Αν με ρωτούσε κανείς τι με εντυπωσίασε περισσότερο στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη για τον Γιάννη Τσαρούχη, θα απαντούσα: Ο πρώτος πίνακας που βλέπεις μπαίνοντας. Μ’ αυτόν ξεκινάει η μεγάλη αναδρομική έκθεση. Είναι ένας μικρός πίνακας που απεικονίζει καράβια.
Λέγεται «Καράβια στο Ηλιοβασίλεμα» και το στοιχείο που τον καθιστά άξιο προς αναφορά είναι ότι ο Τσαρούχης τον ζωγράφισε σε ηλικία μόλις 7 χρόνων. Τον κοίταζα ξανά και ξανά και στο μυαλό μου έκανα την προσθαφαίρεση που μου αποκάλυπτε το μαγικό νούμερο 7. Το ίδιο συζητούσαν και οι λοιποί παριστάμενοι.
Λέγεται «Καράβια στο Ηλιοβασίλεμα» και το στοιχείο που τον καθιστά άξιο προς αναφορά είναι ότι ο Τσαρούχης τον ζωγράφισε σε ηλικία μόλις 7 χρόνων. Τον κοίταζα ξανά και ξανά και στο μυαλό μου έκανα την προσθαφαίρεση που μου αποκάλυπτε το μαγικό νούμερο 7. Το ίδιο συζητούσαν και οι λοιποί παριστάμενοι.
Ζωγράφος απ’ τα γεννοφάσκια λοιπόν ο Τσαρούχης και με τι πίνακα! Δεν θα μπω στη διαδικασία βέβαια να τον κρίνω γιατί δεν κατέχω σε βάθος τα της ζωγραφικής. Δεν έχει και σημασία άλλωστε. Αυτό στο οποίο στέκεται το μάτι (το δικό μου τουλάχιστον) είναι η σταθερότητα με την οποία ζωγράφισε ένα παιδί 7 ετών. Τα χρώματα που επέλεξε και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έζησε το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα και αναμφίβολα έχει καταγραφεί στη συνείδηση των πολλών ως σημαντικός ζωγράφος και σκηνογράφος. Ένα επίσης μεγάλο κομμάτι του κόσμου τον έχει συνδέσει δημιουργικά με το θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν. Είναι αλήθεια ότι ο Τσαρούχης ήταν ένας από τους συντελεστές εκείνης της μαγικής και μυθικής παράστασης των «Ορνίθων».
Η φήμη του λοιπόν εξηγεί την κοσμοσυρροή στο Μουσείο Μπενάκη. Μ’ εντυπωσίασε που αν και Κυριακή προχωρημένο μεσημέρι, υπήρχε ουρά για να δεις τα εκθέματα. Άνθρωποι κάθε ηλικιών, ζευγάρι με τα δίδυμα στα καρότσια, ηλικιωμένοι που θα περίμενες ότι θα προτιμούσαν να μην θυσιάσουν τον μεσημεριανό ύπνο τους, νέοι κόκ. Το ίδιο γεμάτοι ήταν και οι χώροι του καφε-εστιατορίου, αλλά και του πωλητηρίου.
Δεν θέλω να αδικήσω τον Τσαρούχη καλλιτεχνικά, ούτε να προσβάλλω τη μνήμη του μ’ αυτό που θα πω ότι σκέφτηκα. Θυμήθηκα ότι στην αναδρομική για τον Χατζηκυριάκο Γκίκα στο ίδιο Μουσείο προ τετραετίας, η προσέλευση δεν ήταν τόσο μεγάλη. Δεν ήταν ο Γκίκας σημαντικός ζωγράφος; Αντιθέτως! Μεγάλος ζωγράφος κατά την ταπεινή μου γνώμη αλλά περισσότερο διανοητικός στην τέχνη του.
Ο Τσαρούχης είναι πιο κοντά σ’ αυτό που προσλαμβάνει ο μέσος όρος ως καλή ζωγραφική. Ακόμα και τα έργα της πολύ νεανικής του περιόδου που φαίνεται ότι είναι σαφώς επηρεασμένα από ξένες τάσεις, τραβούν την προσοχή του επισκέπτη.
Αυτό που θεωρώ όμως ότι αποδίδει καλύτερα την επαφή του με την τέχνη είναι η δική του φράση:
Ό, τι έκανα στη ζωή μου είναι μια σειρά από πειραματισμούς και αναζητήσεις. Κάθε τόσο μου δίνουν κι έναν τίτλο επαινετικό ή υβριστικό. Προσπαθώ να καταλάβω στ’ αλήθεια τι είναι ζωγραφική. Προσπαθώ να μάθω πράγματα που θα ήθελα να ξέρω και δεν μου τα δίδαξε κανείς.
