Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2006

Από παλιό μύθο των Βίκινγκς

Στ' όνειρο μου
τη γυναίκα μου άκουσα να λέει:
"Φτωχό μου εσύ κουράστηκες
έλα ν' αναπαυθείς.
Μικρός να γίνεις σαν έμβρυο,
στα σπλάχνα μου να κοιμηθείς".
Τρύπωσα στα σπλάχνα της
και σαν παιδί κοιμήθηκα.
Κι έγινα μικρός, τόσο μικρός
που εξαφανίστηκα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Charles Baudelaire: Ο "κακός" με τα άνθη.

Επειδή η Krotkaya και η Bebelac το ζήτησαν, ιδού:

O Charles Baudelaire γεννιέται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον Jacques Aupick, γεγονός που διαταράσσει την μέχρι τότε ήρεμη ζωή του. Η οικογένεια μετακομίζει στη Λυών το 1832, λόγω του πατριού που είναι στρατιωτικός κι επιστρέφει στο Παρίσι το 1836. Ο Charles παραμένει εσωτερικός στη Λυών στο κολέγιο Louis-le-Grand, όπου αποβάλλεται για απειθαρχία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει τελικά να αποφοιτήσει το 1839. Το μόνο που ενδιαφέρει τον μικρό Charles είναι η λογοτεχνική εργασία. Ο ακράτητος δανδισμός του ανησυχεί την οικογένεια του που τον στέλνει κοντά σε έμπιστο της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετισθεί. Μετά τα νησιά Maurice, και Βourbon, διασχίζει τις Ινδίες. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέεται με τη Jeanne Duval.Παράλληλα, γνωρίζεται με τον Balzac, τον Nerval, τον Theophille Gautier και τον Theodore de Bauville. Δεν καταφέρνει να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιουργεί τέτοια χρέη, που τον οδηγούν σε καταδίκη το 1844 (σε ηλικία 24 χρόνων). Παράλληλα, δεν συγχωρεί τη μητέρα του για το ότι τον άφησε να καταδικαστεί και οι σχέσεις τους αποκαθίστανται μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857.Δημοσιεύει τα πρώτα του έργα στο Salon de το 1845 και το 1846, στη La Fanfarlo το 1847, συνεργάζεται με τα περιοδικά Τintamarre, Corsaire-Satan, Messager, Monde literaire, Artiste, δημοσιεύοντας ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 αρχίζει να μεταφράζει Edgar Alan Poe. Το 1857 εκδίδει τα διάσημα πια "Άνθη του Κακού". Έξι απ' αυτά στηλιτεύονται από τη δικαιοσύνη, γεγονός που κλονίζει την ήδη εύθραυστη υγεία του.Παρόλα αυτά, η λογοτεχνική του δραστηριότητα είναι μεγάλη. Δημοσιεύει μια πλακέτα για τον Theophille Gautier. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον συγγραφέα της "Κυρία με τις καμέλιες" τον συνδέει στενή φιλία. Ακολουθούν οι "Τεχνητοί Παράδεισοι", οι "Αισθητικές Περιέργειες", "τα Έγκατα του Παρισιού" και η "Ρομαντική Τέχνη" το 1863.
Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο επιδεινώνεται η υγεία του, μαζί με τις ατυχίες του. Στην επιστροφή μαζί με τη μητέρα του στο Παρίσι, πεθαίνει τον Αύγουστο του 1867 σε ηλικία 46 ετών.Μετά το θάνατο του, ο Σαρτρ του αφιέρωσε μαζί με τους ομότεχνους του Ζενέ, Μωριάκ, Φλωμπέρ, σελίδες υπό την ονομασία: "Υπαρξιακή Ψυχανάλυση".

Τα άνθη του κακού αποτελούνται από τα εξής ποιήματα:

Στον αναγνώστη
Το άλμπατρος
Ο εχθρός
Το δηλητήριο
Το φιαλίδιο
Ο επιστρέφων
Νυχτερινή Αρμονία
Μελαγχολία
Πρότερη ζωή
Το ποίημα του χασίς


Πρότερη ζωή
Για καιρό κατοικούσα κάτω από απέραντους θόλους
που ήλιοι του πελάγους βάφανε με χίλιες φωτιές
τα μεγαλιώδη τους περιστύλια ευθή και μεγαλοπρεπή
τις νύχτες μοιάζανε με κρύπτες από αχάτη.

Τα κύματα με δύναμη ανασαλεύοντας του ουρανού εικόνες
αναμείγνυαν μεγαλόπρεπα και μυστικά
τις πανύσχυρες συγχορδίες της πλούσιας μουσικής τους
με τα χρώματα του δύοντος ήλιου που η ματιά μου αντικαθρέπτιζε.

