Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010
Γιαγιά Αννίκα
Το 2010 είναι η τελευταία χρονιά που σε είχε. Εσένα που ήσουν πάντα εκεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Οι τελευταίοι 5 μήνες από τότε που έφυγες, είναι περίεργοι, άδειοι, δεν σε έχουν. Κοιτάζω τα κλειδιά του σπιτιού σου κλεισμένα σ' ένα μικρό πορτοφολάκι μέσα στην τσάντα μου. Δεν θα τα ξαναχρησιμοποιήσω ποτέ. Ένα χαρτάκι είναι ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο μου με τη σημείωση που άφηνα στον γείτονα απέναντι να χτυπήσει το κουδούνι σου αν τον ενοχλεί το αυτοκίνητο μου που του έκλεινε το πάρκιν όταν δεν έβρισκα αλλού να παρκάρω. Δεν θα χρειαστεί ξανά.
Φέτος στις 9 του Δεκέμβρη είχα έναν άνθρωπο λιγότερο να πάρω τηλέφωνο και να ευχηθώ Χρόνια Πολλά. Έφυγες. Έτσι απλά. Και φεύγοντας, πήρες μαζί σου εκείνο το κομμάτι μου που σ' αγαπούσε. Εντάξει, το ξέρω, εξακολουθώ να έχω συναισθήματα για σένα, αλλά είναι πια συναισθήματα μνήμης. Δεν μπορώ να σ' ακούσω, δεν μπορώ να σου τηλεφωνήσω, δεν μπορώ να σου αγγίξω το χέρι.
Ευτυχώς έχω ένα σωρό μνήμες από σένα. Πράγματα παιδικά αλλά και πιο μεγάλα. Να, για παράδειγμα, την περασμένη βδομάδα που ψώνιζα για το χριστουγενιάτικο τραπέζι, μόλις κράτησα στο χέρι μου ένα ρόδι σε θυμήθηκα. Σου έφερνε ρόδια η κυρία Παναγιώτα απ' την πατρίδα της την Ερμιόνη κι εσύ μας τα καθάριζες και μας έδινες τα κόκκινα μπαλάκια τους με ζάχαρη σε μπωλ. Μετά, άδειαζα τις σακκούλες απ' το σούπερ μάρκετ κι έβγαλα τα μπισκότα Μιράντα που είχες πάντα κι έτρωγες με τον καφέ σου και με κέρναγες κι εμένα τα Σάββατα που ερχόμουν να σε δω, πάντα γύρω στις 12 το μεσημέρι. "Δεν θες λίγη ζάχαρη" με ρώταγες; "έτσι θα τον πιεις; δηλητήριο;" Κι εγώ γέλαγα και προσπαθούσα να σου εξηγήσω ότι δεν το κάνω λόγω δίαιτας, αλλά λόγω γεύσης. Κι ύστερα, στενοχωριόσουνα που δεν σε κράταγαν πολύ πια τα πόδια σου και δεν μπορούσες να μου μαγειρέψεις. Δεν σε παρηγορούσε που τόσα μας είχες προσφέρει μια ολόκληρη ζωή και που στο λέγαμε, ήθελες να κάνεις κι άλλα.
Ήσουν η πιο αφοσιωμένη γιαγιά που ξέρω κι αν μ' ακούς από κει που είσαι, αν νιώθεις πόσο μου λείπεις, ξέρεις ότι εννοώ κάθε λέξη που γράφω εδώ κι άλλες τόσες που δεν χρειάζεται να τις γράψω, που μετουσιώθηκαν σε χάδια, αγγίγματα και βλέμματα όσο ήσουν μαζί μας και δάκρυα όταν εκείνο το ζεστό πρωινό του Ιούλη έφυγες.
