Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007

BONNES VACANCES

Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Ψάρια, 7η τέχνη και λογοτεχνία

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε είχε και πολύ φαγητό, αλλά και τροφή πνευματικού περιεχομένου. Εξηγούμαι αρχίζοντας από τα χαμηλά(στομάχι γαρ):
το Σάββατο το βράδυ, ακολουθήσαμε την πρόταση γνωστής μαγείρισσας και γευσιγνώστριας με τακτική παρουσία στον Γαστρονόμο και μας αποκαλύφθησαν εξαιρετικής ποιότητας γευστικές απολαύσεις σε ταβερνείο παλιομοδίτικο με διακόσμηση στο γαλάζιο, δεντράκια γύρω-γύρω, χαλίκι στο έδαφος και απόλυτη ησυχία σε παράδρομο πολυσύχναστου δρόμου δυτικού προαστείου. Η μουσική υπόκρουση ήταν Βοσκόπουλος της δεκαετίας του ’70 μάλλον, αλλά καθόλου δεν μας ενόχλησε αφού τα ντεσιμπέλ δεν ήταν απαγορευτικά για να ακουγόμαστε μεταξύ μας. Το δε φαγητό όπως προείπα, ήταν εξαιρετικό. (Μπαμπάκη, αν θες πληροφορίες στη διάθεση σου)...







Χθες πάλι το μεσημέρι, την τιμητική του είχε έτερο ταβερνείο, κουτούκι για να είμαι πιο ακριβής, με έμφαση στα μαγειρευτά μαμαδίστικα φαγητά. Παρήλασαν από μπροστά μας μουσακάδες, παπουτσάκια, γεμιστά, λαχανοντολμάδες και άλλα ονειρεμένα που σε οδηγούν κατευθείαν σε δίωρη μεσημεριάτικη σιέστα και το βράδυ αντέχεις να πιεις μόνο νερό.
Οι πιο υψηλές(πνευματικές γαρ) ενασχολήσεις του σαββατοκύριακου αφορούν σε δύο ταινίες κι ένα βιβλίο:

Η πρώτη ήταν το «Little Miss Sunshine», ταινία για την οποία είχε ακουστεί μεταξύ άλλων ότι αποτέλεσε την έκπληξη της κινηματογραφικής σεζόν που πέρασε. Συγνώμη δηλαδή, αλλά εγώ απογοητεύτηκα κάπως. Ενώ έχει όλα τα αβανταδόρικα στοιχεία: παππούς εθισμένος στην κόκα, πατέρας εισηγητής σε σεμινάρια αυτοβελτίωσης, θείος γκέι ειδικός στη μελέτη του Προυστ και με πρόσφατη απόπειρα αυτοκτονίας, δεκαπεντάχρονος γιος επηρεασμένος απ’ τον Νίτσε που έχει δώσει όρκο σιωπής και επικοινωνεί μόνο με σημειώματα, μάνα στα πρόθυρα υστερίας να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα… Όλη αυτή η ιδιόμορφη οικογένεια, ταξιδεύει με σαράβαλο φορτηγάκι στο Λος Άντζελες για να παρευρεθεί στα παιδικά καλλιστεία όπου θα συμμετάσχει η οχτάκρονη κόρη. Στο τέλος της ταινίας (ευτυχώς ήταν μόνο μιάμιση ώρα), λες ένα «So what» και «τουλάχιστον ήπια μια μπύρα στη δροσιά του θερινού» κι αυτό ήταν.
Πραγματικά πάντως, πιστεύω ότι η ταινία είχε όλες τις προδιαγραφές να είναι καλύτερη.


Η δεύτερη ταινία ήταν το «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» του σπουδαίου Κεν Λόουτς. Για τον σκηνοθέτη δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Έχει έναν πολύ προσωπικό τρόπο κινηματογραφικής γραφής και η θεματολογία του ακουμπάει σε μεγάλες δραματικές στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας. Μια τέτοια στιγμή καταγράφει κι εδώ, με την Ιρλανδία του 1920 να προσπαθεί να αποτινάξει τον ζυγό των Βρετανικών στρατευμάτων κατοχής και να οδηγείται σε μια αμφιλεγόμενη συνθήκη και σ’ έναν σπαρατικό εμφύλιο ανάμεσα στους Ιρλανδούς που αποδέχτηκαν τη συνθήκη και στους άλλους που θεώρησαν την υπογραφή της σαν πουλημένη ιστορία. Στον κεντρικό άξονα της ταινίας υπάρχει η ιστορία των αδερφών Ο’ Ντόνοβαν, του ατίθασου Τεντ και του πιο συγκρατημένου Ντάμιαν. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σκληρή ταινία απ’ τις πρώτες κιόλας σκηνές της, αλλά αξίζει να τη δει κανείς για να απολαύσει ποιοτικό κινηματογράφο.
Το βιβλίο ήρθε κάπου στο ενδιάμεσο των δύο ταινιών και των φαγητών που περιέγραψα.


