Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2012

Σε μια στιγμή, προς μια αιωνιότητα

Γνώρισα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο το φθινόπωρο του 2005 στο σπίτι του στο Παλαιό Ψυχικό για επαγγελματικούς λόγους. Περάσαμε μαζί σχεδόν μια ώρα, εκείνος, η γυναίκα του κι εγώ. Θυμάμαι πως δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Δεν θα τον χαρακτήριζα αντικοινωνικό απλώς απομονωμένο σ' ένα δικό του περιβάλλον. Έλεγε τα απολύτως απαραίτητα. Φαινόταν απόλυτα συγκροτημένος, εξαιρετικά παρατηρητικός σε ό, τι τον ενδιέφερε, ευγενικός σε λογικά πλαίσια- ούτε διαχυτικός, ούτε αγενής- κι απόλυτα συμφιλιωμένος με ό, τι ανέδυε η προσωπικότητα του. Δεν προσπαθούσε τίποτα. Ούτε να γίνει αρεστός, ούτε κάτι άλλο. Είχε κερδίσει το στοίχημα να είναι ο εαυτός του όπως του άρεσε κι όλο αυτό υπάρχει ακόμα σαν ανάμνηση μέσα μου. Δεν τον διακατείχε το άγχος ν' αρέσει. Είχε κατακτήσει - δεν ξέρω με πόσο κόπο- την ηρεμία.

Δεν μ΄αρέσουν καθόλου τα εγκωμιαστικά σχόλια τα οποία ως λαός μ' εκρηκτικό ταμπεραμέντο έχουμε ως ψωμοτύρι. Ιδιαιτέρως δε, τα απεχθάνομαι κατόπιν εορτής. Κάθε φορά που φεύγει κάποιος γεμίζουν τα μέσα με δηλώσεις συμπάθειας για το μεγαλείο του εκλιπόντος. Τα μισά απ' αυτά δεν είναι αλήθεια και στα υπόλοιπα υπάρχει δόση υπερβολής. Σπανίως, μένει κι ένα μικρό ποσοστό που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ο δημιουργός είναι καταδικασμένος ν' ακολουθείται πάντα απ' το έργο του και να στιγματίζεται ακόμα κι ως προς την προσωπικότητα του μέσα απ' την επαγγελματική του ιδιότητα. Παράλληλα, έχοντας το πλεονέκτημα να μένει ζωντανός μέσα απ' το δημιούργημα του, τίθεται διαρκώς στην κρίση του κοινού και της συντεχνίας του. Στην περίπτωση του Αγγελόπουλου μάλιστα, αυτό παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις αφού μιλάμε για έργο γνωστό στους σινεφίλ ανά τον κόσμο.

Ανεξάρτητα δε από το να μας αρέσει ή όχι το στυλ των ταινιών του, πρέπει κανείς ν' αναγνωρίσει ότι ο εκλιπών ήταν ένας παθιασμένος άνθρωπος με την τέχνη του, ήξερε από νωρίς τι ήθελε να κάνει και το ακολούθησε μεθοδικά και με συνέπεια, δεν παρεξέκλινε του στόχου του, δεν "πούλησε" το προσωπικό του στυλ, δεν έκανε τη χάρη σε κανέναν να γίνει πιο προσιτός ή αρεστός και μέσα απ' όλα αυτά, πέρασε τα σύνορα της μικρής του χώρας.

Τον κατηγορούσαν ότι ταλαιπωρούσε ηθοποιούς και συνεργείο σε δύσκολες και πολύωρες συνθήκες γυρισμάτων. Νομίζω ότι την ίδια ταλαιπωρία όμως υφίστατο κι ο ίδιος. Αν και προχωρημένης ηλικίας, εξακολουθούσε να κάνει γυρίσματα με τον ίδιο τρόπο και να βασανίζεται εσωτερικά ξεχνώντας ακόμα και μερικά πρακτικά πράγματα. Αυτή η ενδοσκόπηση, η απορρόφηση στον κόσμο της τέχνης και της κινηματογραφικής του αφήγησης, τον έκανε προχθές το βράδυ ν' αψηφήσει το φωσφορίζον γιλέκο, τη βροχή και την κυκλοφορία της λεωφόρου και να βαδίσει μακριά για να επικοινωνήσει με το πλάνο του.

