Δευτέρα, Μαΐου 30, 2011
Παρασκευή, Μαΐου 27, 2011
Κλεμμένα όνειρα
Θυμάμαι μια παλιά ελληνική ταινία- μαύρη μελούρα κατά τ' άλλα- αλλά με μια κατάληξη πολύ ποιητική κατά τη γνώμη μου. Ο τίτλος της "Χαμένα όνειρα". Η υπόθεση αφορά σε δυο νεόυς που δουλεύουν σε κάποιο γραφείο προσωρινά. Η κοπέλα ετοιμάζεται να παντρευτεί και να σταματήσει τη δουλειά (έτσι γινόταν στη δεκαετία του '60). Ο άνδρας ονειρεύεται να περάσει σε εξετάσεις στρατιωτικής σχολής (κρατάω μια επιφύλαξη - δεν είμαι σίγουρη ότι θυμάμαι καλά, αλλά τελικά δεν έχει και σημασία...) και να φύγει απ' τον βαρετό κόσμο του γραφείου. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, τούς συμβαίνουν ένα σωρό αναποδιές που ματαιώνουν συνέχεια τα όνειρα τους μέχρι που αυτά καταλήγουν ν' αναβληθούν δια παντός. Στην τελευταία σκηνή, οι δυο τους με πιο γκρίζα μαλλιά και πιο κουρασμένα βλέμματα, αποδέχονται την ήττα τους και χορεύουν ένα βαλς στο σκοτεινό και καταθλιπτικό γραφείο. Ο ηλικιωμένος συνάδελφος με τις μανσέτες στα μανίκια, έχει πια αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο.
Τηρουμένων των αναλογιών, τη θυμήθηκα τώρα γιατί με παραπέμπει στη σημερινή κατάσταση. Τα δικά μας όνειρα είναι επίσης χαμένα, αλλά κυρίως είναι κλεμμένα κι αυτό είναι ακόμα πιο δραματικό. Ο καθένας από μας βλέπει τις επιπτώσεις της κρίσης στον μικρόκοσμο του. Ο Γ έχει μείνει άνεργος δυο φορές τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι 46 χρονών, παντρεμένος με παιδί. Η γυναίκα του, έμεινε κι αυτή άνεργη πέρυσι και για λίγους μήνες ζούσαν δυο άνεργοι με μικρό παιδί περιμένοντας απ' τον ΟΑΕΔ. Η μόνη προσφορά εργασίας που έχει σήμερα είναι η νυχτερινή βάρδια σε περίπτερο της Ομόνοιας 6 μέρες την εβδομάδα προς 800 ευρώ το μήνα... Ο Χ δουλεύει απ' τα 17 του. Είναι σήμερα 67 κι εδώ και 16 μήνες περιμένει τη σύνταξη του. Και θα περιμένει ακόμα. Ταυτόχρονα, το ενοίκιο του σπιτιού του κι άλλοι λογαρισμοί τρέχουν... Η Ε κι ο Γ δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν με δύο παιδιά αν δεν τους βοηθούσαν οι γονείς τους. Το δάνειο για το σπίτι τους τρέχει κι ο Γ με πτυχίο ανώτατης σχολής και μακρά προϋπηρεσία σε πολυεθνική, βρήκε δουλειά ξανά πριν λίγους μήνες μετά από δυο αποτυχημένες επιχειρηματικές προσπάθειες. Η Φ ήρθε απ' το εξωτερικό πριν από έναν χρόνο και βρήκε δουλειά πρόσφατα και βέβαια όχι πάνω στο αντικείμενο της. Δεν είναι ακόμα ούτε 30χρ. και σ' αυτές τις ηλικίες πρέπει να' χεις το δικαίωμα να μην σταματάς να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι. Γίνεται; Η Γ κι ο Χ προσπαθούν να κάνουν παιδί. Πρέπει να πληρώσουν αδρά γι' αυτό- ως γνωστόν οι εξωσωματικές κοστίζουν-. Αν τα καταφέρουν, σε τι κόσμο θα μεγαλώσει αυτό το παιδί; Ο μπ. είναι μόλις 3 μηνών. Έχει αρχίσει κι αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, βγάζει κραυγές και πιάνει αντικείμενα. Είναι εμφανές ότι θέλει να επικοινωνήσει. Νιώθει άραγε το άγχος, την κούραση και τη μαυρίλα του περίγυρου; Πόσο τραυματικό είναι να ξεκινάς τη ζωή σου χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα μια αχτίδα καλύτερων ημερών; Κάποιοι αποφάσισαν ήδη να μεταναστεύσουν. Άλλοι που δυο τρία χρόνια πριν πίνανε νερό στο όνομα της Ελλάδας και δεν ήθελαν ν' ακούσουν γι' άλλη χώρα, έφυγαν ήδη και δεν μετανιώνουν πια γι' αυτό.
