Παρασκευή, Μαρτίου 31, 2006

Δούλες του Ζενέ από το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

Σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω μια αξιόλογη παράσταση στο θέατρο πώς μια καλή σκηνοθεσία σε κάνει να έχεις προς στιγμήν την ψευδαίσθηση ότι άλλο είναι το έργο που έγραψε ο συγγραφέας και διαφορετικό αυτό που παρουσιάζεται μπροστά σου. Μιλάω βέβαια από τη θετική πλευρά του πράγματος γιατί σίγουρα υπάρχει και η αρνητική, όταν ο σκηνοθέτης διαστρεβλώνει εντελώς τη φωνή του συγγραφέα. Αλλά αυτό δεν ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση όπου η σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή πραγματικά απογείωσε το τρομακτικο κείμενο του Ζενέ και του έδωσε καινούργιες προεκτάσεις. Απλό σκηνικό, χωρίς περιττά στολίδια, μ’ έναν πάγκο στη μέση που αργότερα θα «ντυθεί» πολυτελές κρεββάτι και ολόγυρα βάζα με λουλούδια για να σηματοδοτήσει την ατμόσφαιρα θανάτου που πρόκειται να έρθει. Ήδη η έναρξη σηματοδοτείται με τη είσοδο της Κυρίας που δεν παίρνει όμως θέση στη σκηνή, αλλά κάθεται σε μια καρέκλα σαν ένας κανονικός θεατής. Η ηθοποιός κταφέρνει να περάσει απαρατήρητη. Όλοι νομίζουν ότι πράγματι είναι θεατής. Η παρουσία της εκεί όμως μ΄αυτόν τον τρόπο εξυπηρετεί το ρόλο που θα διαδραματίσει στη συνέχεια . Η Κυρία έχει στοιχειώσει με την ύπαρξη της τις δυο αδερφές υπηρέτριες Κλαιρ και Σολάνζ. Όταν λείπει, εκείνες εξωτερικεύουν όλο το μίσος τους γι’ αυτήν. Σχεδιάζουν να τη σκοτώσουν, αλλά συγχρόνως τη μιμούνται κιόλας φορώντας τα ρούχα της και υποδυόμενες την Κυρία μέσα στο ίδιο της το υπνοδωμάτιο. Η μια μάλιστα έχει και παράνομη σχέση με τον Κύριο. Θέλουν να αφαιρέσουν τα πάντα από την Κυρία μέχρι και την ίδια της τη ζωή, αλλά συγχρόνως τη φοβούνται. Στο βάθος του μυαλού τους χτυπάει πάντα το καμπανάκι (υπέροχο εύρημα το μικρό ξυπνητήρι της παράστασης λίγο πριν τον υποτιθέμενο στραγκαλισμό) για να τους θυμίσει ότι η θέση τους είναι να υπηρετούν τον ισχυρό κι όχι να τον εξοντώσουν. Όταν μάλιστα ο Κύριος που από δική τους δολοπλοκία έχει εμπλακεί σε μια υπόθεση κλοπής και κρατείται στη φυλακή, τηλεφωνεί για να αναγγείλει την απελευθέρωση του, φοβούνται ότι τα σχέδια τους θ’ αποκαλυφθούν. Η κυρία πανταχού παρούσα στο σπίτι έστω και όχι πάντα δια της φυσικής της παρουσίας, αλλά διαρκώς κολλημένη στο μυαλό και τα συναισθήματα τους, μια περσόνα- έμμονη ιδέα, κάνει την είσοδο της. Μπροστά της η Κλαιρ και η Σολάνζ ξαναπαίρνουν τους ρόλους των υπηρετριών. Η Κυρία μπερδεύει πάντα το όνομα της μιας με την άλλη. Άλλωστε τι σημασία έχει; Δυο πανομοιότυπες υπηρέτριες είναι. Αν δεν είχαν όνομα θα ήταν και καλύτερα. Θα μπορούσαν απλώς να κινούνται, να κάνουν δουλειές, να φροντίζουν τα ρούχα και τις περούκες της Κυρίας, να τη σερβίρουν το βραδυνό της τήλιο. Μόνο που αυτό το βράδυ, το τήλιο θα περιέχει και ισχυρό δηλητήριο. Έχουν αποφασίσει να τη σκοτώσουν. Τα έχουν σκεφτεί όλα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Την ύστατη στιγμή όμως, η Κυρία παρατηρεί το ξεκρέμαστο ακουστικό του τηλεφώνου. Αναγκάζονται να της πούνε ότι ο Κύριος βγήκε από τη φυλακή και την περιμένει σ’ ένα ακριβό ξενοδοχείο. Η Κυρία συνέρχεται από τη θλίψη στην οποία είχε περιέλθει λόγω της κατάστασης του Κυρίου. Παίρνει πίσω τα ρούχα που τους χάρισε σε μια έκρηξη φιλανθρωπίας κι ετοιμάζεται να φύγει σε εκστατική κατάσταση. Η Σολάνζ αργοπορεί επίτηδες να της φωνάξει ταξί για να προλάβει η Κλαιρ να την πείσει να πιει το τήλιο που μπροστά στην αναμονή της ακριβής σαμπάνιας που θα γευτεί με τον καλό της, της φαίνεται τώρα αποκρουστικό. Η τύχη της εξουσίας. Η Κυρία θα φύγει αλώβητη κι όμορφη όπως πάντα. Οι δυο αδερφές, αντιμέτωπες με την σκληρή πραγματικότηατα που τις περιμένει, μην μπορώντας να ξεφύγουν από την παγίδα που οι ίδιες έστησαν γύρω τους, παίζουν για τελευταία φορά το παιχνίδι. Η Κλαιρ ντύνεται Κυρία και πίνει το τήλιο που η ίδια είχε ετοιμάσει νωρίτερα στο πιο ακριβό σερβίτσιο. Αφήνει την τελευταία της πνοή σαν Κυρία στο κρεββάτι της Κυρίας, στην αγκαλιά της αδερφής και συνεργού της. Ολόγυρα, τα λουλούδια φωτογραφίζουν την εικόνα σαν τα άνθη που κοσμούν έναν τάφο. Το ερώτημα είναι ποιος κείται πεθαμένος και τι αντιπροσωπεύει αυτός ο νεκρός. Και ποιον διέσωσε ο συγγραφέας και γιατί;

Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2006

Αγαπητό μου blog,


αποφάσισα να σε αντιμετωπίσω σύμφωνα μ’ αυτό ακριβώς που είσαι, σαν ημερολόγιο. Βέβαια, δεν μου θυμίζεις και πολύ εκείνο το ροζ χοντρό λευκωματάκι που πρώτη φορά απέκτησα στα έντεκα μου χρόνια. με τη φιγούρα Sarah Key απέξω και την μικρή κλειδαριά στο πλάι. Σε κλείδωνα τότε και σε προστάτευα από τα αδιάκριτα βλέμματα. Σε ξεκλείδωνα με τελετουργικό τρόπο κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο κι αφού είχα διαβάσει τα μαθήματα μου, είχα δει στην τηλεόραση Χαβάη 5-0, είχα φάει δρακουλίνια και είχα διαβάσει εξονυχιστικά όλη τη Μανίνα και την Κατερίνα. Και το θεωρούσα χρέος μου να σου δώσω πλήρη αναφορά για όλα τα συμβάντα της ημέρας. Με τα χρόνια, απέκτησες κι άλλη μια ρομαντική και ματαιόδοξη διάσταση. Τόσες και τόσες ηρωίδες ρομαντικών μυθιστορημάτων διηγήθηκαν τη ζωή τους μέσα από τις σελίδες ενός ημερολογίου. Έπρεπε λοιπόν να σε προετοιμάσω κατάλληλα και γι’ αυτό το ρόλο. Κάποιος θα σε διαβάσει κάποτε και τότε θα πρέπει να ανασυνθέσει όλον αυτόν τον άγνωστο για’ κεινον μικρόκοσμο.

