Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2011

Πας μη Έλλην να εξαφανίζεται;

Προχθές το απόγευμα, ήμουνα στο τρένο και κάποια στιγμή άκουσα μια παιδική φωνή να λέει: πάμε πιο μπροστά γιατί πίσω μας είναι Πακιστανοί. Σοκαρισμένη γύρισα αμέσως το κεφάλι κι αντίκρισα ένα αγόρι ίσα με 10 χρονών συνοδευόμενο απ' τη μητέρα του.
Το αρχικό σοκ διαδέχτηκε έντονος προβληματισμός. Κοιτούσα το αγόρι και σκεφτόμουνα πως κάποιοι άνθρωποι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν επί της ουσίας την ευθύνη του να μεγαλώνουν παιδιά.
Η μητέρα του ή όποια τελοσπάντων ήταν η γυναίκα που συνόδευε το αγόρι, όχι απλώς δεν το επέπληξε για το ρατσιστικό σχόλιο του, αλλά ούτε και για την ένταση της φωνής του. Ως γνωστόν, τα παιδιά δεν τηρούν τα προσχήματα πόσω μάλλον όταν δεν έχουν συναίσθηση των λεγομένων τους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, κανείς δεν φρόντισε να το βάλει στη θέση του.
Θα μπορούσε να με ρωτήσει κάποιος γιατί δεν το' κανα εγώ που ενοχλήθηκα. Το βασικό μου επιχείρημα είναι ότι δεν ανατρέφω εγώ αυτό το παιδί. Δεν είμαι μέρος της ζωής του, μάνα, δασκάλα, θεία, οικογενειακή φίλη κόκ κι έτσι δεν μου πέφτει λόγος. Αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσα να το είχα κάνει χάριν ανθρωπισμού προς τους υβριζόμενους Πακιστανούς, το πιο πιθανό είναι ότι η μητέρα του παιδιού ή ακόμη κι άλλοι επιβάτες με τα ίδια πιστεύω θα μου έστηναν τόσο μεγάλο καυγά που στο τέλος το μήνυμα που θα λάμβανε το παιδί θα ήταν λανθασμένο κι έτσι δεν θα είχε αποκομίσει τίποτα. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι να νιώσει ο προσβεβλημένος ότι κάποιος σ' αυτήν την αφιλόξενη χώρα τον υποστηρίζει, ούτε να αισθανθώ εγώ καλύτερα που έχω το θάρρος της γνώμης μου, αλλά να καταλάβει ένα μικρό παιδί που τώρα διαμορφώνει την προσωπικότητα του ότι οι άνθρωποι δεν χωρίζονται σε ανώτερες και κατώτερες κατηγορίες.

Το μικρό αγόρι κάθισε σε μια θέση απέναντι μου δίπλα σ' ένα άλλο μικρό παιδί που επίσης ήταν με τη μαμά του. Έπιασαν κουβέντα για ποδοσφαιρικά (απ' τα λίγα που άκουσα προσπαθώντας συγχρόνως να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου) κατάλαβα ότι αθλούνταν και τα δυο παιδιά σε κάποιες ομάδες του Πειραιά. Μιλούσαν με ασυνήθιστα "μεγαλίστικο" ύφος και προσπαθώντας να πει το ένα στο άλλο πού είναι το γήπεδο που προπονείται , αναφέρανε ονόματα εκκλησιών. Πίσω απ' τον Άγιο...; όχι πίσω απ' την Αγία.... κτλ.
Αυτή η φαινομενικά αδιάφορη συνομιλία μου κέντρισε επίσης το ενδιαφέρον για έναν βασικό λόγο. Αν δυο μικρά παιδιά γνωρίζουν ονόματα εκκλησιών σε σημείο που να προσδιορίζουν περιοχές μ΄αυτόν τον τρόπο, μάλλον μεγαλώνουν σε θρησκευόμενο περιβάλλον. Η εκκλησία είναι μέρος της καθημερινότητας τους.
Αυτοί οι θρήσκοι λοιπόν γονείς που τα μεγαλώνουν τι ακριβώς διδάσκονται και κατά συνέπεια τους διδάσκουν απ' τη Χριστιανική αγάπη όταν δεν είναι ικανοί ν' αποδεχτούν τη διαφορετικότητα του συνανθρώπου τους και να καλλιεργήσουν το ίδιο και στα παιδιά τους;