Όταν ήμουν μωρό, ηρεμούσα μόνο στην αγκαλιά σου, έτσι μου είχες διηγηθεί κι έτσι έλεγαν όλοι. Όταν νοσηλεύτηκα μικρό παιδάκι στο Παίδων, κοιμόσουνα μέρα νύχτα δίπλα μου. Νόμιζα ότι ήμουνα στο σπίτι της γιαγιάς κι όχι στο νοσοκομείο. Όταν πήγαινα σχολείο μου είχες ήδη μάθει την προπαίδεια από πιο πριν, σαν ποίημα κι έτσι την ήξερα. Μας τραγούδαγες, μας έλεγες ποίηματα, παραμύθια, ιστορίες αληθινές κι άλλες βγαλμένες απ' τη φαντασία. Όταν έβαφες κόκκινα αυγά τη Μεγάλη Βδομάδα, μας έδινες ένα πανάκι με λάδι να τα γυαλίζουμε για να νιώθουμε κι εμείς ότι συμμετέχουμε. Όταν έφτιαχνες χαλβά, μας έβαζες μικρές δόσεις σε φορμάκια κι έτσι είχαμε κι εμείς τον δικό μας ανεξάρτητα απ' τον μεγάλο που κρύωνε σκεπασμένος κάτω απ' την πετσέτα της κουζίνας. Όταν λέγαμε τα κάλαντα, ξεκινάγαμε απ' το σπίτι σου γιατί μας έδινες τα πιο πολλά, διακόσιες δραχμές που για την εποχή ήταν σπουδαίο ποσό κι έτσι κάναμε καλό σεφτέ.
Όταν αρρώσταινα, ερχόσουνα κι έστυβες ακούρσατα πορτοκαλάδες, έβραζες κοτόπουλο να πιω τη σούπα και μου' δινες αυγό μελάτο ν' ανοίξει η φωνή μου. Εκμεταλλευόμουνα την αδυναμία που ήξερα ότι μου είχες και σου παράγγελνα στα κρυφά απ' τη μαμά μου που φώναζε να μου φέρεις Μανίνα και Κατερίνα. Και τα έφερνες! Και κάτι Σάββατα βράδυ ερχόμουνα και τα πέρναγα σπίτι σου. Ήμουνα γύρω στα 13 τότε. Βλέπαμε μαζί ελληνική ταινία και μετά εσύ πήγαινες για ύπνο κι εγώ πέρναγα τη φάση μου με τις δρακουλιάρικες ταινίες. Το τι Κρίστοφερ Λι είχα δει τότε, δεν λέγεται! Το πρωί μου έφτιαχνες ψημένο χωμί με φέτα κι όταν έφευγα μου έδινες πάντα ένα εικοσάρικο για να πάρω την Πάττυ. Δεκαπέντε δραχμές έκανε και μου έμεναν και για τσίχλες.
Δεν σ' αγαπούσα όμως μόνο για τις υλικές παροχές. Εντάξει, όταν είσαι παιδί, θες να σου κάνουν τα χατήρια κι έλκεσαι κυρίως απ' αυτούς που σου τα κάνουν. Μεγαλώνοντας όμως, ξεδιπλώθηκε μπροστά μου όλη σου η αφοσίωση σε όλους κι όχι μόνο σε μένα. Στα τρία σου παιδιά, στα έξι σου εγγόνια. Πώς να ξεχάσω ότι ήρθες σπίτι και με περιποήθηκες όταν επέστρεψα από διακοπές το καλοκαίρι του ΄90; Μου έπλυνες μάλιστα και τα ρούχα γιατί θα ξανάφευγα μετά από λίγες μέρες. Μπορούσες να κάνεις το κορόϊδο τότε, ολόκληρη κοπέλα ήμουν. Δεν το' κανες. Ήσουν απόλυτα πιστή. '
Επειτα, ξέρεις κάτι άλλο; Σε θαύμαζα! Έκανες την επανάσταση σου σε νεαρή ηλικία και σ' ένα συντηρητικό περιβάλλον. Έφυγες απ' το χωριό σου για τη μεγάλη πόλη, παντρεύτηκες αυτόν που ερωτεύτηκες και τον ακολούθησες. Τον αγαπούσες πολύ. Πάντα μας μίλαγες γι' αυτόν τον παππού που λίγο είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Συντηρούσες όμως τη μνήμη του. Δεν μπορούσες να χωνέψεις το ότι τον έχασες έτσι γρήγορα. Μόνο πριν δυο τρία χρόνια θυμάμαι τον είδες στον ύπνο σου και δεν χάρηκες καθόλου. Φοβήθηκες ότι ήταν σημάδι για σένα. Δεν ήθελες ακόμα.
