Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Ταξιδιωτικά

Πριν από μια βδομάδα έκανα ένα ταξίδι στη Βουδαπέστη. Σκεφτόμουνα αρχικά να γράψω εδώ τις εντυπώσεις μου, αλλά μετά βαρέθηκα γιατί σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ τυποποιημένες, κάτι σαν ταξιδιωτικός οδηγός. Και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί είναι ύπουλα βιβλία. Ευχάριστα απ’ τη μια, γιατί σε κάνουν να ονειρεύεσαι το μέρος που θα πας και δυσάρεστα απ’ την άλλη, όταν μένεις απλώς στο όνειρο. Επιπλέον, το πώς καταγράφονται τα ταξίδια στη μνήμη μας είναι καθαρά προσωπική υπόθεση κι έχει να κάνει μ’ ένα σωρό παράπλευρα πράγματα. Έτσι μπήκα στη διαδικασία να θυμηθώ το πρώτο ταξίδι της ζωής μου το οποίο έχει καταγραφεί ως εξής στη μνήμη μου:

Τον Αύγουστο του 1978 έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Πήγα με τη γιαγιά μου στη Σκωτία να δούμε τον θείο μου που έπαιρνε εκεί την ειδικότητα του ως γιατρός.
Η πτήση πραγματοποιήθηκε με την Ολυμπιακής που τότε ακόμα δεν ήταν ξεπεσμένη. Εγώ ως παιδάκι, είχα και τα τυχερά μου. Με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροσκάφος, απέκτησα κι ένα κουκλάκι. Πιο πολύ όμως, με εντυπωσίαζαν τα περιοδικά που υπήρχαν μπροστά απ’ τις θέσεις. Τα μάζεψα όλα, ακόμα και της αγγλίδας που καθόταν δίπλα μας, συμπεριλαμβανομένων και των σακκουλακίων για τον εμετό που δεν ήξερα βέβαια σε τι χρησίμευαν, αλλά κάπου θα τα χρησιμοποιούσα για τις κούκλες μου.
Το μόνο ενδιαφέρον που μου συνέβη κατά τη διάρκεια της πτήσης κι αφού τη γιαγιά την πήρε ο ύπνος μετά το φαγητό, ήταν να εξασκήσω τα πενιχρά αγγλικά μου στην παρακείμενη αγγλίδα. «Good morning», φέρομαι να της είπα και στη συνέχεια δια της νοηματικής ο μέγας σκοπός επετεύχθη. Μου έβαψε τα χείλη με κραγιόν κι έτσι προσγειώθηκα στο Χίθροου σωστή κυρία. Μόνο που είχε πλάκα γιατί ο θείος μου που μας περίμενε, βλέποντας με έσκασε στα γέλια λέγοντας: «πρώτη φορά βλέπω παιδί που του λείπουν τα 2 μπροστινά δόντια να φοράει κατακόκκινο κραγιόν». Στη συνέχεια φορτώθηκε σαν γαϊδούρι τις αποσκευές μας και ανεβήκαμε τις κυλιόμενες σκάλες τις οποίες όμως ο ίδιος εξαναγκάστηκε να κατέβει και ν’ ανέβει άλλη μια φορά μαζί με τις βαλίτσες γιατί εμένα μου είχαν σκορπιστεί όλα τα λάφυρα απ’ το αεροπλάνο και γκρίνιαζα επίμονα να μου τα μαζέψει.
Ο θείος έμενε σε ένα τεράστιο αλλά άθλιο διαμέρισμα στη Γλασκόβη το οποίο στεγαζόταν σ’ ένα επίσης άθλιο κτίριο μαύρου χρώματος απομεινάρι απ’ το Β’ παγκόσμιο για πρόχειρη στέγαση φοιτητών, μεταναστών κλπ.
