Προειδοποίηση: Δεν πρόκειται για ταξειδιωτικό ποστάκι, με την έννοια ότι δεν το έχω κάνει ακόμα το εν λόγω ταξείδι.
Απ’ την άλλη μεριά όμως, πρόκειται για ταξείδι μέσα απ’ τις σελίδες δύο εξαιρετικών βιβλίων.
Εξηγούμαι:
Πριν από δυο χρόνια, διάβασα την «Ινσταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ. Άρτι νομπελίστας λογοτεχνίας ο Τούρκος συγγραφέας τότε και το βιβλίο που έγραψε για την γενέτειρα του ήταν στα ευπώλητα της εποχής.
Νομίζω είναι δύσκολο να γράψει κανείς για την πόλη που γεννήθηκε, ανδρώθηκε και ζει ακόμα. Μοιραία οι αναμνήσεις κυριαρχούν και μπορεί να υποσκελίσουν τα όποια αντικειμενικά στοιχεία, αν υπάρχει βέβαια αντικειμενικότητα…
Είναι παρόλα αυτά, εξαιρετικά γοητευτικό να διαβάζεις τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος προσεγγίζει συγγραφικά την πόλη του, μια πόλη που δεν είναι απλώς μια οποιαδήποτε πόλη, αλλά για μας, τους «άσπονδους απέναντι» είναι Η ΠΟΛΗ.
Στη δική μας πατρίδα και συνείδηση, υπάρχει πάντα το παλιό μεγαλείο της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας, η Κωνσταντινούπολη κι όχι η τουρκική Ινσταμπούλ, η γκλαμουριά του Βυζαντίου, η Αγιά Σοφιά, μνημείο της Ορθοδοξίας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η κερκόπορτα κι ο θρύλος με τον εξαδάκτυλο που θα τα δώσει όλα πίσω!
Ναι, μην γελάτε καθόλου. Νιώθω ότι εκεί έξω κυκλοφορούν ακόμα πολλοί τρελλοί που νιώθουν ότι η Πόλη θα έπρεπε να είναι ελληνική κι ότι οι παλιοί λογαριασμοί δεν έχουν κλείσει. Υπάρχουν πολλοί που γι’ αυτούς η πολυεθνικότητα του Βυζαντίου δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Την αγνοούν επιδεικτικά. Όλα ήταν ελληνικά, όλα ακόμα κι αυτοί οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παρόλο - που αν δεν κάνω λάθος- στέφονταν Ρωμαίοι αυτοκράτορες!
Απ’ την άλλη μεριά όμως, πρόκειται για ταξείδι μέσα απ’ τις σελίδες δύο εξαιρετικών βιβλίων.
Εξηγούμαι:
Πριν από δυο χρόνια, διάβασα την «Ινσταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ. Άρτι νομπελίστας λογοτεχνίας ο Τούρκος συγγραφέας τότε και το βιβλίο που έγραψε για την γενέτειρα του ήταν στα ευπώλητα της εποχής.
Νομίζω είναι δύσκολο να γράψει κανείς για την πόλη που γεννήθηκε, ανδρώθηκε και ζει ακόμα. Μοιραία οι αναμνήσεις κυριαρχούν και μπορεί να υποσκελίσουν τα όποια αντικειμενικά στοιχεία, αν υπάρχει βέβαια αντικειμενικότητα…
Είναι παρόλα αυτά, εξαιρετικά γοητευτικό να διαβάζεις τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος προσεγγίζει συγγραφικά την πόλη του, μια πόλη που δεν είναι απλώς μια οποιαδήποτε πόλη, αλλά για μας, τους «άσπονδους απέναντι» είναι Η ΠΟΛΗ.
Στη δική μας πατρίδα και συνείδηση, υπάρχει πάντα το παλιό μεγαλείο της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας, η Κωνσταντινούπολη κι όχι η τουρκική Ινσταμπούλ, η γκλαμουριά του Βυζαντίου, η Αγιά Σοφιά, μνημείο της Ορθοδοξίας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η κερκόπορτα κι ο θρύλος με τον εξαδάκτυλο που θα τα δώσει όλα πίσω!
