Αφιερωμένο σ’ όλους τους κατοίκους του blogger και του wordpress.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μάλλον άσχημη και αδιάφορη πολιτεία, ένα χωράφι είχε μείνει έρημο και ακαλλιέργητο. Φύτρωναν σ’ αυτό δειλά- δειλά κάποια λουλουδάκια κι οι άνθρωποι που έλεγαν να το χτίσουν, όλο και το ανέβαλλαν ώσπου το ξέχασαν και τα άφησαν να μεγαλώσουν.
Στην αρχή ήταν κάτι σαν ένα μικρό θαύμα. Ποιος θα πίστευε ότι θα άνθιζαν ακόμα λουλούδια σ’ αυτήν την πόλη; Όταν άρχισαν τα πρώτα να σκάνε μύτη, όλοι πέρναγαν και τα κοίταγαν με περιέργεια στην αρχή, άλλοτε με δυσπιστία, κάποιοι αποδοκίμασαν την ύπαρξη τους μάλιστα με έντονο τρόπο.
«Πρέπει να τα ξεριζώσουμε τώρα που είναι νωρίς», αποφάνθηκε χαϊδέυοντας τη μεγάλη κοιλιά του, ένας άσχημος χοντρός με πούρο. «Αυτά μεγαλώνουν γρήγορα και θα μας πνίξουν» πρόσθεσε βαθυστόχαστα. «Κι αυτή η μυρωδιά τους…», συμφώνησε μια ξερακιανή κυρία, έντονα βαμμένη στις αποχρώσεις του φούξια. «Μ’ έχουν ζαλίσει, κοντεύω να λιποθυμίσω. Δεν μπορώ πια να αναπνεύσω το γνώριμο καυσαεριάκι μου». «Βαρέθηκα ν’ ανοίγω τις κουρτίνες το πρωί και να βλέπω μπροστά μου όλα αυτά τα χρώματα. Έχει καταντήσει πολύ κουραστικό όλο αυτό. Θα πάω στον οφθαλμίατρο αύριο. Τα μάτια μου που τόσο είχαν συνηθίσει το άσπρο και το μαύρο, βλέπουν όλο χρώματα τώρα. Μπλιαχ, είναι απαίσιο», είπε τέλος κι ένας νεαρός κι έφτυσε με μανία πάνω στα λουλούδια
Τα λουλούδια τα άκουγαν όλα αυτά αλλά τα προσπερνούσαν αδιάφορα και μεγάλωναν και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Θαρρείς και κάποια μαγική δύναμη, απομεινάρι τελευταίων μεγάλων θαυμάτων τα είχε φέρει εκεί και τα άφηνε να πούνε το δικό τους τραγούδι. Ένα τραγούδι, άλλοτε χαρούμενο κι άλλοτε μελαγχολικό, σαν τη ζωή την ίδια. Πολλαπλασιάζοντουσαν μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς και τα χρώματα, οι μυρωδιές και τα ονόματα τους ήταν μια πανδαισία αισθήσεων. Άλλο ήταν πορτοκαλί, άλλο κίτρινο, άλλο μύριζε πιο έντονα, άλλο μεθυστικά. Κι όλα χαιρόντουσαν που τα άφηναν να μεγαλώσουν και δεν μπορούσαν να τα κόψουν. Όρθωναν το ανάστημα τους ανάμεσα σε παλιοκτίρια, σκουπίδια και λάσπες και κανείς δεν τα πείραζε. Κάποια στιγμή μάλιστα, είχαν γίνει τόσα πολλά και τόσο όμορφα που όλη η πόλη άρχιζε να συζητάει πάλι γι’ αυτά. Πέρναγε ο απλός κόσμος και τα θαύμαζε. Τα μύριζε, τα χάϊδευε, τα κοίταζε σαν αξιοπερίεργο φαινόμενο. Κάποιοι θέλανε να πάνε να φυτέψουν κι αυτοί σπόρια και να τα δούνε να μεγαλώνουν και ν’ ανθίζουν, άλλοι πήγαιναν κρυφά το βράδυ επιθυμώντας να τα ξεριζώσουν, όχι όλα, τα πιο όμορφα και τα πιο μεγάλα. Αυτό όμως ήταν αδύνατο. Το μαγικό που είπαμε είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Τα λουλούδια μεγάλωναν κι όσο μεγάλωναν γινόντουσαν και πιο δυνατά. Οι ρίζες τους έφταναν πολύ βαθειά στη γη κι ήταν αποφασισμένα σε πείσμα των κακών και των καιρών να εξακολουθήσουν να υπάρχουν.
Είχαν γίνει κάτι σαν οικογένεια. Κι όπως σ’ όλες τις οικογένειες, κάποια ήταν πιο αγαπημένα μεταξύ τους, κάποια τσακωνόντουσαν και κάποια πιο μικρά, τρέχανε κάθε λίγο και λιγάκι να πάρουνε μυστικά και συμβουλές απ’ τα μεγαλύτερα και να τους μοιάσουν.
Κι ήρθε μια μέρα που το παλιό χωράφι με τις λάσπες γέμισε ασφυκτικά από χρώματα μυρωδιές και κατοίκους κι έπρεπε λίγο να ξαλαφρώσει. Ένα άλλο χωραφάκι εκεί δίπλα περίμενε κι αυτό να ομορφύνει. Κι έγινε το θαύμα. Σύντομα μωβ, κόκκινα και κίτρινα λουλουδάκια άρχισαν να σκάνε μύτη κι εκεί. Άνθισε το χωραφάκι και μεγάλωνε. Έγινε κι αυτό πολύ όμορφο κι όλο και περισσότεροι άρχισαν να μεταναστεύουν προς τα’ κει. Ήθελαν ν’ αλλάξουν τόπο, να δώσουν ομορφιά και αλλού. Κι απ’ το νέο τους σπίτι έστελναν σήματα με τις μέλισσες στους παλιούς τους γείτονες και τους καλούσαν να έρθουν κι εκείνοι.
Ένα λουλουδάκι στο παλιό χωράφι, ήταν πολύ αναστατωμένο. Είχε μεγαλώσει, είχε ανθίσει, είχε βγάλει χρώματα και μυρωδιές, αλλά ανακάλυψε ότι στο διπλανό χωράφι είχε βρεθεί ένας σωσίας του. Κάποιος είχε πάρει το όνομα του και κυκλοφορούσε. Δεν μοιάζανε στη μορφή και μυρίζανε αλλιώτικα, αλλά όπως και να το κάνεις, η ταυτότητα είναι σημαντικό πράγμα κι αν στην πάρουνε, δεν ξέρεις πώς ν’ αντιδράσεις. Καθότανε λοιπόν κι έβλεπε το σωσία χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. «Να του πω να φύγει, δεν γίνεται», σκεφτόταν. «Να του πω ν’ αλλάξει όνομα, πάλι δεν γίνεται.Αυτά τα καινούργια είναι άμαθα ακόμα κι αν τους πεις κάτι, έστω και με καλό ύφος, θα το εκλάβουν ως αρνητικό και θα πάρει άσχημες προεκτάσεις».
