Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

Αποκλίνουσες συμπεριφορές

Σύμφωνα με τον τυπικό ορισμό της ψυχιατρικής, η σχιζοφρένεια ορίζεται σαν μια σοβαρή ασθένεια του εγκεφάλου που επηρεάζει τη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του ατόμου. Σύμφωνα με τις στατιστικές 1 στους 100 ανθρώπους προσβάλλεται από την ασθένεια, ασχέτως φύλου, κοινωνικής τάξης, χώρας και πολιτισμού. Στην ιστορία της ανθρωπότητας, πολλοί ήταν εκείνοι που ξεχώρισαν μέσα απ’ το καλλιτεχνικό ή πνευματικό τους έργο, ενώ έπασχαν από σχιζοφρένεια Όπως λέει ο γερμανός διανοητής Μπότο Στράους: «οι ποιητές και οι διανοούμενοι κατοικούσαν πάντα πολύ κοντά στη σχιζοφρένεια».
Ουσιαστικά ο Στράους αναγνωρίζει έναν κοινό παρονομαστή ανάμεσα στην καλλιτεχνική/ πνευματική ιδιοφυΐα και την τρέλα.
Παλιότερα ο Σαίξπηρ μέσα απ΄ τους στίχους του έλεγε: «Ο παράφρων, ο εραστής κι ο ποιητής όλοι από φαντασία είναι φτιαγμένοι». Αλλά και ο Βρετανός ποιητής Τζον Ντράιντεν έγραφε; «Τα μεγάλα πνεύματα στενή σχέση έχουν με την τρέλα και φράχτες χαμηλοί ορίζουν τα όρια τους».
Κατά το 19ο αιώνα ήταν πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι η ιδιοφυΐα, με άλλα λόγια η υπέρβαση των δυνατοτήτων των κοινών θνητών είναι ένα είδος διανοητικής διαταραχής που αποδίδεται σε κάποια νεύρο - εγκεφαλική ιδιομορφία αν και σήμερα θεωρείται ότι η ταύτιση τρέλας ιδιοφυΐας αποτελεί ένα λαθεμένο και υπεραπλουστευτικό σχήμα,. Ωστόσο, ανιχνεύονται περιπτώσεις ομοιότητας και σύνδεσης ανάμεσα σε υψηλό δείκτη αντίληψης και σχιζοφρένειας.
Ενδεικτικά θα αναφέρω τους παρακάτω που νόσησαν από σχιζοφρένεια.

Βίνσεντ Βαν Γκογκ( 1853-1890)
Με την περίπτωση του ασχολήθηκαν πάνω από 150 ψυχίατροι οι οποίοι διέγνωσαν από σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη, επιληψία, σύφιλη μέχρι και δηλητηρίαση από μπογιά. Ο ίδιος γράφοντας στον αδερφό του διαμαρτυρόταν ότι ο αέρας της Αρλ σφύριζε ενοχλητικά στα αυτιά του, γεγονός που αποδίδεται σήμερα σε ακουστικές ψευδαισθήσεις. Ακολούθησε μια περίοδος εγκλεισμού του στο άσυλο του Σαν Ρεμί, όπου δημιούργησε μερικά απ’ τα πιο σπουδαία του έργα. Η προτίμηση του στο κίτρινο χρώμα, σύμφωνα με τελευταίες μελέτες, αποδίδεται στο ότι υπέφερε από ξανθοψία. Αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος και εξέπνευσε δυο μέρες αργότερα, στις 27 Ιουλίου του 1890.

Αντονέν Αρτό (1896-1948)
Την περίοδο της εφηβείας του πέρασε μια μεγάλης διάρκειας κατάθλιψης και οι γονείς του φρόντισαν για την μακροχρόνια εισαγωγή του σε ιδρύματα. Συνολικά νοσηλεύτηκε 5 χρόνια, με διακοπή για να καταταγεί στο στρατό, όπου όμως τελικά δεν κατετάγη λόγω της διαπιστωμένης νοητικής του διαταραχής. Το 1919, ο δρ Νταρντέλ σύστησε τη χορήγηση οπίου γεγονός που οδήγησε στον εθισμό του. Στο έργο του αποτυπώνονται με πολύ έντονο τρόπο τα βιώματα του απ ‘τον κόσμο της παραφροσύνης. Η Αναίς Νιν σημειώνει γι’ αυτόν στο ημερολόγιο της: «Αγάπησαν περισσότερο την τρέλα του ξεχνώντας να τον κατανοήσουν ως καλλιτέχνη».

Βασλάβ Νιζίνσκι (1890-1950)
Ο μυθικός Ρώσος χορευτής εκδήλωσε συμπτώματα ψυχικής διαταραχής σε μια περιοδεία στη Νότιο Αμερική το 1916. Άρχισε να φοβάται τους άλλους χορευτές, ενώ κυριευόταν απ’ την ιδέα ότι θα πέσει σε κάποια κρυφή καταπακτή. Τρία χρόνια αργότερα υπέστη νευρικό κλονισμό που εξελίχθηκε σε σχιζοφρένεια. Στα ημερολόγια του ο ίδιος λέει: «Μου αρέσει η τρέλα γιατί ξέρω πώς να μιλήσω σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ξέρω ότι όλοι θα λένε ότι ο Νιζίνσκι τρελάθηκε αλλά δεν με νοιάζει. Θέλουν να με χώσουν σε ψυχιατρείο επειδή χορεύω καλά και δίνω χρήματα σε όποιον μου ζητήσει».

Σιντ Μπάρετ (1946-2006)
Έπασχε από σχιζοφρένεια και σύνδρομο Άσπεργκερ ενώ η πολύχρονη χρήση ναρκωτικών επηρέασε την πνευματική του διαύγεια και επιδείνωσε την ψυχική του κατάσταση. Τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του έζησε την ανωνυμία του ερημίτη. Άκουγε μόνο όταν τον αποκαλούσαν με το πραγματικό του όνομα, Ρότζερ και μιλούσε για τον Σιντ σε τρίτο πρόσωπο. Ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ δήλωσε κάποτε: «Πιστεύω ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί την προοπτική της επιτυχίας και όλα τα παρεπόμενα της»

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (1896-1940)- Ζέλντα Φιτζέραλντ (1900-1948)
Ένας απ’ τους μεγάλους συγγραφείς του 20ου αιώνα, εκπρόσωπος της λεγόμενης χαμένης γενιάς. Μαζί με τη γυναίκα του Ζέλντα ενσάρκωσαν το μύθο των ωραίων και καταραμένων, ζώντας μια ζωή ταραχώδη, κοσμοπολίτικη και μποέμ. Στα 30 του χρόνια ήταν ήδη αλκοολικός. Η Ζέλντα μετά τον νευρικό κλονισμό που υπέστη το 1939, οδηγήθηκε σε αλλεπάλληλους εγκλεισμούς σε ψυχιατρικά ιδρύματα, όπου και πέθανε πέφτοντας θύμα μιας πυρκαγιάς την παραμονή της υποβολής της σε ηλεκτροσόκ.

