Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2007

Το Δάσος

Στην Τρίτη δημοτικού είχαμε γράψει μια έκθεση στο σχολείο με θέμα «Το δάσος». Δεν θυμάμαι καθόλου τι έγραφα, ήταν όμως η πρώτη έκθεση που έχω γράψει στη ζωή μου. Δοκίμαζα για πρώτη φορά τις δυνάμεις μου στον γραπτό λόγο, εγχείρημα που είχε στεφθεί με επιτυχία. Ο δάσκαλος είπε ότι είχα γράψει πολύ, αναλογικά με την ηλικία μου. Δυο φύλλα τετραδίου ολόκληρα, τέσσερις σελίδες δηλαδή πυκνογραμμένες. Είχε διαβάσει την έκθεση μου μέσα στην τάξη κι εγώ είχα αισθανθεί περήφανη. Είχε γράψει από κάτω με το χαρακτηριστικό κόκκινο στυλό «Άριστα» και πιο δίπλα είχε προσθέσει κι ένα «Μπράβο». Την πήγα με χαρά στο σπίτι και την έδειξα στους γονείς μου.
Δεν θυμάμαι πια τι έγραφα σε κείνη την έκθεση και δυστυχώς δεν διασώθηκε στο πέρασμα του χρόνου.
Υποπτεύομαι ότι θα πρέπει να μιλούσα για τα δέντρα και τα ζώα όπως είχαν περάσει στις παιδικές εικόνες μου, απ’ όσα έβλεπα. Μιλάμε για την εποχή που ακόμα υπήρχαν δάση σε κοντινή ακτίνα.
Η πρώτη εκδρομή που είχαμε κάνει στο σχολείο, δυο χρόνια πριν, ήταν στην Πάρνηθα. Πρωτάκια είμασταν και συνοδευόμασταν στο πούλμαν εκτός απ’ τους δασκάλους κι απ’ τους γονείς μας. Στο Δάσος της Πάρνηθας, είχε χαθεί για λίγο εκείνη τη μέρα κι ο αδερφός μου που ήταν τότε τεσσάρων χρονών και η μητέρα μου τον είχε φέρει κι εκείνον μαζί.
Στο δάσος του Πόρου, στο Νεώρειο, περπατούσα τα καλοκαίρια που παραθερίζαμε στο νησί και απ’ τα πεύκα της Αττικής έκοβα βελόνες για βραχιολάκια όταν συχνά πηγαίναμε εκδρομές εκείνα τα χρόνια. Υπάρχει μάλιστα μια φωτογραφία από ένα πικ-νικ της δεκαετίας του ’70 σε κάποιο κοντινό δάσος, τότε που ακόμα οι οικογένειες έκαναν κι αυτό το σπορ…
Γράφω τις παραπάνω γραμμές με αφορμή τη χθεσινή πυρκαγιά στην Πάρνηθα που νιώθω ότι με την ένταση της ήρθε να καταστρέψει ό, τι ήταν ζωντανό από μια εποχή αθωότητας.
Χαμογελάω ειρωνικά στη θύμηση μιας παλιάς αλήθειας για το καλό κλίμα της Αττικής. Το λέγανε πριν από πολλά χρόνια, το εννοούσανε, ίσχυε.
Λυπάμαι εξαιρετικά που η επόμενη βροχή θα πλημμυρίσει τα πάντα αφού δεν θα υπάρχουν πια δέντρα και πράσινο και υγιές χώμα να απορροφήσουν τα νερά.
Ντρέπομαι που ζω σ’ έναν κόσμο που όλα πια αλλοτριώθηκαν.
Είμαι αμήχανη κι απαισιόδοξη για το όποιο μέλλον.

Πέμπτη, Ιουνίου 28, 2007

Κινηματογραφικές απορίες.