Ο με "κινηματογραφικό τρόπο" φυσικός του θάνατος πάνω στο γύρισμα μας έκανε να υποδεχτούμε την είδηση πάνω απ' όλα με δέος. Όπως κάποιοι ηθοποιοί παθιασμένοι με την τέχνη τους, δηλώνουν ότι θέλουν ν' αφήσουν την τελευταία τους πνοή πάνω στη σκηνή, ο Αγγελόπουλος δανείστηκε μόνο την αφορμή μιας κινηματογραφικής στιγμής για να περάσει στην αιωνιότητα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2012

Η Κωνσταντινούπολη της καρδιάς

Τώρα έχω εικόνα. Πως είναι όταν ακούς συνέχεια για κάτι αλλά δεν το' χεις δει ποτέ; Ε, έτσι συνέβη και με την Πόλη. Εγγεγραμμένη στο συλλογικό μας dna από πάντα, μέρος της διδακτέας ύλης στο σχολείο, σημείο αναφοράς μαζί με τις χαμένες πατρίδες, προσφυγιά, ανταλλαγή πληθυσμών, έθνη, κράτη, δυο αυτοκρατορίες, όλα αυτά κι άλλα πολλά ακόμη είναι η Κωνσταντινούπολη.

Μου λες Αγιά Σοφιά και την βλέπω μπροστά μου. Τεράστια, επιβλητική, αρχοντική, σου προκαλεί δέος με τον όγκο της, θαυμάζεις την αρχιτεκτονική σύλληψη, φαντάζεσαι τον Ιουστινιανό να μπαίνει μέσα θριαμβευτικά ξεστομίζοντας το "νενίκηκα σέ Σολομών", γυρνάς τον χρόνο πίσω σε λειτουργίες και στέψεις αυτοκρατόρων, προσπαθείς να φανταστείς το ατέλειωτο χρυσάφι μπροστά στα λιγοστά εναπομείναντα ψηφιδωτά. Μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, η Αγιά Σοφιά που μάθαμε ν' αγαπάμε ως αποκλειστικά δική μας, είναι τώρα στην πατρίδα των "άλλων", φέρει ίχνη λεηλασιών και ξένα σύμβολα, αλλά όπως όλα τα μεγάλα μνημεία, στέκει ατρόμητη κι αρχόντισσα κόντρα στον χρόνο που περνά και σε μαγεύει απ' όπου και να την κοιτάξεις.

Απέναντι της, σε απόσταση αναπνοής το Μπλε τζαμί και στη μέση ο ιππόδρομος των Βυζαντινών χρόνων. Σήμερα είναι πεζόδρομος με κάποια μαγαζάκια κοντά στα ιστορικά μνημεία και με τους οβελίσκους του Θεοδοσίου, του Κων/νου του Πορφυρογέννητου αλλά και τη στήλη των Όφεων. Παντού μικροπωλητές με τουριστικούς οδηγούς και το γεια σου τι κάνεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

Το Μπλε τζαμί στο οποίο πρέπει να βιαστούμε να μπούμε πριν αρχίσει η προσευχή τους, είναι έργο του διάσημου Τούρκου αρχιτέκτονα Σινάν και φτιάχτηκε κατ' εντολήν του Σουλτάνου Αχμέτ στη συγκεκριμένη θέση για να δεσπόζει καθώς προσέγγιζαν τα πλοία. Ήταν δε το μόνο με 6 μιναρέδες εκείνη την εποχή στην Τουρκία και θεωρείται ένα απ' τα αριστουργήματα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Το όνομά του το οφείλει στο μπλε χρώμα που κυριαρχεί στο εσωτερικό του.



