Τετάρτη, Απριλίου 22, 2009

Μετά-πασχαλιάτικα και άλλα ατάκτως ερριμμένα!

Αυτό το Πάσχα κατάλαβα ότι μεγάλωσα- αν εξαιρέσεις τη ροζ λαμπάδα βέβαια που μου την έκαναν δώρο όπως είπαμε και άρα δεν φέρω ευθύνη καμία πέραν του ότι την κράτησα!
Θα μου πείτε, "δηλαδή το Πάσχα περίμενες για να καταλάβεις το αυτονόητο;"
"Ε, όχι", θα απαντήσω με ειλικρίνεια, "το ήξερα, αλλά αυτό το μελαγχολικό πια που έχουν οι γιορτές, αυτή η νοσταλγία, οι παιδικές μνήμες που ξυπνάνε, κάνουν το καμπανάκι να χτυπάει πιο έντονα."

Η ημιαργία (απ’ τη σημαία…)που περίμενα για να γυρίσω σπίτι μια ώρα αρχύτερα την Πέμπτη, τα κόκκινα αυγά που κάποτε έβαφε η γιαγιά κι εγώ με τον αδερφό μου λαδώναμε μ’ ένα πανάκι, και που από πέρυσι έγιναν κεραμιδί λόγω του οικολογικού τρόπου βαψίματος – κρεμμυδόφλουδες γαρ- και τα βάφω εγώ.
Τα ψώνια, τα ψώνια, τα ψώνια- τώρα δικαιολογώ απόλυτα τη μαμά που ανέκαθεν έβριζε τα σούπερ μάρκετ…
Τα αυγά που παλιά ήταν κόκκινα και γεμάτα καραμέλες και μετά γινόντουσαν και κρεβάτι κούκλας αν ήθελες, ενώ τώρα είναι σοκολατένια με παιχνίδι μέσα κι όλα τα πιτσιρίκια ανυπομονούν να τα σπάσουν για να πάρουν το παιχνίδι!
Οι καμπάνες να χτυπάνε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, ό, τι θυμάμαι απ’ τα παιδικά μου χρόνια, το τροπάριο της Κασσιανής, τα Ευαγγέλια, ο Επιτάφιος, «ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ»- all time classic- στο χαζόκουτο (ευτυχώς δεν το ανοίξαμε παρά ελάχιστα).

Ναι , ήταν γλυκύ το έαρ φέτος κι ακολούθησα για λίγο τον Επιτάφιο της γειτονιάς. Η δύναμη της συνήθειας, ολίγον από παράδοση, όχι φαναράκι πια. Οι νεραντζιές όμως να μυρίζουν πάντα. Ακόμα και σε μια Αθήνα που είναι όλη μπετόν, μοσχοβολούσε ο τόπος. Κι αυτή η ησυχία! Ο ύπνος χωρίς ξυπνητήρι το πρωί, η πολυτέλεια να διαβάζεις χωρίς άγχος (3 βιβλία κατάφερα, ένα μυθιστόρημα και 2 θεατρικά λευκώματα), τα μοσχοβολιστά τσουρέκια απ’ τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, οι καφέδες στην χαλάρωση μας.

Κάτι κοπέλες με λαμέ, σατέν κι άλλα τραγουδιάρικα υφάσματα μου θύμισαν ότι παλιά ο κόσμος ντυνόταν τα καλά του να πάει στην Ανάσταση. Εγώ μικρή, είχα μαύρα λουστρίνια απ’ του Μούγερ και η πρεμιέρα των λουστρινιών ήταν το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ. Φέτος πήγα με τζην, πειράζει; Αλλά είχα και τη ροζ λαμπάδα και καμάρωνα!!!

Η μαγειρίτσα ήρθε με delivery απ’ τη μαμά. Κλασική αξία. Αφού αυτήν τρώγαμε πάντα και μας άρεσε, γιατί να πειραματιζόμαστε τώρα με δύσκολες συνταγές;

Η Κυριακή του Πάσχα είναι για μένα μέρα αδιάφορη. Εντάξει, τρως του σκασμού και στο τέλος ονειρεύεσαι νηστίσιμες σούπες, σόδες και αρνάκια να βόσκουν αμέριμνα στα λιβάδια κι όχι να γυρίζουν στη σούβλα.

Άντε και του χρόνου!

Δευτέρα, Απριλίου 13, 2009

Η Λαμπάδα μου!



Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που κράτησα λαμπάδα. Ο νονός μου έχει πάψει να μου φέρνει προ πολλού.
Χτες όμως είχα μια έκπληξη κι έτσι το φετεινό Πάσχα θα 'χω κι εγώ τη δική μου κοριτσίστικη ροζ λαμπάδα χάρη στην παιδική μου φίλη!


Καλό Πάσχα σε όλους!

