Κυριακή, Μαΐου 31, 2009

Αδιακρισίες...

Το κομμωτήριο είναι ένας απ’ τους πιο κατάλληλους χώρους για διάβασμα περιοδικών. Αν δε, είσαι και νευρικός τύπος και δεν μπορείς να καθίσεις και να το απολαύσεις, τότε διαβάζεις συνέχεια για να σκοτώνεις τον χρόνο. Θα μου πεις μ’ αυτή τη λογική, γιατί δεν πήρες το βιβλίο σου μαζί για να χαλαρώσεις; Σωστό μεν, αλλά να χάσω την ευκαιρία να ξεφυλίσσω όλα τα κουτσομπολιά της εγχώριας και διεθνούς σόουμπιζ;

Έτσι λοιπόν, χτες, κι αφού είχα πια φτάσει σε σημείο κορεσμού, έπεσε το μάτι μου σε μια φωτογραφία της Φάρα Φώσετ με σκουφάκι και τεράστια μαύρα γυαλιά. Πρέπει να καθόταν σε αναπηρικό καρότσι γιατί από κάπου φαινόταν κι ένας ορός.

Η Φάρα Φώσετ παλεύει τα τελευταία χρόνια με τον καρκίνο και μάλλον η κατάσταση της είναι μη αναστρέψιμη. Η φωτογραφία άλλωστε μιλούσε από μόνη της και το θέαμα αυτής της άλλοτε λαμπερής και σέξυ γυναίκας, είναι από μόνο του λυπηρό ∙πολλώ δε μάλλον που πλάι ακριβώς στη φωτογραφία που περιέγραψα μόλις, ήταν μια της Φάρα είκοσι χρόνια πριν και πιο κάτω άλλη μία απ’ την εποχή που έπαιζε στους Άγγελους του Τσάρλυ.

Τη θυμάμαι εκείνα τα χρόνια και λίγο αργότερα. Σήμα κατατεθέν η πλούσια ξανθιά χαίτη της που δεν υπάρχει πια. Νομίζω ότι αυτό που με σόκαρε περισσότερο ήταν ο τρόπος που το περιοδικό εξεβίασε τα συναισθήματα μου. Αν εγώ λυπήθηκα βλέποντας την αρρώστεια και τη φθορά ενός ανθρώπου άγνωστου μου σε προσωπικό επίπεδο, πώς άραγε να αισθάνονται οι δικοί της άνθρωποι, η οικογένεια της ή ακόμα και η ίδια βλέποντας τέτοιες φωτογραφίες και διαβάζοντας ανάλογα δημοσιεύματα;

Γιατί είμαστε τόσο αδηφάγοι και δεν αφήνουμε στον συνάνθρωπο το δικαίωμα να αποχωρήσει χωρίς φλας και περίεργα βλέμματα;

Το ίδιο γίνεται στην Αμερική και με τον Πάτρικ Σουέηζ που δίνει τη δική του μάχη ενάντια στην ίδια αρρώστεια. Γιατί οι κάμερες παίρνουν φωτιά στις επώνυμες αρρώστειες και κηδείες; Αυτό συμβαίνει βέβαια κατά κόρον και στα καθ΄ημάς.

Αν ήθελα να βρω μια δικαιολογία, θα έλεγα ότι η ανθρώπινη ανάγκη μας να ξορκίσουμε τον φόβο γι’ αυτό που αποτελεί άλλωστε κοινή μοίρα, μας κάνει να κοιτάμε ξεδιάντροπα πίσω απ’ την κλειδαρότρυπα σαν να θέλουμε να πούμε χαιρέκακα «να που συμβαίνει και σ’ αυτόν/αυτήν».

Βέβαια, όλα θα έπρεπε να έχουν τα όρια τους, αλλά είπαμε, ο άνθρωπος είναι το χειρότερο δείγμα του ζωικού βασιλείου...

Κυριακή, Μαΐου 17, 2009

Η Νύχτα των Μουσείων στο Ατελιέ Σπύρου Βασιλείου


Γιορτάσαμε τη χθεσινή νύχτα των Μουσείων κάτω απ’ την Ακρόπολη. Επισκεφθήκαμε το Ατελιέ Σπύρου Βασιλείου που στεγάζεται στο σπίτι που έζησε και δημιούργησε ο ζωγράφος, σ’ ένα στενό, σχεδόν απέναντι απ’ το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.