Μου λες Τοπκαπί, θυμάμαι την Υψηλή Πύλη απ' την ιστορία Δέσμης, αλλά και την ομώνυμη ταινία του Ντασέν με τη Μελίνα. Μπαίνουμε στο τεράστιο παλιό παλάτι, απλωμένο σ' ένα μαγευτικό οικόπεδο που βλέπει Προποντίδα, Βόσπορο και Κεράτιο. Οι κήποι μεγάλοι, τα κτίρια παντού διάσπαρτα ανάμεσα. Τα μαγειρεία, τα διαμερίσματα του χαρεμιού, η αίθουσα του θρόνου, η αίθουσα με τα όπλα, τα κοσμήματα. Διαμάντια μυθικών καρατίων μπροστά στα μάτια μας, σμαράγδια, ρουμπίνια, αντικείμενα ισλαμικής τέχνης, εκατοντάδες κόσμος να στριμώχνεται για να δει. Το Τοπκαπί είναι μεσαιωνικού τύπου παλάτι, χωρίς πολλά έπιπλα κατά τα Οθωμανικά ήθη. Φαντάσου ότι όταν λέμε αίθουσα του θρόνου εννοούμε ένα τεράστιο κρεββάτι κι όχι θρόνο παραδοσιακού τύπου...



Μου λες γέφυρα του Γαλατά και την περπατάω ή την περνάω με το τραμ. Είναι το πέρασμα στις γειτονιές που άλλοτε ζούσαν οι Χριστιανοί.
Οι ψαράδες της γέφυρας δεν σταματούν ποτέ. Τα ψαρομάγαζα από κάτω είναι συνεχώς γεμάτα κόσμο. Υπαίθριοι πωλητές φτιάχνουν σάντουιτς με ψάρι ή μύδια με ρύζι.
Ανεβαίνουμε προς τον Πύργο του Γαλατά. Η θέα σου κόβει την ανάσα- ιδιαίτερα αν έχεις και λίγη υψοφοβία... Ο πρώτος τούρκικος καφές- ο δικός μας καλούμενος ελληνικός - είναι απολαυστικός και συνοδεύεται κι από μπισκοτάκι με το σχήμα του πύργου.
Πιο πέρα το Πέραν. Το μυθικό ξενοδοχείο Peran Palace που φιλοξένησε την Αγκάθα Κρίστι, τα ωραία μπιστρό, η ατέλειωτη Ιστικλάλ με τα μαγαζιά παντός είδους, παραδοσιακά και διεθνή να συνυπάρχουν αρμονικά. Ωραία βιβλιοπωλεία, μοδάτα εστιατόρια αλλά και κεμπαμπτζίδικα. Το ντονέρ στροβιλίζεται και μοσχομυρίζει!





Πολύχρωμα φαγητά στις βιτρίνες, γυναίκες που πλάθουν πιτάκια, ατέλειωτα γλυκά, σιροπιαστά, γαλακτερά, παγωτά, τα ραχάτ λουκούμ (οι μπουκιές της απόλαυσης δηλαδή), προφιτερόλ, σουτζούκια...πρώτη φορά στη ζωή μου μου τρέχουν τόσο τα σάλια. Μην προσπαθήσεις να σκεφτείς όπως ο νεοέλληνας. Μας έκλεψαν την κουζίνα μας. Το να ψάχνεις να βρεις ποιος έκλεψε ποιον ανάμεσα σε δυο λαούς που συνυπήρξαν για αιώνες μοιάζει με την κότα και το αυγό. Κι όπως δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη, δεν υπάρχει και στην κουζίνα. Τα αριστουργήματα είναι κοινή κληρονομιά.



Μου λες πλατεία Ταξίμ κι απλώνεται ντυμένη χριστουγεννιάτικα μπροστά μου. Δεν έχει σημασία που οι Τούρκοι δεν γιορτάζουν Χριστούγεννα. Όλα είναι στολισμένα σε μια κοσμοπολίτικη, τουριστική πόλη. Περπατάμε στα δρομάκια για να χαθούμε απ' το πλήθος και τους διασηλωτές που θέλουν τον Σαρκοζί στο πιάτο (δεν καταλαβαίνουμε τι λένε τα πανώ, μόνο με τις εικόνες επικοινωνούμε) και πέφτουμε πάνω στην Αγία Τριάδα. Ο φύλακας μας ξεκλειδώνει και μπαίνουμε να δούμε. Τώρα σκέφτομαι τις μέρες εκείνες που θα ήταν γεμάτη κόσμο. Στην αυλή της, κάτι πανέμορφα γατιά βρίσκουν θαλπωρή και τροφή. Οι Τούρκοι αγαπούν πολύ τις γάτες, διάβαζα πρόσφατα.
Πιο μετά, σε μια εναλλακτική διαδρομή, περπατάμε στα Cucucurma με τις γκαλερί και τα χαριτωμένα μαγαζάκια νέων σχεδιαστών.