Έτσι καθόταν με σταυρωμένα πέταλα το λουλουδάκι μας και ξεφύσαγε. Είχε διάφορα συναισθήματα κι όλα αρνητικά. Να το ξεριζώσει, να το εξαφανίσει, να πάει να του πετάξει πολύ νερό κι έτσι αυτό να σαπίσει και να μαραθεί, να του ρίξει κοπριά και να βρωμάει και κανείς να μην το πλησιάζει.Να συνεχίσει να σφυρίζει αδιάφορα αγνοώντας το.
Κι ένα πρωί, μάλλον βρήκε τη λύση κοιτάζοντας γύρω του και τα υπόλοιπα «αδέλφια». Ήθελε να τα ρωτήσει κι εκείνα, αλλά δίσταζε. «Να δημιουργήσει θέμα στα καλά καθούμενα;» σκεφτόταν.
«Τι σημασία έχει ένας σωσίας άλλωστε; Τι κακό μπορεί να σου κάνει; Όλα τα λουλούδια χωράμε κι όλα χρειαζόμαστε. Το καθένα από μας είναι πρωτότυπο. Άλλωστε το όνομα είναι αυτό που κάνει τη διαφορά ή το χρώμα και η μυρωδιά;
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007
Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2007
Τα 5 πράγματα που δεν θ' αλλάξουν τον κόσμο.
Ο Χαρτοπόντικας μου έστειλε την πρόσκληση για την πυραμίδα, τα 5 πράγματα που πρέπει να γράψω για τον εαυτό μου. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μ' άρεσε να μιλάω για μένα, τις περισσότερες φορές ακούω και γενικά δεν είμαι αυτό που λένε "η ψυχή του πάρτυ' ή " η εξωστρέφεια προσωποποιημένη".
Τελοσπάντων, έτοιμη για τη συνέντευξη και πάμε:
1. Πάσχω από διάφορους ψυχαναγκασμούς και ιδιοτροπίες που μεγαλώνουν όσο μεγαλώνω κι εγώ. Για παράδειγμα, νιώθω ότι χρειάζομαι μια υποτυπώδη τάξη-τουλάχιστον όπως την ορίζω στο μυαλό μου - κάθε φορά που πρόκειται να ξεκινήσω κάτι .
2. Υποφέρω πολύ όταν πρόκειται να γράψω κάτι. Έχω κατά καιρούς πολλές ιδέες αλλά δεν υλοποιείται ούτε το 5%. Αυτά που γράφω, είτε για δημοσίευση, είτε για ιδιωτική χρήση, κυοφορούνται μέσα μου όσο καιρό πρέπει και για να σκάσουν μύτη πρέπει υποχρεωτικά να βρω την πρώτη φράση. Μετά, το κείμενο ρέει σαν νεράκι και ξαναβρίσκω την ηρεμία μου.
3. Είμαι εξαιρετικά αντιφατικό άτομο. Άλλες φορές θέλω να είμαι σε συνεχή ένταση και δραστηριότητα κι άλλες σε απόλυτη γαλήνη και απραξία. Καμία απ' τις δυο καταστάσεις δεν μ' ευχαριστεί με τη διάρκεια της. Επίσης, η αντιφατικότητα μου φαίνεται απ' τον τρόπο που με "εισπράττουν" οι άλλοι. Κάποιοι με χαρακτηρίζουν αντικοινωνική και απόμακρη κι άλλοι, εξαιρετικά φιλική. Η αλήθεια είναι στη μέση: έχω ελάχιστους φίλους με τους οποίους νιώθω άνετα να είμαι ο εαυτός μου 100% , αλλά τα τελευταία χρόνια μαθαίνω να κάνω προσπάθειες και με άλλους.
4. Είμαι απαιτητική και δεν καταφέρνω εύκολα να έρθω σε ειρήνη με τον εαυτό μου. Απαιτώ απ' τους άλλους, αλλά πρώτα απαιτώ από μένα. Σαν να με βάζω μπροστά σ' έναν καθρέφτη κάθε φορά και να με κοιτάζω να δω αν τα έχω κάνει όλα καλά και τι θα μπορούσα να κάνω καλύτερα. Είμαι και βαθιά ενοχική και ο εύκολος στόχος είναι ο εαυτός μου. Τον χτυπάω αλύπητα
5. Αγαπάω και αντιπαθώ με ένταση. Έχω πέσει έξω μια φορά μόνο νομίζω στην κακή κρίση μου για κάποιον και μου το έχω κατά κάποιον τρόπο συγχωρήσει επειδή τότε είχα το ακαταλόγιστο του νεαρού της ηλικίας. Στις άλλες περιπτώσεις, τα πράγματα είναι καθαρά θέμα χημείας για μένα. Γι' αυτούς που αγαπώ πολύ μπορώ πραγματικά να κάνω τα πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πετάω το μπαλάκι στους
Μαργαρίτα
Composition doll
Ημίαιμος
o kairos
alzap
Τελοσπάντων, έτοιμη για τη συνέντευξη και πάμε:
1. Πάσχω από διάφορους ψυχαναγκασμούς και ιδιοτροπίες που μεγαλώνουν όσο μεγαλώνω κι εγώ. Για παράδειγμα, νιώθω ότι χρειάζομαι μια υποτυπώδη τάξη-τουλάχιστον όπως την ορίζω στο μυαλό μου - κάθε φορά που πρόκειται να ξεκινήσω κάτι .
2. Υποφέρω πολύ όταν πρόκειται να γράψω κάτι. Έχω κατά καιρούς πολλές ιδέες αλλά δεν υλοποιείται ούτε το 5%. Αυτά που γράφω, είτε για δημοσίευση, είτε για ιδιωτική χρήση, κυοφορούνται μέσα μου όσο καιρό πρέπει και για να σκάσουν μύτη πρέπει υποχρεωτικά να βρω την πρώτη φράση. Μετά, το κείμενο ρέει σαν νεράκι και ξαναβρίσκω την ηρεμία μου.
3. Είμαι εξαιρετικά αντιφατικό άτομο. Άλλες φορές θέλω να είμαι σε συνεχή ένταση και δραστηριότητα κι άλλες σε απόλυτη γαλήνη και απραξία. Καμία απ' τις δυο καταστάσεις δεν μ' ευχαριστεί με τη διάρκεια της. Επίσης, η αντιφατικότητα μου φαίνεται απ' τον τρόπο που με "εισπράττουν" οι άλλοι. Κάποιοι με χαρακτηρίζουν αντικοινωνική και απόμακρη κι άλλοι, εξαιρετικά φιλική. Η αλήθεια είναι στη μέση: έχω ελάχιστους φίλους με τους οποίους νιώθω άνετα να είμαι ο εαυτός μου 100% , αλλά τα τελευταία χρόνια μαθαίνω να κάνω προσπάθειες και με άλλους.