Κι έπειτα, πέρασαν τα χρόνια και γλίτωσες απ’ το μαρτύριο να γράφω καθημερινά πάνω σου έστω κι ελάχιστες αράδες, απλώς και μόνο για να δικαιολογήσω την ύπαρξη σου/μου/μας και τη μυστική μας σχέση. Έγινες ο σιωπηρός «ψυχοθεραπευτής» ο υποδοχέας κάθε ξεσπάσματος, αγωνίας, χαράς, λύπης και προσμονής. Κι έτσι παρέμεινες. Άλλαξες βέβαια εμφανισιακά, μεγάλωσες. Απέκτησες μια πιο κατάλληλη ζωγραφιά απέξω και δεν έχεις πια κλειδί – ίσως γιατί κανείς δεν υποψιάζεται ότι επέζησες και υπάρχεις.
Κι ούτε ποτέ θα φανταζόμουνα ότι θα μπορούσες να προσαρμοστείς ανάλογα με την εποχή σου, ν’ αλλάξεις και πάλι μορφή και να γίνεις αυτή τη φορά ψηφιακό. Κι εγώ να χτυπάω πλήκτρα και να σχηματίζονται λέξεις πάνω σου, όλες ίδιες, χωρίς γραφικό χαρακτήρα, χωρίς να μαρτυρούν τον ήχο του χτυπήματος και χωρίς να φαίνεται κάτω από ποιο συναισθηματικό βάρος γράφτηκαν.
Τελοσπάντων! Όλη αυτή η εισαγωγή ήταν για να σε κάνω να μπεις στο νέο κλίμα και να αισθάνεσαι πιο άνετα. Έχεις καταλάβει ότι το βασικό μας θέμα είναι η τέχνη.
Κι αφού δεν μας δίνουν «βήμα να μιλήσουμε», το δημιουργήσαμε μόνοι μας…
Τη Δευτέρα που μας πέρασε ήταν η παγκόσμια ημέρα θεάτρου. Γενικά νιώθω μια αμηχανία μ’ αυτές τις παγκόσμιες ημέρες, της μητέρας, της γυναίκας, του ύπνου, της υγείας, του θεάτρου. Κι έτσι φτάνω στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν παγκόσμιες ημέρες μόνο για τους «αναξιοπαθούντες» και για τα αγαθά που χτυπάνε κόκκινο και τείνουν να εκλείψουν.
Αν πρέπει να πω κάτι για το θέατρο δεν ξέρω ποιο είναι αυτό, πάντως σίγουρα όχι τα βαρύγδουπα του τύπου ότι σώζει ζωές και σε κάνει καλύτερο άνθρωπο.
Δεν μπορώ καν ν’ αναλωθώ σε θεωρίες περί του τι είναι θέατρο και γιατί πηγαίνουμε.
Η αλήθεια είναι ότι το θέατρο δεν έκανε κανέναν καλύτερο άνθρωπο γιατί δεν έχει καθαρό διδακτικό χαρακτήρα κι όποτε έχει συμβεί αυτό θυμίζει σχολική παράσταση στα πλαίσια κάποιας εθνικής επετείου.
Εγώ θα έλεγα ότι στο θέατρο πάει κανείς γιατί είτε πολύ απλά του αρέσει σαν τέχνη αυτή καθεαυτή, είτε έλκεται απ’ το συγκεκριμένο έργο ή από κάποιον ηθοποιό. Από κει και πέρα, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, με υπόγειο τρόπο αλλά πάντα φωτεινό σαν τα φώτα της ράμπας μπορεί να επικοινωνήσει με την ψυχή του, τα διανοήματα του, τον υποσυνείδητο κόσμο του και να βγει κάπως διαφορετικός απ’ όταν μπήκε.
Κι αυτό που συντελέστηκε πάνω στη σκηνή μπορεί να μείνει σαν παρακαταθήκη σε κάποιο κουτάκι της ψυχής και να ανασυρθεί σε ανύποπτο χρόνο.
Αυτό είναι για μένα το θέατρο. Μικρά πολύτιμα στολίδια που τα φυλάς για να τα προστατέψεις και κάποτε τα βγάζεις και τα φοράς ή τα κρατάς καλά κλειδωμένα κι όταν τα βγάλεις, αν διατηρούν τη λάμψη τους είναι αληθινά, αν παραμείνουν μαύρα ήταν ψεύτικα.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, σαν επίλογο πρέπει να σου πω ένα μυστικό για να σου φύγει το άγχος. Τα ιδιαίτερα μας θα συνεχίσουμε να τα ξέρουμε μόνο οι δυο μας και με τον τρόπο που κάνουμε τόσα χρόνια.. Θα τα εικονογραφούμε με ανθρωπάκια Sarah Key και θα κλειδώνουμε νοερά με το χρυσό κλειδάκι του παραμυθιού. Θα τα φέρνουμε στην επιφάνεια μόνο όταν εμείς θέλουμε και θα είναι σαν τα μικρά κουτάκια του θεάτρου που σου είπα πριν. Κι εδώ, θα καταθέτουμε αυτά που έχουμε την ανάγκη να μοιραστούμε και να συζητήσουμε με τους άλλους που θα τύχει να τα διαβάσουν.
Εις το επανειδείν.