Σ’ αυτό το διώροφο οίκημα που είναι χαρακτηριστικό δέιγμα του αθηναϊκού μοντερνισμού υπάρχει ακόμα έντονη η αίσθηση ότι ο ζωγράφος περιφέρεται ανάμεσα στα έργα του. Παράξενο αν και έχουν περάσει σχεδόν 25 χρόνια απ’ τον θάνατό του...


Στους τοίχους αρκετά απ’ τα έργα του, χαρακτικά, ξυλογραφίες, δείγματα απ’ την εικονογράφηση του ναού του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη (δουλειά για την οποία τιμήθηκε απ’ την Ακαδημία Αθηνών), πορτρέτα της γυναίκας του και των παιδιών του,


μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά πινάκων τέμπερας εμπνευσμένη από κάποιο ταξίδι του στην Κίνα, κολάζ, μακέτες από θεατρικά έργα (ο Βασιλείου είχε κάνει σκηνικά για 140 θεατρικές παραστάσεις), αστικά τοπία, ένα υπέροχο ποδήλατο,


εικονογραφήσεις για παιδικά βιβλία και το Αναγνωστικό της Ε’ Δημοτικού το 1948.


Στη μέση του δωματίου ένα πιάνο


και ολόγυρα έπιπλα, αντικείμενα, το καβαλέτο του με τα χρώματα και παντού να πλανάται η ιδιαίτερη ζεστασιά που βγάζουν τα σπίτια που αγαπήθηκαν και φιλοξένησαν κόσμο, γέλια και χαρές.


Ο Σπύρος Βασιλείου με τη γυναίκα του Κική διοργάνωναν αδιάκοπα κάθε χρόνο την Καθαρή Δευτέρα παραδοσιακά κούλουμα για τους φίλους τους. Και ποιοι δεν πέρασαν από κει! Μια ματιά στις φωτογραφίες στους εσωτερικούς τοίχους της εισόδου, μας γυρνάει πίσω σ’ αυτές τις ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος.


Το Μουσείου Σπύρου Βασιλείου είναι ένα ζωντανό μουσείο. Δεν φοβάσαι να περιηγηθείς τους χώρους του.Δεν διστάζεις ν’ αγγίξεις τα εκθέματα του. Μπαίνεις εκεί και σχεδόν ακούς το καλοκάγαθο γέλιο του καλλιτέχνη. Και η αύρα του σε τυλίγει!

Κυριακή, Μαΐου 10, 2009

Ευγένιος Σπαθάρης: Ένας άγγελος για τον Καραγκιόζη

Ταξείδεψε αργά χτες το βράδυ γι’ αυτό το άνευ επιστροφής ταξείδι. Είχε ξεκινήσει βέβαια μερικές μέρες πριν, όταν εδώ τον κρατούσαν μόνο τα μηχανήματα. Στο εργαστήρι του μια μισοτελειωμένη φιγούρα του αγαπημένου ήρωα. Στ’ αυτιά μας η χαρακτηριστική του φωνή «κυρίες μου, κύριοι και μικρά παιδιά καλησπέρα σας πέρα για πέρα». Στις μνήμες μας ο θαυμαστός κόσμος του θεάτρου σκιών, ο Καραγκιόζης απ’ τις εποχές της ασπρόμαυρης ΕΡΤ.

«Η τέχνη του Σπαθάρη είναι στη βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής και μακάριος όποιος την αντικρίζει με τη σοβαρότητα που της οφείλεται. Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνο η λαγαρή θυμοσοφία του λαού μας μπρος στα ανάποδα τον κόσμου, αλλά σκεπάζεται και η πηγαία δύναμη πόχει μέσα του και με την οποία υπερνικά αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο, ανεβαίνοντας απ'τα σκαλιά της θείας του εξυπνάδας ως με τις κορφές τον ηρωισμού».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Άγγελο Σικελιανό και σκιαγραφούν τέλεια τον αυθεντικό λαϊκό καλλιτέχνη που υπήρξε ο Σπαθάρης.