Καλή μου γιαγιάκα, δεν είναι τυχαίο που πρώτα σε σένα ανακοίνωσα δυο σημαντικά γεγονότα στη ζωή μου, την είσοδο στο Πανεπιστήμιο και τον γάμο μου. Αυτό το δεύτερο μάλιστα ήρθε κάπως αργά για σένα που ξέρω ότι το περίμενες χρόνια νωρίτερα και που πάντα μ' εκνεύριζες όταν μου ευχόσουν σε γιορτές και γενέθλια "Άντε και του χρόνου σπίτι σου". Χάρηκες τόσο όταν το έμαθες. Κολακεύτηκες που το είπα πρώτα σε σένα και μετά στη μαμά μου. Χαμογέλασες και μου είπες: "Καλά ήσουνα κι έτσι, αλλά εγώ είμαι του παλιού καιρού και σε προτιμώ παντρεμένη". "Θέλω να ζήσω τώρα", είπες. "Σ' ευχαριστώ γιατί μου έδωσες ζωή". Δεν έζησες. Μόνο ένα μήνα μετά τον γάμο. Πρόλαβες κι είδες φωτογραφίες τουλάχιστον...
Ξέρω ότι χάρηκες που έβλεπες ότι είμαι καλά. Δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό είχες καταπέσει πολύ. Ανακουφιζόσουνα πια περισσότερο στο κρεββάτι. Έχανες σιγά- σιγά το ενδιαφέρον σου για τα εγκόσμια. Είχες σταματήσεις να διαβάζεις, τα χέρια σου δεν σε βοηθούσανε πια για βελονάκι, ακόμα και το περιοδικό για την τηλεόραση που αγόραζες, σε βάραινε. Η τηλεόραση δεν σου κινούσε πια το ενδιαφέρον και οι πολλές κουβέντες σε ζάλιζαν. Κάποια βράδυα ήσουν ξάγρυπνη και συνομιλούσες με τους γονείς σου. Είχες αρχίσει το ταξείδι σου. Τίποτα δεν θα σε σταματούσε.
Δεν κράτησες την υπόσχεση σου να με περιμένεις. Την τελευταία φορά που σε είδα σε αποχαιρέτησα γιατί έφευγα για διακοπές. Ήσουν ήδη αδύναμη. Τα νέα με βρήκαν στο νησί και με γύρισαν πίσω. Τα λουλούδια που αγόρασα ήταν πια γι' αυτό το τελευταίο ταξείδι.
Από τότε ξέρεις, προσπαθώ να κρατάω όλες τις υποσχέσεις που σου έδωσα. Άναψα κεράκι για σένα τον δεκαπενταύγουστο που ήμουνα στη Σίφνο. Ήρθα στο σπίτι που κατοικείς τώρα και θα ξανάρθω. Δεν νιώθω βέβαια άνετα εκεί, αλλά θα ξανάρθω.
Έχω στο σπίτι τη βαλιτσούλα σου, ένα δίσκο σερβιρίσματος, κάτι ποτηράκια του λικέρ, το δαχτυλίδι σου που φόρεσα στο γάμο μου, τη βέρα σου που μαζί μ' αυτήν του παππού μου είχες δώσει πριν χρόνια, μια καρφίτσα, ένα κολιέ, τις φωτογραφίες σου, τα πετσετάκια που μου έκανες με το βελονάκι.
Έχω στη μνήμη μου όλα τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. Σχεδόν 40 χρόνια να έχεις γιαγιά, δεν είναι και λίγο έτσι;
'Εχω στην ψυχή μου την αγάπη που μου είχες. Ξέρω ότι η αγάπη δεν χάνεται. Κάπου στο σύμπαν υπάρχει κι εξακολουθεί να μας φωτίζει.
Σε θυμάμαι καθιστή στην πολυθρόνα σου να χαμογελάς. Δεν θέλω να σε θυμάμαι αδύναμη όπως ήσουν στο τέλος.
Μου λείπεις.
Φέτος στις 9 του Δεκέμβρη είχα έναν άνθρωπο λιγότερο να πάρω τηλέφωνο και να ευχηθώ Χρόνια Πολλά. Έφυγες. Έτσι απλά. Και φεύγοντας, πήρες μαζί σου εκείνο το κομμάτι μου που σ' αγαπούσε. Εντάξει, το ξέρω, εξακολουθώ να έχω συναισθήματα για σένα, αλλά είναι πια συναισθήματα μνήμης. Δεν μπορώ να σ' ακούσω, δεν μπορώ να σου τηλεφωνήσω, δεν μπορώ να σου αγγίξω το χέρι.
