Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

Τελευταία αναχώρηση

Ήθελα από καιρό να το γράψω. Από την προ μπλογκ εποχή ήδη. Απ’ τη μια, εκείνη η μέρα κι εκείνη η εικόνα του ξενοδοχείου φαντάσματος με το στόμα να χάσκει σαν έτοιμο να σε κατασπαράξει, με είχε στοιχειώσει. Από παντού απαισιοδοξία. Κι έπειτα ήταν κι εκείνο το μπαλκόνι στη θάλασσα που γέμισε τη στιγμή με φως κι ελπίδα. Αυτός ο ανοιχτός ορίζοντας που πάντα τον ατενίζω με ανάμεικτα συναισθήματα όπου τον δω.
Απ’ την άλλη, είναι κι ένας φόρος τιμής. Εις μνήμην… Τίποτα άλλο.

Λουτράκι Τέλος Σεπτέμβρη. Πριν από ενάμιση χρόνο.

Ο καιρός είναι μελαγχολικός. Βρέχει κι έχει μια μουντάδα ο ουρανός που εναλλάσσεται με κάποιες αδρές ακτίνες ήλιου. Έχουν αρχίσει να μικραίνουν οι μέρες και η παραθεριστική λουτρόπολη αναδίδει μια μελαγχολία. Τα πιτσιρίκια δεν φοράνε τα μαγιώ τους και δεν παίζουν στην παραλία. Κρατάνε απ’ το χέρι τη μαμά και τον μπαμπά και τρέχουν ν’ αγοράσουνε τσάντα, μολύβια, τετράδια. Ο ένας και μοναδικός θερινός κινηματογράφος παίζει το τελευταίο διήμερο της σεζόν. Μετά λουκέτο. Του χρόνου πάλι. Τα τουριστικά μαγαζιά ετοιμάζονται ή να κατεβάσουν ρολά ή να ανανεώσουν το εποχιακό τους είδος. Η ματιά μου περιπλανιέται στα σωσίβια – ζωάκια και στα κουβαδάκια με μελαγχολία.

Σταματάμε για καφέ σ’ ένα πολύ κομψό μαγαζί στην αρχή της πόλης. Είναι το μόνο που έχει πιο νεανικό αέρα αφού η πλατεία κυρίως κατακλύζεται από ηλικιωμένους παραθεριστές.

Το Λουτράκι έχει μια ρετρό γοητεία. Είναι βασικά άσχημη πόλη. Παντού πολυκατοικίες και ξενοδοχεία κακής αισθητικής και μια παραλία που δεν έχει αξιοποιηθεί καταλλήλως. Θυμίζει όμως λουτρόπολη του ‘ 50, φέρνει στο μυαλό εικόνες που μπορώ να ανακαλέσω από φωτογραφίες ή ελληνικές ταινίες της εποχής εκείνης και μου θυμίζει και 2 καλοκαίρια της εφηβείας μου που είχαμε κάνει διακοπές σ’ ένα ξενοδοχείο πιο έξω απ’ την πόλη.
Τελικά νομίζω ότι απ’ το Λουτράκι όλοι κάποτε έχουμε περάσει.

Φτάνουμε μετά από καμιά ώρα στο ξενοδοχείο να την παραλάβουμε. Η γυναίκα της ρεσεψιόν μας κοιτάζει περίεργα.
«Έχουν φύγει όλοι», μας είπε κοφτά. «Σήμερα είναι η τελευταία μέρα» και σκύβει στο μεγάλο βιβλίο της.
Ναι, πράγματι, ήταν η τελευταία μέρα. Τα λουτρά έκλειναν και οι θαμώνες τους επέστρεφαν στο κλεινόν άστυ. Του χρόνου πάλι οι θεραπείες για τα ρευματικά.
«Μας περιμένει», λέμε κι οι δυο με μια φωνή
«Μα σας είπα, δεν είναι κανείς εδώ. Τα δωμάτια άδειασαν»
«Αποκλείεται», επιμένουμε εμείς με μια φωνή. «Είστε σίγουρη; Μια κυρία στο δωμάτιο τάδε στον 3ο όροφο;»
Η ρεσεψιονίστ σκέφτεται λίγο. Έπειτα λέει αδιάφορα ενώ είναι πάντα σκυμμένη στο τεράστιο βιβλίο αφίξεων/αναχωρήσεων:
«Ναι, είναι μια κυρία εκεί που δεν έφυγε ακόμα».