Εδώ έζησα τις ήρεμες ηδονές
στο μέσον του γαλάζιου, των κυμάτων, του φέγγους του θαυμαστού
με τους γυμνούς αρωματισμένους σκλάβους
που δρόσιζαν το μέτωπο μου με φύλλα φοινικιάς
καθώς το μόνο που είχαν για μένα μόνιμο ενδιαφέρον, ήταν να βαθαίνουν
όλο και περισσότερο, το οδυνηρό μυστικό που σ' αυτόν μ' έριξε τον βαρύ μαρασμό.

La vie antιrieure

J'ai longtemps habite sous de vastes portiques
Que les soleils marins teignaient de mille feux,
Et que leurs grands piliers, droits et majestueux,
Rendaient pareils, le soir, aux grottes basaltiques.

Les houles, en roulant les images des cieux,
Mκlaint d' une facon solennelle et mystique
Les tout-puissants accords de leur riche musique
Aux couleurs du couchant reflιtι par mes veux.

C' est lΰ que j' ai vecu dans les voluptes
calmes, au milieu de l' azur, des vagues, des splendeurs
Et des esclaves nus, tout imprιs d' odeurs
Qui me rafraissaint le front avec les palmes,
Et dont l' unique soin ιtait d' approfondir
Le secret douloureux qui me faisait languir

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 13, 2006

ARTHUR RIMBAUD: ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΜΕ ΑΙΤΙΑ

Γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1854 στη Charles Ville και το πλήρες όνομα του ήταν Jean Nicola-Arthur-Rimbaud.Ο πατέρας του, λοχαγός του πεζικού, εγκατέλειψε τη σύζυγο του λόγω αγεφύρωτων διαφορών. Συγχρόνως, εγκατέλειψε και τα πέντε τους παιδιά. Ο Arthur που ήταν δευτερότοκος, έγινε μόνιμος αντίπαλος για την αυστηρή μητέρα του που συνήθιζε να βάζει τα παιδιά της να περπατάνε σε τέλεια στοίχιση. Στο σχολείο παρουσίαζε μια τέλεια αντιφατική προσωπικότητα. Απ’ τη μια, αρίστευε κι απ’ την άλλη έμπλεκε σε καβγάδες. Οι καθηγητές του παραδέχονταν το δυνατό του μυαλό και οι συμμαθητές του το επαναστατικό του πνεύμα. Στο σπίτι, στην διαρκή διαμάχη με τη μητέρα του, απέρριπτε σταδιακά για να την κοντράρει τον Θεό, το έθνος, όλους τους κανόνες κοινωνικής ηθικής καθώς και τις πανεπιστημιακές σπουδές. Μάλιστα θεωρούσε και το απολυτήριο γυμνασίου εντελώς περιττό.
Ήδη απ’ τα 16 του, αυτό που βαθύτερα επιθυμούσε ήταν να ζήσει ως ποιητής, πράγμα που ταύτιζε με την διαρκή ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Στα τέλη του Αυγούστου του 1870, αποπειράθηκε να αποδράσει απ’ το σπίτι του, πράξη που τον οδήγησε κατευθείαν στην φυλακή Μαζά, εξαιτίας μιας παρεξήγησης κατά τον έλεγχο των εισιτηρίων στον σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου θα το έσκαγε. Ο Arthur κουβαλούσε ένα πυκνογραμμένο σημειωματάριο που αν και ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για στίχους, λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου που μαινόταν, η αστυνομία το θεώρησε ύποπτο. Με τη μεσολάβηση ενός παλιού του καθηγητή, αποφυλακίστηκε κι επέστρεψε σπίτι. Η μητέρα του τον υποδέχτηκε με τη ράβδο στα χέρια. Μερικές μέρες αργότερα, ο ατίθασος Arthur το ξανάσκασε για τη βελγική πόλη Σαρλερουά. Για ένα μήνα βίωσε πείνα, ταλαιπωρία, κίνδυνο κι έγραψε στίχους γεμάτους θλίψη. Μετά επέστρεψε σπίτι γιατί ξεκινούσε ο χειμώνας.
Από το Νοέμβριο του 1870 ως το Φεβρουάριο του 1871 αποφάσισε ότι θα γινόταν οραματιστής:
«Ένας Ποιητής γίνεται οραματιστής μέσω μιας μακράς, άνευ ορίων συστηματικής αποδόμησης όλων των αισθήσεων. Με όλες τις φόρμες του έρωτα, της απελπισίας, της τρέλας, αναζητά τον εαυτό του, τον εξαντλεί με όλα τα δηλητήρια και συλλαμβάνει την πεμπτουσία τους».

