Παρασκευή, Μαρτίου 24, 2006

Ταρτούφος από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου

Ήταν ευχάριστη έκπληξη η πρεμιέρα του Ταρτούφου από την Πειραματική σκηνή του Εθνικού θεάτρου την περασμένη Παρασκευή 17 Μαρτίου.

Ο Ταρτούφος συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία έργα τόσο της παγκόσμιας δραματουργίας όσο και των θεατρικών έργων του Μολιέρου. Έμεινε μάλιστα και στη γλώσσα ως όρος για να δηλώσει την υποκρισία. Στην εποχή του προκάλεσε πληθώρα αρνητικών αντιδράσεων αφού το 1664 χρονιά κατά την οποία γράφτηκε, κινητοποίησε το μένος της θρησκευτικής ηγεσίας της Γαλλίας απέναντι στο Μολιέρο σε βαθμό τέτοιο που έθεσε μάλιστα και υπό αίρεση την μέχρι τότε εύνοια που είχε ο συγγραφέας από τον Λουδοβίκο τον ΙΔ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1669, μετά από αρκετές απαγορεύσεις και περιπέτειες ο Μολιέρος παίρνει την πολυπόθητη άδεια απ’ το βασιλιά να παρουσιάσει το έργο του, χωρίς καμία περικοπή.

Δυο αιώνες αργότερα, ο Κοραής προτρέπει τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη να μεταφράσει το Μολιέρο κι αυτή η μετάφραση που πραγματοποιείται και εκδίδεται στη Βιέννη το 1815, είναι ιστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί είναι η πρώτη μετάφραση του Μολιέρου στα ελληνικά, αλλά επιπλέον γιατί είναι έμμετρη, γραμμένη στην καθομιλουμένη και σηματοδοτεί την απαρχή της επιρροής του διαφωτισμού στο νεοελληνικό θέατρο. Ο Κοκκινάκης τηρεί πιστά το πλαίσιο του πρωτότυπου έργου, αλλά αλλάζει τα γαλλικά ονόματα πλην αυτό του Ταρτούφου και τα κάνει αρχαία ελληνικά – αφού στην εποχή του ήταν έκδηλος και ο θαυμασμός προς το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων προγόνων-. Επιπλέον, η μετάφραση του έρχεται σε μια περίοδο που οι γλωσσικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα τους.

Ο Ταρτούφος είναι η ενσάρκωση της υποκρισίας. Μπαίνει στο σπίτι του αφελή και εύπιστου Όργωνα και κοιτάει πώς να επωφεληθεί όλο και περισσότερο απ’ τη εύνοια που του δείχνει ο οικοδεσπότης. Μάταια η υπηρέτρια και ο αδερφός του Όργωνα προσπαθούν να του ανοίξουν τα μάτια για το ποιόν του Ταρτούφου. Ο Όργωνας λατρεύει τον Ταρτούφο τόσο πολύ που θα θελήσει να τον παντρέψει με την κόρη του κι έτσι να τον κάνει και επίσημα μέλος της οικογένειας. Θα πειστεί μόνο όταν γίνει αυτόπτης μάρτυρας της ερωτικής εξομολόγησης του Ταρτούφου προς τη γυναίκα του. Θα θελήσει να τον διώξει απ’ το σπίτι, αλλά δυστυχώς θα πρέπει να το εγκαταλείψει ο ίδιος αφού στο μεταξύ το έχει κάνει ήδη δωρεά στον Ταρτούφο. Τη λύση δίνει σαν από μηχανής Θεός ο ίδιος ο βασιλιάς που επαναφέρει την τάξη, κλείνοντας τον Ταρτούφο στη φυλακή και απονέμοντας δικαιοσύνη.

