Μια φορά κι έναν καιρό γέννησε η πάπια μερικά παπάκια. Όταν βγήκαν απ’ τα αυγά τους, ήταν όλα πολύ όμορφα εκτός από ένα. Όταν το είδε η μαμά πάπια τρόμαξε. «Πώς βγήκε αυτό τόσο άσχημο»; αναρωτήθηκε κι αμέσως δαγκώθηκε. Δεν ήθελε να λέει άσχημο, αφού ως γνωστόν όλες οι μανάδες όμορφα τα βλέπουν τα παιδιά τους. «Δεν είναι άσχημο» είπε κι επανέλαβε τη φράση μέσα της πολλές φορές για να την πιστέψει. «Είναι απλώς διαφορετικό». «Διαφορετικό», ξανάπε κι αποφάσισε από κεινη τη στιγμή να έχει τα μάτια της στραμμένα πάνω του περισσότερο απ’ ότι στα άλλα της παιδιά. Αυτό με έχει ανάγκη. Θα καταλάβει σύντομα ότι είναι διαφορετικό και θα τρομάξει. Πρέπει να το προστατεύω.
Το ασχημόπαπο καθρεφτίστηκε για πρώτη φορά στη λίμνη μετά από λίγο καιρό. Είδε αμέσως ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τα αδέρφια του και τα άλλα παπιά, αλλά δεν έδωσε και τόση σημασία. Αφηνόταν να πλατσούριζει μαζί τους, τρώγανε παρέα και γενικά κάνανε όλα μαζί τις ίδιες χαζομάρες. Είχαν τις παπίσιες συνενοχές τους και τα μυστικά τους. Και τα άλλα ζώα το κοίταζαν σαν να ήταν αξιοπερίεργο όν. Το ασχημόπαπο δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές όπως τα αδερφάκια του κι έπρεπε να παλεύει διπλά για να καταφέρνει κάτι. Όχι πως ήταν χαζό ή αργό. Κάθε άλλο. Απλώς είχε έναν δικό του τρόπο να θεωρεί τα πράγματα και τον κόσμο. Ήταν ευαίσθητο και καλόψυχο. Πάντα έτρεχε να βοηθήσει όποιο παπί ή άλλο ζωάκι είχε πρόβλημα και καμιά φορά στενοχωριόταν όταν κανείς δεν συνέτρεχε εκείνο στις δυσκολίες του. Στενοχωριόταν κι έκλαιγε, αλλά στα κρυφά. Δεν ήθελε να το βλέπουν οι άλλοι για να μην φανερώνει τις αδυναμίες του και να μην το λυπούνται. Έτσι, με τα χρόνια έγινε δυνατό κι έφτιαξε μια ατσάλινη φορεσιά για να κυκλοφορεί. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε…
Κάποτε η μαμά πάπια το φώναξε κοντά της και του μίλησε για τη μοναξιά και την αγάπη.
«Άκουσε καλό μου, του είπε, χαϊδεύοντας το με περισσή στοργή. Μια μέρα τα αδέρφια σου θα φύγουν από δω και θα κάνουν τις δικές τους οικογένειες αλλού. Δεν φοβάμαι για κεινα. Είναι πολύ κοινωνικά κι αξιοποιούν όλες τις ευκαιρίες που τους δίνονται. Για σένα ανησυχώ».
«Γιατί μαμά; Επειδή είμαι άσχημο»;
«Ποιος λέει τέτοιες σαχλαμάρες»; φώναξε αγριεμένη η πάπια και συνέχισε. «Άσχημος δεν είναι κανείς. Η εικόνα είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα».
«Μα καθρεφτίστηκα τις προάλλες στη λίμνη και είδα αυτό που έβλεπα χρόνια τώρα. Είμαι αλλιώτικος απ’ τους άλλους».
«Αλλιώτικος δεν θα πει άσχημος. Είσαι διαφορετικός. Αυτό είπα εγώ τη μέρα που γεννήθηκες. Και είναι πολύ σημαντικό πράγμα να ξεχωρίζεις».
«Μα πώς ξεχωρίζω; Δεν με προσέχει κανείς. Δεν είμαι η ψυχή της παρέας. Δεν μου δίνει κανείς σημασία. Όλο τα αδέρφια μου κοιτάνε. Ποτέ εμένα»!
«Γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν τους χρειάζεσαι και νιώθουν αδύναμοι μπροστά σου. Νιώθουν ότι δεν μπορούν να σου προσφέρουν τίποτα. Μοιάζεις αυτάρκης και σίγουρος. Κανείς δεν υποπτεύεται πόσο τρυφερή είναι η ψυχούλα σου και κανείς δεν τολμάει να την αγγίξει. Εύχομαι να γνωρίσεις το μεγαλείο της αγάπης και να αφεθείς».
«Αγάπη; Τι είναι αυτό»;
«Είναι αυτό που θα σε κάνει να νιώθεις δυνατός και αδύναμος συγχρόνως. Θα βρεθεί μια μέρα μια άλλη ψυχή που θα μοιάζει με τη δική σου και θα την αναγνωρίσεις. Θα θελήσεις να κινήσεις γη και ουρανό για να την προστατεύεις απ’ τις επιθέσεις των ξένων. Θα είσαι τότε ο πιο δυνατός του κόσμου. Σαν ατρόμητο λιοντάρι. Όλοι θα πρέπει να παλέψουν μαζί σου αν τολμήσουν να τα βάλουν με την άλλη ψυχούλα. Και την ίδια στιγμή, θα γίνεσαι αδύναμος, όλο και πιο πολύ. Σαν πεινασμένο σπουργιτάκι. Θα μαλακώσεις γιατί θα θελήσεις αυτή η άλλη ψυχή να σε πάρει κάτω απ’ τα φτερά της και να σε αγκαλιάζει συνέχεια. Θα της φανερώσεις όλα τα μυστικά κι όλες τις αδυναμίες σου. Θα της εξομολογηθείς όλους τους φόβους κι όλες τις επιθυμίες σου. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν άγνωστα μονοπάτια ανάμεσα σας. Και δεν θα ντραπείς να κλάψεις μπροστά της. Γιατί τότε, αυτή η άλλη ψυχή που ήταν πριν αδύναμη, θα γίνει για σένα δυνατή και θα μεταμορφωθεί σε μια τεράστια φτερούγα που θα σε κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά της. Και δεν θα σε ξαναπειράξει ποτέ κανείς».