Την ίδια εποχή αρχίζει ο σταδιακός εθισμός του στο αλκοόλ, αρχικά με αραιωμένη με νερό μπίρα. Παράλληλα, τον προβληματίζει η λογοτεχνική αξία κλασικών όπως του Ομήρου, του Ρακίνα, του Ουγκό και θεωρεί τη γαλλική γλώσσα άχρωμη και ανούσια. Ωστόσο, θαυμάζει πολύ τον Πωλ Βερλαίν. Κι έτσι, αποφασίζει να ξαναφύγει για το Παρίσι αυτή τη φορά. Άντεξε δυο μήνες μακριά απ’ την οικογενειακή γαλήνη κι επέστρεψε στην πόλη του άφραγκος και ταλαιπωρημένος με τα πόδια.
Μάκρυνε τα μαλλιά του, κάπνιζε πίπα κι έπλεκε χλευαστικά στιχάκια για τους αστούς με τα οποία ψυχαγωγούσε τους εκκεντρικούς θαμώνες του καφέ Πτι Μπουά όπου και σύχναζε. Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1871 κι ενώ ήδη αισθανόταν εγκλωβισμένος στα στενά όρια της επαρχιακής του πόλης, επεδίωξε να έρθει σε επαφή με τον Βερλαίν, αποστέλλοντας του κάποιους στίχους, Λίγο καιρό αργότερα ήρθε η απάντηση: «Ελάτε, αγαπητή μεγάλη ψυχή, σας περιμένουμε, σας επιθυμούμε».
Στο Παρίσι ο Βερλαίν, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του και των πεθερικών του, αποφασίζει να φέρει και τον Rimbaud στο σπίτι κι έτσι ζουν μαζί μια εποχή που πυροδοτεί το έργο «Μια εποχή στην κόλαση» το οποίο ολοκλήρωσε ο Rimbaud το φθινόπωρο του 1873. Μαζί περιπλανώνται στη Μονμάρτρη, στο Καρτιέ Λατέν, στα καφέ της Τρυντέν. Κοιμόνται τη μέρα και τη νύχτα επιδίδονται σε παντός είδους καταχρήσεις. «Δεσποινίς Rimbaud» τον αποκαλούν ειρωνικά κι εκείνος γίνεται όλο και πιο σαρκαστικός, κακεντρεχής, προσβλητικός
Οι δυο σύντροφοι συνεχίζουν τη φαντασιακή τους αναζήτηση σε Βέλγιο και Αγγλία. Οι τσακωμοί όμως, οι σκηνές ζηλοτυπίας και η ανέχεια, άρχισαν να τους δηλητηριάζουν με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλον εκ περιτροπής. Ανταλλάσσουν επιστολές επανασύνδεσης γεμάτες μεταμέλεια, απειλές αυτοκτονίας, και όρκους αφοσίωσης. Το δράμα κορυφώνεται τον Ιούλιο του 1873, όταν ο Βερλαίν πυροβόλησε στο χέρι τον Rimbaud μετά την απόφαση του τελευταίου να χωρίσουν οριστικά, Ο Βερλαίν κατέληξε στη φυλακή και ο Rimbaud επέστρεψε σπίτι του.
Με έξοδα της μητέρας του τυπώθηκε το «Μια εποχή στην κόλαση» σε 500 αντίτυπα, τα 495 απ’ τα οποία τα έκαψε ο δημιουργός τους στη συνέχεια. Η ποίηση δεν τον ενδιέφερε πια. Αντιθέτως ήθελε να μάθε τα πάντα. Διετέλεσε παιδαγωγός στη Βυρτεμβέργη, φορτοεκφορτωτής στη Μασσαλία, υπάλληλος τσίρκου στη Κοπεγχάγη και στη Στοκχόλμη, κλέφτης ταλαίπωρου αμαξά στη Βιέννη, λιποτάκτης του ολλανδικού στρατού στη Σουμάτρα. Ενδιαμέσως, επέστρεφε στη γενέτειρα του για να αφοσιωθεί στην εκμάθηση ασιατικών γλωσσών, στο πιάνο, χτυπώντας τα πλήκτρα που είχε ζωγραφίσει στο τραπέζι και ξύρισε το κεφάλι του.
Ανάμεσα στο 1880 και 1891, άρχισε να τον έλκει η Αφρική . Οργάνωνε και συνόδευε καραβάνια ανάμεσα στις χώρες της Ερυθράς θάλασσας, εμπορευόμενος χρυσό, ελεφαντόδοντο και όπλα. Συγχρόνως άρχισε να παραπονείται για ταχυκαρδίες, ρευματισμούς και αφόρητη πλήξη. Τον είλκυσε ξαφνικά το Ισλάμ κι άρχισε να μελετάει αποκλειστικά το Κοράνι. Του έφταιγαν όλα, οι ντόπιοι, ο θρησκευτικός φανατισμός, η αδυναμία του να πλουτίσει, το ότι δεν παντρεύτηκε.
Επέστρεψε υποχρεωτικά στην πόλη του τον Μάιο του 1891, προσβεβλημένος από καρκίνο. Στο νοσοκομείο της Κονσεψιόν, υπεβλήθη σε ακρωτηριασμό του ενός κάτω άκρου. Δήλωνε συνεχώς έτοιμος να απαλλαγεί απ’ τη μίζερη του ύπαρξη , παρόλο που έκανε σχέδια να προσθέσει ξύλινο πόδι. Επιθυμούσε να γυρίσει στην Αφρική και να τον γιατρέψει ο ζεστός ήλιος. Ο καρκίνος όμως έκανε μετάσταση και ο Rimbaud άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Νοεμβρίου, έχοντας μόλις κλείσει τα 37 του χρόνια.
Με δυο σονέτα θέλησε ο άλλοτε αγαπημένος του να ωραιοποιήσει το πρόωρο τέλος:
«Εσύ νεκρός, νεκρός, νεκρός! αλλά τουλάχιστον νεκρός όπως εσύ το θέλεις».