4. Είμαι απαιτητική και δεν καταφέρνω εύκολα να έρθω σε ειρήνη με τον εαυτό μου. Απαιτώ απ' τους άλλους, αλλά πρώτα απαιτώ από μένα. Σαν να με βάζω μπροστά σ' έναν καθρέφτη κάθε φορά και να με κοιτάζω να δω αν τα έχω κάνει όλα καλά και τι θα μπορούσα να κάνω καλύτερα. Είμαι και βαθιά ενοχική και ο εύκολος στόχος είναι ο εαυτός μου. Τον χτυπάω αλύπητα
5. Αγαπάω και αντιπαθώ με ένταση. Έχω πέσει έξω μια φορά μόνο νομίζω στην κακή κρίση μου για κάποιον και μου το έχω κατά κάποιον τρόπο συγχωρήσει επειδή τότε είχα το ακαταλόγιστο του νεαρού της ηλικίας. Στις άλλες περιπτώσεις, τα πράγματα είναι καθαρά θέμα χημείας για μένα. Γι' αυτούς που αγαπώ πολύ μπορώ πραγματικά να κάνω τα πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πετάω το μπαλάκι στους
Μαργαρίτα
Composition doll
Ημίαιμος
o kairos
alzap
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007
Μια πόλη που ασχημαίνει και πεθαίνει.
Χτες βράδυ είδα για πρώτη φορά το κτίριο που θα στεγάσει το Μουσείο της Ακρόπολης. Βρέθηκα εκεί κοντά στον πεζόδρομο της Αεροπαγίτου όταν το είδα ξαφνικά να ξεπροβάλλει. Τεράστιο και αντιαισθητικό. Άσχημο, πολύ ψηλό σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, χωρίς ανάσα δίπλα του, φτιάχνεται για να στεγάσει θησαυρούς αιώνων, απέναντι από μηνμείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Δεν πρόκειται να αναλωθώ σε λεπτομέρειες τύπου περί του θεσμικού του πλαισίου και του θέματος με την εξ ευρώπης χρηματοδότηση του. Δεν τα γνωρίζω άλλωστε επακριβώς.
Απορώ και αφελώς ίσως αναρωτιέμαι ποιος/ποιοι αποφάσισαν να μας «μπαστακωθεί» αυτό το τερατούργημα εκεί. Η ερώτηση είναι ρητορική βεβαίως. Λυπάμαι πολύ που θα αναγκάζομαι να το βλέπω στο εξής, στην πιο παλιά γειτονιά της Αθήνας, λυπάμαι και γι’ αυτούς που θα επισκεφθούν πρώτη φορά την Αθήνα και θα το δουν να κλέβει σε ύψος τον ιερό βράχο.
Αξιοσημείωτο είναι βέβαια το ενδεχόμενο να μην έχει λεφτά το ΥΠΠΟ για να το ολοκληρώσει κι έτσι να το έχουμε και να το «καμαρώνουμε» σ’ αυτήν την κατάσταση.
Δεν πρόκειται να αναλωθώ σε λεπτομέρειες τύπου περί του θεσμικού του πλαισίου και του θέματος με την εξ ευρώπης χρηματοδότηση του. Δεν τα γνωρίζω άλλωστε επακριβώς.
Απορώ και αφελώς ίσως αναρωτιέμαι ποιος/ποιοι αποφάσισαν να μας «μπαστακωθεί» αυτό το τερατούργημα εκεί. Η ερώτηση είναι ρητορική βεβαίως. Λυπάμαι πολύ που θα αναγκάζομαι να το βλέπω στο εξής, στην πιο παλιά γειτονιά της Αθήνας, λυπάμαι και γι’ αυτούς που θα επισκεφθούν πρώτη φορά την Αθήνα και θα το δουν να κλέβει σε ύψος τον ιερό βράχο.
Αξιοσημείωτο είναι βέβαια το ενδεχόμενο να μην έχει λεφτά το ΥΠΠΟ για να το ολοκληρώσει κι έτσι να το έχουμε και να το «καμαρώνουμε» σ’ αυτήν την κατάσταση.
Ντρέπομαι γιατί με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι η πόλη που γεννήθηκα γίνεται ολοένα και πιο άσχημη και αποκτά κουρασμένη όψη. Για μένα δεν είναι ένδειξη καινούργιου και λαμπερού όλα τα ψηλά γυάλινα κτίρια της Κηφισίας ή της Συγγρού. Δεν χαίρομαι που τα παλιά σπίτια θεωρούνται απλώς παλιά και στην πρώτη ευκαιρία οι συνήθεις ύποπτοι χτίζουν τερατάκια στη θέση τους. Δεν μου αρέσουν τα πολυσινεμά και τα τεράστια εμπορικά κέντρα που θυμίζουν αμερικανική πολιτεία δυτικής κουλτούρας, χωρίς ιστορικό παρελθόν. Αντιπαθώ τα τεράστια ολυμπιακά γήπεδα που για να δικαιώσουν την ύπαρξη τους, αυτοδιαφημίζονται σαν σούπερ σύγχρονοι θεατρικοί χώροι, πληρούντες τις προδιαγραφές. Κουταμάρες. Δεν είναι θέατρα κι ούτε ποτέ θα γίνουν…
Η Αθήνα έγινε δυστυχώς μια πόλη χωρίς παρελθόν και με ζηλιάρικο, λιγούρικο τρόπο προσπαθεί να αναταγωνιστεί σε μέγεθος σύγχρονες μεγαλουπόλεις –χωρίς να έχει όμως το γεωγραφικό τους μέγεθος-.
Λυπάμαι που ακόμα και δυο τρεις περιοχές που είχαν έναν χαρακτήρα, γίνονται κι αυτές βορά στο κέρδος και τον εύκολο εντυπωσιασμό.
Λυπάμαι που ακόμα και δυο τρεις περιοχές που είχαν έναν χαρακτήρα, γίνονται κι αυτές βορά στο κέρδος και τον εύκολο εντυπωσιασμό.
Κοιτάζω με συγκίνηση δυο τρία νεοκλασικά κοντά στη γειτονιά μου. Σ’ ένα απ’ αυτά, ερειπωμένο, βρίσκω συχνά θέση παρακαρίσματος απέξω. Το φαντάζομαι την εποχή της ακμής του, προσπαθώ να μαντέψω ποιοι ζούσανε, βλέπω μπροστά μου κορίτσια με μακριά φορέματα να πίνουν παγωμένη λεμονάδα στο στρογγυλό αίθριο και νεαρούς να τις φλερτάρουν διακριτικά πετώντας τους με νόημα μυρωδάτες γαζίες. Απέναντι του σήμερα δεσπόζει μια συνηθισμένη πολυκατοικία, δίπλα του άλλη μία, πιο κάτω η λεωφόρος κι οι γέφυρες, στα μισογκρεμισμένα του δοκάρια γάτες γεννούν τα μωρά τους, ευχαριστώντας ίσως τους ανθρώπους που το έχουν αφήσει έστω κι έτσι και βρίσκουν καταφύγιο.
Δεν υπάρχει πια καθόλου αισθητική σ’ αυτήν την πόλη. Το υδροκέφαλο τέρας είναι επιπλέον και κακάσχημο.
Δεν υπάρχει πια καθόλου αισθητική σ’ αυτήν την πόλη. Το υδροκέφαλο τέρας είναι επιπλέον και κακάσχημο.
