Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

Odette Toulemonde/ Η Οντέτ στα άστρα

Η Odette Toulemonde είναι μια πολύ ευχάριστη ταινία γαλλοβελγικής παραγωγής.

Η Odette Toulemonde (στα γαλλικά tout le monde σημαίνει ο καθένας αλλά ακούγεται το ίδιο με το Toulemonde) είναι μια 40χρονη χήρα που ζει στη Charleroi του Βελγίου μαζί με τον γιο και την κόρη της. Δουλεύει πωλήτρια στο τμήμα καλλυντικών ενός πολυκαταστήματος και για να συμπληρώσει το εισόδημά της φτιάχνει φτερά για τις χορεύτριες των παρισινών καμπαρέ.

Η Odette είναι η προσωποποίηση της χαράς και της ευτυχίας για τους γύρω της. Έχει αστείρευτη ενέργεια και προσλαμβάνει πάντα τη θετική πλευρά της ζωής. Έχει οργανώσει με επιμέλεια τον προσωπικό της χώρο: συλλογή με κούκλες, χαρούμενα χρώματα, έχει αποδεχτεί πλήρως τον γκέι γιο, τη νευρόσπαστη κόρη με συμπεριφορά αγοροκόριτσου, τον βρωμύλο γκόμενο της κόρης, τον ιδιόρρυθμο γείτονα Jesus, τους συναδέλφους της κόκ.

Δυο πράγματα γεμίζουν απόλυτα την καθημερινότητα της απλοϊκής εκ πρώτης όψεως Odette: τραγουδάει Τζόζεφιν Μπέικερ και διαβάζει Μπαλταζάρ Μπαλζάν (το επώνυμο είναι σαφές ότι παραπέμπει στον Μπαλζάκ).

Η τύχη παίζει τα γνωστά παιχνίδια της κι ο Μπαλζάν που για το ευρύ κοινό είναι πλούσιος, διάσημος κι άρα ευτυχής; παθαίνει κατάθλιψη και βρίσκεται στο κατώφλι της Odette ζητώντας της να τον περιθάλψει.

Η συνέχεια επί της οθόνης αποκαλύπτει μια πολύ δυνατή κι έξυπνη γυναίκα που κάτω απ' το καλοσυνάτο της πρόσωπο, κρύβει καλά τη μοναξιά της κι έχει πλήρη επίγνωση της προσωπικότητας και της κατάστασης της, χωρίς όμως να μέμφεται κανέναν γι' αυτό. Η Odette παραδίδει μαθήματα αξιοπρέπειας, απλότητας και ανθρωπιάς. Διδάσκει πως η ευτυχία δεν χαρίζεται χωρίς προσπάθεια, δεν είναι αυτονόητη και δεν εξαγοράζεται.

Στέκομαι ιδιαιτέρως στην πρωταγωνίστρια Catherine Frot που είναι μια απ' τις πιο επιτυχημένες κομεντιέν στη Γαλλία, τόσο στον κινηματογράφο όσο και το θέατρο. Η ερμηνεία της είναι απολαυστική.
Φεύγει κανείς απ' τον κινηματογράφο με μια αίσθηση ζεστασιάς και χαμόγελου κι έτσι κλείσαμε κι εμείς τρυφερά το κυριακάτικο βράδυ μας.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

Περσέπολις


Το καλοκαίρι νομίζω πρόσεξα για πρώτη φορά αφίσα που διαφήμιζε την "Περσέπολη"και την είχα βάλει στα υπόψιν του χειμώνα.

Ο στόχος επετεύχθη πριν μια βδομάδα σ΄ένα κατάμεστο Αττικόν που ήταν άλλωστε και ο μόνος κινηματογράφος που την έπαιζε κατ' αποκλειστικότητα. (Αυτή τη βδομάδα, διάβασα ότι παίζεται και αλλού).

Τον τίτλο "Περσέπολις" έδωσε η Μαρζάν Σατραπί εξιστορώντας την ιστορία της ζωής και της οικογένειας της από το 1978 και τις τελευταίες μέρες του Σάχη στην εξουσία μέχρι το 1994 και την μετανάστευση της στο Παρίσι.

Δεκαέξι χρόνια περάσανε μπροστά απ' τα μάτια μας μέσα από τις φιγούρες ενός πολύ καλοφτιαγμένου κόμικ και με ανάγκη να ειπωθούν εξαιρετικά σοβαρά πράγματα με απλό, όχι όμως και απλοϊκό τρόπο.

Η ιστορία που κατέγραψε η Σατραπί είναι η ιστορία της πατρίδας της και οι αλλαγές που βίωσαν οι άνθρωποι στην καθημερινότητα τους όταν το καθεστώς του Χομεϊνί επέβαλλε έντονο θρησκευτικό κλίμα, ανελευθερία και καταπίεση.

Το ότι η ηρωίδα προέρχεται από μια οικογένεια διανοούμενων δίνει περισσότερο ενδιαφέρον στην ιστορία, αφού οι βαθειές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές τους πλήττουν άμεσα.

Το γεγονός ότι η συγγραφέας είχε την τύχη να γεννηθεί στην Ανατολή από προοδευτικούς γονείς και να φύγει για τη Δύση ωθούμενη και τις δυο φορές απ' τους γονείς της, απαλλάσσει την αφήγηση της ταινίας απ' τα κλισέ, τα μελό και το δήθεν διανοουμενίστικο κλίμα.

Η Σατραπί δεν φτιάχνει κόμικ απλώς για να γελάσουμε. Στη ζωή άλλωστε το γέλιο και το κλάμα οφείλουν να συνυπάρχουν κι αυτό μιμείται σε ιδανικές συνθήκες και η Τέχνη. Το κόμικ της, δεν απευθύνεται σε μικρά παιδιά γιατί βρίθει κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων που τα μικρά παιδιά δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν.

Επέλεξε όμως να μας μιλήσει για τη ζωή της με κόμικ, σαν μια προσπάθεια ίσως να επαναφέρει στη μνήμη της τον τρόπο με τον οποίο εκείνο το μικρό κορίτσι των 6 και 7 χρόνων βίωνε αυτές τις αλλαγές από την αλάνα που έπαιζε με τα γειτονόπουλα μέχρι την ατίθαση εφηβεία, την ενηλικίωση, το ταξίδι, τον γάμο, το διαζύγιο και το τελικό φευγιό.

Το θέμα που πραγματεύεται η Σατραπί, εκτός των άλλων, είναι και θέμα ταυτότητας. Η νεαρή Μαρζάν βιώνει έναν ρατσισμό στην Αυστρία που πάει να σπουδάσει βγαίνοντας για πρώτη φορά απ' τη χώρα της. Προσπαθεί να εξομοιωθεί με τους ντόπιους εκεί κι όταν αντιλαμβάνεται τη δυσκολία ενσωμάτωσης, κυριεύεται απ' τον νόστο για την πατρίδα της. Τα λίγα χρόνια που θα προσπαθήσει να ζήσει ξανά στην Τεχεράνη θα της δώσουν ένα ακόμα μάθημα του πώς είναι να νιώθεις ξένος στην ίδια σου τη χώρα. Αυτή τη φορά θα φύγει οριστικά, αφού θα έχει κάνει τον προσωπικό της κύκλο. Στη νέα της πατρίδα η Μαρζάν κουβαλάει παλιό, πολύτιμο πολιτισμό και μνήμες που την γεμίζουν αισιοδοξία.
Στη Γαλλία, το "Περσέπολις" κυκλοφόρησε σε τέσσερεις τόμους (2000, 2001, 2002, 2003) .

Το κόμικ, μεταξύ άλλων διακρίσεων, τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου από το Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικ της Ανγκουλέμ, ενώ το περιοδικό Time το συμπεριέλαβε στον κατάλογο με τα καλύτερα κόμικς του 2003.

Στην Ελλάδα κυκλοφορεί σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Ηλίβατον.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

Έλεος πια!

