Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

Πρόσκληση σε πάρτυ

Είσαστε όλοι καλεσμένοι απόψε. Σε μια πρωτότυπη γιορτή. Θα την έχω προετοιμάσει από καιρό, θ’ ανάψω όλα τα φώτα, θα ετοιμάσω τις πιο δημιουργικές τροφές που μας ζεσταίνουν την ψυχή. Τι θα λέγατε για το περίφημο black menu? Δεν πρόκειται για συμβολισμό. Κυριολεκτώ! Ναι, έτσι ακριβώς ένα μενού total black με μια εσάνς κόκκινου χρώματος. Θα τα φτιάξω όλα μόνη μου. Χωρίς τη βοήθεια ενός ψυχρού catering. Τι ξέρει αυτό άλλωστε απ’ αυτά που σας αρέσουν; Θα προετοιμάζομαι καιρό. Θα σκέφτομαι τι θα φορέσω και πώς θα έχω τα μαλλιά μου. Στο τέλος θα φροντίσω να είμαι πολύ κομψή, χωρίς ψεύτικα φτιασίδια, αλλά και χωρίς πολλές τολμηρότητες. Θα σας έχω καλέσει από καιρό και θ’ ανυπομονώ να σας δω να καταφτάνετε. Να δω πως είστε από κοντά, τι χρώμα μαλλιά και μάτια έχετε, πώς ντύνεστε, πώς μιλάτε, πώς γελάτε, πώς συμπεριφέρεστε. Θα προσέξω τα χέρια και τα χαμόγελα σας. Αυτά θα μιλήσουν για σας απόψε. Τα γραπτά σας άλλωστε έχουν μιλήσει ήδη. Εγώ θα είμαι η οικοδέσποινα. Θα έχω το γενικό πρόσταγμα αφού θα έρθετε στα λημέρια μου, αλλά δεν θα είμαι καθόλου καταπιεστική. Θα μπορείτε να εκφράζεστε όπως και όσο θέλετε. Θα είναι μεγάλη η γιορτή, με μουσικές χορευτικές και γέλια και τραγούδια. Θα επιθυμούσα μια θριαμβευτική είσοδο. Να είστε όλοι μαζεμένοι και να εμφανιστώ λαμπερή και απαστράπτουσα κατεβαίνοντας μια στριφογυριστή σκάλα. Σαν τις ταινίες. Μπα, όχι, ντρέπομαι λίγο. Καλύτερα να έχετε μαζευτεί, να είμαι κάπου κρυμμένη και να σας παρακολουθώ πριν εμφανιστώ. Να δω ποιοι είστε κι αν ταιριάζουμε. Και μετά να έρθω σχετικά αθόρυβα, σε χαμηλούς τόνους.
Αρχίσατε να φτάνετε σιγά- σιγά.
Να ορίστε, βλέπω τη Ντόλυ. Έγινε κιόλας ο αρχηγός της παρέας. Πληθωρική και γελαστή, αστράφτει με διαμάντια από πάνω ως κάτω, καπνίζει συνέχεια και μιλάει με όλους. Ένα γνήσιο party animal! Πως τα κατάφερε κι ενώ δεν ήξερε κανέναν τους γνώρισε ξαφνικά όλους; Τους τράβηξε κοντά της όπως τα λουλούδια τις μέλισσες. Τους υπνώτισε θαρρείς και τους έκανε να μην μπορούν χωρίς αυτήν. Α, να κι ο κατ’ όνομα συμμαθητής της padrazo. Στέκεται σκεφτικός σε μια γωνία και καπνίζει. Είναι κάπως μελαγχολικός τον τελευταίο καιρό. Συλλογίζεται τις κόρες του που μεγαλώνουν. Μεγαλώνει κι ο ίδιος. Αναπόφευκτο. Αλλά μόνος; Ο άλλος, ο κατ’ ουσίαν συμμαθητής της, Χαρτοπόντικας έφτασε κι αυτός. Αποφεύγει τις πολλές συναναστροφές και τα πηγαδάκια. Ευγενικός βέβαια, είπε ένα γεια σε όλους, έριξε μια αυστηρή ματιά στη Ντόλυ του τύπου μην τολμήσεις να βγεις στα μικρόφωνα και να πεις ότι είμαι εδώ και πήγε αμέσως να ψάξει τη βιβλιοθήκη μου. Το κάνει διακριτικά, ενώ συγχρόνως ρίχνει φευγαλέες ματιές να δει αν τον κοιτάζουν. Α, να βρήκε κάτι που του αρέσει. Το βάζει στην άκρη. Να θυμηθεί να μου το ζητήσει μετά. Θα του το δώσω. Λέω να του το χαρίσω μάλιστα. Αφού του αρέσει τόσο, ας το κρατήσει δικό του. Α, να κι ο Μάρκος. Είναι κάπως αμήχανος. Θέλει να χαιρετήσει αλλά διστάζει. Κάθε που τον κοιτάνε, στρέφει το κεφάλι αλλού. Βρήκε κανά δυο κι άρχισε να τους μιλάει για υπαρξιακά ζητήματα. Θαυμάζει το άφθονο γαλλικό κρασί πορφυρού χρώματος που ρέει άφθονο αλλά στο τέλος