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006

Πώς πέρασα το Σαββατοκύριακο.

Αυτό το Σαββατοκύριακο, η μαμά κι ο μπαμπάς είχαν κόσμο στο σπίτι κι έτσι τηλεφώνησαν στη θεία Νίνα και τη ρώτησαν αν θα μπορούσε να με κρατήσει. «Έχω κι εγώ μια συγκέντρωση στη βίλα μου στην Επίδαυρο, αλλά να έρθει και το παιδί, δεν πειράζει», είπε εκείνη με καλοσυνάτο ύφος, ενώ όταν έκλεισε το τηλέφωνο μάθαμε ότι έβριζε και έσπαγε ό, τι αντικείμενο είχε μπροστά της. «Το κωλόπαιδο, το φελέκι μου μέσα, να δω πού θα το κοιμίσω τώρα». Επίσης, η μαμά είπε στον μπαμπά ότι η θεία μίλαγε κυπριακά και έβαλε πολλά λ στη λέξη βίλα. Ο μπαμπάς σήκωσε αδιάφορα τους ώμους κι εγώ έψαξα στο λεξικό του κυρίου Μπαμπινιώτη και είδα ότι η βίλα γράφεται με ένα λ. «Μάλλον η θεία δεν θα ξέρει γράμματα», σκέφτηκα, αν και είναι ήδη αρκετά μεγάλη. Μας πήρε τηλέφωνο μια ώρα μετά και είπε στη μαμά ότι επειδή εκείνη θα βρισκόταν στη βίλα της με τα πολλά λ από την προηγούμενη μέρα, θα έστελνε τον θείο Β να με πάρει με το αυτοκίνητο. Ο θείος Β είναι πολύ καλός κύριος, αλλά με πήρε τηλέφωνο πολύ νωρίς το πρωί και με ξύπνησε και δεν είχα προλάβει να πιω το γάλα μου και βιαζόταν λέει να φύγουμε επειδή έκανε ζέστη και να μην μας πιάσει η ζέστη στο δρόμο. Εγώ πάλι δεν κατάλαβα πώς θα μας έπιανε η ζέστη αφού το αυτοκίνητο τρέχει πιο γρήγορα, αλλά η μαμά έχει πει να μην αντιμιλάω στους μεγαλύτερους κι έτσι πήγα. Στον δρόμο σταματήσαμε να πιούμε πορτοκαλάδες, εγώ δηλαδή, γιατί ο θείος Β έπινε καφέ και δεν μου έδωσε να φάω ούτε το μπισκοτάκι που του φέρανε με τον καφέ, παρόλο που εγώ πεινούσα. Γκρίνιαζα συνέχεια και του είχα κάνει τα νεύρα κουρέλια κι έτσι δέχτηκε να με πάει σ’ ένα παιχνιδάδικο να πάρω δώρο ένα αυτοκινητάκι για τη φίλη μου τη Μ που ερχόταν κι αυτή να μείνει μαζί μας το Σαββατοκύριακο, επειδή οι γονείς της ήταν καλεσμένοι στους δικούς μου γονείς. Εγώ ήθελα να πάρω ένα κόκκινο, γιατί είναι το αγαπημένο μου χρώμα, αλλά ο θείος Β επέμενε να πάρω ένα ίδιας μάρκας με το πραγματικό δικό του, «γιατί αυτά είναι αυτοκίνητα της προκοπής», είπε. Εγώ άρχισα να τσιρίζω και να χτυπάω τα πόδια μου κάτω με δύναμη ( αυτό είναι το μεγάλο κόλπο) κι έτσι πέρασε το δικό μου και πήραμε το κόκκινο. Στη διαδρομή μας τηλεφωνούσε συνέχεια ο θείος Α που ερχόταν κι αυτός στο ίδιο σπίτι. Μας περίμενε σε μια καφετέρια και συνεχώς κρυβόταν, ενώ έλεγε με τον θείο Β κάτι συνωμοτικά που νόμιζαν ότι δεν τα καταλάβαινα επειδή είμαι μικρή, αλλά εγώ όλα τα κατάλαβα. Ευτυχώς είχε φέρει μαζί του και το σκυλάκι του με το οποίο πολύ συμπαθηθήκαμε και το πήγαινα βόλτα αν και εκείνο έκανε πιπί κάθε 5 λεπτά. Έκανε πιπί μάλιστα και το σπίτι της θείας Ν και εκείνη χαμογελούσε λέγοντας «δεν πειράζει, δεν πειράζει»,αλλά μετά κλείστηκε στο μπάνιο κι άρχισε να μπήγει βελόνες σε κάτι κουκλάκια που