Με αφορμή ένα δημοσίευμα που διάβασα σήμερα, θυμήθηκα ότι πριν από λίγες μέρες το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου ανακοίνωσε τις 100 καλύτερες ταινίες από καταβολής κινηματογράφου. Στην πρώτη δεκάδα φιγουράρουν:

Πολίτης Κέιν
Νονός
Καζαμπλάνκα
Οργισμένο είδωλο
Τραγουδώντας στη Βροχή
Όσα πάιρνει ο άνεμος
Ο Λόρενς της Αραβίας
Η Λίστα του Σίντλερ
Vertigo
Ο Μάγος του Όζ

Μήπως προσέξατε ότι στην παραπάνω δεκάδα δεν υπάρχει ούτε μια ταινία ευρωπαϊκής ή άλλης προελεύσεως; Αυτό τι σημαίνει για μια λίστα που λέει ότι περιλαμβάνει τις καλύτερες ταινίες της ιστορίας του κινηματογράφου;
Για να είμαστε δίκαιοι, δεν ξέρω τι υπάρχει στις υπόλοιπες 90 θέσεις αλλά δεν θα άξιζε στις 10 πρώτες να φιγουράρει ένας Κουροσάβα ή ένας Ταρκόφσκυ; Πού είναι οι μεγάλοι Ιταλοί κινηματογραφιστές, ο Φελίνι, ο Βίσκοντι, ο Αντονιόνι, ο Παζολίνι, οι γάλλοι εκπρόσωποι της Nouvelle Vague, ο Αϊζενστάιν, ο Μπουνιουέλ; Γιατί δεν υπάρχει πουθενά ο Μπέργκμαν;

Πού είναι ο Τσάρλυ Τσάπλιν;

Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007

Ο κύριος Αρκάντιν

Χτες είδα τον "κύριο Αρκάντιν" του Όρσον Γουέλς. Μην φανταστείτε σε θερινό σινεμά, γιατί λόγω καύσωνα, ούτε εκεί δροσίζεσαι αυτές τις μέρες. Προτίμησα το dvd και τη σπιτική δροσιά του air condition.

"Ο κύριος Αρκάντιν" είναι ταινία του 1955. Ο τίτλος στα αγγλικά είναι "Confidential report". Γυρισμένη στην Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, παραμένει απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές του Γουέλς, καθώς ο ίδιος όχι μόνο έγραψε το μυθιστόρημα και το σενάριο, αλλά έκανε τη σκηνοθεσία και πρωταγωνίστησε, ακριβώς όπως είχε κάνει και στον μνημειώδη «Πολίτη Κέιν».
Μετά από μια βίαιη ανταλλαγή πυροβολισμών στο λιμάνι της Νάπολης, τα τελευταία λόγια ενός ετοιμοθάνατου σχετικά με κάποιον Αρκάντιν και τη σύζυγό του Σόφι, - την υποδύεται καταπληκτικά η Κατίνα Παξινού-, στρέφουν τον Βαν Στράτεν στην αναζήτηση του μεγιστάνα Αρκάντιν με στόχο να τον γνωρίσει και να του αποσπάσει μεγάλα χρηματικά ποσά.
Το δόλωμα είναι η κόρη του Αρκάντιν, Ρέινα.
Οι δυο άντρες έρχονται σε επαφή κι ο σκοτεινός και αδίστακτος Αρκάντιν, αναθέτει στον νεαρό Βαν Στράτεν μια αποστολή. Να ερευνήσει τη ζωή του πριν από το σημείο που έπαθε αμνησία, μήπως και έτσι καταφέρει να ανακτήσει τη χαμένη του μνήμη. Ο Βαν Στράτεν δέχεται και εν αγνοία του γίνεται πιόνι στη σκακιέρα του Αρκάντιν. Στη διάρκεια της νουάρ και με couleur locale «παρτίδας», θα γνωρίσει μυστηριώδεις τύπους απ’ το παρελθόν του Αρκάντιν που ο καθένας τους κρατάει κι ένα κομμάτι του παζλ που συνθέτει τη ζωή του μεγιστάνα. Ο ένας μετά τον άλλον βρίσκονται δολοφονημένοι κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες.
Ο Βαν Στράτεν νομίζει πως απειλεί τον Αρκάντιν και με δόλωμα και πάλι την ανυποψίαστη Ρέινα τον προκαλεί για την τελευταία κίνηση. Ο Αρκάντιν έχει τον τελευταίο λόγο και απαντάει μ’ ένα θεαματικό ματ.