Πρόκειται για την«Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», του Δημήτρη Μαμαλούκα, ένα βιβλίο για το οποίο έχετε όλοι διαβάσει αναλυτικά εδώ κι εδώ.
Ήμουν επιφυλακτική στην αρχή, καθώς θεώρησα ότι όλο αυτό το παιχνίδι με κρυμμένα μυστικά και γρίφους κάτι μου θυμίζει, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι ένα πολύ περιεκτικό μυθιστόρημα που απλώς βασίζεται σ' ένα πέτυχημένο concept, πράγμα που είναι πολύ θεμιτό. Άλλωστε, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη ή στη λογοτεχνία. Όλα έχουν ειπωθεί και γραφτεί και το ενδιαφέρον κρίνεται πάντα απ' την επεξεργασία του υλικού και το αποτέλεσμα. Ο Μαμαλούκας αναμφίβολα έχει καλή πένα και ξέρει το μυστικό να κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο. Μου άρεσαν οι παράλληλες ιστορίες, βρήκα ότι έχει κινηματογραφική γραφή και θα μπορούσε άνετα να μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη και θεώρησα άκρως ενδιαφέρον το εύρημα με το επίτηδες παραλειπόμενο κεφάλαιο. (Έχω μόνο μια μικρή ένσταση που αφορά στον κεντρικό ήρωα, αλλά δεν την γράφω γιατί η φίλη μου η envain δεν το έχει ακόμα τελειώσει και δεν θέλω να προδώσω το τέλος).
Πάντως, εγώ πέρασα πολύ ευχάριστα διαβάζοντας το και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

Κακόγουστα και φτηνά

Δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό ρήμα ή η σωστή έκφραση για να περιγράψω πόσο μ’ εκνευρίζουν/απεχθάνομαι/σιχαίνομαι/ θέλω να ουρλιάξω/ αηδιάζω / βαριέμαι με
την ασυνέπεια, την αδιαφορία, την αγραμματοσύνη – είναι δυνατόν να υπάρχει διαφήμιση στο Internet με την προστακτική «εξέφρασε τη γνώμη σου»; Δεν υπάρχει κανείς που να μιλάει στοιχειωδώς τη γλώσσα; Ή να βλέπω το κακός αντί του επιρρήματος κακώς σε κείμενο; Ή το καταπληκτικό όσο αναφορά;
Στην τηλεόραση, γιατί να είμαι καταδικασμένη όταν και αν την ανοίξω να βομβαρδίζομαι ανελέητα με πλάνα από έναν μυκονιάτικο νεοκιτς γάμο; Τι με νοιάζει ή τι μας νοιάζει πόσο έκανε το νυφικό και πόσο η ανθοστόλοστη τσάντα;
Συγνώμη δηλαδή, αλλά στη φράση «δημοκρατία έχουμε κι ο καθένας κάνει ή λέει ή προβάλλει ό, τι του αρέσει», εγώ βλέπω μόνο κακογουστιά, ψευτιά και ασυδοσία.
Το αποκορύφωμα της αηδίας μου ήταν η περίφημη απάντηση του Υπουργού Υγείας για το θέμα της Αμαλίας. Δηλαδή τόσο καιρό του πήρε να συντάξει αυτές τις ψεύτικες γενικολογίες; Και με ποιο δικαίωμα ο καθένας μας αντιμετωπίζει σαν ένα μάτσο ηλίθιους και μας ταϊζει ψευτιές;
Τελικά, μήπως το καλύτερο ρήμα είναι βουλώνω τ’ αυτιά μου και κλείνω τα μάτια μου στις σειρήνες της κακογουστιάς;

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2007

Tourist or traveller?