Ο Ευγένιος Σπαθάρης ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα του Σωτήρη, σπουδαίου και ταλαντούχου καραγκιοζοπαίκτη, μαθητή της παράδοσης του μεγάλου Μίμαρου που το 1890 έκανε τις βασικές μεταρρυθμίσεις στον Καραγκιόζη και τον παρέδωσε έτσι όπως τον ξέρουμε σήμερα.

Ο Σωτήρης Σπαθάρης υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης του είδους που εισήγαγε στον Καραγκιόζη την λεγόμενη διαφημιστική «ρεκλάμα», χαρακτηριστικό είδος λαϊκής ζωγραφικής που κατόπιν υιοθετήθηκε και από άλλους καραγκιοζοπαίκτες. Ο Σωτήρης Σπαθάρης θεωρήθηκε κι ο δημιουργός της «αποθέωσης», του έμψυχου, δηλαδή, θεατρικού επιλόγου των ηρωικών συνήθως έργων, που ερμηνευόταν με κατεβασμένο τον μπερντέ από τον ίδιο τον καραγκιοζοπαίκτη και τους βοηθούς του.

Ο Ευγένιος Σπαθάρης ονειρευόταν να γίνει αρχιτέκτονας. Ωστόσο οι δύσκολες συνθήκες της γερμανικής κατοχής, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα όνειρα του. Η μοίρα φαίνεται είχε άλλα σχέδια για τον Ευγένιο που απ’το 1942 ασχολήθηκε με σοβαρότητα, συνέπεια και ήθος με τον Καραγκιόζη, στοχεύοντας να αναγάγει αυτόν τον λαϊκό ήρωα τόσο σε σημαντικό ελληνικό και παραδοσιακό θέαμα όσο και σε εξαιρετικό είδος τέχνης και τεχνικής Περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα με τον Καραγκιόζη του, αγαπήθηκε από παιδιά και μεγάλους και τιμήθηκε από την Πολιτεία αλλά έζησε να γευτεί και την αγάπη του κόσμου που κατά τη γνώμη μου είναι και η πιο σημαντική για έναν καλλιτέχνη.

Ο Σπαθάρης είχε αξιόλογη παρουσία στο θέατρο, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική. Δεν έχει νόημα ν’ αναφερθώ λεπτομερώς σε όλα τα βήματα της καριέρας του.

Σκοπός αυτού του κειμένου είναι λίγες λέξεις αποχαιρετισμού στον τελευταίο μιας παράδοσης που φαίνεται ότι σβήνει οριστικά.

«Πώς ν’ αρνηθώ τους άψυχους συντρόφους μου; Και τι συντρόφους! Τέτοιους, που ολάκερα σαρανταπέντε χρόνια, ποτέ δεν μ'εψύχραναν, που όταν μ'έβλεπαν να μπαίνω μέσα στην σκηνή τον Καραγκιόζη για να παίξω, όλοι εγελούσαν. Έτσι ένοιωθα όταν τους έβλεπα. Και σάμπως να μου έλεγαν όλοι μαζί: - Εμένα να πρωτοπάρεις απόψε στα χέρια σου, Σπαθάρη. Εγώ θα παίξω καλύτερα! Και μόλις αρχίναγα να παίξω, ξεκινούσε στο πανί τον Καραγκιόζη μια πραγματική ζωντάνια. Αφού δεν βρίσκω με τι λογής λόγια να τους πώ το έχετε γεια,...θα πεθάνω μαζί τους. Ο Καραγκιόζης είναι η ζωή μου! Αν μου αφαιρέσουν αυτή την ανάγκη εγώ σε μια βδομάδα θα πεθάνω. Μόνο έτσι αισθάνομαι τα γέρικα κόκκαλά μου να ζωντανεύουνε και την ψυχή μου να μου μιλάει παιδιάστικα»

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Σωτήρη Σπαθάρη. Θα μπορούσε να τα έχει πει κι ο Ευγένιος.

Χρωστάμε στους παθιασμένους με την τέχνη τους άνθρωπους σαν τον Ευγένιο και τον Σωτήρη Σπαθάρη γιατί μας φτιάχνουν μνήμες κι όνειρα.

«Γεια σας, γεια σας»