«Αλήθεα μπορούν να συμβούν όλα αυτά»; ρώτησε έκπληκτο εκείνο
«Μα και βέβαια μπορούν», απάντησε η μαμά πάπια. «Και τότε, να μην ξεχάσεις να καθρεφτιστείς ξανά στη λίμνη».
«Και πώς θα το καταλάβω ότι ήρθε η ώρα»; ρώτησε πάλι με αφέλεια το παπάκι
Η μαμά πάπια χαμογέλασε με τον τρόπο που χαμογελούν οι μεγάλοι για τις αλήθειες της ζωής που οι μικροί ακόμα δεν καταλαβαίνουν.
«Θα το καταλάβεις. Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς μέσα του. Απλώς πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δεχτείς. Και να μην φοβάσαι. Η αγάπη είναι ωραία αλλά είναι και μπελάς. Και για να γίνει ωραία, θα πρέπει να παλέψεις κάποτε και με τον μπελά».
Πέρασαν μήνες πολλοί και χρόνια. Το ασχημόπαπο θυμόταν πάντα τις κουβέντες της μάνας του. Τα αδέρφια του φύγαν απ’ τη φωλιά.Το ίδιο και οι φίλοι τους. Άλλα παπιά γεννήθηκαν και πέταξαν κι εκείνα μακριά. Και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη. Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη. Κι αυτό γύρναγε εδώ κι εκεί σε μια περιπλάνηση που φαινόταν χωρίς τέλος.
Και μια μέρα ένιωσε. Κι ύστερα ένιωσε πιο πολύ αυτό που πρώτα του φάνηκε σαν μικρό φτερούγισμα. Κι όταν κατάλαβε πως δεν κάνει λάθος, αφού πρώτα πόνεσε κι έκλαψε και πέρασε μπελάδες και φουρτούνες, καθρεφτίστηκε στη λίμνη και δεν είδε πια τη μορφή που είχε συνηθίσει.
Το ασχημόπαπο είχε γίνει κύκνος!
Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006
Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006
Περί εμπνεύσεως, δημιουργίας και άλλων ζιζανίων.
Όλοι γνωρίζουμε την αρχή του ομηρικού έπους. Αυτήν την επίκληση του ποιητή στη Μούσα για να του δώσει έμπνευση και να παράγει έργο. Να δημιουργήσει.
Στο θέατρο, ο ηθοποιός βάζει σαν στόχο έναν θεατή και παίζει γι’ αυτόν όλο το βράδυ. Τις περισσότερες φορές δεν είναι συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι απλώς ο ιδανικός θεατής. Και το παράλογο είναι πως δεν ξέρουμε πώς ορίζεται καν ο ιδανικός θεατής. Να κάθεται ήσυχος στην καρέκλα, να μην βήχει, να μην τσαλακώνει χαρτάκια από καραμέλες, να έχει κλειστό το κινητό ή και καθόλου κινητό, να μην αλλάζει πόδι κάθε λίγο κι ακούγεται το θρόισμα απ’ το ύφασμα, να μην γελάει σαν χάχας εκεί που δεν πρέπει, να είναι καλλιεγημένος, να έχει τρόπους, να, να, να , να μην αναπνέει ίσως;
Είναι προφανές ότι όλη η παραπάνω περιγραφή ανήκει σε έναν θεατή της απόλυτης ουτοπίας. Αυτό το πλάσμα δεν υπάρχει, δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Εξωγήινος είναι μάλλον. Αλλά πρέπει να τον εφευρίσκεις κάθε φορά για να του απευθύνεσαι. Και να γίνεται το εξής μαγικό. Να τον απομονώνεις και να τον πολλαπλασιάζεις.
Εξηγούμαι: Εκεί που ήταν ένας κι έπαιζες μόνο γι’ αυτόν και είχες εξαφανίσει όλους τους άλλους δίπλα του, στο τέλος του έργου με τη δύναμη της χημείας που αναπτύχθηκε ανάμεσα σας, εμφανίζει και τους υπόλοιπους και σε χειροκροτούν όλοι μαζί.
Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ενός υπαρκτού ιδανικού θεατή, ενός προσώπου για το οποίο πραγματικά θες να παίζεις και στον οποίο αφιερώνεις όλη τη δημιουργικότητα σου. Εκεί, τα πράγματα είναι πιο απλά, πηγάζουν από αγάπη και σε αγάπη οδηγούνται. Γιατί κάθε αρχή δημιουργίας στην αγάπη πρέπει να βασίζεται για να είναι αυθεντική.
Κατ’ αντιστοιχία, η γραφή απευθύνεται στον αναγνώστη, τον ιδανικό αναγνώστη. Τον Αναγνώστη με Α κεφαλαίο. Αυτόν που είναι η μούσα σου, που θα πεις για χάρη του τη γνωστή φράση «Άνδρα μοι ένεππε Μούσαν πολύτροπον ος μάλλα πολλά πλάγχθη», και μετά θ’ αρχίσεις να γράφεις. Αλλά βασική προϋπόθεση είναι να τον θαυμάζεις και να τον εκτιμάς τον αναγνώστη σου. Και να θέλεις να του προσφέρεις το καλύτερο γιατί είναι απαιτητικός και καλά κάνει. Αλλά μέσα στις απαιτήσεις του είναι συγχρόνως και απλός. Αυτό που σου ζητάει είναι να του προσφέρεις το καλύτερο κομμάτι σου, το πιο αληθινό. Και θα εύχεσαι να σε διαβάζει ο ιδανικός αναγνώστης και να του αρέσει ή να μην συμφωνεί ίσως με κάτι και να σε διορθώνει, να σε συμβουλεύει, να ανοίγετε διάλογο κι εσύ να γράφεις, να γράφεις, να γράφεις και να φαντάζεσαι ότι οι αναγνώστες πληθαίνουν και σε διαβάζουν κι άλλοι κι άλλοι και πιο πολλοί κι ακόμα περισσότεροι ώσπου απ’ το μεγάλο πλήθος να κοιτάξεις, να παραμερίσεις και να κλείσεις το μάτι στον αναγνώστη σου. Σ’ αυτόν που σε ωθεί σε μια γόνιμη δημιουργία.