Κάθε μέρα που ξυπνάω αισθάνομαι όλο και πιο βαριά από πλευράς διάθεσης. Παρατηρώ κάποιους συναδέλφους που παλιά γκρίνιαζαν ή ζήταγαν συνεχώς αυξήσεις. Δεν ακούγεται πια τίποτα. Στον αέρα πλανάται μια αόρατη αλλά ισχυρή αίσθηση ευγνωμοσύνης για το ότι υπάρχει ακόμα δουλειά. Στο γραφείο έρχονται δεκάδες βιογραφικά από πέρυσι. Νέοι που θέλουν απεγνωσμένα από κάπου να ξεκινήσουν, σαραντάρηδες και άνω που δεν μπορούν ακόμα να παροπλιστούν κι έχουν ανάγκη. Οι άστεγοι αυξάνονται, στο κέντρο της Αθήνας επικρατεί ο φόνος κι ο φόβος, οι μετανάστες μας απειλούν και τους απειλούμε, η πολυκατοικία εξοπλίζεται με σίδερα παντού σαν φυλακή, η Ε θέλει να πουλήσει το διαμέρισμα της στην άλλοτε σικ Πλατεία Αμερικής γιατί όλο και κάποιον θα ξανασκοτώσουν μπροστά στα μάτια της 20χρονης κόρης της, όλο και κάποιος θα πλησιάσει ρωτώντας αν θέλουν κανά ναρκωτικάκι σε τιμή ευκαιρίας. Ποιος θ' αγοράσει σήμερα αυτό το διαμέρισμα; Μια γυναίκα στέκεται σχεδόν καθημερινά στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας. Δεν ζητιανεύει. Δεν δείχνει να τα έχει χαμένα. Δείχνει καθαρή και περιποιημένη. Δεν έχει πού να πάει;
Αναζητώ την ταυτότητα αυτής της πόλης, αλλά ακόμα περισσότερο αναζητώ την ταυτότητα αυτού του λαού κι αυτής της χώρας. Ποιοι είμαστε; Πώς σκεφτόμαστε; με τι πνευματικό υπόβαθρο και ποια καλλιέργεια ψηφίζουμε, καταναλώνουμε, ανακυκλώνουμε τα σκουπίδια μας, οδηγούμε, συμπεροφερόμαστε, βλέπουμε τηλεόραση; Πόσο έτοιμοι ή για πάντα ανέτοιμοι τελικά;
Η Α κι ο Γ έκαναν όνειρα για τη ζωή τους πριν από δυο χρόνια. Ο Γ είναι στα τελευταία του σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου σήμερα. Η Α, επίσης άρρωστη στο πρόσφατο παρελθόν και τόσο αξιοπρεπής που αποτελεί μάθημα για όλους όσοι τη γνωρίζουν, στέκεται ακοίμητος φρουρός στις λίγες μέρες που τους απομένουν ως ζευγάρι.
Αυτοί δεν θα χορέψουν δυστυχώς ένα βαλσάκι σαν βάλσαμο ψυχής στην τελευταία σκηνή της κοινής ζωής τους...
