Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2008

Φθινοπωρινές εξοχές

Έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μέρη που έχεις συνδέσει με καλοκαίρι ντυμένα με τα φθινοπωρινά τους.

Ο καιρός ακόμα δεν έχει αποφασίσει τι θερμοκρασία του ταιριάζει καλύτερα, η 28η Οκτωβρίου αποτέλεσε αφορμή για τετραήμερη αποχή από εργασιακά καθήκοντα, μια μέρα άδεια απ’ τη σημαία κυριολεκτικά και η συνέχεια ακολουθεί φωτογραφικά:


Παραλία Επιδαύρου τον Οκτώβριο.


Μυκήνες ως all time classic

Ναύπλιο από ψηλά- υπέροχο όπως πάντα

Ο πλούσιος κήπος του νέου σπιτιού της φίλης μας

Δυόσμος για τα mojito μας!

Μέθανα σαν να' χει σταματήσει ο χρόνος κάπου στο' 50

Ταβερνάκι σε υπέροχο σημείο στο Βαθύ-Μεθάνων

Μέθανα: κοντά στο ηφαίστειο

Και η αποκάλυψη της εκδρομής μας:

Ναι, κάπου στον Νομό Τροιζηνίας υπάρχει και η Τακτικούπολη




Σάββατο, Οκτωβρίου 18, 2008

Ερωτήσεις...

Με προσκάλεσε η Ρενάτα που την προσκάλεσε η νεοφώτιστη στα μπλογκς Aura Voluptas.

Πρέπει να γράψω από μία ερώτηση που θα έκανα στους εξής :

Σ’ ένα φιλόσοφο : Φοβάστε τον θάνατο;

Έναν παλιό έρωτα : Μα ποιον μου θυμίζεις;....

Σ’ ένα μέντιουμ : Είναι πολλά τα λεφτά ε;

Σ’ ένα παιδί: Πώς σε λένε;

Στον καθρέφτη μου : Χαλάρωσε, εντάξει;

Παραδίδω τη σκυτάλη σε όποιον κάνει κέφι να παίξει!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 10, 2008

Φθινόπωρο στη Βιέννη!

Τη Βιέννη την είχα ξαναδεί πριν από 18 χρόνια τα Χριστούγεννα. Θυμάμαι ότι έκανε πολύ κρύο. Οι δρόμοι ήταν άδειοι λόγω γιορτών και ανήμερα τα Χριστούγεννα το απόγευμα, ξεπρόβαλλε στην πλατεία του Αγίου Στέφανου μια κοπέλα πάνω σ’ ένα λευκό άλογο.

Εντυπωσιάστηκα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ούτε βέβαια μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα δει έρημη μια ευρωπαϊκή πόλη τις μέρες των γιορτών. Και βέβαια, μέχρι τότε, δεν είχα ξαναδεί τόσα αυτοκρατορικά κτίρια μαζεμένα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο ξεναγός μας είχε ενημερώσει για την αντίδραση των Βιεννέζων στην ανέγερση ενός γυάλινου μοντέρνου κτιρίου- εμπορικού κέντρου στην κεντρική πλατεία του Αγίου Στεφάνου. Πίστευαν ότι χαλούσε την αισθητική της πόλης τους. Μου είχε φανεί περίεργο τότε, στην Αθήνα ανέκαθεν ελάχιστοι αντιδρούν στην ασχήμια που προσφέρει πλουσιοπάροχα το μπετόν αντικαθιστώντας παλαιότερα κτίρια με ιδιαίτερη αισθητική.
Σήμερα το γυάλινο κτίριο έχει πια εγκατασταθεί για τα καλά αλλά δεν έχει καταφέρει – ευτυχώς- να κλέψει την παράσταση απ’ το λαμπερό περίγυρο.
Στη Βιέννη του 1990, δεν υπήρχαν ζητιάνοι. Ακόμα... Μόλις είχε καταρρεύσει το ανατολικό μπλοκ και οι μόνοι που έβλεπες να είναι σε υποδεέστερη μοίρα ήταν κάτι Γιουγκοσλάβοι (καλά για τους νεαρούς αναγνώστες, κατανοώ ότι ο όρος Γιουγκοσλάβος δεν είναι δόκιμος πλέον). Κι αυτοί όμως δεν ζητιάνευαν με την κλασική έννοια. Πουλούσαν βιβλία στον δρόμο! Από τότε βέβαια αυτό έχει αλλάξει. Είδα ανθρώπους να ζητιανεύουν και άλλους να κοιμούνται στον δρόμο. Λίγοι- είναι η αλήθεια- αλλά υπαρκτοί.
Στη Βιέννη του 1990 είδα για πρώτη φορά τραμ εν κινήσει. Είδα και για πρώτη φορά νεαρούς μπαμπάδες να περιφέρουν τα μωρά τους στον μάρσιπο.
Αυτές οι εικόνες ήταν παντελώς άγνωστες στην Αθήνα του 1990.

Σήμερα 18 χρόνια μετά, είδα τη Βιέννη με φθινοπωρινή ενδυμασία και με άλλα μάτια βεβαίως. Ε, φυσικό είναι. Άλλο πράγμα να είσαι στο εξωτερικό οικογενειακώς και υπό τη σκέπη του γκρουπ κι άλλο να έχεις την ανεξαρτησία σου. Αυτή τη φορά βέβαια περιορίστηκα στο κέντρο της πόλης κι όχι στα περίχωρα όπως παλιότερα. Έτσι, δεν είδα ξανά τα θερινά ανάκτορα Schönbrunn, το Mayerling ή το Baden.

Περπάτησα όμως πολύ σε μια πόλη που είναι ιδανική για περπάτημα, κατέταξα τους Βιεννέζους στους πολιτισμένους λαούς της Ευρώπης: σταματούν να περάσει ο πεζός, κυκλοφορούν με ποδήλατα, είναι άψογοι στο σέρβις, είναι καλλιεργημένοι. Είδα μικρά παιδιά στην όπερα να παρακολουθούν με προσήλωση και πολύ το χάρηκα.

Τόσο στη Volksoper με τη διασκευή σε οπερέτα του «Ορφέα στον Άδη» όσο και την Staatsoper με το μπαλέτο «Onegin», οι αίθουσες ήταν κατάμεστες.
Α, και μάλιστα το εντυπωσιακό στη δεύτερη περίπτωση ήταν ότι ήταν ημέρα εκλογών…
Αξίζει επίσης να πω ότι στην Staatsoper λειτουργεί στην εντέλεια σύστημα για τους όρθιους θεατές που είναι πολλοί και που δεν νιώθουν ότι τους υποτιμά κανείς επειδή πληρώνουν πολύ φτηνό εισιτήριο.
Αυτή ήταν και η δική μας περίπτωση: πληρώσαμε 4 ευρώ για «θέση» ορθίου αφού όλα τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. Μπορούσαμε να μαρκάρουμε τη θέση μας ( οι θέσεις μοιάζουν με στασίδια εκκλησίας στο πίσω μέρος της αίθουσας αλλά σε υπερυψωμένο σημείο έτσι ώστε να βλέπουν όλοι) και να κάτσουμε στο μπαρ μέχρι ν’ αρχίσει η παράσταση.
Στην Αθήνα, στα θέατρα, όταν εξαντλούνται οι θέσεις, κάθεσαι στα σκαλοπάτια ή σε σκαμνί στην άκρη χωρίς να βλέπεις καλά κι έχοντας πληρώσει ακριβώς το ίδιο εισιτήριο με τους άλλους!
Περιττό να προσθέσω ότι τυχαία καταλάβαμε για τις εκλογές. Κανένα χαρτί πεταμένο στον δρόμο, καμιά τεράστια αφίσα. Κάτι μικρά αφισάκια μόνο σε κολώνες εδώ κι εκεί. Την Δευτέρα μάλιστα, στο ένα απ’ αυτά υπήρχε κολλημένο ένα χαρτί με τη λέξη «Ευχαριστώ» στα γερμανικά…

Αυτή τη φορά στη Βιέννη απόλαυσα πραγματικά μια καινούργια γωνιά μουσείων το Museums Quartier με μια ενδιαφέρουσα έκθεση μοντέρνας ζωγραφικής υπό τον τίτλο «Bad painting, good art» καθώς επίσης και τη συλλογή στο Leopold Museum με έργα Schiele, Kokoschka, Klimt κά καθώς και με την αναδρομική έκθεση για τον Christian Schad.

Έφαγα το υπέροχο βιεννέζικο σνίτσελ, τόσο μεγάλο που έβγαινε κυριολεκτικά απ’ το πιάτο και το υπέροχο Sacher torte στον τοπο παραγωγής του στο Sacher cafe, αλλά γνώρισα και το καφέ όπου σύχναζε ο Φρόυντ!

Η Βιέννη του 2008 εξακολουθεί να είναι αριστοκρατική, να έχει άρωμα παλιών μεγαλείων αλλά και τον αέρα μιας σύγχρονης πόλης. Προσφέρει την αίσθηση μιας ζωής άνετης και ήσυχης σε ανθρώπινους ρυθμούς.
Η πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας χορεύει πάντα βαλς ακούγοντας τον αιώνιο ρυθμό του ήχου που κάνει το νερό στον Δούναβη που τη διαπερνά σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Διατηρεί στο ακέραιο τα παλάτια της και συνεχίζει να λατρεύει τη Σίσυ, τη θλιμμένη της αυτοκράτειρα.


Στις φωτογραφίες βλέπετε 1)τον Άγιο Στέφανο, 2) μέρος του κήπου των χειμερινών Ανακτόρων Hofburg, 3) άποψη της "ελληνικής" γειτονιάς πλάι στην ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, 4) το καφέ που φημολογείτα ότι σύχναζε ο Ρήγας Φεραίος, 5) το εσωτερικό της Staatsoper, 6) αλογάκια, 7) το περίφημο Sacher torte και οι 2 τελευταίες φωτογραφίες είναι απ' τη Ζυρίχη όπου είχαμε μια 4ωρη αναμονή που εκμεταλλευτήκαμε για να περπατήσουμε λίγο το κέντρο της πόλης.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008

Ατάκες!

«Έγραψε» πάλι το «αστέρι» του γραφείου με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση που πολύ συζητιέται αυτές τις μέρες.

Έβλεπα τα πρωινάδικα το Σαββατοκύριακο κι έπαιρναν συνεντεύξεις απ’ τους περαστικούς στον δρόμο. Τι θα κάνετε με τις καταθέσεις σας; ρωτούσαν. Και ξέρετε τι πρόσεξα; Κανένας Έλληνας δεν έχει καταθέσεις. Καταθέσεις έχουν μόνο οι Αλβανοί…

Ε, τι να σχολιάσει κανείς απ’ αυτό το παραλήρημα;
Την εμπιστοσύνη στα πρωινάδικα; Αυτά ξέρουμε, αυτά εμπιστευόμαστε.
Την ειλικρίνεια των περαστικών στον δρόμο; Σιγά μην ομολογήσει κανείς on camera ότι έχει το κάτιτις του στην τράπεζα.
Τον a priori ρατσισμό του «αστεριού»; Μισούμε τους αλλοδαπούς και το δείχνουμε με κάθε τρόπο. Αυτοί φταίνε που σε μας δεν περισσεύουν πια λεφτά.

Φαντάζομαι ότι είναι περιττό να προσθέσω ότι αυτά τα ρεπορτάζ στον δρόμο πάνε σε συγκεκριμένες περιοχές και συνήθως ρωτάνε συνταξιούχους, μικρομεσαίους και φοιτητές ή νέους της γενιάς των 700…

Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2008

MADE IN ΤΣΙΝΑ!

Είχα καιρό να πάρω ταξί, η αλήθεια είναι ότι το χρησιμοποιώ σπάνια πια. Η εμπειρία που είχα απ’ τη σύντομη διαδρομή Ομόνοια- Καλλιθέα επιβεβαίωσε την άποψη μου για την «κίτρινη φυλή». Καλά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Επιβιβάζομαι λοιπόν στο ταξί. Ήδη κάθεται ένας νεαρός μπροστά και μια κυρία πίσω. Ο ταξιτζής «τρίβει» μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τα χέρια του για το ταίριασμα της κούρσας. Φαίνεται έκανε «κρα» (
sic!) για επιβάτες και δεν κατέβαλλε βέβαια καμιά προσπάθεια να το κρύψει.
Εκεί κάπου στην Αγίου Κωνσταντίνου, ο νεαρός με τη μητέρα του- όπως αποδεικνύεται για την κυρία στο πίσω κάθισμα- διαπληκτίζονται σχετικά με το πού θα κατέβουν. Ο ταξιτζής ως ειρηνοποιός δύναμη επεμβαίνει και επιβάλλει βεβαίως τη γνώμη του. Τους υποδεικνύει πού θα κατέβουν ακριβώς έτσι ώστε να εξυηρετηθεί ο ίδιος βέβαια. Συγχρόνως, γυρνάει πίσω και μου ρίχνει μια ματιά σαν να είμαστε συνένοχοι ή καλύτερα σαν να είμαστε εμείς οι δύο οι έξυπνοι του οχήματος και οι άλλοι δυο οι χαζοί. Τα μεγάλα μου γυαλιά ηλίου κρύβουν τη δυσαρέσκεια μου- ευτυχώς-. Δεν είναι ό, τι καλύτερο να τσακωθείς με τον ταξιτζή που με κόπο βρήκες και να βιάζεσαι κιόλας να επιστρέψεις στη δουλειά σου.
Η γυναίκα δίπλα μου, μ’ επεξεργάζεται καλά- καλά και με ρωτάει πού δουλεύω και πού μένω. Ωχ, τώρα θ’ αρχίσει και τα αν είμαι παντρεμένη κι αν έχω παιδιά, σκέφτομαι, αλλά ευτυχώς δεν λέει τίποτα άλλο. Κουνάει απλώς το κεφάλι. Σαν να με λυπάται που δουλεύω (μεταξύ μας δεν έχει κι άδικο, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους).

Στη συμβολή Πειραιώς και Χαμοστέρνας, μάνα και γιος κατεβαίνουν. Ο ταξιτζής που δεν έχει σταματήσει να μιλάει στο κινητό για κάποια κούρσα ή ντέρμπυ, πιάνει τώρα και το δεύτερο κινητό, ενώ ταυτόχρονα προλαβαίνει να γυρίσει προς τα πίσω και να μου πει απαξιωτικά: «χαζοί ήταν αυτοί οι δύο κι ο γιος κι η μάνα. Χα, χα, χα»...

Η κατάβαση της Θησέως μέχρι τις Τζιτζιφιές γίνεται αποκλειστικά απ’ τη δεξιά λωρίδα γιατί ψάχνει πάντα νέα κούρσα, με συχνά πατήματα φρένου και με διαδοχικές συνομιλίες στα δύο κινητά. Καταλαβαίνω την ύπαρξη γκομενίτσας, «δεν θα μου κλείνεις εμένα το κινητό όταν έχεις δουλειά, ακούς;» (΄Ώπα, ρε μεγάλε, φοβηθήκαμε). Με τη γυναίκα του μίλησε εντελώς διεκπεραιωτικά... «Σε ψάχνει το παιδί, πού είσαι;».

Στη συνέχεια της διαδρομής πληροφορηθήκαμε ταυτοχρόνως κι ο συνομιλητής του κι εγώ για τις σούπερ τιμές του νέου ηλεκτρονικομάγαζου στη Λ. Συγγρού, αυτού που στεγάζεται εκεί που μέχρι πρότινος ήταν γνωστό διασκεδαστήριο (σκυλάδικο).

«Πήρα 2 κινητά 30 ευρώ, μου λέει. Ξαφνικά θυμάται κάτι και παίρνει ένα τηλέφωνο (μάλλον τη γκόμενα). «Θες ένα χομ θήατερ;» «Τι, δεν ξέρεις τι είναι χομ θήατερ; Καλά, άστο»...

«Ώστε, τόσο καλές προσφορές έχει αυτό το καινούργιο μαγαζί; « ρωτάω εγώ κάποια στιγμή στην προσπάθεια μου να διασκεδάσω λίγο με όσα συμβαίνουν.

Εκστασιασμένος απ' την πάσα που του δίνω, αρχίζει να μου περιγράφει τα είδη που αγόρασε και τις χαμηλές τιμές.

«Και από μάρκες;» ξαναρωτάω εγώ.

«Τι σημασία έχει η μάρκα;» μου απαντάει «έτσι κι αλλιώς, από κάτω όλα γράφουν «μέιντ ιν τσίνα» (sic!!!), μου λέει και μ’ αφήνει άφωνη.

Την ίδια στιγμή, επιβιβάζει δυο αλλοδαπές ενώ μέσα απ΄ δόντια του μουρμουρίζει «βρωμοαλβανοί».

Ένας νέος κύκλος συνομιλιών με τα δύο κινητά αρχίζει. «Καλά, άμα φας ραβανί και τυρόπιτα απ’ τον φούνο που πήγα εγώ, δεν θα θες να ξαναφάς από πουθενά αλλού, ακούς ρε;»