Εμένα όμως μου άρεσε πολύ γιατί ήταν μεγάλο κι έτσι τα πρωινά που εκείνος έλειπε στο νοσοκομείο και η γιαγιά έκανε γενική καθαριότητα, επιδιδόμουν στην αγαπημένη μου ασχολία. Έψαχνα όλα τα ντουλάπια. Εκστατική ανακάλυψα κάτι κονσέρβες κόκκινων φασολιών που ήθελα υποχρεωτικά να δοκιμάσω βρίσκοντας ξαφνικά το σπιτικό φαγητό μπανάλ για τα γούστα μου. Στο ψυγείο, ενθουσιάστηκα ανακαλύπτοντας γάλα σε χάρτινη συσκευασία και χυμό πορτοκάλι, είδη εξωτικά ακόμα για μας που ζούσαμε στην Ελλάδα. Επίσης, ανακάλυψα τον κατεψυγμένο αρακά και αποφάσισα ότι δεν θα ξανάτρωγα ποτέ πατάτες με το κρέας ή μακαρόνια, αλλά μόνο αρακά, όπως οι άγγλοι.
Οι ελάχιστες λέξεις που ήξερα στα αγγλικά και μάλιστα ως τυποποιημένες φράσεις και με παντελή άγνοια συντακτικού ή γραμματικής, μου φάνηκαν χρήσιμες όταν κλήθηκα να παίξω τον ρόλο της τηλεφωνήτριας. Υπήρχε ένα τηλέφωνο μαύρο, μεγάλο στον τοίχο του διαδρόμου έξω απ’ την είσοδο του διαμερίσματος, κοινό για όλους τους ορόφους. Όταν χτυπούσε, εγώ απαντούσα κι ανάλογα με τον αριθμό που μου έλεγαν (απ’ το 1 ως το 9) χτυπούσα τις αντίστοιχες φορές ένα κουδουνάκι κι έτσι ειδοποιούταν ο ένοικος του διαμερίσματος που τον καλούσαν. Είχα ενθουσιαστεί που επιτελούσα αυτό το μέγιστο κοινωνικό έργο και απαίτησα να μάθω κι άλλες αγγλικές φρασούλες για να διανθίζω τη συνομιλία μου με τους άγνωστους που τηλεφωνούσαν. Έτσι λοιπόν, συχνά έλεγα «hello, how are you. My name is….».
Είχα τοποθετήσει κι ένα σκαμνάκι δίπλα απ’ το τηλέφωνο για να το φτάνω κι έτσι όλα τα πρωινά ήμουν κάτι σαν ο θυρωρός της πολυκατοικίας. Βέβαια, ως γνήσιος θυρωρός είχα γίνει και πολύ περίεργη κι ενοχλητική γιατί δεν εξαφανιζόμουνα μόλις ερχόταν ο εκάστοτε αποδέκτης του τηλεφωνήματος, αλλά στεκόμουν εκεί και τους πείραζα. Ανεβασμένη στο σκαμνάκι, τράβαγα τα μαλλιά απ’ τις κοπέλες ή τους έκανα διάφορες γκριμάτσες. Μια δυο, αφού είχα ξεπεράσει τα όρια αντοχής τους, μια απ’ αυτές με πήγε σέρνοντας με απ’ το αυτί στη γιαγιά και της παραπονέθηκε. Η γιαγιά δεν μιλούσε γρι αγγλικό, αλλά χαζή δεν ήταν και κατάλαβε ότι ενοχλώ τον κόσμο. «Μας συγχωρείτε, δεν θα το ξανακάνει», απάντησε στην έξαλλη αγγλίδα σε άπταιστα ελληνικά και με κατσάδιασε μετά με την ησυχία της. Βέβαια, εγώ το σπορ το συνέχισα…
Κάποια πρωινά μου άρεσε να κατεβαίνω στον κήπο και να μαζεύω κάτι άγουρα φρούτα απ’ τα δέντρα. Επέμενα μάλιστα να μαζεύω όσο πιο πολλά γινόταν για να τα πάω δώρο στη μαμά μου στην Αθήνα.
Στο φούρνο που πηγαίναμε για ψωμί, η γιαγιά το ζητούσε με νοήματα, δείχνοντας με το δάχτυλο ποια φραντζόλα θέλει κι εγώ επέμενα να μιλάω αγγλικά ζητώντας το γιατί είχα ήδη μάθει τη φράση «bread please» και την έλεγα με περηφάνια. Η πωλήτρια πάντως με κοίταγε σαν να ήμουνα ένας μικρός εξωγήινος. Στην επιστροφή, θυμάμαι πάντα τη γιαγιά να έχει το νου της να δει πως θα γυρίσουμε. «Έχω βάλει σημάδια», έλεγε κι εγώ νόμιζα πως ήμασταν κοντορεβυθούληδες κι έψαχναν κάτω στο έδαφος για τα σημάδια. Επίσης, αναρωτιόμουνα αν τα σκυλιά της Αγγλίας καταλαβαίνουν ελληνικά κι αν θα με ακούνε όταν τα φωνάζω.
Δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα σχολείο, κάτι σαν κολέγιο με θερινά τμήματα υποθέτω τώρα που το ξαναφέρνω στη μνήμη μου. Τα παιδάκια κάνανε διάλειμμα την ώρα που περνάγαμε και μ’ εντυπωσίαζαν επειδή φοράγανε τη στολή τους. Η γιαγιά πλησίαζε τα κάγκελα και τα χαιρετούσε είς άπταιστον ελληνικήν: «Γεια σας παιδάκια, τι κάνετε»; Αυτά γελάγανε κι εγώ τραβιόμουνα μακριά από αμηχανία φωνάζοντας στη γιαγιά «Αφού δεν σε καταλαβαίνουνε γιατί τους μιλάς»; Και η αποστομωτική απάντηση «πάντα καταλαβαίνουνε τα παιδάκια τις γιαγιάδες».
Από’ κεινο το πρώτο ταξίδι, θυμάμαι ακόμα τον ζωολογικό κήπο, την καμηλοπάρδαλη που ήταν ελεύθερη και διστακτικά την χάιδεψα, κάτι μαϊμουδάκια που φάγανε όλα μου τα μπισκότα με γέμιση φράουλα, την παιδική χαρά κοντά στο σπίτι και ότι νύχτωνε πολύ αργά το βράδυ. Στις 10 ήταν ακόμα μέρα. Αυτό θυμάμαι τους άλλους να το λένε.
Μια φορά πήγαμε μια επίσκεψη στο σπίτι κάποιων φίλων γιατρών και μου άρεσαν τόσο τα φιστίκια που τα καταβρόχθισα όλα. Η γιαγιά μου έκανε νοήματα όλο το βράδυ και μετά με επέπληξε. «Θα νομίζει ο κόσμος ότι δεν έχεις να φας», είπε. Εγώ όμως δεν μετάνιωσα καθόλου. Τόσο μου είχαν αρέσει εκείνα τα φιστίκια.
Και τέλος, θυμάμαι τον Chris, τη μεγάλη μου ενοχή. Ήταν τότε 2,5 χρονών. Ο πατέρας του, ο Απόστολος σπούδαζε ναυπηγός και η μητέρα του δούλευε νυχτερινή νοσοκόμα. Η γιαγιά τους είχε συμπαθήσει. Τα βράδια τους καλούσε συχνά για φαγητό και ακούω ακόμα τη φωνή του Απόστολου να λέει «Τα πιο ωραία κεφτεδάκια που έχω φάει κυρία Αννίκα». Τα πρωινά είχε προθυμοποιηθεί να κρατάει τον μικρό για να κοιμάται η μητέρα του. Έτσι, ο Chris ερχόταν σε μας, πράγμα που με είχε δυσαρεστήσει ιδιαιτέρως. Ζήλευα που δεν ήμουνα η αποκλειστικότητα της γιαγιάς κι όλο τον χτυπούσα. Μια φορά τον έσπρωξα με δύναμη κι έπεσε πίσω χτυπώντας δυνατά το κεφάλι του. Είχε σπαράξει στο κλάμα κι εγώ έφαγα μετά απ' τη γιαγιά ένα περιποιημένο βρωμόξυλο. Η μητέρα του δεν με μάλωσε ποτέ. Αντίθετα, με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι και πολύ γλυκά προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι κανείς δεν θα μου κλέψει την αγάπη της γιαγιάς
Ντρέπομαι πολύ όταν σκέφτομαι τι του είχα κάνει. Του ζητάω από δω συγνώμη. Από μέσα μου το έχω κάνει πολλές φορές.
Στη Σκωτία ήταν προγραμματισμένο να μείνουμε ένα μήνα, όλο τον Αύγουστο δηλαδή. Κάποια στιγμή όμως, εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι και να ζητάω τη μαμά μου. Νομίζω ότι η επιστροφή επισπεύσθηκε λιγάκι. Μάλιστα μείναμε και δυο μέρες στο Λονδίνο και είδα και το μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα που πολύ μ’ εντυπωσίασε.
Στην Ελλάδα επέστρεψα με διάφορα λάφυρα μεταξύ των οποίων μια κούκλα που της ζουλούσα το πόδι κι έδινε φιλί. Τη βάφτισα Λουΐζα και την έχω ακόμη.