Παρασκευή, Μαρτίου 24, 2006

Ταρτούφος από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου

Ήταν ευχάριστη έκπληξη η πρεμιέρα του Ταρτούφου από την Πειραματική σκηνή του Εθνικού θεάτρου την περασμένη Παρασκευή 17 Μαρτίου.

Ο Ταρτούφος συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία έργα τόσο της παγκόσμιας δραματουργίας όσο και των θεατρικών έργων του Μολιέρου. Έμεινε μάλιστα και στη γλώσσα ως όρος για να δηλώσει την υποκρισία. Στην εποχή του προκάλεσε πληθώρα αρνητικών αντιδράσεων αφού το 1664 χρονιά κατά την οποία γράφτηκε, κινητοποίησε το μένος της θρησκευτικής ηγεσίας της Γαλλίας απέναντι στο Μολιέρο σε βαθμό τέτοιο που έθεσε μάλιστα και υπό αίρεση την μέχρι τότε εύνοια που είχε ο συγγραφέας από τον Λουδοβίκο τον ΙΔ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1669, μετά από αρκετές απαγορεύσεις και περιπέτειες ο Μολιέρος παίρνει την πολυπόθητη άδεια απ’ το βασιλιά να παρουσιάσει το έργο του, χωρίς καμία περικοπή.

Δυο αιώνες αργότερα, ο Κοραής προτρέπει τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη να μεταφράσει το Μολιέρο κι αυτή η μετάφραση που πραγματοποιείται και εκδίδεται στη Βιέννη το 1815, είναι ιστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί είναι η πρώτη μετάφραση του Μολιέρου στα ελληνικά, αλλά επιπλέον γιατί είναι έμμετρη, γραμμένη στην καθομιλουμένη και σηματοδοτεί την απαρχή της επιρροής του διαφωτισμού στο νεοελληνικό θέατρο. Ο Κοκκινάκης τηρεί πιστά το πλαίσιο του πρωτότυπου έργου, αλλά αλλάζει τα γαλλικά ονόματα πλην αυτό του Ταρτούφου και τα κάνει αρχαία ελληνικά – αφού στην εποχή του ήταν έκδηλος και ο θαυμασμός προς το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων προγόνων-. Επιπλέον, η μετάφραση του έρχεται σε μια περίοδο που οι γλωσσικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα τους.

Ο Ταρτούφος είναι η ενσάρκωση της υποκρισίας. Μπαίνει στο σπίτι του αφελή και εύπιστου Όργωνα και κοιτάει πώς να επωφεληθεί όλο και περισσότερο απ’ τη εύνοια που του δείχνει ο οικοδεσπότης. Μάταια η υπηρέτρια και ο αδερφός του Όργωνα προσπαθούν να του ανοίξουν τα μάτια για το ποιόν του Ταρτούφου. Ο Όργωνας λατρεύει τον Ταρτούφο τόσο πολύ που θα θελήσει να τον παντρέψει με την κόρη του κι έτσι να τον κάνει και επίσημα μέλος της οικογένειας. Θα πειστεί μόνο όταν γίνει αυτόπτης μάρτυρας της ερωτικής εξομολόγησης του Ταρτούφου προς τη γυναίκα του. Θα θελήσει να τον διώξει απ’ το σπίτι, αλλά δυστυχώς θα πρέπει να το εγκαταλείψει ο ίδιος αφού στο μεταξύ το έχει κάνει ήδη δωρεά στον Ταρτούφο. Τη λύση δίνει σαν από μηχανής Θεός ο ίδιος ο βασιλιάς που επαναφέρει την τάξη, κλείνοντας τον Ταρτούφο στη φυλακή και απονέμοντας δικαιοσύνη.