Ο Τσαρούχης μ’ έναν υποσυνείδητο τρόπο μερίμνησε ο ίδιος για την υστεροφημία του. Οπωσδήποτε αγαπούσε πολύ την τέχνη του. Ο ίδιος πάλι έχει πει ότι δεν διανοείτο ν’ αφήσει τα πινέλα του έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Τσαρούχης ζωγράφισε πολύ κατά παραγγελία όπως μαρτυρούν τα πορτρέτα που ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές, ζωγράφισε για ν’ απεικονίσει τον αγαπημένο του Πειραιά και μας άφησε όψεις μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια. Η σειρά πινάκων της δεκαετίας του ‘60 με την πλατεία Αλεξάνδρας, το Πασαλιμάνι, τον σύλλογο Ερετών, το καφενείο ΝΕΟΝ στην Ομόνοια, τα αρχοντικά σπίτια, οι αγιογραφίες (η μαθητεία του στον μεγάλο Κόντογλου), αλλά και η ζωγραφική που εμπνεύστηκε απ’ τον Καραγκιόζη του Σωτήρη Σπαθάρη.
Κι έπειτα είναι οι ναύτες. Εδώ ο ζωγράφος ζωγράφισε για τον εαυτό του. Πρόσωπα που είναι πιο μελαψά και με πιο έντονα χαρακτηριστικά στην αρχή και αμβλύνονται στο πέρασμα του χρόνου.
Η σειρά με τους πίνακες των 4 εποχών, οι γυναίκες που δεν έχουν κανένα ερωτικό στοιχείο πάνω τους, αλλά είναι είτε απλές χωριάτισσες είτε στεγνές και ουδέτερες στα χαρακτηριστικά τους, το μεγάλο τραπέζι με τα σκίτσα, τις εικονογραφήσεις, τα σχεδιάσματα, εδώ τα εξώφυλλα για τη «Βάρδια» του Καββαδία, το «Άξιον εστί» και «ο ήλιος ο πρώτος» του Ελύτη, εξώφυλλο για το δίσκο του Ξαρχάκου, εδώ και το σκίτσο της αέρινης Λαμπέτη στο Κάιρο.
Όλα αυτά συνθέτουν το ζωγραφικό κομμάτι της ζωής του Τσαρούχη με την έκθεση στο ισόγειο να κλείνει με μια ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα σε βάζο φτιαγμένα από χαρτί τουαλέτας με την αφιέρωση στον Διονύση (στον Φωτόπουλο άραγε;)
Ο δεύτερος όροφος είναι αφιερωμένος στη θεατρική του δραστηριότητα, ωστόσο αν πρέπει να τον συγκρίνω με τα εκθέματα του πρώτου, υστερεί σε στήσιμο και αντικείμενα. Για παράδειγμα, ενώ υπάρχουν μακέτες και σχέδια σκηνικών και κοστουμιών, δεν υπάρχει ούτε ένα κατασκευασμένο κοστούμι και η αίσθηση μας αφήνεται στο κοίταγμα των μεγάλων φωτογραφιών που στολίζουν τον χώρο ολόγυρα.
Το θέατρο με βοήθησε να μην φορτώνω τη ζωγραφική με δραματικά στοιχεία που ούτε η εποχή μας, ούτε η ίδια η ζωγραφική σήκωναν.
Ο Τσαρούχης ήταν μόνο 17 χρονών όταν έγιναν δεκτές οι πρώτες του σκηνογραφίες για το έργο του Μέτερλινγκ «Πριγκίπισσα Μαλένα».
Έκτοτε φιλοτέχνησε σκηνικά, κοστούμια και μάσκες για πάνω από 100 παραστάσεις. Με την «Ερωφίλη» του Χορτάτζη σηματοδοτήθηκε το 1934 η πολύχρονη συνεργασία και τη συνεργασία του με τον Κουν). Μεταξύ άλλων ο Τσαρούχης έντυσε την «Τραβιάτα» του Βέρντι, την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, το «Γαμήλιο Εμβατήριο» του Τερζάκη, τους «Άθλιους» του Ουγκώ, τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, παραστάσεις της Βέμπο, αλλά και μεγάλες παραγωγές της Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, της Σκάλας του Μιλάνου, του Κόβεντ Γκάρντεν, του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου της Γαλλίας, του Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα κά
Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση έχοντας παράλληλα την ευθύνη της δικής του διδασκαλίας και σκηνογραφίας.
