βέβαια που τα τηλέφωνα τους τα ξέρω κι από μνήμης- για καθαρά συναισθηματικούς λόγους.
Και μ’ έπιασε μια μελαγχολία καθώς σκέφτηκα τις αλλαγές που επέφερε και επέβαλλε το πέρασμα του χρόνου οριστικά και αμετάκλητα…

Κυριακή, Ιανουαρίου 07, 2007

Απορία Ψάλτου...

Γιατί δηλαδή επικαλούμαστε τον φιλελευθερισμό μας και σπεύδουμε να κινητοποιηθούμε προασπίζοντας και διαφυλάσσοντας τα δικαιώματα των άλλων όταν αυτοί είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, καταπιεσμένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι, εξαθλιωμένοι, ενώ αντίθετα όταν πρόκειται για τα δικά μας δικαιώματα(πολυτελείας κι όχι διαβίωσης) που νιώθουμε ότι κάποιοι τα καπηλεύονται, γινόμαστε οι χειρότεροι δικτάτορες παρασύροντας στο διάβα μας ό,τι μας εμποδίζει κι αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να επωμίζονται τις συνέπειες του περάσματος μας;

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007

Πρωτοχρονιάτικο και εορταστικό!

Καταρχήν, καλώς σας βρίσκω, όσους τελικά θα βρω, γιατί μετά από τόση απουσία, δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος. Μου χρειαζόταν το διάλειμμα για να φορτίσω τις μπαταρίες μου. Πάντα, κάπου εκεί, στα μέσα του Δεκέμβρη, νιώθω μια έντονη κούραση. Είναι η δουλειά, είναι η αναμονή για το επιβεβλημμένο των Χριστουγέννων, τουλάχιστον όπως πλασάρεται τα τελευταία χρόνια, η ανάγκη για αλλαγές, η διάθεση για ξεκούραση και χρόνο με τα αγαπημένα πρόσωπα.

Το 2006 έκλεισε με τη ζυγαριά να κλείνει προς τα θετικά, σε αντίθεση με άλλες χρονιές.

Τους βαριέμαι τους απολογισμούς και τις σημειώσεις για το τι θα ήθελα να κάνω τον καινούργιο χρόνο. Τελικά, δεν έχει και τόση σημασία, γιατί η ζωή φτιάχνει συνήθως πιο πρωτότυπα σενάρια.

Για μένα, κάθε καινούργια χρονιά, συμπίπτει σχεδόν με το ότι μεγαλώνω κατά ένα χρόνο κι αυτό ακόμα μου είναι ευχάριστο. Προς το παρόν, μπορώ να κοιτάζομαι ακόμα στον καθρέφτη και να με πιάνει μια παρόρμηση να κάνω τις ίδιες τρέλλες που έκανα στην εφηβεία μου και που κάνουν άλλωστε κι όλοι οι έφηβοι.

Είναι φαίνεται αυτό που λένε ότι μέσα μας παραμένουμε πάντα παιδιά. Εξαιρούνται βέβαια κάποιοι ελάχιστοι που γεννήθηκαν ήδη γέροι. Ευτυχώς, δεν έχω γνωρίσει τέτοιους.

Αν δεν το καταλάβατε ακόμα, το σημερινό ποστ μου το αφιερώνω. Είναι καινούργιο, είναι πρωτοχρονιάτικο (με 5 μέρες καθυστέρηση) και είναι και γενέθλιο!