Ναι, μην γελάτε καθόλου. Νιώθω ότι εκεί έξω κυκλοφορούν ακόμα πολλοί τρελλοί που νιώθουν ότι η Πόλη θα έπρεπε να είναι ελληνική κι ότι οι παλιοί λογαριασμοί δεν έχουν κλείσει. Υπάρχουν πολλοί που γι’ αυτούς η πολυεθνικότητα του Βυζαντίου δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Την αγνοούν επιδεικτικά. Όλα ήταν ελληνικά, όλα ακόμα κι αυτοί οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παρόλο - που αν δεν κάνω λάθος- στέφονταν Ρωμαίοι αυτοκράτορες!
«Ινσταμπούλ» -Ορχάν Παμούκ
Σε μια τέτοια λοιπόν πόλη, με βαριά ιστορία, γεννήθηκε ο Παμούκ. Για την πόλη του γράφει. Την πόλη του φωτογραφίζει, αυτήν αναπολεί και νοσταλγεί. Αυτήν ονειρεύεται. Και είναι η πόλη του χωρίς αμφιβολία με την στενή έννοια του όρου, αλλά και στον βαθμό που οι ιστορικές πόλεις με βαριά κληρονομιά είναι τελικά οι πόλεις όλων μας.
Στους δρόμους της Ινσταμπούλ έπαιξε για πρώτη φορά ο μικρός Ορχάν, αυτή υπήρξε η γη των γονιών και των παππούδων του, εκεί γνώρισε τον εαυτό του και πήγε σχολείο, εκεί ερωτεύτηκε και ζει ακόμα.
«Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα, είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι», εξομολογείται ο Ορχάν Παμούκ.
Το βιβλίο του είναι ένα είδος προσωπικού ημερολογίου αλλά προσφέρει και πλούσιες πληροφορίες για τον μελλοντικό ταξειδιώτη. Λέω ταξειδιώτη κι όχι τουρίστα, γιατί ο Παμούκ αναδεικνύει μέσα απ’ το γραπτό του μια πόλη που σε κάνει να θες να την ζήσεις. Συγχρόνως, μιλάει με ιδιαίτερο τρόπο για τη μελαχγολία αυτής της πόλης. Μια μελαγχολία «τυπωμένη» πια στο DNA των κατοίκων της, παλιών και νέων.
Είναι το τέλος ενός πολιτισμού αλλά και η γέννηση ενός καινούργιου.
«Η Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων» - Γιάννης Ξανθούλης
Ο Ξανθούλης, με ρίζες απ’ την Ανδριανούπολη, κουβαλάει την Πόλη στο αίμα του και μιλάει γι’ αυτήν με ιδιαίτερα συναισθηματικό τρόπο. Η ματιά του είναι αυτή του ανθρώπου που επιστρέφει ξανά και ξανά για να περπατήσει στις ίδιες γειτονιές και να γευτεί όχι μόνο αυτά που τον έκαναν να την αγαπήσει αλλά και τα καινούργια στα οποία «ανοίγεται» με πάθος.
«Όπως την ένιωσα περπατώντας επίμονα στα σοκάκια, στις καινούργιες λεωφόρους, στους μπαχτσέδες και στις όχθες του Βοσπόρου. Ψελλίζοντας τα τούρκικα με λάθη που με παρασέρνουν σε περιπέτειες, φανερώνοντας την ασέβεια της ευσεβούς φήμης της, την ανάγκη της σιωπής μέσα στο πολύχρωμο και πολύβουο παρόν της, τη νοσταλγία των αληθινών της φόβων που οργάνωσαν το μεγαλείο της. Πολλές φορές ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη-Πόλη-Ιστανμπούλ. Όμως εκείνη τη φορά, που αφέθηκα στη φιλόξενη αμετροέπεια ενός θεότρελου Τούρκου φίλου, έμαθα κι άλλα. Και για την Πόλη- που υποτίθεται ότι γνώριζα καλά, σαν αυτονομημένος περιπατητής- και για μένα τον ίδιο, φωτισμένο από σκιές που καθορίζουν το μυστήριο της».
Όπως και να την λέμε, Κωνσταντινούπολη ή Πόλη ή Ινσταμπούλ, αυτή η πόλη αποτελεί γοητευτικό προορισμό για τους ήδη μυημένους αλλά και γι’ αυτούς που θέλουν να την δουν από κοντά. Ελπίζω να μπω κάποια στιγμή στη δεύτερη κατηγορία με στόχο βέβαια να πιάσω την πρώτη, αυτή των μυημένων…