Τζων Νας (1928-)
Ο ιδιοφυής μαθηματικός που συνέλαβε τη Θεωρία των Παιγνίων, πάλεψε με τους προσωπικούς του δαίμονες για παραπάνω από 30 χρόνια ανάμεσα σε ιδρύματα και θεραπείες. «Άκουγα φωνές μέσα στο κεφάλι μου κυρίως από ανθρώπους που διαφωνούσαν μαζί μου. Ένα συνεχές παραλήρημα. Σαν ένα όνειρο που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ». Ο Νας εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα το 1958 σε ηλικία 29 ετών και η διάγνωση ήταν παρανοϊκή σχιζοφρένεια και ήπια κατάθλιψη.

Από μείζονες ψυχιατρικές νόσους που στιγμάτισαν για πάντα την ιστορία με το έργο τους, έπασχαν και οι ακόλουθοι:

Ο Γεώργιος Βιζυηνός πέθανε στο Δρομοκαίτειο το 1894, αφότου είχε νοσηλευθεί για δυο χρόνια. Παράλληλα, ο επίσης πεζογράφος Γεράσιμος Βώκος, πέρασε μεγάλες περιόδους της ζωής του σε ψυχιατρικές κλινικές.
Κορυφαίοι σύνθετες, όπως ο Σούμπερτ ή ο Σούμαν έπασχαν από βαριά κατάθλιψη. Ο συνθέτης Τσαϊκόφσκι, βασανιζόταν για χρόνια από την ευαίσθητη, μανιοκαταθλιπτική του φύση.
Η συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ δίνει τέλος στη ζωή της μετά από κρίση μείζονος κατάθλιψης. Το ίδιο και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
Ο γλύπτης της διάσημης «Κοιμωμένης», ο Γιαννούλης Χαλεπάς, εκδήλωσε την ψυχική του ασθένεια το 1877. 11 χρόνια μετά, κρίθηκε αναγκαία η εισαγωγή του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Ύστερα από 3 χρόνια νοσηλείας επέστρεψε στην οικογένεια του και έζησε ήρεμα τα 36 τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η Καμίλ Κλωντέλ παρέμεινε έγκλειστη για 3 δεκαετίες σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, όπου και πέθανε το 1943. Η μητέρα της αδιαφορώντας για τις ιατρικές παραινέσεις, αρνήθηκε να την επανεντάξει στην οικογένεια, αφήνοντας την μόνη κι αβοήθητη.
Σε αποκλίνουσα τέλος συμπεριφορά μπορεί να αποδοθεί και η αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου στα 41 του το 1910. Ο Γιαννόπουλος καβάλησε γυμνός το άλογο του παραδέρνοντας στη θάλασσα της Ελευσίνας «Να περάσεις με μια δρασκελιά απ’ τη μια ζωή στην άλλη» έλεγε συχνά. Δυο μέρες αργότερα το σώμα του το ξέβρασε το κύμα. Έλειπαν τα μάτια του και στο μέτωπο έχασκε μια βαθιά τρύπα.
Το κεφάλι του ήταν χαλασμένο, όπως το κεφάλι του αρχαίου έφηβου της κάρτας που είχε στείλει στο φίλο του Ίωνα Δραγούμη λίγες μέρες πριν γράφοντας: «Τι κρίμα να μην σας δω. Φεύγω για Θεσσαλίες. Τι κρίμα».

(Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν απ’ το άρθρο της Μαρίνας Οικονόμου Λαλιώτη με τίτλο Τρελές ιδιοφυίες για τον Ταχυδρόμο, 26/8/2006, από το διαδίκτυο καθώς και από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Η εκτέλεση», Εκδ. Κάκτος.).

Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006

Καμίλ Κλωντέλ: Η ιστορία μιας γυναίκας

Γεννήθηκε στη νότιο Γαλλία, στην Fere- en – Tardenois (Aisne) το 1864. Οι γονείς της χώρισαν το 1881, όταν η Καμίλ ήταν 17 χρονών και η μητέρα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μαζί με τα τρία της παιδιά, την Καμίλ, τον Πώλ μετέπειτα γνωστό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα και την Λουίζ, που ήταν σπουδαία μουσικός κι έπαιζε πιάνο. Από τα 15 της ήδη, η Καμίλ έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη γλυπτική. Τα πρώτα της έργα τοποθετούνται γύρω στο 1876 και είναι μικρές φιγούρες. Το 1879 είναι η χρονιά που γνωρίζεται με τον γλύπτη Alfred Boucher ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο της και πείθει την οικογένεια της να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Το 1881, η Καμίλ ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ακαδημία Colarossi μια απ’ τις λιγοστές σχολές που κάνει δεκτές γυναίκες σπουδάστριες. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και ελάχιστα έργα αυτής της περιόδου διασώζονται, με εξαίρεση την προτομή του αδερφού της Πωλ σε ηλικία 13 χρονών. Το 1882, νοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να δουλεύει τα έργα της, ενώ ο δάσκαλος της Boucher, τη γνωρίζει στον διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, Ecole des Beaux Arts, Paul Dubois. To 1883 γίνεται η περίφημη γνωριμία της με τον Auguste Rodin ο οποίος και αντικαθιστά τον Boucher για ένα διάστημα στα μαθήματα της Ακαδημίας. Την ίδια χρονιά η Καμίλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Salon της Société des français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια των Rodin και Dubois. Από το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Rodin με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Rodin και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Απ’ την αρχή σχεδόν, αναπτύσσεται και η ταραχώδης ερωτική τους σχέση που καταγράφεται μέσα από μια σειρά ερωτικών επιστολών. Ο Rodin ερωτεύεται την Καμίλ Κλωντέλ κεραυνοβόλα, αρχίζοντας να αδιαφορεί για όλα γύρω του, ακόμα και για την τέχνη του. Η Καμίλ δεν υποκύπτει αμέσως, γεγονός που τον οδηγεί στα πρόθυρα της τρέλλας.
«Το φτωχό μου μυαλό έχει αρρωστήσει στ’ αλήθεια και δεν μπορώ πια ούτε να σηκωθώ απ’ το κρεββάτι τα πρωινά. Χτες το βράδυ περιπλανήθηκα για ώρες στο αγαπημένο μας μέρος και δεν ήσουν εκεί. Ο θάνατος θα ήταν ευπρόσδεκτος, η αγωνία μου είναι τεράστια. Γιατί δεν με περίμενες στο στούντιο μας; Πού πας; Τι πόνο ακόμα μου επιφυλάσσει η μοίρα; Καμίλ, είσαι η αγάπη μου, παρόλες τις δυσκολίες. Γιατί δεν πιστεύεις ότι θα τα εγκαταλείψω όλα για σένα; Αχ να μπορούσα να πάω αλλού, σε άλλη χώρα κάπου για να ξεχάσω. Υπάρχουν στιγμές που στ’ αλήθεια πιστεύω ότι θα σε ξεχάσω, αλλά την επόμενη στιγμή, νιώθω τη φοβερή δύναμη που ασκείς πάνω μου. Λυπήσου με. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Είμαι στα πρόθυρα της τρέλλας. Καμίλ μου, σε διαβεβαιώνω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ έτσι για καμία άλλη γυναίκα κι ότι η ψυχή μου σου ανήκει. Όλα τα άλλα μου είναι αδιάφορα. Συντηρώ καταστάσεις για τις οποίες νιώθω αδιαφορία. Μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις».
Το 1891, χρονιά κατά την οποία η σχέση τους βρίσκεται στο αποκορύφωμα της, η Καμίλ του γράφει μεταξύ άλλων από τη γαλλική πόλη Islette.
«Αν είσαι καλός και κρατήσεις τις υποσχέσεις σου, θα βρεθούμε στον παράδεισο σύντομα. Κοιμάμαι εντελώς γυμνή για να πιστέψω ότι είσαι δίπλα μου. Αλλά δεν είσαι… Σου στέλνω την αγάπη μου, Σε παρακαλώ να μην μου ξανακάνεις απιστίες».
Η σχέση των δύο εραστών διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία το 1894, έπειτα από μια έκτρωση στην οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί. Η Καμίλ ένιωθε εξαντλημένη και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να ξεφύγει από την ασφυκτική επιρροή του Rodin για να μπορέσει να δημιουργήσει το δικό της έργο. Η αιτία του χωρισμού τους ήταν η αδυναμία του Rodin να διαλύσει τη σταθερή σχέση του με τη νόμιμη σύντροφο του Ροζ Μπερέ, σχέση ανεξήγητη για τους τρίτους, γεγονός που όπως προκύπτει από μαρτυρίες της εποχής, οφειλόταν στον φόβο, την ενοχή, τη συνήθεια,. Όπως μάλιστα έγραφε ο ίδιος για την Ροζ, «κόλλησε πάνω μου σαν ζωάκι». Και δεν ξεκόλλησε ποτέ. Απέκτησαν ένα γιο, τον μικρό Auguste και ο γάμος τους, το 1917, κανονίστηκε από άλλους, που ήθελαν να διασφαλίσουν την κληρονομιά του έργου του καλλιτέχνη στη χώρα του.Εκεί γύρω στο 1893, η Καμίλ θα δημιουργήσει ένα απ’ τα κορυφαία της γλυπτά, την «Ωριμότητα», συμβολικό για τη σχέση της με το Rodin που όδευε προς το τέλος.
«... Μια νεαρή γυμνή γυναίκα είναι γονατισμένη και τείνει παρακλητικά τα χέρια της σ' έναν γυμνό μεγαλύτερό της άνδρα, τα δάχτυλά τους αγγίζονται, όμως αυτός δεν την κοιτάζει, έχει το βλέμμα στραμμένο σε μιαν άλλη γυναίκα, που στέκεται πίσω του και προσπαθεί να τον τραβήξει προς το μέρος της. Αυτός δείχνει κουρασμένος, δεν θέλει να εγκαταλείψει τη νεαρή γυναίκα κι όμως δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη της μεγαλύτερης γυναίκας που έχει κουλουριαστεί γύρω του σαν φίδι. Ίσως αυτή είναι η σύζυγος και η νεώτερη είναι η ερωμένη. Ίσως πάλι να πρόκειται για την πάλη μεταξύ της νιότης και της ζωής από τη μία, των γηρατειών και του θανάτου, από την άλλη. Το ανθρώπινο αυτό τρίγωνο έχει κάτι το μοιραίο, η μεγαλύτερη γυναίκα είναι οπωσδήποτε η πιο δυνατή και θα θριαμβεύσει στο τέλος, η νεαρότερη όμως διαθέτει ζωντάνια και ενέργεια, έστω και στην παράκλησή της, έστω κι αν ο άνδρας αποστρέφει το βλέμμα του και δείχνει αδύναμος, άβουλος και απελπισμένος...».
Το οριστικό τέλος θα γραφτεί το 1898, ενώ παράλληλα η Καμίλ, επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Salon αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905 χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών. Τον Οκτώβριο του 1907 η Καμίλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την αδερφή του ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται όλο και περισσότερο, ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή. Το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της ωστόσο εκείνη δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από υποκίνηση του αδελφού της, εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: «[...] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους [...]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή». Η τοπική εφημερίδα L' Avenir de L' Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της, ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης. Το 1914 ο Rodin αποστέλλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της πρώην αγαπημένης του. Στα χρόνια που ακολουθούν η Καμίλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Το 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στην μητέρα της ζητώντας την βοήθεια της για την σταδιακή επανένταξη της Καμίλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως εκείνη (σ.σ η μητέρα) αρνείται.
Το 1932, 15 χρόνια μετά το θάνατο του Rodin και 11 πριν απ’ αυτόν της Καμίλ, ο Eugene Blot ανακαλύπτει όλη τους την ερωτική αλληλογραφία και της στέλνει το ακόλουθο γράμμα.
«Στην πραγματικότητα μόνο εσένα αγάπησε. Το βλέπω ξεκάθαρα σήμερα. Όλες οι άλλες υπήρξαν ασήμαντες περιπέτειες. Έζησε μια γελοία ζωή στο βάθος της καρδιάς όμως, παρέμεινε άντρας με Α κεφαλαίο. Ξέρω ότι σε άφησε Καμίλ, Δεν ψάχνω να βρω δικαιολογίες. Υπέφερες πολύ μαζί του. Αλλά δεν παίρνω τίποτα πίσω απ’ αυτά που σου γράφω. Ο χρόνος θα γιατρέψει τα πάντα.».

Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Καμίλ θα πεθάνει τελικά μόνη κι αβοήθητη στις 19 Οκτωβρίου του 1943. Η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.

Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006

Η ζωή δεν

είναι τραγική, είναι γελοία. Κι αυτό δεν αντέχεται.

Σημειώσεις του Ίψεν για την Έντα Γκάμπλερ.

Τετάρτη, Αυγούστου 23, 2006

About last night...

Το ραντεβού ήταν για τις 20.00. Ξεκαθαρίζω: Ο μόνος λόγος που πήγα μέσα στον καύσωνα ήταν για να γνωρίσω τη μικρή Βελγίδα η οποία μάλιστα μου είχε τάξει και σοκολάτες εκ Βελγίου. Διόρθωση. Ο μόνος λόγος που πήγα ήταν για να πάρω τις σοκολάτες και επί τη ευκαιρία να πω κι ένα γεια στη μικρή Βελγίδα…
Φτάνω με ακρίβεια καλύτερη κι από Άγγλο λόρδο. Τηλεφωνώ στην προαναφερθείσα κυρία κι ανακαλύπτω ότι είναι ήδη εκεί. Αγκαλιές, φιλιά, «χαίρομαι που σε γνωρίζω Αλεπού μου», ο κόσμος από δίπλα να κοιτάζει γεμάτος απορία «Μα κυκλοφορούν αλεπούδες αδέσποτες μέσα στην πόλη»; Και αφού προς στιγμήν καταλάγιασε η χαρά κι ο ενθουσιασμός, με τραβάει παράμερα και μου λέει με το ύφος του θλιμμένου σκύλου: «Δεν το πιστεύω, ξέχασα τις σοκολάτες. Κι όχι τίποτα άλλο, θα με σκοτώσει ο Αλέκος». [Χμ! Για μένα ούτε κουβέντα]. Χαμογελάω ευγενικά. «Ξέχασα και τη δική σου», συμπληρώνει με το δάκρυ να τρεμοπαίζει στα ομολογουμένως αθώα της μάτια. [Αχά!, με ανέφερε επιτέλους. Τη δική σου; Μόνο μία σοκολάτα μου έφερε δηλαδή; Κρίμα κι έκανα τόσο δρόμο]. Χαμογελάω ξανά. «Αλλά, είμαι πρόθυμη να έρθω σπίτι σου και να στις φέρω» (δηλαδή αυτού του έφερε περισσότερες), θα πει στη συνέχεια απολογητικά στον Αλέκο, «να σου φτιάξω τον υπολογιστή και να σου σφουγγαρίσω για να εξιλεωθώ», συνέχισε στον ίδιο τόνο. [Α, ωραία σκέφτηκα κι αμέσως ήρθαν μπροστά μου σαν όραμα τα τρία ασιδέρωτα πλυντήρια που περίμεναν δυο πρόθυμα βελγικά και ικανά χεράκια να τα συμμαζέψουν… Τελικά, μια χαρά άνθρωποι αυτοί οι Βέλγοι, εξυπηρετικότατοι].
Αφού ως άγγλος επίσης εμφανίστηκε και έτερος της παρέας, ορθώς άμα τη εμφανίσει του πρότεινε να πάμε στο παρακείμενο καφέ και να περιμένουμε τους υπόλοιπους πίνοντας κάτι. Εγώ συμφώνησα με τη φωνή της λογικής. Η μικρή Βέλγα μετανάστρια όμως, είχε μια ανησυχία. «Μήπως και χαθούν οι υπόλοιποι; Μα που θα μας βρουν; Θα καταλάβουν πού καθόμαστε» και άλλα τέτοια βελγικά εξ’ ου και μας έσπασε τα νεύρα αφού κάθε 2 λεπτά σηκωνόταν για να πάει να κόψει κίνηση. Μεταξύ μας νομίζω ότι της γυάλισε αυτός που πούλαγε πεπόνια δίπλα στο σταθμό (εκεί με περίμενε κι εμένα άλλωστε) και γι’ αυτό είχε την πρεμούρα και πηγαινοερχόταν…
Κι εκεί που κάποτε μαζευτήκαμε οι περισσότεροι και πίναμε τους καφέδες μας, εμφανίστηκε η Κυρία. Μισή ώρα αργότερα απ’ το ραντεβού. «Ευτυχώς που σε ξύπνησα» της λέει η μικρή Βελγίς. «Μα, ναι πώς αλλιώς θα ερχόμουν στην ώρα μου»; απαντάει η Κυρία ατάραχη και σαν να μας έκανε χάρη που ήρθε... [Α, γιατί αλλιώς τι ώρα σκόπευε να εμφανιστεί απ’ τον τόσο μακρινό και δύσβατο Κολωνό;] Εδώ αξίζει να σας αναφέρω ότι το ίδιο πρωί στο τηλέφωνο με ρώτησε δήθεν αδιάφορα αν θα πάρω μαζί μου αυτοκίνητο. «Λέω να μην πάρω», ψέλλισα αθώα εγώ. «Αφού θα πιούμε», πρόσθεσα… «Α, κι εγώ πώς θα γυρίσω σπίτι μου»; ούρλιαξε Εκείνηκαι σείστηκε ο γειτονικός Πειραιάς. «Μα για σένα δεν το παίρνω Νίνα μου», συνέχισα φοβισμένη. «Για να γυρίσεις σπίτι σου ασφαλής»… [Χμ!, μήπως έπρεπε να το πάρω τελικά οέο;]
Καταφτάνει λοιπόν, μοιράζει απλόχερα τα φιλιά και μερικά αυτόγραφα, με φιλάει κι εμένα αλλά άδικα χάρηκα γιατί ήταν το φιλί του Ιούδα του Κολονιώτη (κατά το Ισκαριώτη αυτό) και λέει με ύφος Μέριλιν σα να είχε μπροστά της τον Υβ Μοντάν στο «Έλα ν’ αγαπηθούμε», « Μωρέ δεν έχω τσιγάραααα» (μακρόσυρτο το α) κι αμέσως με καρφώνει με το ύφος της Μπέτι Ντέιβις προς την Τζοάν Κρόφορντ στο παλιό νουάρ «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν»; Αφήνω ένα λεπτό να περάσει και σηκώνομαι ευγενικά λέγοντας πάω μέχρι το περίπτερο, «θέλει κανείς τίποτα»;
Θυμήθηκα βλέπετε τη σκηνή που η Ντέιβις τιμωρεί την Κρόφορντ με ποντίκια σερβιρισμένα στον ασημένιο δίσκο για βραδινό φαγητό…
Ε, ναι λοιπόν, είναι απίστευτο πόσοι μπορούν να εκμεταλλευτούν μια μικρή κι αθώα Αλεπού. Ο περιπτεράς με λυπήθηκε, με κέρασε λεμονίτα και μου έδωσε δυο σακούλες να βάλω τα κουτιά των παραγγελιών…
Μεταξύ άλλων, εμφανίστηκαν οι σύντροφοι Πασκάλ και Μαργαρίτα, για την ακρίβεια ο Πασκάλ μόνος του ανακοινώνοντας αδιάφορα ότι η Μαργαρίτα πετάχτηκε να ληστέψει μια τράπεζα κι έρχεται όπου να’ ναι. Οι υπόλοιποι ζητούσαν να μάθουν αν επρόκειτο για ριφιφί ή για απλή ληστεία κι εγώ σταυροκοπήθηκα σιωπηλά κι αφού ορκίστηκα να είμαι καλή χριστιανή στο εξής, μάλωσα τον εαυτό μου, λέγοντας «πού πήγες κι έμπλεξες ανόητη κορασίδα για μια – τελικά- βελγική σοκολάτα»;;;
Η παρέα των σατανάδων επς των ογκολίθων του μπλόγκιν ήθελα να πω ( αυτό είναι Νίνειος χαρακτηρισμός ) επιθυμούσε τσίπουρα. μέσα στον απόλυτο καύσωνα. Ένα σας λέω, είναι όλοι τους αλκοολικοί και παρασύρουν κι εμάς τους αθώους ( ο πληθυντικός είναι της μεγλοπρέπειας). Ο εστιάτορας βλέποντας τα μπουκαλάκια ν’ αδειάζουν το ένα μετά το άλλο, έσπευσε να κεράσει έναν τελευταίο γύρο μπας και φιλοτιμηθούμε και ξεκουμπιστούμε επιτέλους. Εις μάτην. Σε μια κίνηση απόγνωσης, κέρασε και δεκαπέντε διαφορετικά είδη γλυκού του κουταλιού μπας και σταματήσουμε να μπεκροπίνουμε, αφού ως γνωστόν αλκοόλ με γλυκό δεν πάνε. Εις μάτην (δις). Μεταξύ άλλων συζητήθηκαν: το πολιτιστικού χαρακτήρα πάρτυ των προσεχών ημερών στο οποίο δεν προσκλήθηκα [επίτηδες λοιπόν μ’ έστειλε για τσιγάρα], θεωρίες της Νίνας για το τέλειο έγκλημα, θεωρίες του συνονόματου για το ότι οι γυναίκες είναι εγκληματικές φύσεις, αλλά πιο ύπουλες και γι’ αυτό τα εγκλήματα τους παραμένουν ανεξιχνίαστα, το περιεχόμενο μιας βιντεοκασσέτας για το αν η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας είναι σαύρες κι όχι ανθρώπινα όντα -ναι σωστά διαβάζετε, σαύρες-, διάφορα αποκρυφιστικά και τρομαχτικά, ο βίος και η πολιτεία του Τζακ του Αντεροβγάλτη, το κίνημα των Χίππις, η γαλλική κομούνα, ο Ανδρέας Παπανδρέου, το ΚΚΕ, το παρακράτος της δεξιάς, οι καλόγριες ως σχολείο και ποιοι απ’ τους συνδαιτυμόνες φοίτησαν εκεί ( ναι καλά διαβάζετε, ποιοι και όχι ποιες), στάσεις του σεξ, η Barbie κι άλλες κούκλες, η Τόλμη και Γοητεία και άλλα τέτοια σοβαρά κοινωνικά ζητήματα.