Σ’ ένα σχολικό βιβλίο αγγλικών υπήρχε ένα άρθρο με τίτλο «Tourist or traveller». Στο κείμενο που ακολουθούσε, ο συγγραφέας όριζε τον τουρίστα σαν τον κλασικό τύπο που βλέπει όλα τα must αξιοθέατα με τη φωτογραφική μηχανή ανά χείρας, ψωνίζει τα απαραίτητα σουβενίρ στα οποία κάπου αναγράφεται η πόλη στην οποία ταξίδεψε και αποτελεί μέλος ενός group.
Ο traveller αντίθετα, είναι ο τύπος που ταξιδεύει μόνος, χωρίς τους περιορισμούς του group δηλαδή, ανακατεύεται με τους ντόπιους, προσπαθεί να ζήσει για λίγο τη ζωή τους, μπλέκεται στην περιπέτεια του ταξιδιού και περπατάει στις άσημες γειτονιές και στα άγνωστα σοκάκια.

Προσπαθώντας να απαντήσω σήμερα στο ερώτημα τι είμαι απ’ τα δύο, τι θα ήθελα να είμαι και τι έχω υπάρξει, θα έλεγα λίγο κι απ’ τα δύο. Η ιδιότητα του traveller βέβαια, είναι λιγότερο ρεαλιστικό σενάριο, κυρίως λόγω συνθηκών. Αν για παράδειγμα έχεις μόνο λίγες μέρες στη διάθεση σου στο Παρίσι, εννοείται ότι θα δεις το Λούβρο ή τον Πύργο του Άιφελ. Θα πάρεις καμιά καρτ ποστάλ και σίγουρα θα ψωνίσεις. Με το πέρασμα του χρόνου όμως και την αύξηση των ταξιδιών, αν έχεις τον traveller μέσα σου, αναγκαστικά θα εκτοπίσεις τον tourist έστω και κάτω από χρονικούς περιορισμούς. Το στάδιο αυτό λέγεται επιλεκτικότητα.

Ανταποκρινόμενη λοιπόν στην πρόσκληση της Krot για τα ταξίδια, θα αναφέρω το Λονδίνο επειδή σε συνδυασμό με τη Σκωτία είναι το πρώτο ταξίδι της ζωής μου σε παιδική ηλικία και με συνθήκες traveller… αλλά και επειδή αργότερα, στην ενήλικη ζωή μου, υπήρξε αγαπημένη απόδραση. Το Λονδίνο είναι κοσμικό και με αέρα παλιάς αυτοκρατορίας, αλαζονικό και μποέμικο συγχρόνως, μοντέρνο και παλιό, μεγαλοπρεπές και αριστοκρατικό.
Ως δεύτερο αγαπημένο προορισμό θα βάλω την Αβινιόν στη Νότιο Γαλλία γιατί ήταν ένα ταξίδι στο οποίο ανέλπιστα προσκλήθηκα πριν από αρκετά χρόνια να παρακολουθήσω το θεατρικό φεστιβάλ και ήμουν για πρώτη φορά άγνωστη μεταξύ αγνώστων, σε μια ευτυχή συνύπαρξη με δεκάδες παιδιά από διαφορετικές εθνότητες. Πραγματικά αξέχαστη εμπειρία!
Παραμένοντας γεωγραφικά στη Γαλλία, κάνω ιδιαίτερη μνεία στην πανέμορφη ριβιέρα με την προσδοκία να ξαναπάω εκεί σύντομα, να απολαύσω ξανά μια βόλτα στην Promenade des Anglais και να φάω οστρακοειδή στην κεντρική πλατεία με τα ρομαντικά μπιστρό.
Το Παρίσι το έχω επισκεφθεί 5 φορές. Χρειάζεται να αναφερθώ περαιτέρω;
Παραλείποντας άλλες πόλεις λόγω οικονομίας χώρου, αφήνω για το κλείσιμο την άλλοτε Γαληνοτάτη, την παραμυθένια Βενετία με την ευχή να την ξαναδώ να με μαγεύει καθώς θα μου αποκαλύπτει τα παλάτια της μέσα απ’ τα πολλά νερά της. Το ταξίδι στη Βενετία με άφησε με μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, γιατί άρχισε με μικροαναποδιές και έληξε κάπως πρόωρα. Ωστόσο, οι εντυπώσεις που διατηρώ είναι οι καλύτερες και γι’ αυτό θέλω οπωσδήποτε να ξαναπάω.

Όσον αφορά στους εγχώριους προορισμούς, θα ξεχωρίσω τη Σύρο γιατί είναι το μόνο νησί στο οποίο έχω πάει πολλές φορές, νιώθω άνετα εκεί, σαν στο σπίτι μου και θα ήθελα να είναι το σπίτι μου.

Καλώ λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου τη bebelac, το goudaki, το skarthali, τη μητέρα αυτών(σσ goudakiou τε και skarthaliou), την envain και τη vanila!