παίρνει μια μπυρίτσα και κατευθύνεται προς τη βεράντα. «Μακάρι να ήμουν ιππότης» σκέφτεται κι εκστασιασμένος κατεβάζει μια γενναία γουλιά απ’ το ποτό του. Α, να και μια πολύ εκλεπτυσμένη ύπαρξη με κινητό στο χέρι. Φωτογραφίζει διακριτικά ό, τι της κάνει εντύπωση. Τώρα βγάζει το καραβάκι μου. Θα γράψει αύριο ότι θέλει να το πάρει και ν’ ανοιχτεί στο πέλαγος με άγνωστο προορισμό. Νιώθει λέει μοναξιά. Μα, μοναξιά με τόσο κόσμο; Ήρθε κι η Μιραντολίνα με επαναστατικά πανώ και διακηρύξεις και μας έφερε τον αυτοκράτορα. Μα δεν τον είχε στείλει διακοπές για το καλοκαίρι; Έχουμε και εκπλήξεις. Μόλις μας κατέφτασε η Λεμονίτα απ’ τη Βόρειο Ελλάδα. Μα τι δροσιστική που είναι, σαν παγωμένη λεμονάδα που σε δροσίζει μέσα στο καλοκαίρι! Αλλά και η ομογένεια μας τιμάει. Ναύλωσε ειδικό σκάφος η Krotkaya κι έφτασε από Βρυξέλλες. Είχε υποσχεθεί πως δεν θα έχανε το πάρτυ για τίποτα στον κόσμο. Αυτό το κορίτσι τελικά είναι ικανό για όλα. Φοράει φουστάνι σε χρώμα λάιμ. Αμάν πια μανία μ’ αυτό το αχνοπράσινο. Φέρνει δώρο ένα τεράστιο παγωτό Haagen Dazs. Κι ο Σωκράτης απ’ τη Γερμανία ήρθε και φέρνει δώρο τα ποιήματα του τις Σημύδες. Αλλά κι ο Δύων Ανατέλλων απ’ τη γοητευτική Κύπρο. Αυτός μάλιστα θα επιμεληθεί και του μουσικού προγράμματος. Μα για στάσου, κάποιος μοιράζει λουλούδια στις κυρίες της βραδιάς. Μα ναι, ποιος άλλος απ’ το Σταύρο. Ελπίζω να έφερε κίτρινα τριαντάφυλλα για την οικοδέσποινα. Είναι τ’ αγαπημένα μου. Α, έπιασα κι αυτόν που κοιτάζει τα φαγητά και κάτι σημειώνει. Σίγουρα ψάχνει να βρει τα υλικά της συνταγής. Κάτι του λείπει καθώς δοκιμάζει. Θα με ξεμοναχιάσει μετά να του αποκαλύψω τα μυστικά της κουζίνας μου. Ελπίζω να γράψει πόσο εύγεστα ήταν όλα. Μα ποια είναι αυτή με το μαντήλι και τα σκούρα γυαλιά; Ποια άλλη, η Γιουτζίν που έφερε μαζί της και τη δεσποινίδα Περαβρεχοπούλου. Και η Ρεγκίνα είναι εδώ. Κάποιους πλανεύει με αποπλάνηση. Φωνές ακούγονται απέξω. Η Μανταλένα φτάνει. Ελπίζω να νιώσει άνετα εδώ. Μην μας περάσει για συμμορία, νομίσει ότι την κατασκοπεύουμε κι εξαφανιστεί. Κάποια μυστηριώδης ύπαρξη μπαίνει. Πλησιάζει κανά δυο και τους απευθύνεται σε τέλειο ποιητικό μέτρο. Ένας μόνο της απαντάει στο ίδιο στυλ. Να, μόλις μπήκε κι η Ελληνίδα που απαγγέλλει ποιήματα. Γράφει, γράφει κι όλα σε άσπρο και μαύρο. Έτσι είναι τα κέφια της λέει τώρα τελευταία. Μα για να της ρίξουμε λίγη χρυσόσκονη να δούμε αν θα της κάνει καλό. Θα ‘ ρθουν κι άλλοι, πολλοί. Τους κάλεσε η Ντόλυ. Μια προσταγή έδωσε απ’ το κινητό της και υπάκουσαν αμέσως. Αν μπορούσαν ας έκαναν κι αλλιώς. Κατσόβρακος, Ψιλικατζού, Αμελί, Ιφιμέδεια. Αλόμπαρ, Χνούδι και τόσοι άλλοι. Μέχρι και γοργόνες φτάνουν. Να την η Ελένη. «Έκλεισα για λίγο τη γοργονοταβέρνα κι ήρθα» λέει κι ένα ροζ αρκούδι κρέμεται απ’ το χέρι της κόντρα στα τελευταία γραφόμενα της.
Η μουσική άρχισε. Τα ποτά πάνε κι έρχονται. Όλοι δείχνουν πως τελικά περνούν θαυμάσια. Να μην παινέψω τον οίκο μου; Είδατε; Λέω οίκος κι όχι σπίτι μου έτσι για να αποτίσω φόρο τιμής στην προσφάτως πολυπαινεμένη καθαρεύουσα.
Παίζουν το τραγούδι μου. You are just too good to be true
Can’t take my eyes of you.
You’ ve been like heaven to touch
Oh I wanna hold you so much