Ανεβαίνουμε χαρούμενες στον 3ο. Μέσα απ’ το τζαμάκι της πόρτας του ασανσέρ, φαίνονται τα άδεια δωμάτια. Στον όροφο που σταματάμε, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές. Τα δωμάτια άδεια, έρημα. Τα σεντόνια στιβαγμένα στους διαδρόμους, οι σκούπες και οι κουβάδες το ίδιο. Μια καθαρίστρια μαζεύει στο βάθος. Απόλυτη ησυχία. Ένα παντζούρι τρίζει. Ένα παραθυρόφυλλο χτυπάει ρυθμικά απ’ τον αέρα. Η φαντασία μου οργιάζει. Πόση μοναξιά να κρύφτηκε πίσω απ’ τις πόρτες των δωματίων, πόσα βογκητά από πόνους στις γεροντικές αρθρώσεις, πόσα βλέμματα να κοιτάνε το δρόμο και την κίνηση των περαστικών απ’ το μικρό μπαλκονάκι λίγο πριν βυθιστούν σε ύπνο;…

Στ’ αριστερά, το δωμάτιο της. Είναι εκεί και περιμένει. Οι βαλίτσες της έτοιμες. Η ίδια ντυμένη για αναχώρηση. Μαζί της μια φίλη των διακοπών. Η τελευταία φίλη. Περιμένει κι εκείνη τα παιδιά της να την πάρουν. Κάνανε παρέα 2 εβδομάδες, τρώγανε μαζί, πηγαίνανε βόλτες, ήπιανε και λίγο ούζο το βράδυ στο δωμάτιο. Η άλλη άναβε κι ένα τσιγαράκι. «Ε, στα 80, τι ζημιά να σου κάνει πια ένα τσιγαράκι στη χάση και στη φέξη». Το ρούφαγε, το απολάμβανε κι όταν τέλειωνε, έπιανε πάλι το πλεκτό. Αστεία εικόνα. Απ’ αυτές που είναι αστείες γύρω- γύρω κι έχουν μια δόση θλίψης στη μέση.

Βγαίνω σ’ ένα μπαλκόνι ενός δωματίου απέναντι απ’ το δικό της να μιλήσω στο τηλέφωνο. Η θάλασσα απλώνεται γαλάζιο σεντόνι μπροστά μου, με αχνές γκρι πινελιές. Ο ήλιος αρχίζει δειλά-δειλά να ξεπροβάλλει. Ανοιχτός ορίζοντας. Γαλήνη. Το καλοκαίρι που έφυγε, ο χειμώνας που θα’ ρθει, αυτοί που θα φύγουν κι οι άλλοι που θα’ ρθουν ξανά. Απ’ τη ζωή και στο Λουτράκι. Κι αντίστροφα.

Κατεβαίνουμε όλες μαζί με το ασανσέρ. Αφήνουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και πάμε για φαγητό. Αφήνουμε πίσω μας το ξενοδοχείο με την ατμόσφαιρα θρίλερ στο εσωτερικό. Τελευταία αναχώρηση.

16 σχόλια:

An-Lu είπε...

....

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχη αν και με δόση πικρίας η περιγραφή σου. Ολοι έχουμε περάσει απο το Λουτράκι. Τα Λουτράκια όμως εκεί μας περιμένουν κι αν πτωχικά τα βρούμε, εκείνα δεν μας γέλασαν.
Ετσι σοφή και πονετική πρός τους άλλους που έγινες, με τόση πείρα στη ζωή ήδη θα το κατάλαβες τα Λουτράκια τι σημαίνουν

bebelac είπε...

Αχ φιλενάδα, αχ....το τελευταίο καλοκαίρι μαζί της... δεν μπορώ να ξαναπάω εκεί πια... σ' ευχαριστώ, και σ' αγαπώ.

114ΛΕΞΕΙΣ είπε...

Μελαγχόλησες...

Αλεπού είπε...

@an-lu
...
@θεία λένα
Καταρήν καλώς μας ήρθες. Κατά δεύτερον, ευχαριστώ για την παραλλαγή ;)
@bebelac
Τα λόγια είναι πάντα φτωχά μπροστά σ' αυτά που έχουμε νιώσει.
@padrazo
Η ζωή είναι εξαρχής μελαγχολική!

114ΛΕΞΕΙΣ είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
markos-the-gnostic είπε...

ναι το Λουτράκι... το θυμάμαι κι εγώ με τη χαρά της Λίμνης και του Ηραίου...

114ΛΕΞΕΙΣ είπε...

Η ζωή είναι κατ' αρχήν αθώα.
καλη εβδομαδα να εχουμε :)

Ανώνυμος είπε...

Σου λείπει πολύ, έτσι;

Αλεπού είπε...