τα είχε κρυμμένα στο ντουλαπάκι με τα άπλυτα. Εκεί, στο σπίτι της θείας Ν ήταν ευτυχώς κι άλλα παιδάκια κι έτσι σκέφτηκα ότι ωραία, θα έχω παρέα τώρα και όλοι μαζί, ο Π, η Μ, η άλλη Μ απ’ το εξωτερικό και ο Γ θέλαμε να πάμε στη θάλασσα να παίξουμε με τα κουβαδάκια μας. Μας πήγανε λοιπόν. Οι μεγάλοι κάθισαν στο τραπέζι και πίνανε καφέ κι εμείς βουτήξαμε στο νερό. Μόνο τον θείο Β στέλνανε κάθε τρεις και λίγο να μας επιβλέπει. Κι αυτός όλο έλεγε, «φόρα το καπέλο σου, σκουπίσου, όχι στα βαθιά, τέλειωνε τώρα γιατί θα φάμε» κι άλλα τέτοια που λένε οι μεγάλοι. Εγώ ήθελα να φάω κεφτεδάκια, αλλά κανένας δεν μου έδινε, γιατί όλοι έλεγαν, αυτά είναι τα δικά μου. Μετά ήθελα να πάω να κοιμηθώ, γιατί η μαμά λέει ότι το μεσημέρι τα καλά παιδιά κοιμούνται, αλλά η θεία Μ- Ψ που είναι φίλη της θείας Ν, είπε ότι θα κοιμόταν εκείνη κι ότι καλύτερα να πάω στην πλατεία με τους μεγάλους γιατί αλλιώς θα γίνω σαύρα κι εγώ φοβήθηκα, γιατί δεν μ’ αρέσουν οι σαύρες κι έτσι πήγαινα βόλτα το σκυλάκι του θείου Α. Επίσης με στέλνανε όλο για θελήματα. «Πήγαινε να μας πάρεις εφημερίδες, τσιγάρα, και τον Ριζοσπάστη» που δεν ξέρω τι είναι αλλά έμοιαζε με εφημερίδα. Ο θείος Β αγόρασε και τη μικρή Λουλού που είναι από τα αγαπημένα μου, αλλά η θεία Ν, δεν με άφησε να τη διαβάσω και μου έδωσε και μια τσιμπιά στο μπράτσο, λέγοντας πώς να δεν είμαι καλό κορίτσι θα τα πούμε το βράδυ με το κουτί. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά φοβήθηκα τόσο που παραλίγο να κατουρηθώ πάνω μου. Είναι πολύ φοβιστική η θεία Ν μερικές φορές. Μετά ήρθε κι ένας άλλος θείος, ο θείος Χ με μια κυρία και η θεία Νίνα μας τον παρουσίασε ως συμμαθητή της από τα παλιά. Αυτός ο θείος Χ με έστελνε συνέχεια να τους φέρνω σοκολατάκια και η θεία Ν με τσάκωσε και μου είπε ότι θα με κάνει μαύρη στο ξύλο έτσι και τους πάω άλλα και μετά κλειδώθηκε πάλι στο μπάνιο κι έχωσε μια καρφίτσα στο στομάχι μιας κούκλας που ήταν ίδια ο θείος Χ.. Μετά ο θείος Χ αρρώστησε ξαφνικά και ξάπλωσε γιατί ήθελε λέει να κάνει εμετό- μάλλον απ’ τα πολλά σοκολατάκια- και έπρεπε να κάνουμε ησυχία και ο θείος Β που είναι γιατρός – φυσικός- μάγειρας του πήρε την πίεση και μετά έγινε καλά, και πήγαμε να φάμε. Φάγαμε κοτόπουλο και ήπιαμε και νερό. Εγώ ήθελα κρασί, αλλά τα μικρά παιδιά δεν πίνουνε λέει η θεία Ν. Εντωμεταξύ, οι μεγάλοι όλο μιλάγανε μεταξύ τους κι όλο λέγανε κάτι για μια γνωστή λέξη με τρία γράμματα που τελειώνει σε ξ . «φαξ» είπε μία θεία κι όλοι γέλασαν. «Σεξ», είπα εγώ κι όλοι ρώτησαν πού την ξέρω εγώ μικρό παιδί αυτή τη λέξη. «Δεν ξέρω τι σημαίνει» είπα αθώα, αλλά όλο το κάνουνε οι κούκλες μου. Μετά βάλαμε ρούχα αποκριάτικα, «για να προλάβετε και τις απόκριες είπε η θεία Ν με φωνή γεμάτη υπονοούμενα και με άφησαν και μένα να ντυθώ. Ευτυχώς, γιατί είχε πλάκα και διασκέδασα κι εγώ.