Στο θέατρο, ο ηθοποιός βάζει σαν στόχο έναν θεατή και παίζει γι’ αυτόν όλο το βράδυ. Τις περισσότερες φορές δεν είναι συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι απλώς ο ιδανικός θεατής. Και το παράλογο είναι πως δεν ξέρουμε πώς ορίζεται καν ο ιδανικός θεατής. Να κάθεται ήσυχος στην καρέκλα, να μην βήχει, να μην τσαλακώνει χαρτάκια από καραμέλες, να έχει κλειστό το κινητό ή και καθόλου κινητό, να μην αλλάζει πόδι κάθε λίγο κι ακούγεται το θρόισμα απ’ το ύφασμα, να μην γελάει σαν χάχας εκεί που δεν πρέπει, να είναι καλλιεγημένος, να έχει τρόπους, να, να, να , να μην αναπνέει ίσως;
Είναι προφανές ότι όλη η παραπάνω περιγραφή ανήκει σε έναν θεατή της απόλυτης ουτοπίας. Αυτό το πλάσμα δεν υπάρχει, δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Εξωγήινος είναι μάλλον. Αλλά πρέπει να τον εφευρίσκεις κάθε φορά για να του απευθύνεσαι. Και να γίνεται το εξής μαγικό. Να τον απομονώνεις και να τον πολλαπλασιάζεις.
Εξηγούμαι: Εκεί που ήταν ένας κι έπαιζες μόνο γι’ αυτόν και είχες εξαφανίσει όλους τους άλλους δίπλα του, στο τέλος του έργου με τη δύναμη της χημείας που αναπτύχθηκε ανάμεσα σας, εμφανίζει και τους υπόλοιπους και σε χειροκροτούν όλοι μαζί.
Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ενός υπαρκτού ιδανικού θεατή, ενός προσώπου για το οποίο πραγματικά θες να παίζεις και στον οποίο αφιερώνεις όλη τη δημιουργικότητα σου. Εκεί, τα πράγματα είναι πιο απλά, πηγάζουν από αγάπη και σε αγάπη οδηγούνται. Γιατί κάθε αρχή δημιουργίας στην αγάπη πρέπει να βασίζεται για να είναι αυθεντική.
Κατ’ αντιστοιχία, η γραφή απευθύνεται στον αναγνώστη, τον ιδανικό αναγνώστη. Τον Αναγνώστη με Α κεφαλαίο. Αυτόν που είναι η μούσα σου, που θα πεις για χάρη του τη γνωστή φράση «Άνδρα μοι ένεππε Μούσαν πολύτροπον ος μάλλα πολλά πλάγχθη», και μετά θ’ αρχίσεις να γράφεις. Αλλά βασική προϋπόθεση είναι να τον θαυμάζεις και να τον εκτιμάς τον αναγνώστη σου. Και να θέλεις να του προσφέρεις το καλύτερο γιατί είναι απαιτητικός και καλά κάνει. Αλλά μέσα στις απαιτήσεις του είναι συγχρόνως και απλός. Αυτό που σου ζητάει είναι να του προσφέρεις το καλύτερο κομμάτι σου, το πιο αληθινό. Και θα εύχεσαι να σε διαβάζει ο ιδανικός αναγνώστης και να του αρέσει ή να μην συμφωνεί ίσως με κάτι και να σε διορθώνει, να σε συμβουλεύει, να ανοίγετε διάλογο κι εσύ να γράφεις, να γράφεις, να γράφεις και να φαντάζεσαι ότι οι αναγνώστες πληθαίνουν και σε διαβάζουν κι άλλοι κι άλλοι και πιο πολλοί κι ακόμα περισσότεροι ώσπου απ’ το μεγάλο πλήθος να κοιτάξεις, να παραμερίσεις και να κλείσεις το μάτι στον αναγνώστη σου. Σ’ αυτόν που σε ωθεί σε μια γόνιμη δημιουργία.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006
Το σπίτι μου
Στην παιδική μου ηλικία αλλάξαμε αρκετές φορές σπίτι. Το πρώτο σπίτι, αυτό που γεννήθηκα κι έμεινα ως τα έξι μου χρόνια, ήταν ένα μεγάλο διαμέρισμα σε μια αστική πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας. Με μεγάλους χώρους υποδοχής, χωλ σαν δωμάτιο, καθιστικό και όλες τις προδιαγραφές ενός παλιού προσεγμένου διαμερίσματος. Αλλά δεν είχε παιδικό δωμάτιο. Θαρρείς και οι γονείς μου το είχαν νοικιάσει χωρίς να σκέφτονται την προοπτική απόκτησης παιδιών, πράγμα που συνέβη έτσι κι αλλιώς σύντομα. Το θυμάμαι σαν σε όνειρο αυτό το σπίτι. Φύγαμε όταν τέλειωσα την πρώτη δημοτικού για να πάμε κάπου που θα είχε πιο καθαρό αέρα και θα μπορούμε να παίζουμε στη γειτονιά χωρίς τον φόβο των αυτοκινήτων.