Πέμπτη, Απριλίου 09, 2009

Σάρα


Στον δρόμο που παρκάρω το αυτοκίνητο μου κάθε μέρα για τη δουλειά, είναι μια μικρή γειτονιά με εργατικές πολυκατοικίες. Στην πλειονότητα τους οι άνθρωποι που κατοικούν είναι ξένοι. Προσπαθώ να μαντέψω από πού...μάλλον Σύριοι. Πάντως οι γυναίκες φοράνε μαντήλα στο κεφάλι. Είναι νέες και με όμορφα πρόσωπα. Τις βλέπω τα πρωινά στα κηπάκια τους ή στο σούπερ μάρκετ που είναι στην ίδια περιοχή. Πάντοτε ήσυχες και με 2-3 κουτσούβελα πλάι τους, άλλο στο καρότσι, άλλο στα χέρια.
Μια φορά, μία μου έδωσε τη σειρά της στο σούπερ μάρκετ επειδή εγώ είχα ένα μόνο πράγμα, ενώ εκείνη ολόκληρο καρότσι.
Τα μεγαλύτερα παιδιά πάνε σχολείο. Γυρνάνε συνήθως μόνα κι αν έχουνε μικρό αδερφάκι, το έχουν υπό την προστασία τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω πετύχει δυο αγοράκια με τις τσάντες στον ώμο και τον μεγάλο να πιάνει απ’ το χέρι τον μικρό και να κοιτάνε πριν περάσουν τον δρόμο.
Άλλες πάλι φορές- συνήθως όταν έχει καλό καιρό- βγαίνουν και παίζουν στο πεζοδρόμιο, όπως κάναμε κι εμείς παλιά. Κούκλες, λίγα κουζινικά ή κλώτσημα μιας μικρής πλαστικής μπάλας.

Μια μέρα πριν από μήνες, στο σχόλασμα, πέρασα απ’ το σούπερ μάρκετ κι όταν ψώνισα και κατευθυνόμουν προς το αυτοκίνητο, δίπλα μου περπατούσε κι ένα μικρό κορίτσι γύρω στα 8 που βγήκε απ’ το ίδιο σούπερ μάρκετ και κρατούσε δυο σακούλες με ψώνια. Είχε ύφος μεγάλης- όχι μικρομέγαλης-, έχει σημασία αυτό! Περιμέναμε ν’ ανάψει το φανάρι και με κοίταγε καλά- καλά, εξεταστικά θα έλεγα, όπως κοιτάνε τα παιδιά και καθόλου αυθάδικα. Εγώ πήγα να διασχίσω τον δρόμο σε μια στιγμή που δεν πέρναγε κανένα αυτοκίνητο, αλλά το φανάρι δεν είχε ανάψει ακόμα για τους πεζούς. Η παιδική φωνή της με επέπληξε. «Δεν είναι πράσινο», είπε κι αμέσως κοκκάλωσα και συγχρόνως ντράπηκα κιόλας. Κοιταχτήκαμε. Αυτή, πάντα σοβαρή και με τα μεγάλα μαύρα μάτια της να κοιτάνε εξονυχιστικά. «Τι κακό παράδειγμα δίνω σ’ ένα παιδί», σκέφτηκα αναλογιζόμενη το ατόπημα μου.
Τελικά το φανάρι άναψε και διασχίσαμε με ασφάλεια τον δρόμο. Της έπιασα την κουβέντα. Μου είπε ότι την λένε Σάρα κι ότι πάει στη Β’ Δημοτικού και της αρέσει πολύ. Με ρώτησε και το δικό μου όνομα και με ρώτησε επίσης πού πάω τώρα. Της εξήγησα ότι σχόλασα απ’ τη δουλειά και πάω να πάρω το αυτοκίνητο μου. Όταν φτάσαμε στο κατώφλι του φτωχικού σπιτιού της, μου είπε: «εγώ εδώ μένω», αποχαιρετιστήκαμε κι αυτό ήταν. Σαν δύο ενήλικες που αντάλλαξαν δυο τρεις τυπικές κουβέντες στον δρόμο.

Την έχω ξαναδεί δυο τρεις φορές από τότε, αλλά πάντα από απόσταση και δεν ξέρω αν με έχει προσέξει κι εκείνη κι αν με θυμάται βέβαια που πολύ αμφιβάλλω.

Σήμερα το απόγευμα, η Σάρα βγήκε να πετάξει τα σκουπίδια στον κάδο απέναντι απ’ το σπίτι της και καθώς περνούσα με ρώτησε αν έχω χαρτοπετσέτα. Την κοίταξα και μου έδειξε τα χεράκια της που είχαν λερωθεί μάλλον από χώμα. «Έχω χαρτομάντηλο», της είπα «αλλά στο αυτοκίνητο, έλα να σου δώσω, εδώ είναι». Με κοίταξε για δευτερόλεπτα και δεν είπε τίποτα. Αμέσως θυμήθηκα ότι είχα υγρομάντηλα και της έδωσα, ενώ καθώς έψαχνα την τσάντα μου σκέφτηκα τη γκάφα που είχα κάνει. Πρότεινα – εγώ μια άγνωστη- σ’ ένα μικρό παιδί να έρθει στο αυτοκίνητο. Μα γιατί να έρθει; Σίγουρα θα της έχει πει η μαμά της- όπως μου είχε πει κι εμένα κάποτε- να μην εμπιστεύομαι αγνώστους στον δρόμο!
Η Σάρα σκούπισε τα χεράκια της, μ’ ευχαρίστησε και πήγε σπίτι της.

Αν γράφω σήμερα γι’ αυτήν είναι γιατί στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται μια γενιά παιδιών που έτυχε να ζούνε σε άλλη πατρίδα, χωρίς πολλές ανέσεις, να αντιμετωπίζονται ρατσιστικά από τους αυτόχθονες και συχρόνως να είναι ευγενικά, να έχουν τρόπους, να είναι αυθόρμητα κι αθώα, αλλά συγχρόνως να ξέρουν να κρατάνε τις αποστάσεις.
Η μικρή Σάρα είναι ένα περήφανο μικρό κορίτσι που αν το δεις, το βάζεις αμέσως στην καρδιά σου!