Παρασκευή, Ιανουαρίου 23, 2009

Η Κωνσταντινούπολη των ευσεβών μου πόθων!

Προειδοποίηση: Δεν πρόκειται για ταξειδιωτικό ποστάκι, με την έννοια ότι δεν το έχω κάνει ακόμα το εν λόγω ταξείδι.
Απ’ την άλλη μεριά όμως, πρόκειται για ταξείδι μέσα απ’ τις σελίδες δύο εξαιρετικών βιβλίων.
Εξηγούμαι:
Πριν από δυο χρόνια, διάβασα την «Ινσταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ. Άρτι νομπελίστας λογοτεχνίας ο Τούρκος συγγραφέας τότε και το βιβλίο που έγραψε για την γενέτειρα του ήταν στα ευπώλητα της εποχής.
Νομίζω είναι δύσκολο να γράψει κανείς για την πόλη που γεννήθηκε, ανδρώθηκε και ζει ακόμα. Μοιραία οι αναμνήσεις κυριαρχούν και μπορεί να υποσκελίσουν τα όποια αντικειμενικά στοιχεία, αν υπάρχει βέβαια αντικειμενικότητα…
Είναι παρόλα αυτά, εξαιρετικά γοητευτικό να διαβάζεις τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος προσεγγίζει συγγραφικά την πόλη του, μια πόλη που δεν είναι απλώς μια οποιαδήποτε πόλη, αλλά για μας, τους «άσπονδους απέναντι» είναι Η ΠΟΛΗ.
Στη δική μας πατρίδα και συνείδηση, υπάρχει πάντα το παλιό μεγαλείο της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας, η Κωνσταντινούπολη κι όχι η τουρκική Ινσταμπούλ, η γκλαμουριά του Βυζαντίου, η Αγιά Σοφιά, μνημείο της Ορθοδοξίας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η κερκόπορτα κι ο θρύλος με τον εξαδάκτυλο που θα τα δώσει όλα πίσω!
Ναι, μην γελάτε καθόλου. Νιώθω ότι εκεί έξω κυκλοφορούν ακόμα πολλοί τρελλοί που νιώθουν ότι η Πόλη θα έπρεπε να είναι ελληνική κι ότι οι παλιοί λογαριασμοί δεν έχουν κλείσει. Υπάρχουν πολλοί που γι’ αυτούς η πολυεθνικότητα του Βυζαντίου δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Την αγνοούν επιδεικτικά. Όλα ήταν ελληνικά, όλα ακόμα κι αυτοί οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παρόλο - που αν δεν κάνω λάθος- στέφονταν Ρωμαίοι αυτοκράτορες!

«Ινσταμπούλ» -Ορχάν Παμούκ

Σε μια τέτοια λοιπόν πόλη, με βαριά ιστορία, γεννήθηκε ο Παμούκ. Για την πόλη του γράφει. Την πόλη του φωτογραφίζει, αυτήν αναπολεί και νοσταλγεί. Αυτήν ονειρεύεται. Και είναι η πόλη του χωρίς αμφιβολία με την στενή έννοια του όρου, αλλά και στον βαθμό που οι ιστορικές πόλεις με βαριά κληρονομιά είναι τελικά οι πόλεις όλων μας.
Στους δρόμους της Ινσταμπούλ έπαιξε για πρώτη φορά ο μικρός Ορχάν, αυτή υπήρξε η γη των γονιών και των παππούδων του, εκεί γνώρισε τον εαυτό του και πήγε σχολείο, εκεί ερωτεύτηκε και ζει ακόμα.
«Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα, είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι», εξομολογείται ο Ορχάν Παμούκ.
Το βιβλίο του είναι ένα είδος προσωπικού ημερολογίου αλλά προσφέρει και πλούσιες πληροφορίες για τον μελλοντικό ταξειδιώτη. Λέω ταξειδιώτη κι όχι τουρίστα, γιατί ο Παμούκ αναδεικνύει μέσα απ’ το γραπτό του μια πόλη που σε κάνει να θες να την ζήσεις. Συγχρόνως, μιλάει με ιδιαίτερο τρόπο για τη μελαχγολία αυτής της πόλης. Μια μελαγχολία «τυπωμένη» πια στο DNA των κατοίκων της, παλιών και νέων.
Είναι το τέλος ενός πολιτισμού αλλά και η γέννηση ενός καινούργιου.