Το καινούργιο σπίτι λοιπόν, ήταν ένα διαφορετικού τύπου διαμέρισμα, μοντέρνο, νεόκτιστο και με παιδικό δωμάτιο που μοιραζόμουν αναγκαστικά με τον αδερφό μου. Είχε μεγάλο μπαλκόνι κι έβλεπε σε ένα πάρκο. Τότε ακόμα δεν είχε χτιστεί σχεδόν καθόλου η περιοχή και υπήρχε μεγάλη άπλα και ησυχία. Γνωριστήκαμε σύντομα με άλλα παιδιά και τα απογεύματα παίζαμε ελεύθεροι στους δρόμους. Ήταν τόσο έρημη τότε η γειτονιά που τα πρώτα χρόνια θυμάμαι ακόμα και προβατάκια απ’ τα κοντινό βουνό. Σαν να ήμασταν σε χωριό…
Στην επόμενη μετακόμιση που ήταν στη διπλανή πολυκατοικία, ήμουνα πια 15 χρονών, αλλά μέσα στον συναισθηματισμό της εφηβείας, αποφάσισα να κρατήσω ως ενθύμιο τα κλειδιά μου. Σκεφτόμουνα να τρυπώσω μια μέρα στα κρυφά στο προηγούμενο σπίτι και να δω πώς το είχαν επιπλώσει οι άνθρωποι που έμεναν εκεί, ποιο παιδί έπαιζε στο δωμάτιο που κινούσαμε τα play Mobil με τον αδερφό μου Δεν το έκανα βέβαια ποτέ, αλλά ίσως τα κλειδιά να υπάρχουν ακόμα.
Το σπίτι που θυμάμαι με αγάπη είναι αυτό που έμεινα απ’ τα 18 μου ως τα 26. Εκεί απέκτησα και πρώτη φορά δικό μου δωμάτιο. Το θέλαμε και οι δυο μας πολύ να χωρίσουμε τα δωμάτια μας, αν και είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια να είμαστε μαζί. Τα πρώτα χρόνια, τα κρεββάτια τα είχαμε δίπλα και όταν είμασταν ακόμα παιδάκια, ο αδερφός μου είχε μια ανασφάλεια τις νύχτες λόγω του σκοταδιού και μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, ήθελε να του κρατάω το χέρι. Δίπλα του είχε και το σπαθί απ’ την αποκριάτικη στολή του Βασιλιά Αρθούρου για να είναι έτοιμος να επιτεθεί στον κακό αν αυτός εισβάλλει μέσα στη νύχτα.
Όταν πια χωριστήκαμε, επικοινωνούσαμε συνθηματικά με τρία χτυπήματα στον ενδιάμεσο τοίχο. Ήταν κάτι σαν καληνύχτα και κάτι καλοκαίρια που απ’ τη ζέστη δεν μας έπαιρνε εύκολα ο ύπνος, βγαίναμε στο μικρό μπαλκόνι που ένωνε τα δυο μας δωμάτια και μιλάγαμε μέσα στη σιωπή της νύχτας.
Και μετά, έφυγα απ’ το σπίτι γιατί ήρθε η ώρα μου να απογαλακτιστώ και να δω πώς ζούνε οι άνθρωποι μακριά απ’ τη μητρική αγκαλιά. Ακολούθησαν έτσι άλλα δύο σπίτια.
Και τα σκέφτομαι νοσταλγικά όλα τα σπίτια που έμεινα. Κι ώρες ώρες λέω:
Θα ήθελα να έχω γεννηθεί, μεγαλώσει και ζήσει σ’ ένα παλιό μεγάλο σπίτι, απ’ το οποίο να μην έχω φύγει ποτέ και στις γωνιές του να είναι αποτυπωμένες οι αναμνήσεις μου. Γιατί όπου πας φτιάχνεις και το υλικό των αναμνήσεων σου. Ονειρευόμουνα ένα σπίτι σαν αυτά που βλέπουμε καμιά φορά στις ταινίες ή διαβάζουμε στα μυθιστορήματα. Να έχει και μια σοφίτα με τα παλιά μου παιχνίδια και τα παιδικά μου βιβλία. Να το περπατάω και να με θυμούνται οι τοίχοι του. Να κοιτάω γύρω και να ξεπηδούν παιδικά γέλια και εικόνες περασμένων χρόνων.
Και σχετικά πρόσφατα, ένιωσα ότι τελικά το σπίτι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον ως άψυχος χώρος. Και δεν επιθυμώ πια το παλιό, μεγάλο σπίτι αυτό καθεαυτό. Γιατί τα σπίτια είναι έρημα χωρίς ανθρώπους. Και το δικό μου σπίτι είναι αυτοί που αγαπώ. Αυτούς αναζητώ και σ’ αυτούς επιστρέφω κάθε φορά που λέω τη φράση «σπίτι μου».
Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006
Ατάκτως ερρημένα!
Είναι δύσκολο να είσαι αρεστός σε όλους. Μπορεί να είναι αυτός ο στόχος, αλλά η ζωή τον μετατρέπει σε ανέφικτο τις περισσότερες φορές. Και ειλικρινά θαυμάζω και ζηλεύω αυτούς που δεν δίνουν δεκάρα για τα σχόλια των άλλων και τραβούν τον δρόμο τους απερίσπαστοι. Αναισθησία; Όχι, δεν θα το έλεγα. Μάλλον αυτοπεποίθηση είναι ή μια μορφή άμυνας και δύναμης.
Υπάρχουν κάποιοι που ποτέ δεν σε αποδέχονται γιατί είναι ακατάλληλες οι περιστάσεις κάτω απ’ τις οποίες εισβάλλεις στη ζωή τους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είσαι κακός άνθρωπος ή γεμάτος ελαττώματα κι αρνητικά που είσαι δηλαδή, αφού ο άνθρωπος είναι απ’ τη φύση του ατελές ον.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που στα μάτια τους θα είσαι πάντα ο κακός εισβολέας, ο αδιάφορος διπλανός τους, αυτός ο άγνωστος που δεν θα θέλουν να γνωρίσουν. Και θα έχουν διαρκώς στραμμένα τα μάτια πάνω σου για να παρακολουθούν τις κινήσεις σου, να κάνεις το ατόπημα και να πούνε «είδες που είχα δίκιο»;
Κι εσύ θα κοιτάς στον καθρέφτη της ψυχής σου και θα βλέπεις ότι δεν είσαι τόσο κακός όσο λένε, ούτε τόσο αντιπαθές άτομο. Απλώς, σ’ αυτή τη ζωή μια απ’ τις ανθρώπινες ατέλειες είναι να μην συμπαθούμε υποχρεωτικά όλον τον κόσμο.