Παρακολουθώντας αυτήν την ταινία σήμερα, μπορώ να καταλάβω γιατί για την κινηματογραφική βιομηχανία της δεκαετίας του ‘40 και του ‘50 οι ταινίες του Γουέλς χαρακτηρίστηκαν η μία μετά την άλλη εισπρακτικές αποτυχίες.
Η σκηνοθετική ματιά και η μαεστρία στην τεχνική της κάμερας και της υπόκρισης δεν μπορούσαν να περάσουν στο Χόλυγουντ που εκείνη την εποχή αρεσκόταν σε άλλου είδους ταινίες. Ο Γουέλς δεν χρησιμοποιεί καμιά ευκολία. Δεν υπάρχουν εδώ μοιραίες γυναίκες και οι καλοί δεν είναι απαραίτητα και οι κερδισμένοι στο τέλος.
Αλλά ακριβώς αυτά τα στοιχεία στη σύλληψη και την αφήγηση της ταινίας είναι οι καινοτομίες ενός μεγάλου σκηνοθέτη που έβλεπε και δρούσε μπροστά απ’ τα στενά πλαίσια της εποχής του.
Ο Γουέλς ακολούθησε τη μοίρα πολλών μεγάλων δημιουργών που δικαιώθηκαν μετά θάνατον. Μετά από σειρές αποτυχιών σε οικονομικό επίπεδο και με μια μόνο ταινία να έχει γυριστεί και μονταριστεί χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις -(σ.σ : ο «Πολίτης Κέιν είναι η μόνη ταινία στην οποία δεν παρενέβησαν τα κινηματογραφικά στούντιο αφού ο Γουέλς καλυπτόταν από το συμβόλαιο του να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο)-, τιμήθηκε για τη συνολική προσφορά του στην Τέχνη το 1975.

Το 1984 του απενεμήθη το βραβείο D.W.Griffith.

Η κριτική τον αποθέωσε μετά θάνατον. Το 1999 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τον ανακήρυξε ως τον 16ο καλύτερο ηθοποιό όλων των εποχών.

O κύριος Αρκάντιν / Confidentιαl Report (1955) Σκηνοθεσία-Σενάριο: Όρσον Γουέλς. Φωτογραφία: Ζαν Μπουργκουάν. Ηθοποιοί: Όρσον Γουέλς, Πάολα Μόρι, Ρόμπερτ Άρντεν, Ακίμ Ταμίροφ, Μάικλ Ρεντγκρέιβ, Κατίνα Παξινού. Διάρκεια: 93’, A/M

Τετάρτη, Ιουνίου 20, 2007

Mr Perfect!

Ο τέλειος άντρας είναι:
  • γοητευτικός
  • έξυπνος
  • έχει χιούμορ
  • με κάνει και γελάω πολύ
  • απρόβλεπτος
  • αισθαντικός
  • καλλιεργημένος
  • πολιτισμένος
  • με κάνει να τον θαυμάζω

Το μπαλάκι μου το πέταξε η Krotkaya και το πετάω κι εγώ στις: envain, an-lu, αλκιμήδη, lupa, bebelac.

Κορίτσια, είστε έτοιμες για σουτ;

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Γιαννούλης Χαλεπάς, 1851-1938


