Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2008

Δώρο ζωής.

Είχα μήνες να τη δω και είχα τύψεις. Κάτι όμως που το πρόγραμμα ήταν φορτωμένο, κάτι που δεν βόλευαν οι ώρες, όλο της έλεγα "θα περάσω" κι όλο δεν τα κατάφερνα. Εντωμεταξύ, ούτε εκείνη μ' έπαιρνε τηλέφωνο να ρωτήσει ανυπόμονα πότε θα πάω, κάτι που μου φάνηκε παράξενο, αφού παλιότερα συνήθιζε να μου τηλεφωνεί συχνά. Μέχρι που σκέφτηκα μήπως είχε συμβεί κάτι κακό, αλλά ξόρκιζα αμέσως τη σκέψη απ' το μυαλό μου.
Τελικά, πήγα το περασμένο Σάββατο. Καθόταν στη γνωστή της θέση, με τα μαλλιά ξέπλεκα κιένα ροζ νυχτικό. Ήταν κεφάτη κι έτσι όπως την περιτριγύριζαν και οι 3 γάτες της (όλη η γατοοικογένεια παρακαλώ, μαμά, μπαμπάς, παιδί), έμοιαζε σαν κοριτσάκι.
"Έχω να σου πω", μου έκανε συνομωτικά αμέσως μόλις η κυρία που την φροντίζει έφυγε για λίγο, για κάποια εξωτερική δουλειά.
Κι άρχισε να μου λέει. ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ! Φοβερό! Απρόσμενο! Καταπληκτικό!!! Γνωρίζονται από παλιά, αλλά λόγω μιας "συνεργασίας" μιλάνε συχνά στο τηλέφωνο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο περίπου. Και κάποια στιγμή, αυτά τα "επαγγελματικά" τηλεφωνήματα έγιναν λίγο πιο προσωπικά. Άρχισε να εναλλάσσεται ο πληθυντικός με τον ενικό και να τηλεφωνιούνται ακόμα και χωρίς να υπάρχει λόγος. Ένα τηλεφώνημα το πρωί κι ένα το βράδυ. Της έστειλε και φωτογραφία του γιατί είχαν να ειδωθούν χρόνια. Κι αυτά τα τηλεφωνήματα την έκαναν να ξανανιώσει έφηβη. Σκιρτούσε κάθε φορά στην αναμονή τους και πέρασε κι ένα δυο βράδυα άυπνη,να σκέφτεται. Όλα τα κλασικά συμπτώματα του έρωτα δηλαδή. Η μονοτονία σταμάτησε. Η μοναξιά επίσης. "Πριν δεν είχε κανένα νόημα η ζωή μου", μου εξομολογήθηκε. "Να δεις, πώς το λέει ο Καβάφης: [...]είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει]".
"Τώρα έχω κάτι να περιμένω. Και ξέρεις ποιο είναι το πιο άσχημο; Να πεθαίνεις και να μην έχεις κανέναν δίπλα σου να σου δώσει ένα φιλί, να ξέρεις ότι σ' αγαπάει".
"Είστε πολύ τυχερή γυναίκα", της είπα. "Και οι δυο άντρες που παντρευτήκατε σας αγάπησαν πολύ και τους αγαπήσατε κι εσείς και τώρα υπάρχει κι ένας ακόμη που σας νοιάζεται". Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, σημάδι ότι συμφωνούσε.

Έφυγα λίγα λεπτά αφού χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν εκείνος. Της πήγα τον ασύρματο κοντά της για να μιλήσει και τη χαιρέτησα διακριτικά. Πρόλαβα να δω τη λάμψη στο βλέμμα της, το πόσο φωτίστηκε το πρόσωπό της καθώς του μιλούσε. "Μια φίλη μου είναι εδώ, μπορώ να μιλήσω ελεύθερα", του είπε.
Κολακεύτηκα με τον χαρακτηρισμό "φίλη μου".
Η φιλία κι ο έρωτας δεν έχουν ημερομηνία λήξεως. Δεν πρέπει να έχουν. Απόδειξη ότι εκείνη έχει κλείσει τα 82 της χρόνια κι εκείνος είναι 80.

Κυριακή, Ιουνίου 22, 2008

Το ακορντεόν.