Υπάρχουν κάποιοι που ποτέ δεν σε αποδέχονται γιατί είναι ακατάλληλες οι περιστάσεις κάτω απ’ τις οποίες εισβάλλεις στη ζωή τους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είσαι κακός άνθρωπος ή γεμάτος ελαττώματα κι αρνητικά που είσαι δηλαδή, αφού ο άνθρωπος είναι απ’ τη φύση του ατελές ον.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που στα μάτια τους θα είσαι πάντα ο κακός εισβολέας, ο αδιάφορος διπλανός τους, αυτός ο άγνωστος που δεν θα θέλουν να γνωρίσουν. Και θα έχουν διαρκώς στραμμένα τα μάτια πάνω σου για να παρακολουθούν τις κινήσεις σου, να κάνεις το ατόπημα και να πούνε «είδες που είχα δίκιο»;
Κι εσύ θα κοιτάς στον καθρέφτη της ψυχής σου και θα βλέπεις ότι δεν είσαι τόσο κακός όσο λένε, ούτε τόσο αντιπαθές άτομο. Απλώς, σ’ αυτή τη ζωή μια απ’ τις ανθρώπινες ατέλειες είναι να μην συμπαθούμε υποχρεωτικά όλον τον κόσμο.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006
Ο Θεατρικός Άγγελος Σικελιανός
Διαβάζοντας το εξαιρετικό βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη, «Α. Σικελιανός» από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, διαπίστωσα με έκπληξη μια σχέση του μεγάλου ποιητή με το θέατρο- πέραν των Δελφικών γιορτών- που είχα σχεδόν ξεχάσει. Ο Σικελιανός υπήρξε κάποτε ηθοποιός!
Όταν το 1901 ο νεαρός ποιητής ήρθε από τη γενέτειρα του Λευκάδα στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική, απίστησε στις προγραμματισμένες σπουδές και αντ’ αυτών προτίμησε να στραφεί στο θέατρο. Είναι η χρονιά που ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ιδρύει τη «Νέα Σκηνή» του.
Η «Νέα Σκηνή» υπήρξε ως γνωστό μια απόπειρα πνευματικής μυσταγωγίας που επηρέασε βαθύτατα το νεοελληνικό θέατρο. Ο Χρηστομάνος, παράλληλα με τον Θωμά Οικονόμου του Βασιλικού θεάτρου, ανανέωσε το ρεπερτόριο της εποχής και συνεισέφερε σε πιο σύγχρονες τεχνικές υποκριτικής. Οι νεαροί μύστες που στρατεύθηκαν εθελοντικά (Σικελιανός, Σκίππης, Κυβέλη, Μήτσος Μυράτ, Θέωνη Δρακοπούλου, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Άγγελος Χρυσομάλλης) δεν απέβλεπαν υποχρεωτικά σε σταδιοδρομία ηθοποιού, μολονότι κάποιοι απ’ αυτούς παρέμειναν στο θέατρο. Η Κυβέλη μάλιστα, αποτέλεσε τη μούσα του Χρηστομάνου αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα περισσότερα έργα που ανέβηκαν. Το δε πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής διαβάστηκε από τον ίδιο τον Χρηστομάνο στο θέατρο του Διονύσου την 27η Φεβρουαρίου του 1901 μπροστά σε επιφανείς λογοτέχνες -μεταξύ των οποίων τους: Κωστή Παλαμά, Παύλο Νιρβάβα και Γρηγόρη Ξενόπουλο που το προσυπέγραψαν.
Ο Σικελιανός με την αδερφή του Ελένη και τον άντρα της Σπήλιο Πασαγιάννη, συνέπραξε στην αναμορφωτική προσπάθεια του Χρηστομάνου. Τα δυο αδέρφια μάλιστα για ένα βραχύ διάστημα θήτευσαν στο θέατρο και ως ηθοποιοί. Η Ελένη μετανάστευσε αργότερα στην Αμερική όπου και παρέμεινε. Η νεώτερη αδερφή του η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Αμερικανό Ραϋμόνδο Ντάνκαν, αδερφό της διάσημης χορεύτριας Ισιδώρας και δοκίμασε κι εκείνη με τη σειρά της να σταδιοδρομήσει στο θέατρο τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αμερική.
Το πόσο απασχόλησε την οικογένεια Σικελιανού το θέατρο, φαίνεται κι από μια ακόμη πληροφορία που μας παραθέτει ο Πρεβελάκης.
Το 1911 κι ενώ ο Σικελιανός είναι πια παντρεμένος με την Εύα Πάλμερ και βρίσκονται στο Παρίσι, η αδερφή του Πηνελόπη με τον Ραϋμόνδο οργανώνουν μια παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή σε αρχαία γλώσσα στο θέατρο Chatelet αρχικά κι έπειτα στο Trocadero με την ακόλουθη διανομή: Ηλέκτρα- Πηνελόπη Σικελιανού, Κλυταιμνήστρα- Ελένη Σικελιανού, , Χρυσόθεμις- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Αίγισθος –Ραϋμόνδος Ντάνκαν, Ορέστης- Διονύσιος Δεβάρης. Η παράσταση ταξίδεψε και στις ΗΠΑ χωρίς την Εύα όμως.
Σταθμός στη ζωή του Σικελιανού υπήρξε η γνωριμία του και ο γάμος του με την αμερικανίδα Εύα Πάλμερ που σπούδαζε στο Παρίσι Ελληνική αρχαιολογία και χορό.