Γύρω στα 15 μου αντίκρυσα για πρώτη φορά την «Κοιμωμένη» του Χαλεπά, όμορφη αν και οξειδωμένη πια απ’ τη φθορά του χρόνου, μαγευτική σαν την Ωραία Κοιμωμένη του παραμυθιού και απόκοσμο σύμβολο της πρόωρα χαμένης νιότης της Σοφίας Αφεντάκη.
Από τότε στη συνείδηση μου ο Χαλεπάς εγγράφτηκε σαν καλλιτέχνης τυλιγμένος από μιαν αύρα μυστηρίου που πάντα περιβάλλει τις μεγάλες μορφές.
Είδα λίγα έργα του στη μόνιμη συλλογή της Γλυπτοθήκης πέρυσι το καλοκαίρι κι έμελλε να εμπλουτίσω τις οπτικές μου γνώσεις πριν από λίγες μέρες, με την αναδρομική του Χαλεπά στη Γλυπτοθήκη στο Γουδί.
Έχοντας ελάχιστες γνώσεις γύρω απ’ τη Γλυπτική και αντιμετωπίζοντας την πάντα σαν μια δύσκολη τέχνη, ο Χαλεπάς με συνεπήρε και με συγκίνησε.
Δεν απέφυγα τη σύγκριση με την Κλωντέλ και τον Ροντέν στο σημείο που οι ιδιοφυείς καλλιτέχνες συναντιούνται και γι’ άλλη μια φορά διαπίστωσα ότι αυτό που με τραβάει στη γλυπτική είναι τα μικρά έργα κι όχι τα τεράστια. Νομίζω πως το μέγεθος είναι αντιστρόφως ανάλογο της συγκίνησης που μπορεί να προκαλέσει ένα γλυπτό και γι’ αυτό η προσωπική μου αισθητική ικανοποιείται περισσότερο από έργα σε ανθρώπινα μεγέθη.
Ο Χαλεπάς έζησε χρόνια με το στίγμα του τρελλού κι αυτό τον ακολουθεί ακόμα και σήμερα, 70 σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατο του. Η ψυχική του νόσος υπήρξε καθοριστική για την καλλιτεχνική του πορεία που χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους και καταλυτική για τον αριθμό των έργων που σώζονται σήμερα αλλά και για το υλικό μέσα απ’ το οποίο μας παραδόθηκαν.


Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1851 από οικογένεια φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαγλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.

Α΄ περίοδος καλλιτεχνικής δημιουργίας απ’ το 1869 ως το 1877
Από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών - την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών- με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση. Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Max von Windmann. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» και «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», για τα οποία και βραβεύθηκε. Ο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», μαζί με το ανάγλυφο της «Φιλοστοργίας», παρουσιάστηκαν στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.
Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα».
















Τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την «Κοιμωμένη» για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την «Κοιμωμένη» του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.

Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό και χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη ν’αυτοκτονήσει. Με τα σημερινά δεδομένα της ψυχιατρικής, τα αίτια της ψυχασθένειάς του μπορούν ν’ αναζητηθούν στην τελειομανία του, την υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία καθώς και στον ατυχή έρωτα του για μία νεαρή συμπατριώτισσά του που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί ανίκανοι να επικοινωνήσουν με τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη, αποφάσισαν να τον στείλουν ένα ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, μόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.
Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στα 14 χρόνια του εγκελισμού του στοΨυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριο του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.

Το 1901, πέθανε ο πατέρας του κι έναν χρόνο μετά, στις 6 Ιουνίου 1902, βγήκε απ’ το Ψυχιατρείο σε κατάσταση ύφεσης. Πραγματοποίησε κατόπιν επιθυμίας του επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας συνοδευόμενος απ’ τον γλύπτη Θωμόπουλο. Οι διορατικές παρατηρήσεις του γύρω απ’ τα αρχαία γλυπτά φανέρωναν ότι είχε ανακτήσει την ψυχική και πνευματική του υγεία. Ωστόσο, κατά την επιστροφή του στην Τήνο, η συγκατοίκηση με την αυστηρή μητέρα του τον οδηγεί σταδιακά σε συσκότιση. Η μητέρα του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε απ’ την «καταραμένη» τέχνη, δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό εκείνη το κατέστρεφε, προσπαθώντας να σβήσει κάθε ανάμνηση της προηγούμενης ζωής. Του σκορπάει τον λιγοστό πηλό που εκείνος πλάθει, ανάμεσα στα λουλούδια της αυλής. Ο Χαλεπάς γίνεται ένα άβουλο πλάσμα, «ο τρελός του χωριού» και βοσκός γιδιών.
Το 1905, τον επισκέπεται ο Τηνιακός γλύπτης Λάζαρος Σώχος και το 1908 ο Αντώνης Σώχος, είναι ουσιαστικά ο πρώτος καλλιτέχνης που τον βλέπει με αγάπη. Το 1915 ένα άρθρο–έκκληση του βουλευτή Θ. Βελλιανίτη ζητάει ετήσια χορηγία του ναού της Ευαγγελιστρίας στον εξαθλιωμένο πένητα.