Ευτυχώς έχω ένα σωρό μνήμες από σένα. Πράγματα παιδικά αλλά και πιο μεγάλα. Να, για παράδειγμα, την περασμένη βδομάδα που ψώνιζα για το χριστουγενιάτικο τραπέζι, μόλις κράτησα στο χέρι μου ένα ρόδι σε θυμήθηκα. Σου έφερνε ρόδια η κυρία Παναγιώτα απ' την πατρίδα της την Ερμιόνη κι εσύ μας τα καθάριζες και μας έδινες τα κόκκινα μπαλάκια τους με ζάχαρη σε μπωλ. Μετά, άδειαζα τις σακκούλες απ' το σούπερ μάρκετ κι έβγαλα τα μπισκότα Μιράντα που είχες πάντα κι έτρωγες με τον καφέ σου και με κέρναγες κι εμένα τα Σάββατα που ερχόμουν να σε δω, πάντα γύρω στις 12 το μεσημέρι. "Δεν θες λίγη ζάχαρη" με ρώταγες; "έτσι θα τον πιεις; δηλητήριο;" Κι εγώ γέλαγα και προσπαθούσα να σου εξηγήσω ότι δεν το κάνω λόγω δίαιτας, αλλά λόγω γεύσης. Κι ύστερα, στενοχωριόσουνα που δεν σε κράταγαν πολύ πια τα πόδια σου και δεν μπορούσες να μου μαγειρέψεις. Δεν σε παρηγορούσε που τόσα μας είχες προσφέρει μια ολόκληρη ζωή και που στο λέγαμε, ήθελες να κάνεις κι άλλα.
Ήσουν η πιο αφοσιωμένη γιαγιά που ξέρω κι αν μ' ακούς από κει που είσαι, αν νιώθεις πόσο μου λείπεις, ξέρεις ότι εννοώ κάθε λέξη που γράφω εδώ κι άλλες τόσες που δεν χρειάζεται να τις γράψω, που μετουσιώθηκαν σε χάδια, αγγίγματα και βλέμματα όσο ήσουν μαζί μας και δάκρυα όταν εκείνο το ζεστό πρωινό του Ιούλη έφυγες.
Όταν ήμουν μωρό, ηρεμούσα μόνο στην αγκαλιά σου, έτσι μου είχες διηγηθεί κι έτσι έλεγαν όλοι. Όταν νοσηλεύτηκα μικρό παιδάκι στο Παίδων, κοιμόσουνα μέρα νύχτα δίπλα μου. Νόμιζα ότι ήμουνα στο σπίτι της γιαγιάς κι όχι στο νοσοκομείο. Όταν πήγαινα σχολείο μου είχες ήδη μάθει την προπαίδεια από πιο πριν, σαν ποίημα κι έτσι την ήξερα. Μας τραγούδαγες, μας έλεγες ποίηματα, παραμύθια, ιστορίες αληθινές κι άλλες βγαλμένες απ' τη φαντασία. Όταν έβαφες κόκκινα αυγά τη Μεγάλη Βδομάδα, μας έδινες ένα πανάκι με λάδι να τα γυαλίζουμε για να νιώθουμε κι εμείς ότι συμμετέχουμε. Όταν έφτιαχνες χαλβά, μας έβαζες μικρές δόσεις σε φορμάκια κι έτσι είχαμε κι εμείς τον δικό μας ανεξάρτητα απ' τον μεγάλο που κρύωνε σκεπασμένος κάτω απ' την πετσέτα της κουζίνας. Όταν λέγαμε τα κάλαντα, ξεκινάγαμε απ' το σπίτι σου γιατί μας έδινες τα πιο πολλά, διακόσιες δραχμές που για την εποχή ήταν σπουδαίο ποσό κι έτσι κάναμε καλό σεφτέ.
Όταν αρρώσταινα, ερχόσουνα κι έστυβες ακούρσατα πορτοκαλάδες, έβραζες κοτόπουλο να πιω τη σούπα και μου' δινες αυγό μελάτο ν' ανοίξει η φωνή μου. Εκμεταλλευόμουνα την αδυναμία που ήξερα ότι μου είχες και σου παράγγελνα στα κρυφά απ' τη μαμά μου που φώναζε να μου φέρεις Μανίνα και Κατερίνα. Και τα έφερνες! Και κάτι Σάββατα βράδυ ερχόμουνα και τα πέρναγα σπίτι σου. Ήμουνα γύρω στα 13 τότε. Βλέπαμε μαζί ελληνική ταινία και μετά εσύ πήγαινες για ύπνο κι εγώ πέρναγα τη φάση μου με τις δρακουλιάρικες ταινίες. Το τι Κρίστοφερ Λι είχα δει τότε, δεν λέγεται! Το πρωί μου έφτιαχνες ψημένο χωμί με φέτα κι όταν έφευγα μου έδινες πάντα ένα εικοσάρικο για να πάρω την Πάττυ. Δεκαπέντε δραχμές έκανε και μου έμεναν και για τσίχλες.
