Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ

Μου είχαν κάνει δώρο το βιβλίο στο τέλος του καλοκαιριού. Όλο κάτι συνέβαινε κι όταν έπιανα να το ξεκινήσω, δεν το προχωρούσα. Όχι γιατί δεν μου άρεσε, αλλά γιατί μου προέκυπτε διαρκώς κάτι άλλο και δεν είχα χρόνο και μυαλό ν’ αφοσιωθώ. Δεν πρόκειται για βιβλίο που το ξεπετάς σαν να ήσουνα στην παραλία το καλοκαίρι – αν και μεταξύ μας έχω διαβάσει και πολύ δύσκολα πράγματα σε παραλίες, αλλά δεν είναι του παρόντος-.
Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να διαβάσω αμέσως πριν, ένα βιβλίο που γράφτηκε προ δεκαεπενταετίας για τον βίο το έργο και την πολυτάραχη προσωπικότητα της Καμίλ Κλωντέλ. Έχω κόλλημα με την Κλωντέλ και σας το έχω δείξει και σε σχετικό ποστ. Την Καμίλ λοιπόν, ακολούθησε ο βίος, το έργο και η πολυτάραχη προσωπικότητα της αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβιας Πλαθ.
Το ενδιαφέρον του εν λόγω βιβλίου είναι ότι εστιάζει στον θάνατο πιο πολύ απ’ ότι στη ζωή της, προτάσσοντας τον μάλιστα και στον τίτλο, ίσως γιατί η ζωή της Σύλβιας ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.

Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε το 1932 στη Βοστόνη και ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας της Όττο Πλαθ ήταν διακεκριμένος καθηγητής εντομολογίας στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Ο πρόωρος θάνατος του όταν η Σύλβια ήταν οκτώ ετών, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή της και από κεινη τη στιγμή και μετά δεν έπαψε να της λείπει η αγάπη του και η αποδοχή του. Πίστευε μάλιστα ότι εκείνος εξακολουθούσε να ζει μέσα της «υφασμένος μες στα κύτταρα του ψηλού μου κορμιού». Επισκέπτεται για πρώτη φορά τον τάφο του σε ηλικία εικοσιέξι ετών και μεταφέρει την ατμόσφαιρα του χώρου στο μυθιστόρημα της «Ο γυάλινος κώδωνας». Στα τελευταία ποιήματα της – σύμφωνα με τον Α. Αλβάρεζ- δείχνει να έχει πειστεί ότι η ρίζα της δυστυχία της ήταν ο θάνατος του πατέρα της τον οποίον υπεραγαπούσε κι εκείνος την εγκατέλειψε και την έσυρε μαζί του στον θάνατο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της μάλιστα, έλεγε στον εαυτό της ότι η ένταση με την οποία ποθούσε την ανδρική συντροφιά προπερχόταν από την παρουσία ενός μεγαλύτερου άνδρα μέσα στο σπίτι κι αργότερα ως παντρεμένη, δεν είχε την παραμικρή ανοχή στη μακρόχρονη στέρηση του συζύγου της.
Σε ηλικία 17 χρονών, είναι ήδη συντάκτρια στο «The Bradford» και συγχρόνως γράφει μια στήλη για το «The Townsman». Απ’ το 1950, αρχίζει να γράφει μυθιστορήματα για περιοδικά, ανάμεσα τους το «Και το καλοκαίρι δεν θα ξανάρθει» για το «Seventeen» και το «Πικρές φράουλες» για το «Christian Science Monitor». Γίνεται δεκτή με υποτροφία στο κολέγιο Σμιθ της Μασαχουσέτης και δυο μήνες πριν συμπληρώσει τα 20 χρόνια της βραβεύεται για το διήγημα της «Κυριακή στους Μίντον».
Πραγματοποιεί την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας τον Αύγουστο του 1953 καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα υπνωτικών χαπιών. Στο ημερολόγιο τοίχου, δίπλα στις 4 Ιουλίου 1953 είχε γράψει τη λέξη απόφαση. Το διάστημα των επτά εβδομάδων που μεσολάβησε ανάμεσα στην απόφαση και την πράξη, ήταν για να δώσει χρόνο στον εαυτό της να αναθεωρήσει. Ένα ενδιαφέρον περιστατικό που η Σύλβια αρεσκόταν πολύ να διηγείται ήταν πώς έμαθε να μπουσουλάει σε νηπιακή ηλικία. Την είχαν αφήσει στην αμμουδιά και κείνη κατευθυνόταν προς το πελώριο κύμα. Η μητέρα της την άρπαξε εγκαίρως. Αν και ουσιαστικά δεν κινδύνεψε πραγματικά τότε, η ερμηνεία που η ίδια έδινε στο γεγονός, ήταν πιο επικίνδυνη απ’ το ίδιο το γεγονός γιατί την έκανε να παγιώσει έναν τρόπο σκέψης και να εγκλωβιστεί στη σαγήνη που της ασκούσε ο θάνατος. Σ’ ένα μεταγενέστερο ποίημα της τις «Τουλίπες», φαίνεται καθαρά πως η επιθυμία θανάτου γίνεται αναπόσπαστη με την παλινδρομική επιθυμία της ν’ αποποιηθεί τις ευθύνες της καθημερινότητας. Έχει παραδώσει το όνομα και τα ρούχα της στις νοσοκόμες, το ιστορικό της στον αναισθησιολόγο, το σώμα της στον χειρουργό. Είναι γαλήνια, είναι ο κανένας.
Μόλις συνήλθε σωματικά απ’ την κατάποση των υπνωτικών, εισήλθε στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου κι έναν μήνα αργότερα, τέθηκε υπό την παρακολούθηση της Δρ Ρουθ Μπούσερ.