Το εντυπωσιακό με τον Ταρτούφο είναι ότι είναι πάντα επίκαιρος ως θέμα αφού η υποκρισία και η φαυλότητα δεν είναι σημεία των καιρών, αλλά έχουν διαχρονικότητα. Ο Ταρτούφος είναι τολμηρό έργο γιατί στην εποχή που γράφτηκε, ο Μολιέρος τόλμησε να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με την αυλή του ευεργέτη του Λουδοβίκου του ΙΔ ( συγκεκριμένα με τα μέλη της αδελφότητας της Θείας Ευχαριστίας που αποτελείτο από θεοσεβούμενους αριστοκράτες και πλούσιους αστούς) και να θέσει επί σκηνής σοβαρά ζητήματα ηθικής.

Στον ελληνικό χώρο, η σπουδαιότητα του έργου έγκειται στη διαμάχη που ξεσήκωσε πριν καν εκδοθεί η μετάφραση. Είμαστε σε μια προεπαναστατική εποχή όπου οι ιδέες του Διαφωτισμού μάχονται να επικρατήσουν στον κόσμο της διανόησης.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του ιερομόναχου Αθανάσιου Πάριου, λίγο πριν την έκδοση της μετάφρασης: […ότι οι άνθρωποι ούτε γεννώνται ούτε είναι ελεύθεροι και ότι τα μιαρά συγγράμματα πρέπει να κατακρίνονται, να στηλιτεύονται και να καίγονται…]

Επίσης και κάποιοι Φαναριώτες όπως ο ποιητής Αλέξανδρος Κάλφογλου θα εκφράσει τους φόβους του για την τάση των νέων προς τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Αλλά και ο Μιχαήλ Περδικάρης, πολέμιος του Διαφωτισμού θα πει πως: [… ο κίνδυνος δεν προέρχεται απ’ τους Τούρκους ή από τις άθλιες κοινωνικές συνθήκες αλλά από το ασεβές μίασμα της γαλλικής φιλοσοφίας…]


Στην παράσταση της Πειραματικής σκηνής η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ, έδωσε φρέσκια πνοή στο έργο και τη μετάφραση. Η παράσταση ξεκινάει με τον Αδαμάντιο Κοραή να προτρέπει τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη να μεταφράσει τον Ταρτούφο.

Το έργο αρχίζει. Όλα τα πρόσωπα που παίζουν βρίσκονται επί σκηνής. Όταν δεν μιλάνε κάθονται βουβά ο καθένας στην καρέκλα του ενδιαφέρον εύρημα γιατί σκηνοθετικά σπάει την απόλυτη ταύτιση και βγαίνει από τις νόρμες μιας φυσιολογικής ροής παράστασης. Τα κοστούμια ήταν εξαιρετικά. Είχαν τον αέρα της γαλλικής μόδας της εποχής σε συνδυασμό με ελληνικές προ επαναστατικές πινελιές, όπως ένα φέσι με φούντα, στοιχείο που μου φάνηκε πολύ διασκεδαστικό για τη λεπτών αποχρώσεων ειρωνεία που περνούσε. Τα σκηνικά λιτά και συγχρόνως να γεμίζουν το μάτι. Ενώ δεν υπήρχε ίχνος από έπιπλο μεγαλοαστικού σπιτιού, παρά μόνο κάτι μεταλλικές κατασκευές που άλλοτε θύμιζαν κρεβάτι, άλλοτε βιβλιοθήκη κι άλλοτε σαλόνι, είχες την αίσθηση ότι όλα είναι πλήρη μπροστά στα μάτια σου.

Οι ηθοποιοί πολύ κεφάτοι αν και στις πρεμιέρες όλοι συνήθως είναι μαγκωμένοι. Φαινόταν ότι διασκέδαζαν πολύ αυτό που έκαναν κι επιπλέον χειριζόντουσαν την έμμετρη γλώσσα με απόλυτη οικειότητα. Αυτό μάλιστα το τελευταίο συνετέλεσε στο να εισπράξει τη ρίμα κι ο θεατής με απόλυτα φυσικό τρόπο και να μην κουράζεται απ’ τον άκουσμα ενός γλωσσικού ύφους που είναι πια πεπερασμένο. Το έργο τελειώνει με τον Αδαμάντιο Κοραή να εμφανίζεται και πάλι για να σχολιάσει στον ίδιο τον Κοκκινάκη τη μετάφραση του Ταρτούφου.


Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2006

Bella Venezia


Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις στάθηκε η παράσταση του καινούργιου έργου του Γιώργου Διαλεγμένου Bella Venezia από το Λευτέρη Βογιατζή στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων.