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007
Η Αλεπού στο ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΟ
Σήμερα η Αλεπού επισκέπτεται το ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΟ, ένα μήνα ακριβώς μετά τα εγκαίνια της λειτουργίας του. ΄Αραξε στη σουίτα, έβαλε τις κάλτσες της και ακολούθησε αυτό.
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007
Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ
Μου είχαν κάνει δώρο το βιβλίο στο τέλος του καλοκαιριού. Όλο κάτι συνέβαινε κι όταν έπιανα να το ξεκινήσω, δεν το προχωρούσα. Όχι γιατί δεν μου άρεσε, αλλά γιατί μου προέκυπτε διαρκώς κάτι άλλο και δεν είχα χρόνο και μυαλό ν’ αφοσιωθώ. Δεν πρόκειται για βιβλίο που το ξεπετάς σαν να ήσουνα στην παραλία το καλοκαίρι – αν και μεταξύ μας έχω διαβάσει και πολύ δύσκολα πράγματα σε παραλίες, αλλά δεν είναι του παρόντος-.
Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να διαβάσω αμέσως πριν, ένα βιβλίο που γράφτηκε προ δεκαεπενταετίας για τον βίο το έργο και την πολυτάραχη προσωπικότητα της Καμίλ Κλωντέλ. Έχω κόλλημα με την Κλωντέλ και σας το έχω δείξει και σε σχετικό ποστ. Την Καμίλ λοιπόν, ακολούθησε ο βίος, το έργο και η πολυτάραχη προσωπικότητα της αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβιας Πλαθ.
Το ενδιαφέρον του εν λόγω βιβλίου είναι ότι εστιάζει στον θάνατο πιο πολύ απ’ ότι στη ζωή της, προτάσσοντας τον μάλιστα και στον τίτλο, ίσως γιατί η ζωή της Σύλβιας ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε το 1932 στη Βοστόνη και ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας της Όττο Πλαθ ήταν διακεκριμένος καθηγητής εντομολογίας στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Ο πρόωρος θάνατος του όταν η Σύλβια ήταν οκτώ ετών, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή της και από κεινη τη στιγμή και μετά δεν έπαψε να της λείπει η αγάπη του και η αποδοχή του. Πίστευε μάλιστα ότι εκείνος εξακολουθούσε να ζει μέσα της «υφασμένος μες στα κύτταρα του ψηλού μου κορμιού». Επισκέπτεται για πρώτη φορά τον τάφο του σε ηλικία εικοσιέξι ετών και μεταφέρει την ατμόσφαιρα του χώρου στο μυθιστόρημα της «Ο γυάλινος κώδωνας». Στα τελευταία ποιήματα της – σύμφωνα με τον Α. Αλβάρεζ- δείχνει να έχει πειστεί ότι η ρίζα της δυστυχία της ήταν ο θάνατος του πατέρα της τον οποίον υπεραγαπούσε κι εκείνος την εγκατέλειψε και την έσυρε μαζί του στον θάνατο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της μάλιστα, έλεγε στον εαυτό της ότι η ένταση με την οποία ποθούσε την ανδρική συντροφιά προπερχόταν από την παρουσία ενός μεγαλύτερου άνδρα μέσα στο σπίτι κι αργότερα ως παντρεμένη, δεν είχε την παραμικρή ανοχή στη μακρόχρονη στέρηση του συζύγου της.
Σε ηλικία 17 χρονών, είναι ήδη συντάκτρια στο «The Bradford» και συγχρόνως γράφει μια στήλη για το «The Townsman». Απ’ το 1950, αρχίζει να γράφει μυθιστορήματα για περιοδικά, ανάμεσα τους το «Και το καλοκαίρι δεν θα ξανάρθει» για το «Seventeen» και το «Πικρές φράουλες» για το «Christian Science Monitor». Γίνεται δεκτή με υποτροφία στο κολέγιο Σμιθ της Μασαχουσέτης και δυο μήνες πριν συμπληρώσει τα 20 χρόνια της βραβεύεται για το διήγημα της «Κυριακή στους Μίντον».
Πραγματοποιεί την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας τον Αύγουστο του 1953 καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα υπνωτικών χαπιών. Στο ημερολόγιο τοίχου, δίπλα στις 4 Ιουλίου 1953 είχε γράψει τη λέξη απόφαση. Το διάστημα των επτά εβδομάδων που μεσολάβησε ανάμεσα στην απόφαση και την πράξη, ήταν για να δώσει χρόνο στον εαυτό της να αναθεωρήσει. Ένα ενδιαφέρον περιστατικό που η Σύλβια αρεσκόταν πολύ να διηγείται ήταν πώς έμαθε να μπουσουλάει σε νηπιακή ηλικία. Την είχαν αφήσει στην αμμουδιά και κείνη κατευθυνόταν προς το πελώριο κύμα. Η μητέρα της την άρπαξε εγκαίρως. Αν και ουσιαστικά δεν κινδύνεψε πραγματικά τότε, η ερμηνεία που η ίδια έδινε στο γεγονός, ήταν πιο επικίνδυνη απ’ το ίδιο το γεγονός γιατί την έκανε να παγιώσει έναν τρόπο σκέψης και να εγκλωβιστεί στη σαγήνη που της ασκούσε ο θάνατος. Σ’ ένα μεταγενέστερο ποίημα της τις «Τουλίπες», φαίνεται καθαρά πως η επιθυμία θανάτου γίνεται αναπόσπαστη με την παλινδρομική επιθυμία της ν’ αποποιηθεί τις ευθύνες της καθημερινότητας. Έχει παραδώσει το όνομα και τα ρούχα της στις νοσοκόμες, το ιστορικό της στον αναισθησιολόγο, το σώμα της στον χειρουργό. Είναι γαλήνια, είναι ο κανένας.
Μόλις συνήλθε σωματικά απ’ την κατάποση των υπνωτικών, εισήλθε στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου κι έναν μήνα αργότερα, τέθηκε υπό την παρακολούθηση της Δρ Ρουθ Μπούσερ.
Θαρρείς κι αυτό που ήθελα να σκοτώσω, δεν ήταν μέσα από το δέρμα, δεν ήταν ο αδύναμος, γαλάζιος παλμός που τιναζόταν κάτω από το δάχτυλο μου, μα κάπου αλλού, πιο βαθιά, πιο μυστικά, κάπου πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί. - "Ο γύαλινος κώδωνας"
Επιστέφει υγιής στο κολέγιο και το καλοκαίρι του 1954 παρακολουθεί μαθήματα στο Χάρβαρντ. Η διπλωματική της εργασία στο Σμιθ έχει τίτλο «Ο σωσίας του Ντοστογιέφσκι». Κερδίζει υποτροφία για το Κέιμπριτζ.