Α, ξέχασα να σας πω ότι η θεία Ν είχε και τα γενέθλια της κι όλοι της πήγανε δώρο κι εγώ επειδή δεν το ήξερα και δεν είχα λεφτά, γιατί είχα σπάσει τον κουμπαρά μου για να τρώω κρυφά παγωτό το καλοκαίρι, της έκανα δώρο την κόκκινη σάκα μου με τα Μίκυ Μάους, γιατί είναι παλιά, την είχα και πέρυσι και φέτος θα μου αγοράσουνε καινούργια.

Ο θείος Π όλο έλεγε ότι είναι ο καλύτερος blogger ever κι εγώ δεν κατάλαβα γιατί δεν έχω μάθει ακόμα αγγλικά και η θεία Μ που ήταν μαζί του, συνέχεια γέλαγε και του έλεγε στο αυτί – αλλά εγώ όλα τα άκουγα- αγάπη μου πόσο μεγαλώνουν οι γραμματοσειρές σου και του έγλειφε το αυτί. «Μπλιαχ, αηδία, σιχαίνομαι όταν τα κάνουν αυτά οι μεγάλοι». Μετά η θεία Ν μας έδειξε το δώρο του θείου Χ, ένα κόκκινο βρακί μικρό ήταν όμως σαν αυτά που φοράνε οι κούκλες μου και είπε ότι το βράδυ θα το φόραγε και θα άνοιγε και το κουτί με τα εργαλεία. Εμένα με στείλανε να κοιμηθώ δίπλα για να με προσέχουνε οι μεγάλοι και να μην βλέπω κι εγώ αναγκαστικά πήγα .

Την άλλη μέρα, όλοι ήταν κουρασμένοι και νυστάζανε και η θεία Ν έκανε νόημα στον θείο Β «να πας τη μικρή σπίτι τώρα και μετά σε περιμένουμε πάλι. Αρκετά το φορτωθήκαμε το σκατόπαιδο όλη τη μέρα χτες». Μάλιστα είχε διώξει πιο πριν και τη φίλη μου τη Μ απ’ το εξωτερικό και έφυγε και ο θείος Χ, αλλά μάλλον στα ψέματα κι αυτός το έκανε και θα ξαναγύρναγε μετά. Όσοι έμειναν, έκαναν ότι μαθαίνουν να χορεύουν ένα χορό με περίεργο όνομα. Τάγκο, ταγκό, κάπως έτσι. Φεύγοντας, η θεία Ν μου είπε γλυκά στο αυτί, ενώ συγχρόνως μου τσίμπαγε το μπράτσο. «Λέξη στη μανούλα εντάξει, χρυσό μου; αλλιώς θα γίνεις κουκλίτσα κι εσύ στο ντουλαπάκι με τα άπλυτα».