Χθες το απόγευμα παρακολούθησα στη γελοία πια Ti -Voula ρεπορτάζ για τον νεαρό που οπλισμένος μ' ένα σπαθί επέδειξε παραβατική συμπεριφορά σκορπώντας τον πανικό στο σχολείο (του οποίου μάλιστα τυγχάνει και αντιπρόεδρος 15μελούς). Ο μόνος που υπερασπίστηκε το αγόρι προς έκπληξη των αχόρταγων δημοσιογράφων -παρουσιαστών ήταν ο διευθυντής του σχολείου. Βγήκε στο τηλέφωνο και μίλησε για ένα παιδί που προέρχεται από προβληματική οικογένεια και που μ' αυτόν τον τρόπο θέλησε να τραβήξει την προσοχή. Τόνισε ότι το παιδί χρειάζεται αγάπη και βοήθεια που δυστυχώς δεν έχει απ' το σπίτι του και παρακάλεσε τους δημοσιογράφους ν' ανακαλέσουν τις υπερβολές τους για το σπαθί σαμουράι που έφερε ο νεαρός ή για τους παραλληλισμούς τους με το μακελειό της Νορβηγίας.

Ο γιατρός της εκπομπής(ψυχίατρος;) προσπάθησε να τονίσει την αποκλίνουσα συμπεριφορά του παιδιού μιλώντας για θεραπείες, φάρμακα, εγκλεισμό κλπ (αν ήμασταν σε παλιότερες εποχές θα μίλαγε και για λοβοτομή ενδεχομένως)...

Καθείς εφ' ω ετάχθη μονολόγησα. Ο ψυχίατρος θ' αντιμετωπίσει το γεγονός με δραστικό ιατροφαρμακευτικό τρόπο. Ο δάσκαλος (φιλόλογος παρακαλώ) θα μιλήσει για την αγάπη που θα' πρεπε να είναι αυτονόητα το γιατρικό...

Κάποια στιγμή τηλεφώνησε και η μητέρα του κοριτσιού που είναι φύλακας στο σχολείο και που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της τραυματίστηκε και τρόμαξε πολύ. Ενδιαφέρον είναι ότι δεν ήρθε σε τηλεφωνική αντιπαράθεση με τον γυμνασιάρχη που υποστήριζε ότι ο τραυματισμός ήταν επιπόλαιος. Σύμπτωση, επιλογή της ίδιας άραγε ή του καναλιού χάριν εντυπωσιασμού;
Ως γνωστόν, ο κόσμος είναι πιο επιρρεπής στο δράμα και τον πανικό παρά στους χαμηλούς τόνους ενός ανθρώπου που προσπαθεί να διαπαιδαγωγήσει και να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου σε μια ολόκληρη κοινωνία με όπλα του την αγάπη και τον πολιτισμό.

Δεν διάβασα τίποτα σήμερα για να δω πώς εξελίσσεται η ιστορία, ποιος έχει δίκιο και ποιος υπερβάλλει. Απ' τη στιγμή που οι τίτλοι των εφημερίδων και των ειδησεογραφικών sites κατονομάζουν εθνικότητα και δεν αναφέρουν απλώς για έναν 18χρονο μαθητή, είναι σαφές ότι η υπόθεση έχει ήδη κοινωνικά εκδικαστεί...

Κουράστηκα απ' τους ακαλλιέργητους ανθρώπους. Νομίζω ότι χρειαζόμαστε να διανύσουμε πολύ και δύσβατο δρόμο για να φτάσουμε ν' αποδεχόμαστε τη συνύπαρξη των παιδιών μας με αλλοδαπά - φτωχότερα συνήθως- παιδάκια και για να μην κατηγορούμε για όλα τα δεινά μας τους ξένους, τους οικονομικούς μετανάστες απ' τη μια και τους υπόλοιπους ευρωπαίους απ' την άλλη.
Είναι σημεία των καιρών άλλωστε, λόγω και των τελευταίων πολιτικών εξελίξεων να φταίνε όλοι οι άλλοι, αλλά ποτέ εμείς.


Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2011

Tyrannosavros

Αν είσαι μεσήλικας, χήρος, χωρίς παιδιά, ζεις σε μια εργατική, φτωχική περιοχή της Αγγλίας, πίνεις απ’ το πρωί ως το βράδυ, φέρεσαι άσχημα στους πάντες και φτάνεις να σκοτώσεις απ’ τα νεύρα σου τον πιο αγαπημένο σου φίλο, τότε μάλλον είσαι ένας τελειωμένος άνθρωπος.

Ο Τζόζεφ που στην αρχή της ταινίας είναι όλα τα παραπάνω, κατορθώνει να τραβήξει το βλέμμα του θεατή πάνω του με συμπάθεια ή περιέργεια∙ πάντως όχι με αποστροφή για την αδικαιολόγητη βία που σκορπάει στο πέρασμα του.

Αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο ίδιος για να βοηθήσει τον εαυτό του, το βρίσκει μέσω της Χάνα μιας γυναίκας που συνηθισμένη σε βίαιες συμπεριφορές, δεν του ανταποδίδει τα ίσα αλλά αντίθετα του φέρεται φιλικά και τρυφερά και φαίνεται να κερδίζει σιγά- σιγά μια θέση στο σύμπαν του.

Όταν δε, έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή αλήθεια που επιμελώς κρύβει η Χάνα για την προσωπική της ζωή, χωρίς να το καταλαβαίνει μετατρέπεται σταδιακά στον φύλακα άγγελο αυτής της τρομοκρατημένης γυναίκας. Η αποκάλυψη απ’ την συνειδητοποίηση των συναισθημάτων του τον κατακλύζει και τον ξυπνά από μια μεγάλη χρονική περίοδο που έζησε βυθισμένος στη θλίψη και την παραίτηση.

Η τελευταία του βιαιότητα πριν αποχαιρετήσει τον παλιό κακό εαυτό του είναι να εκδικηθεί για τον τραυματισμό (ψυχικό και σωματικό) ενός μικρού γειτονόπουλου που όπως ο ίδιος ομολογεί ήταν το μόνο πλάσμα που του χαμογέλαγε και του μιλούσε σ’ αυτήν τη σκοτεινή περίοδο της ζωής του.

Στο τέλος της ταινίας ο Τζόζεφ είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος. Όχι ψεύτικα καλός όπως θα ήταν σε μια mainstream αμερικανική ταινία με αναμενόμενο happy end αλλά σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο.

Η λιτή σκηνοθετική αφήγηση του Paddy Considine είναι ένα παράδειγμα του ότι αυτό που κάνουν κάτι μικρές ευρωπαϊκές παραγωγές δεν μπορεί να το ονειρευτεί ο αμερικανικός κινηματογράφος ούτε όταν βρίσκεται στα χάι του(sic) όσο κι αν αυτό ακούγεται σαν κλισέ. Είναι θέμα διαφορετικής κουλτούρας τελικά…

Χωρίς περιττές λεπτομέρειες, η ταινία μπαίνει εξαρχής στην ουσία αυτού που θέλει να πει. Δεν υπονοεί και δεν αφήνει περιθώρια για άλλου τύπου αναγνώσεις. Ο Considine δεν τρέφει ψευδαισθήσεις, δεν ωραιοποιεί, δεν προσπαθεί να περάσει υπογείως στον θεατή κανένα μήνυμα. Έχει ωστόσο την ανάγκη να δώσει μια πιο αισιόδοξη προοπτική – μέσα στο ανθρωπίνως εφικτό βέβαια- κι αυτό κάνει τελικά μέσα απ’ την δραματική κορύφωση των τελευταίων σκηνών.

Εξαιρετικό το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Peter Mullan και Olivia Colman.

Μοναδικό μελανό σημείο της ταινίας ο τίτλος της που παραπέμπει σε άλλου τύπου κινηματογράφου και πιθανόν να μην λειτουργήσει ελκυστικά για τους θεατές.