Θέλω να χορέψω. Φτάνει πια η κλειδαρότρυπα. Λικνίζομαι με ελαφριά συστολή και κατεβαίνω. «Θέλεις να χορέψεις μαζί μου»;

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

Βικτωρία- Μαρία

Στον φούρνο της γειτονιάς για ψωμί. Η κυρία με εξυπηρετεί ενώ το κοριτσάκι της, ένα μικρό μελαχρινό σγουρομάλλικο γύρω στα πέντε κάνει την εμφάνιση του με ύφος χιλίων καρδιναλίων, αρπάζει ένα κομπιουτεράκι και υποδύεται ότι κάνει αριθμητικές πράξεις, μιλώντας σε γλώσσα ακαταλαβίστικη. «Πώς σε λένε»; τη ρωτάω με το χαζοχαρούμενο ύφος που συνήθως έχω μπροστά σε μικρά παιδιά. «Βικτωρία Μαρία τάδε», απαντάει με άνεση. Το τάδε είναι το επίθετο. Τα μικρά παιδιά συνήθως λένε όλο το ονοματεπώνυμο τους όταν τα ρωτάς πως τα λένε. Βικτωρία, ωραίο όνομα»! της απαντάω σε τόνο θαυμαστικό. «Γιατί είναι ωραίο»; με ρωτάει με αθώα θρασύτητα. «Ε, δεν το έχουν και πολλά παιδάκια» της λέω» «Ξέρεις κανένα άλλο παιδάκι που να το λένε Βικτωρία»; «Την ξαδέρφη μου» απαντάει στον ίδιο τόνο ξανά. «Α, εντάξει τότε», της λέω και της χαϊδεύω το χεράκι. Το τραβάει απότομα και ρωτάει πάλι κοιτώντας με κατάματα και διερευνητικά συγχρόνως «Γιατί μου χαϊδεύεις το χέρι»; «Γιατί σε συμπάθησα» της λέω. «Να, αν θέλεις χάιδεψε με κι εσύ» και της τείνω και το δικό μου χέρι. «Όχι, δεν θέλω» λέει και μουτρωμένη εξαφανίζεται στα άδυτα του φούρνου.

Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2006

Όνειρο θερινής νυκτός

Χορεύει η μέρα σήμερα και κάνει μαγικά. Κι έρχεται η νύχτα, ζεστή, καλοκαιρινή, ερωτική και πλανεύει. Η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου!
Κατά το θερινό ηλιοστάσιο, άνοιγαν οι ουρανοί σύμφωνα με τους αρχαίους κι εισακούγονταν οι ευχές των θνητών. Μια τέτοια νύχτα στο«Όνειρο θερινής νυκτός», ο Σαίξπηρ περιγράφει την τρέλα του έρωτα να κυριαρχεί, τα παράξενα, ανατρεπτικά, αλλόκοτα τερτίπια μυστικών δυνάμεων που αναστατώνουν τους θνητούς και τους μπερδεύουν. Ο Όμπερον, ο βασιλιάς των ξωτικών ερωτεύεται ένα αγόρι, ενώ η βασίλισσα Τιτάνια κοιμάται και χαίρεται τον έρωτα ενός μάστορα που έχει μεταμορφωθεί σε γάιδαρο
Τα ξωτικά του δάσους με πρωτεργάτη τον Πουκ αλλάζουν τα φίλτρα και περιπλέκουν τους έρωτες τεσσάρων νέων, της Ελένης, της Ερμίας, του Λύσσανδρου και του Δημήτρη.