19 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πήγες στη Βουδαπέστη...
...και έγραψες ένα (φανταστικό) κείμενο για την Γλασκώβη;

Σου παίρνει καιρό να τακτοποιήσεις τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις σου, ε;

Μην μας γράψεις για το Νότιο Πόλο όταν πας στο Τιμπουκτού!

:^p

(φιλιά στη Λουίζα)

Кроткая είπε...

πολύ όμορφο ταξειδιάρικο κείμενο, αν και διέκρινα μια υπόγεια μελαγχολία;
Η φάση με το τηλέφωνο, καταπληκτική, πέθανα στο γέλιο!
και η φράση της γιαγιάς, "όλα τα παιδάκια καταλαβαίνουν τις γιαγιάδες!", τι όμορφη!

Να μας πεις και για τη Βουδαπέστη όμως. Θα πάω το Νοέμβριο και θέλω οδηγίες!

markos-the-gnostic είπε...

χμ... μια γλασκώβη αντί βουδαπέστης και ένα 1978 αντί 2006 - ήταν καλύτερα τότε ή σήμερα; είναι πάντα το χθες καλύτερο απ το εκάστοτε σήμερα;

114ΛΕΞΕΙΣ είπε...

Τι όμορφο για πρώτο ταξίδι.
Θα μπορούσε να γίνει σενάριο μιας πολύ τρυφερής ταινίας.

Αλεπού είπε...

@mpampakis
Σιορ Μπαμπάκη (δεν ξέρω γιατί μου βγήκε ζακυνθινή η προσφώνηση)
ήθελα να το γράψω από καιρό το κείμενο για την Γλασκώβη και συνέπεσε με το τωρινό ταξίδι. Συνήθως δεν μου παίρνει τόσον καιρό να τακτοποιήσω τις εντυπώσεις μου.
Διευκρίνση: Το κείμενο δεν το έβγαλα απ' τη φαντασία μου. Εκτός κι αν το φανταστικό μπήκε με την άλλη έννοια
@krotkaya
Υπόγεια μελαγχολία; Χμ! Ίσως, γιατί ό, τι συνδέεται με το παρελθόν εξιδανικεύεται στα μάτια μας και το αναπολούμε νοσταλγικά. Πάντως και για το παρόν, καλή διάθεση έχω!
@markos-the-gnostic
Δεν υπάρχει σύγκριση. Απ' το τότε, έχουν καταγραφεί στη μνήμη μου γεγονότα με κεντρικό άξονα εμένα, όπως είναι φυσικό για ένα παιδί. Στα ενήλικα ταξίδια, παίζουν ρόλο ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως πχ τα διαβάσματα σου, η ιστορική συνέχεια, η παρέα βεβαίως (το πρώτιστο)κλπ.

An-Lu είπε...