Το βράδυ, η μαμά με ρώτησε πως τα πέρασα κι εγώ της είπα «Πολύ ωραία μαμά, θέλω να πηγαίνω συνέχεια. Μπορεί να με κρατήσει για πάντα η καλή θεία Ν»;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006

ΚΟΥΦΟ ΚΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ

Μου είπαν τις προάλλες μια ιστορία.
Δυο νέοι, γύρω στα 28 παντρεύονται σε λίγες μέρες. Ως εδώ καλά. Ζούνε κάτω απ’ την ίδια στέγη και κοιμούνται στο ίδιο κρεββάτι εδώ κι ένα χρόνο. ΟΚ, φυσιολογικό. Δεν έχουνε όμως ποτέ ολοκληρώσει τη σχέση τους. ΠΟΤΕ. Εκείνος διατείνεται ότι είναι κατά των προγαμιαίων σχέσεων κι εκείνη το’ χει χάψει κανονικά. Μετά το γάμο, για χ λόγους, ο καθένας θα ζήσει ξανά με τους γονείς του. Μετά από 5 χρόνια, θα συγκατοικήσουν. Αυτή, περίμενε εναγωνίως την 1η νύχτα του γάμου για να επέλθει το μοιραίον. Αυτός της το απέκλεισε λέγοντας της ότι στα ξενοδοχεία έχουνε κάμερες…
Τι συμπέρασμα να βγάλουμε;

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 02, 2006

Γιατρέ, θα ζήσω;

Άκουσα τυχαία το παλιό τραγούδι:

«Κάθε λιμάνι και καημός
κάθε καημός και δάκρυ
κι είναι η ζωή του καθενός
θάλασσα δίχως άκρη»

και συγκινήθηκα.

Μ’ αρέσει πολύ ένα παλιό επίσης ελληνικό ζεϊμπέκικο, πένθιμο σαν ρέκβιεμ:

«Η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει
σβήνει το καντήλι μου
κι η ψυχή, κι η ψυχή
σαν χελιδόνι
βγαίνει απ’ τα χείλη μου»

Και ανακάλυψα ότι συγκινούμαι όταν:
- Βλέπω ταινίες με δραματικό φινάλε
- Διαβάζω βιβλία με αδιέξοδα και προβλήματα
- Ακούω μουσική με στίχους που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια
- Ακούω κλασική μουσική βαρειά και σκοτεινή

Κι όμως,
-Χαμογελάω εύκολα
-Γελάω αβίαστα και ξεκαρδιστικά
-Κι ελπίζω.

Γιατρέ, θα ζήσω;

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2006

Συλλογισμοί.

Το τηλεφώνημα πραγματοποιήθηκε προ ημιώρου και έγινε εξ αφορμής της ονομαστικής μου εορτής που παρήλθε όπως όλοι ξέρετε.