Μου λες Dolmabachtse και βλέπω το μεγάλο παλάτι λουσμένο στο φως μπροστά μου. Αυτό είναι το νέο παλάτι, το πιο μοντέρνο, χτισμένο στη δύση της αυτοκρατορίας, ανάμεσα στα 1843 και 1856, με σαφείς ευρωπαϊκές επιρροές. Εδώ θα δεις ανεκτίμητης αξίας χαλιά, τεράστιους πολυελαίους, σαλόνια με τραπέζια και πολυθρόνες, βιβλιοθήκες, το προσωπικό λουτρό του σουλτάνου, τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των γυναικών, το χαρέμι. Θα περπατήσεις τους κήπους, θα μάθεις ότι κι ο Κεμάλ κατοίκησε για λίγο εδώ, θα χαζέψεις τη θέα προς τον Βόσπορο και μετά θα πάρεις το πλοιαράκι και κάνοντας κρουαζιέρα θα το θαυμάσεις κι από θαλάσσης. Θα σκεφτείς ότι ο Σουλτάνος το' χτισε την περίοδο της παρακμής του σαν ένα συμβολικό άνοιγμα προς τη Δύση ίσως. Τι σημασία έχει, οι μονάρχες έρχονται και παρέρχονται. Τα κτίσματα παραμένουν...



Μου λες κρουαζιέρα στον Βόσπορο κι έτσι όπως κρυώνω απ' τα ρεύματα της θάλασσας πάνω στο κατάστρωμα, δεν χορταίνω να κοιτώ άλλοτε απ' τη μια κι άλλοτε απ' την άλλη πλευρά την Πόλη. Οι μαρίνες με τα σκάφη, το Μπεϊλέρμπεϊ που φημίζεται για τις ψαροταβέρνες του, τα περίφημα γυαλί στις όχθες του Βοσπόρου, τα πλουσιόσπιτα στο Μπεμπέκ, η κρεμαστή γέφυρα που ενώνει την Ευρωπαϊκή με την πιο πράσινη και σαφώς πιο ευκατάστατη-αν κρίνω απ' τα σπίτια- Ασιατική όχθη.




Μου λες ότι αυτή η Πόλη είναι η μοναδική χτισμένη ανάμεσα σε δυο ηπείρους. Τις βλέπω, περνάω σε λιγότερο από 10 λεπτά απέναντι, αλλάζω ήπειρο, όχι πόλη ή χώρα. Περπατάμε απ' το Uskudar (Σκουτάρι) ως το Harem ατενίζοντας την παλιά απαγορευμένη πόλη μέσα στα τείχη της. Τρώμε σ' ένα καταπληκτικό εστιατόριο με τζαμαρία. Όλες οι αισθήσεις μας με απλά πράγματα χορταίνουν.

Περπατάμε κατά μήκος του Κεράτιου σε μια χειμωνιάτικη λιακάδα. Το Πατριαρχείο είναι σχεδόν κρυμμένο σε μια μάλλον συντηρητική, άχρωμη γειτονιά. Τα πρώτα μαγαζιά όπως διασχίζουμε τον δρόμο έχουν επιγραφές στα ελληνικά. Ακρόπολη, τουριστικά είδη, φραπές. Ψηλά, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, τώρα πια ανενεργή και κλειστή. Μέσα στην εκκλησία λειτουργία παρουσία του Πατριάρχη. Οι πιστοί παρακολουθούν ευλαβικά κι ετοιμάζονται να κοινωνήσουν. Στον περίβολο, ένα χριστουγενιάτικο δέντρο, μάρμαρα από αρχαίους ναούς και μια γάτα -τίγρης με πράσινα μάτια.




Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, πάνω στον λόγο με τα μνήματα το καφέ του Πιερ Λοτί που απ' τη λατρεία του για την Πόλη, την επισκεπτόταν συχνά στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, άλλοτε με την ιδιότητα του ως αξιωματικός του ναυτικού κι άλλοτε ιδιωτικά, ορμώμενος απ' το πάθος του για την παντρεμένη Αϊζαντέ.
Ανεβαίνουμε με τελεφερίκ και καθόμαστε έξω στα τραπεζάκια με τα καρώ τραπεζομάντηλα. Πίνουμε τσάι και χαζεύουμε τις αντανακλάσεις του ήλιου στα νερά του Κεράτιου.


Τώρα έχω εικόνα: μου λες παζάρι και μπαίνω στο Καπαλί Τσαρσί. Παντού μαγαζιά με όλων των ειδών τα εμπορεύματα. Δεν τολμώ να χαζέψω κάτι και αμέσως μου την πέφτουν (sic). Αρχίζουμε τα παζάρια, μισά αγγλικά, κάτι σκόρπια τούρκικα, μισά ελληνικά, νοήματα, πάντως συνενοούμαστε.
Πιο κάτω η αιγυπτιακή αγορά με τα μπαχάρια. Αγοράζω ροζ πιπέρι, σουμάκ και πράσινο τσάι. "Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ" μου λέει ο δαιμόνιος πωλητής επειδή του έχω κάνει τη ζωή δύσκολη παζαρεύοντας τα γραμμάρια... "τα ίδια λες σε όλες" του απαντώ κι απομακρύνομαι γελώντας να φωτογραφήσω το turkish viagra, δηλάδή την πατέντα του αποξηραμένου γεμιστού με καρύδια σύκου.



Ακούω χαμάμ κι αμέσως κατεβαίνω στο υπόγειο με τους μαρμάρινους πάγκους και τους υδρατμούς. Πόσα κορμιά έχουν τριφτεί εδώ στους αιώνες; Φοράω τα ξύλινα τσόκαρα να μην γλιστράω κι αφήνομαι στα έμπειρα χέρια της μασέζ που με κάνει να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο καθώς χαλαρώνω. Αναζωογονούμαι τόσο που έχω όρεξη να οργώσω ξανά την Πόλη περπατώντας.

Κατεβαίνω στο βασιλικό υδραγωγείο κι είναι σαν να μπαίνω στα άδυτα των αδύτων. Δίκιο έχει ο συγγραφέας. Πρέπει να έρθεις εδώ νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα για ν' ακούσεις τον ήχο του νερού. Στο βάθος το κεφάλι της Μέδουσας στηρίζει την αρχαία κολόνα. Ποιος ξέρει ποιον ναό να θρηνεί;


Κλείνω τα μάτια κι αναπολώ το σουσαμένιο κουλούρι που αγόρασα στον δρόμο (ίδιο με το δικό μας αλλά σαν πιο νόστιμο βρε παιδί μου), τον χυμό από ρόδι που πουλάγανε παντού γιατί καθαρίζει -λένε- το αίμα, το αϊράνι,τους καστανάδες, τον λούστρο που ζήταγε επιμόνως να μας προσφέρει τις υπηρεσίες του, τους σαλεπιτζήδες, τους τύπους που πάνε να σου κάνουν μια μικρο-εξυπηρέτηση για να πάρουν καμιά λίρα.


Τώρα έχω εικόνα: κάνουμε τον τελευταίο μεγάλο περίπατο στη θάλασσα του Μαρμαρά. Κατά μήκος, τα βυζαντινά τείχη, οι πύργοι του Θεόφιλου, τα ερείπια του παλατιού του Βουκολέοντα. Μπροστά μας το λιμάνι του Εμίνονου, ο σιδηροδρομικός σταθμός Σιρκεζί που άλλοτε έφερνε κόσμο με το τρένο κατευθείαν απ' το Παρίσι. Τελευταίο γεύμα τα ολόφρεσκα μπαρμπούνια στου Χατζόπουλου, τελευταίο γλυκό ο μπακλαβάς στου Γκιουλούογλου που γίνεται προσκύνημα κανονικό, τελευταία εικόνα, η Πόλη φωτισμένη καθώς το αεροπλάνο απογειώνεται για την επιστροφή στην πραγματικότητα.