Δεν σ' αγαπούσα όμως μόνο για τις υλικές παροχές. Εντάξει, όταν είσαι παιδί, θες να σου κάνουν τα χατήρια κι έλκεσαι κυρίως απ' αυτούς που σου τα κάνουν. Μεγαλώνοντας όμως, ξεδιπλώθηκε μπροστά μου όλη σου η αφοσίωση σε όλους κι όχι μόνο σε μένα. Στα τρία σου παιδιά, στα έξι σου εγγόνια. Πώς να ξεχάσω ότι ήρθες σπίτι και με περιποήθηκες όταν επέστρεψα από διακοπές το καλοκαίρι του ΄90; Μου έπλυνες μάλιστα και τα ρούχα γιατί θα ξανάφευγα μετά από λίγες μέρες. Μπορούσες να κάνεις το κορόϊδο τότε, ολόκληρη κοπέλα ήμουν. Δεν το' κανες. Ήσουν απόλυτα πιστή. '
Επειτα, ξέρεις κάτι άλλο; Σε θαύμαζα! Έκανες την επανάσταση σου σε νεαρή ηλικία και σ' ένα συντηρητικό περιβάλλον. Έφυγες απ' το χωριό σου για τη μεγάλη πόλη, παντρεύτηκες αυτόν που ερωτεύτηκες και τον ακολούθησες. Τον αγαπούσες πολύ. Πάντα μας μίλαγες γι' αυτόν τον παππού που λίγο είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Συντηρούσες όμως τη μνήμη του. Δεν μπορούσες να χωνέψεις το ότι τον έχασες έτσι γρήγορα. Μόνο πριν δυο τρία χρόνια θυμάμαι τον είδες στον ύπνο σου και δεν χάρηκες καθόλου. Φοβήθηκες ότι ήταν σημάδι για σένα. Δεν ήθελες ακόμα.
Καλή μου γιαγιάκα, δεν είναι τυχαίο που πρώτα σε σένα ανακοίνωσα δυο σημαντικά γεγονότα στη ζωή μου, την είσοδο στο Πανεπιστήμιο και τον γάμο μου. Αυτό το δεύτερο μάλιστα ήρθε κάπως αργά για σένα που ξέρω ότι το περίμενες χρόνια νωρίτερα και που πάντα μ' εκνεύριζες όταν μου ευχόσουν σε γιορτές και γενέθλια "Άντε και του χρόνου σπίτι σου". Χάρηκες τόσο όταν το έμαθες. Κολακεύτηκες που το είπα πρώτα σε σένα και μετά στη μαμά μου. Χαμογέλασες και μου είπες: "Καλά ήσουνα κι έτσι, αλλά εγώ είμαι του παλιού καιρού και σε προτιμώ παντρεμένη". "Θέλω να ζήσω τώρα", είπες. "Σ' ευχαριστώ γιατί μου έδωσες ζωή". Δεν έζησες. Μόνο ένα μήνα μετά τον γάμο. Πρόλαβες κι είδες φωτογραφίες τουλάχιστον...
Ξέρω ότι χάρηκες που έβλεπες ότι είμαι καλά. Δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό είχες καταπέσει πολύ. Ανακουφιζόσουνα πια περισσότερο στο κρεββάτι. Έχανες σιγά- σιγά το ενδιαφέρον σου για τα εγκόσμια. Είχες σταματήσεις να διαβάζεις, τα χέρια σου δεν σε βοηθούσανε πια για βελονάκι, ακόμα και το περιοδικό για την τηλεόραση που αγόραζες, σε βάραινε. Η τηλεόραση δεν σου κινούσε πια το ενδιαφέρον και οι πολλές κουβέντες σε ζάλιζαν. Κάποια βράδυα ήσουν ξάγρυπνη και συνομιλούσες με τους γονείς σου. Είχες αρχίσει το ταξείδι σου. Τίποτα δεν θα σε σταματούσε.