Χτες το βράδυ θύμωσα πολύ. Ο λόγος ήταν αυτό που αντίκρυσα στην έξοδο του Μετρό στο Σύνταγμα.
Θα έχετε προσέξει φαντάζομαι ότι υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα λίγο πριν την έξοδο που συνήθως φιλοξενεί εκθέσεις. Έχω δει κατά καιρούς κάποιες μικρές εκθέσεις ζωγραφικής ή ενημερώσεις για κάποιο θέμα επικαιρότητας, πχ για το Aids κατά την παγκόσμια ημέρα του Aids κλπ.
Χτες όμως, λειτουργούσε έκθεση τραπεζών. Εξηγούμαι: όλες οι γνωστές τράπεζες είχαν από ένα περίπτερο με σκοπό να ενημερώνουν για δάνεια και κάρτες.
Το concept - φαντάζομαι- είναι εύκολο να το αντιληφθούμε: πάει ο ανυποψίαστος πολίτης να ρίξει μια ματιά και τον γραπώνουν ευγενέστατοι υπάλληλοι όπου του κάνουν πλύση εγκεφάλου για τις υπηρεσίες που του παρέχουν. Όλα είναι εξαιρετικά ευνοϊκά στην αρχή. Η τράπεζα σου δίνει ζεστό χρήμα, άμεσα, αλλά ξεχνάει να σου επισημάνει τα μικρά γράμματα του συμβολαίου στο κάτω μέρος του οποίου φιγουράρει η υπογραφή σου: υψηλά επιτόκια, κυμαινόμενα επιτόκια, μίνιμουμ μηνιαίας καταβολής κόκ.
Κι έτσι εμπλέκεσαι σ' έναν απίστευτο κυκεώνα όπου χάνεις τη μπάλα και δεν μπορείς να δραπετεύσεις, ενώ είσαι χρεωμένος μέχρι το λαιμό.
Τα τελευταία χρόνια όλοι το έχουμε δει το έργο, άλλοι σαν θεατές κι άλλοι σαν πρωταγωνιστές. Οι διαφημίσεις τραπεζικών προϊόντων μας κατακλύζουν από παντού, ενώ συνήθως μας ενοχλούν κι απ' το τηλέφωνο προτείνοντας μας κάτι σχετικό. Όταν δε, πλησιάζει περίοδος εορτών ή καλοκαίρι, τα πράγματα παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή αφού μας χτυπάνε στο ευαίσθητο σημείο μας: εορτοδάνεια και διακοπών. Το Πάσχα μάλιστα, οι "καλές" τράπεζες σου δίνουν λεφτά για να πάρεις λαμπάδα και παπούτσια για το βαφτιστήρι σου. Οι "καλές" όμως τράπεζες εμφανίζουν τους "ευγενικούς" υπαλλήλους τους μόνο πριν. Μετά, την ώρα της κρίσης, την ώρα που πρέπει να πληρώσεις δηλαδή και δεν ευκολύνεσαι, σου δείχνουν και το πρόσωπο πίσω απ' τη μάσκα.
Πέρυσι, έπεσε στα χέρια μου και free press έντυπο στο μετρό που η θεματολογία του είναι απολύτως σχετική με κάρτες, δάνεια και συμβουλές (που ευνοούν τις τράπεζες- εννοείται αυτό).
Ζούμε σε μια άκρως καταναλωτική κοινωνία και παραδέχομαι ότι δεν έχουμε όλοι τις ίδιες αντιστάσεις σχετικά με τις αγορές που αντέχει το πορτοφόλι μας να κάνουμε χωρίς να βρεθούμε υπόχρεοι. Λυπάμαι όμως πολύ που τα πράγματα έχουν πάρει ανεξέλεγκτη τροπή και δεν μας προφυλάσσει κανείς απ' αυτό στο οποίο εύκολα μπορούμε να παγιδευτούμε. Και δεν μιλάω μόνο για ανθρώπους που δεν γνωρίζουν πολλά και είναι εύκολα θύματα ή γι' αυτούς που δεν έχουν και πιθανόν να χρησιμοποιούν την κάρτα για τα ψώνια της εβδομάδας. Δοσοληψίες με τράπεζα έχουμε λίγο πολύ όλοι και ανά πάσα στιγμή μπορούμε να την πατήσουμε, όσο έξυπνοι κι αν περνιόμαστε.

Για την ιστορία του πράγματος, δεν μπήκα χτες στη μεγάλη αίθουσα με τα περίπτερα, αφενός γιατί βιαζόμουνα, αφετέρου γιατί δεν είχα λόγο, αλλά ούτε και διάθεση να προσπαθώ ευγενικά να αποφύγω τις ενδεχόμενες πιέσεις. Μια κλεφτή ματιά απέξω έριξα, απλώς και μόνο για να δω ποιες Τράπεζες συμμετείχαν.
Αναρωτιέμαι όμως πόσοι μπήκαν ή θα μπουν για όσο διαρκέσει αυτό και με ποιο τίμημα εξήλθαν.

Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007

Η «Κερένια Κούκλα».




Διάβασα την «Κερένια κούκλα» το καλοκαίρι του 2006, κυρίως από περιέργεια για τη συγγραφική δεινότητα του Χρηστομάνου αλλά και γιατί αμυδρά θυμόμουν εικόνες απ’ την τηλεοπτική της μεταφορά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 υποθέτω, στην ασπρόμαυρη δημόσια τηλεόραση. (ΕΡΤ ή ΥΕΝΕΔ, θα σας γελάσω).Θυμάμαι την ηθοποιό που ενσάρκωνε την άρρωστη Βιργινία, ήταν η Νόνη Ιωαννίδου όπως θα μάθαινα εκ των υστέρων. Αν και δεν πολυκαταλάβαινα τότε τι πραγματευόταν ακριβώς το σήριαλ, το χάζευα γιατί με μάγευε η φωνή της. Κι έτσι, επί σειρά ετών είχα πέσει στην πλάνη ότι η «Κερένια Κούκλα» ήταν η Βιργινία, δηλαδή η ηρωίδα που ενσάρκωνε η Νόνη Ιωαννίδου. Δεν ήταν όμως. Αν και θα μπορούσε να είναι. Αλλά αυτό το καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο...

Ο Χρηστομάνος υπήρξε εστέτ και συμβολιστής, χαρακτηριστικά που διακρίνονται εύκολα αν διαβάσει κανείς κάτι δικό του. Και βέβαια η συγγραφική του δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην «Κερένια κούκλα», αλλά αυτή μας ενδιαφέρει επί του παρόντος.
«Η Κερένια κούκλα» είναι γεμάτη συμβολισμούς, αλλά κυριαρχεί ένας βασικός που τον μαρτυράει κι ο ίδιος ο τίτλος της. Είναι το μωρό που γεννιέται ασθενικό και μοιάζει με τη Βιργινία, είναι και η Βιργινία που καθηλώθηκε σ’ ένα κρεββάτι παρατηρώντας την ομορφιά και τα νειάτα της να λειώνουν απ’ την αρρώστεια .

Η Κερένια Κούκλα γράφτηκε το 1908 και δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς». Εκδόθηκε απ’ τον οίκο Φέξη το 1911, χρονιά θανάτου του συγγραφέα της- ούτε ο ίδιος ο Χρηστομάνος δεν θα μπορούσε να προβλέψει αυτόν τον συμβολισμό/ σύμπτωση... με πλήρη τίτλο: «Η Κερένια κούκλα. Αθηναϊκό μυθιστόρημα».


Έγινε θεατρικό έργο από τον Παντελή Χόρν (στις 14 και 15 Ιουλίου 1915 από τον θίασο της Κυβέλης σε σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου- δυστυχώς δεν διασώθηκε το κείμενο του Χορν), ταινία από τον Μιχ. Γλητσό (η πρώτη μεταφορά ελληνικού λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια την Βιργινία Διαμάντη, το 1916), έγινε ξανά ταινία απ’ τον Μαυρίκιο Νόβακ το 1958, αργότερα σειρά στην ελληνική τηλεόραση και το 1996, παρουσιάστηκε στο θέατρο από τη θεατρική εταιρεία «Αιωρία» σε διασκευή και σκηνοθεσία Κατερίνας Σαρροπούλου.


Η «Κερένια κούκλα» δεν άφησε αδιάφορο ούτε το θέατρο του 21ου αιώνα. 100 σχεδόν χρόνια μετά τη συγγραφή της, ενέπνευσε τον Άκη Δήμου να γράψει το «Αίμα που μαράθηκε» και που μου έδωσε την αφορμή να ασχοληθώ με τα σχετικά ποστ. Περισσότερα για το θεατρικό εδώ.