Κοιμήθηκα πάλι στις 3 το πρωί. Αν συνεχίσω έτσι, θα πάω να εγκατασταθώ σε βραχονησίδα του Αιγαίου για πλήρη κοινωνική απεξάρτηση

Τα σέβη μου

ΥΓ: Σκοπίμως δεν κάνω αναφορά στους 1, 2 σοβαρότερους της παρέας. Αυτοί άλλωστε αποχώρησαν νωρίς για παν ενδεχόμενο…

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Το καλοκαίρι του 1980 ≠ Το καλοκαίρι του 2006

Όταν έχεις μπει σε δρόμους νοσταλγίας, θαρρείς κι όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να μην μπορείς να δραπετεύσεις απ’ τις αναμνήσεις σου με τίποτα.

Το καλοκαίρι των 8 μου χρόνων, πήγαμε διακοπές στην Κω, η μαμά, η γιαγιά, ο αδερφός μου κι εγώ. Ο μπαμπάς δεν είχε έρθει μαζί μας εκείνη τη φορά γιατί είχε δουλειά στην Αθήνα.
Μέναμε σ’ ένα ξενοδοχείο νεόχτιστο τότε, 2 χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη. Τα πρωινά, η μαμά μας πήγαινε για μπάνιο στην πλαζ του απέναντι μεγάλου ξενοδοχειακού συγκροτήματος γιατί τότε δεν ξέραμε μπάνιο και ήταν πιο προσβάσιμο για μας. Μας πασάλειβε με αντηλιακό, μας φόραγε και τα μπρατσάκια και μας άφηνε να πλατσουρίσουμε στα ρηχά. Εγώ ομολογουμένως έτρεφα και μια ψιλοαντιπάθεια για τη θάλασσα. Αντιθέτως, μου άρεσε πολύ να παίζω με τα κουβαδάκια.
Τα μεσημέρια τρώγαμε στη γειτονική ταβέρνα. Η μαμά και η γιαγιά ακόμα αναπολούν τους εξαιρετικούς ντολμάδες, εγώ πάλι δεν τους θυμάμαι καθόλου. Αυτό όμως που θυμάμαι είναι ότι εκεί άκουσα πρώτη φορά το τραγούδι «η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, βαρκούλα στο Σαρωνικό» και πολύ μου άρεσε.
Μετά, το πρόγραμμα είχε απαραιτήτως ύπνο, πράγμα που επίσης αντιπαθούσα όπως όλα τα φυσιολογικά παιδιά και ήθελα να βγω να παίξω, αλλά η φράση «βλέπεις άλλο παιδί να παίζει μέσα στον καυτό ήλιο»; με καθήλωνε με το ζόρι στο κρεββάτι μου.
Τα απογεύματα, η μαμά πήγαινε για απογευματινό μπάνιο στην πλευρά του ξενοδοχείου, στα βαθιά και δεν μας έπαιρνε μαζί γιατί δεν ξέραμε μπάνιο. Και επιπλέον, παρόλο που υποσχόταν να μας πάρει και απλώς να κάτσουμε και να βλέπουμε, ποτέ δεν τηρούσε την υπόσχεση και πάντα έλειπε ήδη την ώρα που εμείς ξυπνούσαμε. Επιπλέον, τα απογεύματα ήμουνα αναγκασμένη να παίζω με τα παιδιά του ξενοδόχου( 2 κορίτσια κι ένα αγόρι). Τσακωνόμουνα καθημερινά με τη μεγάλη κόρη που ήταν και 1 χρόνο μεγαλύτερη μου.
Τα βράδια κατεβαίναμε στην πόλη κι εγώ διάβαζα τη «Μικρή Λουλού».
Μια μέρα πήγαμε και στο Ασκληπιείο, αλλά εμείς τα παιδιά βαριόμασταν πολύ, γεγονός που είναι ξεκάθαρα αποτυπωμένο στα βλέμματα μας, σε μια φωτογραφία κάτω από ένα πλατάνι. (Στο ίδιο σημείο, έβγαλα πρόσφατα μια ακόμα φωτογραφία, για να την βάλω δίπλα στην παλιά)…
Ώσπου μια μέρα, το σκηνικό άλλαξε. Απ’ τη μια, κατέφτασε στο ίδιο ξενοδοχείο ο Κωστάκης με τους γονείς του. Έτσι, απέκτησα επιτέλους το φοβερό ενδιαφέρον να πηγαίνω μαζί του και με τον αδερφό μου στους βάλτους και να σκοτώνουμε βατράχια με σφεντόνες. Μετατράπηκα σε κανονικό αγοροκόριτσο και πολύ μου άρεσε που δεν ήμουν καλό κοριτσάκι να παίζω με τα παιδιά του ξενοδόχου κούκλες και άλλα τέτοια. Ο Κωστάκης επίσης δεν ήξερε κολύμπι αλλά είχε σαμπρέλα αντί για μπρατσάκια, πράγμα που απαιτήσαμε κι εμείς αμέσως. για να υπάρχει η απαραίτητη για τα παιδιά ομοιομορφία.

Απ’ την άλλη, στο ίδιο ξενοδοχείο κατέφτασε μια παρέα 18χρονων. Ένας απ’ αυτούς, ο Διαμαντής, ήταν αδερφός του Κωστάκη, αλλά ήρθε στην Κω με την παρέα του που αποτελείτο κι από αγόρια κι από κορίτσια. Είχαν μάλιστα νοικιάσει και ποδήλατα και κυκλοφορούσαν συνέχεια μ’ αυτά. Εμένα, αν και 8 χρονών, ο Διαμαντής μου άρεσε πολύ και ήθελα να είμαι συνέχεια μαζί του και προτιμούσα να με παίρνει αυτός στο ποδήλατο του βόλτα κι όχι κανένα απ’ τα άλλα παιδιά της παρέας. Ναι, κανά δυο φορές μας πήρανε, τον Κωστάκη κι εμάς βόλτα με τα ποδήλατα.
Νωρίς τα βράδια, οι 18χρονοι μαζευόντουσαν για λίγο στο μπαρ του ξενοδοχείου και κανονίζανε πού θα πάνε για διασκέδαση. Οι κοπέλες πιάνανε παρέα με τη μαμά κι όλο μυστικά λέγανε γιατί κάθε φορά που πλησίαζα και ρώταγα τι λένε, η μαμά μου έλεγε «πήγαινε να παίξεις, αυτά που συζητάμε δεν είναι για παιδιά». Έξαλλη γινόμουνα από θυμό, ειδικά αν εκεί κοντά ήταν κι ο Διαμαντής και άκουγε ότι ήμουνα παιδί. Λες και δεν το έβλεπε… Υποθέτω μάλιστα ότι είχε καταλάβει ότι του είχα γίνει της προσκολλήσεως ( τσιμπούρι αλλιώς) και κάποια μέρα ανέλαβε αυτός να με συμμορφώσει επειδή είχα πει κακίες στην κόρη του ξενοδόχου και την έκανα να κλαίει. Με τράβηξε λοιπόν κάπου παράμερα κι άρχισε να μου μιλάει. Η νουθεσία κατέληξε με τον ακόλουθο εκβιασμό. «Αν δεν ζητήσεις συγνώμη απ’ το κοριτσάκι, δεν θα σε πάρουμε μαζί βόλτα το απόγευμα». Κι επειδή, μπορεί μεν να μου άρεσε ο Διαμαντής, αλλά εκβιασμοί δεν χωράνε και δεν θα περά δεν θα περάσει ο φασισμός, σήκωσα τους ώμους και είπα απαξιωτικά «Σκασίλα μου, εγώ συγνώμη δεν ζητάω».
Και βέβαια, βόλτα δεν πήγα.