Το ίδιο το θέατρο είναι μια τρέλα που οργανώνεται με σύστημα. Αν μέσα στο σύστημα διαφυλαχθεί η σχιζοφρένεια και το όνειρο, το θέατρο γίνεται ενδιαφέρον.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έζησε το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα και αναμφίβολα έχει καταγραφεί στη συνείδηση των πολλών ως σημαντικός ζωγράφος και σκηνογράφος. Ένα επίσης μεγάλο κομμάτι του κόσμου τον έχει συνδέσει δημιουργικά με το θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν. Είναι αλήθεια ότι ο Τσαρούχης ήταν ένας από τους συντελεστές εκείνης της μαγικής και μυθικής παράστασης των «Ορνίθων».
Η φήμη του λοιπόν εξηγεί την κοσμοσυρροή στο Μουσείο Μπενάκη. Μ’ εντυπωσίασε που αν και Κυριακή προχωρημένο μεσημέρι, υπήρχε ουρά για να δεις τα εκθέματα. Άνθρωποι κάθε ηλικιών, ζευγάρι με τα δίδυμα στα καρότσια, ηλικιωμένοι που θα περίμενες ότι θα προτιμούσαν να μην θυσιάσουν τον μεσημεριανό ύπνο τους, νέοι κόκ. Το ίδιο γεμάτοι ήταν και οι χώροι του καφε-εστιατορίου, αλλά και του πωλητηρίου.
Δεν θέλω να αδικήσω τον Τσαρούχη καλλιτεχνικά, ούτε να προσβάλλω τη μνήμη του μ’ αυτό που θα πω ότι σκέφτηκα. Θυμήθηκα ότι στην αναδρομική για τον Χατζηκυριάκο Γκίκα στο ίδιο Μουσείο προ τετραετίας, η προσέλευση δεν ήταν τόσο μεγάλη. Δεν ήταν ο Γκίκας σημαντικός ζωγράφος; Αντιθέτως! Μεγάλος ζωγράφος κατά την ταπεινή μου γνώμη αλλά περισσότερο διανοητικός στην τέχνη του.
Ο Τσαρούχης είναι πιο κοντά σ’ αυτό που προσλαμβάνει ο μέσος όρος ως καλή ζωγραφική. Ακόμα και τα έργα της πολύ νεανικής του περιόδου που φαίνεται ότι είναι σαφώς επηρεασμένα από ξένες τάσεις, τραβούν την προσοχή του επισκέπτη.
Αυτό που θεωρώ όμως ότι αποδίδει καλύτερα την επαφή του με την τέχνη είναι η δική του φράση:
Ό, τι έκανα στη ζωή μου είναι μια σειρά από πειραματισμούς και αναζητήσεις. Κάθε τόσο μου δίνουν κι έναν τίτλο επαινετικό ή υβριστικό. Προσπαθώ να καταλάβω στ’ αλήθεια τι είναι ζωγραφική. Προσπαθώ να μάθω πράγματα που θα ήθελα να ξέρω και δεν μου τα δίδαξε κανείς.
Ο Τσαρούχης μ’ έναν υποσυνείδητο τρόπο μερίμνησε ο ίδιος για την υστεροφημία του. Οπωσδήποτε αγαπούσε πολύ την τέχνη του. Ο ίδιος πάλι έχει πει ότι δεν διανοείτο ν’ αφήσει τα πινέλα του έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Τσαρούχης ζωγράφισε πολύ κατά παραγγελία όπως μαρτυρούν τα πορτρέτα που ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές, ζωγράφισε για ν’ απεικονίσει τον αγαπημένο του Πειραιά και μας άφησε όψεις μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια. Η σειρά πινάκων της δεκαετίας του ‘60 με την πλατεία Αλεξάνδρας, το Πασαλιμάνι, τον σύλλογο Ερετών, το καφενείο ΝΕΟΝ στην Ομόνοια, τα αρχοντικά σπίτια, οι αγιογραφίες (η μαθητεία του στον μεγάλο Κόντογλου), αλλά και η ζωγραφική που εμπνεύστηκε απ’ τον Καραγκιόζη του Σωτήρη Σπαθάρη.
Κι έπειτα είναι οι ναύτες. Εδώ ο ζωγράφος ζωγράφισε για τον εαυτό του. Πρόσωπα που είναι πιο μελαψά και με πιο έντονα χαρακτηριστικά στην αρχή και αμβλύνονται στο πέρασμα του χρόνου.