Β’ περίοδος καλλιτεχνικής δημιουργίας απ’ το 1916 ως το 1930
Ο θάνατος της μητέρα του το 1916, πέρα απ’ την πλήρη αδιαφορία του καλλιτέχνη, σηματοδοτεί και τη λήξη μιας πολύς μακράς περιόδου κατά την οποία ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ο καλλιτέχνης βρήκε ωστόσο το κουράγιο στα 65 του χρόνια να αρχίσει ξανά να ασχολείται με την γλυπτική, παρόλο που τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο.
Αρχίζει να βρέχει και να ζυμώνει τον πηλό του. Δουλεύει μ' εντελώς πρωτόγονα μέσα, μ' ακονισμένα καλάμια αντί γλυφίδας, μ' ένα καρφί αντί καλέμι, δίχως καν συρμάτινο σκελετό για τα προπλάσματά του -κάτι που προσδιόριζε και τη στατική τους, αφού το φτενόχωμα που 'βρισκε δεν βάσταγε μετέωρα τα μέλη των σκαλισμένων μορφών. Δουλεύει νυχθημερόν, σαν να κυνηγάει τον χαμένο χρόνο, με ανεπαρκές φως, όλα τα έργα του μαζί, χαϊδεύοντάς τα από λίγο κάθε μέρα το καθένα τους, απορρίπτοντας πολλά, για να ξαναχρησιμοποιήσει τον πηλό τους, ωσότου να τα νιώσει αρτιωμένα. Γεμίζει βιβλία και γραμμένα κατάστιχα με σχέδια, συχνά το ένα πάνω στο άλλο. Επαναλαμβάνει ψυχαναγκαστικά θέματα από τη μυθολογία «Σάτυρος και Έρωτας», «Μήδεια» κι από τραπουλόχαρτα (σύμβολα του αρσενικού και του θηλυκού). Ο Σώχος του στέλνει χαρτιά κι εκείνος απαντώντας λέει σεμνά:
«…για καιρό δεν φαινόντουσαν ούτε λάτρεις ούτε θαυμαστές κι εχρειάστηκαν μια Κοιμωμένη για να ξυπνήσει τους βαθειά ροχαλίζοντας».
Αρχίζει μια μακροχρόνια περίοδος συστηματικής αυτοθεραπείας μέσα από σκληρή εργασία, όχι πια με έργα ψυχοπαθολογικής τέχνης αλλά με γλυπτά σε ανώτερα επίπεδα καλλιτεχνικής σύνθεσης, που δείχνουν γενικότερη ψυχική ανασύνθεση και ανασυγκρότηση. Η βαρύτατη ψυχική ασθένεια αποσύρεται αργά αλλά σταθερά. Από το 1918 έως το 1930 κάνει συνολικά πενήντα δύο έργα, λιγότερο ή περισσότερο φυσιολογικής τέχνης. Ζει πάντα μέσα στη στέρηση, βόσκει πρόβατα και κάνει θελήματα. Προς το τέλος της δεκαετίας 1920 αρχίζει να διαφαίνεται βελτίωση. Δεν εμφανίζει κανένα σημείο αρρώστιας στην τέχνη, ενώ έχει φυσιολογική επαφή με το περιβάλλον.
Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925. Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή της ανηψιάς του Ειρήνης, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.