«Η Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων» - Γιάννης Ξανθούλης

Ο Ξανθούλης, με ρίζες απ’ την Ανδριανούπολη, κουβαλάει την Πόλη στο αίμα του και μιλάει γι’ αυτήν με ιδιαίτερα συναισθηματικό τρόπο. Η ματιά του είναι αυτή του ανθρώπου που επιστρέφει ξανά και ξανά για να περπατήσει στις ίδιες γειτονιές και να γευτεί όχι μόνο αυτά που τον έκαναν να την αγαπήσει αλλά και τα καινούργια στα οποία «ανοίγεται» με πάθος.
«Όπως την ένιωσα περπατώντας επίμονα στα σοκάκια, στις καινούργιες λεωφόρους, στους μπαχτσέδες και στις όχθες του Βοσπόρου. Ψελλίζοντας τα τούρκικα με λάθη που με παρασέρνουν σε περιπέτειες, φανερώνοντας την ασέβεια της ευσεβούς φήμης της, την ανάγκη της σιωπής μέσα στο πολύχρωμο και πολύβουο παρόν της, τη νοσταλγία των αληθινών της φόβων που οργάνωσαν το μεγαλείο της. Πολλές φορές ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη-Πόλη-Ιστανμπούλ. Όμως εκείνη τη φορά, που αφέθηκα στη φιλόξενη αμετροέπεια ενός θεότρελου Τούρκου φίλου, έμαθα κι άλλα. Και για την Πόλη- που υποτίθεται ότι γνώριζα καλά, σαν αυτονομημένος περιπατητής- και για μένα τον ίδιο, φωτισμένο από σκιές που καθορίζουν το μυστήριο της».

Όπως και να την λέμε, Κωνσταντινούπολη ή Πόλη ή Ινσταμπούλ, αυτή η πόλη αποτελεί γοητευτικό προορισμό για τους ήδη μυημένους αλλά και γι’ αυτούς που θέλουν να την δουν από κοντά. Ελπίζω να μπω κάποια στιγμή στη δεύτερη κατηγορία με στόχο βέβαια να πιάσω την πρώτη, αυτή των μυημένων…

Δευτέρα, Ιανουαρίου 19, 2009

Η Οδύσσεια ενός παράνομου μετανάστη.

