Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2006

Στην Έλντα του χθες του σήμερα και του αύριο!

Υπάρχουν κάποιες γειτονιές στην Αθήνα που είναι πολύ αποκαλυπτικές. Περπατάς στα δρομάκια τους και νομίζεις ότι κάποιος σου κάνει πλάκα κι ότι ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω κάτι δεκαετίες. Χαμηλά σπιτάκια, υπόγεια μαγέρικα, άντρες έξω απ’ τα καφενεία παλιού τύπου, παιδιά με παγωτό ξυλάκι στα πεζοδρόμια, γυναίκες συγκεντρωμένες στα πεζούλια να συζητάνε, δυο αγόρια σε μια περιφραγμένη αλάνα που παίζουν ποδόσφαιρο. Εικόνες από μια Αθήνα του ’50 και του ‘ 60, ντυμένη όμως με άλλα χρώματα και με ξένες φωνές ή ξενικές προφορές. Ανάμεσα σ’ αυτά τα στενοσόκακα, υπάρχει μια αυλή. Ασπρισμένη σαν από χέρι νοικοκυράς, καθαρή, ήσυχη και σκιερή. Κάποτε θα φιλοξενούσε τους κατοίκους του σπιτιού. Τώρα το σπίτι έγινε μπαράκι καφετέρια και η αυλή περιμένει πελάτες. Δυο τρία τραπεζάκια όλα – όλα, ένας αναπαυτικός καναπές που σε προκαλεί να ξαπλωθείς πάνω του, όμορφη και καθόλου επιτηδευμένη ατμόσφαιρα, ένα δενδράκι ελιάς στη μέση, κι ένας πάγκος μπαρ στο βάθος. Και μέσα απ’ τον πάγκο ξεπροβάλλει ένα κοριτσάκι. Θα’ ναι γύρω στα 9. Με μια καστανή αλογοουρά, βερμουδίτσα, μακώ μπλουζάκι με τιράντες, βαμμένα νύχια στα χέρια και στα πόδια και κάθε τόσο να βουτάει ένα βετέξ μέσα σε μια λεκανίτσα και να καθαρίζει το μπαρ.
Κουνάει αρνητικά το κεφαλάκι της όταν τη ρωτάμε αν παίρνει παραγγελία. «Εγώ δεν μένω εδώ. Είμαι δίπλα. Αλλά επειδή δεν έχω φίλο, έρχομαι και καθαρίζω»… μας λέει χαμογελώντας και συγχρόνως αποκαλύπτει την οδοντοστοιχία της με τα μισά δόντια να περιμένουν να αντικατασταθούν. Μου καρφώνεται στο μυαλό η φράση «δεν έχω φίλο». Τι εννοεί η μικρή; Μάλλον φίλο να παίξει θα εννοεί. Βυθίζομαι πιο πολύ στα μαξιλάρια του καναπέ και αργοπίνω τον καφέ μου επιθυμώντας να υπήρχε μια θάλασσα μπροστά να μας προσφέρει τη δροσιά της και παρατηρώντας συχνά και το κοριτσάκι. Αυτό συνεχίζει να καθαρίζει, ωστόσο σαν να νιώθει βλέμματα πάνω της, ακκίζεται με αθωότητα καθώς τεντώνει το βετέξ ή αργότερα καθώς μπαινοβγαίνει για να διακοσμήσει τα τραπέζια με τασάκια, κεράκια και κατάλογο.
Κάποια στιγμή τη φωνάζει η μητέρα της. Μάλλον είναι από οικογένεια μεταναστών. Στον ήχο της φωνής της μητέρας διέκρινα μια ανεπαίσθητη προφορά. Η μικρή όμως πρέπει να έχει γεννηθεί εδώ. Τι σημασία έχει; Καμία. Το καταγράφω απλώς για τη σημειολογία του πράγματος. Ύστερα από λίγο, η μικρή ξανάρχεται. Πρόθυμη ψάχνει να βρει που να χαλάσει το χαρτονόμισμα για να μας φέρει τα ρέστα. Χαμογελάει ευγενικά και με θάρρος. Μάλλον συμπαθηθήκαμε.
«Πώς σε λένε»; τη ρωτάω φεύγοντας. «Έλντα», απαντάει εκείνη. «Ωραίο όνομα έχεις», της λέω. «Ευχαριστώ πολύ», απαντάει η Έλντα και χαμογελάει ενώ κατεβάζει μια ιδέα και τα ματάκια της.
«Γεια σου μικρούλα εννιάχρονη Έλντα», λέω από μέσα μου καθώς απομακρύνομαι. «Να’ ξερες πόσο διαφέρεις από πολλές συνομήλικες σου και πόσο θυμίζεις κοριτσάκι παλιότερης εποχής».

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μην το λες αυτού αλεπού μου.Ολα τα κοριτσάκια είναι πάντα και παντού τα ίδια.Και των περασμένων εποχών και των τωρινών και αυτών που θα'ρθουν.

markos-the-gnostic είπε...

κι αυτά τα κοριτσάκια σε λίγο θάχουν γινει γυναίκες και σε λίγο σκόνη...

Αλεπού είπε...

@regina

Δεν μέμφομαι κανένα κοριτσάκι. Απλώς κατέγραψα μια διαφορά. Η Έλντα ακόμα τριγυρνάει ελεύθερη και χαμογελαστή στις αλάνες του χθες. Τα άλλα συνομίληκα της-όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά λόγω συνθηκών- πιθανόν να μένουν κλεισμένα σ' ένα διαμέρισμα και να βλέπουν τηλεόραση ή να παίζουν με τον υπολογιστή...

@markos

Γιατί τόσο βαρειά διάθεση; Εμείς το έχουμε κατανοήσει το περί σκόνης, για τα εννιάχρονα όμως δεν είναι υπερβολικά νωρίς;

Χαρτοπόντικας είπε...

Εγώ βρίσκω τρυφερή την ιστορία σου και, μπορώ να πω οικεία, καθώς η δικιά μου ηλικία κουβαλάει τέτοιες μνήμες από πρώτο χέρι.