Δεν κράτησες την υπόσχεση σου να με περιμένεις. Την τελευταία φορά που σε είδα σε αποχαιρέτησα γιατί έφευγα για διακοπές. Ήσουν ήδη αδύναμη. Τα νέα με βρήκαν στο νησί και με γύρισαν πίσω. Τα λουλούδια που αγόρασα ήταν πια γι' αυτό το τελευταίο ταξείδι.
Από τότε ξέρεις, προσπαθώ να κρατάω όλες τις υποσχέσεις που σου έδωσα. Άναψα κεράκι για σένα τον δεκαπενταύγουστο που ήμουνα στη Σίφνο. Ήρθα στο σπίτι που κατοικείς τώρα και θα ξανάρθω. Δεν νιώθω βέβαια άνετα εκεί, αλλά θα ξανάρθω.
Έχω στο σπίτι τη βαλιτσούλα σου, ένα δίσκο σερβιρίσματος, κάτι ποτηράκια του λικέρ, το δαχτυλίδι σου που φόρεσα στο γάμο μου, τη βέρα σου που μαζί μ' αυτήν του παππού μου είχες δώσει πριν χρόνια, μια καρφίτσα, ένα κολιέ, τις φωτογραφίες σου, τα πετσετάκια που μου έκανες με το βελονάκι.
Έχω στη μνήμη μου όλα τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. Σχεδόν 40 χρόνια να έχεις γιαγιά, δεν είναι και λίγο έτσι;
'Εχω στην ψυχή μου την αγάπη που μου είχες. Ξέρω ότι η αγάπη δεν χάνεται. Κάπου στο σύμπαν υπάρχει κι εξακολουθεί να μας φωτίζει.
Σε θυμάμαι καθιστή στην πολυθρόνα σου να χαμογελάς. Δεν θέλω να σε θυμάμαι αδύναμη όπως ήσουν στο τέλος.
Μου λείπεις.
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 22, 2010
Paris avant Noël
Αυτή τη φορά το Παρισάκι το απολαύσαμε κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη...
Καταρχήν, χιόνισε πολύ!!! Αλλά πάρα πολύ!!! και σε σημείο που αγωνιούσα μήπως και δεν πετάξει το αεροπλάνο. Μετά από μια εξαιρετική πτήση (που σημειωτέον το τελευταίο της μισάωρο το απόλαυσα απ' το πιλοτήριο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...) πάνω απ' τις κάτασπρες Άλπεις, προσγειωθήκαμε σ' ένα κατάλευκο Παρίσι όπου στο αεροδρόμιο έριχναν αλάτι για να κατέβουν οι επιβάτες.
Καταρχήν, να διευκρινήσω ότι ένα πρόβλημα οργάνωσης το έχουν οι Παριζιάνοι κι αυτό δεν είναι δική μου διαπίστωση, αλλά διαβεβαίωση φίλης ελληνογαλλίδας που ζει εκεί και ξέρει τι γίνεται. Το βασικό τους θέμα είναι ότι δεν είναι συνηθισμένοι στο χιόνι κι ως εκ τούτου η πόλη είναι κάπως παραλυμένη. Φανταστείτε τώρα να χιονίζει και να έχουν σταματήσει όλα τα μέσα συγκοινωνίας, ενώ οι ταξιτζήδες να το έχουν κλείσει το μαγαζί. Ε, όλος ο κόσμος περπατούσε στους δρόμους και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο.
Στο αεροδρόμιο, τα μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων για το τρένο είναι έτσι κουρδισμένα που δέχονται ή κάρτα ή κέρματα. Οπότε, αν δεν θες να βάλεις κάρτα ή δεν έχεις έτσι πρόχειρα 8 ευρώ σε κέρματα, πρέπει να στηθείς σε μια ατέλιεωτη ουρά για να εξυπηρετηθείς από τον ένα και μοναδικό υπάλληλο που καθόλου δεν βιάζεται και που θυμίζει λίγο και δημόσιο υπάλληλο της γνωστής μας ψωροκώσταινας...
Καταρχήν, χιόνισε πολύ!!! Αλλά πάρα πολύ!!! και σε σημείο που αγωνιούσα μήπως και δεν πετάξει το αεροπλάνο. Μετά από μια εξαιρετική πτήση (που σημειωτέον το τελευταίο της μισάωρο το απόλαυσα απ' το πιλοτήριο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...) πάνω απ' τις κάτασπρες Άλπεις, προσγειωθήκαμε σ' ένα κατάλευκο Παρίσι όπου στο αεροδρόμιο έριχναν αλάτι για να κατέβουν οι επιβάτες.