Γ’ περίοδος καλλιτεχνικής δημιουργίας απ’ το 1930 ως το 1938
Στην Αθήνα, κάτω από τη σκέπη της στοργικής Ειρήνης και του συζύγου της Βασίλη, ο καλλιτέχνης σχεδόν αναγεννάται από τις στάχτες του. Συνεχίζει να δημιουργεί αδιάκοπα ως τον θάνατο του, τον Σεπτέμβριο του 1938, διανύοντας τη δημιουργικότερη φάση της πολυτάραχης ζωής του. Σ’ αυτήν την περίοδο της πλήρους κοινωνικής και καλλιτεχνικής αποκατάστασης, ο Γιαννούλης Χαλεπάς ευτύχησε να δημιουργήσει ανεπανάληπτο φαινόμενο στην ιστορία της Τέχνης και της Ψυχιατρικής επιστήμης, αφού κατόρθωσε να ξεπεράσει τον παλιό εαυτό του με την αυτοθεραπεία μέσω της Τέχνης και να εγγραφεί στο πάνθεον των ιδιοφυιών, περιθωριακών καλλιτεχνών του παγκόσμιου στερεώματος.

Πέμπτη, Ιουνίου 07, 2007

Το ξενοδοχείο του τέλους

Το κάρο σταμάτησε μπροστά στη μεγάλη πύλη. Το παλιό πέτρινο κτίριο έμοιαζε σαν φάντασμα μπροστά τους, σαν υπερμεγέθης γίγαντας με στόμα που έχασκε για να τους καταπεί.
O Αμίτ κατέβηκε απ’ το γαϊδούρι κι έκανε νόημα στον αδερφό του τον Ανίλ να κατεβάσουν τον πατέρα τους. Ο γερό Ραμίς στα 80 του χρόνια ήταν ξαπλωμένος στην αυτοσχέδια καρότσα και υπέφερε στωικά τους πόνους του.
«Φτάσαμε πατέρα», είπε ο Αμίτ με γλυκειά φωνή, χαιδεύοντας τα κάτασπρα μαλλιά του γέρου.
«Λίγο κουράγιο ακόμα μέχρι να σε πάμε πάνω, στο δωμάτιο».

Ο γερό Ραμίς ανοιγόκλεισε απλώς τα βλέφαρα, σημάδι ότι καταλάβαινε. Αυτή η κίνηση άλλωστε, ήταν και η μοναδική που έκανε τους τελευταίους μήνες.
Μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο, ήταν όρθιος και περπατούσε, αν και περισσότερο αδύναμος από ποτέ. Τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη του και η σκληρή αγροτική δουλειά είχαν αποτυπωθεί με αυλακιές σ’ όλο του το πρόσωπο. Τα χέρια του ήταν τραχιά και γεμάτα ρόζους. Το μυαλό του όμως δούλευε ξυράφι κι απολάμβανε να κάθεται στο τραπέζι του φτωχού σπιτικού του κάθε σούρουπο και να απολαμβάνει το φαγητό με τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν κι έτσι η φροντίδα του γερό Ραμίς είχε πέσει αποκλειστικά στις δυο του νύφες, την Νάγια και την Σίβα.
Ήταν κάπου εκεί, τον Γενάρη λοιπόν που τους επισκέφθηκε η αρρώστεια. «Εγκεφαλικό», διέγνωσε ο γιατρός που τον είδε. «Να τον πάρετε σπίτι και να εύχεστε να σβήσει γρήγορα. Έτσι κι αλλιώς, δεν καταλαβαίνει τίποτα στην κατάσταση που είναι».