Πριν από 4 μήνες, ήρθε στην Ελλάδα ο γιος της κυρίας απ’ την Γεωργία που φροντίζει την ηλικιωμένη γιαγιά μου. Το 19χρονο αγόρι ήρθε παράνομα- όπως και τόσοι άλλοι- ή για να είμαι πιο ακριβής, ήρθε με τουριστική βίζα και είχε σκοπό να παραμείνει παράνομα.
Ο νεαρός είναι φοιτητής της Νομικής στην πατρίδα του. Πήρε άδεια απ’ τη σχολή του 2 χρόνια- τόσο είναι το maximum που δικαιούται κανείς να διακόψει εκεί- και ήρθε εδώ με σκοπό να δουλέψει και να βγάλει κάποια χρήματα.
Η μητέρα του εναντιώθηκε σ’ αυτό από την αρχή. Απ’ τη μια, φοβήθηκε μήπως ο γιος της εγκαταλείψει εντελώς τις σπουδές του. Απ’ την άλλη, έστελνε κι εξακολουθεί να στέλνει τα χρήματα που κερδίζει εδώ, κάθε μήνα στην πατρίδα της, στην οικογένεια της και θεωρούσε ότι αυτό είναι αρκετό.
Να σημειώσω ότι η γυναίκα αυτή έχει να δει την οικογένεια της 2 χρόνια. Κι απ’ ότι ξέρω και ξέρουμε όλοι, δεν είναι και η μοναδική τέτοια περίπτωση…
Τελοσπάντων, ο νεαρός ήρθε στην Αθήνα, βρήκε κι ένα μικρό διαμέρισμα στο οποίο συγκατοικεί με κάποιον άλλο μετανάστη, στην ίδια πολυκατοικία όπου είναι το διαμέρισμα της γιαγιάς όπου και δουλεύει η μητέρα του.
Ξεκίνησε να μαθαίνει και λίγα ελληνικά για να μπορέσει να πιάσει και δουλειά κι έβαλε μπρος και τη διαδικασία πράσινης κάρτας. Εντωμεταξύ, η τουριστική βίζα έληξε και τον Οκτώβρη που μας πέρασε, δυο αστυνομικοί που περνούσαν -τυχαία άραγε;- τον σταμάτησαν την ώρα που αγόραζε τσιγάρα απ’ το περίπτερο της γειτονιάς, είδαν ότι δεν έχει χαρτιά και τον πήραν μαζί τους.
Στο δικαστήριο, τον είχαν με χειροπέδες σαν να ήταν κοινός κακοποιός. Ο νεαρός έκλαιγε και αδυνατούσε να καταλάβει τι του έλεγαν, αφού δεν μιλάει τη γλώσσα.
Μια διερμηνέας τον πλησίασε δήθεν να τον βοηθήσει. Αποδείχτηκε ότι η εν λόγω κυρία εξυπηρετεί δικηγόρο που ειδικεύεται σε τέτοιες περιπτώσεις, παίρνει παχυλή αμοιβή, υπόσχεται αποφυλάκιση και τελικά βγάζει έξω κανά δύο μόνο απ’ τους πελάτες της.
Περιττό να αναφέρω ότι η κυρία έλαβε μεν τα χρήματα, δεν έβγαλε δε τον νεαρό απ’ τη φυλακή και δεν έκανε και τίποτα για την πράσινη κάρτα. Επιπλέον, πριν ξεκινήσει όλη αυτή η ιστορία με τη σύλληψη, έτερος δικηγόρος- απατεών είχε εισπράξει χρήματα για τα χαρτιά της άδειας παραμονής κι όταν τον χρειάστηκαν στο δικαστήριο, εξαφανίστηκε μαζί με τα λεφτά.
Ο νεαρός πέρασε κι από δεύτερη δίκη, αφού τελικά βρέθηκε έντιμη δικηγόρος αυτή τη φορά. Ο δικαστής όμως, δεν επέτρεψε την αποφυλάκιση. Έπρεπε να εξαντλήσει το προβλεπόμενο τρίμηνο παραμονής στις φυλακές αλλοδαπών της οδού Πέτρου Ράλλη.
Η πράσινη κάρτα ευτυχώς βγήκε. Το Σάββατο το πρωί στις 17 Ιανουαρίου, ο νεαρός επιτέλους αποφυλακίστηκε.
Γύρισε πίσω πιο ισχνός από ποτέ. Φαγητό τους έδιναν, απ’ ότι μας είπε, αλλά ήταν βρώμικο, με τρίχες κι έτσι δεν έτρωγε. Θέλετε να μάθετε μήπως πώς πέρναγε την ώρα του στο κελί; Κοιτώντας το ταβάνι! Όχι, δεν αστειεύομαι!
Στις φυλακές αλλοδαπών, οι εφημερίδες ή τα βιβλία απαγορεύονται. Για να μην βάλουν οι κρατούμενοι φωτιά- είναι η επίσημη εξήγηση.
Νομίζω περιττεύει να αναφέρω ότι σε ανθρώπους που έχουν διαπράξει αποτρόπαια εγκλήματα και βρίσκονται σε ποινικές φυλακές, τα βιβλία επιτρέπονται. Φαίνεται ότι το να είσαι παράνομος μετανάστης είναι τελικά μεγαλύτερο έγκλημα.
Η τηλεόραση επίσης απαγορεύεται. Το να σου φέρει κάποιος φαγητό απέξω απαγορεύεται. Πήγε η θεία μου- ήταν η μόνη που επιτρεπόταν να τον επισκέπτεται όλο αυτό το διάστημα- τα Χριστούγεννα και ρώτησε τους φύλακες αν μπορούσε να του δώσει μελομακάρονο. «Όχι», αποκρίθηκαν εκείνοι. «Μπορεί να είναι δηλητηριασμένο». «Να φάω κι εγώ απ’ αυτό μπροστά σας», τους αντέτεινε. Και πάλι αρνητική η απάντηση που εισέπραξε.
Α, ξέχασα να σας πω. Τα ναρκωτικά επιτρέπονται. Ο συγκάτοικος του στο κελί τρυπιόταν ελεύθερα…

Ο μόνος που βοήθησε αυτό το παιδί τους τρεις μήνες, ήταν ένας νεαρός αστυνομικός που όπως φαίνεται αποτελεί εξαίρεση σ’ όλο αυτό το απαράδεκτο σύστημα. Συμπάθησε τον νεαρό Γεωργιανό και του πήγαινε όποτε μπορούσε σε τάπερ φαγητό μαγειρεμένο απ’ τη γυναίκα του. Του έδινε κρυφά απ’ τους συναδέλφους του το φαγητό. Υποτίθεται ότι προοριζόταν για τον ίδιο.