Απ’ το 1910 ήδη, ο Σικελιανός συλλαμβάνει την ιδεα των Συνειδήσεων και όταν γνωρίζεται με τον Νίκο Kαζαντζάκη ξεκινούν μαζί (1914-1915,1917) να πραγματοποιήσουν την περιήγηση της Ελλάδας «αναζητώντας τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Από το 1915 ως το 1917 δημοσίευσε τους τέσσερεις τόμους της συλλογής ποιημάτων πρόλογος στη ζωή: «η συνείδηση της Γης μου»(1915), «η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), « η συνείδηση της γυναίκας» (1916), «η συνείδηση της Πίστης» (1917). Λίγο πιο ύστερα (1917-1920), γράφει τα πιο χαρακτηριστικά ίσως ποιήματά του, την ευρύτερη σύνθεση «Tο Πάσχα των Ελλήνων», και το «Μήτηρ Θεού». Συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, περιηγείται την ελληνική ύπαιθρο, σχεδιάζει και εκτελεί ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, ένα προσκύνημα που πάντα το ονειρευόταν.
Απ’ το 1922 μάλιστα και μετά την Μικρασιατική καταστροφή κι ενώ έχει ωριμάσει μέσα του η ανάγκη δημιουργίας ενός πνευματικού πυρήνα ικανού να ενώσει τους πνευματικούς ανθρώπους μέσα σε μια νέα πίστη, να συνθέσει τις αντιθέσεις και να αδελφώσει τους λαούς, συλλαμβάνει τη Δελφική Ιδέα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Σικελιανός είχε οραματιστεί μια παγκόσμια πνευματική κοινωνία με έδρα τους Δελφούς, όπου διανοούμενοι από όλο τον κόσμο και από όλους τους χώρους των επιστημών και των τεχνών θα εργάζονταν για την πνευματική και ψυχική συναδέλφωση των λαών. H αδελφοσύνη, η ευνομία, η ελευθερία, η ανθρωπιά, ο κοσμοπολιτισμός αποτελούσαν βασικά γνωρίσματα της δελφικής ιδέας του ποιητή. Τους Δελφούς τους επέλεξε εξαιτίας της αίγλης και της ηθικής που εξέπεμπε κατά την αρχαιότητα το ιερό, λόγω του ότι θεωρείτο ο ομφαλός της γης και επειδή εκεί είχε την έδρα της η Δελφική Αμφικτυονία, μια μικρογραφία της τότε Κοινωνίας των Εθνών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, θεωρούσε απαραίτητο να ιδρυθεί εκεί ένα Πανεπιστήμιο ηθικών, ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών σπουδών. Στο ίδρυμα αυτό θα πραγματοποιούντο κοινωνιολογικές, μουσικές κ.ά. σπουδές και εκτός από σεμινάρια, διαλέξεις και συνέδρια θα οργανώνονταν και οι δελφικές εορτές, απαραίτητες, όπως πίστευε, για την πραγμάτωση των οραμάτων του.
Οι γιορτές περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις, αρχαίους και λαϊκούς χορούς, αθλητικούς αγώνες, λαμπαδηδρομίες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, εκθέσεις έργων γλυπτικής, ζωγραφικής, λαϊκής χειροτεχνίας κ.ά.
Χαρακτηριστικό του πνεύματος των εκδηλώσεων αυτών ήταν ότι στους αθλητικούς αγώνες, δεν έπαιρναν μέρος κανονικοί αλλά αυτοσχέδιοι αθλητές, κάτοικοι των γύρω περιοχών και στρατιώτες. «Στοχεύουμε» έλεγε ο Σικελιανός «να επαναφέρουμε το Πνεύμα των Αγώνων από το βιομηχανικό επίπεδο όπου έχει καταπέσει, στο επίπεδο της πλήρους ηθικής αυθορμησίας απ' όπου έχει αναχωρήσει, δεν θέλουμε τη νοσταλγικήν αποκατάσταση ενός μεγάλου αισθητικού κεφαλαίου κι επιδιώκουμε τη δημιουργία ενός γνήσιου πλαίσιου μορφολογικού, που να επιτρέπει ευθύς αμέσως τη συνθετική μεταφορά, σ' ένα κοινό πνευματικό επίπεδο, παγκόσμιων προβλημάτων». Ο Σικελιανός αρνήθηκε την εμπορευματοποίηση των παραπάνω εκδηλώσεων και τη χρηματοδότησή τους για τουριστικούς σκοπούς, από το κράτος. Τα έξοδα των πρώτων εορτών τα ανέλαβε Εύα Πάλμερ, που με τις οικονομικές της δυνατότητες και το πρακτικό μυαλό της έλυνε πλήθος προβλημάτων.
Οι δύο πρώτες δελφικές γιορτές πραγματοποιήθηκαν το 1927 με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου και το1930 με τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη μπροστά στο κατάπληκτο από θαυμασμό κοινό που είχε έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου, ενώ οι τρίτες, αν και είχαν προγραμματισθεί για το 1936, δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω της δικτατορίας. Μετά τον πόλεμο έγινε μια προσπάθεια για αναβίωσή τους, πράγμα που κατέστη δυνατόν για μια μόνο φορά, το 1952, και αφού στο μεταξύ είχε πεθάνει ο ποιητής. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι Δελφικές γιορτές αφαίμαξαν οικονομικά το ζεύγος Σικελιανού και το οδήγησαν στην χρεοκωπία.
Tο 1929 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος Σικελιανού αργυρά μετάλλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των δελφικών αγώνων». Tο 1932 ο Σικελιανός, επηρασμένος ακόμα απ’ το θέατρο, έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον «Διθύραμβο του Ρόδου», την πρώτη από τις τραγωδίες του. Απ’ το 1940 έως και το 1951, τη χρονιά της τελευτής του, (όπως πολύ ποιητικά αναφέρει ο Πρεβελάκης),η ιδεολογία του ποιητή μεταβάλλεται σε αμφίσημη πνευματική πράξη. Από το ένα μέρος, οδηγούμενος από την προφητική διαίσθηση και φαντασία του αναζητάει τη μεταφυσική και την ποίηση ενός προλογικού και χθόνιου ουμανισμού που θα ξανατοποθετήσει τον άνθρωπο στην καρδιά του σύμπαντος, και από το άλλο μέρος, βαθύτατα συγκλονισμένος από τα γεγονότα της δεκαετίας αυτής, εντάσσεται «στο στρατόπεδο της ελευθερίας-δικαιοσύνης» και προσπαθεί εναγώνια να συμβιβάσει και να βρει τον ενιαίο ρυθμό του εθνικισμού, του σοσιαλισμού και του Ανατολισμού. Μαρτυρία της «μεταβολής που είχε συντελεστεί μέσα του» είναι τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα της περιόδου αυτής. Ορόσημο της περιόδου αποτελεί η τραγωδία ο «Χριστός στη Ρώμη» το 1946. Την ίδια χρονιά, ο Σικελιανός εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ δυο χρόνια πριν «φύγει», το 1949, ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.