Η διετία 1954-55 καταγράφεται ως ιδιαίτερα έντονη για τις σχέσεις της με το άλλο φύλλο. Οι άντρες διαδέχονται ο ένας τον άλλο στη ζωή της μέχρι τον Φεβρουάριο του 1956 όπου σ’ ένα πάρτυ του Κέιμπριτζ, γνωρίζει τον γοητευτικό Τεντ Χιουζ, φέρελπι νέο ποιητή που έμελλε να είναι ο εκλεκτός στην καρδιά της. Σπεύδει να τον παντρευτεί 4 μήνες μετά την πρώτη γνωριμία τους. Η σχέση τους είναι θυελλώδης. Η Σύλβια προσκολλάται πάνω του και γίνεται ιδιαίτερα κτητική και ζηλιάρα, γεγονός που κάποιες φορές οδηγεί ακόμα και σε ξυλοδαρμό από την πλευρά του Χιουζ. Τα 7 χρόνια που μεσολαβούν από το γάμο τους ως την αυτοκτονία της, είναι μια αέναη μετακίνηση του ζευγαριού στην Αγγλία ψάχνοντας το ιδανικό σπίτι που θα τους στεγάσει με διαλείματα ταξιδιών στην Αμερική, στη γενέτειρα της Σύλβιας. Εντωμεταξύ, το 1957, η Σύλβια αποφοιτά απ’ το πανεπιστήμιο και αρχίζει να διδάσκει στο Σμιθ. Ξεκινάει ψυχανάλυση με τη Δρ Μπούσερ το 1958 ενώ το 1960 φέρνει στον κόσμο τη Φρίντα, το πρώτο τους παιδί. Η καθημερινότητα τη βρίσκει μοιρασμένη ανάμεσα στα καθήκοντα της μητρότητας, του σπιτιού και στις συγγραφικές της ενασχολήσεις. Έξι μήνες μετά τη γέννηση της κόρης της, εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ο κολοσσός». Το 1962, αποκτά και το δεύτερο παιδί της, τον Νίκολας και γράφει ποίηση σε πολύ εντατικούς ρυθμούς, ακόμα και τα ξημερώματα που τα παιδιά κοιμούνται. Τον Ιούνιο αυτής της χρονιάς, ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο της να βγαίνει έξω απ’ το δρόμο, καταγράφεται απ’ την ίδια σαν απόπειρα αυτοκτονίας. Παράλληλα, πληροφορείται την παράνομη σχέση του Χιουζ με την γερμανορωσίδα Άσια Ουέβιλ. Στην Άσια και τον άντρα της, τον νεαρό καναδό ποιητή Ντέιβιντ Ουέβιλ, είχαν πουλήσει οι Χιουζ το διαμέρισμα τους στο Λονδίνο. Η εξωσυγική ιστορία του Χιουζ, κλονίζει ιδιαίτερα την ήδη εύθραυστη ψυχοσύνθεση της, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα στα τελευταία 26 ποιήματα κατά τη διάρκεια του μήνα που ακολούθησε τον χωρισμό τους.
Εγκαταλείπει το σπίτι στο Ντέβον κι εγκαθίσταται με τα δυο παιδιά σ’ ένα διαμέρισμα του Λονδίνου. Εκδίδει τον Ιανουάριο του 1963 τον «Γυάλινο κώδωνα» με ψευδώνυμο κι αρχίζει να ετοιμάζει μια συλλογή με σαρανταένα ποίηματα υπό τον γενικό τίτλο «Άριελ.»
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1962, η Σύλβια Πλαθ άφησε ψωμί και γάλα δίπλα στα κρεββάτια των κοιμισμένων παιδιών της. Ύστερα, έχωσε πετσέτες και σεντόνια στις χαραμάδες της πόρτας του υπνοδωματίου τους και της κουζίνας. Επίσης, με ιδιαίτερη σχολαστικότητα κόλλησε ταινία στις χαραμάδες των πορτών. Άφησε ένα σημείωμα με το όνομα και το τηλέφωνο του δόκτορα Χόρντερ και την παράκληση να του τηλεφωνήσουν κι έχωσε το κεφάλι της μέσα στο φούρνο έχοντας ανοίξει όλους τους διακόπτες του γκαζιού.
Η Σύλβια διέθετε μπόλικα υπνωτικά χάπια για να αυτοκτονήσει, επέλεξε όμως το γκάζι κι αυτό θυμίζει περιγραφή της ίδιας στο ημερολόγιο της, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν διάλεξε αέριο αντί για νοβοκαϊνη στον οδοντίατρο απολαμβάνοντας την αίσθηση της καθόδου του αερίου στα πνευμόνια της.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο της υπήρξαν επεισοδιακά υπό την έννοια ότι η Σύλβια όσο ακόμα ζούσε ήταν σχετικά άγνωστη, ενώ μετά θάνατον, έλαμψε διεθνώς, κάτι σπάνιο για ποιητή, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε και μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από χαμένα κομμάτια του έργου της καθώς και από χαμένα της γράμματα και σελίδες ημερολογίου. Οι ευθύνες αποδόθηκαν στον Τεντ Χιουζ, ο οποίος μάλιστα εντελώς αψυχολόγητα όρισε ως υπεύθυνο του συνόλου του πνευματικού έργου της Σύλβιας την αδερφή του με την οποία η ποιήτρια δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Σήμερα 44 χρόνια μετά την αυτοκτονία της Σύλβιας Πλαθ, δεν υπάρχει επίσημος βιογράφος της.
Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να διαβάσω αμέσως πριν, ένα βιβλίο που γράφτηκε προ δεκαεπενταετίας για τον βίο το έργο και την πολυτάραχη προσωπικότητα της Καμίλ Κλωντέλ. Έχω κόλλημα με την Κλωντέλ και σας το έχω δείξει και σε σχετικό ποστ. Την Καμίλ λοιπόν, ακολούθησε ο βίος, το έργο και η πολυτάραχη προσωπικότητα της αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβιας Πλαθ.
Το ενδιαφέρον του εν λόγω βιβλίου είναι ότι εστιάζει στον θάνατο πιο πολύ απ’ ότι στη ζωή της, προτάσσοντας τον μάλιστα και στον τίτλο, ίσως γιατί η ζωή της Σύλβιας ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε το 1932 στη Βοστόνη και ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας της Όττο Πλαθ ήταν διακεκριμένος καθηγητής εντομολογίας στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Ο πρόωρος θάνατος του όταν η Σύλβια ήταν οκτώ ετών, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή της και από κεινη τη στιγμή και μετά δεν έπαψε να της λείπει η αγάπη του και η αποδοχή του. Πίστευε μάλιστα ότι εκείνος εξακολουθούσε να ζει μέσα της «υφασμένος μες στα κύτταρα του ψηλού μου κορμιού». Επισκέπτεται για πρώτη φορά τον τάφο του σε ηλικία εικοσιέξι ετών και μεταφέρει την ατμόσφαιρα του χώρου στο μυθιστόρημα της «Ο γυάλινος κώδωνας». Στα τελευταία ποιήματα της – σύμφωνα με τον Α. Αλβάρεζ- δείχνει να έχει πειστεί ότι η ρίζα της δυστυχία της ήταν ο θάνατος του πατέρα της τον οποίον υπεραγαπούσε κι εκείνος την εγκατέλειψε και την έσυρε μαζί του στον θάνατο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της μάλιστα, έλεγε στον εαυτό της ότι η ένταση με την οποία ποθούσε την ανδρική συντροφιά προπερχόταν από την παρουσία ενός μεγαλύτερου άνδρα μέσα στο σπίτι κι αργότερα ως παντρεμένη, δεν είχε την παραμικρή ανοχή στη μακρόχρονη στέρηση του συζύγου της.