Λυπάμαι και ντρέπομαι για όλο αυτό το σύστημα που απ’ τη μια κάνει τα στραβά μάτια στην παράνομη εισαγωγή μεταναστών στη χώρα κι απ’ την άλλη εφαρμόζει τον Νόμο. Καταλαβαίνω ότι έχει γίνει πια παγκόσμιο πρόβλημα όλη αυτή η μετακίνηση ανθρώπων που επιζητούν ένα καλύτερο αύριο ή απλώς το στοιχειώδες: ψωμί στο τραπέζι τους κι ένα μέρος να κοιμούνται.
Παρόλα αυτά, ο σύγχρονος άνθρωπος στερείται τελικά ανθρωπιάς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 09, 2009

Κόκκινο, πηχτό, σαν αίμα...

Ο νέος χρόνος δεν άρχισε καλά. Αλλά μήπως τέλειωσε καλά ο προηγούμενος; Δεν θυμάμαι βέβαια πως είχε αρχίσει, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Έτσι κι αλλιώς, μεγαλώνοντας βλέπω ότι στη ζυγαριά της ιστορίας τα κακά είναι πολύ περισσότερα απ’ τα καλά. Όσο και να προσπαθούμε, φαίνεται ότι είναι λίγο, όσοι και να προσπαθούμε φαίνεται ότι είμαστε λίγοι, οι ευχές μας μικρές, ψεύτικες, ίσως από φωνές αδύναμες και δεν μπορούν να εισακουστούν και να πραγματοποιηθούν.
Ο Δεκέμβρης του 2008 βάφτηκε κόκκινος. Πρώτα απ’ το αίμα ενός έφηβου, ύστερα απ’ το κόκκινο της φωτιάς που άναψε στην πόλη ή απ’ το κόκκινο της οργής που ξεχείλισε και χύθηκε στους δρόμους. Το τελευταίο κόκκινο που μπήκε ήταν οι μπάλες στο χριστουγεννιάτικο δέντρο του Συντάγματος. Αλλά αυτό ήταν βαμμένο κόκκινο, ξέφτισε σύντομα και το παραμύθι τέλειωσε πριν καν αρχίσει.
Κι έπειτα ήρθε και το κόκκινο της Κωνσταντίνας, της γυναίκας που τόλμησε να διεκδικήσει τα δικαιώματα της, αλλά είναι μετανάστρια, καθαρίστρια, φτωχή και άρα πρέπει κι αυτή να καταθέσει το αίμα της στην αδίστακτη τράπεζα. Καλύτερα από μένα για την Κωνσταντίνα, τα γράφει η Krotkaya εδώ κι εδώ.

Κι εκεί που ο Δυτικός πολιτισμένος κόσμος τραγουδούσε αμέριμνος το «πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά», κάποιοι στη Μέση Ανατολή είπαν ότι τι θέλουμε τώρα τις γιορτές και τα πανηγύρια κι άνοιξαν πυρ κι άρχισε να χύνεται πάλι το κόκκινο, έντονο αυτή τη φορά, σαν μαύρο και πηχτό γιατί ήταν- είναι το αίμα των αθώων και των παιδιών και των αμάχων και των ψυχών που χάνονται.

Στις 5 του Γενάρη τρία παιδιά έπεσαν νεκρά στη Λωρίδα της Γάζας.
Άλλοτε γιόρταζα κι εγώ αμέριμνη τον χρόνο που συμπλήρωνα κάθε τέτοια μέρα. Τώρα, ο χρόνος πάγωσε και τα χαμόγελα σταμάτησαν. Μα πώς μπορεί να μην παγώνει ο χρόνος αφού τρία παιδιά δεν θα μπορούν πια να γελάνε;

Οι ευχές που ανταλλάξαμε φέτος στις γιορτές ήχησαν πιο ψεύτικες από ποτέ. Σαν να τις ξεστομίζουμε όλοι από συνήθεια, ευγένεια, ανάγκη ίσως. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο φοβερό. Την ανάγκη που αυτοί που κινούν τημεγάλη σκακιέρα δεν συμμερίζονται και το παιχνίδι τώρα είναι άνισο, χωρίς ενδιαφέρον και χωρίς εναλλαγές στα χρώματα. Κόκκινο παντού, αλλά όχι της χαράς. Αυτό είναι το αίμα που χύνεται μακριά, αλλά και τόσο κοντά μας.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 07, 2009