Καλά...τώρα να κλάψω ή να γελάσω;;;;
Κάποτε πρέπει να γράψω κι εγώ για το "πρώτο ταξίδι" στην Αγγλία, μόλις 1 χρόνο πριν το δικό σου...
Κάποτε!!!!!


ΥΓ Φιλιά στη Λουϊζα (αγαπημένο όνομα!)

Αλεπού είπε...

@padrazo
Γράφαμε μαζί και δεν σε συμπεριέλαβα στις απαντήσεις.
Ευχαριστώ!

Ανώνυμος είπε...

Εχμ...φυσικά το φανταστικό μπήκε με την άλλη έννοια. Sorry για την παρανόηση. Προσπαθούσα να πω ότι μου άρεσε πολύ. Ιδιαιτερα η ανεμελιά της γιαγιάς στη χρήση της γλώσσας. :^)

Αλεπού είπε...

@an-lu
Μυρίζομαι συμπτώσεις ε;
Υ.Γ: Η Λουϊζα σ' ευχαριστεί και ανταποδίδει
@mpampakis
Δεν παρεξηγήθηκα βρε. Υποψιάστηκα ότι μάλλον σου άρεσε. :-)

bebelac είπε...

Πολλά απ' αυτά μου τα είχες πει προφορικά φιλεναδίτσα.
Σου εύχομαι πολλά-πολλά ταξίδια ακόμη. (τα καλύτερα δεν έχουν έρθει).

Χρήστος Φασούλας είπε...

Εξαιρετικό το κείμενο, το απόλαυσα. Όπως, στοιχηματίζω, θα είναι και το κείμενό σου για τη Βουδαπέστη. Το οποίο, να υποθέσω, θα το γράψεις, το... 2034, έτσι;
:))

alzap είπε...

Τί κρίμα που ένα τόσο όμορφο και αληθινό κείμενο να καταστρέφεται απο αυτή την φοβερή ανακρίβεια.
Οτι δηλαδή το 1978 ήσουν πολύ μικρό παιδάκι.
Διόρθωσέ το σε παρακαλώ. (προς τα πάνω φυσικά)
:-)
Φιλιά

allmylife είπε...

Να μπορούσαμε ακόμη, Αλεπού , να "δείχναμε" έτσι τη ζήλεια μας...
Ούτε αναλύσεις, ούτε δικαιολογίες και επεξηγήσεις...
Πόσο θα προτιμούσα μια "αληθινή" ετερόπλευρη σπρωξιά...
Μην του ζητάς άλλο συγγνώμη - και εκείνος θα το ξέρει τώρα!

Αλεπού είπε...

@bebelac
Ευχαριστώ φιλενάδα!
@lizard king
Εκτός απ' το πανέμορφη θεία, όλα τα άλλα τα αρνούμαι. Ούτε τα' χω χαμένα, ούτε τέλειωνα το Λύκειο το 1978
@χρήστος Φασούλας
σωστά υπολόγισες φίλε. Το 2034! Και σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια
@alzap
Διορθώνω αμέσως: το 1978 ήμουν ένα μικρό αλεπουδάκι...
@allmylife
Καλως μας ήρθες και :-)

Χαρτοπόντικας είπε...

Τελικά ότι γράφεις για τα παιδικά τα σου έχει μια αστραφτερή γοητεία!

NinaC είπε...

Εξαιρετικό!! Και, ω τι θαύμα: ήσουν ένα γλυκύτατο παιδάκι, σχεδόν τόσο όσο εγώ!!!

Μουτς!

Σταυρούλα είπε...

Ένα γλυκό ζουζούνι ήσουνα τότε απ΄ όσα γράφεις! ;) Η δε γιαγιά πρέπει να ΄ναι καταπληκτική! :)

Αλεπού είπε...

@χαρτοπόντικας
είναι που την παιδική μου ηλικία την θυμάμαι με χαρούμενα χρώματα!
@composition doll
ε, αν δεν ταιριάζαμε...
@renata
Η γιαγιά είναι όντως καταπληκτική!

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

Με ταξίδεψες κι αγριεύτηκα γιατί έχω πήξει κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους…