Είχα καιρό να πάρω ταξί, η αλήθεια είναι ότι το χρησιμοποιώ σπάνια πια. Η εμπειρία που είχα απ’ τη σύντομη διαδρομή Ομόνοια- Καλλιθέα επιβεβαίωσε την άποψη μου για την «κίτρινη φυλή». Καλά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Επιβιβάζομαι λοιπόν στο ταξί. Ήδη κάθεται ένας νεαρός μπροστά και μια κυρία πίσω. Ο ταξιτζής «τρίβει» μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τα χέρια του για το ταίριασμα της κούρσας. Φαίνεται έκανε «κρα» (sic!) για επιβάτες και δεν κατέβαλλε βέβαια καμιά προσπάθεια να το κρύψει.
Εκεί κάπου στην Αγίου Κωνσταντίνου, ο νεαρός με τη μητέρα του- όπως αποδεικνύεται για την κυρία στο πίσω κάθισμα- διαπληκτίζονται σχετικά με το πού θα κατέβουν. Ο ταξιτζής ως ειρηνοποιός δύναμη επεμβαίνει και επιβάλλει βεβαίως τη γνώμη του. Τους υποδεικνύει πού θα κατέβουν ακριβώς έτσι ώστε να εξυηρετηθεί ο ίδιος βέβαια. Συγχρόνως, γυρνάει πίσω και μου ρίχνει μια ματιά σαν να είμαστε συνένοχοι ή καλύτερα σαν να είμαστε εμείς οι δύο οι έξυπνοι του οχήματος και οι άλλοι δυο οι χαζοί. Τα μεγάλα μου γυαλιά ηλίου κρύβουν τη δυσαρέσκεια μου- ευτυχώς-. Δεν είναι ό, τι καλύτερο να τσακωθείς με τον ταξιτζή που με κόπο βρήκες και να βιάζεσαι κιόλας να επιστρέψεις στη δουλειά σου.
Η γυναίκα δίπλα μου, μ’ επεξεργάζεται καλά- καλά και με ρωτάει πού δουλεύω και πού μένω. Ωχ, τώρα θ’ αρχίσει και τα αν είμαι παντρεμένη κι αν έχω παιδιά, σκέφτομαι, αλλά ευτυχώς δεν λέει τίποτα άλλο. Κουνάει απλώς το κεφάλι. Σαν να με λυπάται που δουλεύω (μεταξύ μας δεν έχει κι άδικο, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους).
Στη συμβολή Πειραιώς και Χαμοστέρνας, μάνα και γιος κατεβαίνουν. Ο ταξιτζής που δεν έχει σταματήσει να μιλάει στο κινητό για κάποια κούρσα ή ντέρμπυ, πιάνει τώρα και το δεύτερο κινητό, ενώ ταυτόχρονα προλαβαίνει να γυρίσει προς τα πίσω και να μου πει απαξιωτικά: «χαζοί ήταν αυτοί οι δύο κι ο γιος κι η μάνα. Χα, χα, χα»...
Η κατάβαση της Θησέως μέχρι τις Τζιτζιφιές γίνεται αποκλειστικά απ’ τη δεξιά λωρίδα γιατί ψάχνει πάντα νέα κούρσα, με συχνά πατήματα φρένου και με διαδοχικές συνομιλίες στα δύο κινητά. Καταλαβαίνω την ύπαρξη γκομενίτσας, «δεν θα μου κλείνεις εμένα το κινητό όταν έχεις δουλειά, ακούς;» (΄Ώπα, ρε μεγάλε, φοβηθήκαμε). Με τη γυναίκα του μίλησε εντελώς διεκπεραιωτικά... «Σε ψάχνει το παιδί, πού είσαι;».
Στη συνέχεια της διαδρομής πληροφορηθήκαμε ταυτοχρόνως κι ο συνομιλητής του κι εγώ για τις σούπερ τιμές του νέου ηλεκτρονικομάγαζου στη Λ. Συγγρού, αυτού που στεγάζεται εκεί που μέχρι πρότινος ήταν γνωστό διασκεδαστήριο (σκυλάδικο).
«Πήρα 2 κινητά 30 ευρώ, μου λέει. Ξαφνικά θυμάται κάτι και παίρνει ένα τηλέφωνο (μάλλον τη γκόμενα). «Θες ένα χομ θήατερ;» «Τι, δεν ξέρεις τι είναι χομ θήατερ; Καλά, άστο»...
«Ώστε, τόσο καλές προσφορές έχει αυτό το καινούργιο μαγαζί; « ρωτάω εγώ κάποια στιγμή στην προσπάθεια μου να διασκεδάσω λίγο με όσα συμβαίνουν.
Εκστασιασμένος απ' την πάσα που του δίνω, αρχίζει να μου περιγράφει τα είδη που αγόρασε και τις χαμηλές τιμές. «Και από μάρκες;» ξαναρωτάω εγώ.
«Τι σημασία έχει η μάρκα;» μου απαντάει «έτσι κι αλλιώς, από κάτω όλα γράφουν «μέιντ ιν τσίνα» (sic!!!), μου λέει και μ’ αφήνει άφωνη.
Την ίδια στιγμή, επιβιβάζει δυο αλλοδαπές ενώ μέσα απ΄ δόντια του μουρμουρίζει «βρωμοαλβανοί».
Ένας νέος κύκλος συνομιλιών με τα δύο κινητά αρχίζει. «Καλά, άμα φας ραβανί και τυρόπιτα απ’ τον φούνο που πήγα εγώ, δεν θα θες να ξαναφάς από πουθενά αλλού, ακούς ρε;»