Τηρουμένων των αναλογιών, τη θυμήθηκα τώρα γιατί με παραπέμπει στη σημερινή κατάσταση. Τα δικά μας όνειρα είναι επίσης χαμένα, αλλά κυρίως είναι κλεμμένα κι αυτό είναι ακόμα πιο δραματικό. Ο καθένας από μας βλέπει τις επιπτώσεις της κρίσης στον μικρόκοσμο του. Ο Γ έχει μείνει άνεργος δυο φορές τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι 46 χρονών, παντρεμένος με παιδί. Η γυναίκα του, έμεινε κι αυτή άνεργη πέρυσι και για λίγους μήνες ζούσαν δυο άνεργοι με μικρό παιδί περιμένοντας απ' τον ΟΑΕΔ. Η μόνη προσφορά εργασίας που έχει σήμερα είναι η νυχτερινή βάρδια σε περίπτερο της Ομόνοιας 6 μέρες την εβδομάδα προς 800 ευρώ το μήνα... Ο Χ δουλεύει απ' τα 17 του. Είναι σήμερα 67 κι εδώ και 16 μήνες περιμένει τη σύνταξη του. Και θα περιμένει ακόμα. Ταυτόχρονα, το ενοίκιο του σπιτιού του κι άλλοι λογαρισμοί τρέχουν... Η Ε κι ο Γ δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν με δύο παιδιά αν δεν τους βοηθούσαν οι γονείς τους. Το δάνειο για το σπίτι τους τρέχει κι ο Γ με πτυχίο ανώτατης σχολής και μακρά προϋπηρεσία σε πολυεθνική, βρήκε δουλειά ξανά πριν λίγους μήνες μετά από δυο αποτυχημένες επιχειρηματικές προσπάθειες. Η Φ ήρθε απ' το εξωτερικό πριν από έναν χρόνο και βρήκε δουλειά πρόσφατα και βέβαια όχι πάνω στο αντικείμενο της. Δεν είναι ακόμα ούτε 30χρ. και σ' αυτές τις ηλικίες πρέπει να' χεις το δικαίωμα να μην σταματάς να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι. Γίνεται; Η Γ κι ο Χ προσπαθούν να κάνουν παιδί. Πρέπει να πληρώσουν αδρά γι' αυτό- ως γνωστόν οι εξωσωματικές κοστίζουν-. Αν τα καταφέρουν, σε τι κόσμο θα μεγαλώσει αυτό το παιδί; Ο μπ. είναι μόλις 3 μηνών. Έχει αρχίσει κι αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, βγάζει κραυγές και πιάνει αντικείμενα. Είναι εμφανές ότι θέλει να επικοινωνήσει. Νιώθει άραγε το άγχος, την κούραση και τη μαυρίλα του περίγυρου; Πόσο τραυματικό είναι να ξεκινάς τη ζωή σου χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα μια αχτίδα καλύτερων ημερών; Κάποιοι αποφάσισαν ήδη να μεταναστεύσουν. Άλλοι που δυο τρία χρόνια πριν πίνανε νερό στο όνομα της Ελλάδας και δεν ήθελαν ν' ακούσουν γι' άλλη χώρα, έφυγαν ήδη και δεν μετανιώνουν πια γι' αυτό.