Καταρχήν, να διευκρινήσω ότι ένα πρόβλημα οργάνωσης το έχουν οι Παριζιάνοι κι αυτό δεν είναι δική μου διαπίστωση, αλλά διαβεβαίωση φίλης ελληνογαλλίδας που ζει εκεί και ξέρει τι γίνεται. Το βασικό τους θέμα είναι ότι δεν είναι συνηθισμένοι στο χιόνι κι ως εκ τούτου η πόλη είναι κάπως παραλυμένη. Φανταστείτε τώρα να χιονίζει και να έχουν σταματήσει όλα τα μέσα συγκοινωνίας, ενώ οι ταξιτζήδες να το έχουν κλείσει το μαγαζί. Ε, όλος ο κόσμος περπατούσε στους δρόμους και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο.
Στο αεροδρόμιο, τα μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων για το τρένο είναι έτσι κουρδισμένα που δέχονται ή κάρτα ή κέρματα. Οπότε, αν δεν θες να βάλεις κάρτα ή δεν έχεις έτσι πρόχειρα 8 ευρώ σε κέρματα, πρέπει να στηθείς σε μια ατέλιεωτη ουρά για να εξυπηρετηθείς από τον ένα και μοναδικό υπάλληλο που καθόλου δεν βιάζεται και που θυμίζει λίγο και δημόσιο υπάλληλο της γνωστής μας ψωροκώσταινας...
Στα highlights αυτών των 3 ημερών ξεχωρίζω:
1) τη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Monet στο Grand Palais. Παραβλέπω το γεγονός της αναμονής στην ουρά για 2 ώρες έξω στο κρύο και τον χιονιά επειδή τα ηλεκτρονικά εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. Κάνω τα στραβά μάτια στο ακατανόητο για μένα να μην δέχεται το μουσείο να προαγοράσεις εισιτήρια. Όταν κάποτε φτάσαμε στο ταμείο, ρωτήσαμε αν μπορούσαμε ν' αγοράσουμε εισιτήρια για τους φίλους μας που θα ερχόντουσαν απ' τις γειτονικές Βρυξέλλες την επόμενη μέρα ειδικά για την έκθεση και θα ήταν κρίμα να φάνε κι αυτοί τόσο στήσιμο στην ουρά. Μας απάντησαν ένα ωραιότατο ΟΧΙ που πολύ με θύμωσε. Δεν είναι δυνατόν τόσο μεγάλα μουσεία να μην έχουν ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα εξυπηρέτησης και ειδικά κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Ωστόσο, χαίρομαι που είδα μια τόσο καλοστημένη έκθεση και που απέκτησα μια ολοκληρωμένη εικόνα απ' τα διάσημα αλλά και τα λιγότερο γνωστά έργα που δημιούργησε στον πολύχρονο βίο του ο μεγάλος ιμπρεσιονιστής. Εντάξει, είχα και καλό προσωπικό guide, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι το μουσείο είχε κάνει καταπληκτική δουλειά συγκεντρώνοντας όλους αυτούς τους πίνακες από διάφορα μέρη του κόσμου. 2) το πολύ ενδιαφέρον "Pornographie" στο Petit théâtre de la coline για το οποίο εκτενώς θα αναφερθώ στο έτερο ειδικό βλόγιον. Παρόλη την κούραση μου εκείνη τη μέρα με τρεις μόνο ώρες ύπνου, το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ! Χίλια ευχαριστώ στη φίλη που μου το κανόνισε.
2) τα ωραία φαγάκια στο "Le Pot-Potin De L' été" με την Ελένη, στο "Le Trumilou"με τον Νίκο και στο " Le Cap" με τον Νίκο, τον Bernard και τη Veronique. Μιαμ, μιαμ!!!
2) τα ωραία φαγάκια στο "Le Pot-Potin De L' été" με την Ελένη, στο "Le Trumilou"με τον Νίκο και στο " Le Cap" με τον Νίκο, τον Bernard και τη Veronique. Μιαμ, μιαμ!!!
4) την ωραία νυχτερινή βόλτα απ' το Hôtel de Ville στην Place Vendome με τους δρόμους φωτισμένους και τα μαγαζιά γιορτινά στολισμένα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)