Επικρατεί η άποψη ότι τα νεοελληνικά έργα είναι προορισμένα να διαβάζονται και να παρασταίνονται μόνο στη γενέτειρα τους κι αυτό γιατί υπάρχουν γλωσσικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί και ευρύτερα πολιτιστικοί παράγοντες που τα καθιστούν δυσπρόσιτα για εξαγωγή. Και η αλήθεια είναι ότι όλη σχεδόν η συγγραφική παραγωγή μιας θαυμαστής γενιάς θεατρικών συγγραφέων που άνθισε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ελάχιστα μπορεί να ενδιαφέρει και να συγκινήσει το μέσο Ευρωπαίο ή Αμερικανό, κυρίως γιατί είναι βαθιά βιωματική γραφή.

Ακόμα κι ο παλαιότερος Καμπανέλης με την εξαιρετική Αυλή των θαυμάτων δύσκολα μπορεί να προσεγγίσει ένα ευρωπαϊκό αστικό κοινό, ενώ αντίθετα μπορεί ακόμα να συγκινήσει κι ένα ελληνικό νεανικό και τούτο γιατί οι χαρακτήρες της αυλής αν και έσβησαν πια από την άναρχη αστική οικοδόμηση, είναι εγγεγραμμένοι σ’ έναν συνολικό εθνικό θα τολμούσαμε να πούμε γενετήσιο κώδικα μνήμης.

Είναι λοιπόν εξαιρετικά ενθαρρυντική η περίπτωση του Διαλεγμένου που αν και τα πρώτα του έργα ανάγονται στο πεδίο του ρεαλισμού, πρώτα με τη Νύχτα της Κουκουβάγιας πριν από έξι χρόνια και πιο ολοκληρωμένα τώρα, να μας αποκαλύπτει ένα εντελώς διαφορετικού ύφους νεοελληνικό έργο. Ένα έργο που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να το κατατάξει υφολογικά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία και που επιπλέον αν και χρονικά εξελίσσεται στις αρχές του 20ου αιώνα και αφορά μια οικογενειακή ιστορία πατριού, μητέρας και κόρης και με έντονο το γλωσσικό ύφος της εποχής, εντούτοις λειτουργεί σε μια ιδιαίτερα ποιητική και ατμοσφαιρική διάσταση που άλλωστε προβάλλεται ιδιαίτερα από τη λεπτή και προσεγμένη σκηνοθεσία του Βογιατζή.

Η παράσταση του Βογιατζή, αποτελεί παράδειγμα του πώς η θεατρική πράξη ακόμα και μέσα σε εποχές που ποσοτικά η θεατρική παραγωγή αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς, μπορεί να τραβήξει την προσοχή του θεατή, του απλού αλλά και του πιο εκπαιδευμένου και να λειτουργήσει ευεργετικά μέχρι την ψυχική κάθαρση κατά τα ζητούμενα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Μια σκηνοθεσία σχεδόν κινηματογραφική, με απανωτά φλας μπακ και με μόνιμο σχεδόν ένα μουσικό χαλί που άλλοτε κορυφώνεται κι άλλοτε σιωπά, η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα σ’ ένα ονειρικό σύμπαν όμοιο με το σκοτεινό υποσυνείδητο όπου ακόμα και οι πιο μύχιες και άνομες σκέψεις κι επιθυμίες μπορούν να νομιμοποιηθούν και σε μια πραγματικότητα στην οποία τα όσα παραστάθηκαν ξεπηδούν από τις σελίδες ενός παλιού μυθιστορήματος, αρωγού στη νυχτερινή ανάπαυση μιας γριάς καμαριέρας.

Η Bella Venezia είναι η ηρωίδα του Διαλεγμένου, το νεαρό κορίτσι που ποθεί ο πατριός, η κόρη που δεν συμμορφώνεται με τους ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες της εποχής της κατά τις επιταγές της μητέρας της. Είναι ένα κανάλι με βρώμικα νερά το όνομα μου, λέει σαρκαστικά η ίδια σε μια σκηνή του έργου. Είναι η Βενετία με τα κανάλια του ονείρου για τις ρομαντικές ψυχές, είναι και το ζωντανό σύμβολο του ίδιου του υγρού στοιχείου που μας προσκαλεί σε μια αέναη επιστροφή στη μήτρα της ύπαρξης μας.