Σε ηλικία 17 χρονών, είναι ήδη συντάκτρια στο «The Bradford» και συγχρόνως γράφει μια στήλη για το «The Townsman». Απ’ το 1950, αρχίζει να γράφει μυθιστορήματα για περιοδικά, ανάμεσα τους το «Και το καλοκαίρι δεν θα ξανάρθει» για το «Seventeen» και το «Πικρές φράουλες» για το «Christian Science Monitor». Γίνεται δεκτή με υποτροφία στο κολέγιο Σμιθ της Μασαχουσέτης και δυο μήνες πριν συμπληρώσει τα 20 χρόνια της βραβεύεται για το διήγημα της «Κυριακή στους Μίντον».
Πραγματοποιεί την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας τον Αύγουστο του 1953 καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα υπνωτικών χαπιών. Στο ημερολόγιο τοίχου, δίπλα στις 4 Ιουλίου 1953 είχε γράψει τη λέξη απόφαση. Το διάστημα των επτά εβδομάδων που μεσολάβησε ανάμεσα στην απόφαση και την πράξη, ήταν για να δώσει χρόνο στον εαυτό της να αναθεωρήσει. Ένα ενδιαφέρον περιστατικό που η Σύλβια αρεσκόταν πολύ να διηγείται ήταν πώς έμαθε να μπουσουλάει σε νηπιακή ηλικία. Την είχαν αφήσει στην αμμουδιά και κείνη κατευθυνόταν προς το πελώριο κύμα. Η μητέρα της την άρπαξε εγκαίρως. Αν και ουσιαστικά δεν κινδύνεψε πραγματικά τότε, η ερμηνεία που η ίδια έδινε στο γεγονός, ήταν πιο επικίνδυνη απ’ το ίδιο το γεγονός γιατί την έκανε να παγιώσει έναν τρόπο σκέψης και να εγκλωβιστεί στη σαγήνη που της ασκούσε ο θάνατος. Σ’ ένα μεταγενέστερο ποίημα της τις «Τουλίπες», φαίνεται καθαρά πως η επιθυμία θανάτου γίνεται αναπόσπαστη με την παλινδρομική επιθυμία της ν’ αποποιηθεί τις ευθύνες της καθημερινότητας. Έχει παραδώσει το όνομα και τα ρούχα της στις νοσοκόμες, το ιστορικό της στον αναισθησιολόγο, το σώμα της στον χειρουργό. Είναι γαλήνια, είναι ο κανένας.
Μόλις συνήλθε σωματικά απ’ την κατάποση των υπνωτικών, εισήλθε στην ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου κι έναν μήνα αργότερα, τέθηκε υπό την παρακολούθηση της Δρ Ρουθ Μπούσερ.
Θαρρείς κι αυτό που ήθελα να σκοτώσω, δεν ήταν μέσα από το δέρμα, δεν ήταν ο αδύναμος, γαλάζιος παλμός που τιναζόταν κάτω από το δάχτυλο μου, μα κάπου αλλού, πιο βαθιά, πιο μυστικά, κάπου πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί. - "Ο γύαλινος κώδωνας"
Επιστέφει υγιής στο κολέγιο και το καλοκαίρι του 1954 παρακολουθεί μαθήματα στο Χάρβαρντ. Η διπλωματική της εργασία στο Σμιθ έχει τίτλο «Ο σωσίας του Ντοστογιέφσκι». Κερδίζει υποτροφία για το Κέιμπριτζ.
Η διετία 1954-55 καταγράφεται ως ιδιαίτερα έντονη για τις σχέσεις της με το άλλο φύλλο. Οι άντρες διαδέχονται ο ένας τον άλλο στη ζωή της μέχρι τον Φεβρουάριο του 1956 όπου σ’ ένα πάρτυ του Κέιμπριτζ, γνωρίζει τον γοητευτικό Τεντ Χιουζ, φέρελπι νέο ποιητή που έμελλε να είναι ο εκλεκτός στην καρδιά της. Σπεύδει να τον παντρευτεί 4 μήνες μετά την πρώτη γνωριμία τους. Η σχέση τους είναι θυελλώδης. Η Σύλβια προσκολλάται πάνω του και γίνεται ιδιαίτερα κτητική και ζηλιάρα, γεγονός που κάποιες φορές οδηγεί ακόμα και σε ξυλοδαρμό από την πλευρά του Χιουζ. Τα 7 χρόνια που μεσολαβούν από το γάμο τους ως την αυτοκτονία της, είναι μια αέναη μετακίνηση του ζευγαριού στην Αγγλία ψάχνοντας το ιδανικό σπίτι που θα τους στεγάσει με διαλείματα ταξιδιών στην Αμερική, στη γενέτειρα της Σύλβιας. Εντωμεταξύ, το 1957, η Σύλβια αποφοιτά απ’ το πανεπιστήμιο και αρχίζει να διδάσκει στο Σμιθ. Ξεκινάει ψυχανάλυση με τη Δρ Μπούσερ το 1958 ενώ το 1960 φέρνει στον κόσμο τη Φρίντα, το πρώτο τους παιδί. Η καθημερινότητα τη βρίσκει μοιρασμένη ανάμεσα στα καθήκοντα της μητρότητας, του σπιτιού και στις συγγραφικές της ενασχολήσεις. Έξι μήνες μετά τη γέννηση της κόρης της, εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ο κολοσσός». Το 1962, αποκτά και το δεύτερο παιδί της, τον Νίκολας και γράφει ποίηση σε πολύ εντατικούς ρυθμούς, ακόμα και τα ξημερώματα που τα παιδιά κοιμούνται. Τον Ιούνιο αυτής της χρονιάς, ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο της να βγαίνει έξω απ’ το δρόμο, καταγράφεται απ’ την ίδια σαν απόπειρα αυτοκτονίας. Παράλληλα, πληροφορείται την παράνομη σχέση του Χιουζ με την γερμανορωσίδα Άσια Ουέβιλ. Στην Άσια και τον άντρα της, τον νεαρό καναδό ποιητή Ντέιβιντ Ουέβιλ, είχαν πουλήσει οι Χιουζ το διαμέρισμα τους στο Λονδίνο. Η εξωσυγική ιστορία του Χιουζ, κλονίζει ιδιαίτερα την ήδη εύθραυστη ψυχοσύνθεση της, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα στα τελευταία 26 ποιήματα κατά τη διάρκεια του μήνα που ακολούθησε τον χωρισμό τους.
Εγκαταλείπει το σπίτι στο Ντέβον κι εγκαθίσταται με τα δυο παιδιά σ’ ένα διαμέρισμα του Λονδίνου. Εκδίδει τον Ιανουάριο του 1963 τον «Γυάλινο κώδωνα» με ψευδώνυμο κι αρχίζει να ετοιμάζει μια συλλογή με σαρανταένα ποίηματα υπό τον γενικό τίτλο «Άριελ.»