Στου μπελαμή το ουζερί


Δεν πίστευα ποτέ ότι θα μίλαγα για ταβέρνες και ταβερνιάρηδες στο πρώτο ποστάκι του νέου έτους. Η χθεσινή μέρα όμως, μου επιφύλασσε εκπλήξεις για το πόσο αντιεπαγγελματίες είναι οι Έλληνες στον τομέα της εστίασης.
Ξεκινήσαμε παρέα 4 ατόμων για ψαροφαγία- κατά παράδοση των Θεοφανείων. Θα ερχόταν αργότερα κι ένα φιλικό ζευγάρι με μωρό.
Στον "τόπο του εγκλήματος" είχαμε ξαναπάει τρεις εξ ημών προ μηνός και είχαμε μείνει ικανοποιημένοι απ' το φαγητό.
Ο ένας εκ των ιδιοκτητών μάλιστα γνωρίζεται και με κάποιον απ' την παρέα. Πηγαίναμε ως γνωστοί λοιπόν κι αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Είχαμε κάνει επιπλέον και τηλεφωνική κράτηση για να μην βρεθούμε εξ απροόπτου.

Η έκπληξη μας "χτύπησε" τα ευαίσθητα αυτιά λίγα μέτρα έξω απ' το ουζερί. Ποιό ουζερί δηλαδή, μάλλον σε σκυλάδικο (sic) μεσημεριάτικου τύπου έμοιαζε αυτό που αντικρίσαμε.

Η ζωντανή ορχήστρα έπαιζε σε δυνατά ντεσιμπέλ και η αίθουσα ήταν πνιγμένη στον καπνό και την τηγανίλα. Ήταν επομένως αδύνατον να καθήσει κανείς και να φάει με ησυχία ή να μπορέσει ν' ανταλλάξει και καμιά κουβέντα μεταξύ τύρου και αχλαδίου. Πόσο μάλλον να φέρεις και μωρό μέσα σε τέτοιο περιβάλλον...
Ο μαγαζάτορας προσπάθησε να αντιπροτείνει την στεγασμένη αυλή ως χώρο με λιγότερη φασαρία. Εις μάτην. Κι εκεί ο θόρυβος και η κάπνα ήταν ανυπόφορα. Του εξηγήσαμε ευγενικά ότι περιμέναμε τους φίλους μας μ' ένα μωρό κι επιπλέον- το ίδιο ευγενικά- του είπαμε ότι δεν γνωρίζαμε περί ζωντανής ορχήστρας.

Όπως είπα και στην αρχή ο ένας από μας ήταν γνωστός του μαγαζάτορα. Πήγε λοιπόν μέσα και του είπε ότι η τελική μας απόφαση ήταν να ακυρώσουμε το τραπέζι.
Βγαίνοντας έξω μας ανακοίνωσε ότι δημιουργήθηκε δυσάρεστο κλίμα κι ότι ούτε λίγο, ούτε πολύ, εξαιτίας μας το μαγαζί ακύρωσε άλλες 6 παρέες.

Βρισκόμασταν ακόμα στον δρόμο και συζητάγαμε τι εναλλακτικές είχαμε, ενώ παράλληλα επιχειρήσαμε να ειδοποιήσουμε τους άλλους με το μωρό να μην έρθουν.

Τότε βγήκε απ' το μαγαζί κι ο άλλος συνέταιρος- όπως μάθαμε- ο οποίος σε πολύ άσχημο τόνο μας "κατσάδιασε" που δεν θέλαμε να καθήσουμε και κατέρριψε το επιχείρημα μας με το μωρό δείχνοντας μας παρέα στην οποία όντως ένα μωρό ολίγων μηνών κοιμότανε στο καρότσι, η περήφανη μητέρα του φύσαγε τον καπνό απ' το τσιγάρο της δίπλα του και η ομήγυρη χτύπαγε παλαμάκια τρώγοντας συγχρόνως χταπόδι.

Μακρυγόρησα ίσως, αλλά αυτό που θέλω να πω καταλήγοντας είναι ότι είμαστε εντελώς αντιεπαγγελματίες στον τρόπο με τον οποίο παρέχουμε υπηρεσίες και στην σχέση προσφοράς-ποιότητας.
Γι' αυτό και κάθε φορά που ακούγονται τα "τρομοκρατικά σενάρια" του ότι κινδυνεύει ο τουρισμός μας, δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι. Νομίζω μάλιστα ότι χαίρομαι κιόλας.

Καλή μας χρονιά...