Έχει το όνομα μυθολογικής θεάς της γονιμότητας. Μετράει 81 χρόνια ζωής. Γεννήθηκε στο κέντρο της παλιάς Αθήνας, στην Πλάκα. Μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον της Βασιλίσσης Σοφίας. Ανήκει σε παλιά γνωστή οικογένεια ηθοποιών. Μοναχοπαίδι. Αποζητούσε πάντα την προσοχή των πολυάσχολων γονιών της. Δεν την είχε. Κι ένα αδερφάκι. Ούτε αυτό το απέκτησε. Στη θέση του, της έφερε η μητέρα της από μια τουρνέ στην Αφρική ένα κουκλάκι αραπάκι. Το αγαπούσε σαν υποκατάστατο ανθρώπου. Ζούσε υπερπροστατευμένη. Μην τύχει και κρυώσει, μην συναναστρέφεται άλλα παιδιά στον τότε Βασιλικό Κήπο και την κολλήσουν μικρόβια. Η πρώτη νταντά της φερόταν άσχημα. Την ανέλαβε μια κοπέλα 20 χρονών από τη Μυτιλήνη, η Ασπασούλα. Ορφανή και άσχημη, δούλευε αρχικά στο σπίτι σαν μαγείρισσα. Μετά, αναβαθμίστηκε σε παραμάνα. Η μικρή την αγάπησε παράφορα.
Όταν μεγάλωσε πήγε σχολείο, σ’ ένα απ’ τα καλά της εποχής. Είχε δασκάλα την μετέπειτα γνωστή σε όλους μας Θεία Λένα. Ο επαγγελματικός της δρόμος ήταν προδιαγεγραμμένος. Ασχολήθηκε και κείνη με το θέατρο. Παντρεύτηκε νωρίς, αμέσως μετά το σχολείο κι απόκτησε δύο παιδιά. Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα στα 21 της χρόνια και κόντρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής της, παράτησε τον πρώτο της άνδρα και κλέφτηκε κυριολεκτικά με τον δεύτερο. Έζησαν μαζί εξήντα ολόκληρα χρόνια. Χώρισαν όταν εκείνος έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο το περασμένο καλοκαίρι. Τους γνώρισα μαζί τα τελευταία χρόνια και κρατώ μια εικόνα απ’ όλα όσα έμαθα για τη ζωή τους, μια εικόνα που είδα με τα ίδια μου τα μάτια ένα ζεστό μεσημέρι του περασμένου καλοκαιριού, λίγες μέρες πριν το ταξίδι εκείνου. Άρρωστος κι ανήμπορος στο κρεβάτι του, κυριολεκτικά σκιά του εαυτού του και χωρίς να μπορεί να μιλήσει πια, κατέβαλλε προσπάθεια ν’ ανασηκωθεί. Κρατήθηκε απ’ το γεροντικό της μπράτσο κι ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της. Εκείνη του έλεγε «μωρό μου σ’ αγαπώ» σαν να ήταν ακόμα έφηβη. Εκείνος την κοίταγε και της απάντησε με το βλέμμα. Και η εικόνα τους, η κίνηση των σωμάτων τους και κείνο το χάδι ήταν κάτι ανάμεσα σε μητρικό αγκάλιασμα κι ερωτική ανάμνηση.
Από πέρυσι ζει μόνη της στο σπίτι τους. Αφού ανάλωσε μεγάλο μέρος της ενέργειας της στο να κάνει μια εκδήλωση για τον αγαπημένο της και να γράψει γι’ αυτόν σε τοπική εφημερίδα, ξορκίζει τώρα τη μοναξιά της γράφοντας.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα, με κινητικά προβλήματα και κλονισμένη ηλικία, ξεκίνησε να γράφει μπροστά στον υπολογιστή μια εισαγωγή για μια σειρά ποιημάτων της που θα ήθελε να εκδώσει. Παρασυρμένη απ’ τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής, απ’ αυτά που την πόνεσαν κι απ’ την αγάπη που στερήθηκε στα παιδικά της χρόνια και κέρδισε αργότερα, καταλήγει να γράφει την ιστορία της ζωή της.
Διάβασε κι ένα βιβλίο πρόσφατα, τη «Συναισθηματική νοημοσύνη» και κατάλαβε όπως μου είπε, τα δικά της συναισθηματικά κενά στα πρώτα τρυφερά χρόνια της ζωή της.
Μου τηλεφωνεί πολύ συχνά να με συμβουλευτεί για συντακτική διατύπωση ή να με παρακαλέσει να πάω σπίτι της να ρίξω μια ματιά για τυχόν ορθογραφικά λάθη. Τις περισσότερες φορές δυσανασχετώ αν και ποτέ δεν της το δείχνω. Είναι που νιώθω κουρασμένη μετά τη δουλειά που οι ρυθμοί της καθημερινότητας με κάνουν νευρική ή που θα ήθελα να κάνω κάτι καλύτερο εκείνη την ώρα . Πηγαίνω πάντα. Και μετά μετανιώνω για τις πρότερες σκέψεις μου και ντρέπομαι. Σκέφτομαι πόσο σκληρή είναι η μοναξιά της σε συνδυασμό με το χρόνο που κυλάει με γοργό ρυθμό αντίστροφα. Σκέφτομαι πως αυτή η γυναίκα σπάνια πια βγαίνει απ’ το σπίτι. Θαυμάζω το θάρρος και τη δύναμη της να γράφει ακαταπόνητη και την ελπίδα της να κάνει τα γραπτά της βιβλίο. Κοιτάζω με δέος τα μάτια της που είναι όλο σπιρτάδα όταν της κάνω κολακευτικά σχόλια για τα γραπτά της ή όταν της ζητάω περισσότερες λεπτομέρειες. Μεταμορφώνεται ξανά σε κοριτσάκι. Και η μόνιμη ερώτηση της είναι: «μα τελικά θα βγει πολύ μεγάλο, θα ενδιαφέρει κανέναν»; Κι εγώ την παροτρύνω να συνεχίσει αφού της κάνει καλό και ξαλαφρώνει η ψυχή της.
Αποφάσισα να γράψω το post και της το αφιερώνω εν αγνοία της για την περίπτωση που κανείς ποτέ δεν θα διαβάσει αυτά που γράφει και για να μεταδώσω σε όλες τις τεθλιμμένες ψυχές της μπλογκόσφαιρας (που απ’ ότι έχω διαπιστώσει δεν είναι και λίγες) τη δύναμη ζωής ακόμα κι όταν αυτή η ζωή πλησιάζει στο φυσικό και δρομολογημένο της τέλος.
Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Πολύ συγκινητικό Αλεπού. Ανατρίχιασα.
κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά παραδείγματα δύναμης και ζωτικότητας.
πόσο παράδοξο ηχεί το ότι τελικά τους καταβάλλει ο θάνατος
Μπράβο σου!!!
Μπήκα τυχαία εδώ, ψάχνοντας για κάνα κείμενο της προκοπής και...σκάλωσα.
Tι ωραιοι που ειναι αυτοι οι έρωτες οι μεγάλοι..
@ sok
Ευχαριστώ πολύ!
@ regina
Πράγματι!
Δημοσίευση σχολίου