Κοιμήσου εσύ στο χώμα γλυκά
ονειρικά σταλάζω σταξιά
στου ματιού την καρδιά
να γειάνει γητειά
και σαν σηκωθείς
μ’ αναγάλλια ψυχής
στου φωτός την αχλύ,
να δεις με νέα ματιά
καλής ποθητής
την ώρια θωριά!
Κι όπως λέει η παροιμία
το ρητό κι η ιστορία
για να’ ρθει ο κόσμος γύρα
κάθε αρσενικό και μία
όρα από πολύ παλιά
Δευκαλίωνα και Πύρρα.
Εύκολα δεν κρύβεις έρωτα και βήχα!
πάντα θα’ χει η σελήνη χάση
κι η θάλασσα φουσκονεριά
θα΄χει η γουστέρα ράχη
και ο γάιδαρος αυτιά
θα ‘χει ο νέος στο πλευρό τη ναι
κι όλα θα’ ναι μια χαρά!

Στην Έλντα του χθες του σήμερα και του αύριο!

Υπάρχουν κάποιες γειτονιές στην Αθήνα που είναι πολύ αποκαλυπτικές. Περπατάς στα δρομάκια τους και νομίζεις ότι κάποιος σου κάνει πλάκα κι ότι ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω κάτι δεκαετίες. Χαμηλά σπιτάκια, υπόγεια μαγέρικα, άντρες έξω απ’ τα καφενεία παλιού τύπου, παιδιά με παγωτό ξυλάκι στα πεζοδρόμια, γυναίκες συγκεντρωμένες στα πεζούλια να συζητάνε, δυο αγόρια σε μια περιφραγμένη αλάνα που παίζουν ποδόσφαιρο. Εικόνες από μια Αθήνα του ’50 και του ‘ 60, ντυμένη όμως με άλλα χρώματα και με ξένες φωνές ή ξενικές προφορές. Ανάμεσα σ’ αυτά τα στενοσόκακα, υπάρχει μια αυλή. Ασπρισμένη σαν από χέρι νοικοκυράς, καθαρή, ήσυχη και σκιερή. Κάποτε θα φιλοξενούσε τους κατοίκους του σπιτιού. Τώρα το σπίτι έγινε μπαράκι καφετέρια και η αυλή περιμένει πελάτες. Δυο τρία τραπεζάκια όλα – όλα, ένας αναπαυτικός καναπές που σε προκαλεί να ξαπλωθείς πάνω του, όμορφη και καθόλου επιτηδευμένη ατμόσφαιρα, ένα δενδράκι ελιάς στη μέση, κι ένας πάγκος μπαρ στο βάθος. Και μέσα απ’ τον πάγκο ξεπροβάλλει ένα κοριτσάκι. Θα’ ναι γύρω στα 9. Με μια καστανή αλογοουρά, βερμουδίτσα, μακώ μπλουζάκι με τιράντες, βαμμένα νύχια στα χέρια και στα πόδια και κάθε τόσο να βουτάει ένα βετέξ μέσα σε μια λεκανίτσα και να καθαρίζει το μπαρ.
Κουνάει αρνητικά το κεφαλάκι της όταν τη ρωτάμε αν παίρνει παραγγελία. «Εγώ δεν μένω εδώ. Είμαι δίπλα. Αλλά επειδή δεν έχω φίλο, έρχομαι και καθαρίζω»… μας λέει χαμογελώντας και συγχρόνως αποκαλύπτει την οδοντοστοιχία της με τα μισά δόντια να περιμένουν να αντικατασταθούν. Μου καρφώνεται στο μυαλό η φράση «δεν έχω φίλο». Τι εννοεί η μικρή; Μάλλον φίλο να παίξει θα εννοεί. Βυθίζομαι πιο πολύ στα μαξιλάρια του καναπέ και αργοπίνω τον καφέ μου επιθυμώντας να υπήρχε μια θάλασσα μπροστά να μας προσφέρει τη δροσιά της και παρατηρώντας συχνά και το κοριτσάκι. Αυτό συνεχίζει να καθαρίζει, ωστόσο σαν να νιώθει βλέμματα πάνω της, ακκίζεται με αθωότητα καθώς τεντώνει το βετέξ ή αργότερα καθώς μπαινοβγαίνει για να διακοσμήσει τα τραπέζια με τασάκια, κεράκια και κατάλογο.
Κάποια στιγμή τη φωνάζει η μητέρα της. Μάλλον είναι από οικογένεια μεταναστών. Στον ήχο της φωνής της μητέρας διέκρινα μια ανεπαίσθητη προφορά. Η μικρή όμως πρέπει να έχει γεννηθεί εδώ. Τι σημασία έχει; Καμία. Το καταγράφω απλώς για τη σημειολογία του πράγματος. Ύστερα από λίγο, η μικρή ξανάρχεται. Πρόθυμη ψάχνει να βρει που να χαλάσει το χαρτονόμισμα για να μας φέρει τα ρέστα. Χαμογελάει ευγενικά και με θάρρος. Μάλλον συμπαθηθήκαμε.
«Πώς σε λένε»; τη ρωτάω φεύγοντας. «Έλντα», απαντάει εκείνη. «Ωραίο όνομα έχεις», της λέω. «Ευχαριστώ πολύ», απαντάει η Έλντα και χαμογελάει ενώ κατεβάζει μια ιδέα και τα ματάκια της.
«Γεια σου μικρούλα εννιάχρονη Έλντα», λέω από μέσα μου καθώς απομακρύνομαι. «Να’ ξερες πόσο διαφέρεις από πολλές συνομήλικες σου και πόσο θυμίζεις κοριτσάκι παλιότερης εποχής».