Στο μικρό πλοίο για το κοντινό νησί, όλοι κι όλοι 7-8 επιβάτες. Με το ξεκίνημα ακούγεται ήχος μουσικής. Μια γυναίκα στραμμένη έτσι ώστε να την βλέπουμε, παίζει ακορντεόν. Είναι κάπως περασμένης ηλικίας, απροσδιόριστης, ή μάλλον έτσι φαίνεται επειδή κουβαλάει και την κούραση μιας ζωής που αλλιώς ίσως προδιαγραφόταν κι αλλιώς κυλάει.
Παίζει δυο κομμάτια και μετά σηκώνεται και περνάει ανάμεσα μας, χωρίς να κοντοστέκεται ιδιαίτερα. Ένα πλαστικό ποτηράκι κρέμεται στην άκρη του ακορντεόν της. Οι περισσότεροι ρίχνουν και κάτι- νομίζω όλοι. Λέει ευχαριστώ μ' έναν τρόπο που μοιάζει να το εννοεί πραγματικά.
Οι σκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη γρήγορα στο μυαλό μου. Πάω να σκεφτώ άσχημα. Πώς είναι όταν δυσανασχετείς από τους πολλούς επαίτες που μπαινοβγαίνουν στον ηλεκτρικό; Πώς είναι όταν αναρωτιέσαι ποιος έχει πράγματι ανάγκη και ποιος όχι; Πώς είναι όταν σε πιάνει μια ανεξήγητη άρνηση και δεν θες να δώσεις τα λίγα σου κέρματα; Παράλογο, αν εκείνη τη στιγμή σκεφτείς πόσο εύκολα θα τα χαλάλιζες για μια ανοησία.
Η γυναίκα γυρίζει πάλι στη θέση της. Πιάνει το ακορντεόν και αρχίζει ξανά. Αυτή τη φορά παίζει και τραγουδάει κιόλας. Είναι ένα θλιμμένο τραγούδι, της πατρίδας της, μάλλον σαν ρώσικα ακούγονται τα λόγια. Η φωνή της με κάνει κι ανατριχιάζω. Μα πιο πολύ η θλίψη των ματιών της και των δαχτύλων της έτσι όπως ακουμπάνε στα πλήκτρα του πολύτιμου γι' αυτήν ακορντεόν. Προσπαθώ να τη σκεφτώ σε μικρή, παιδική ηλικία. Όταν γνωριζόταν με τη μουσική, όταν μάθαινε το όργανο, μπορούσε ποτέ να αναλογιστεί ότι θα το έπαιζε για να εξοικονομήσει μερικές πενταροδεκάρες;
Η γυναίκα είναι καλλιτέχνης. Παίζει το τραγούδι της για το κοινό της. Παίζει και για πάρτη της. Μόλις τελειώνει δεν σηκώνεται πια. Αφήνει το ακορντεόν μπροστά της και κάθεται στη θέση της για το υπόλοιπο της διαδρομής, με τα νώτα της στραμμένα σε μας, σαν επιβάτης δηλαδή.
Σηκώνομαι σαν υπνωτισμένη. Ντρέπομαι για τις σκέψεις που είχα κάνει πρωτύτερα. Αφήνω κέρματα στο ποτηράκι. Έτσι όπως πάω να καθίσω πάλι στη θέση μου, βλέπω ότι δάκρυα κυλούν ασταμάτητα στα μάγουλα της. Γυρίζω στη θέση μου. Σκουπίζει τα μάγουλα της με την άκρη της μπλούζας της και τα υγρά της χέρια με το κουρτινάκι απ' το παράθυρο. Πολύ διακριτικά. Δεν θέλει να τη δει ή να την λυπηθεί κανένας.
Κάτι θα έλεγε το τραγούδι που την συγκίνησε, σκέφτομαι.
Το πλοίο φτάνει. Ο κόσμος βγαίνει. Μένω επίτηδες τελευταία. Η γυναίκα έχει σηκωθεί. Την πλησιάζω λίγο. Δεν ξέρω τι να της πω. Θέλω να την ευχαριστήσω μα ντρέπομαι κιόλας.
Της χαμογελώ. "Ευχαριστώ", μου λέει πρώτη εκείνη. "Παίζετε πολύ ωραία", της λέω. "Ευχαριστώ πολύ" κάνει ξανά. Είναι εξαιρετικά αξιοπρεπής. "Από πού είστε;" ρωτάω. "Από την Ουκρανία", μου απαντάει.
"Αυτό που τραγουδήσατε ήταν της πατρίδας σας;" ρωτάω και πάλι. "Ναι", κουνάει καταφατικά το κεφάλι. "Να είστε καλά", της λέω και φεύγω.

Δεν μπορώ να μην σκεφτώ τη μοίρα αυτών των λαών που κατέληξαν να περιμένουν την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία αλλά και τον ρατσισμό των από τύχη πιο "προνομιούχων".

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2008

Θερινή ραστώνη

Θερινή ραστώνη και ραστώνη γενικότερα.
Πριν από μια βδομάδα, δεν είχα καθόλου χρόνο να γράψω. Τώρα δεν έχω καμία διάθεση. Σαν να έσβησε ο διακόπτης και να μην κατεβαίνουν οι λέξεις.

Ελπίζω να ανακάμψω σύντομα!