Όταν το 1901 ο νεαρός ποιητής ήρθε από τη γενέτειρα του Λευκάδα στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική, απίστησε στις προγραμματισμένες σπουδές και αντ’ αυτών προτίμησε να στραφεί στο θέατρο. Είναι η χρονιά που ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ιδρύει τη «Νέα Σκηνή» του.
Η «Νέα Σκηνή» υπήρξε ως γνωστό μια απόπειρα πνευματικής μυσταγωγίας που επηρέασε βαθύτατα το νεοελληνικό θέατρο. Ο Χρηστομάνος, παράλληλα με τον Θωμά Οικονόμου του Βασιλικού θεάτρου, ανανέωσε το ρεπερτόριο της εποχής και συνεισέφερε σε πιο σύγχρονες τεχνικές υποκριτικής. Οι νεαροί μύστες που στρατεύθηκαν εθελοντικά (Σικελιανός, Σκίππης, Κυβέλη, Μήτσος Μυράτ, Θέωνη Δρακοπούλου, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Άγγελος Χρυσομάλλης) δεν απέβλεπαν υποχρεωτικά σε σταδιοδρομία ηθοποιού, μολονότι κάποιοι απ’ αυτούς παρέμειναν στο θέατρο. Η Κυβέλη μάλιστα, αποτέλεσε τη μούσα του Χρηστομάνου αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα περισσότερα έργα που ανέβηκαν. Το δε πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής διαβάστηκε από τον ίδιο τον Χρηστομάνο στο θέατρο του Διονύσου την 27η Φεβρουαρίου του 1901 μπροστά σε επιφανείς λογοτέχνες -μεταξύ των οποίων τους: Κωστή Παλαμά, Παύλο Νιρβάβα και Γρηγόρη Ξενόπουλο που το προσυπέγραψαν.
Ο Σικελιανός με την αδερφή του Ελένη και τον άντρα της Σπήλιο Πασαγιάννη, συνέπραξε στην αναμορφωτική προσπάθεια του Χρηστομάνου. Τα δυο αδέρφια μάλιστα για ένα βραχύ διάστημα θήτευσαν στο θέατρο και ως ηθοποιοί. Η Ελένη μετανάστευσε αργότερα στην Αμερική όπου και παρέμεινε. Η νεώτερη αδερφή του η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Αμερικανό Ραϋμόνδο Ντάνκαν, αδερφό της διάσημης χορεύτριας Ισιδώρας και δοκίμασε κι εκείνη με τη σειρά της να σταδιοδρομήσει στο θέατρο τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αμερική.
Το πόσο απασχόλησε την οικογένεια Σικελιανού το θέατρο, φαίνεται κι από μια ακόμη πληροφορία που μας παραθέτει ο Πρεβελάκης.
Το 1911 κι ενώ ο Σικελιανός είναι πια παντρεμένος με την Εύα Πάλμερ και βρίσκονται στο Παρίσι, η αδερφή του Πηνελόπη με τον Ραϋμόνδο οργανώνουν μια παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή σε αρχαία γλώσσα στο θέατρο Chatelet αρχικά κι έπειτα στο Trocadero με την ακόλουθη διανομή: Ηλέκτρα- Πηνελόπη Σικελιανού, Κλυταιμνήστρα- Ελένη Σικελιανού, , Χρυσόθεμις- Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Αίγισθος –Ραϋμόνδος Ντάνκαν, Ορέστης- Διονύσιος Δεβάρης. Η παράσταση ταξίδεψε και στις ΗΠΑ χωρίς την Εύα όμως.
Σταθμός στη ζωή του Σικελιανού υπήρξε η γνωριμία του και ο γάμος του με την αμερικανίδα Εύα Πάλμερ που σπούδαζε στο Παρίσι Ελληνική αρχαιολογία και χορό.
Απ’ το 1910 ήδη, ο Σικελιανός συλλαμβάνει την ιδεα των Συνειδήσεων και όταν γνωρίζεται με τον Νίκο Kαζαντζάκη ξεκινούν μαζί (1914-1915,1917) να πραγματοποιήσουν την περιήγηση της Ελλάδας «αναζητώντας τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Από το 1915 ως το 1917 δημοσίευσε τους τέσσερεις τόμους της συλλογής ποιημάτων πρόλογος στη ζωή: «η συνείδηση της Γης μου»(1915), «η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), « η συνείδηση της γυναίκας» (1916), «η συνείδηση της Πίστης» (1917). Λίγο πιο ύστερα (1917-1920), γράφει τα πιο χαρακτηριστικά ίσως ποιήματά του, την ευρύτερη σύνθεση «Tο Πάσχα των Ελλήνων», και το «Μήτηρ Θεού». Συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, περιηγείται την ελληνική ύπαιθρο, σχεδιάζει και εκτελεί ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, ένα προσκύνημα που πάντα το ονειρευόταν.