Δευτέρα, Ιουνίου 19, 2006

Ανοίξαμε ξανά και σας περιμένουμε

Μετά από ένα δεκαήμερο απραξίας, επανέρχομαι. Καλωσόρισα! Φαίνεται σαν να ευλογώ τα γένια μου ε; Ας μου συγχωρεθεί ο εγωισμός, που ευλογώ τον εαυτό μου δηλαδή. Είχα περιπέσει σε μια θερινή μελαγχολία. Ίσως έφταιγε κι αυτός ο Ιούνιος που μεταμφιέστηκε σε φθινοπωρινό μήνα έστω και για μια εβδομάδα. Ένιωθα κουρασμένη όλη την ώρα. Την προηγούμενη βδομάδα ένιωθα πως ήμουν ένα σακί που το άγεις και το φέρεις. Ξύπναγα μηχανικά, πήγαινα στη δουλειά κι επαναλάμβανα μια απ’ τα ίδια περιμένοντας να σχολάσω. Επιπλέον, έχασα κάθε ικανότητα συγκέντρωσης. Ήθελα να διαβάσω ένα βιβλίο και κατέληγα να διαβάζω την ίδια σελίδα άπειρες φορές χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Ήθελα να επιδοθώ στο προσφιλές μου σπορ του γραψίματος και δεν μπορούσα να γράψω ούτε γραμμή. Άφηνα την τηλεόραση να παίζει χωρίς να παρακολουθώ τίποτα. Απλώς, για να υπάρχουν κι άλλοι ήχοι στο σπίτι. Επιπλέον, είχα και γρίπη! Κι αυτά ήταν τα εξωτερικά σημάδια. Όσον αφορά στα εσωτερικά, εκεί υπήρχε μεγάλος αναβρασμός και μαυρίλα. Δεν κατέληξα πουθενά, απλώς σήμερα ξύπνησα με τη διάθεση κάπως πιο ανεβασμένη. Με κούρασε αυτή η βαριά διάθεση και θέλω να την πετάξω από πάνω μου σαν παλιό φθαρμένο ρούχο που αποφάσισα να μην ξαναφορέσω. Κι ας ξέρω πως αργά ή γρήγορα θα ξανάρθει. Τώρα πάντως δεν έχω όρεξη να το ξαναδώ. Το παραχώνω στο βάθος της ντουλάπας και φοράω κάτι πιο χαρούμενο. Ανοίγω κι ένα παράθυρο κι αγναντεύω. Φόρεσα τα καλά μου και περιμένω.

Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2006

Δύναμη ζωής

Έχει το όνομα μυθολογικής θεάς της γονιμότητας. Μετράει 81 χρόνια ζωής. Γεννήθηκε στο κέντρο της παλιάς Αθήνας, στην Πλάκα. Μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον της Βασιλίσσης Σοφίας. Ανήκει σε παλιά γνωστή οικογένεια ηθοποιών. Μοναχοπαίδι. Αποζητούσε πάντα την προσοχή των πολυάσχολων γονιών της. Δεν την είχε. Κι ένα αδερφάκι. Ούτε αυτό το απέκτησε. Στη θέση του, της έφερε η μητέρα της από μια τουρνέ στην Αφρική ένα κουκλάκι αραπάκι. Το αγαπούσε σαν υποκατάστατο ανθρώπου. Ζούσε υπερπροστατευμένη. Μην τύχει και κρυώσει, μην συναναστρέφεται άλλα παιδιά στον τότε Βασιλικό Κήπο και την κολλήσουν μικρόβια. Η πρώτη νταντά της φερόταν άσχημα. Την ανέλαβε μια κοπέλα 20 χρονών από τη Μυτιλήνη, η Ασπασούλα. Ορφανή και άσχημη, δούλευε αρχικά στο σπίτι σαν μαγείρισσα. Μετά, αναβαθμίστηκε σε παραμάνα. Η μικρή την αγάπησε παράφορα.
Όταν μεγάλωσε πήγε σχολείο, σ’ ένα απ’ τα καλά της εποχής. Είχε δασκάλα την μετέπειτα γνωστή σε όλους μας Θεία Λένα. Ο επαγγελματικός της δρόμος ήταν προδιαγεγραμμένος. Ασχολήθηκε και κείνη με το θέατρο. Παντρεύτηκε νωρίς, αμέσως μετά το σχολείο κι απόκτησε δύο παιδιά. Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα στα 21 της χρόνια και κόντρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής της, παράτησε τον πρώτο της άνδρα και κλέφτηκε κυριολεκτικά με τον δεύτερο. Έζησαν μαζί εξήντα ολόκληρα χρόνια. Χώρισαν όταν εκείνος έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο το περασμένο καλοκαίρι. Τους γνώρισα μαζί τα τελευταία χρόνια και κρατώ μια εικόνα απ’ όλα όσα έμαθα για τη ζωή τους, μια εικόνα που είδα με τα ίδια μου τα μάτια ένα ζεστό μεσημέρι του περασμένου καλοκαιριού, λίγες μέρες πριν το ταξίδι εκείνου. Άρρωστος κι ανήμπορος στο κρεβάτι του, κυριολεκτικά σκιά του εαυτού του και χωρίς να μπορεί να μιλήσει πια, κατέβαλλε προσπάθεια ν’ ανασηκωθεί. Κρατήθηκε απ’ το γεροντικό της μπράτσο κι ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της. Εκείνη του έλεγε «μωρό μου σ’ αγαπώ» σαν να ήταν ακόμα έφηβη. Εκείνος την κοίταγε και της απάντησε με το βλέμμα. Και η εικόνα τους, η κίνηση των σωμάτων τους και κείνο το χάδι ήταν κάτι ανάμεσα σε μητρικό αγκάλιασμα κι ερωτική ανάμνηση.
Από πέρυσι ζει μόνη της στο σπίτι τους. Αφού ανάλωσε μεγάλο μέρος της ενέργειας της στο να κάνει μια εκδήλωση για τον αγαπημένο της και να γράψει γι’ αυτόν σε τοπική εφημερίδα, ξορκίζει τώρα τη μοναξιά της γράφοντας.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα, με κινητικά προβλήματα και κλονισμένη ηλικία, ξεκίνησε να γράφει μπροστά στον υπολογιστή μια εισαγωγή για μια σειρά ποιημάτων της που θα ήθελε να εκδώσει. Παρασυρμένη απ’ τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής, απ’ αυτά που την πόνεσαν κι απ’ την αγάπη που στερήθηκε στα παιδικά της χρόνια και κέρδισε αργότερα, καταλήγει να γράφει την ιστορία της ζωή της.
Διάβασε κι ένα βιβλίο πρόσφατα, τη «Συναισθηματική νοημοσύνη» και κατάλαβε όπως μου είπε, τα δικά της συναισθηματικά κενά στα πρώτα τρυφερά χρόνια της ζωή της.
Μου τηλεφωνεί πολύ συχνά να με συμβουλευτεί για συντακτική διατύπωση ή να με παρακαλέσει να πάω σπίτι της να ρίξω μια ματιά για τυχόν ορθογραφικά λάθη. Τις περισσότερες φορές δυσανασχετώ αν και ποτέ δεν της το δείχνω. Είναι που νιώθω κουρασμένη μετά τη δουλειά που οι ρυθμοί της καθημερινότητας με κάνουν νευρική ή που θα ήθελα να κάνω κάτι καλύτερο εκείνη την ώρα . Πηγαίνω πάντα. Και μετά μετανιώνω για τις πρότερες σκέψεις μου και ντρέπομαι. Σκέφτομαι πόσο σκληρή είναι η μοναξιά της σε συνδυασμό με το χρόνο που κυλάει με γοργό ρυθμό αντίστροφα. Σκέφτομαι πως αυτή η γυναίκα σπάνια πια βγαίνει απ’ το σπίτι. Θαυμάζω το θάρρος και τη δύναμη της να γράφει ακαταπόνητη και την ελπίδα της να κάνει τα γραπτά της βιβλίο. Κοιτάζω με δέος τα μάτια της που είναι όλο σπιρτάδα όταν της κάνω κολακευτικά σχόλια για τα γραπτά της ή όταν της ζητάω περισσότερες λεπτομέρειες. Μεταμορφώνεται ξανά σε κοριτσάκι. Και η μόνιμη ερώτηση της είναι: «μα τελικά θα βγει πολύ μεγάλο, θα ενδιαφέρει κανέναν»; Κι εγώ την παροτρύνω να συνεχίσει αφού της κάνει καλό και ξαλαφρώνει η ψυχή της.