Πριν από δυο βδομάδες, βρέθηκα μετά από 26 χρόνια πάλι στην Κω και το πρώτο που έκανα ήταν να αναζητήσω το ξενοδοχείο που έμενα τότε.
Το βρήκα πολύ εύκολα. Η πρώτη συγκίνηση ήταν η θύμηση της μυρωδιάς γύρω απ’ αυτό, μια μυρωδιά που δεν πίστευα ότι θα τη θυμόμουνα. Πλησίασα και είδα μια κυρία περασμένης σχετικά ηλικίας να κάθεται σ’ ένα τραπέζι. Δίπλα της κοιμόταν αμέριμνος ένας σκύλος. «Ψάχνετε κάτι»; με ρώτησε. «Είχα παραθερίσει κάποτε εδώ και ήθελα να δω το ξενοδοχείο», της απάντησα. «Το δουλεύουμε πια ως ενοικιαζόμενα δωμάτια όλο το χρόνο», με πληροφόρησε. «Γίνανε τόσα ξενοδοχεία που εμείς δεν είχαμε κόσμο πια». Έριξα μια ματιά γύρω μου. Ήταν η παρακμασμένη εικόνα της παιδικής μου ανάμνησης. Η αλλοτινή πισίνα, άδεια. Η είσοδος προς τη ρεσεψιόν και την τραπεζαρία κλειστή. Στα 5- 10 λεπτά που έμεινα, έμαθα επίσης ότι η μεγάλη κόρη – η παλιά μου εχθρός- ήταν πια μαμά τεσσάρων παιδιών, ο γιος ζούσε μόνιμα εκεί και η μικρή κόρη στην Αθήνα. Ο πατέρας είχε πεθάνει από ανακοπή στα 56 του χρόνια προ πενταετίας.
Παιδικές φωνές ακούστηκαν. «Ήρθαν τα εγγόνια μου απ’ τη θάλασσα. Πάω να τα κάνω ντους», είπε η κυρία και αφού με αποχαιρέτησε ευγενικά και μου ευχήθηκε καλές διακοπές, σηκώθηκε κι έφυγε.
Περιεργάστηκα βιαστικά ξανά τον χώρο γύρω μου. Από κει που άλλοτε φαινόταν η θάλασσα, τώρα αντίκριζα ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα, κάποια μάλιστα εντελώς εγκαταλελειμμένα, θλιβερά απομεινάρια του παρελθόντος. Ανέβηκα στο ποδήλατο μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Στα δεξιά μου, η ταβέρνα που έπαιζε τη Μαργαρώ και τρώγαμε τους ντολμάδες. Κατά μήκος της παραλίας, συνειδητοποίησα ότι ήμουν πια μεγάλη και ήξερα ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες. Το νοίκιασα μάλιστα μόνη μου, ξορκίζοντας το παιδικό απωθημένο του καλοκαιριού εκείνου που δεν ήξερα και ζήλευα τους μεγάλους που κάνανε. Μεγάλωσα πια τόσο, ώστε να έχω σχεδόν σήμερα τα διπλάσια χρόνια απ’ τον 18χρονο Διαμαντή του γλυκού παρελθόντος.

Σάββατο, Αυγούστου 05, 2006

Αναπόφευκτη λύτρωση

Αν και σκόπευα να μην δημοσιεύσω τίποτα άλλο, αφού σε μισή μέρα φεύγω διακοπές, οι εξελίξεις με πρόλαβαν. Ο "ανηψιός" για τον οποίο έγραψα πριν από δύο post, μου έδωσε σήμερα να διαβάσω το πρώτο του διήγημα και με παρακάλεσε να του το δημοσιεύσω κιόλας. Επειδή, εκδοτικό οίκο δεν διαθέτω, μόνο αυτό το ταπεινό blog αλλά κι επειδή δεν χαλάω χατήρια σε όσους έχω αδυναμία, ιδού :

Εάν δεν είναι άλλο ένα από τα γνωστά ηλίθια παιχνίδια της, ανύπαρκτης πλέον, μνήμης μου, βρισκόμουν στη βεράντα του σπιτιού μου. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και πριν κάμποσα λεπτά είχα κλείσει τα 26 μου χρόνια. Προσπαθούσα επίμονα εδώ και ώρα να στρίψω ένα τσιγάρο. Ανεπιτυχώς. Ο καπνός ήταν άλλοτε πολύς, άλλοτε ελάχιστος. Τι μαρτύριο Χριστέ μου! Τελικά ο ιδρώτας των χεριών μου διαπότισε το τσιγαρόχαρτο και αυτό διαλύθηκε αργά και βασανιστικά με αποτέλεσμα ο καπνός να βρεθεί στο δάπεδο. Έβαλα τις παλάμες στα μάτια και άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Η ατυχής κατάληξη του στριφτού μου, μου υπενθύμισε την αδιαμφισβήτητη ικανότητα μου: να καταστρέφω. Όχι αντικείμενα όπως στην προκειμένη περίπτωση αλλά καταστάσεις. Δυο μέρες πριν, η Ρίτα είχε μαζέψει τα πράγματά της και είχε φύγει. Με άφησε, ή καλύτερα την άφησα να με αφήσει. Μου είχε ζητήσει μόνο να της πω δύο λέξεις που για κάποιο λόγο μου ήταν αδύνατο να τις αρθρώσω. «Σ’ αγαπάω». Εκείνη μου τις είχε ήδη πει και περίμενε καρτερικά να τις επαναλάβω ή έστω να πω ένα ξερό «κι εγώ». Ούτε καν αυτό δεν κατάφερα. Ήταν δύσκολο ακόμα και να πείσω τον εαυτό μου να τις προφέρει, έστω κι αν δεν τις αισθάνεται, μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσω και να της ανταποδώσω την ανιδιοτελή προσφορά του συναισθηματικού της μανδύα που τόσο στοργικά με κάλυπτε τον τελευταίο καιρό. Το χειρότερο όμως ήρθε αργότερα, όταν με άκουσα να της λέω να μη μου ζητάει να της πω κάτι που δε νοιώθω. Τα υπόλοιπα έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου – έτσι μου φάνηκε. Το μόνο που θυμάμαι καλά ήταν η ανεξήγητη απάθειά μου όταν την έβλεπα να με εγκαταλείπει για κάτι που εγώ προκάλεσα.