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1962, η Σύλβια Πλαθ άφησε ψωμί και γάλα δίπλα στα κρεββάτια των κοιμισμένων παιδιών της. Ύστερα, έχωσε πετσέτες και σεντόνια στις χαραμάδες της πόρτας του υπνοδωματίου τους και της κουζίνας. Επίσης, με ιδιαίτερη σχολαστικότητα κόλλησε ταινία στις χαραμάδες των πορτών. Άφησε ένα σημείωμα με το όνομα και το τηλέφωνο του δόκτορα Χόρντερ και την παράκληση να του τηλεφωνήσουν κι έχωσε το κεφάλι της μέσα στο φούρνο έχοντας ανοίξει όλους τους διακόπτες του γκαζιού.
Η Σύλβια διέθετε μπόλικα υπνωτικά χάπια για να αυτοκτονήσει, επέλεξε όμως το γκάζι κι αυτό θυμίζει περιγραφή της ίδιας στο ημερολόγιο της, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν διάλεξε αέριο αντί για νοβοκαϊνη στον οδοντίατρο απολαμβάνοντας την αίσθηση της καθόδου του αερίου στα πνευμόνια της.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο της υπήρξαν επεισοδιακά υπό την έννοια ότι η Σύλβια όσο ακόμα ζούσε ήταν σχετικά άγνωστη, ενώ μετά θάνατον, έλαμψε διεθνώς, κάτι σπάνιο για ποιητή, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε και μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από χαμένα κομμάτια του έργου της καθώς και από χαμένα της γράμματα και σελίδες ημερολογίου. Οι ευθύνες αποδόθηκαν στον Τεντ Χιουζ, ο οποίος μάλιστα εντελώς αψυχολόγητα όρισε ως υπεύθυνο του συνόλου του πνευματικού έργου της Σύλβιας την αδερφή του με την οποία η ποιήτρια δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Σήμερα 44 χρόνια μετά την αυτοκτονία της Σύλβιας Πλαθ, δεν υπάρχει επίσημος βιογράφος της.
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007
Νέο αλεπουδίσιο μπλόγκι
Από σήμερα η αλεπού βρήκε κι άλλο λημέρι και μάλιστα θεατρικό. Με άλλα λόγια, έφτιαξε μια εντελώς θεατρική φωλιά στο wordpress (παιδεύτηκε λίγο, αλλά τι να κάνει;) και από κει πια θα συνδιαλέγεται θεατρικώ τω τρόπω. Τα υπόλοιπα -τα του κουκλοθεάτρου δηλαδή- θα εξακολουθήσουν από δω.
Όσοι πιστοί, κάντε ένα κλικ εδώ.
Όσοι πιστοί, κάντε ένα κλικ εδώ.
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 02, 2007
Εγώ, ο άλλος...
Ας υποθέσουμε ότι τώρα εσύ ξέρεις καλά ποιος είσαι. Στην πραγματικότητα νομίζεις ότι ξέρεις, αλλά ας βαδίσουμε με το ενδεχόμενο του ότι πράγματι ξέρεις. Με άλλα λόγια, έχεις πλήρως κατανοήσει τον χαρακτήρα σου, την ψυχοσύνθεση σου, τις αδυναμίες, τα ελαττώματα και τους φόβους, αλλά και τα προτερήματα, τα χαρίσματα, τα ποιοτικά στοιχεία και γενικά ό, τι κάνει τη διαφορά με τους άλλους. Ανάλογα λοιπόν με το αν βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο, η ζυγαριά κλίνει προς τα θετικά ή τα αρνητικά.
Καταλήγεις λοιπόν κάποτε στη διαμορφωμένη σου εικόνα. Αποδέχεσαι κιόλας ότι αυτή από ένα σημείο και μετά δεν μπορεί ν΄αλλάξει. Αυτή είναι, πάει και τελείωσε. Και βάσει αυτής πορεύεσαι.
Μέχρι που κάποια στιγμή, σκάει μύτη κι ο άλλος σου εαυτός, ο σκοτεινός, ο άγνωστος και σε φέρνει σε πλήρη αμηχανία. Σαν παιδί που εν μέσω τυπικής επίσκεψης συγγενών, ξερνάει στους καλεσμένους τι λέγατε γι’ αυτούς με τον μπαμπά πριν εμφανιστούνε.
Ξεστομίζεις ένα "μικρά παιδιά, η φαντασία τους οργιάζει", το κοιτάς απειλητικά, το τσιμπάς με τρόπο κι από αμηχανία ανάβεις τσιγάρο και καταπίνεις σοκολατάκι την ίδια στιγμή.
Έτσι και στην περίπτωση του εαυτού. Στην αρχή κάνεις πως δεν τον είδες, μετά αποφασίζεις να τον αντιμετωπίσεις. Βγάζεις δειλά-δειλά το κεφάλι, τα μάτια, τον κοιτάς, τον περιεργάζεσαι, του τείνεις το χέρι να πεις ένα χαίρω πολύ έστω κι αν δεν χαίρεις καθόλου. «Τώρα εδώ θα μπαστακωθεί;» σκέφτεσαι. «Γιατί ήρθε; τι θέλει; καλά δεν περνούσαμε και χωρίς αυτόν;»
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η καλύτερη άμυνα δεν είναι η επίθεση. Δεν πέφτεις δηλαδή πάνω του να τον κατασπαράξεις, γιατί είναι εκτός των άλλων και μάταιο, εδώ που τα λέμε. Αυτός είναι ύπουλος και θ’ αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες του. Θα παραφυλάξει και θα σου τη φέρει κάποια άλλη στιγμή. Απ’ την άλλη, ούτε και τον καλοδέχεσαι γιατί και η υπερβολική ευγένεια και διάχυση με την πρώτη γνωριμία, γεννάει υποψίες. Αποφασίζεις να του αναγνωρίσεις τουλάχιστον το δικάιωμα ύπαρξης. Γιατί δεν είσαι και φασισταριό στο τέλος – τέλος της γραφής. Άλλο τώρα που η όλη κατάσταση σου θυμίζει κρατίδιο που το είχες υποτάξει, ζήτησε την αυτονομία του κι επειδή οι διεθνείς νόμοι το επιβάλλουν, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Αρχίζεις και σκέφτεσαι πονηρά. Σαν αποικιοκράτης. Τι κι αν πάντα με τη μεριά των επαναστατών ήσουνα; Τώρα νιώθεις δικτάτορας μέχρι το μεδούλι. Αλλά πρέπει να φερθείς διπλωματικά. Ένας επαναστάτης είναι ικανός να τα παίξει όλα για όλα. Μπορεί και να σε βουτήξει στο αίμα, αν τον φτάσεις στα άκρα. Ας του παραχωρήσεις καταρχήν το δικαίωμα να υπάρχει. Έπειτα βέβαια, θα πρέπει να του παραχωρήσεις κι άλλες εξουσίες, ίσως - ίσως ακόμα και να τον εξισώσεις. Είναι επικίνδυνο το παιχνίδι. Σαν εξουσιαστής σε εξουσιαζόμενο πρέπει να φερθείς και δεν είναι κι εύκολο. Χιλιάδες τα παραδείγματα γύρω μας…
Και μετά γεννιέται το μεγάλο ερώτημα. «Και τώρα τί; Άλλαξαν τα σύνορα; Άλλαξαν οι ονομασίες; Θ’ανοίγω τον εσωτερικό μου χάρτη και θα έχουν γίνει όλα γης μαδιάμ; Ποια η αιτία; Ποια η αφορμή; Τι φίδι κολοβό έτρεφα μέσα μου και δεν το’ ξερα» κι άλλα τέτοια... Στις πιο ανώδυνες περιπτώσεις, το αποδίδεις σε μια κακιά στιγμή που απλώς αντί να βρίζεις πρέπει να ευγνωμονείς γιατί σε βοήθησε να ανακαλύψεις καλύτερα την πολυπρισματικότητα σου (λέμε τώρα…). Αν γνωρίζεις καλά τον αντίπαλο(τελικά η λέξη εχθρός είναι βαριά και άδικη) μπορείς να τον αντιμετωπίσεις καλύτερα ( το ρήμα εξουδετερώσεις είναι απλώς ουτοπικό).