Αποφάσισα να γράψω το post και της το αφιερώνω εν αγνοία της για την περίπτωση που κανείς ποτέ δεν θα διαβάσει αυτά που γράφει και για να μεταδώσω σε όλες τις τεθλιμμένες ψυχές της μπλογκόσφαιρας (που απ’ ότι έχω διαπιστώσει δεν είναι και λίγες) τη δύναμη ζωής ακόμα κι όταν αυτή η ζωή πλησιάζει στο φυσικό και δρομολογημένο της τέλος.

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2006

Άνευ σχολίων...

- Τον Μάρτιο του 1944, στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ, ο 14χρονος Τζορτζ Στίνι δολοφόνησε δύο κορίτσια 8 και 11 ετών, ενώ έγινε ο νεαρότερος θανατοποινίτης, που εκτελέσθηκε στην ιστορία της χώρας, λίγους μήνες αργότερα.
- Το 1968, η 10χρονη Μαίρη Μπελ καταδικάσθηκε για τον στραγγαλισμό δύο αγοριών, τριών και τεσσάρων ετών. Οταν η αστυνομία ανακάλυψε τα πτώματα δύο ημέρες αργότερα, η μητέρα της Μαίρης τη ρώτησε γιατί το έκανε. Η μικρή απάντησε «γιατί ήθελα να τους δω σε φέρετρα». Η Μαίρη καταδικάσθηκε σε ανθρωποκτονία από αμέλεια και αποφυλακίσθηκε το 1980.
- Toν Φεβρουάριο του 1993, δύο δεκάχρονα αγόρια παρέσυραν τον Τζέιμι Μπάλτζερ, τριών ετών, από εμπορικό κέντρο του Λίβερπουλ της Αγγλίας, τον χτύπησαν μέχρι θανάτου και εγκατέλειψαν το σώμα του στις γραμμές του τρένου, ώστε οι αρχές να νομίσουν ότι είχε χτυπηθεί από διερχόμενο συρμό. Η υπόθεση διαλευκάνθηκε χάρη στις εικόνες, που είχαν καταγράψει οι κάμερες ασφαλείας του εμπορικού κέντρου.
- Στις 24 Μαρτίου 1998, δύο αγόρια, 11 και 13 ετών, εισήλθαν στο γυμνάσιο του Τζόουνσμπορο του Αρκάνσας, άνοιξαν πυρ με στρατιωτικές καραμπίνες και σκότωσαν τέσσερις συμμαθήτριές τους.
- Το 1999, ο 12χρονος Λάιονελ Τέιτ από τη Φλόριντα, έδειρε μέχρι θανάτου την 4χρονη Τίφανι για να «μιμηθεί τους παλαιστές της τηλεόρασης», όπως είπε στην απολογία του.
- Το 2000, ο εξάχρονος Ντέντρικ Οουενς έφερε το όπλο του πατέρα του στο δημοτικό σχολείο του Μίσιγκαν και σκότωσε τη συμμαθήτριά του Κάιλα Ρόουλαντ φωνάζοντας: «Δεν σε συμπαθώ!».

