
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μάλλον άσχημη και αδιάφορη πολιτεία, ένα χωράφι είχε μείνει έρημο και ακαλλιέργητο. Φύτρωναν σ’ αυτό δειλά- δειλά κάποια λουλουδάκια κι οι άνθρωποι που έλεγαν να το χτίσουν, όλο και το ανέβαλλαν ώσπου το ξέχασαν και τα άφησαν να μεγαλώσουν.
Στην αρχή ήταν κάτι σαν ένα μικρό θαύμα. Ποιος θα πίστευε ότι θα άνθιζαν ακόμα λουλούδια σ’ αυτήν την πόλη; Όταν άρχισαν τα πρώτα να σκάνε μύτη, όλοι πέρναγαν και τα κοίταγαν με περιέργεια στην αρχή, άλλοτε με δυσπιστία, κάποιοι αποδοκίμασαν την ύπαρξη τους μάλιστα με έντονο τρόπο.
«Πρέπει να τα ξεριζώσουμε τώρα που είναι νωρίς», αποφάνθηκε χαϊδέυοντας τη μεγάλη κοιλιά του, ένας άσχημος χοντρός με πούρο. «Αυτά μεγαλώνουν γρήγορα και θα μας πνίξουν» πρόσθεσε βαθυστόχαστα. «Κι αυτή η μυρωδιά τους…», συμφώνησε μια ξερακιανή κυρία, έντονα βαμμένη στις αποχρώσεις του φούξια. «Μ’ έχουν ζαλίσει, κοντεύω να λιποθυμίσω. Δεν μπορώ πια να αναπνεύσω το γνώριμο καυσαεριάκι μου». «Βαρέθηκα ν’ ανοίγω τις κουρτίνες το πρωί και να βλέπω μπροστά μου όλα αυτά τα χρώματα. Έχει καταντήσει πολύ κουραστικό όλο αυτό. Θα πάω στον οφθαλμίατρο αύριο. Τα μάτια μου που τόσο είχαν συνηθίσει το άσπρο και το μαύρο, βλέπουν όλο χρώματα τώρα. Μπλιαχ, είναι απαίσιο», είπε τέλος κι ένας νεαρός κι έφτυσε με μανία πάνω στα λουλούδια
Τα λουλούδια τα άκουγαν όλα αυτά αλλά τα προσπερνούσαν αδιάφορα και μεγάλωναν και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Θαρρείς και κάποια μαγική δύναμη, απομεινάρι τελευταίων μεγάλων θαυμάτων τα είχε φέρει εκεί και τα άφηνε να πούνε το δικό τους τραγούδι. Ένα τραγούδι, άλλοτε χαρούμενο κι άλλοτε μελαγχολικό, σαν τη ζωή την ίδια. Πολλαπλασιάζοντουσαν μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς και τα χρώματα, οι μυρωδιές και τα ονόματα τους ήταν μια πανδαισία αισθήσεων. Άλλο ήταν πορτοκαλί, άλλο κίτρινο, άλλο μύριζε πιο έντονα, άλλο μεθυστικά. Κι όλα χαιρόντουσαν που τα άφηναν να μεγαλώσουν και δεν μπορούσαν να τα κόψουν. Όρθωναν το ανάστημα τους ανάμεσα σε παλιοκτίρια, σκουπίδια και λάσπες και κανείς δεν τα πείραζε. Κάποια στιγμή μάλιστα, είχαν γίνει τόσα πολλά και τόσο όμορφα που όλη η πόλη άρχιζε να συζητάει πάλι γι’ αυτά. Πέρναγε ο απλός κόσμος και τα θαύμαζε. Τα μύριζε, τα χάϊδευε, τα κοίταζε σαν αξιοπερίεργο φαινόμενο. Κάποιοι θέλανε να πάνε να φυτέψουν κι αυτοί σπόρια και να τα δούνε να μεγαλώνουν και ν’ ανθίζουν, άλλοι πήγαιναν κρυφά το βράδυ επιθυμώντας να τα ξεριζώσουν, όχι όλα, τα πιο όμορφα και τα πιο μεγάλα. Αυτό όμως ήταν αδύνατο. Το μαγικό που είπαμε είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Τα λουλούδια μεγάλωναν κι όσο μεγάλωναν γινόντουσαν και πιο δυνατά. Οι ρίζες τους έφταναν πολύ βαθειά στη γη κι ήταν αποφασισμένα σε πείσμα των κακών και των καιρών να εξακολουθήσουν να υπάρχουν.