Με άλλα λόγια και σταματώντας αυτό το παραλήρημα, θέλω να πω ότι όλοι μας έχουμε κάποιες σκοτεινές πλευρές που δεν τις αποκαλύπτουμε στους άλλους επειδή στις ανθρώπινες σχέσεις λειτουργεί ένας μηχανισμός συνύπαρξης, συγκάλυψης, συμβιβασμού κά . Βέβαια στην ουσία της και στην πορεία της, η συνύπαρξη θ’ αποκαλύψει κι αυτές τις σκοτεινές πλευρές που άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο θα αναδύονται. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Είναι απλώς ανθρώπινο.
Καταλήγεις λοιπόν κάποτε στη διαμορφωμένη σου εικόνα. Αποδέχεσαι κιόλας ότι αυτή από ένα σημείο και μετά δεν μπορεί ν΄αλλάξει. Αυτή είναι, πάει και τελείωσε. Και βάσει αυτής πορεύεσαι.
Μέχρι που κάποια στιγμή, σκάει μύτη κι ο άλλος σου εαυτός, ο σκοτεινός, ο άγνωστος και σε φέρνει σε πλήρη αμηχανία. Σαν παιδί που εν μέσω τυπικής επίσκεψης συγγενών, ξερνάει στους καλεσμένους τι λέγατε γι’ αυτούς με τον μπαμπά πριν εμφανιστούνε.
Ξεστομίζεις ένα "μικρά παιδιά, η φαντασία τους οργιάζει", το κοιτάς απειλητικά, το τσιμπάς με τρόπο κι από αμηχανία ανάβεις τσιγάρο και καταπίνεις σοκολατάκι την ίδια στιγμή.
Έτσι και στην περίπτωση του εαυτού. Στην αρχή κάνεις πως δεν τον είδες, μετά αποφασίζεις να τον αντιμετωπίσεις. Βγάζεις δειλά-δειλά το κεφάλι, τα μάτια, τον κοιτάς, τον περιεργάζεσαι, του τείνεις το χέρι να πεις ένα χαίρω πολύ έστω κι αν δεν χαίρεις καθόλου. «Τώρα εδώ θα μπαστακωθεί;» σκέφτεσαι. «Γιατί ήρθε; τι θέλει; καλά δεν περνούσαμε και χωρίς αυτόν;»
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η καλύτερη άμυνα δεν είναι η επίθεση. Δεν πέφτεις δηλαδή πάνω του να τον κατασπαράξεις, γιατί είναι εκτός των άλλων και μάταιο, εδώ που τα λέμε. Αυτός είναι ύπουλος και θ’ αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες του. Θα παραφυλάξει και θα σου τη φέρει κάποια άλλη στιγμή. Απ’ την άλλη, ούτε και τον καλοδέχεσαι γιατί και η υπερβολική ευγένεια και διάχυση με την πρώτη γνωριμία, γεννάει υποψίες. Αποφασίζεις να του αναγνωρίσεις τουλάχιστον το δικάιωμα ύπαρξης. Γιατί δεν είσαι και φασισταριό στο τέλος – τέλος της γραφής. Άλλο τώρα που η όλη κατάσταση σου θυμίζει κρατίδιο που το είχες υποτάξει, ζήτησε την αυτονομία του κι επειδή οι διεθνείς νόμοι το επιβάλλουν, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Αρχίζεις και σκέφτεσαι πονηρά. Σαν αποικιοκράτης. Τι κι αν πάντα με τη μεριά των επαναστατών ήσουνα; Τώρα νιώθεις δικτάτορας μέχρι το μεδούλι. Αλλά πρέπει να φερθείς διπλωματικά. Ένας επαναστάτης είναι ικανός να τα παίξει όλα για όλα. Μπορεί και να σε βουτήξει στο αίμα, αν τον φτάσεις στα άκρα. Ας του παραχωρήσεις καταρχήν το δικαίωμα να υπάρχει. Έπειτα βέβαια, θα πρέπει να του παραχωρήσεις κι άλλες εξουσίες, ίσως - ίσως ακόμα και να τον εξισώσεις. Είναι επικίνδυνο το παιχνίδι. Σαν εξουσιαστής σε εξουσιαζόμενο πρέπει να φερθείς και δεν είναι κι εύκολο. Χιλιάδες τα παραδείγματα γύρω μας…
Και μετά γεννιέται το μεγάλο ερώτημα. «Και τώρα τί; Άλλαξαν τα σύνορα; Άλλαξαν οι ονομασίες; Θ’ανοίγω τον εσωτερικό μου χάρτη και θα έχουν γίνει όλα γης μαδιάμ; Ποια η αιτία; Ποια η αφορμή; Τι φίδι κολοβό έτρεφα μέσα μου και δεν το’ ξερα» κι άλλα τέτοια... Στις πιο ανώδυνες περιπτώσεις, το αποδίδεις σε μια κακιά στιγμή που απλώς αντί να βρίζεις πρέπει να ευγνωμονείς γιατί σε βοήθησε να ανακαλύψεις καλύτερα την πολυπρισματικότητα σου (λέμε τώρα…). Αν γνωρίζεις καλά τον αντίπαλο(τελικά η λέξη εχθρός είναι βαριά και άδικη) μπορείς να τον αντιμετωπίσεις καλύτερα ( το ρήμα εξουδετερώσεις είναι απλώς ουτοπικό).
Με άλλα λόγια και σταματώντας αυτό το παραλήρημα, θέλω να πω ότι όλοι μας έχουμε κάποιες σκοτεινές πλευρές που δεν τις αποκαλύπτουμε στους άλλους επειδή στις ανθρώπινες σχέσεις λειτουργεί ένας μηχανισμός συνύπαρξης, συγκάλυψης, συμβιβασμού κά . Βέβαια στην ουσία της και στην πορεία της, η συνύπαρξη θ’ αποκαλύψει κι αυτές τις σκοτεινές πλευρές που άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο θα αναδύονται. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Είναι απλώς ανθρώπινο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)