Το θέμα που πραγματεύεται είναι φαινομενικά απλό:

Ο Νίκος και η Βιργινία ζουν στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα σ’ ένα σπιτάκι κάτω απ’ τον λόφο του Φιλοπάππου. Κάποια στιγμή μπαίνει ανάμεσα τους μια νέα κοπέλα, η Λιόλια που ήρθε στο σπίτι για να βοηθάει την άρρωστη σύζυγο. Η υγεία και τα νειάτα της Λιόλιας θα κερδίσουν τα αισθήματα του Νίκου ενώ η άρρωστη σύζυγος βασανισμένη από τις υποψίες, μαραζώνει κυριολεκτικά πάνω στο νυφικό της κρεββάτι. Ο Νίκος και η Λιόλια παντρεύονται και αποκτούν ένα παιδί, την «κερένια κούκλα». Σύντομα όμως η Μοίρα θα τους χτυπήσει την πόρτα ζητώντας το μερίδιο της…

Η «Κερένια Κούκλα» θεωρήθηκε ως ένα από τα πρώτα δείγματα του συμβολισμού στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Ο Χρηστομάνος καταφέρνει να μας παρουσιάσει ένα τολμηρό κείμενο, να ηθογραφήσει με ενάργεια τους χαρακτήρες του και να μας περιγράψει με ρεαλισμό τη σκληρή ζωή εκείνης της εποχής. Ο ρεαλισμός της αφήγησης συνδυάζεται με τον λυρισμό των περιγραφών και η απλή γλώσσα του κειμένου ελκύει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Ανάμεσα στους λογοτέχνες και κριτικούς της εποχής της πρώτης έκδοσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, είχε ήδη εντοπίσει τις αρετές αλλά και κάποια αδύνατα σημεία του. Τον ίδιο τον Χρηστομάνο άλλωστε, περιέβαλλε ένας μύθος, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν άφησε το μυθιστόρημά του να ξεχαστεί και συνέχισε να επανεκδίδεται, στα μετέπειτα χρόνια αρκετά συστηματικά.
Ο κριτικός Βάσος Βαρίκας, το 1970, κάνει λόγο για «σελίδες αξιανάγνωστες, ακόμη και σήμερα, από τις καλύτερες της πεζογραφίας μας».

Κλεινω παραθέτοντας αυτούσιο το εισαγωγικό σημείωμα του ίδιου του Χρηστομάνου απ’ τις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ. (Δυστυχώς, πουθενά στο βιβλίο δεν αναγράφεται η χρονολογία έκδοσης):

Θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή – γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή-
...Τι γρήγορα που φεύγομε και αφήνομε τον ήλιο και τη θάλασσα, τα λουλούδια και το φεγγάρι!...
Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα-και τα χείλη των νέων που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης:γιατί και η χαρά δεν είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του να’ ρθη- είναι ο άμμος πάνω απ’ την πέτρα την αληθινή που τονέ σκορπάει ο άνεμος. Έτσι ξεγελιούνται κ’ οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού νάρθη η πίκρα του χειμώνα...
Εσείς που θα διαβάσετε αυτήν την ιστορία θα σκεφθήτε ίσως πως με περισσότερην υποταγή κ’ ευγνωμοσύνη πρέπει να ζήσωμε τη θλίψη της ζωής που μας έδωσε η Μοίρα. Αχ, όσους και να πυργώση η ανθρώπινη μας περηφάνεια άλικους βράχους μέσα στη ρεματιά του βίου, πάντα το θλμμένο ποτάμι θα κυλήση κάτω απ’ τις κλωνόγερτες ημέρες μας τα πονεμένα του νερά, βουβά κι αργά, προς τη μεγάλη θάλασσα τη σκοτεινή που είναι η ευτυχία η αληθινή- γιατ’ είναι η αιώνια αλήθεια...

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007

Βλακείες...


Πόσες βλακείες μπορεί ν’ ακούει κανείς καθημερινά και να μένει απαθής; Πολλές, άπειρες, συνηθίζει κανείς σ’ αυτές όπως στο πρωινό ξύπνημα κάθε Δευτέρα που πρέπει να ξαναρχίσει ο μαραθώνιος της καθημερινότητας.
Αρκεί ωστόσο μερικές φορές έστω και μία για να σε βγάλει έξω απ’ τα ρούχα σου και –πιστέψτε με- σήμερα που η θερμοκρασία κατέβηκε απότομα δεν ενδείκνυται η απογύμνωσις!
Πρωί- πρωί άκουσα τις εντυπώσεις συναδέλφου που έλειψε για 4 μέρες στο Παρίσι και προετοίμαζε το ταξίδι καιρό πριν, αγοράζοντας μπότες με τακούνι και άλλα αξεσουάρ και που συνέλεγε πληροφορίες απ’ όσους είχαν πάει στην πόλη του φωτός για το τι θα δει, πού θα φάει, τι θα φάει και ποια πτέρυγα του Λούβρου να επισκεφτεί.