Είχαν γίνει κάτι σαν οικογένεια. Κι όπως σ’ όλες τις οικογένειες, κάποια ήταν πιο αγαπημένα μεταξύ τους, κάποια τσακωνόντουσαν και κάποια πιο μικρά, τρέχανε κάθε λίγο και λιγάκι να πάρουνε μυστικά και συμβουλές απ’ τα μεγαλύτερα και να τους μοιάσουν.
Κι ήρθε μια μέρα που το παλιό χωράφι με τις λάσπες γέμισε ασφυκτικά από χρώματα μυρωδιές και κατοίκους κι έπρεπε λίγο να ξαλαφρώσει. Ένα άλλο χωραφάκι εκεί δίπλα περίμενε κι αυτό να ομορφύνει. Κι έγινε το θαύμα. Σύντομα μωβ, κόκκινα και κίτρινα λουλουδάκια άρχισαν να σκάνε μύτη κι εκεί. Άνθισε το χωραφάκι και μεγάλωνε. Έγινε κι αυτό πολύ όμορφο κι όλο και περισσότεροι άρχισαν να μεταναστεύουν προς τα’ κει. Ήθελαν ν’ αλλάξουν τόπο, να δώσουν ομορφιά και αλλού. Κι απ’ το νέο τους σπίτι έστελναν σήματα με τις μέλισσες στους παλιούς τους γείτονες και τους καλούσαν να έρθουν κι εκείνοι.
Ένα λουλουδάκι στο παλιό χωράφι, ήταν πολύ αναστατωμένο. Είχε μεγαλώσει, είχε ανθίσει, είχε βγάλει χρώματα και μυρωδιές, αλλά ανακάλυψε ότι στο διπλανό χωράφι είχε βρεθεί ένας σωσίας του. Κάποιος είχε πάρει το όνομα του και κυκλοφορούσε. Δεν μοιάζανε στη μορφή και μυρίζανε αλλιώτικα, αλλά όπως και να το κάνεις, η ταυτότητα είναι σημαντικό πράγμα κι αν στην πάρουνε, δεν ξέρεις πώς ν’ αντιδράσεις. Καθότανε λοιπόν κι έβλεπε το σωσία χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. «Να του πω να φύγει, δεν γίνεται», σκεφτόταν. «Να του πω ν’ αλλάξει όνομα, πάλι δεν γίνεται.Αυτά τα καινούργια είναι άμαθα ακόμα κι αν τους πεις κάτι, έστω και με καλό ύφος, θα το εκλάβουν ως αρνητικό και θα πάρει άσχημες προεκτάσεις».
Έτσι καθόταν με σταυρωμένα πέταλα το λουλουδάκι μας και ξεφύσαγε. Είχε διάφορα συναισθήματα κι όλα αρνητικά. Να το ξεριζώσει, να το εξαφανίσει, να πάει να του πετάξει πολύ νερό κι έτσι αυτό να σαπίσει και να μαραθεί, να του ρίξει κοπριά και να βρωμάει και κανείς να μην το πλησιάζει.Να συνεχίσει να σφυρίζει αδιάφορα αγνοώντας το.
Κι ένα πρωί, μάλλον βρήκε τη λύση κοιτάζοντας γύρω του και τα υπόλοιπα «αδέλφια». Ήθελε να τα ρωτήσει κι εκείνα, αλλά δίσταζε. «Να δημιουργήσει θέμα στα καλά καθούμενα;» σκεφτόταν.
«Τι σημασία έχει ένας σωσίας άλλωστε; Τι κακό μπορεί να σου κάνει; Όλα τα λουλούδια χωράμε κι όλα χρειαζόμαστε. Το καθένα από μας είναι πρωτότυπο. Άλλωστε το όνομα είναι αυτό που κάνει τη διαφορά ή το χρώμα και η μυρωδιά;