Ο γερό Ραμίς δεν θα ξανασηκωνόταν πια. Δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει, ούτε να μιλήσει. Έτρωγε μερικές κουταλιές ζωμό που τον τάϊζαν οι δυο γυναίκες της οικογένειας και του έβρεχαν τακτικά τα χείλη με νερό. Η μόνη του επικοινωνία ήταν αυτό το ανοιγόκλειμα των βλεφάρων. Η μόνη ένδειξη ότι μπορούσαν ακόμα να επικοινωνήσουν μαζί του, έστω και μ’ αυτόν τον υποτυπώδη τρόπο.
Τα παιδιά του είχαν πίστη. Τόσες και τόσες αναποδιές είχε περάσει ο γέρος, τόσες δυσκολίες. Είχε δει τη γη του να καταστρέφεται απ’ τις βροχές ή τις ξηρασίες, πέντε απ’ τα παιδιά του είχαν πεθάνει, άλλα σε νηπιακή σχεδόν ηλικία κι άλλα αργότερα. Είχε χάσει τη γυναίκα του κι υπήρχαν μέρες που την έβγαζαν εντελώς νηστικοί, αλλά παρόλα αυτά, εκεί στην άκρη αυτής της γης, της θαρρείς ξεχασμένης απ’ τον πολιτισμό και τους ανθρώπους, οι λιγοστοί κάτοικοι έμεναν πάντα γελαστοί κι αισιόδοξοι κι ο Ραμίς δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Αυτά συλλογίζονταν οι γιοι του κι οι νύφες του και συνέχιζαν να τον φροντίζουν αγόγγυστα, ελπίζοντας σ’ ένα θαύμα.
Οι μήνες όμως που πέρναγαν, άφηναν ανεξίτηλα τα σημάδια τους πάνω στο κορμί του βασανισμένου γέρου. Είχε αδυνατίσει κι απομείνει σκιά του εαυτού του. Ένα μάτσο κόκκαλα ντυμένα με λίγο δέρμα διάφανο και ζαρωμένο. Ο γερό Ραμίς ήθελε να φύγει πια. Το ταξίδι του στη γη είχε τελειώσει.

Τα δυο αδέρφια έκαναν ένα μικρό οικογενειακό συμβούλιο. Δεν υπήρχε πλέον λόγος καθυστέρησης. Το ταξίδι ήταν μεγάλο για το Μουκτί Μπουάν, αλλά το χρωστούσαν στον πατέρα τους. Η ψυχή του έπρεπε να λυτρωθεί στα ιερά νερά του Γάγγη, έστω κι αν αυτό σήμαινε ταξίδι δυο ολόκληρων ημερών για να φτάσουν εκεί.
Αφού πήραν την απόφαση, έσκυψαν πάνω στο κρεββάτι του γέρου και με δάκρυα στα μάτια του ανακοίνωσαν την απόφαση τους. «Τι λες κι εσύ πατέρα»; ρώτησε στο τέλος ο Ανίλ κοιτάζοντας τον κατάκοιτο γέρο.
Ο Ραμίς ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα, σημάδι πως είχε ακούσει και συμφωνούσε.

Το άλλο πρωί ξεκίνησαν. Το χωριό ολόκληρο βγήκε απ’ τα σπίτια ν’ αποχαιρετήσει τον γερό Ραμίς.
Η Νάγια τον φίλησε με τα μάτια κόκκινα απ’ το πολύ κλάμα κι άφησε ένα πακετάκι με το λευκό ρούχο που φοράνε οι πεθαμένοι δίπλα του, στο κάρο. Η Σίβα του φόρεσε στο χέρι ένα βραχιολάκι με φυλαχτό και του έβρεξε τα χείλη για τελευταία φορά.