@markos the gnostic
ίσως φταίει το ότι τονίζω περισσότερο το μελαγχολικό της πόλης παρά το γεγονός αυτό καθαυτό.
Το ποστ το έγραψα για άλλο λόγο. Εσύ, θα καταλάβεις :)
@padrazo
Καλή εβδομάδα :)
@mpampakis
Είχε καλή αύρα!

Кроткая είπε...

νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος που αντιπαθώ αυτές τις λουτροπόλεις. Η ΄μοναξιά κι η μελαγχολία μιας άλλης εποχής που αναδίνουν.

Σνιφ, αλεπούδιους!

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

Το επόμενο post σου θα ήθελα να ναι στολισμένο με χρώματα...

Αλεπού είπε...

@krotkaya
Σνιφ κι από μένα :(
@vita mi barouak
Θα συμμορφωθώ με την επιθυμία σου πάραυτα! ;))

NinaC είπε...

:(

George Holiastos είπε...

ΛΟΥΤΡΑΚΙ

Στης Κορινθίας το ασημένιο τάσι
μια χρυσαφένια το Λουτράκι στάλα.
Στης φύσης μέσα το λαμπρό γιορτάσι
πιόμα που πιο μεθάει από τ’άλλα.

Μια ηλιαχτίδα θάλασσας. Μια σκέπη
από αστέρινο ουρανό γαλάζο.
Λοφάκια πέρα. Και, ωραία ως πρέπει,
βαρκούλες- άνθη στο νερένιο βάζο.

Τη μέρα χαρωπό το κυματάκι
στην άμμο της ακτής της δαντελλένιας΄
τη νύχτα απαλοκοίμητο παιδάκι
χωρίς το σκιάσιμο καμμίας έγνιας.

Και τα νερά του τα ευλογημένα
σα στοργική μιαν αγκαλιά κρατάνε
όσα κορμιά εντός του αφημένα
θάλασσα κι ήλιο πίνοντας, μεθάνε.

Κι όποιος σ’ αυτό θα πάει, δεν είναι ξένος-
μιαν αύρα φιλική τονε τυλίγει
και σα στο σπίτι του νιώθει φερμένος
που με δικούς του ανθρώπους πάντα σμίγει.

Η γη παιδί ακριβό της το μετράει.
Και το ασημοντυμένο φεγγαράκι
ως με τ΄αστέρια παίζει και γελάει
γράφει στα πλάτια τ΄ουρανού: Λουτράκι!

Λουτράκι! Μια γωνιά όπου εντός της
κάθε όνειρο καλό, αλήθεια βγαίνει.
Λουτράκι! Στο βιβλίο της ανθρωπότης,
το παραμύθι τώρα που συμβαίνει.
---

2-6-08
Γιώργης Χολιαστός

George Holiastos είπε...

ΛΟΥΤΡΑΚΙ

Στης Κορινθίας το ασημένιο τάσι
μια χρυσαφένια το Λουτράκι στάλα.
Στης φύσης μέσα το λαμπρό γιορτάσι
πιόμα που πιο μεθάει από τ’άλλα.

Μια ηλιαχτίδα θάλασσας. Μια σκέπη
από αστέρινο ουρανό γαλάζο.
Λοφάκια πέρα. Και, ωραία ως πρέπει,
βαρκούλες- άνθη στο νερένιο βάζο.

Τη μέρα χαρωπό το κυματάκι
στην άμμο της ακτής της δαντελλένιας΄
τη νύχτα απαλοκοίμητο παιδάκι
χωρίς το σκιάσιμο καμμίας έγνιας.

Και τα νερά του τα ευλογημένα
σα στοργική μιαν αγκαλιά κρατάνε
όσα κορμιά εντός του αφημένα
θάλασσα κι ήλιο πίνοντας, μεθάνε.

Κι όποιος σ’ αυτό θα πάει, δεν είναι ξένος-
μιαν αύρα φιλική τονε τυλίγει
και σα στο σπίτι του νιώθει φερμένος
που με δικούς του ανθρώπους πάντα σμίγει.

Η γη παιδί ακριβό της το μετράει.
Και το ασημοντυμένο φεγγαράκι
ως με τ΄αστέρια παίζει και γελάει
γράφει στα πλάτια τ΄ουρανού: Λουτράκι!

Λουτράκι! Μια γωνιά όπου εντός της
κάθε όνειρο καλό, αλήθεια βγαίνει.
Λουτράκι! Στο βιβλίο της ανθρωπότης,
το παραμύθι τώρα που συμβαίνει.
---

2-6-08
Γιώργης Χολιαστός