Η σειρά με τους πίνακες των 4 εποχών, οι γυναίκες που δεν έχουν κανένα ερωτικό στοιχείο πάνω τους, αλλά είναι είτε απλές χωριάτισσες είτε στεγνές και ουδέτερες στα χαρακτηριστικά τους, το μεγάλο τραπέζι με τα σκίτσα, τις εικονογραφήσεις, τα σχεδιάσματα, εδώ τα εξώφυλλα για τη «Βάρδια» του Καββαδία, το «Άξιον εστί» και «ο ήλιος ο πρώτος» του Ελύτη, εξώφυλλο για το δίσκο του Ξαρχάκου, εδώ και το σκίτσο της αέρινης Λαμπέτη στο Κάιρο.
Όλα αυτά συνθέτουν το ζωγραφικό κομμάτι της ζωής του Τσαρούχη με την έκθεση στο ισόγειο να κλείνει με μια ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα σε βάζο φτιαγμένα από χαρτί τουαλέτας με την αφιέρωση στον Διονύση (στον Φωτόπουλο άραγε;)
Ο δεύτερος όροφος είναι αφιερωμένος στη θεατρική του δραστηριότητα, ωστόσο αν πρέπει να τον συγκρίνω με τα εκθέματα του πρώτου, υστερεί σε στήσιμο και αντικείμενα. Για παράδειγμα, ενώ υπάρχουν μακέτες και σχέδια σκηνικών και κοστουμιών, δεν υπάρχει ούτε ένα κατασκευασμένο κοστούμι και η αίσθηση μας αφήνεται στο κοίταγμα των μεγάλων φωτογραφιών που στολίζουν τον χώρο ολόγυρα.
Το θέατρο με βοήθησε να μην φορτώνω τη ζωγραφική με δραματικά στοιχεία που ούτε η εποχή μας, ούτε η ίδια η ζωγραφική σήκωναν.
Ο Τσαρούχης ήταν μόνο 17 χρονών όταν έγιναν δεκτές οι πρώτες του σκηνογραφίες για το έργο του Μέτερλινγκ «Πριγκίπισσα Μαλένα».
Έκτοτε φιλοτέχνησε σκηνικά, κοστούμια και μάσκες για πάνω από 100 παραστάσεις. Με την «Ερωφίλη» του Χορτάτζη σηματοδοτήθηκε το 1934 η πολύχρονη συνεργασία και τη συνεργασία του με τον Κουν). Μεταξύ άλλων ο Τσαρούχης έντυσε την «Τραβιάτα» του Βέρντι, την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, το «Γαμήλιο Εμβατήριο» του Τερζάκη, τους «Άθλιους» του Ουγκώ, τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, παραστάσεις της Βέμπο, αλλά και μεγάλες παραγωγές της Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, της Σκάλας του Μιλάνου, του Κόβεντ Γκάρντεν, του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου της Γαλλίας, του Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα κά
Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση έχοντας παράλληλα την ευθύνη της δικής του διδασκαλίας και σκηνογραφίας.
Το ίδιο το θέατρο είναι μια τρέλα που οργανώνεται με σύστημα. Αν μέσα στο σύστημα διαφυλαχθεί η σχιζοφρένεια και το όνειρο, το θέατρο γίνεται ενδιαφέρον.
Αν έπρεπε ν' απαντήσω σε κάποιον που θα αναρωτιόταν για το να πρέπει να δει αυτή την έκθεση ή όχι, θα τη σύστηνα ανεπιφύλακτα. Ανεξαρτήτως, των ειδικών κροτηρίων με τα οποία αποτιμούμε την τέχνη γενικότερα, η αθώα προσέλευση έχει πάντα τη σημασία της, αφού η τέχνη στοχεύει πρωτίστως στον συναισθηματικό μας κόσμο. Αν μη τι άλλο, ο Τσαρούχης έτερψε ψυχές κι έθελξε μάτια, συμπληρώνοντας με την ύπαρξη του το μωσαικό της γενιάς του '30 που για πολλούς λόγους άφησε ιστορία στην καλλιτεχνική ζωή και στη διανόηση αυτού του τόπου.
3 σχόλια:
Chapeau!!
Την είδα το Sάββατο που πέρασε! Βλέπω πως είχαμε κοινές απορίες και παρατηρήσεις! :) Τα ΄χεις πολύ ωραία δοσμένα! Για τα κοστούμια έχεις μεγάλο δίκιο. Πώς τους ξέφυγε?
Υ.Γ. Ναι, στον Φωτόπουλο, το έγραφε από κάτω! ;)
Φιλιάάά
αλεπουδίτσα, ένα έχω να σου πω: πωπω ζήλειααααααααααααααααα!!!
@κορίτσια,
είμαι απαράδεκτη που δεν έχω απαντήσει εδώ και μέρες...
Δημοσίευση σχολίου