Θαρρείς κι αυτό που ήθελα να σκοτώσω, δεν ήταν μέσα από το δέρμα, δεν ήταν ο αδύναμος, γαλάζιος παλμός που τιναζόταν κάτω από το δάχτυλο μου, μα κάπου αλλού, πιο βαθιά, πιο μυστικά, κάπου πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί. - "Ο γύαλινος κώδωνας"

Επιστέφει υγιής στο κολέγιο και το καλοκαίρι του 1954 παρακολουθεί μαθήματα στο Χάρβαρντ. Η διπλωματική της εργασία στο Σμιθ έχει τίτλο «Ο σωσίας του Ντοστογιέφσκι». Κερδίζει υποτροφία για το Κέιμπριτζ.
Η διετία 1954-55 καταγράφεται ως ιδιαίτερα έντονη για τις σχέσεις της με το άλλο φύλλο. Οι άντρες διαδέχονται ο ένας τον άλλο στη ζωή της μέχρι τον Φεβρουάριο του 1956 όπου σ’ ένα πάρτυ του Κέιμπριτζ, γνωρίζει τον γοητευτικό Τεντ Χιουζ, φέρελπι νέο ποιητή που έμελλε να είναι ο εκλεκτός στην καρδιά της. Σπεύδει να τον παντρευτεί 4 μήνες μετά την πρώτη γνωριμία τους. Η σχέση τους είναι θυελλώδης. Η Σύλβια προσκολλάται πάνω του και γίνεται ιδιαίτερα κτητική και ζηλιάρα, γεγονός που κάποιες φορές οδηγεί ακόμα και σε ξυλοδαρμό από την πλευρά του Χιουζ. Τα 7 χρόνια που μεσολαβούν από το γάμο τους ως την αυτοκτονία της, είναι μια αέναη μετακίνηση του ζευγαριού στην Αγγλία ψάχνοντας το ιδανικό σπίτι που θα τους στεγάσει με διαλείματα ταξιδιών στην Αμερική, στη γενέτειρα της Σύλβιας. Εντωμεταξύ, το 1957, η Σύλβια αποφοιτά απ’ το πανεπιστήμιο και αρχίζει να διδάσκει στο Σμιθ. Ξεκινάει ψυχανάλυση με τη Δρ Μπούσερ το 1958 ενώ το 1960 φέρνει στον κόσμο τη Φρίντα, το πρώτο τους παιδί. Η καθημερινότητα τη βρίσκει μοιρασμένη ανάμεσα στα καθήκοντα της μητρότητας, του σπιτιού και στις συγγραφικές της ενασχολήσεις. Έξι μήνες μετά τη γέννηση της κόρης της, εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ο κολοσσός». Το 1962, αποκτά και το δεύτερο παιδί της, τον Νίκολας και γράφει ποίηση σε πολύ εντατικούς ρυθμούς, ακόμα και τα ξημερώματα που τα παιδιά κοιμούνται. Τον Ιούνιο αυτής της χρονιάς, ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο της να βγαίνει έξω απ’ το δρόμο, καταγράφεται απ’ την ίδια σαν απόπειρα αυτοκτονίας. Παράλληλα, πληροφορείται την παράνομη σχέση του Χιουζ με την γερμανορωσίδα Άσια Ουέβιλ. Στην Άσια και τον άντρα της, τον νεαρό καναδό ποιητή Ντέιβιντ Ουέβιλ, είχαν πουλήσει οι Χιουζ το διαμέρισμα τους στο Λονδίνο. Η εξωσυγική ιστορία του Χιουζ, κλονίζει ιδιαίτερα την ήδη εύθραυστη ψυχοσύνθεση της, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα στα τελευταία 26 ποιήματα κατά τη διάρκεια του μήνα που ακολούθησε τον χωρισμό τους.
Εγκαταλείπει το σπίτι στο Ντέβον κι εγκαθίσταται με τα δυο παιδιά σ’ ένα διαμέρισμα του Λονδίνου. Εκδίδει τον Ιανουάριο του 1963 τον «Γυάλινο κώδωνα» με ψευδώνυμο κι αρχίζει να ετοιμάζει μια συλλογή με σαρανταένα ποίηματα υπό τον γενικό τίτλο «Άριελ.»
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1962, η Σύλβια Πλαθ άφησε ψωμί και γάλα δίπλα στα κρεββάτια των κοιμισμένων παιδιών της. Ύστερα, έχωσε πετσέτες και σεντόνια στις χαραμάδες της πόρτας του υπνοδωματίου τους και της κουζίνας. Επίσης, με ιδιαίτερη σχολαστικότητα κόλλησε ταινία στις χαραμάδες των πορτών. Άφησε ένα σημείωμα με το όνομα και το τηλέφωνο του δόκτορα Χόρντερ και την παράκληση να του τηλεφωνήσουν κι έχωσε το κεφάλι της μέσα στο φούρνο έχοντας ανοίξει όλους τους διακόπτες του γκαζιού.
Η Σύλβια διέθετε μπόλικα υπνωτικά χάπια για να αυτοκτονήσει, επέλεξε όμως το γκάζι κι αυτό θυμίζει περιγραφή της ίδιας στο ημερολόγιο της, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν διάλεξε αέριο αντί για νοβοκαϊνη στον οδοντίατρο απολαμβάνοντας την αίσθηση της καθόδου του αερίου στα πνευμόνια της.

Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο της υπήρξαν επεισοδιακά υπό την έννοια ότι η Σύλβια όσο ακόμα ζούσε ήταν σχετικά άγνωστη, ενώ μετά θάνατον, έλαμψε διεθνώς, κάτι σπάνιο για ποιητή, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε και μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από χαμένα κομμάτια του έργου της καθώς και από χαμένα της γράμματα και σελίδες ημερολογίου. Οι ευθύνες αποδόθηκαν στον Τεντ Χιουζ, ο οποίος μάλιστα εντελώς αψυχολόγητα όρισε ως υπεύθυνο του συνόλου του πνευματικού έργου της Σύλβιας την αδερφή του με την οποία η ποιήτρια δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Σήμερα 44 χρόνια μετά την αυτοκτονία της Σύλβιας Πλαθ, δεν υπάρχει επίσημος βιογράφος της.

16 σχόλια:

enteka είπε...

poly endiaferon post
na sai kala!

alzap είπε...

Εγώ μικρή στο είπα πριν δω το ποστ.
Είσαι έτοιμη για τη Καίτη Ντάλη.

allmylife είπε...

τις λατρεύω και τις δύο!

ο κυρ πανικός είναι πάντα στο γραφείο μου - και η Αριελ!

όταν πρωτοεργάστηκα στα βιβλιοπωλεία, η Πλαθ δεν κυκλοφορούσε στα ελληνικά,
ούτε η Ντίκινσον βέβαια που είναι η αγαπημένη μου από τις κυρίες της ποιήσεως και ανάγκαζα τους φίλους που τα ξί δευ αν να μου φέρνουν τις πρωτότυπες εκδόσεις.

ξέρετε Αλεπού:
όσους έχουν δει το Παρίσι 3 διαφορετικές εποχές..........
:)

Αλεπού είπε...

@enteka
χαίρομαι που το βρήκες ενδιαφέρον. Να είσια και συ καλά!
@alzap
Σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα :)
@allmylife
το πιάσαμε το υπονοούμενο και θα ανταποκριθούμε με πρωτότυπα ;)

markos-the-gnostic είπε...

νομίζω ότι βρήκε επίσημο βιογράφο...

Αλεπού είπε...

@markos the gnostic
Αυτό θα το πάρω ως κοπλιμέντο...

fish eye είπε...

..πολυ ενδιαφερον..μπραβο σου..

Αλεπού είπε...

@με το φεγγάρι αγκαλιά
Σ' ευχαριστώ φεγγαρένια!

bebelac είπε...

Χμ! ενδιαφέρον.

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

DESTROYED!!!

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Αλεπού είπε...

@bebelac
Χμ, ναι!
@vita mi barouak
Self-destroyed

Lupa είπε...

Πάρα πολύ καλή δουλειά.
Υπογραμμίζω το γεγονός ότι απέφυγες να αναφερθείς εκτενέστερα στον Hughes συνδέοντάς τον κατευθείαν με την αυτοκτονία της (όπως έκαναν αρκετοί)
Ξανά, μπράβο!

Αλεπού είπε...

@lupa
Σ' ευχαριστώ και καλώς ήρθες απ' τα μέρη μας.

An-Lu είπε...

Μόλις χθες μπόρεσα να δω την ταινία "Σύλβια", η οποία περιγράφει ακριβώς αυτά...

Αλεπού είπε...

@an-lu
Γοργονίτσα, εγώ θέλω να την ξαναδώ την ταινία, αν και φοβάμαι ότι μετά το βιβλίο θα με καταθλίψει.