Κάθε μέρα που ξυπνάω αισθάνομαι όλο και πιο βαριά από πλευράς διάθεσης. Παρατηρώ κάποιους συναδέλφους που παλιά γκρίνιαζαν ή ζήταγαν συνεχώς αυξήσεις. Δεν ακούγεται πια τίποτα. Στον αέρα πλανάται μια αόρατη αλλά ισχυρή αίσθηση ευγνωμοσύνης για το ότι υπάρχει ακόμα δουλειά. Στο γραφείο έρχονται δεκάδες βιογραφικά από πέρυσι. Νέοι που θέλουν απεγνωσμένα από κάπου να ξεκινήσουν, σαραντάρηδες και άνω που δεν μπορούν ακόμα να παροπλιστούν κι έχουν ανάγκη. Οι άστεγοι αυξάνονται, στο κέντρο της Αθήνας επικρατεί ο φόνος κι ο φόβος, οι μετανάστες μας απειλούν και τους απειλούμε, η πολυκατοικία εξοπλίζεται με σίδερα παντού σαν φυλακή, η Ε θέλει να πουλήσει το διαμέρισμα της στην άλλοτε σικ Πλατεία Αμερικής γιατί όλο και κάποιον θα ξανασκοτώσουν μπροστά στα μάτια της 20χρονης κόρης της, όλο και κάποιος θα πλησιάσει ρωτώντας αν θέλουν κανά ναρκωτικάκι σε τιμή ευκαιρίας. Ποιος θ' αγοράσει σήμερα αυτό το διαμέρισμα; Μια γυναίκα στέκεται σχεδόν καθημερινά στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας. Δεν ζητιανεύει. Δεν δείχνει να τα έχει χαμένα. Δείχνει καθαρή και περιποιημένη. Δεν έχει πού να πάει;
Αναζητώ την ταυτότητα αυτής της πόλης, αλλά ακόμα περισσότερο αναζητώ την ταυτότητα αυτού του λαού κι αυτής της χώρας. Ποιοι είμαστε; Πώς σκεφτόμαστε; με τι πνευματικό υπόβαθρο και ποια καλλιέργεια ψηφίζουμε, καταναλώνουμε, ανακυκλώνουμε τα σκουπίδια μας, οδηγούμε, συμπεροφερόμαστε, βλέπουμε τηλεόραση; Πόσο έτοιμοι ή για πάντα ανέτοιμοι τελικά;
Η Α κι ο Γ έκαναν όνειρα για τη ζωή τους πριν από δυο χρόνια. Ο Γ είναι στα τελευταία του σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου σήμερα. Η Α, επίσης άρρωστη στο πρόσφατο παρελθόν και τόσο αξιοπρεπής που αποτελεί μάθημα για όλους όσοι τη γνωρίζουν, στέκεται ακοίμητος φρουρός στις λίγες μέρες που τους απομένουν ως ζευγάρι.
Αυτοί δεν θα χορέψουν δυστυχώς ένα βαλσάκι σαν βάλσαμο ψυχής στην τελευταία σκηνή της κοινής ζωής τους...
Τρίτη, Μαΐου 17, 2011
Νύχτα Μουσείων 2011
Το περασμένο Σάββατο ήταν η Νύχτα των Μουσείων, θεσμός που έχει ξεκινήσει απ' τη Γαλλία το 2005 και γιορτάζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο κάθε 15 του Μάη.
Κάθε χρόνο συμμετέχουν όλο και περισσότερα μουσεία, ανοίγοντας τις πόρτες τους στο κοινό μέχρι τα μεσάνυχτα. Πλήθος εκδηλώσεων εντός του μουσείου συνοδεύει συνήθως τις μόνιμες εκθέσεις, ενώ παράλληλα λειτουργούν και εκπαιδευτικά εργαστήρια για παιδιά.
Το θεάμα του κόσμου σε δύο απ' τα μουσεία που επισκέφθηκα ήταν αισιόδοξο σαν μήνυμα. Υπάρχει κοινό που έχει ενδιαφέρον για τα μουσεία και μάλιστα σε μια βραδυά που θα μπορούσαν να κάτσουν σπίτι και να δούνε Eurovision. Επιπλέον, η ελεύθερη είσοδος στις δύσκολες οικονομικά εποχές που διανύουμε αποτελεί σίγουρα ισχυρό κίνητρο. Σε μια μέρα μπορεί κανείς να επ[ισκεφθεί δύο ή και τρία μουσεία και να πιει και δωρεάν ποτό αφού συνήθως υπάρχουν χορηγοί που προσφέρουν κρασί, μπύρα ή κάποιο κοκτέιλ.