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

Σκόρπιες καλοκαιρινές σκέψεις

Παλιότερα η 1η Ιουνίου σήμαινε κάτι ιδιαίτερο. Θυμάμαι τη χρονιά που τέλειωνα την πρώτη δημοτικού. Με πήγαινε η γιαγιά σχολείο και μέσα στο ασανσέρ συναντήσαμε τις δίδυμες Δώρα και Μάχη που έμεναν στην ίδια πολυκατοικία και τέλειωναν τότε την έκτη. «Άντε, σε εννιά μέρες τελειώνει το σχολείο και του χρόνου γυμνάσιο», τους είπε η γιαγιά. Εγώ έκανα υπομονετικά από μέσα μου την μαθηματική πράξη. Με περίμεναν άλλα 11 χρόνια σχολείου, αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που είχε σημασία ήταν οι εννιά μέρες που απέμεναν. Μετά, θα άρχιζαν οι καλοκαιρινές διακοπές.
Κάποια άλλη χρονιά πάλι, 1η Ιουνίου, με θυμάμαι στην αυλή του σχολείου να παίζω λάστιχο. Ακόμα δημοτικό πήγαινα. Έκανε ζέστη και οι ρυθμοί του σχολείου είχαν χαλαρώσει εντελώς. Καθώς πήδαγα στο λάστιχο μανιωδώς, μέτραγα εννιά μέρες σχολείου ακόμα κι αμέτρητα παγωτά κακάο ΕΒΓΑ που μου άρεσαν πολύ- 5 δραχμές το παγωτό τότε-.
Σήμερα, 1η Ιουνίου του 2006 και δεν έχω να μετρήσω πια εννιά μέρες για το σχολείο, ούτε αριθμό παγωτών, ούτε λάστιχο. Αυτά φαίνεται πέρναγαν στο υποσυνείδητο μου όλη τη μέρα κι έτσι καθώς οδηγούσα πριν από λίγο προς το σπίτι, μου ήρθε στο μυαλό η φράση «μ’ έπιασε το καλοκαίρι» κι αναρωτήθηκα αν στέκει σαν φράση και γιατί δεν τη χρησιμοποιούμε και τόσο. Έχω ακούσει για παράδειγμα κι έχω πει (κάθε χρόνο το λέω) «μ’ έπιασε η άνοιξη», εννοώντας όλη αυτή την ερωτική κι αισιόδοξη διάθεση που βγάζει η συγκεκριμένη εποχή. Η φύση αναγεννάται, τα ζωάκια που έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη ξυπνάνε ( η αλεπού δεν ανήκει σ’ αυτά), τα αποδημητικά μας επισκέπτονται και τα δίποδα όπως εμείς, ζητάμε λιακάδες, καφέδες σε υπαίθριους χώρους, έρωτες και μυρωδιές από άνθη λεμονιάς ή γιασεμιού στους δρόμους. Και σήμερα που είναι 1η Ιουνίου, στο μυαλό μου σφηνώθηκε ξαφνικά η φράση «μ ‘έπιασε το καλοκαίρι». Δηλαδή, υπερθεματίζοντας στο προηγούμενο περί ανοίξεως, θέλω μόνο λιακάδες, καθόλου δουλειά, αίσθηση θάλασσας, διακοπές, διακοπές και διακοπές, μεσημεριανούς ύπνους (πόσα χρόνια έχει να μου συμβεί αυτό;) και εννοείται στον υπερθετικό βαθμό ό, τι έχει αφυπνιστεί την άνοιξη.
Όταν μπει το φθινόπωρο, θα με «πιάσει» κι αυτό, πράγμα που σημαίνει μελαγχολία, θ’ ανοίξουν τα σχολεία (καλά αυτό πια δεν με αφορά), θα μικραίνει η μέρα, πρωτοβρόχια (αυτά δεν είναι κι άσχημα) και γκρίνια.
Για τον χειμώνα δεν λέω τίποτα. Αυτός με «πιάνει» με το επιβεβλημένο του δίμηνου Δεκέμβρης – Γενάρης που σημαίνει φόρα τα καλά σου κι ένα χαμόγελο και μην σταματάς να λες Χρόνια πολλά, Καλή Χρονιά και γενικά να εύχεσαι διάφορα, όπως π.χ να ντυθείς αόρατος τις απόκριες!!! Βέβαια, μέχρι τότε έχουμε καιρό.
Τώρα λέω ν' αφήσω τις γκρίνιες και ν' απολαύσω το καλοκαιράκι, έστω και χωρίς το ανέμελο άλλων χρόνων.