- έχω χάσει το κινητό εδώ και τρεις μήνες και έχασα και το τηλέφωνο σου. Ευτυχώς που θυμήθηκα ότι σου είχα στείλει μέιλ πρόσφατα κι έτσι είχα έναν τρόπο επικοινωνίας. Κόντευα να σκάσω.
ΕΓΩ: Κι εγώ που νόμιζα ότι κάτι σου’ χω κάνει και δεν το έχω πάρει είδηση, (γέλιο για να φανεί το χιούμορ. Δυο μέρες έχουν περάσει απ’ τις 30, σήμερα έσκασες;)
- Πώς πάει; Καιρό έχουμε να τα πούμε
ΕΓΩ: Πράγματι. (ο χρόνος που περνάει σου αφήνει μόνο χρόνο γι’ αυτούς στους οποίους πραγματικά θέλεις να τον διαθέσεις)
- Λοιπόν, τι νέα; Να σου πω τα δικά μου που είναι πολλά ή τα δικά σου;
ΕΓΩ: Πες εσύ (αφού είναι αυτονόητο ότι δεν κρατιέσαι κι ότι τα δικά μου είναι ελάχιστα και μάλλον και άνευ σημασίας όπως υπονοείς)
- Λοιπόν, εμείς τέλεια. Πήγαμε διακοπές στο ….σ’ ένα καταπληκτικό σπίτι και μπλα, μπλα, μπλα και μετά πήραμε και τα παιδιά και πήγαμε στο….σ’ ένα καταπληκτικό ξενοδοχείο, πάνω στη θάλασσα και μπλα, μπλα, μπλα και αλλάζω δουλειά, αλλά επειδή είμαι ο τέλειος άνθρωπος στην τέλεια θέση θα είμαι part time και σ’ αυτήν και με έχουν ανάγκη γιατί πού θα βρουν τέτοιο και μπλα, μπλα, μπλα και α, δεν σου είπα, αγοράσαμε και το διπλανό διαμέρισμα και μπλα, μπλα, μπλα, θα τα ενώσουμε και θα κάνουμε ένα 140 τμ με βεράντα 34 τμ και θα κάνουμε πάρτυ όπως παλιά και ο αδερφός μου άνοιξε μαγαζί και μπλα, μπλα, μπλα και ο πατέρας μου ανακαίνισε το δικό του και όλα καλά και τα’ χω λύσει όλα τα προβλήματα, βγάζω τρελλά λεφτά, αν και δεν έχω λύσει εντελώς το οικονομικό μου πρόβλημα και είμαστε τόσο καλά που ανησυχώ, αλλά δόξα τον Θεό (ναι, μην τον ξεχνάμε και πέσει φωτιά και μας κάψει), μπλα, μπλα, μπλα, εσύ;
ΕΓΩ: Εγώ πήγα 2 βδομάδες στην Κω και τώρα γύρισα. (βαριέμαι να σου περιγράψω τις μέρες μία προς μία)
- Η δουλειά;
ΕΓΩ: Μια χαρά ( δεν θα σου πω ότι πλήττω θανάσιμα)
- Από λεφτά;
ΕΓΩ: Τέλεια (Ούτε εγώ έχω λύσω το οικονομικό μου πρόβλημα, αλλά είμαι ρεαλίστρια και ξέρω πως δεν θα το λύσω)
- Άλλα νέα;
ΕΓΩ: Μπα τίποτα ( άνοιξα και blog, αλλά δεν στο λέω γιατί χαζή είμαι; θέλω να σε εκθέσω με την ησυχία μου και μάλιστα χωρίς να το ξέρεις για να μην σου διαλύσω τις μαγικές σου ψευδαισθήσεις)
- Βαφτίσαμε και τον μικρό, αλλά το κάναμε σε κλειστό κύκλο. (απολογητική διάθεση)
ΕΓΩ: Καταλαβαίνω
- Εμείς κι εμείς ήμασταν, 100 άτομα
ΕΓΩ: Μπράβο! (Τόσο κλειστός ο κύκλος;)
- Καλέσαμε μόνο τους κολλητούς
ΕΓΩ: Α, ωραία! ( Πρέπει να μείνω εκστατική στο πρωτοφανές φαινόμενο κύκλου κολλητών 100 ατόμων)
- Α, δεν σου’ πα. Κάνω και το διδακτορικό μου. ( σιγά που θα μου το κράταγες κρυφό)
ΕΓΩ: Κι εγώ θα ξεκινήσω ( ε, ας πω κάτι να εντυπωσιάσω κι εγώ- αν και αλήθεια είναι)
- Πού;
ΕΓΩ: Εδώ (στην ταπεινή Αθήνα)
- Από γκόμενο καλά; ( ε, αρκετά τη βαρύναμε την κουβέντα με τα διδακτορικά)
ΕΓΩ: Ναι, πολύ καλά. (no other comments)
ΣΙΩΠΗ (αμηχανίας -εκατέρωθεν μάλλον)
- Πότε θα τα πούμε;
ΕΓΩ: Αυτό τώρα είναι ένα θέμα, λόγω πίεσης χρόνου (χα, χα σου την έφερα)
- Καλά κι εγώ μετά τον Οκτώβριο μπορώ ( σιγά που θα μπορούσες πριν. Σαν τη Κάλλας ένα πράγμα που είχε την ατζέντα της κλεισμένη για τα επόμενα 5 χρόνια. Ισοπαλία. 1-1)
ΕΓΩ: Εντάξει τηλεφωνιόμαστε τότε.
- Οπωσδήποτε (σε λίγους μήνες που είναι η δική μου γιορτή). Και να σε χαιρόμαστε!
ΕΓΩ: Ναι ευχαριστώ ( να σε χαιρόμαστε, μμμ. Να με χαιρόσαστε λοιπόν. Απ' το τηλέφωνο, μάλλον ανώδυνο είναι).

Πριν βιαστείτε να με χαρακτηρίσετε κακιά που τον εκθέτω μ’ αυτόν τον τρόπο, να ξεκαθαρίσω ότι δεν το κάνω από κακία, ούτε από ζήλεια, παρά από θλίψη για τη μεταμόρφωση που μας συμβαίνει όσο περνάνε τα χρόνια. Σκεφτείτε πόσες φορές έχετε βρεθεί σε ανάλογη θέση, το έχετε βουλώσει κανονικά, γιατί έτσι απαιτεί ο κώδικας ευγένειας και μετά σας έπιασε μια θλίψη γιατί αναπολήσατε τις εποχές που ένα παρόμοιο άτομο, εκεί γύρω στα 18 με 20 ήταν εντελώς διαφορετικό. O tempora, o mores!