Θέλετε να μάθετε τι είπε όταν εγώ η αφελής τη ρώτησα πώς της φάνηκε το Παρίσι και εντελώς αφελώς περίμενα θετική αντίδραση;
«Ελλαδάρα και πάλι Ελλαδάρα», αναφώνησε η ξανθιά (β(λ)αμμένη) συνάδελφος.
Την κοίταξα με το ύφος του βοδιού, αδυνατώντας να συνθέσω την απλή της – απλοϊκή ταιριάζει καλύτερα-αλλά αποστομωτική- αυτό ταιριάζει γάντι- απάντηση και ρώτησα δειλά: «Δηλαδή δεν σου άρεσε;»
«Ε, δεν είναι και σαν την Ελλάδα» άρχισε και για να μην με αφήσει παραπονεμένη μου παρέθεσε με λεπτόμερειες τα εξής:
Το μετρό τους είναι βρώμικο. Τι άσχημα πλακάκια είναι αυτά που έχει, σαν τουαλέτας…Το δικό μας είναι πεντακάθαρο (ε, ναι, δυστυχώς δεν θα ζούμε να το καμαρώσουμε και μετά από έναν αιώνα)
Το Quartier Latin, χάλια σαν τον Λαγανά της Ζακύνθου…(αδυνατώ να συλλάβω την ομοιότητα)
Το φαί τρωγόταν. Το Mac Donalds τους πολύ καλό… η greek salad όμως βρωμούσε…(χωρίς σχόλιο)
Η Μονμάρτη έτσι κι έτσι. (ευτυχώς θα τρίζουν λιγότερο τα σανίδια στα ατελιέ των ζωγράφων που την ύμνησαν στον καμβά τους.)
Στο Λούβρο οκ, η Τζοκόντα μια παπαριά, η Αφροδίτη σιγά το πράμα, η Νίκη της Σαμοθράκης όμως μ’ άρεσε. – (πάλι καλά)
Το κρεββάτι του Ναπολέοντα δεν το είδα, το είχαν κλειστό το δωμάτιο. Ήθελα να το δω για να διαπιστώσω πόσο κοντός ήταν... (κοντός στο μάτι...)
Δεν μπορώ να ταυτιστώ μ’ αυτόν τον λαό (ευτυχώς ούτε εκείνος με σένα)
Ε, δεν είδα και πουθενά κάτι τόσο ωραίο σαν το Κολωνάκι ή την Εκάλη (ανατρίχιασα)
Το μετρό μου δημιουργεί κατάθλιψη, δεν μπορώ να κινούμαι εγώ με μέσα συγκοινωνίας, έχω να μπω σε λεωφορείο στην Αθήνα κάτι χρόνια.( ???????????)
Στις Βερσαλλίες όλα γκρι ήταν (pardon, αλλά πράσινα είναι μόνο την άνοιξη)
Γενικά, το Παρίσι σαν Μαυσωλείο είναι! ( ενώ η Αθήνα είναι πανέμορφη η άτιμη, ειδικά τώρα με την ανάπλαση της Πειραιώς κι όλα τα φωταγωγημένα σκυλάδικα)
Στην Eurodisney θα ξαναπάω με τα παιδιά μου (εγώ πάλι γιατί δεν καταλαβαίνω την αισθητική σχέση Παρισίου και Eurodisney;)

Νομίζω περιττό να σας πω ότι στις παρενθέσεις τα σχόλια είναι εντελώς δικά μου και τα έλεγα από μέσα μου όσο άκουγα το παραπάνω παραλήρημα το οποίο και σας παρέθεσα αυτούσιο χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω τι.
Τα συμπεράσματα δικά σας.

Στη φωτογραφία, μερική άποψη μιας γωνιάς του Παρισίου, χμ του Μαυσωλείου μήπως έπρεπε να πω;