Είχε φύγει.
Κρίμα. Ήξερα ότι ήταν πολύ πιθανό σε λίγη ώρα να είμαι νεκρός. Δε μπορούσα όμως να αντιδράσω. Η Ρίτα ήταν σαφώς ο μόνος άνθρωπος που με κρατούσε μακριά από το μαύρο παρελθόν του λευκού θανάτου, των τάσεων αυτοκτονίας, τις προδιαθέσεις σχιζοφρένιας, της μανιοκατάθλιψης και της βαριάς μορφής ψύχωσης που είχε διαγνώσει ο ψυχίατρος λίγα χρόνια πριν. Βασικά ήταν θαύμα που ήμουν ακόμη ζωντανός. Όταν τη γνώρισα, ενάμιση χρόνο πριν, άρχισε να λειτουργεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα από οποιοδήποτε ψυχοφάρμακο ή ναρκωτικό είχα πάρει κατά τη διάρκεια της άρρωστης ζωής μου.
Τώρα όμως, το τέλος ήταν κοντά. Είχε αρχίσει να έρχεται τόσο ορμητικά όσο ποτέ άλλοτε η αίσθηση – παραίσθηση ότι είχα απελευθερώσει πλήρως το μυαλό μου και είχα αποβάλλει κάθε αμφιβολία για οτιδήποτε συμβαίνει ή δε συμβαίνει, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ένοιωθα ότι όλα τα μυστικά του σύμπαντος ήταν καλά κλειδωμένα πίσω από μια πόρτα και ότι ήμουν ένας από τους λίγους, αν όχι ο μόνος, που είχε στην κατοχή του τα κλειδιά. Νόμιζα, όχι δε νόμιζα, ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσα να κάνω τα πάντα. Έτσι απλά.
Δε σκέφτηκα πολύ. Ανέβηκα στα κάγκελα και συλλογίστηκα αν ήταν δυνατό να είμαι τόσο τυχερός ώστε να κατάφερα να σπάσω όχι μόνο τους νόμους της φύσης αλλά και τους φραγμούς του «είναι» μου. Χαμογέλασα και έκανα το απαραίτητο βήμα της εκπλήρωσης του σκοπού μου, όχι για να αυτοκτονήσω όπως πολλοί θα ισχυρίζονταν, αλλά με απόλυτη βεβαιότητα της επιβίωσής μου, δίχως ίχνος φόβου. Πέφτοντας άκουσα φευγαλέα το ενοχλητικό κουδούνισμα ενός τηλεφώνου. Να ήταν του δικού μου; Ίσως να ήταν η Ρίτα στη γραμμή, ίσως να πήρε για τα χρόνια πολλά, ίσως για να ξανασμίξουμε. Ξάφνου άρχισα να πανικοβάλλομαι γιατί κατάλαβα, κάπως αργά, ότι ποτέ δε θα μάθαινα αφού συνέχισα να πέφτω. Εντέλει συνθλίφθηκα πάνω στην αποτρόπαια σκληρή άσφαλτο.
Σχεδόν αμέσως αυτή μετατράπηκε σε μαλακό κρεβάτι κι εγώ από ματωμένο πτώμα σε ιδρωμένο μισολιπόθυμο που μόλις είχε ξυπνήσει από το χειρότερο εφιάλτη της ζωής του. Κοίταξα το δωμάτιο, έπειτα δίπλα μου. Η Ρίτα ήταν εκεί, με ένα σεντόνι κολλημένο από τη ζέστη στο γυμνό κορμί της. Σηκώθηκα αργά κι αδέξια και πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Όντας ανυπόφορα ζαλισμένος κατευθύνθηκα στο μπαλκόνι για να με χτυπήσει το βραδινό αεράκι. Στάθηκα με τα χέρια έξω από τα μικρά σκονισμένα καγκελάκια και τις παλάμες μου να κοιτάζουν προκλητικά το κενό. Ο θώρακάς μου κρατούσε αντίσταση. Έγειρα το κεφάλι προς τα κάτω ως μια εκδήλωση κούρασης, σαν να ήθελα να ξανακοιμηθώ. Ανταυτού, μετατόπισα το κέντρο βάρους μου και έκανα μια ομολογουμένως, ιδιαίτερα επιδέξια βουτιά στο κενό. Δεν έκατσα να αναρωτηθώ αν το γεγονός οφειλόταν στη ζαλάδα ή στα ψυχολογικά μου προβλήματα, ούτε να το συσχετίσω ή να το παρομοιάσω με το σκηνικό που αντιμετώπισα στον ανήσυχο ύπνο μου. Αυτές τις στιγμές άρχισα να αισθάνομαι μια αναπάντεχη ελευθερία και ήθελα να την απολαύσω. Μάλλον αυτή ακριβώς η απόλαυση ήταν ο λόγος που η πτώση μου δεν είχε το φριχτό τελείωμα του ονείρου. Όχι το θάνατο, αλλά το ξύπνημα…

Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2006

Ο Φαντάρος των 23 σεντς

(Ανοιχτή επιστολή του μεγάλου Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ στον Ντάλλες, υπουργό εξωτερικών των Η.Π.Α, το 1951)

Μίστερ Ντάλλες,

γιατί να σας το κρύψουμε;

Η ζωή είναι πολύ ακριβή στη χώρα μας.

Παραδείγματος χάριν: δεν μπορείτε να αγοράσετε

παρά μόνο δυο δράμια αρνί της Άγκυρας με 23 σεντς

ή δυο οκάδες ξερά κρεμμύδια

ή μισή οκά φακές

ή μια πήχυ σάβανο

ή έναν άνθρωπο αγορασμένο για ένα μήνα ολάκερο,

χαμένο μες στη χακί ομοιομορφία και τα μυδράλια,

έτοιμο να σκοτώσει ή να σκοτωθεί.

Ίσως ποτέ του να μην έχει δει τη θάλασσα.

Ίσως αγαπάει στα δάση το κυνήγι

Ή ίσως έχει αφήσει την καρδιά του σε μια κοριτσίστικη παλάμη.

Κι όμως Μίστερ Ντάλλες,

υπάρχει κάτι ακόμα που δεν σας είπαν μέχρι σήμερα.

Αυτός ο άνθρωπος που σας τον πουλάνε για 23 σεντς,

υπήρχε πολύ πριν φορέσει τη στολή που του δώσατε.

Υπήρχε σαν άνθρωπος,

υπήρχε σκυμμένος επάνω στο υνί του.

Υπήρχε πριν κι ακόμα πριν

εσείς βαφτίσετε τις πολιτείες σας.

Ναι, Μίστερ Ντάλλες,

όταν ακόμα ήταν ένα χωράφι η Νέα Υόρκη σας.

Αυτός έχτιζε θόλους μολυβδοπελεκητούς,

πλατειούς κι απέραντους σαν τον γαλάζιο ουρανό.

Λάξευε το μάρμαρο λες κι ύφαινε.

Έριχνε πάνω απ’ τους μεγάλους ποταμούς

γέφυρες με σαράντα δυο καμάρες.

Αυτός για να μαζέψει μια μέρα όλους τους λαούς σε δείπνο αδελφικό

και να τους πει:

«όλα είναι κοινά από σήμερα. Όλα, έξω απ’ τα χείλη της αγαπημένης».

Αυτός, ο Χασάν ο εργάτης,

ο Μεχμέτ ο χωρικός

ο Αλή ο δάσκαλος

Μα προσέξτε, γιατί το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.

Και μη σας τρομάξει αν αύριο, τη μέρα του ισολογισμού,

δείτε ότι σας στοίχισε πολύ ακριβά

αυτός ο φαντάρος των 23 σεντς.

Μ’ άλλα λόγια,

ο φτωχός, ο αντρειωμένος μου

ο δουλευτής λαός μου.

Μεγάλος,

όπως όλοι οι λαοί του κόσμου.