Δυο μέρες αργότερα βρισκόντουσαν έξω απ’ το Μουκτί Μπαουάν, το ξενοδοχείο του θανάτου.
Τους υποδέχτηκε ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και τους οδήγησε σ’ ένα απ’ τα δώδεκα δωμάτια.
Τους υπέδειξε έναν χώρο στο πάτωμα για να ξαπλώσουν τον γέρο και συγχρόνως τους έδωσε τις οδηγίες.
«Έχει περιθώριο δυο βδομάδες για να λυτρωθεί απ’ την ψυχή του», είπε με σοβαρό ύφος. «Όταν με το καλό συμβεί αυτό, θα του ανάψουμε μια μεγάλη φωτιά δίπλα στην όχθη του ποταμού. Αν περάσει όμως αυτό το διάστημα και είναι ακόμα εδώ, θα πρέπει να τον πάρετε πίσω. Δεν μπορούμε να κρατάμε άλλο το δωμάτιο. Περιμένουν κι άλλοι βλέπετε», κατέληξε με σοβαρό ύφος.
Ο Αμίτ κι ο Ανίλ κούνησαν το κεφάλι σε ένδειξη ότι καταλάβαιναν απόλυτα τα λεγόμενα του ιδιοκτήτη.
Ζήτησαν να έχουν ένα τελευταίο λεπτό μαζί του.
«Εντάξει», συμφώνησε ο ιδιοκτήτης, αλλά μην τυχόν του αφήσετε νερό ή τροφή ή φάρμακα. «Απαγορεύονται όλα αυτά εδώ», τόνισε με αυστηρότητα.
«Ακόμα και να του αφήναμε, δεν θα μπορούσε ποτέ να πιει νερό μόνος του έτσι όπως είναι», είπε ο Ανίλ κι αμέσως το αυστηρό βλέμμα του ιδιοκτήτη καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιο τον έκανε να σταματήσει τη φράση του στον αέρα.

Φίλησαν το χέρι του πατέρα τους και χάϊδεψαν τα μαλλιά του με στοργή.

«Γεια σου πατέρα», είπε ο Ανίλ με κόμπο στον λαιμό του
«Γεια σου πατέρα», είπε κι ο Αμίτ βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο.Κοντοστάθηκε και γύρισε πάλι πίσω προσθέτοντας: «σε παρακαλούμε πατέρα, μην περιμένεις άλλο. Αν δεν πας στο Γάγγη σε δυο βδομάδες, πρέπει να έρθουμε να σε πάρουμε και να σε γυρίσουμε πίσω στο χωριό. Και θα’ ναι μεγάλη ντροπή πατέρα, να γυρίσεις πίσω ζωντανός, το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι»;

Ο γέρος ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα του, σημάδι ότι καταλάβαινε.

Την αφορμή για το παραπάνω κείμενο την πήρα όταν διάβασα αυτό.

Τρίτη, Ιουνίου 05, 2007

Ίος blogger Camp

Το τριήμερο που μας πέρασε:

  • Επισκέφθηκα για πρώτη φορά ένα όμορφο κυκλαδίτικο νησί με αφορμή το Greek Blogger Camp
  • Είδα τι ωραίες που είναι οι μίνι διακοπές τον Ιούνιο που δεν έχει μαζευτεί ακόμα πολύς τουρισμός
  • Γνώρισα πολλούς κι ενδιαφέροντες bloggers - εγχώριους και διεθνείς-
  • Σάπισα στην ξεκούραση
  • Έκανα το πρώτο μου μπάνιο
  • Διαπίστωσα πόσο κρύα είναι η θάλασσα τέτοια εποχή και γι' αυτό προτίμησα την πισίνα
  • Έφαγα ωραιότατα θαλασσινά στην ακροθαλασσιά
  • Τέλειωσα επιτέλους τη "Λέσχη των τιποτένιων" κι έφτασα στη μέση και το επόμενο βιβλίο, επιβεβαιώνοντας ότι οι ρυθμοί της πόλης δεν μ' αφήνουν να αφιερώσω χρόνο στο διάβασμα και άρα πρέπει να είμαι συνέχεια σε διακοπές
  • Μυήθηκα στο "διάβασμα" του έναστρου ουρανού
  • Γέμισα τσιμπήματα από κουνούπια
  • Απόλαυσα τη δόση από πολυτέλεια που όλοι μας χρειάζομαστε
και
χτες που επέστρεψα:
άρχισα να βάζω πλυντήρια και να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για γραφείο την επόμενη μέρα, επιβεβαιώνοντας ότι με μια μικρή ανάπαυλα κάνεις με περισσότερο κέφι τον σκλάβο εργαζόμενο μετά...
Ωραία ήταν. 'Αντε και του χρόνου!