Ως αρνητικό της διοργάνωσης έχω να καταλογήσω την έλλειψη πληροφόρησης προς το κοινό. Δεν βρήκα ούτε ένα σάιτ που να έχει συνολικές πληροφορίες για τα μουσεία που συμμετείχαν στη βραδυά. Το μόνο διαθέσιμο στοιχείο ήταν σκόρπιες πληροφορίες για τα μουσεία που είχαν προγραμματίσει κάποια εκδήλωση. Εναλλακτικά, μπορούσε κανείς να επισκεφθεί χωριστά το σάιτ κάθε μουσείου και ν' αντλήσει από κει τη σχετική πληροφορία ή να μάθει κάτι μέσω φίλου ή γνωστού.
Είδαμε, μας άρεσαν και προτείνω:
Την έκθεση "Η απαγορευμένη πόλη του Jiang Guofang" στο Μουσείο Θεοχαράκη.
Πρόκειται για μα σειρά πινάκων με θέμα την Απαγορευμένη πόλη στο Πεκίνο που φιλοτέχνησε ο ακαδημαϊκός Guofang, ένας απ' τους γνωστότερους Κινέζους καλλιτέχνες. Οι πίνακες συνδυάζουν διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα: ρεαλισμό, συμβολισμό, ιμπρεσιονισμό, καθώς ο καλλιτέχνης ήθελε έτσι ν' αποτίσει φόρο τιμής στην ευρωπαϊκή ζωγραφική των περασμένων αιώνων. Κατά κύριο λόγο απεικονίζονται πρόσωπα: αυτοκρατορικές παλλακίδες, παιδιά, πολεμιστές, αυτοκράτειρες με τόσο έντονα φωτογραφικό τρόπο που κοιτώντας τους θαρρείς ότι πρόκειται για φωτογραφίες. Έντονα νοσταλγική ατμόσφαιρα για την αυτοκρατορική Κίνα άλλων εποχών, είναι μια έκθεση που συστήνω ανεπιφύλακτα
Μουσείο Θεοχαράκη, μέχρι τις 19/6
"The Last Grand Tour, Σύγχρονοι Περιηγητές στην Ελλάδα" είναι η έκθεση που είδαμε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Πρόκειται για μια σειρά καλλιτεχνών που ταξίδεψαν στην Ελλάδα τα τελευταία εξήντα χρόνια, έζησαν για λίγο εδώ κι εμπνεύστηκαν καλλιτεχνικά. Τα έργα τους αντικατοπτρίζουν διαφορετικά πολιτιστικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά, θυμίζοντας κομμάτια μιας πραγματικότητας που έχει πια απωλεσθεί ή αλλοιωθεί και διατηρούν μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ταυτότητα.
Ιδιαίτερο κομμάτι μια σύνθεση με ευρήματα από τη Σύμη(οστά ζώων, αποσαθρώματα, όστρακα, σκουπίδια...)
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, μέχρι τις 10/10
Φόκους τώρα στην Παγκόσμια Ημέρα Μουσείων που είναι στις 18 του μήνα.
Παρασκευή, Μαΐου 13, 2011
Η πόλη που έχασα.
Μεγάλωσα μέχρι τα 7 μου χρόνια στη Μιχαήλ Βόδα, στο κέντρο της Αθήνας. Τα απογεύματα μας πήγαιναν βόλτα στον Άγιο Παντελεήμονα ή στο Πεδίο του Άρεως. Πήγα 1η Δημοτικού σ'ένα νεοκλασικό στην Αλκαμένους που τώρα στέκει έρημο κι εγκαταλειμμένο. Δεν έχω παρά λίγες μνήμες- εικόνες από' κεινα τα πρώτα χρόνια. Όχι βέβαια μνήμες αξιολόγησης του περιβάλλοντος χώρου, ωστόσο εικόνες μιας αστικής ζωής χωρίς φόβο.