Απ’ το 1922 μάλιστα και μετά την Μικρασιατική καταστροφή κι ενώ έχει ωριμάσει μέσα του η ανάγκη δημιουργίας ενός πνευματικού πυρήνα ικανού να ενώσει τους πνευματικούς ανθρώπους μέσα σε μια νέα πίστη, να συνθέσει τις αντιθέσεις και να αδελφώσει τους λαούς, συλλαμβάνει τη Δελφική Ιδέα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Σικελιανός είχε οραματιστεί μια παγκόσμια πνευματική κοινωνία με έδρα τους Δελφούς, όπου διανοούμενοι από όλο τον κόσμο και από όλους τους χώρους των επιστημών και των τεχνών θα εργάζονταν για την πνευματική και ψυχική συναδέλφωση των λαών. H αδελφοσύνη, η ευνομία, η ελευθερία, η ανθρωπιά, ο κοσμοπολιτισμός αποτελούσαν βασικά γνωρίσματα της δελφικής ιδέας του ποιητή. Τους Δελφούς τους επέλεξε εξαιτίας της αίγλης και της ηθικής που εξέπεμπε κατά την αρχαιότητα το ιερό, λόγω του ότι θεωρείτο ο ομφαλός της γης και επειδή εκεί είχε την έδρα της η Δελφική Αμφικτυονία, μια μικρογραφία της τότε Κοινωνίας των Εθνών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, θεωρούσε απαραίτητο να ιδρυθεί εκεί ένα Πανεπιστήμιο ηθικών, ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών σπουδών. Στο ίδρυμα αυτό θα πραγματοποιούντο κοινωνιολογικές, μουσικές κ.ά. σπουδές και εκτός από σεμινάρια, διαλέξεις και συνέδρια θα οργανώνονταν και οι δελφικές εορτές, απαραίτητες, όπως πίστευε, για την πραγμάτωση των οραμάτων του.
Οι γιορτές περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις, αρχαίους και λαϊκούς χορούς, αθλητικούς αγώνες, λαμπαδηδρομίες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, εκθέσεις έργων γλυπτικής, ζωγραφικής, λαϊκής χειροτεχνίας κ.ά.
Χαρακτηριστικό του πνεύματος των εκδηλώσεων αυτών ήταν ότι στους αθλητικούς αγώνες, δεν έπαιρναν μέρος κανονικοί αλλά αυτοσχέδιοι αθλητές, κάτοικοι των γύρω περιοχών και στρατιώτες. «Στοχεύουμε» έλεγε ο Σικελιανός «να επαναφέρουμε το Πνεύμα των Αγώνων από το βιομηχανικό επίπεδο όπου έχει καταπέσει, στο επίπεδο της πλήρους ηθικής αυθορμησίας απ' όπου έχει αναχωρήσει, δεν θέλουμε τη νοσταλγικήν αποκατάσταση ενός μεγάλου αισθητικού κεφαλαίου κι επιδιώκουμε τη δημιουργία ενός γνήσιου πλαίσιου μορφολογικού, που να επιτρέπει ευθύς αμέσως τη συνθετική μεταφορά, σ' ένα κοινό πνευματικό επίπεδο, παγκόσμιων προβλημάτων». Ο Σικελιανός αρνήθηκε την εμπορευματοποίηση των παραπάνω εκδηλώσεων και τη χρηματοδότησή τους για τουριστικούς σκοπούς, από το κράτος. Τα έξοδα των πρώτων εορτών τα ανέλαβε Εύα Πάλμερ, που με τις οικονομικές της δυνατότητες και το πρακτικό μυαλό της έλυνε πλήθος προβλημάτων.
Οι δύο πρώτες δελφικές γιορτές πραγματοποιήθηκαν το 1927 με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου και το1930 με τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη μπροστά στο κατάπληκτο από θαυμασμό κοινό που είχε έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου, ενώ οι τρίτες, αν και είχαν προγραμματισθεί για το 1936, δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω της δικτατορίας. Μετά τον πόλεμο έγινε μια προσπάθεια για αναβίωσή τους, πράγμα που κατέστη δυνατόν για μια μόνο φορά, το 1952, και αφού στο μεταξύ είχε πεθάνει ο ποιητής. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι Δελφικές γιορτές αφαίμαξαν οικονομικά το ζεύγος Σικελιανού και το οδήγησαν στην χρεοκωπία.
Tο 1929 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος Σικελιανού αργυρά μετάλλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των δελφικών αγώνων». Tο 1932 ο Σικελιανός, επηρασμένος ακόμα απ’ το θέατρο, έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον «Διθύραμβο του Ρόδου», την πρώτη από τις τραγωδίες του. Απ’ το 1940 έως και το 1951, τη χρονιά της τελευτής του, (όπως πολύ ποιητικά αναφέρει ο Πρεβελάκης),η ιδεολογία του ποιητή μεταβάλλεται σε αμφίσημη πνευματική πράξη. Από το ένα μέρος, οδηγούμενος από την προφητική διαίσθηση και φαντασία του αναζητάει τη μεταφυσική και την ποίηση ενός προλογικού και χθόνιου ουμανισμού που θα ξανατοποθετήσει τον άνθρωπο στην καρδιά του σύμπαντος, και από το άλλο μέρος, βαθύτατα συγκλονισμένος από τα γεγονότα της δεκαετίας αυτής, εντάσσεται «στο στρατόπεδο της ελευθερίας-δικαιοσύνης» και προσπαθεί εναγώνια να συμβιβάσει και να βρει τον ενιαίο ρυθμό του εθνικισμού, του σοσιαλισμού και του Ανατολισμού. Μαρτυρία της «μεταβολής που είχε συντελεστεί μέσα του» είναι τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα της περιόδου αυτής. Ορόσημο της περιόδου αποτελεί η τραγωδία ο «Χριστός στη Ρώμη» το 1946. Την ίδια χρονιά, ο Σικελιανός εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ δυο χρόνια πριν «φύγει», το 1949, ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.
Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006
Ταξίδι στ’ αστέρια
Ένα ταξίδι στ’ αστέρια θα κάνω. Θα πάρω μαζί μου αυτά που αγαπώ πιο πολύ. Τα μάτια σου, τη γεύση σου, τη θέρμη απ’ το άγγιγμα σου, τη μυρωδιά του δέρματος. Μα πρώτα απ’ όλα θα πάρω εσένα. Γιατί χωρίς εσένα οι δρόμοι είναι δύσβατοι και το φως απ’ τα αστέρια δεν φτάνει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)