Το εντυπωσιακό με τον Ταρτούφο είναι ότι είναι πάντα επίκαιρος ως θέμα αφού η υποκρισία και η φαυλότητα δεν είναι σημεία των καιρών, αλλά έχουν διαχρονικότητα. Ο Ταρτούφος είναι τολμηρό έργο γιατί στην εποχή που γράφτηκε, ο Μολιέρος τόλμησε να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με την αυλή του ευεργέτη του Λουδοβίκου του ΙΔ ( συγκεκριμένα με τα μέλη της αδελφότητας της Θείας Ευχαριστίας που αποτελείτο από θεοσεβούμενους αριστοκράτες και πλούσιους αστούς) και να θέσει επί σκηνής σοβαρά ζητήματα ηθικής.

Στον ελληνικό χώρο, η σπουδαιότητα του έργου έγκειται στη διαμάχη που ξεσήκωσε πριν καν εκδοθεί η μετάφραση. Είμαστε σε μια προεπαναστατική εποχή όπου οι ιδέες του Διαφωτισμού μάχονται να επικρατήσουν στον κόσμο της διανόησης.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του ιερομόναχου Αθανάσιου Πάριου, λίγο πριν την έκδοση της μετάφρασης: […ότι οι άνθρωποι ούτε γεννώνται ούτε είναι ελεύθεροι και ότι τα μιαρά συγγράμματα πρέπει να κατακρίνονται, να στηλιτεύονται και να καίγονται…]

Επίσης και κάποιοι Φαναριώτες όπως ο ποιητής Αλέξανδρος Κάλφογλου θα εκφράσει τους φόβους του για την τάση των νέων προς τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Αλλά και ο Μιχαήλ Περδικάρης, πολέμιος του Διαφωτισμού θα πει πως: [… ο κίνδυνος δεν προέρχεται απ’ τους Τούρκους ή από τις άθλιες κοινωνικές συνθήκες αλλά από το ασεβές μίασμα της γαλλικής φιλοσοφίας…]


Στην παράσταση της Πειραματικής σκηνής η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ, έδωσε φρέσκια πνοή στο έργο και τη μετάφραση. Η παράσταση ξεκινάει με τον Αδαμάντιο Κοραή να προτρέπει τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη να μεταφράσει τον Ταρτούφο.

Το έργο αρχίζει. Όλα τα πρόσωπα που παίζουν βρίσκονται επί σκηνής. Όταν δεν μιλάνε κάθονται βουβά ο καθένας στην καρέκλα του ενδιαφέρον εύρημα γιατί σκηνοθετικά σπάει την απόλυτη ταύτιση και βγαίνει από τις νόρμες μιας φυσιολογικής ροής παράστασης. Τα κοστούμια ήταν εξαιρετικά. Είχαν τον αέρα της γαλλικής μόδας της εποχής σε συνδυασμό με ελληνικές προ επαναστατικές πινελιές, όπως ένα φέσι με φούντα, στοιχείο που μου φάνηκε πολύ διασκεδαστικό για τη λεπτών αποχρώσεων ειρωνεία που περνούσε. Τα σκηνικά λιτά και συγχρόνως να γεμίζουν το μάτι. Ενώ δεν υπήρχε ίχνος από έπιπλο μεγαλοαστικού σπιτιού, παρά μόνο κάτι μεταλλικές κατασκευές που άλλοτε θύμιζαν κρεβάτι, άλλοτε βιβλιοθήκη κι άλλοτε σαλόνι, είχες την αίσθηση ότι όλα είναι πλήρη μπροστά στα μάτια σου.

Οι ηθοποιοί πολύ κεφάτοι αν και στις πρεμιέρες όλοι συνήθως είναι μαγκωμένοι. Φαινόταν ότι διασκέδαζαν πολύ αυτό που έκαναν κι επιπλέον χειριζόντουσαν την έμμετρη γλώσσα με απόλυτη οικειότητα. Αυτό μάλιστα το τελευταίο συνετέλεσε στο να εισπράξει τη ρίμα κι ο θεατής με απόλυτα φυσικό τρόπο και να μην κουράζεται απ’ τον άκουσμα ενός γλωσσικού ύφους που είναι πια πεπερασμένο. Το έργο τελειώνει με τον Αδαμάντιο Κοραή να εμφανίζεται και πάλι για να σχολιάσει στον ίδιο τον Κοκκινάκη τη μετάφραση του Ταρτούφου.