Το νηπιαγωγείο μου ήταν στην Γ΄Σεπτεμβρίου (κι αυτό το κτίριο υπάρχει ακόμα αλλά όχι ως νηπιαγωγείο), η μαμά ψώνιζε γλυκά απ' το Περφέκτ της Πλατείας Βικτωρίας, μου αγόραζε βιβλία και κουζινικά για τις κούκλες απ' τον Πριζουνικ Μαρινόπουλο της Πλατείας Βικτωρίας επίσης. Οι καλές μπουτίκ ήταν στην Πατησίων και οι μοδάτες καφετέριες των σχολικών χρόνων στη Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί φάγαμε και το πρώτο μας χάμπουργκερ όταν άνοιξαν τα Goodys. Από Πλατεία Κολιάτσου ως Λεωφόρο Αλεξάνδρας ήταν τα σινεμά που συχνάζαμε και το ρουφ γκάρντεν στο Μινιόν ήταν η σπουδαία ανακάλυψη προς τα τέλη της δεκαετίας του'80.
Χρόνια αργότερα κατέβαινα για φροντιστήριο στην Κάνιγγος- όπως άλλωστε και η πλειονότητα των παιδιών της γενιάς μου. Το λεωφορείο είχε τέρμα στη Βερανζέρου απέναντι απ'το ζαχαροπλαστείο Λαύριο.
Τη δεκαετία του '90 πέρασα αρκετά λεπτά αναμονής στη στάση λεωφορείου της Πλατείας Βικτωρίας. Η σχολή μου ήταν στα Εξάρχεια κοντά στη Λ. Αλεξάνδρας και συχνά-πυκνά πίναμε καφέδες σε όλη την ευρύτερη γειτονιά.
Μπορώ να αναφέρω κι άλλα ονόματα και περιοχές. Όλα δυστυχώς είναι μέσα στις αναμνήσεις απ' τον περασμένο αιώνα. Η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα είναι πια η σκιά του εαυτού της. Οι γειτονιές μου άλλαξαν φυσιογνωμία. Ασχήμυναν, αλλοιώθηκαν, ρήμαξαν, έγιναν πεδία μάχης και τάφοι ανθρώπινων ψυχών.
Όχι, δεν είναι οι μετανάστες το μόνο πρόβλημα. Εμείς, οι ντόπιοι κι αυτοί, οι ξένοι είμαστε οι κότες που κάνουν τα χρυσά αυγά(δείτε το "Biutiful" και θα καταλάβετε).
Όταν η πόλη κοιμάται, δυστυχισμένες ψυχές εκδίδονται ή γίνονται θύματα εκμετάλλευσης παλεύοντας να επιβιώσουν κι έχοντας συνήθως ξεφύγει από άλλες μεγαλύτερες απειλές και δυστυχίες.
Όταν η πόλη κοιμάται, ο φόβος γίνεται θεριό και μεγαλώνει κι απ' τις δύο όχθες. Η κυριούλα που βρίζει τον μαυρούλη που δεν της έχει κάνει τίποτα λέγοντας τον αλήτη φοβάται το ίδιο με τον μαυρούλη που δέχεται τα βέλη της.
Δεν θέλω να φοβάμαι. Δεν ήξερα μέχρι τώρα πως είναι. Αρνούμαι να σταματήσω να κυκλοφορώ. Βρίσκω γελοία την ανακοίνωση της Αστυνομίας ένα μήνα πριν προς τις γυναίκες. Να σταματήσουμε λέει να κυκλοφορούμε μετά τις 9 το βράδυ γιατί αυξήθηκε η εγκληματικότητα. Ουδέν σχόλιο!
Θα ήθελα να μην είχε απαξιωθεί το κέντρο της Αθήνας απ' την Πολιτεία. Stop. Οι μετανάστες ήρθαν πολύ αργότερα...
Οι ανθρώπινες ζωές μια δεκάρα.
Στη μνήμη του Μανώλη που έφυγε άδικα γιατί τολμούσε να μένει στο κέντρο.
Το νηπιαγωγείο μου ήταν στην Γ΄Σεπτεμβρίου (κι αυτό το κτίριο υπάρχει ακόμα αλλά όχι ως νηπιαγωγείο), η μαμά ψώνιζε γλυκά απ' το Περφέκτ της Πλατείας Βικτωρίας, μου αγόραζε βιβλία και κουζινικά για τις κούκλες απ' τον Πριζουνικ Μαρινόπουλο της Πλατείας Βικτωρίας επίσης. Οι καλές μπουτίκ ήταν στην Πατησίων και οι μοδάτες καφετέριες των σχολικών χρόνων στη Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί φάγαμε και το πρώτο μας χάμπουργκερ όταν άνοιξαν τα Goodys. Από Πλατεία Κολιάτσου ως Λεωφόρο Αλεξάνδρας ήταν τα σινεμά που συχνάζαμε και το ρουφ γκάρντεν στο Μινιόν ήταν η σπουδαία ανακάλυψη προς τα τέλη της δεκαετίας του'80.
Χρόνια αργότερα κατέβαινα για φροντιστήριο στην Κάνιγγος- όπως άλλωστε και η πλειονότητα των παιδιών της γενιάς μου. Το λεωφορείο είχε τέρμα στη Βερανζέρου απέναντι απ'το ζαχαροπλαστείο Λαύριο.
Τη δεκαετία του '90 πέρασα αρκετά λεπτά αναμονής στη στάση λεωφορείου της Πλατείας Βικτωρίας. Η σχολή μου ήταν στα Εξάρχεια κοντά στη Λ. Αλεξάνδρας και συχνά-πυκνά πίναμε καφέδες σε όλη την ευρύτερη γειτονιά.
Μπορώ να αναφέρω κι άλλα ονόματα και περιοχές. Όλα δυστυχώς είναι μέσα στις αναμνήσεις απ' τον περασμένο αιώνα. Η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα είναι πια η σκιά του εαυτού της. Οι γειτονιές μου άλλαξαν φυσιογνωμία. Ασχήμυναν, αλλοιώθηκαν, ρήμαξαν, έγιναν πεδία μάχης και τάφοι ανθρώπινων ψυχών.
Όχι, δεν είναι οι μετανάστες το μόνο πρόβλημα. Εμείς, οι ντόπιοι κι αυτοί, οι ξένοι είμαστε οι κότες που κάνουν τα χρυσά αυγά(δείτε το "Biutiful" και θα καταλάβετε).
Όταν η πόλη κοιμάται, δυστυχισμένες ψυχές εκδίδονται ή γίνονται θύματα εκμετάλλευσης παλεύοντας να επιβιώσουν κι έχοντας συνήθως ξεφύγει από άλλες μεγαλύτερες απειλές και δυστυχίες.
Όταν η πόλη κοιμάται, ο φόβος γίνεται θεριό και μεγαλώνει κι απ' τις δύο όχθες. Η κυριούλα που βρίζει τον μαυρούλη που δεν της έχει κάνει τίποτα λέγοντας τον αλήτη φοβάται το ίδιο με τον μαυρούλη που δέχεται τα βέλη της.
Δεν θέλω να φοβάμαι. Δεν ήξερα μέχρι τώρα πως είναι. Αρνούμαι να σταματήσω να κυκλοφορώ. Βρίσκω γελοία την ανακοίνωση της Αστυνομίας ένα μήνα πριν προς τις γυναίκες. Να σταματήσουμε λέει να κυκλοφορούμε μετά τις 9 το βράδυ γιατί αυξήθηκε η εγκληματικότητα. Ουδέν σχόλιο!
Θα ήθελα να μην είχε απαξιωθεί το κέντρο της Αθήνας απ' την Πολιτεία. Stop. Οι μετανάστες ήρθαν πολύ αργότερα...
Οι ανθρώπινες ζωές μια δεκάρα.
Στη μνήμη του Μανώλη που έφυγε άδικα γιατί τολμούσε να μένει στο κέντρο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)